Παραδοσιακός Οικισμός “Nυμφαίο”
Το όμορφο Νυμφαίο της Περιφερειακής Ενότητας Φλώρινας βρίσκεται πάνω στις κορυφογραμμές του Βίτσι, σε υψόμετρο 1.350 μ. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους διατηρητέους παραδοσιακούς οικισμούς της Ελλάδας και ένα από τα δέκα ομορφότερα χωριά της Ευρώπης.
Το χωριό ονομαζόταν Νιβεάστα, βλάχικη ονομασία που κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τη φράση Ni vista, που σημαίνει αόρατο, λόγω της τοποθεσίας του. Το 1928 μετονομάστηκε σε Νυμφαίο. Πρωτοκατοικήθηκε το 1385 και από τότε κατέχει μία πλούσια και σημαντική θέση στην ιστορία του τόπου, με κορύφωση τη μεγάλη του οικονομική άνθηση, από τον 18ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, όταν οι Νεβεσκιώτες έμποροι εξαπλώθηκαν σε Δύση και Ανατολή.
Τα χρόνια μετά τον πόλεμο, το Νυμφαίο δεν γλίτωσε από τη «νόσο» της εγκατάλειψης των ορεινών και απομακρυσμένων χωριών της Ελληνικής περιφέρειας. Και σήμερα, θα ήταν πιθανότατα ένας ακόμα ερειπωμένος οικισμός, εάν ορισμένοι κάτοικοί της δεν αποφάσιζαν να κάνουν μια προσπάθεια αναδημιουργίας του χωριού.
Βρήκαν χρηματοδότες, ευαισθητοποίησαν και άλλους συντοπίτες τους και κατάφεραν να ξαναχτίσουν πολλά από τα ερειπωμένα σπίτια, να ανακαινίσουν τα παλιά αρχοντικά, να διαμορφώσουν τα περίτεχνα καλντερίμια και να δημιουργήσουν μερικούς σπουδαίους ξενώνες, αφού για να έχει ζωή ο τόπος θα έπρεπε οι άνθρωποι να έχουν κίνητρο για να μείνουν, θα έπρεπε να έχουν, δηλαδή επαγγελματική προοπτική. Έτσι από το 1990 κι έπειτα το χωριό έχει αναγεννηθεί και αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς, αλλά και απόλυτο σεβασμό στην παράδοση και στο περιβάλλον. Ο ήπιος τουρισμός δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας και αύξησε το οικογενειακό εισόδημα.
Στο Νυμφαίο θα συναντήσετε πολλούς παραδοσιακούς ξενώνες, κάποιοι μεγάλοι και επιβλητικοί σαν πύργοι και κάποιοι μικρότεροι και γραφικοί. Η ηρεμία της περιοχής και η ατμόσφαιρα που μυρίζει χειμώνα θα χαλαρώσει και τον πιο ανήσυχο επισκέπτη.
Στο χωριό λειτουργούν επίσης:
- Συνεδριακό κέντρο
- Ιππικός όμιλος
- Ο αστικός συνεταιρισμός γυναικών “Η Νύμφη” (που παράγει και πουλά παραδοσιακά προϊόντα)
- Το ευρωπαϊκό κέντρο προστασίας της καφέ αρκούδας “Ο Αρκτούρος”
- Πέντε παραδοσιακοί ξενώνες
- Εστιατόρια
- Κοινοτική επιχείρηση τουριστικής ανάπτυξης
Αρχιαολογικοί Χώροι
Στην Περιφερειακή Ενότητα Φλώρινας η αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει ανθρώπινες δραστηριότητες που καλύπτουν μια μακρά χρονική περίοδο, από τους νεολιθικούς χρόνους μέχρι και τη μεταβυζαντινή εποχή. Το πλούσιο γεωγραφικό ανάγλυφο, τα άφθονα νερά και η επάρκεια των πόρων στην περιοχή συνετέλεσαν σε αυτή την έντονη ανθρωπογενή δραστηριότητα.
