Η Μάχη του Μαραθώνα Β’

ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ 490 π.Χ – Β’

Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ
Η Σύγκρουση

Μόλις οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν την άφιξη των Περσών στην Αττική, έστειλαν τον ημεροδρόμο Φειδιππίδη στη Σπάρτη προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθεια της στρατιωτικής υπερδύναμης της Πελοποννήσου. Την απόσταση των 240 χιλιομέτρων που χωρίζει τις δύο πόλεις θρυλείται ότι την κάλυψε σε δύο ημέρες, ωστόσο η απάντηση των Σπαρτιατών υπήρξε αποκαρδιωτική. Σύμφωνα με τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις τους, δεν ήταν σε θέση να εκστρατεύσουν τόσο μακριά από τη γενέτειρά τους και να εμπλακούν σε εχθροπραξίες πριν από την παρέλευση της πανσελήνου, ήτοι πριν από έξι τουλάχιστον ημέρες. Παράλληλα όμως δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τη βάση τους και για τον πρόσθετο λόγο ότι υπέβοσκε ο φόβος μιας γενικευμένης επανάστασης των ειλώτων.

Βλέποντας τους πολυάριθμους “βαρβάρους”, ντυμένους με τις πολύχρωμες ενδυμασίες των χωρών τους, να κραδαίνουν μακριά τόξα και κοντά δόρατα, οι Έλληνες δίστασαν. Tο συμβούλιο των δέκα στρατηγών – ένας για κάθε Αθηναϊκή φυλή – ήταν διχασμένο. Oι μισοί προτιμούσαν να επιστρέψουν στην Αθήνα και να οργανώσουν εκεί την άμυνά τους. Oι άλλοι μισοί, με επικεφαλής το Μιλτιάδη, ήθελαν να δώσουν μάχη άμεσα. Την ισοψηφία έμελλε να σπάσει ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ένας από τους εννιά άρχοντες της Αθήνας που συνόδευε το στρατό και στη μάχη ήταν επικεφαλής της δεξιάς, “τιμητικής” πτέρυγας.

Σε αυτόν απευθύνθηκε ο Μιλτιάδης, που γνώριζε περισσότερα από τους υπόλοιπους Αθηναίους για τους Πέρσες και τον τρόπο με τον οποίο πολεμούν. Στα λόγια του που διασώζει ο Ηρόδοτος, φαίνεται η πολιτική οξυδέρκεια του σπουδαίου αυτού άνδρα. “Aν δεν δώσουμε μάχη”, είπε στον Καλλίμαχο, “φοβάμαι ότι θα ξεσπάσει μεγάλη διχόνοια που θα κλονίσει το φρόνημα των Αθηναίων και θα Μηδίσουν. Aν δώσουμε μάχη προτού ξεσπάσει τέτοια διχοστασία ανάμεσα στους Αθηναίους, τότε, εφόσον οι θεοί δεν μεροληπτήσουν, θα νικήσουμε στη σύγκρουση αυτή.”

Tα λόγια του Μιλτιάδη βρήκαν το στόχο τους. Ο Καλλίμαχος πιθανότατα κατάλαβε ότι αν κάποιος ανάμεσά τους γνώριζε τους Πέρσες, αυτός ήταν ο Μιλτιάδης, που είχε πολλές επαφές μαζί τους και είχε διατελέσει υποτελής τους. Aν αυτός πίστευε ότι οι Αθηναίοι είχαν πιθανότητες επιτυχίας, τότε ήταν αλήθεια. Καθώς υπερίσχυσε η γνώμη του Μιλτιάδη, οι στρατηγοί που είχαν ταχθεί εξαρχής υπέρ του, του παραχωρούσαν την αρχιστρατηγία τη μέρα που ερχόταν η σειρά τους (οι στρατηγοί εναλλάσσονταν στην κεφαλή του στρατεύματος κάθε μέρα).

Eκείνος περίμενε τη μέρα που θα ήταν η δική του σειρά για να δώσει μάχη και όταν αυτή έφθασε, ετοίμασε το στράτευμα όπως είχε σχεδιάσει. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, ο Αθηναίος στρατηγός περίμενε τους Σπαρτιάτες που είχαν υποσχεθεί βοήθεια. Aν όμως ισχύει το τελευταίο, θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί έδωσε μάχη, με δική του πρωτοβουλία, προτού έλθουν οι ενισχύσεις από τη Λακεδαίμονα. Oι Πέρσες θα μπορούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία τους και να παραπλεύσουν το Σούνιο, στοχεύοντας σε αποβίβαση στο Φαληρικό όρμο και επίθεση ενάντια στην Αθήνα.

Ίσως αυτό να συνέβη και ο Μιλτιάδης, βλέποντας ότι οι Μήδες άρχιζαν να επιβιβάζονται – υπό την κάλυψη μέρους του στρατεύματός τους – στα πλοία, διέταξε την επίθεση. Ίσως πάλι, όπως πιστεύουν κάποιοι σύγχρονοι ερευνητές και παραδίδουν ορισμένες αρχαίες πηγές, η απουσία του ιππικού εκείνη τη στιγμή να τον ώθησε στην ανάληψη πρωτοβουλίας. O Μιλτιάδης γνώριζε ότι οι Πέρσες παρατάσσουν τα πλέον αξιόμαχα τμήματά τους στο κέντρο.

Mε δεδομένο ότι οι Πέρσες υπερείχαν αριθμητικά τουλάχιστον κατά δύο προς ένα, δεν ήταν δυνατό να παρατάξει το στρατό του στο σύνηθες βάθος της οπλιτικής φάλαγγας (8 άνδρες) και να καλύψει το μέτωπο του αντιπάλου – οι Πέρσες είχαν ελάχιστο βάθος παράταξης τους 10 άνδρες και είναι πιθανό στο Μαραθώνα, όπου δεν φαίνεται να υπήρχε το “τείχος ασπίδων” των Σπαραμπάρα, να είχαν παραταχθεί και στο διπλάσιο βάθος. Tο μεγάλο πρόβλημα για τους Αθηναίους ήταν το αντίπαλο ιππικό, το οποίο θα μπορούσε να πλαγιοκοπήσει το Αθηναϊκό στράτευμα και με βροχή ακοντίων να προκαλέσει πολλές απώλειες και αναστάτωση.

Mε το ιππικό απόν ή εξουδετερωμένο, το πρόβλημα περιοριζόταν πλέον στο πώς οι Αθηναίοι θα διασπάσουν την παράταξη του πεζικού, ξεπερνώντας ταυτόχρονα το μεγάλο πλεονέκτημα των Περσών (το οποίο καταδίκασε τους επίσης βαριά θωρακισμένους Ίωνες), τη “δύναμη πυρός” των Περσικών τοξευμάτων. Tο πρώτο πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με την παράταξη των Ελλήνων. Tο κεντρικό τμήμα του στρατού παρατάχθηκε με το μισό βάθος (4 άνδρες), ενώ τα τμήματα δεξιά και αριστερά με πλήρες βάθος (8 άνδρες).

Mε δεδομένο ότι στο κέντρο οι Πέρσες παρέτασσαν τα επίλεκτα τμήματά τους, μία τέτοια διάταξη μοιάζει παρακινδυνευμένη, αλλά ο Μιλτιάδης δοκίμαζε ένα σχέδιο μάχης που θα έφθανε στην απόλυτη τελειότητά του δύο αιώνες αργότερα με τον Αννίβα τον Καρχηδόνιο: αποπειράθηκε να εφαρμόσει τη διπλή υπερκέραση του αντιπάλου. Tο σχέδιο ήταν απλό στη σύλληψή του, αλλά η εκτέλεση χρειαζόταν καλό συντονισμό και αρκετή τύχη.

Tο κέντρο απλώς θα “απορροφούσε” την κύρια ισχύ των Περσών και μετά την πρώτη σύγκρουση θα παραχωρούσε έδαφος συντεταγμένα, έως ότου τα δύο “κέρατα” κατόρθωναν να επιβληθούν των έναντί τους ευρισκόμενων “βαρβάρων”. Εφόσον αυτό συνέβαινε, τα κέρατα θα ανέστρεφαν και θα έπεφταν στο περσικό κέντρο από τα πλάγια και πίσω. O Μιλτιάδης τόλμησε έναν πρωτοφανή – ιδιαίτερα για τα μέτρα της μονολιθικής και δίχως φαντασία οπλιτικής φάλαγγας – ελιγμό και, τελικά, επιβεβαιώθηκε ότι η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς.

Έμενε να αντιμετωπιστεί η βροχή τοξευμάτων, έναντι της οποίας οι Έλληνες, παρά την ισχυρή θωράκιση, δεν είχαν προστασία και τυχόν έκθεσή τους στις Περσικές “ομοβροντίες” για το χρόνο που χρειαζόταν για να διανύσουν με σταθερό βήμα την απόσταση των 200 μέτρων του δραστικού βεληνεκούς τους, θα προκαλούσε αρκετές απώλειες. Για να αποφύγει κάτι τέτοιο, ο Μιλτιάδης κάλεσε το στράτευμά του να διανύσει το τελευταίο τμήμα της απόστασης που τους χώριζε από τους Πέρσες τρέχοντας.

Επρόκειτο για άλλη μία καινοφανή κίνηση στα πλαίσια της οπλιτικής φάλαγγας, η δύναμη της οποίας ήταν στη συνοχή της παράταξης, μία συνοχή, αδύνατο να διατηρηθεί μετά από μία δρομιαία έφοδο. Ωστόσο, οι Αθηναίοι εκτίμησαν ότι η δύναμη της κρούσης των βαριά οπλισμένων πεζών θα αντιστάθμιζε τη σχετική απώλεια συνοχής της παράταξης, οπότε εφάρμοσαν για πρώτη φορά τη δρομιαία έφοδο φάλαγγας – στο μέλλον θα καθιερωνόταν όταν οι Έλληνες αντιμετώπιζαν “βαρβάρους”, όπως συμπεραίνουμε από τις περιγραφές του Ξενοφώντα.

Oι Αθηναίοι λοιπόν ξεκίνησαν για τη μάχη και οι Πέρσες, πιθανώς αιφνιδιασμένοι, παρατάχθηκαν και ετοιμάστηκαν να εκτοξεύσουν τα θανάσιμα βέλη τους. Tο δραστικό βεληνεκές του Περσικού παλίντονου τόξου (η απόσταση στην οποία ένα βέλος μπορούσε να είναι θανάσιμο για έναν οπλίτη) σύμφωνα με σύγχρονες εκτιμήσεις, δεν ξεπερνούσε τα 200 μέτρα και κατά πάσα πιθανότητα ήταν περί τα 120-150, οπότε η κρίσιμη απόσταση ήταν ακριβώς τα τελευταία 200 μέτρα και αυτά θα έπρεπε να διανύσουν τρέχοντας με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα οι Αθηναίοι και Πλαταιείς.

Σαστισμένοι οι Πέρσες, καθώς εξαπέλυαν την πρώτη βροχή των βελών τους, είδαν ένα μπρούτζινο τείχος να έρχεται καταπάνω τους με μεγάλη ταχύτητα. Oι οπλίτες ήταν εξασκημένοι να τρέχουν με πλήρη εξάρτυση, ωστόσο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα πρέπει να ένιωθαν τα πρώτα συμπτώματα κόπωσης να κάμπτουν τα μέλη τους καθώς έφθαναν μπροστά στους Πέρσες και ετοιμάζονταν για τη σύγκρουση.

Όμως στον πυρετό της μάχης η κούραση λίγο μετρά και τη στιγμή εκείνη τους παρουσιαζόταν η μοναδική ευκαιρία να αποδείξουν ότι ο Περσικός στρατός δεν είναι ανίκητος και ότι οι ελεύθεροι άνδρες μπορούν να νικήσουν τους σκλάβους του Μεγάλου Βασιλέα. Η είδηση έφτασε συμπτωματικά την ημέρα της κανονικής σειράς του Μιλτιάδη στη στρατηγία (16η Βοηδρομιώνος): ο Αρταφέρνης, έχοντας ολοκληρώσει την ισοπέδωση της Ερέτριας και την αιχμαλωσία των κατοίκων της, έσπευδε να ενωθεί με το Δάτη.

Η πληροφορία που μετέφεραν στους Αθηναίους οι Ίωνες στρατιώτες, που υπηρετούσαν στο στρατό του Δάτη, ότι εκείνη τη μέρα το Περσικό ιππικό δεν είχε φανεί (Σούδα, χωρὶς ἱππεῖς), δεν σήμαινε απλώς ότι παρουσιαζόταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία να επιτεθούν οι Έλληνες –χωρίς τον κίνδυνο πλευροκόπησής τους από το Περσικό ιππικό–, αλλά και ότι είχε πιθανόν αρχίσει η επιβίβαση –με πρώτο το ιππικό– στα πλοία με προορισμό το Φάληρο.

Έτσι, όταν οι Πέρσες το πρωί της 16ης του Βοηδρομιώνος, σε μια συνήθη κίνηση αντιπεριπασμού, παρατάχθηκαν στην πεδιάδα, στα νότια του χειμάρρου του Χάραδρου, βρήκαν απέναντί τους Έλληνες, έτοιμους για μάχη. Η σύγκρουση πρέπει να έλαβε χώρα σε κάποιο σημείο, ανάμεσα στη σημερινή Βαλαρία, το Βρανά και το Πλάσι. Η διάταξη των αντίπαλων παρατάξεων έχει αποτελέσει θέμα μακρών συζητήσεων μεταξύ των ειδικών.

Η πρόταση, σύμφωνα με την οποία Πέρσες και Αθηναίοι είχαν παραταχθεί παράλληλα προς την παραλία, δεν είναι πιστική. Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι οι Αθηναίοι θα είχαν επιδιώξει την κάλυψη των δύο πλευρών τους (από τους λόφους Κοτρώνι και Αγριελίκι), αφήνοντας ακάλυπτους το δρόμο της Παλλήνης και τα νώτα τους, που κινδύνευαν να πληγούν από τα βορειοδυτικά μέσω Οινόης– οι Πέρσες σε αυτή την περίπτωση θα είχαν δεχθεί να πολεμήσουν, με τα νώτα τους –σε απόσταση μόλις 1 χλμ.– στη θάλασσα, έχοντας δηλαδή ελάχιστες δυνατότητες ελιγμών ή υποχώρησης.

Πολύ πιο πιθανή φαίνεται σήμερα, μετά τον εντοπισμό στη Βαλαρία του ιερού του Ηρακλέους, η παράταξη των αντιπάλων κάθετα ή –καλύτερα– λοξά στην παραλία, με τους Αθηναίους να έχουν στα νώτα τους το Αγριελίκι και τους Πέρσες το χείμαρρο του Χάραδρου και πιο πίσω το στρατόπεδό τους στη νότια άκρη του Μεγάλου Έλους. Τελικά, στις κορυφές των λόφων που «επιβλέπουν» την πεδιάδα του Μαραθώνα παρατάχθηκαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η γειτονική πόλη των Πλαταιών είχε πρόσφατα περιέλθει στην Αθηναϊκή κυριαρχία, έθεσε όμως πρόθυμα ολόκληρη τη στρατιωτική της δύναμη στη διάθεση των Αθηναίων για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού. Ύστερα από πρόταση του στρατηγού Μιλτιάδη αποφασίστηκε να αντιμετωπιστούν οι Πέρσες μακριά από την πόλη της Αθήνας, για να μη μετατραπεί η αναμέτρηση σε στενή πολιορκία εντός των τειχών. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρατάχθηκαν αντικριστά, σε απόσταση 1,5 περίπου χιλιομέτρου και έτσι έμειναν για τις επόμενες πέντε ημέρες.

Το γενικό πρόσταγμα στο Ελληνικό στράτευμα κατείχε κάθε ημέρα ένας από τους δέκα Αθηναίους στρατηγούς, καθένας εκ των οποίων εκπροσωπούσε μία από τις φυλές της Αθήνας. Από την πρώτη ημέρα οι απόψεις στο Ελληνικό στρατόπεδο διίσταντο. Οι μισοί εκ των στρατηγών διατράνωναν ότι ήταν πολύ λίγοι για να υψώσουν ανάστημα έναντι των Περσών, ενώ οι άλλοι μισοί, με κύριο εκφραστή τους τον Μιλτιάδη, επέμεναν να προχωρήσουν πάραυτα σε μάχη.

Από το αδιέξοδο της ισοψηφίας και της απραξίας ήρθε να βγάλει τους Αθηναίους ο σεβάσμιος πολέμαρχος Καλλίμαχος ο Αφιδναίος, η γνώμη του οποίου είχε βαρύνουσα σημασία και ήταν σύμφωνα με τον νόμο ισοδύναμη με εκείνη των στρατηγών. Αφού η πλάστιγγα έγειρε προς την ανάληψη δράσης, καθένας από τους πέντε στρατηγούς που είχαν αποφανθεί υπέρ της μάχης παραχωρούσε την ημέρα της αρχιστρατηγίας του τη θέση του στον Μιλτιάδη, αφήνοντάς στη δική του ευχέρεια την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για επίθεση.

Αν και δέχθηκε την τιμή, ο 60χρονος τότε στρατηγός περίμενε διακριτικά την ημέρα της δικής του αρχιστρατηγίας προκειμένου να εμπλακεί σε μάχη. Η Ελληνική πλευρά, που δεν διέθετε ούτε ιππικό ούτε τοξότες, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Πέρσες ιππείς σε ανοιχτό πεδίο. Όταν λοιπόν λίγο πριν από την αυγή της έκτης ημέρας οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι το Περσικό ιππικό απουσίαζε προσωρινά από το στρατόπεδο, κατάλαβαν ότι αυτή ήταν η ιδανική συγκυρία για τη μάχη.

Αφού και οι θυσίες προς τους θεούς απέβησαν αίσιες, ο Μιλτιάδης διέταξε κατά μέτωπο επίθεση και τότε ο στρατός του διήνυσε την απόσταση του 1,5 περίπου χιλιομέτρου – 8 στάδια – που τον χώριζε από την πρώτη γραμμή των αντιπάλων τρέχοντας με αλαλαγμούς, για να δυσκολέψει τους Πέρσες τοξότες να βρουν τον στόχο τους. Ήταν πλέον η στιγμή να τεθεί σε εφαρμογή η ιδιοφυής τακτική του Μιλτιάδη, η λεγόμενη «λαβίδα». Στη δεξιά πλευρά της φάλαγγας βρισκόταν ο Καλλίμαχος με τους άνδρες του.

Ακολουθούσαν οι υπόλοιπες Αθηναϊκές φυλές και στην αριστερή πτέρυγα ήταν παρατεταγμένοι οι Πλαταιείς. Γνωρίζοντας την αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο Αθηναίος στρατηγός φρόντισε να παρατάξει το πεζικό του σε μέτωπο ίδιου μήκους με των αντιπάλων. Ταυτόχρονα είχε ενδυναμώσει τα δύο άκρα της φάλαγγάς του, τα οποία διέθεταν διπλάσιο βάθος από το αποδυναμωμένο κέντρο του. Μόλις λοιπόν άρχισαν οι πρώτες επαφές σώμα με σώμα, οι Πέρσες στρατιώτες του κέντρου άρχισαν να προελαύνουν απωθώντας το Ελληνικό κέντρο προς τα πίσω.

Την ίδια στιγμή τα ισχυρά άκρα των Ελλήνων είχαν τρέψει σε άτακτη υποχώρηση τα δύο άκρα του Περσικού μετώπου. Στη συνέχεια τα δύο άκρα συγκρότησαν ενιαίο μέτωπο και άρχισαν να πλαγιοκοπούν το εκτεθειμένο κεντρικό τμήμα των Περσών. Σημειωτέον ότι Αθηναίοι και Πλαταιείς υπερτερούσαν στη μάχη σώμα με σώμα γιατί ήταν πολύ βαριά οπλισμένοι – με ξίφος, δόρυ, ασπίδα, κράνος και θώρακα – σε αντίθεση με τους Πέρσες, οι οποίοι βασίζονταν κυρίως στο ελαφρύ ακόντιο και στο τόξο τους και ήταν ως επί το πλείστον εκπαιδευμένοι για μάχες εξ αποστάσεως.

Η ισχυρή αριστερή και δεξιά πτέρυγα είχαν τώρα στραφεί στο πίσω μέρος του κύριου όγκου του Περσικού πεζικού, το οποίο με μια κίνηση βρέθηκε στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο Ελληνικές γραμμές επίθεσης. Υπό τον κίνδυνο να κυκλωθούν από όλες τις πλευρές χωρίς οδό διαφυγής, οι Πέρσες στρατιώτες τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή προς τα καράβια τους. Αθηναίοι και Πλαταιείς ακολουθούσαν κατά πόδας. Η άγρια καταδίωξη οδήγησε πολλούς Πέρσες στρατιώτες στα παρακείμενα έλη και μοιραία στον πνιγμό.

Λυσσώδεις μάχες δόθηκαν τόσο στο κοντινό δάσος όσο και στην ακτή, στη διάρκεια της απεγνωσμένης προσπάθειας των αντιπάλων να επιβιβαστούν στα πλοία. Εκατοντάδες πνίγηκαν επί τόπου. Οι εχθροπραξίες διήρκεσαν ως το απόγευμα, οπότε και το τελευταίο εχθρικό πλοίο είχε χαθεί πλέον από τον ορίζοντα. Παρά τη συντριβή τους, οι Πέρσες δεν έβαλαν πλώρη για κάποιο λιμάνι της Μικράς Ασίας, αντίθετα, αφού περιέπλευσαν το Σούνιο, κατευθύνθηκαν προς το Φάληρο με σκοπό να αποβιβαστούν και να εξαπολύσουν ανενόχλητοι την επίθεσή τους στην ανυπεράσπιστη Αθήνα.

Για κακή τους τύχη οι Αθηναίοι είχαν προβλέψει αυτή την εξέλιξη και ο Μιλτιάδης με τους στρατιώτες του κατευθύνθηκε γρήγορα προς το Αθηναϊκό επίνειο. Το Ελληνικό στράτευμα παρατάχθηκε ταχύτατα δίπλα στον ναό του Ηρακλή στο Κυνόσαργες, πολύ προτού φανούν τα πανιά των αντιπάλων. Στη θέα των παρατεταγμένων Ελλήνων ο Περσικός στόλος άλλαξε γρήγορα πορεία και επέστρεψε αποδεκατισμένος στη βάση του. Το μήκος λοιπόν της παράταξης του Περσικού στρατού υπολογίζεται περίπου στα 1.500 μ.

Ο κίνδυνος κυκλώσεως από τον πολυαριθμότερο αντίπαλο υποχρέωσε το Μιλτιάδη να επεκτείνει το μήκος της δικής του γραμμής, το μέτωπο της οποίας (σε συνασπισμό 3 ποδών και με κανονικό βάθος 8 ανδρών) μόλις θα έφτανε αυτό το όριο, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την επικίνδυνη αραίωση του κέντρου. Εκεί βρίσκονταν, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν το πανίσχυρο εχθρικό κέντρο, όπου κατά παράδοση βρισκόταν ο Πέρσης βασιλιάς, επικεφαλής των εκλεκτών σωμάτων των Περσών και Σακών, οι δύο μελλοντικοί πρωταγωνιστές της Αθηναϊκής πολιτικής ζωής, ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής.

Ωστόσο, είναι αυτή ακριβώς η εξασθένηση του κέντρου –σε συνδυασμό με την ενίσχυση, σύμφωνα με την Ελληνική πολεμική τακτική, της δύναμης κρούσης του δεξιού κέρατος, όπου βρισκόταν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος επικεφαλής της φυλής του, της Αιαντίδας– που θα προδιαγράψει τη νικηφόρα πορεία της σύγκρουσης. Στα οκτώ στάδια (περίπου 1.500 μ.) που, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, χώριζαν τους δύο στρατούς, μόλις θα διακρίνονταν οι λεπτομέρειες της πυκνής βαρβαρικής γραμμής.

Απέναντι σε αυτό το ποικιλόχρωμο και θορυβώδες πλήθος, το χαλκοφορεμένο πλήθος της φάλαγγας των οπλιτών –εκτυφλωτικό στον ήλιο που ανέτειλε– ξεκίνησε τροχάδην την προσπέλαση στις εχθρικές γραμμές. Επρόκειτο για μια ιστορική κούρσα που θύμιζε καταιγίδα που πλησίαζε για να ξεσπάσει, παρασύροντας τα πάντα στο πέρασμά της. Ο τρόπος αυτός, παρά τη φοβερή σωματική καταπόνηση που επέφερε, βράχυνε τον κρίσιμο χρόνο της προσπέλασης. Στα τελευταία 150-200 μ. –όσο το βεληνεκές των εχθρικών τόξων– οι οπλίτες επιτάχυναν ακόμη περισσότερο, προκειμένου να μειωθούν ή να εξουδετερωθούν οι απώλειες. Αναφέρει ο Ηρόδοτος:

«Οἱ δὲ Πέρσαι, ὁρέοντες δρόμῳ ἐπιόντας παρεσκευάζοντο ὡς δεξόμενοι, μανίην τε τοῖσι Ἀθηναίοισι ἐπέφερον καὶ πάγχυ ὀλεθρίην, ὁρέοντες αὐτοὺς ὀλίγους καὶ τούτους δρόμῳ ἐπειγομένους, οὔτε ἵππου ὑπαρχούσης σφι οὔτε τοξευμάτων. ταῦτα μέν νυν οἱ βάρβαροι κατείκαζον· Ἀθηναῖοι δὲ ἐπείτε ἀθρόοι προσέμιξαν τοῖσι βαρβάροισι, ἐμάχοντο ἀξίως λόγου».

Η σύγκρουση σώμα με σώμα που ακολούθησε ήταν σκληρή. Οι Πέρσες και οι Σάκες, τα εκλεκτά σώματα του Περσικού κέντρου έκαμψαν –όπως αναμενόταν– με τον όγκο τους την αντίσταση και αφού διέρρηξαν την αραιωμένη και ασθενή γραμμή της Αθηναϊκής παράταξης, ανάγκασαν τους Αθηναίους να υποχωρήσουν στο εσωτερικό (ἐδίωκον ἐς τὴν μεσόγαιαν). Αυτή ήταν και η πιο κρίσιμη στιγμή της σύγκρουσης. Καθώς τα πάντα είχαν εξαρτηθεί από την αντοχή του κέντρου, από τη στιγμή που αυτό διαλύθηκε, ο κίνδυνος για περικύκλωση και καταστροφή του Ελληνικού στρατού ήταν άμεσος.

Στο μεταξύ, όμως, οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς που κατείχαν τα κέρατα είχαν προλάβει να τρέψουν σε φυγή τους αντιπάλους και κλείνοντας την λαβίδα (συγκλίνοντες τὰ κέρατα) να συντρίψουν το νικηφόρο Περσικό κέντρο. Όλα είχαν τελειώσει για τους Πέρσες. Ο πολύς χρόνος του Ηροδότου δεν πρέπει να ξεπέρασε τις λίγες ώρες. Είναι δύσκολο να πούμε αν ο Μιλτιάδης είχε σχεδιάσει συστηματικά εξαρχής και πολύ περισσότερο αν μπρορούσε να συντονίσει με ακρίβεια τις απαιτούμενες κινήσεις την κρίσιμη στιγμή της μάχης, χωρίς την κατάλληλη –σκληρή– εκπαίδευση των πολιτών-οπλιτών και τα απαραίτητα μέσα επικοινωνίας.

Οι λόγοι που οδήγησαν στη νικηφόρα εξέλιξη της μάχης είναι η γνώση της Περσικής τακτικής και η πίστη του στην πολεμική αποτελεσματικότητα της φάλαγγας των οπλιτών, κυρίως όμως ήταν το φρόνημα του Αθηναίου οπλίτη. Η εξέλιξη της μάχης ήταν όπως την πρόβλεψε ο Μιλτιάδης. Στο κέντρο, οι Πέρσες απώθησαν την Αθηναϊκή φάλαγγα και εισέβαλαν σφήνα μεταξύ των δύο Αθηναϊκών πτερύγων. Τα δύο όμως Κέρατα (Άκρα) της παρατάξεως του Μιλτιάδη, με μετωπική προς το εσωτερικό στροφή, επέπεσαν κατά των πλευρών της εχθρικής παρατάξεως και την συνέθλιψαν.

Στη συνέχεια, καταδιωκόμενοι οι Πέρσες, τρέπονται προς τα Έλη και αποδεκατίζονται. Η σφαγή συνεχίζεται πλησίον της παραλίας, όπου συρρέουν μεγάλα Τμήματα, για να επιβιβαστούν στα πλοία. Η νίκη των Αθηναίων ήταν τώρα γεγονός. Μετά τη νίκη, οι Αθηναίοι καταδίωξαν τους ηττημένους –ανενόχλητοι όπως φαίνεται από την απουσία του ιππικού–, σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους, μέχρι τη θάλασσα («κόπτοντες, ἐς ὅ ἐπὶ τὴν θάλασσαν»), όπου εκείνοι ζήτησαν καταφύγιο στο στρατόπεδο κοντά στα πλοία τους.