Στις λεκάνες της Φλώρινας και του Αμυνταίου εντοπίστηκε πληθώρα προϊστορικών εγκαταστάσεων, που αντιπροσωπεύουν και τις τρεις μεγάλες χρονολογικές ενότητες της προϊστορία: τη Νεολιθική, την Εποχή του Χαλκού και την Εποχή του Σιδήρου. Η προϊστορική περίοδος αντιπροσωπεύεται από τους προϊστορικούς οικισμούς του Αρμενοχωρίου, του Αγίου Παντελεήμονα, της Βεγόρας (στις θέσεις Νησί και Τσαΐρια), του Βαρικού, των Πετρών, του Λιμνοχωρίου κ.ά.
Πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, έχει εντοπιστεί στην ευρύτερη αγροτική περιοχή του οικισμού της Βεγόρας, όπου πιθανότατα υπήρχε η αρχαία πόλη Βοκερία. Η έρευνα έχει, μέχρι στιγμής, αποκαλύψει οργανωμένο και τειχισμένο αστικό κέντρο των ελληνιστικών χρόνων, το οποίο εξακολουθούσε να κατοικείται και στη ρωμαϊκή εποχή εξελισσόμενο σε μια καλά οργανωμένη αγροτική εγκατάσταση. Από την περιοχή προέρχεται το σπάνιο εύρημα της χάλκινης μακεδονικής ασπίδας του στρατιωτικού σώματος των χαλκάσπιδων με επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ, η οποία πιθανότατα αποτελεί κατάλοιπο και μαρτυρία της γνωστής μάχης του 294 π.Χ. που, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, διεξήχθη στην περιοχή μεταξύ του βασιλιά της Ιλλυρίας Πύρρου και του μακεδονικού στρατού του βασιλιά Αντιγόνου.
Παλαιότερες ανασκαφές στο νησάκι του Αγίου Αχιλλείου εντόπισαν την πόλη Λύκα με δύο οικοδομικές φάσεις των ελληνιστικών χρόνων, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της αρχαίας πόλης ήταν βυθισμένο στα νερά της λίμνης. Η ζωή της ελληνιστικής πόλης συνεχίζεται και στα ρωμαϊκά χρόνια, οπότε ο οικισμός επεκτείνεται σχεδόν μέχρι τα όρια του σημερινού μικρού οικισμού.
Τέλος, αντιπροσωπευτικά ευρήματα από τη ρωμαϊκή περίοδο έχουμε στις Κάτω Κλεινές (στη θέση Κρούσα), καθώς και στις εντοπισμένες οικιστικές εγκαταστάσεις στα χωριά Βατοχώρι, Πύλη, Μελίτη, Παρώρειο, Παλαίστρα, Σιταριά, Κάτω Υδρούσα, Αγία Παρασκευή, Αντίγονο και Λιμνοχώρι. Οι περισσότεροι από αυτούς τους οικισμούς εξακολουθούν να υπάρχουν και στους επόμενους αιώνες, μεταλλαγμένοι σε νέες μικρότερες οικιστικές φόρμες, τειχισμένοι με κάστρα και με μια χαρακτηριστική εσωστρέφεια, εξαρτημένοι από τη διοίκηση και την προστασία δυναμικών τοπικών ηγεμόνων. Με αυτό τον τρόπο διαπιστώνεται η αδιάκοπη παρουσία ορισμένων πολισμάτων από τη ρωμαϊκή σε όλη τη βυζαντινή περίοδο.
Για επικοινωνία: |
|
Διεύθυνση: |
Πτολεμαίων 1, Φλώρινα, Τ.Κ.: 53 100 |
Τηλέφωνο: |
23853 50 00 |
FAX: |
23853 50 401 |
Email: |
info@florina.pdm.gov.gr |
Μνημεία Βυζαντινά και μετα-Βυζαντινά
Εκτός από τη βασιλική του Αγίου Αχιλλείου στη νότια πλευρά του ομώνυμου νησιού σώζονται τα ερείπια του ναού των Αγίων Αποστόλων (11ος – 12ος αι.), μιας μικρής τρίκλιτης βασιλικής με νάρθηκα. Τα λείψανα οχύρωσης γύρω από το ναό, καθώς και ένα ελληνιστικό κτίσμα, μια ρωμαϊκή επιγραφή και δύο παλαιοχριστιανικοί κίονες φανερώνουν τη συνεχή χρήση του χώρου από την ελληνιστική αρχαιότητα (στο σημείο αυτό τοποθετείται η αρχαία πόλη Λύκα) μέχρι τα βυζαντινά χρόνια. Ακόμα, ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Γεωργίου (15ος αι.) ξεχωρίζει για τις τοιχογραφίες του που συνιστούν χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκότροπης εκκλησιαστικής ζωγραφικής της περιοχής.