Πολλοί, προφανώς αυτοί από το δεξί Περσικό κέρας, που κατά την υποχώρησή τους είχαν απομακρυνθεί από τη θάλασσα, πρέπει να χάθηκαν στην πεδιάδα και, ψάχνοντας το δρόμο για την παραλία, να σφαγιάστηκαν ή να πνίγηκαν μέσα στο Μεγάλο Έλος από τα νερά της Μακαρίας πηγής. Την εικόνα της σφαγής στο έλος δίνει ο περιηγητής Παυσανίας, τον 2ο αιώνα μ.Χ., περιγράφοντας τον περίφημο πίνακα της μάχης του Μαραθώνα, στην Ποικίλη Στοά της Αθηναϊκής Αγοράς. Τα τρία διαδοχικά επεισόδια της μάχης αναπτύσσονταν σε τρία επίπεδα σε βάθος (καθ’ ύψος) ή σε παράταξη από τα αριστερά προς τα δεξιά:

Στο πρώτο αποδιδόταν η μάχη, στο δεύτερο, που βρισκόταν στο κέντρο ή το βάθος (τὰ δὲ ἔσω τῆς μάχης), οι Πέρσες έπεφταν στο έλος, στο τελευταίο επίπεδο παρουσιαζόταν η μάχη στα πλοία, με τους Έλληνες να καταδιώκουν σκοτώνοντας τους βαρβάρους που προσπαθούσαν να επιβιβαστούν. Η προσπάθεια των Αθηναίων να ολοκληρώσουν τη νίκη τους, καίγοντας τα πλοία ή εμποδίζοντας με χέρια και με δόντια (όπως ο Κυνέγειρος) τον απόπλου των Περσών, ξαναζωντανεύει σκηνές από τη μάχη στα πλοία της Ιλιάδας.

Η σύγκρουση ήταν σκληρότατη, φονικότερη ίσως από την κυρίως μάχη. Εδώ βρήκε ηρωικό θάνατο όρθιος, κατατρυπημένος από δόρατα, ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και ο στρατηγός Στησίλαος Θρασύλου. Η θέση, όπου έλαβε χώρα το τελευταίο και πιο δραματικό επεισόδιο της μάχης, δεν μπορεί να ήταν άλλη από το πλούσιο περσικό στρατόπεδο του Δάτη, κοντά στα πλοία. Από το έλος το σημείο αυτό σήμερα απέχει περίπου 1.300 μ. Άλλη τόση είναι η απόσταση από την παραλία –στην αρχαιότητα η θάλασσα πρέπει να έμπαινε πιο μέσα–, όπου οι Πέρσες είχαν αράξει τα πλοία τους.

Αυτό το σημείο της καμπής (τροπής) της μάχης και της καταστροφής των Περσών σηματοδοτούσαν μέσα στην πεδιάδα, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, το μαρμάρινο τρόπαιο των Αθηναίων και ο ομαδικός τάφος –όχι κάποιος τύμβος αλλά ένα όρυγμα– όπου οι νικητές έθαψαν πρόχειρα τους νεκρούς Πέρσες. Και τα δύο έχουν σήμερα εντοπιστεί κοντά στο εκκλησάκι της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας.

Εκεί, στα ερείπια ενός μεσαιωνικού πύργου, ο Eugene Vanderpool βρήκε εντοιχισμένα τμήματα του τροπαίου (σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μαραθώνα), ενώ λίγο πιο πέρα ο von Eschenburg αναφέρει μεγάλο αριθμό οστών, άταχτα θαμμένων, που φαίνεται ότι ανήκαν σε εκατοντάδες νεκρούς. Ο αριθμός των 6.400 Περσών που αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο οποίος αντιστοιχεί ακριβώς στο 33πλάσιο των νεκρών Αθηναίων, πιθανότατα δεν είναι απλώς συμβατικός αλλά τελείως εκτός πραγματικότητας. Παρόλο που είναι φανερό ότι δεν υπήρξαν αιχμάλωτοι, αν γίνει δεκτός, θα σήμαινε την απώλεια περίπου του ενός τρίτου της περσικής δύναμης.

Ο Ηρόδοτος περιγράφει τα γεγονότα που ακολούθησαν ως εξης: «Επτά από τα καράβια μπόρεσαν να κυριέψουν οι Αθηναίοι. Με τα υπόλοιπα οι βάρβαροι ανέκρουσαν πρύμνη, και αφού πήραν από το νησί όπου τους είχαν αφήσει τους δούλους της Ερέτριας, περιέπλευσαν το Σούνιο με σκοπό να προλάβουν να φτάσουν στην Αθήνα πριν από τους Αθηναίους. Στην Αθήνα διατυπώθηκε η κατηγορία ότι οι Αλκμεωνίδες το μηχανεύτηκαν αυτό και τους το είπαν. Αυτοί θα είχαν συνεννοηθεί με τους Πέρσες να τους κάνουν σημάδι, υψώνοντας ασπίδα, όταν οι Πέρσες θα ήσαν κιόλας στα καράβια τους».

Η αφήγησή του όμως αφήνει και εδώ πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Πώς οι Πέρσες κατόρθωσαν υπό συνθήκες ολέθρου να επιβιβάσουν στρατό και να καθελκύσουν τα πλοία, με την απώλεια μόνο επτά τριήρεων; Πώς είναι δυνατόν ένας αποδεκατισμένος στρατός να ετοιμάζεται, την ίδια μέρα μιας ολοκληρωτικής ήττας, για μια επικίνδυνη –ακόμα και αν δεχτούμε τον αιφνιδιασμό, τη σύμπραξη προδοτών ή την πιθανή απουσία τειχών– απόβαση σε εχθρικό έδαφος; Την απάντηση έχει ήδη δώσει η μακρόχρονη αδράνεια του Δάτη, η αιφνίδια απόφαση του Μιλτιάδη και η απουσία του ιππικού στη μάχη.

Η απόβαση στο Μαραθώνα δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια επιχείρηση αντιπερισπασμού, μέχρι να καταστεί δυνατή η κοινή επιχείρηση, που άρχισε με την επιβίβαση του ιππικού την προηγουμένη της μάχης, του ενωμένου πλέον Περσικού στόλου. Το σήμα της ασπίδος μόνο στο σύνολο του στόλου των Περσών θα μπορούσε να απευθυνόταν, και όχι βέβαια σε ένα στρατό που έβγαινε ηττημένος με τα καράβια μισοάδεια από πολεμιστές.

Δεν πρόλαβαν οι Αθηναίοι να αναπαυθούν από τη μάχη, ούτε όπως φαίνεται να θάψουν τους νεκρούς, όταν η άμεση απειλή κατά της Αθήνας τους ανάγκασε να σπεύσουν στο άστυ. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο ευσταθούν οι φόβοι της συνωμοσίας, που απασχόλησαν τον Ηρόδοτο. Πόσοι ήταν και ανάμεσα σε ποιους πρέπει να αναζητηθούν οι νοσταλγοί της Τυραννίδας και του υπέργηρου κληρονόμου της αρχής του Πεισιστράτου; Είναι αλήθεια ότι ο Κλεισθένης δεν είχε αποκλείσει παλαιότερα τη δυνατότητα της περσικής βοήθειας για τη στήριξη του νέου καθεστώτος.

Για ποιο λόγο όμως οι διορατικοί αυτοί πολιτικοί, στους οποίους η πόλη χρωστούσε την αναγέννησή της, θα έφθαναν στην προδοσία τη στιγμή ακριβώς του θριάμβου της νεοσύστατης δημοκρατίας; Ή μήπως πίσω από όλη αυτή τη φημολογία κρύβεται το δαιμόνιο μυαλό ενός Θεμιστοκλή που θα κινεί τα νήματα της πολιτικής ολόκληρη την επόμενη δεκαετία; Γιατί το μήνυμα –όπως μας πληροφορεί το συγκινητικό (δραματοποιημένο ίσως από την παράδοση) επεισόδιο του μαραθωνοδρόμου αγγελιαφόρου της νίκης– είχε ήδη φθάσει στην Αθήνα. Την ιστορία αφηγείται ο Πλούταρχος στα Ηθικά:

«Τὴν τοίνυν ἐν Μαραθώνι μάχην ἀπήγγειλεν, ὡς μὲν Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς ἱστορεῑ, Θέρσιππος ὁ Ἐρχιεῡς· οἱ δὲ πλείστοι λέγουσιν Εὐκλέα δραμόντα σὺν τοῑς ὅπλοις θερμὸν ἀπὸ τῆς μάχης καὶ ταῑς θύραις ἐμπεσόντα τῶν πρώτων τοσοῡτον μόνον εἰπεῑν “χαίρομεν” εἰτ’ εὐθῡς ἐκπνεύσαι».

Το γεγονός είναι ότι ο Μιλτιάδης, είτε γιατί είχε πληροφορηθεί την ενίσχυση του Περσικού στρατού, είτε γιατί δεν ήθελε να αφήσει τα πράγματα στην τύχη, έσπευσε αμέσως μετά τη μάχη, με ολόκληρο το στρατό, σε βοήθεια του άστεως. Θα τον δουν, φθάνοντας την επομένη, στρατοπεδευμένο στο γυμνάσιο του Κυνοσάργους, οι Πέρσες και θα ανακρούσουν πρύμνα. Εν τω μεταξύ στο Μαραθώνα είχε παραμείνει ο Αριστείδης επικεφαλής της φυλής του, της Αντιοχίδας.

Είναι αυτός, στον οποίο ανατέθηκε τιμητικά (την επόμενη χρονιά θα εκλεγεί επώνυμος άρχων) η φύλαξη των πλούσιων λαφύρων από χρυσά και ασημένια σκεύη και πολύτιμα υφάσματα του Περσικού στρατοπέδου. Αυτός ανέλαβε και την ταφή των νεκρών και υποδέχθηκε τους 2.000 Σπαρτιάτες που έφθασαν την επομένη, μετά την πανσέληνο, καλύπτοντας με καταπληκτική ταχύτητα την απόσταση προς την Αθήνα, ίσα ίσα για να προλάβουν να δουν του νεκρούς Πέρσες και να θαυμάσουν το μεγαλείο της νίκης, μια πρώτη αναγνώριση της Αθηναϊκής ισχύος από το μελλοντικό αντίπαλο.

Όσο για τους Σπαρτιάτες, έστειλαν τελικά ενισχύσεις στους Αθηναίους, μόνο που οι 2.000 πάνοπλοι πολεμιστές τους έφθασαν στην περιοχή του Μαραθώνα την επομένη της μάχης. Αφού αντίκρισαν τους χιλιάδες νεκρούς Πέρσες και συνεχάρησαν τους θριαμβευτές Μαραθωνομάχους, πήραν «αμαχητί» τον δρόμο της επιστροφής. Σύμφωνα πάντα με τον θρύλο, μετά το πέρας της μάχης ένας εκ των Ελλήνων πολεμιστών, άρχισε να τρέχει ενθουσιώδης και πάνοπλος με κατεύθυνση την πόλη της Αθήνας, καλύπτοντας σε μερικές ώρες την απόσταση των 40 χιλιομέτρων.

Όταν έφτασε στο κέντρο της πόλης, όπου περίμεναν με αγωνία τα γυναικόπαιδα, αναφώνησε «Χαίρετε! Νενικήκαμεν!» και έπεσε νεκρός από την εξάντληση. (Από τη λαϊκή αυτή αφήγηση προέκυψε το 1896, με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων επί ελληνικού εδάφους, η πρόταση να καθιερωθεί ως επίσημο ολυμπιακό αγώνισμα ο μαραθώνιος δρόμος, που έκτοτε καλύπτει απόσταση 42 χιλιομέτρων και 195 μέτρων).

Στο πεδίο της μάχης έμειναν νεκροί 6400 Πέρσες και 192 Αθηναίοι. Μεταξύ των Αθηναίων φονεύτηκαν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και ο Στρατηγός Στησίλαος. Όσο για τα τρόπαια της μάχης, εκτός από τα επτά πλοία που κατάφεραν να ακινητοποιήσουν, Αθηναίοι και Πλαταιείς περισυνέλεξαν πλήθος πολύτιμων λαφύρων, μέρος των οποίων αποτέλεσε τον λεγόμενο Αθηναϊκό «θησαυρό» στο Μαντείο των Δελφών, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα ως πρώτη ύλη για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς του γλύπτη Φειδία.

Οι Αθηναίοι έθαψαν τους νεκρούς τους με μεγάλες τιμές, και με τον τάφο των 192 πεσόντων ταυτίστηκε ο Τύμβος ή Σωρός, λεγόμενος. Με ανασκαφές του έτους 1970, πιστεύεται ότι αποκαλύφτηκε και ο τάφος των Πλαταιών. Μετά τη μάχη, ο Μιλτιάδης άφησε στο Μαραθώνα Τμήματα του κέντρου που δοκιμάστηκαν περισσότερο, και με τον υπόλοιπο στρατό του μέσα στη νύχτα με σύντονη πορεία, έφτασε στην Αθήνα, στα υψώματα που δεσπόζουν του Φαληρικού όρμου . Από εκεί φάνηκε στο πέλαγος ο Περσικός Στόλος που είχε αποπλεύσει από το Μαραθώνα.

Οι Πέρσες όταν αντιλήφθηκαν ότι η Αθήνα δεν ήταν αφρούρητη, εγκατέλειψαν την επιχείρηση. Στη μάχη του Μαραθώνα πολέμησε και τραυματίστηκε και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, ο οποίος αργότερα έλαβε μέρος και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τελευταία επιθυμία του μάλιστα ήταν μετά θάνατον να τον ενθυμούνται οι συμπατριώτες του ως γενναίο Μαραθωνομάχο παρά ως επιτυχημένο τραγωδό, γεγονός που μαρτυρεί και το σχετικό επιτύμβιο επίγραμμα στον τάφο του.

Στο πλευρό του Αισχύλου αγωνίστηκε με αυταπάρνηση και ο αδελφός του, Κυναίγειρος, ο οποίος ήταν ένας από τους 192 πολεμιστές της Ελληνικής πλευράς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Σύμφωνα με τον θρύλο ο Κυναίγειρος προσπάθησε να ανασχέσει τη φυγή ενός από τα Περσικά πλοία, πιάνοντάς το από την πρύμνη, για να του κόψουν τελικά το χέρι με τσεκούρι. Στην ίδια μάχη βρήκε τον θάνατο και ο Αθηναίος πολέμαρχος Καλλίμαχος. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι για πρώτη φορά στη μάχη του Μαραθώνα οι Αθηναίοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν πλάι-πλάι με τους δούλους τους.

Ο Αγγελιαφόρος

Μετά την καταδίωξη των Περσών στη θάλασσα και τη βεβιασμένη αναχώρηση των πλοίων από την παραλία του Σχοινιά, η μάχη στην πεδιάδα του Μαραθώνα είχε ουσιαστικά τελειώσει. Από μεταγενέστερες του Ηροδότου πηγές, αντλούμε την πληροφορία ότι ο Μιλτιάδης έστειλε αμέσως έναν αγγελιοφόρο για να ειδοποιήσει (και να χαροποιήσει) τους Αθηναίους με το άγγελμα της νίκης. Ο στρατιώτης αυτός, φορώντας την πανοπλία του, κάλυψε την απόσταση που χωρίζει τον Μαραθώνα από την Αθήνα σε χρόνο ρεκόρ.

Δεν γνωρίζουμε με σαφήνεια, αν ακολούθησε την παραλιακή διαδρομή (Ραφήνα – Πικέρμι – Παλλήνη – Σταυρός Αγίας Παρασκευής – Χαλάνδρι – Αθήνα) μήκους περίπου 42 χιλιομέτρων, ή την ημιορεινή και ασφαλέστερη διαδρομή, η οποία είναι και συντομότερη, μήκους μόλις 34 χιλιομέτρων (Βρανά -Εκάλη – Κηφισιά – Ψυχικό – Αθήνα). Εκείνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι πως ο δρομέας εξέπνευσε στο ύψος των Αμπελοκήπων, προφανώς εξαντλημένος από τις κακουχίες της μάχης, τον βαρύ και ασήκωτο οπλισμό και την κούραση της δρομικής του προσπάθειας.

Μόλις που πρόλαβε να ξεστομίσει το χαρμόσυνο άγγελμα με μια μόνο λέξη: “νενικήκαμεν”. Αυτό που μπορούμε να υποθέσουμε είναι πως το συγκεκριμένο συμβάν έμεινε στις συνειδήσεις των μεταγενέστερων γενεών με τη μορφή θρύλου, που προστέθηκε στην εξιστόρηση της μάχης για να της δώσει μια επί πλέον ηρωική διάσταση. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι στην αρχαιότητα τις ειδήσεις και τα αποτελέσματα πολεμικών αναμετρήσεων ανελάμβαναν να μεταφέρουν ειδικά εκπαιδευμένοι δρομείς μεγάλων αποστάσεων.

Το 668 π.Χ., όταν οι Ηλείοι νίκησαν τους Δυμαίους την τελευταία ημέρα των αγώνων της Ολυμπίας, σύμφωνα με τον Φιλόστρατο, ένας αγγελιοφόρος έσπευσε να μεταφέρει το μήνυμα της νίκης στο στάδιο της Ολυμπίας, τη στιγμή της απονομής των επάθλων. Το 479 π.Χ., μετά τη μάχη των Πλαταιών, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο ημεροδρόμος Ευχίδας διέτρεξε την απόσταση Πλαταιές – Δελφοί – Πλαταιές, ίση με 1.000 στάδια (185 χιλιόμετρα) για να μεταφέρει το ιερό πυρ από το Μαντείο και να πέσει νεκρός με την επιστροφή του στις Πλαταιές.

Ένα θέμα που προκαλεί ερωτήματα είναι γιατί οι Αθηναίοι έστειλαν δρομέα να αναγγείλει τη νίκη και δεν χρησιμοποίησαν ηλιακά σήματα μέσω κατόπτρων ή κάποιους ιππείς, εφόσον βιάζονταν να επιστήσουν έγκαιρα την προσοχή στη φρουρά της πόλης για την επικείμενη απόβαση των Περσών στο Φάληρο και το ενδεχόμενο εισβολής στην Αθήνα. Φαίνεται ότι καμιά από αυτές τις λύσεις δεν παρείχε τα εχέγγυα της διεκπεραίωσης της εντολής με ασφάλεια, ει μη μόνον η χρησιμοποίηση ενός ικανότατου δρομέα με άριστη φυσική κατάσταση και επίγνωση της αξίας της αποστολής του.

Πολλά έχουν γραφεί και λεχθεί για το όνομα του αγγελιοφόρου της νίκης. Ο ίδιος ο Ηρόδοτος δεν κάνει καμιά απολύτως νύξη του γεγονότος, θεωρώντας το ίσως ανάξιο λόγου, συγκρίνοντας την απόσταση των 42 χιλιομέτρων με τα 440 χιλιόμετρα που διένυσε ο Φειδιππίδης πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από τη Σπάρτη μέσα σε τέσσερις ημέρες. Ο Πλούταρχος, αντλώντας πληροφορίες από το χαμένο σήμερα έργο του Ηρακλείδη από τον Πόντο, αναφέρει το περιστατικό και διασώζει το όνομα του δρομέα: Θέρσιππος ο Ερχιεύς.

Αναφέρει επίσης ότι σύγχρονοι του ιστορικοί υποστήριζαν ότι ο Ευκλής ήταν στην πραγματικότητα ο αγγελιοφόρος της νίκης. Ο Λουκιανός εξάλλου παραδίδει πως ο Φιλιππίδης (είναι άραγε ο γνωστός Φειδιππίδης με παραφθαρμένο το όνομα;) έτρεξε από τον Μαραθώνα στην Αθήνα. Όσοι υποστηρίζουν ότι ο αγγελιοφόρος του “Νενικήκαμεν” ήταν ο Φειδιππίδης στηρίζονται στο γεγονός ότι ήταν ο μόνος γνωστός ημεροδρόμος της εποχής του, ο καλύτερος και ο ταχύτερος. Όσοι, εντούτοις, ισχυρίζονται το αντίθετο βασίζονται σε λογικά επιχειρήματα.

Γιατί, σύμφωνα με τη δική τους άποψη, ο Φειδιππίδης είχε ήδη διανύσει 440 χιλιόμετρα, προφανώς κάτω από τις πύρινες ακτίνες του καλοκαιριάτικου ήλιου, μέσα σε τέσσερις ημέρες, σχεδόν χωρίς διακοπή. Αμέσως μετά την άφιξη του στην Αθήνα, έτρεξε τα 42 (ή τα 34) χιλιόμετρα μέχρι τον Μαραθώνα, ανάλογα με τη διαδρομή που θα επέλεγε. Την επομένη (ή μεθεπομένη) ημέρα πολέμησε μαζί με τους συμπολίτες του για δυο ή τρεις συνεχόμενες ώρες, πάντα κάτω από συνθήκες ζέστης, φορώντας πανοπλία βάρους 32 κιλών.

Μόλις τελείωσε η μάχη, παρότι τραυματισμένος, έτρεξε ακόμα άλλα 42 (ή 34) χιλιόμετρα για να ειδοποιήσει τους Αθηναίους, χωρίς να έχει απορρίψει τον οπλισμό του. Οι επιδόσεις αυτές αγγίζουν τα όρια του εξωπραγματικού. Σήμερα, θεωρείται αδύνατο για έναν πρωταθλητή υπερμαραθωνίων αποστάσεων ή δεκάθλου να προσεγγίσει τέτοια επίπεδα αντοχής, ακόμα και με τη χρήση φαρμακοδιέγερσης (doping). Τίθεται τέλος ένα ακόμα ερώτημα:

Γιατί ο Ηρόδοτος, άνθρωπος τελειοθηρικός και σχολαστικός με τη λεπτομέρεια και την ακριβή της περιγραφή, ο οποίος καταχωρεί ποικίλο υλικό με γεωγραφικές και εθνολογικές πληροφορίες, προσέχει και αξιολογεί τα πάντα και διακόπτει συχνά την ιστορική του αφήγηση για να παρεμβάλει ελεύθερες λογοτεχνικές σελίδες, δεν ασχολείται διόλου με το περιστατικό του μαραθωνοδρόμου;

Η Διαδρομή του Αγγελιαφόρου 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προβληματισμοί που έχουν εκφραστεί για τη διαδρομή που ακολούθησε ο αγγελιαφόρος του Μαραθώνα για να φτάσει στην Αθήνα. Η κλασική διαδρομή των 42.195 μέτρων που έχει υιοθετηθεί μέχρι σήμερα, έχει τεθεί πολλές φορές από αμφισβήτηση.

Πρέπει να αναφέρουμε ότι δύο δρόμοι ένωναν την πεδιάδα του Μαραθώνα με την περιοχή της Αθήνας: ο ένας, στο μεγαλύτερο μέρος του παραλιακός, περνά σήμερα από τη Ραφήνα, το Πικέρμι, την Παλλήνη, ανάμεσα στον Υμηττό και την Πεντέλη και μέσα από την Αγ. Παρασκευή φτάνει στην Αθήνα. Ο άλλος δρόμος είναι ορεινός, περνάει από το σημερινό χωριό Βρανά και μέσω της Εκάλης και του Ψυχικού φτάνει στην Αθήνα. Ο πρώτος είναι η κλασική διαδρομή που υιοθέτησε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, ο δεύτερος είναι πιο σύντομος, αλλά ορεινός και κουραστικός.

Η πιο πιθανή διαδρομή φαίνεται ότι ήταν η ορεινή. Δηλαδή, το μονοπάτι το οποίο ξεκινά από τον τύμβο, περνά κοντά από το ναό του Ηρακλή και το μουσείο, διασχίζει το ρυάκι του Βρανά, ανηφορίζει στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και μέσα από τη χαράδρα των υψωμάτων Αγριλίκι και Αφορεσμός φτάνει στο ρέμα του Διονύσου. Από εκεί ανηφορίζει και ενώνεται με τον δρόμο που οδηγεί στο ιερό του Διονύσου. Μετά περνά μέσα από Εκάλη, Κηφισιά, Μαρούσι και Ψυχικό καταλήγει στο Παναθηναϊκό στάδιο.

Η συνολική διαδρομή είναι 34 χιλιόμετρα, δηλαδή 8 χιλιόμετρα μικρότερη από την επίσημη διαδρομή. Οι λόγοι που συνηγορούν για τη διαδρομή αυτή είναι τα λιγότερα χιλιόμετρα, αλλά και η ασφάλεια του αγγελιαφόρου, που ήταν αμφίβολη στην παραλιακή διαδρομή. Ο αγγελιαφόρος έπρεπε να επιλέξει τον συντομότερο δρόμο για την Αθήνα και να φροντίσει για την προσωπική του ασφάλεια, αποφεύγοντας διαδρομές όπου θα ήταν ευάλωτος. Είναι γνωστό ότι το Περσικό ναυτικό είχε αγκυροβολήσει όχι μόνο στον Μαραθώνα, αλλά και στους γύρω κόλπους της Αττικής.

Ο δρομέας-κήρυκας λοιπόν, για να αποφύγει μια εχθρική συνάντηση, επέλεξε πολύ πιθανόν τη δεύτερη διαδρομή, τον πιο ανηφορικό, αλλά και πιο σύντομο δρόμο που του εξασφάλιζε απόλυτη σιγουριά. Το αγώνισμα του Μαραθωνίου σήμερα διεξάγεται σε αναφορά αυτού του γεγονότος και διατρέχει την ίδια καθορισμένη απόσταση των 42.195 μέτρων, που έτρεξαν οι αθλητές για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου, το 1908.

Για διάφορους λόγους στο Λονδίνο χρειάστηκε η απόσταση να καθοριστεί στα 26 μίλια και 385 γιάρδες, μετά από ιδιαίτερη επιθυμία της βασιλικής οικογένειας, που ήθελε να παρακολουθήσει την εκκίνηση από τον ανατολικό εξώστη του ανακτόρου του Γουίντσορ. Μέχρι τότε, μετά τον πρώτο Μαραθώνιο στους πρώτους Ολυμπιακούς της νεώτερης εποχής, στην Αθήνα (1896), η απόσταση ήταν 40 χιλιόμετρα, που σήμερα αντιστοιχεί στο δρόμο από τον Μαραθώνα μέχρι το Παναθηναϊκό στάδιο.

 

Η Αποχώρηση των Περσών 

Την επόμενη μέρα μετά τη μάχη, ο Περσικός στόλος έβαλε πλώρη για το νοτιότερο άκρο της Αττικής, το ακρωτήριο Σούνιο, για να πλησιάσει την Αθήνα. Αλλά και ο Μιλτιάδης, αμέσως μετά τη μάχη, βάδισε με τον Ελληνικό στρατό προς την Αθήνα και πήρε θέση στη νότια πλαγιά του Λυκαβηττού. Ο Περσικός στόλος, στο μεταξύ, είχε φτάσει στο ύψος της ακτής του Φαλήρου, όπου και αγκυροβόλησε.

Εκεί οι Πέρσες δεν αντίκρισαν μόνον τις δυνάμεις των Αθηναίων στον Λυκαβηττό, αλλά και την άφιξη των Σπαρτιατών στην Αθήνα. Οι καλοί οιωνοί για μια νικηφόρα μάχη εξασθένησαν ακόμα πιο πολύ από ό,τι στον Μαραθώνα και ο Δάτις στάθμισε τις συνέπειες και άνοιξε πανιά για τις ακτές της Μικράς Ασίας. Το γιατί η φιλοπερσική αντιπολίτευση της Αθήνας δεν εκμεταλλεύτηκε το σύντομο χρονικό διάστημα, όταν η πόλη ήταν αφύλακτη, για να οργανώσει πραξικόπημα, είναι μέχρι σήμερα άγνωστο.

Πιθανόν το μήνυμα της νίκης στον Μαραθώνα να έφτασε στην πόλη πολύ πιο γρήγορα, ίσως όχι με κάποιον βαριά οπλισμένο οπλίτη, αλλά έναν φτεροπόδαρο αγγελιαφόρο και να κατέπνιξε στο ξεκίνημά της κάθε σχετική πρόθεση. Αντίθετα με ό,τι συνηθιζόταν, οι νεκροί του Μαραθώνα θάφτηκαν επί τόπου στο πεδίο της μάχης. Αυτός ο τύμβος, που λέγεται «Σωρός», με ύψος μεγαλύτερο από 9 μέτρα, σηματοδοτεί τον τάφο των 192 νεκρών Αθηναίων. Στην κορυφή του είχαν τοποθετήσει νεκρικές στήλες με τα ονόματα των νεκρών, κατανεμημένα κατά φυλές.