Ένα από τα παλαιότερα (αρχές του 11ου αι.) και σημαντικότερα μνημεία εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της περιοχής βρίσκεται στον Άγιο Γερμανό. Πρόκειται για έναν μικρό σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με τρούλο και νάρθηκα, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό. Εκτός από το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει ένα συνοπτικό πανόραμα βυζαντινής και μεταβυζαντινής αγιογραφίας, αφού στο εσωτερικού του ναού σώζονται αλλεπάλληλα στρώματα τοιχογραφιών, τα οποία καλύπτουν χρονολογικά επτά αιώνες (11ος – 18ος). Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει επί μακρόν την περιήγηση στα μνημεία της Πρέσπας παρατηρώντας την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή και τον πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο του τρίκογχου ναού του Αγίου Νικολάου στην Πύλη (14ος αι.) ή θαυμάζοντας την πολυχρωμία και τη δραματικότητα των σκηνών στις τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στο Πλατύ (1591).
Παρ’ όλα αυτά, ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα και μοναδικά στοιχεία της περιοχής είναι οι βραχογραφίες και τα ασκηταριά στις απότομες όχθες της Μεγάλης Πρέσπας, σημάδια της έντονης παρουσίας μικρών μοναστικών κοινοτήτων και αναχωρητών. Η Παναγία η Ελεούσα (1373) και η Παναγία η Βλαχερνίτισσα (1455/6) αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα βραχογραφιών, τις οποίες μπορεί κανείς να δει μέσα από τη βάρκα στον μικρό κόλπο των Ψαράδων.
Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα
Η μεγάλη Πρέσπα είναι αισθητά βαθύτερη από τη Μικρή Πρέσπα και επικοινωνεί υπόγεια με τη λίμνη Αχρίδα που βρίσκεται σε χαμηλότερο υψόμετρο. Στις όχθες της έχει υδροφυτική βλάστηση καλαμιών. Πλούσια είναι και η πανίδα γύρο από τη λίμνη. Η ενδείκνυται για αλιεία, κυνήγι, αναψυχή και τουρισμό. Από τις πιο γνωστές περιοχές τις λίμνης για κολύμπι, κανό – καγιάκ και κωπηλασία είναι η παραλία της Κούλας.
Η μικρή αποτελεί υγρότοπο διεθνούς σημασίας σύμφωνα με την συνθήκη Ραμσάρ. Τόπος ιδιαίτερης σπουδαιότητας για τις αποικίες αργυροπελεκάνων, καθώς και τόπος αναπαραγωγής τους όπως και των ερωδιών και των κορμοράνων. Εδώ διαβιούν η βίδρα, από τα πιο σπάνια θηλαστικά στην Ευρώπη, η αρκούδα, ο λύκος, το ζαρκάδι, η αλεπού και πολλές φορές φθάνει από την Αλβανία και κανένας λύγκας (σπάνιο είδος που μοιάζει με αγριόγατα).