Ο Καλλίμαχος τιμήθηκε με ξεχωριστό ταφικό μνημείο, από το οποίο διασώζεται τμήμα της έμμετρης επιγραφής. Ενώ στον τύμβο των Αθηναίων ανασκαφές έκανε πρώτος ο Ερρίκος Σλήμαν, μόνο το 1970 εντοπίστηκε από τον Σπύρο Μαρινάτο, κοντά στην τοποθεσία Βρανά, ακόμα ένας μικρότερος τύμβος, που αποδείχθηκε ότι περιείχε πολυάριθμες ταφές από την εποχή της μάχης του Μαραθώνα. Ο τύμβος αυτός έχει μέχρι σήμερα ύψος πάνω από 4 μέτρα και πιθανόν πρόκειται για τον τύμβο των Πλαταιών, στους οποίους παραχωρήθηκε δικό τους ταφικό μνημείο, σύμφωνα με τον Παυσανία.

Οι Τάφοι

Μετά τη μάχη, ο Περσικός στόλος έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί στην Αθήνα – οι Αθηναίοι, καθώς κατάλαβαν ότι η πόλη τους βρισκόταν υπό απειλή, βάδισαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να φθάσουν νωρίτερα απ’ ότι οι Πέρσες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να υποχωρήσουν. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στη συμμαχία των Περσών και των Αλκμεωνιδών – οι τελευταίοι είχαν δώσει ένα σήμα μετά τη μάχη. Αργότερα, στο πεδίο της μάχης είχαν φτάσει οι Σπαρτιάτες – βλέποντας τα πτώματα των Περσών αναγνώρισαν τη μεγάλη νίκη των Αθηναίων.

Αφού λοιπόν περισυνέλεξαν τις σορούς των πεσόντων οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τα ταφικά τους έθιμα, έκαψαν τους νεκρούς τους και έθαψαν τα οστά τους σε παρακείμενο χώρο, δημιουργώντας τύμβο ύψους 9 μέτρων και διαμέτρου 50 μέτρων – η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ακόμη και ίχνη από το τελετουργικό νεκρόδειπνο όπου συνέτρωγαν οι ζωντανοί για να τιμήσουν τους νεκρούς μετά την καύση. Στην κορυφή του τύμβου αναρτήθηκαν μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες με τα ονόματα των πεσόντων μαραθωνομάχων κατά φυλές.

Οι Αθηναίοι έθαψαν τους νεκρούς του Μαραθώνα κοντά στο πεδίο της μάχης. Στον τάφο των Αθηναίων, ο Σιμωνίδης έγραψε το παρακάτω επίγραμμα:

”Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι,

χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν

Αμυνόμενοι υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα,

κατέστρεψαν τη δύναμη των χρυσοντυμένων Περσών”

Λίγο μακρύτερα βρίσκονται και οι τάφοι των νεκρών Πλαταιέων, οι τάφοι των δούλων, ενώ οι απόψεις διίστανται σχετικά με την τύχη των 6.400 νεκρών Περσών στρατιωτών που έπεσαν πληγωμένοι θανάσιμα στο πεδίο της μάχης ή καταδικάστηκαν σε πνιγμό στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να φθάσουν στα πλοία τους διασχίζοντας τα λασπώδη έλη ή πέφτοντας με τις βαριές χρυσοποίκιλτες στολές τους στη θάλασσα. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τις αρχές τους, δεν θα άφηναν ποτέ κάποιον άταφο, ωστόσο ο μεταγενέστερος περιηγητής Παυσανίας διατείνεται ότι, ύστερα από επιτόπια έρευνα, δεν είδε πουθενά στην περιοχή τάφους Περσών.

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Πέθανε σε λίγο και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α’. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Η δεύτερη επίθεση των Περσών ξεκίνησε το 480 π.Χ, με επιτυχίες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Αλλά οι Έλληνες πέτυχαν νίκες στη Σαλαμίνα, στις Πλαταιές και στη Μυκάλη και ανάγκασαν τους Πέρσες να υποχωρήσουν.

Ο μεγάλος αριθμός των νεκρών και η απειλή της ζέστης –βρισκόμαστε στα μέσα Σεπτεμβρίου–, περισσότερο από το μίσος και την περιφρόνηση ερμηνεύουν (αν δεν δικαιολογούν) τον πρόχειρο και υποτιμητικό τρόπο της ομαδικής ταφής των 6.400 Περσών στις παρυφές του έλους. Οι 192 νεκροί Αθηναίοι Μαραθωνομάχοι σε αναγνώριση της «ἀνδραγαθίας» τους τάφηκαν στο πεδίο της μάχης. Ο Παυσανίας, είδε τους τάφους με τις στήλες των πεσόντων κατά φυλές και πιο πέρα –δεν αναφέρει απόσταση– τον τάφο των Πλαταιέων και των απελευθερωμένων δούλων. Για τη μορφή των τάφων δεν δίνονται λεπτομέρειες.

Η ταύτιση του μνημείου με το Σωρό, το μεγάλο (ύψος 9 μ.) τύμβο, που ανέκαθεν ξεχώριζε ανάμεσα στους σωζόμενους ακόμη τον 19ο αιώνα μικρότερους τύμβους της πεδιάδας του Μαραθώνα, είχε προταθεί από το Leake, επιβεβαιώθηκε μόνο μετά την ανασκαφή του Βαλέριου Στάη το 1890-1891. Ο τελευταίος αποκάλυψε ένα παχύ στρώμα στάχτης, με αποσαθρωμένα οστά νεκρών πεταμένων άτακτα στην πυρά, επάνω από την οποία, μετά την καύση, είχαν σκορπιστεί πολλά –γύρω στα 30– φτηνά, κυρίως μελανόμορφα, ληκύθια.

Κοντά στο κέντρο του τύμβου βρέθηκε η γνωστή από τους περισσότερους Αττικούς Αρχαϊκούς τύμβους αύλακα προσφορών (βόθρος) μείχνη φωτιάς και τα κατάλοιπα του περιδείπνου, που ακολούθησε την αποτέφρωση των νεκρών, ενώ σπασμένα αγγεία (μερικά πολύ παλαιότερα της μάχης) κάλυπταν όλο το μήκος της αύλακας. Πρόσθετη στήριξη όμως βρήκε η υπόθεση της ταύτισης του τύμβου στην ανακάλυψη μέσα στα χώματα του τύμβου και σε ακτίνα γύρω από αυτόν, ενός αριθμού από αιχμές βελών.

Μια σπάνια τύχη έσωσε ωστόσο, έως τις μέρες μας ένα μεγάλο μέρος της στήλης με τα ονόματα 22 νεκρών νεκρών της Ερεχθηΐδας φυλής. Λιγότερο βέβαιη είναι η ταύτιση με τον τάφο των Πλαταιέων ενός σύγχρονου δεύτερου, πολύ μικρότερου (ύψους 3 μ.), τύμβου με 10 ταφές, δύο καύσεις και ένα παιδικό τάφο, που ανασκάφτηκε κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μαραθώνα, σε απόσταση 3 χλμ. από το Σωρό. Εκτός από την απόσταση, προβληματίζει η ποικιλία αλλά και ο άγνωστος –τελικά– αριθμός ταφών, καθώς η ανασκαφή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Η Σημασία της Μάχης στο Πλαίσιο των ”ΜΗΔΙΚΩΝ”

Μέχρι το Μαραθώνα, οι πολεμικές αναμετρήσεις των Περσών με τους Έλληνες είχαν θετική έκβαση για τους πρώτους. H Ιωνική επανάσταση, παρά τις πρόσκαιρες νίκες των στασιαστών όταν αντιμετώπιζαν τα Σατραπικά στρατεύματα του Αρταφέρνη του πρεσβύτερου, είχε καταδείξει την αδυναμία της οπλιτικής φάλαγγας ενάντια στους κινητικούς Πέρσες. Είναι γεγονός ότι η πλούσια Ιωνία, παρά τη δεδομένη οπλιτική παράδοσή της, δεν βρισκόταν στο ίδιο σημείο ισχύος με την κυρίως Ελλάδα.

Εξάλλου, με δεδομένο ότι για αρκετά χρόνια ήταν υποτελείς των Ανατολιτών – πρώτα των Λυδών και εν συνεχεία των Περσών – αντιμετώπιζαν τους επικυρίαρχούς τους με δέος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι πριν το Μαραθώνα “οι Έλληνες έτρεμαν όταν άκουγαν για Μήδες”. Mε αυτό το δεδομένο και βάσει των συμπερασμάτων από την Ιωνική επανάσταση, που κατεστάλη άμεσα όταν στο παιχνίδι μπήκαν οι Αυτοκρατορικές στρατιές, σε συνδυασμό πάντα με την καταλυτική επίδραση της Περσικής διπλωματίας, δεν προκαλεί έκπληξη ότι οι Πέρσες περίμεναν να επικρατήσουν εύκολα των Ελλήνων.

Υπό αυτό το πρίσμα, η νίκη που πέτυχαν οι Αθηναίοι στο Μαραθώνα ήταν ουσιαστικά η πρώτη Ελληνική νίκη ενάντια σε Αυτοκρατορικά Περσικά στρατεύματα και ως εκ τούτου ένας σταθμός στην Ελληνοπερσική σύγκρουση που κράτησε πάνω από 20 χρόνια και έληξε με τη θριαμβευτική επικράτηση των Ελληνικών όπλων. Αυτή καθαυτή η μάχη του Μαραθώνα, σε συνδυασμό με αστάθμητους παράγοντες, όπως ο θάνατος του Δαρείου και η επανάσταση στην Αίγυπτο που αναγκάστηκε να καταστείλει ο Ξέρξης πριν εκστρατεύσει στην Ελλάδα.

Έδωσε στην Αθήνα μία δεκαετία, την οποία οι εφευρετικοί πολίτες της Αττικής, υπό την καθοδήγηση σπουδαίων ανδρών όπως ο Θεμιστοκλής, εκμεταλλεύτηκαν για να δημιουργήσουν μεταξύ 484 και 482 π.X. τον εξαιρετικό στόλο τους, ο οποίος μεγαλούργησε στη Σαλαμίνα και ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που έδωσε τη νίκη στους Έλληνες. Σε περίπτωση που η Αθήνα έπεφτε, οι συνέπειες για τη συνέχεια των “Μηδικών” και την ιστορία της Ελλάδας θα ήταν ανυπολόγιστες.

Είναι βέβαιο ότι ο κλασικός πολιτισμός της Ελλάδας, η απαρχή του δυτικού πολιτισμού, δύσκολα θα είχε λάμψει ή πολύ δύσκολα θα είχε φθάσει στα ύψη που έφθασε σε μία ελεύθερη από ξένες επιβουλές Ελλάδα. Όλοι οι δυτικοί ερευνητές, που αποδίδουν την καταγωγή του σημερινού δυτικού πολιτισμού στην κλασική Ελλάδα, υποδεικνύουν το Μαραθώνα ως ένα σημείο καμπής στην ιστορία ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Φυσικά, ο Μαραθώνας ήταν μόνο η αρχή της διελκυστίνδας ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες.

Αλλά οι μαχητές των Θερμοπυλών, της Σαλαμίνας, των Πλαταιών είχαν ήδη ένα φωτεινό παράδειγμα να τους δίνει κουράγιο και να τους δείχνει ότι ο περσικός στρατός μπορούσε να νικηθεί. H “Δύση”, η δημοκρατία και η ελεύθερη σκέψη σώθηκαν στο Μαραθώνα. Σύμφωνα με τον Edward S. Creasy (“15 αποφασιστικές μάχες του κόσμου – Aπό το Mαραθώνα στο Bατερλό”):

“Oι αναδυόμενες ενέργειες (της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού πολιτισμού) της Ευρώπης θα καταστρέφονταν κάτω από την οικουμενική κατάκτηση (των Περσών) και η ιστορία του κόσμου, όπως η Ιστορία της Ασίας, θα ήταν μία απλή καταγραφή της ανόδου και της πτώσης δεσποτικών δυναστειών, εισβολών βαρβαρικών ορδών και της πνευματικής και πολιτικής καταπίεσης εκατομμυρίων κάτω από το διάδημα, την τιάρα και το ξίφος”.

 

Διαπιστώσεις και Συμπεράσματα

Η μάχη του Μαραθώνα, την οποία οι σύγχρονοι ιστορικοί αποκάλεσαν «Μάχη του Μάρνη της αρχαιότητας», δεν απομάκρυνε οριστικά τον Περσικό κίνδυνο. Χρειάστηκαν αργότερα και άλλοι σκληροί αγώνες στην ξηρά και θάλασσα, στις Θερμοπύλες, τις Πλαταιές, τη Σαλαμίνα και τη Μυκάλη. Όμως, έδωσε στους Έλληνες αυτοπεποίθηση και κυρίως κατέδειξε σ’ αυτούς, ότι μόνο με την ένωση των δυνάμεών τους θα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί μελλοντική ενέργεια των Περσών.

Η νίκη του Μαραθώνα πρέπει να αποδοθεί σε δύο πρωταρχικούς συντελεστές, στη στρατηγική ιδιοφυία του Μιλτιάδη και την υπέροχη αγωνιστι­κή διάθεση των Αθηναίων για υπεράσπιση του πάτριου εδάφους. Η επιτυ­χία του σχεδίου του Μιλτιάδη οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες, ήτοι:

1. Στην ανάληψη επιθετικής ενέργειας, που θεωρείται ως η μόνη ικανή να εξασφαλίσει τη νίκη.

2. Στη μετατροπή της μέχρι τότε καθιερωμένης ομοιόμορφης κατανομής των δυνάμεων στην όλη διάταξη της φάλαγγας, με την αποδυνάμωση του κέντρου της και την ενίσχυση των Άκρων της. Με τη μετατροπή αυτήν, ο Μιλτιάδης απέκτησε τη δυνατότητα, σε πρώτη φάση, να απωθήσει τις Περσικές πτέρυγες και σε δεύτερη φάση να κυκλώσει το ισχυρό περσικό κέντρο και να το αποσυνθέσει.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο, ότι ο Μιλτιάδης, με το σχέδιό του στο Μαραθώνα, εισήγαγε στην Πολεμική Τέχνη τις Αρχές του Πολέμου:

1. Επιθετική Ενέργεια,
2. Οικονομία Δυνάμεων,
3. Συγκέντρωση Δυνάμεων,
4. Η «Διπλή Υπερκέραση-κύκλωση» ως μορφή του Επιθετικού Ελιγμού.

Τον ελιγμό αυτόν επανέλαβαν αργότερα ο Αννίβας στις Κάννες, ο Μπλύχερ στο Βατερλώ, ο Μόλτκε στο Σεντάν, ο Χίντεμπουργκ και ο Λούντεντορφ στις Μαζουριανές λίμνες, ο Αϊζενχάουερ στη μάχη της Γαλλίας.

Τέλος, η σύγκριση των δυνάμεων των δύο αντιπάλων αποδεικνύει, ότι οι Πέρσες υπερτερούσαν συντριπτικά έναντι των Ελλήνων από απόψεως αριθμού ανδρών, υστερούσαν όμως καταφανώς από απόψεως ηθικών δυνάμεων. Η αγωνιστική διάθεση των Ελλήνων, η οποία έχει αναφερθεί ως ένας από τους πρωταρχικούς συντελεστές της νίκης του Μαραθώνα, ήταν αποτέλεσμα των ακμαίων ηθικών δυνάμεών τους και ακόμα της ανωτερότητας του οπλισμού και της εκπαιδεύσεώς τους. Χωρίς αυτές τις ηθικές δυνάμεις θα ήταν ασύμφορη και αδικαιολόγητη η ανάληψη επιθετικής ενέργειας.

 

Θρύλοι για τη Μάχη

Ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους της μάχης αποτελεί η πορεία του Φειδιππίδη από την Αθήνα στη Σπάρτη. Κατά τη διάρκειας της πορείας, ο δρομέας πέτυχε στον δρόμο του τον θεό Πάνα – ο θεός τον ρώτησε γιατί οι Αθηναίοι δεν τον τιμούσαν. Ο δρομέας απάντησε ότι οι Αθηναίοι θα τον τιμούσαν απ’ εδώ και πέρα. Ο Πάνας είχε προκαλέσει τον πανικό στους Πέρσες κατά τη διάρκειας της μάχης – προς τιμή αυτού, οι Αθηναίοι έφτιαξαν ένα τέμενος στα βόρεια της Ακρόπολης.

Μετά τη νίκη, η γιορτή της Αγροτέρας Αρτέμιδος πήρε νέα μορφή – πριν τη μάχη, οι Αθηναίοι ορκίστηκαν να θυσιάζουν ένα αριθμό αιγών ίσο με τον αριθμό των νεκρών Περσών. Αλλά, λόγω του μεγάλου αριθμού νεκρών Περσών, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να προσφέρουν πενήντα αίγες κάθε χρόνο – ο Ξενοφών αναφέρει ότι, ενενήντα χρόνια μετά τη μάχη, αυτή η παράδοση συνεχίζονταν. Κατά τον Πλούταρχο, οι Αθηναίοι είχαν δει το φάντασμα του Θησέα, το οποίο τους οδήγησε κατά των Περσών – αυτή η σκηνή απεικονίζεται στην τοιχογραφία της Ποικίλης Στοάς. Ο Παυσανίας επίσης γράφει:

«Συνέβη δὲ ὡς λέγουσιν ἄνδρα ἐν τῇ μάχῃ παρεῖναι τὸ εἶδος καὶ τὴν σκευὴν ἄγροικον· οὗτος τῶν βαρβάρων πολλοὺς καταφονεύσας ἀρότρῳ μετὰ τὸ ἔργον ἦν ἀφανής· ἐρομένοις δὲ Ἀθηναίοις ἄλλο μὲν ὁ θεὸς ἐς αὐτὸν ἔχρησεν οὐδέν, τιμᾶν δὲ Ἐχετλαῖον ἐκέλευσεν ἥρωα»

Κατά τον Κλαύδιο Αιλιανό, ένας οπλίτης έφερε τον σκύλο του στο στρατόπεδο και ο σκύλος είχε επιτεθεί, μαζί με τον κύριό του, στους Πέρσες. Αυτή η σκηνή απεικονίζεται στην τοιχογραφία της Ποικιλής Στοάς.

 

Χρονολόγιο των Γεγονότων της Εποχής και της Μάχης του Μαραθώνα

547 π.Χ. Ο Κύρος κατακτά το βασίλειο της Λυδίας. Υπαγωγή των Ιωνικών και Αιολικών πόλεων στην Περσική Αυτοκρατορία

522 π.Χ. Άνοδος του Δαρείου στο θρόνο

517 π.Χ. Υποταγή της Σάμου, της Λέσβου και της Χίου στους Πέρσες

513 π.Χ. Εκστρατεία του Δαρείου στη Θράκη και τη Σκυθία

510 π.Χ. Σπαρτιατική επέμβαση στην Αθήνα: εκδίωξη του τυράννου Ιππία

508 /7 π.Χ. Αθήνα: Ο Κλειθένης εισηγείται τις μεταρρυθμίσεις του

507 π.Χ. Απόκρουση νέας Σπαρτιατικής εισβολής. Οι Αθηναίοι επιζητούν συμμαχία με την Περσία

506 π.Χ. Οι Αθηναίοι νικούν τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδείς.  Εδραίωση του νέου πολιτεύματος

499-494 π.Χ. Ιωνική επανάσταση. Υποστήριξη από Αθήνα και Ερέτρια

499 π.Χ. Η Περσία επιτίθεται στη Νάξο

498 π.Χ. Οι Ίωνες και οι σύμμαχοί τους πυρπολούν τις Σάρδεις

497 π.Χ. Συγκρούσεις στην Κύπρο και στη θαλάσσια περιοχή της

497-496 π.Χ. Περσικές χερσαίες επιθέσεις στη Μικρά Ασία. Ο Δαρείος στην Αίγυπτο

496 π.Χ. Η Κύπρος υποτάσσεται στην Περσία

494 π.Χ. Η Περσία νικά τους Ίωνες στη ναυμαχία της Λάδης

494 π.Χ. Η Σπάρτη νικά το Άργος στη Σήπεια

493 π.Χ. Η Περσία επιβάλλει και πάλι την κυριαρχία της στο ανατολικό Αιγαίο. Ο Θεμιστοκλής εκλέγεται άρχων στην Αθήνα. Ο Μιλτιάδης καταφεύγει από τη Χερσόνησο στην Αθήνα

492 π.Χ. Εκστρατεία Μαρδόνιου στη Θράκη και στη Μακεδονία. Η Περσία αντικαθιστά τις τυραννίες με ”Δημοκρατίες” στα Ελληνικά κράτη της Ιωνίας. Ο Μαρδόνιος εδραιώνει την περσική κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Σατραπεία. Δίκη του Μιλτιάδη στην Αθήνα

491 π.Χ. Η Θάσος υποτάσσεται στην Περσία. Ο Δαρείος απαιτεί υποταγή από τα Ελληνικά κράτη. Το Δεκέμβριο εχθροπραξίες μεταξύ Αθήνας και Αίγινας

490 π.Χ. Μάρτιος: Η Αίγινα νικά την Αθήνα στη θάλασσα. Μέσα καλοκαιριού: Περσική εκστρατεία εναντίον της Ερέτριας και της Αθήνας. Υποταγή Κυκλάδων, καταστροφή της Νάξου. Σεπτέμβριος: κατάληψη της Ερέτριας, μάχη του Μαραθώνα

489 π.Χ. Αθήνα: Ο Αριστείδης εκλέγεται άρχων. Καταδίκη του Μιλτιάδη μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του εναντίον της Πάρου

487 π.Χ. Πρώτη εφαρμογή του οστρακισμού ( Ίππαρχος)

487 ή 486 π.Χ. Καθιερώνεται η κλήρωση για την επιλογή των αρχόντων

486 π.Χ. Ο Μεγακλής οστρακίζεται. Η Αίγυπτος επαναστατεί. Θάνατος του Δαρείου
Ανάρρηση του Ξέρξη στο θρόνο το Νοέμβριο

485 π.Χ. Επανάληψη εχθροπραξιών μεταξύ Αθήνας και Αίγινας. Η Αίγυπτος υποτάσσεται

484 π.Χ. Ο Ξάνθιππος οστρακίζεται. Επανάσταση στη Βαβυλωνία

483 ή 482 π.Χ. Ο Αριστείδης οστρακίζεται. Απόφαση της Αθήνας να ναυπηγήσει 200 τριήρεις

482 π.Χ. Επανάσταση στη Βαβυλωνία

481 π.Χ. Σεπτέμβριος: Απόφαση της Αθήνας να εντάξει στο στόλο ολόκληρο το ανθρώπινο δυναμικό της. Οκτώβριος: Άφιξη του Ξέρξη στις Σάρδεις και αποστολή προξένων στην Ελλάδα. Ίδρυση της Ελληνικής Συμμαχίας. Νοέμβριος: σύναψη ειρήνης μεταξύ Αθήνας και Αίγινας

480 π.Χ. Εκστρατεία του Ξέρξη. Σεπτέμβριος: Ναυμαχία Αρτεμισίου, μάχη Θερμοπυλών. Τέλη Σεπτεμβρίου: ναυμαχία της Σαλαμίνας. Επιστροφή του Ξέρξη στην Ασία

479 π.Χ. Μάχη των Πλαταιών. Ναυμαχία και μάχη της Μυκάλης. Είσοδος των νησιωτών στην Ελληνική Συμμαχία

479-478 π.Χ. Χειμώνας: Πολιορκία της Σηστού

Η Σημασία της Νίκης για την Ελλάδα

Η μάχη του Μαραθώνα δεν έδωσε καμιά αποφασιστική τροπή στον αγώνα των Ελλήνων και Περσών, έχει όμως μεγάλη σπουδαιότητα. Ήταν μια νίκη σχετικά λίγων οπλιτών ενάντια σε πολλαπλάσιους εχθρούς, που δείχνει όχι μόνο την ανώτερη πολεμική τακτική των Ελλήνων απέναντι στους Πέρσες, αλλά και το θάρρος, τη δύναμη και την επινοητικότητα των Ελλήνων, σ’ ένα δίκαιο αμυντικό αγώνα κατά των Περσών, οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα ανώτερα αισθήματα των Ελλήνων για την πατρίδα και την οικογένειά τους.

Οι Έλληνες μετά τη μάχη αυτή συνειδητοποίησαν την εθνική τους ενότητα. Η μάχη αυτή έγινε από τους Αθηναίους και τους λίγους Πλαταιείς, όμως όλοι οι Έλληνες χάρηκαν για τη νίκη και βάθυναν μέσα τους την ενότητα της ελευθερίας, για την οποία πολέμησαν οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς. Οι Έλληνες, που έρχονταν για πρώτη φορά σε σύγκρουση με τους Πέρσες, κατέρριψαν το μύθο ότι η Περσική Αυτοκρατορία ήταν αήττητη, που είχε βέβαια δημιουργηθεί από τις μέχρι τότε επιτυχίες των Περσών. Αν είχαν χάσει τον πόλεμο, δυο ενδεχόμενα τους περίμεναν:

Α) Η υποδούλωση της Ελλάδας στον ανατολίτη κατακτητή, πράγμα που θα σηματοδοτούσε μια πολιτική και πολιτιστική οπισθοδρόμηση, γιατί ασφαλώς θα είχαν ματαιωθεί όλα τα μεταγενέστερα πολιτιστικά επιτεύγματα της Αθήνας.

Β) Η παλινόρθωση της τυραννίας των Πεισιστρατιδών, με την εγκατάσταση στην εξουσία του Ιππία, θα είχε ως συνέπεια την πολιτειακή οπισθοδρόμηση. Και πολύ πιθανόν, δεν θα είχαμε τη γνωστή μας δημοκρατική εξέλιξη.

Η Αθήνα στον πόλεμο αυτόν εκπροσώπησε όλους τους Έλληνες και έδειξε στους εχθρούς της ότι υπάρχουν μερικά πράγματα που είναι αδιαπραγμάτευτα αγαθά, όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η φιλοπατρία. Η μάχη του Μαραθώνα αποδείχθηκε πολύ σημαντική για τους Έλληνες. Η μάχη ήταν καθοριστική στιγμή στην ιστορία της Αθηναϊκής δημοκρατίας, καθώς έδειξε τι μπορούσαν να πετύχουν με ενότητα και αυτοπεποίθηση.

Φαίνεται ότι ο Αθηναίος τραγικός ποιητής Αισχύλος θεωρεί ότι η συμμετοχή του στον Μαραθώνα ήταν το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή του -ανώτερο κι απ’ την Ορέστεια και τους Πέρσες του- δεδομένου ότι έγραψε το παρακάτω επίγραμμα:

Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει

μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·

ἀλκὴν δ’ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἂν εἴποι

καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος

Αυτός ο τάφος στην καρποφόρα Γέλα τον Αθηναίο Αισχύλο του Ευφορίωνα :σκεπάζει. Για την ξακουστή παλληκαριά του το άλσος του Μαραθώνα θα πει, και οι μακρομάλληδες Μήδοι, που καλά την ξέρουν. Όσον αφορά τον στρατιωτικό τομέα, το μεγαλύτερο μάθημα για τους Έλληνες ήταν η δύναμη των οπλιτών – αυτοί θα έπαιζαν μεγάλο ρόλο και στις εμφύλιες συρράξεις των Ελλήνων. Παρ’ όλα αυτά, ο σχηματισμός φάλαγγας ήταν ευάλωτος στο ιππικό, αλλά καθώς στον Μαραθώνα το Περσικό ιππικό έλειπε, η φάλαγγα αποδείχθηκε θανατηφόρο όπλο.

 

Η Νίκη στο Μύθο και στην Τέχνη

Την εποχή της νίκης των Αθηναίων κατά των Περσών δεν υπήρχε ιστορικός για να καταγράψει τα πραγματικά γεγονότα. Γι’ αυτό, μετά από μια γενιά, άλλα γεγονότα είχαν ξεχαστεί και άλλα είχαν τροποποιηθεί από τους Αθηναίους που, όπως είναι φυσικό, είχαν δώσει μυθικές διαστάσεις στους συντελεστές της νίκης, κυρίως στον Μιλτιάδη. Αλλά και για τον στρατηγό Καλλίμαχο και τον Κυναίγειρο, αδελφό του ποιητή Αισχύλου, σχηματίστηκαν διάφορες παραδόσεις για τα κατορθώματά τους και στήθηκαν μνημεία για να τα θυμίζουν στους μεταγενέστερους.