Οι επισκέπτες μπορούν να εξερευνήσουν τις λίμνες με τις χαρακτηριστικές βάρκες που ονομάζονται «πλάβες», ξύλινες βάρκες επιστρωμένες με πίσσα που αντικαθίστανται σιγά – σιγά από σύγχρονα πλεούμενα. Οι βαρκάρηδες από το χωριό , κάνουν όλο τον χρόνο περιηγήσεις στην Μεγάλη Πρέσπα, παρέχοντας την δυνατότητα στους επισκέπτες να θαυμάσουν τα λαξευμένα στο βράχο της Μεγάλης Πρέσπας ασκηταριά, δηλαδή τα μικρά μονίδρια των αναχωρητών. Οι μονόχωροι κεραμοσκεπείς χώροι κοσμημένοι με τοιχογραφίες στους βράχους, που συναντούμε βγαίνοντας από τον κόλπο των Ψαράδων, οι οποίες χρονολογούνται από το 1455/6 και το 1373 αντίστοιχα. Στα ανοιχτά της λίμνης συναντούμε το ασκηταριό της μεταμόρφωσης που σώζει το ναό, το νάρθηκα και τους βοηθητικούς χώρους. Τελευταίο, πριν τα Αλβανικά σύνορα, είναι το ασκηταριό της Παναγίας Ελεούσας και χρονολογείται από το 1409/10. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει την πλούσια πανίδα της περιοχής, καθώς συγκεντρώνει μεγάλους αριθμούς υδρόβιων και παρυδάτιων πτηνών. Μια βόλτα με την βάρκα στην Μικρή Πρέσπα την περίοδο του καλοκαιριού, θα σας χαρίσεις αξέχαστες εικόνες διασχίζοντάς την ανάμεσα από τα νούφαρα.
Οι επισκέπτες μπορούν περπατώντας μέσω της πλωτής πεζογέφυρας (650 μ.), να φθάσουν στο νησάκι του Αγίου Αχιλλείου το οποίο βρίσκεται μέσα στην Μικρή Πρέσπα. Το νησί έχει λιγοστούς κατοίκους και είναι ένα από τα ομορφότερα και λιγοστά λιμναία χωριά που κατοικούνται. Στο νησί βρίσκεται η εκκλησία του Αγ. Αχιλλείου από τα τέλη του 10ου αι., καθώς και ο τάφος του Αγίου Αχιλλείου. Εκεί μετέφερε ο Βούλγαρος τσάρος Σαμουήλ από την πόλη της Λάρισας το λείψανο του επισκόπου της, Αγίου Αχιλλείου, γύρω στο 980 – 985. Είναι μια τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα και αποτέλεσε για πέντε αιώνες τον επισκοπικό ναό της Πρέσπας. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες βασιλικές της Ελλάδας. Το νησί του Αγίου Αχιλλείου αποτελεί εδώ και χρόνια το κέντρο των εκδηλώσεων «Πρέσπεια» με σημαντικές συναυλίες τις οποίες παρακολουθούν επισκέπτες από όλη την Ελλάδα. Τα «Πρέσπεια» πραγματοποιούνται κάθε χρόνο στο τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου.
Στις Πρέσπες, όσον αφορά την διαμονή υπάρχουν ξενώνες, ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια στον Άγιο Γερμανό, στους Ψαράδες, στην Μικρολίμνη, στην Πύλη, στον Άγιο Αχίλλειο, στο Ανταρτικό, το Πλατύ, τον Λαιμό κ.ά. Οι παραδοσιακοί αυτοί οικισμοί, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της ντόπιας αρχιτεκτονικής.
Εθνικός Δρυμός Πρεσπών
Εθνικός δρυμός ανακηρύχθηκε το 1974, καλύπτει 256 τετρ.χλμ. απ’ τα οποία τα 83 περίπου καλύπτονται απ’ τις δύο λίμνες Πρέσπες και τα 50 αποτελούν τον πυρήνα του (ζώνη απόλυτης προστασίας). Είναι ο μεγαλύτερος απ’ τους δέκα συνολικά εθνικούς δρυμούς της χώρας και περιλαμβάνει υπαλπικά και ασβεστόφιλα δάση πανήψυλης οξιάς, δάση δρυός (βελανιδιές), τη βόρεια σημύδα, δασώδεις φυτοκοινωνίες, καλαμιώνες, φυλλοβόλα και κωνοφόρα δέντρα, 1400 είδη φυτών, 1200 είδη φτέρης, αλπικά λιβάδια σε υψόμετρο 1800μ. και το μοναδικό στην Ευρώπη δάσος από γηραιούς κέδρους, όπως και ένα ενδημικό είδος, την centaurea prespana.