Η παράδοση, για παράδειγμα, θέλει τον Κυναίγειρο να κρατά ένα Περσικό πλοίο και να το εμποδίζει να αποπλεύσει. Όμως, ένας Πέρσης σηκώνει ένα τσεκούρι και του κόβει το δεξί χέρι. Ο Κυναίγειρος αρπάζει το πλοίο με το αριστερό και τότε ο Πέρσης του κόβει και το αριστερό χέρι. Παραδίδεται ότι οι Πέρσες πανικοβλήθηκαν, όταν είδαν τους Έλληνες να τρέχουν συντεταγμένοι εναντίον τους. Το γεγονός αυτό αποδόθηκε στον Πάνα, του οποίου η λατρεία επέζησε σε μια σπηλιά στη ΒΔ πλαγιά της Ακρόπολης, που αφιερώθηκε σ’ αυτόν.

Από το γεγονός αυτό φαίνεται ότι δημιουργήθηκε μια ιστορία σχετική με τον Πάνα και τον Μαραθώνα. Ο δρομέας Φειδιππίδης, ενώ διέσχιζε την Αρκαδία τρέχοντας για να ζητήσει βοήθεια από τη Σπάρτη, συνάντησε τον Πάνα, που του παραπονέθηκε ότι οι Αθηναίοι είχαν παραμελήσει τη λατρεία του. Υποσχέθηκε στους Αθηναίους ότι θα έχουν την εύνοιά του, αρκεί αυτοί να του προσφέρουν τη λατρεία τους. Ο μύθος λέει ότι ο Μιλτιάδης έγινε αρχιστράτηγος και αντικατέστησε τη μέρα της μάχης τον Καλλίμαχο, γιατί η αρχιστρατηγία άλλαζε εκ περιτροπής κάθε μέρα.

Ο αρχιστράτηγος Καλλίμαχος παρέδωσε την ηγεσία στον Μιλτιάδη, επειδή είχε πείρα της πολεμικής τακτικής των Περσών, αφού είχε ζήσει στη Θράκη και είχε γνωρίσει τους Πέρσες στρατιώτες απ’ την εκστρατεία τους στη Σκυθία. Η νίκη των Αθηναίων τυλίχθηκε στην ομίχλη του μύθου και της δόξας και κάλυψε την αλήθεια των γεγονότων. Ο Καλλίμαχος είναι λιγότερο γνωστός και επαινέθηκε λιγότερο από όσο έπρεπε (παρόλο που σκοτώθηκε ηρωικά στη μάχη), λόγω της μεγάλης φήμης του Μιλτιάδη.

Ωστόσο, το όνομά του διασώθηκε σε Ιωνικό κίονα, που αποτελούσε τη βάση μιας Νίκης. Ίσως αφιερώθηκε από τον ίδιο τον στρατηγό πριν από τη μάχη και στήθηκε μετά το θάνατό του. Οι Αθηναίοι συνήθιζαν μετά τις επιτυχίες τους να αποδίδουν ευχαριστίες στο μεγάλο θρησκευτικό κέντρο της αρχαιότητας, τους Δελφούς. Το ίδιο έπραξαν και με τη νίκη τους κατά των Περσών στον Μαραθώνα. Δεν ξέχασαν τη βοήθεια του Απόλλωνα, γι’ αυτό και έχτισαν ένα μικρό «θησαυρό» Δωρικού ρυθμού, από μάρμαρο της Πάρου.

Ένα αρχιτεκτονικό στολίδι, αντάξιο με τη χάρη των ανάγλυφων που κάλυπταν την εσωτερική επιφάνεια του κτίσματος και τα οποία διασώθηκαν κάτω από τα ερείπιά του. Το οικοδόμημα αποτελείτο από σηκό και πρόναο και το στόλιζαν 30 ανάγλυφες μετώπες. Είχε επίσης δύο αγάλματα έφιππων αμαζόνων στα ακρωτήρια. Τα γλυπτά αναπαριστούν τα κατορθώματα του Θησέα και του Ηρακλή και τη γιγαντομαχία. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα χτίστηκε μια επιμήκης βάση μπροστά στο «θησαυρό» για να τοποθετηθούν τα τρόπαια της μάχης.

Η νίκη στον Μαραθώνα τιμήθηκε και στην Αθήνα σε διαγωνισμό ελεγείας, με θέμα τη νίκη. Στο διαγωνισμό νίκησε ο νεαρός Σιμωνίδης. Ο Αισχύλος, που έλαβε μέρος στο διαγωνισμό, πικράθηκε τόσο πολύ (κατά την παράδοση) που αυτοεξορίστηκε στη Σικελία. Το θεϊκό στοιχείο κι η απόδοση ευχαριστιών στους θεούς εκφράστηκε και στην Ακρόπολη. Κάτω από το ναό της Αθηνάς (τον Παρθενώνα), που χτίστηκε την εποχή του Περικλή, έχουν βρει υπολείμματα προγενέστερου ναού, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Λείψανα από κίονες αυτού του ναού μπορεί να δει κανείς στο βόρειο τείχος της Ακρόπολης. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι ο ναός είχε αρχίσει να χτίζεται κατά το 490 π.Χ., αλλά κάηκε από τους Πέρσες στη διάρκεια της εισβολής του Ξέρξη, δέκα χρόνια μετά τον Μαραθώνα, όταν ισοπεδώθηκε η πόλη της Αθήνας. Πολύ αργότερα, στα μέσα του 5ου αιώνα, άρχισαν τις εργασίες για την ανοικοδόμηση του ναού, δηλαδή μετά τη σύναψη ειρήνης με τους Πέρσες, αλλά ο νέος αρχιτέκτονας δεν ακολούθησε το παλαιό σχέδιο.

Στην ίδια εποχή θα πρέπει να αποδοθεί η μνημειακή είσοδος προς την Ακρόπολη, το αρχαίο πρόπυλο, το οποίο όμως επρόκειτο να αντικατασταθεί, αργότερα, από τα Προπύλαια που σχεδίασε ο Μνησικλής, στην εποχή του Περικλή. Αφήσαμε τελευταία τη ζωγραφική αναπαράσταση της μάχης του Μαραθώνα, που φιλοτεχνήθηκε στην Ποικίλη Στοά. Οι Αθηναίοι απόγονοι των Μαραθωνομάχων έπαιρναν ασφαλώς μια ιδέα της μάχης από τη σύνθεση αυτή που έγινε, περίπου 25 χρόνια αργότερα, στο βόρειο άκρο της Αγοράς.

Η ζωγραφική αυτή αναπαράσταση βασίστηκε σε ανάλογες σκηνές αγγειογράφων. Σίγουρα η σύνθεση δεν μπορεί να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, δίνει όμως μια ιδέα της επικής αυτής νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών. Είναι χαρακτηριστικό το λιτό επίγραμμα του Σιμωνίδη, που απηχεί το γεγονός, ότι δηλαδή οι μαραθωνομάχοι εκπροσωπούσαν στον Μαραθώνα όλους τους Έλληνες: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν».

 

Τιμώντας Θεούς και Ήρωες

Για όσους την έζησαν, η σύγκρουση ανάμεσα στους Αθηναίους πολίτες και τον περήφανο στρατό του Μεγάλου Βασιλέως είχε τη μυθογενετική δύναμη όλων εκείνων των γεγονότων που ξεπερνούν κάθε φορά το μέτρο της καθημερινότητας και της λογικής. Όπως όλες οι μεγάλες στιγμές, οι μεγάλες ανατροπές και οι μεγάλες πράξεις, έτσι και τα γεγονότα εκείνης της μέρας, νοούνται έξω από κάθε έννοια του χρόνου.

Με τον επικό χαρακτήρα της μάχης θα συνδεθούν ιστορίες όχι μόνο για ηρωικούς θανάτους σαν αυτούς του Κυνέγειρου, του Καλλίμαχου και του Επίζηλου, αλλά και για απίστευτα ατομικά κατορθώματα, του Φειδιππίδη, που ”πετάει” στη Σπάρτη, του Μαραθωνοδρόμου που ξεψυχάει φέρνοντας το μήνυμα της νίκης, αλλά και ολόκληρου εκείνου του μυθικού στρατού, που μετά τη δρομαία επίθεση των 1.500 μ., διεξάγει μια εξαιρετικά σκληρή διπλή μάχη, καταδιώκει τους Πέρσες και επιστρέφει εσπευσμένα στην Αθήνα.

Ιστορίες που δείχνουν σε ποιο βαθμό ο μύθος του Μαραθώνα μας παρασύρει να δεχτούμε το αδύνατο. Μια άλλη, μυθική, διάσταση δίνει στη νίκη η επιφάνεια όλων εκείνων των θεών και των ηρώων, οι οποίοι –όπως στην Ιλιάδα, αλλά σπάνια πλέον μετά τους Περσικούς πολέμους– έρχονται επίκουροι στη μεγάλη μάχη: ο Πάνας, που κατεβαίνει από τα Αρκαδικά βουνά, πιστός στην υπόσχεση που έδωσε στο Φιδειππίδη, ο Θησέας από τον Κάτω Κόσμο, ο Ηρακλής από τον Όλυμπο μαζί με την Αθηνά, ο τοπικός ήρωας Μαραθών και ο αγροτικός Έχετλος, προσωποποίηση του αλετριού.

 

Τα Μνημεία

Η ακτινοβολία της νίκης θα φωτίσει ολόκληρη την πεδιάδα. Κάθε γωνιά του Μαραθώνα θα έχει κάτι να πει γι’ αυτήν. Το σπήλαιο της Οινόης αφιερώνεται στον Πάνα. Στις ρίζες του βουνού Τρίκερι, στη Ρωμαϊκή εποχή, έδειχναν ακόμη τις φάτνες των αλόγων του Περσικού ιππικού και τα ίχνη από τη σκηνή του Αρταφέρνη. Η πανύψηλη μαρμάρινη κολόνα με το Ιωνικό κιονόκρανο του τροπαίου –αντί του συνηθισμένου ξερού δένδρου με την εχθρική πανοπλία–, που δέσποζε στην άκρη του έλους, θα θυμίζει το σημείο της Περσικής καταστροφής.

Και στο βάθος της πεδιάδας, στο Μεγάλο Έλος, θα δείχνουν το σημείο όπου πνίγηκε η περσική αλαζονεία. Στο επίκεντρο όμως βρίσκονταν οι τάφοι των Μαραθωνομάχων. Όπως λέει ο Παυσανίας, τον 2ο αι. μ.Χ., οι Αθηναίοι τους τιμούσαν ακόμη στις μέρες του ως ήρωες. Γύρω από τους τάφους οργανώθηκαν, πολύ σύντομα μετά τη μάχη, επιτάφιοι αγώνες προς τιμήν τους. Μοναδικό μνημείο τους σώζεται ένας χάλκινος λέβης με τη λιτή στικτή επιγραφή «ΑΘΕΝΑΙΟΙ. ΑΘΛΑ ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΕΝ ΤΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ», το βραβείο –και συγχρόνως τεφροδόχος– ενός αθλητή (πιθανότατα ενός Μαραθωνομάχου), που θέλησε να ταφεί κοντά στο πεδίο της μάχης.

Ακόμα, έως τα ύστερα Ελληνιστικά χρόνια, οι Αθηναίοι έφηβοι έρχονται να θυσιάσουν και να στεφανώσουν τους τάφους εκείνων που πέθαναν για την ελευθερία, ενώ αιώνες μετά, όπως έλεγαν οι ντόπιοι στον Παυσανία, ολόκληρο το πεδίο της μάχης στοίχειωνε και οι νύχτες γέμιζε από κραυγές, χλιμιντρίσματα αλόγων και την αόρατη παρουσία των ηρωικών νεκρών.

 

Τα Πρώτα Αναθήματα

Την υπερηφάνεια των Αθηναίων για τη μεγάλη νίκη που μόνοι τους, πρώτοι από τους Έλληνες, κατήγαγαν κατά των βαρβάρων δηλώνει το στεφάνι (τέσσερα φύλλα ελιάς) που από τότε κοσμεί το κράνος της Αθηνάς στα νομίσματα της πόλης της. Δεν αποκλείεται, όπως υποτέθηκε, η κουκουβάγια με ανοιγμένα φτερά που κοσμεί τα περίφημα δεκάδραχμα του 486 π.Χ. να αναφέρεται στην επιφάνεια της θεάς στο Μαραθώνα, όπως είναι γνωστό ότι συνέβη πριν από τη μάχη στη Σαλαμίνα.

Οι στίχοι του Αριστοφάνη (Σφήκες 1081-1086) θα ταίριαζαν το ίδιο καλά (ίσως καλύτερα) σε εκείνη τη μάχη:

”Εὐθέως γὰρ ἐκδραμόντες ξὺν δορὶ ξὺν ἀσπίδι ἐμαχόμεσθ᾽ αὐτοῖσι, θυμὸν ὀξίνην πεπωκότες, στὰς ἀνὴρ παρ᾽ ἄνδρ᾽, ὑπ᾽ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων· ὑπὸ δὲ τῶν τοξευμάτων οὐκ ἦν ἰδεῖν τὸν οὐρανόν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐωσάμεσθα ξὺν θεοῖς πρὸς ἑσπέραν. γλαῦξ γὰρ ἡμῶν πρὶν μάχεσθαι τὸν στρατὸν διέπτετο.”

Αλλά και την Άρτεμη τίμησαν οι Αθηναίοι, προσθέτοντας δίπλα στην κουκουβάγια, στην οπίσθια όψη των τετραδράχμων που έκοψαν μετά τη μάχη, τη σελήνη στη χάση της, προσωποποίηση της θεάς και συγχρόνως αναφορά στο χρόνο της μεγάλης μάχης. Ελάχιστα, λιτά, όπως και οι τάφοι των Μαραθωνομάχων, είναι και τα πρώτα μνημεία της νίκης.

Η Ολυμπία, όπως το θέλει η μακραίωνη παράδοση του ιερού, είναι ο χώρος όπου οι πολεμιστές θα αφιερώσουν συμβολικά δύο κράνη: ένα περσικό, ανάθημα των Αθηναίων από τα λάφυρα, με την επιγραφή «ΔΙΙ ΑΘΕΝΑΙΟΝ ΜΕΔΟΝ ΛΑΒΟΝΤΕΣ», και το Κορινθιακό κράνος του ίδιου του στρατηγού, με τη λιτή αφιέρωση του «ΜΙΛΤΙΑΔΕΣ ΑΝΕ[Θ]ΕΚΕΝ [Τ]ΟΙ ΔΙ», ένα προσωπικό –και για τούτο ακόμα πιο συγκινητικό– ανάθημα. Ο χώρος της πανελλήνιας διακήρυξης της Αθηναϊκής νίκης ήταν ωστόσο –σύμφωνα πάντα με την παράδοση του ιερού– το Ιωνικό ιερό των Δελφών.