Με τον όρο Πρέσπες αναφέρεται το βορειοδυτικότερο υψίπεδο της ελληνικής επικράτειας, το οποίο απομονώνεται από την υπόλοιπη Π.Ε. της Φλώρινας, από το Βαρνούντα ανατολικά και το Τρικλάριο (Σφήκα) νότια. Βόρεια, δεν υπάρχει φυσικό σύνορο, παρά μόνο αυτό που χωρίζει πολιτικά την μεγάλη Πρέσπα στα τρία γειτονικά κράτη: Ελλάδα, Αλβανία και Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Η Μικρή Πρέσπα είναι μια μακρόστενη, μεσοτροφική λίμνη, με επιφάνεια 47,35 τετραγωνικών χιλιόμετρων, από τα οποία τα 43,5 είναι στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα στην Αλβανία. Η Μεγάλη Πρέσπα είναι ολιγοτροφική λίμνη, έχει συνολική επιφάνεια 272 τετραγωνικά χιλιόμετρα, από τα οποία τα 37-39 είναι στην Ελλάδα.
Από πολύ νωρίς, αναγνωρίστηκε η μοναδικότητα και η σπουδαιότητα των Πρεσπών ως ενδιαίτημα σημαντικών ειδών οργανισμών, κυρίως πουλιών. Η Ελληνική Πολιτεία αναγνωρίζοντας τις φυσικές αξίες της περιοχής, ανακήρυξε την περιοχή Εθνικό Δρυμό, το 1974. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο εθνικό δρυμό στην Ελλάδα, με έκταση 250 τετραγωνικά χιλιόμετρα, από τα οποία η ζώνη απόλυτης προστασίας, ο πυρήνας, καταλαμβάνει 49,3 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το στοιχείο βέβαια που ξεχωρίζει τις Πρέσπες από τους υπόλοιπους εθνικούς δρυμούς είναι η μεγάλη ποικιλομορφία σε φυσικές διαπλάσεις και τύπους ενδιαιτημάτων. Από το επίπεδο του νερού των λιμνών, όπου φωλιάζουν οι Πελεκάνοι, μέχρι τις βουνοκορφές των βουνών που περιβάλλουν τις Πρέσπες και βρίσκει κρησφύγετο ο Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), συναντά κανείς μια σειρά από διαφορετικούς βιότοπους, καλαμιώνες, υγρολίβαδα, αγροτικές εκτάσεις, δασικές διαπλάσεις, υποαλπικά και αλπικά λιβάδια.
Καλλιτεχνικά εργαστήρια
Οι εικαστικές εκδηλώσεις σ’ ένα χώρο και σε μία ατμόσφαιρα σαν αυτή που επικράτησε στη Φλώρινα μετά τη λήξη του πολέμου, θα ήταν μία πολυτέλεια που δεν έπρεπε ίσως να έχει απήχηση. Παρόλα αυτά, η πρόοδος των καλλιτεχνών στη Φλώρινα άρχισε να περνάει πλέον από το ομαδικό εργαστήρι του Φ.Σ.Φ.Α. σε εξατομικευμένες καλλιτεχνικές εστίες, που δημιουργούσαν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, κυρίως σε ελεύθερους χώρους που υπήρχαν στα σπίτια τους.
Γενικότερα, τα καλλιτεχνικά εργαστήρια λειτούργησαν ως άτυπα σχολεία της γειτονιάς, στα οποία δεν μεταδίδονταν ξερές εικαστικές γνώσεις, αλλά αναπτύσσονταν σ’ αυτά η δημοκρατική και ελεύθερη κοινωνική συμμετοχή στο ανθρώπινο δημιούργημα, όσο υψηλό και δύσκολο κι αν ήταν. Σήμερα θεωρείται σημαντικό το γεγονός ότι θαμώνες των καλλιτεχνικών εργαστηρίων ήταν νέοι και ενήλικες όλων των κοινωνικών τάξεων, οι οποίοι μέσα σ’ αυτά εύρισκαν ένα χώρο χωρίς αυταρχισμό και πιέσεις.
Από τα πρώτα εργαστήρια, με τις παραπάνω προδιαγραφές, που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του ’50 ήταν στα σπίτια των Δ. Καλαμαρά, Σ. Κούλη, Β. Μπάρα, Θ. Μηνόπουλου και Κ. Λούστα. Αργότερα προστέθηκαν σ’ αυτά εκείνα των Νικόλα Δογούλη, Γιάννη Αντωνιάδη, καθώς και των ζωγράφων Κώστα Κοντογιάννη και Κώστα Ευρυγένη, που για διάφορους λόγους βρέθηκαν στη Φλώρινα. Μερικά από τα καλλιτεχνικά εργαστήρια της τότε εποχής υπάρχουν τροποποιημένα ακόμη και σήμερα.
Η εικαστική κίνηση που παρατηρήθηκε το διάστημα 1950-1970 είναι πιθανότατα η μεγαλύτερη που σημειώθηκε στον βορειοδυτικό μακεδονικό χώρο. Μέσα σ’ αυτήν την περίοδο ακμής σχηματίστηκε ένας άτυπος οργανισμός από καλλιτέχνες με ανοικτό πνεύμα και ισχυρή άποψη, όχι μόνον αποκλειστικά για εικαστικά θέματα. Καλλιτέχνες όπως οι Δ. Καλαμαράς, Α. Χατζή, Κ. Λούστας, Στ. Κουλής, Θ. Μηνόπουλος, Κ. Ευρυγένης, Γ. Αντωνιάδης, Νικόλας Δογούλης, Β. Ταμουτσέλης και Β. Μπάρας, ο καθένας με τον τρόπο του, σχημάτισαν μία εικόνα που δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη από τον λαό της Φλώρινας. Με την παρουσία τους όπλισαν πολλούς κατοίκους με σοβαρές γνώσεις, ικανές για μία σοβαρή στάση απέναντι στο καλλιτέχνημα. Εκτός απ’ αυτό επηρέασαν και παρέσυραν σε παρεμφερείς σπουδές και ενασχολήσεις πολλούς νέους, οι οποίοι σήμερα ακολουθούν παρόμοιους καλλιτεχνικούς δρόμους. Άλλοι, που δεν μπόρεσαν ή δεν ήθελαν να εντάξουν τον εαυτό τους στο έμψυχο καλλιτεχνικό δυναμικό, προτίμησαν την πλάγια λύση, την εξίσου εποικοδομητική: εκείνη του καλλιτεχνικά ευαίσθητου.
Τα Χάλκινα Πνευστά στη Φλώρινα
Η μουσική αυτή παράδοση ήρθε στις Βαλκανικές χώρες στις αρχές του 20ο αιώνα από τις στρατιωτικές μπάντες της εποχής αλλά και από τσιγγάνους περιφερόμενους οργανοπαίχτες. Ίδρυση χάλκινων μπαντών πραγματοποιείται σε διάφορες πόλεις όπως στη Θεσσαλονίκη το 1903, στη Νάουσα το 1904, στη Βέροια το 1907και στην Κοζάνη το 1914.Οι μπάντες αυτές υπηρετούσαν τις μουσικές ανάγκες των αστικών περιοχών με δυτικά πρότυπα. Στο μεταβατικό στάδιο υπήρχαν κομπανίες με μεικτά σχήματα, όπου συνυπήρχαν ταυτόχρονα τα μικρής έντασης βιολιά, λαούτα με τα μεγάλης έντασης χάλκινα. Κάποτε θεωρήθηκαν ανθελληνικά και «γύφτικα» και κυνηγήθηκαν. Αργότερα έγιναν της μόδας με την κάθοδο του Μπρέγκοβιτς. Όπως και να χει τα χάλκινα είναι τρόπος ζωής για τη Φλώρινα. Τη ζωή τη δίνουν οι δεκάδες ανώνυμες μπάντες αλλά και οι πασίγνωστες «Φιλαρμονική του Δήμου», «Μπάντα της Φλώρινας» και «Τσαμπαλίδες». Η «Φιλαρμονική του Δήμου» έχει μια ιστορία αξιοζήλευτη αφού ουσιαστικά ιδρύθηκε το 1913 από τον Ιταλό Σασαρόλι που ήρθε από το Μοναστήρι και δημιούργησε την πρώτη μπάντα («Ορφέας»). Ο «Ορφέας» μετονομάστηκε σε «Φιλαρμονική του Δήμου» το 1938 και σήμερα αριθμεί 40 μουσικούς από 10 έως 55 ετών.