Ήδη στην είσοδό του, σε μια εξέδρα, υποδεχόταν τον προσκυνητή το σύνταγμα με τους επώνυμους ήρωες των Αττικών φυλών, ενώ υψηλότερα, στη στροφή της Ιεράς Οδού, πρόβαλλε ο Δωρικός ναΐσκος (Θησαυρός των Αθηναίων) με τα αναθήματα των Αθηναίων, στην προέλευση των οποίων (ίσως και στην οικοδόμηση του ναού) από τη δεκάτη των λαφύρων της μάχης αναφερόταν η σύντομη επιγραφή στην παρακείμενη μικρή τριγωνική πλατεία: «ΑΘΕΝΑΙΟΙ ΤΟΙ ΑΠΟΛΛΟΝΙ ΑΠΟ ΜΕΔΟΝ ΑΚΡΟΘΙΝΙΑ».

Αντίστοιχα, οι μετόπες του ναΐσκου εξιστορούσαν τους άθλους των δύο ηρώων, του πανελλήνιου ήρωα Ηρακλή και του Θησέα, ο οποίος εκφράζει το πνεύμα της ανερχόμενης δύναμης της Αθήνας.

 

Από το Μύθο στο Σύμβολο

Η διατήρηση του ηρωικού χαρακτήρα του χώρου του Μαραθώνα, που καθιερώνουν το τρόπαιο, οι τύμβοι και οι τελετές στη μνήμη των νεκρών, αποτελούν μοναδικό για τα ελληνικά πράγματα φαινόμενο και το πρώτο βήμα στη συμβολική μετουσίωση της μάχης και του χώρου, η οποία ολοκληρώνεται ήδη στην κλασική εποχή. Με αυτόν τον τρόπο ο Μαραθώνας, ως μέρος της Αθηναϊκής συλλογικής μνήμης, εντάσσεται στη σειρά των μυθικών συγκρούσεων, που θεμελίωσαν τον Ελληνικό κόσμον και παίρνει άλλες, ηθικές ακόμη και κοσμικές, διαστάσεις.

Ο Τρωικός πόλεμος, η Αμαζονομαχία, οι Κενταυρομαχίες και πιο πίσω ακόμη, στο ανώτατο (θεϊκό) επίπεδο, οι Γιγαντομαχίες των Ολυμπίων προβάλλονται πίσω από τους Περσικούς πολέμους. Στο φαντασιακό του Αθηναίου πολίτη, η σύγκρουση με τους Πέρσες είναι η συνέχεια όλων εκείνων των μυθικών συγκρούσεων που έφεραν τους Έλληνες σε αντιπαράθεση με την Ανατολή –τη βαρβαρότητα, την ανελευθερία και την κτηνώδη βία– και τους θεούς τους με τις φυσικές, άλογες, δυνάμεις της Γης. Πρόκειται για δίπολα που από αιώνες συνέθεταν την Ελληνική αντίληψη του κόσμου.

 

Η Πολιτική Πλευρά του Μύθου

Η αναγνώριση του ρόλου του Μιλτιάδη δεν έγινε αυτόματα μετά τη μάχη, αλλά υπήρξε το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας, στενά συνδεδεμένης –όπως καθετί στην Αθήνα– με την πολιτική και τις κομματικές διαμάχες. Μπορεί ο ρόλος του στρατηγού Καλλιμάχου που έπεσε ηρωικά στη μάχη, να μην αναγνωρίζεται στις πηγές μας και περισσότερο από τις στρατηγικές του ικανότητες να τονίζεται η πρόθυμη συνεργασία με το Μιλτιάδη.

Οι φίλοι του όμως έστησαν στην Ακρόπολη το άγαλμα της αγγελιαφόρου των θεών (πιθανόν τάμα του ιδίου πριν από τη μάχη), το επίγραμμα της οποίας θύμιζε το ρόλο του Καλλιμάχου στη νίκη, ενώ πιθανότατα από τον κύκλο του προερχόταν και εκείνος ο Διοφάνης από τη Δεκέλεια, που ήγειρε ένσταση στην Εκκλησία του δήμου, όταν προτάθηκε η χορήγηση στεφάνου στο Μιλτιάδη.

Η άτυχη εκστρατεία του τελευταίου στην Πάρο, έδωσε την ευκαιρία στους αντιπάλους του, τους Ακλμεωνίδες –ο Ξάνθιππος ηγείται της επίθεσης κατά του Μιλτιάδη– και στον ανερχόμενο Θεμιστοκλή –που δεν τον άφηνε ήσυχο «τὸ τοῡ Μιλτιάδου τρόπαιον»– να αμαυρώσουν τη φήμη του νικητή και τη δόξα της νίκης. Έτσι, ο ηγέτης του Μαραθώνα να σαπίζει και να πεθαίνει στη φυλακή, ενώ η φημολογία και η συκοφαντία θα οδηγούν στην αλληλοεξόντωση –με μια σειρά οστρακισμών– των πολιτικών ηγετών, των Πεισιστρατιδών ( Ίππαρχος 488/7 π.Χ.) όπως και των Αλκμεωνιδών (Μεγακλής 487/6 π.Χ.).

Μόνο μετά την άνοδο του γιου του Κίμωνα (478 και 462 π.Χ.), ενός μεγάλου –ίσως του μεγαλύτερου– Αθηναίου στρατηγού, η Αθήνα θα μπορέσει να εξοφλήσει το χρέος της στο Μιλτιάδη. Τότε χρονολογούνται τα περισσότερα από τα μνημεία της μάχης και φτάνει το απόγειό του το στρατιωτικοπολιτικό ιδανικό του οπλίτη. Τότε είναι που ιδρύεται στο Μαραθώνα το μαρμάρινο τρόπαιο και το κενοτάφιο του μεγάλου στρατηγού, ενώ το δελφικό σύνταγμα των επωνύμων ηρώων των αττικών φυλών συμπληρώνεται με τον ανδράντα του στρατηγού, που τοποθετείται επάξια ανάμεσα στα αγάλματα της Αθηνάς και του Απόλλωνα.

Την απεικόνιση του Μιλτιάδη, που αναγνωρίστηκε οπό το Γιώργο Δεσπίνη στο θεληματικό ύφος και τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά μιας ανδρικής κεφαλής του Μουσείου Ακροπόλεως, Ρωμαϊκό αντίγραφο ενός έργου του 465-460 π.Χ. με μακριά κώμη, δεμένη σε κοτσίδες γύρω από το κεφάλι, αποτελεί το αρχαιότερο δείγμα αφηρωισμού ενός συγχρόνου στρατηγού. Χαρακτηριστική της αλλαγής του κλίματος –και της επιρροής του Κίμωνα– είναι η κεντρική θέση του Μιλτιάδη ανάμεσα στους θεούς και τους ήρωες στον πίνακα της Ποικίλης Στοάς στην Αθηναϊκή Αγορά, έργο του Παναίνου (αδελφού ή ανιψιού του Φειδία) και του Μίκωνα.

Το κατόρθωμα του Μιλτιάδη στο Μαραθώνα θα προβάλλεται έκτοτε, μαζί με τη νίκη στον Ευρυμέδοντα (465 π.Χ.), προσφέροντας στην ιδεολογία της Δηλιακής Συμμαχίας το όραμα μιας πανελλήνιας ελευθερίας. Ένα όραμα, την πραγματοποίηση του οποίου η Σπάρτη δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να αναλάβει: οι Σπαρτιάτες φθάνουν καθυστερημένοι στο Μαραθώνα, μόνο για να θαυμάσουν το μέγεθος της αθηναϊκής νίκης, όπως μετά τη Μυκάλη θα παραιτηθούν από την ηγεμονία των Ελλήνων, αφήνοντας στους Αθηναίους την προστασία των νησιωτών και των αδελφών της Μικρασιατικής ακτής.

Σημαντική ήταν η συμβολή του πολέμαρχου Καλλίμαχου στη μάχη, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής του δεξιού κέρατος της Αθηναϊκής παράταξης, σύμφωνα με την αρχαία πρακτική. Ο Καλλίμαχος σκοτώθηκε στην τελική φάση της μάχης, κοντά στα καράβια των Περσών. Προς τιμήν του στήθηκε στην Ακρόπολη, επάνω σε έναν ψηλό Ιωνικό κίονα, το άγαλμα της Ίριδας, αγγελιαφόρου των θεών, που πετάει να φέρει την είδηση της νίκης στα πέρατα του κόσμου. Πάνω στον κίονα, χαράχθηκε επίγραμμα από το οποίο σώζονται τμήματα μόνο.

Με τον ίδιο τρόπο, μια γενιά μετά το Μαραθώνα, δέκα χρόνια μετά τον Ευρυμέδοντα, στο αποκορύφωμα της Αθηναϊκής δόξας και στη δίνη –πλέον– του διμέτωπου αγώνα κατά των Περσών και των Πελοποννησίων, η μοναδική εκείνη μάχη αποκτά νέο νόημα, αναγνωρίζεται ως το σύμβολο της πολεμικής αρετής των Αθηναίων και η Αθήνα ως η πρόμαχος της Ελλάδας.

Τούτο εκφράζουν το περίφημο σιμωνίδειο επίγραμμα: ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΜΑΧΟΥΝΤΕΣ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΜΑΡΑΘΩΝΙ ΧΡΥΣΟΦΟΡΩΝ ΜΗΔΩΝ ΕΣΤΟΡΕΣΑΝ ΔΥΝΑΜΙΝ και δύο μεγάλα έργα του Φειδία: το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου στην Ακρόπολη, καθυστερημένη προσφορά της δεκάτης των λαφύρων της μάχης (όπως αναφέρει ο Παυσανίας «ἀπὸ Μήδων τῶν ἐς Μαραθῶνα ἀποβάντων»), και το επίσης γιγαντιαίο ακρολιθικό άγαλμα της Αρείας Αθηνάς στην πιστή σύμμαχο, την πόλη των Πλαταιών.

Δεν αποκλείεται –όπως έχει υποτεθεί– η ανάμνηση του Μαραθώνα να διατηρείται ακόμα και στο μνημείο, που αποτελεί την κατεξοχήν έκφραση του χρυσού αιώνα της Αθήνας: στον Παρθενώνα, όπου στους ιδανικούς ιππείς της ζωφόρου του μπορούν να αναγνωριστούν οι αφηρωισμένοι νεκροί Μαραθωνομάχοι.

 

Ο Μαραθώνας ως Ιστορία και ως Σύμβολο

Είναι φανερό σε όποιον την προσεγγίσει με κριτική διάθεση ότι η αμφίβια επιχείρηση του Δάτη και του Αρταφέρνη, ούτε ως προς το στόχο, ούτε ως το μέγεθος ή το αποτέλεσμα, μπορεί να συγκριθεί με εκείνη της οποίας ύστερα από δέκα χρόνια θα ηγηθεί ο ίδιος ο βασιλιάς Ξέρξης. Δεν ήταν ο Μαραθώνας που έσωσε την Ελλάδα, αλλά η Σαλαμίνα και οι Πλαταιές. Μάλιστα, Για τους Σπαρτιάτες ήταν ο Μαραθώνας που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μεγάλη επίθεση κατά της Ελλάδας.

Η κλασικιστική παράδοση μπορεί να μεγέθυνε τη σημασία της μάχης για το μέλλον της Ευρώπης –χαρακτηριστική είναι η περίφημη ρήση του J.S. Mill ότι η μάχη εκείνη υπήρξε σημαντικότερη για την Αγγλία από ό,τι η μάχη του Hastings– δεν έλειψαν όμως, ήδη στην αρχαιότητα, οι φωνές εκείνων που «διασύροντες και βασκαίνοντες» προσπαθούσαν να μειώσουν την αίγλη της μάχης και αυτή των Αθηνών.

Ανεξάρτητα από την εκτίμηση της σημασίας της από τους Αθηναίους, τους Σπαρτιάτες ή τους νεωτέρους, εκείνο που ενδιαφέρει είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το πραγματικό μέγεθος της σύγκρουσης δεν θα μπορέσει ποτέ να συγκριθεί με την τεράστια ιδεολογική σημασία της νίκης για την Αθήνα και το μέλλον της, αλλά και το μέλλον του πολιτισμού μας. Με τη νικηφόρα αντιμετώπιση, στο πεδίο της μάχης, της μεγάλης Περσικής Αυτοκρατορίας, η νεοσύστατη δημοκρατία απέδειξε τις αντοχές της και απέκτησε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση πάνω στην οποία θα στηρίξει τη μετέπειτα ηγεμονική πορεία της στην πολιτική και τον πολιτισμό.

Ο Μαραθώνας δεν θα αργήσει έτσι να εξελιχθεί σε σύμβολο της δόξας της Αθήνας, προμάχου της Ελλάδας και της ανωτερότητας του Αθηναίου οπλίτη έναντι του Ασιάτη τοξότη. Ο Πέρσης δεν ήταν πλέον ο αήττητος κυρίαρχος της Ανατολής. Οι επαναστάσεις που θα ταράσσουν έκτοτε την Αυτοκρατορία εδώ έχουν τη ρίζα τους και μπορούμε να πούμε ότι το κεφάλαιο που άνοιξε με το Μαραθώνα θα κλείσει από το Μέγα Αλέξανδρο.

Όσο για την ίδια την Αθήνα η μάχη θα είναι η μεγάλη δοκιμασία που θα επιβεβαιώνει την ανωτερότητα και θα εγγυηθεί το μέλλον της Κλεισθένειας ισονομίας. Είναι η νίκη της Αττικής των δήμων, την οποία επικυρώνει η λατρεία των θεών που ήρθαν αρωγοί στη μάχη: του Αρκάδα Πάνα που παρουσιάστηκε στο Φειδιππίδη –του μεγάλου αυτού συμφιλιωτή άστεως και χώρας–, τα ιερά του οποίου γεμίζουν τώρα τις σπηλιές στα γύρω βουνά, και της θεάς των αγρών Αρτέμιδος Αγροτέρας, η λατρεία της οποίας απλώνεται σε όλη την Αττική, ενώνοντας στενότερα τη χώρα.

Μπορεί η έμφαση που δίνεται στη συνέχεια στην πανελλήνια διάσταση της νίκης να συνδέεται με τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της πόλης απέναντι στους συμμάχους ή (στο εσωτερικό της πόλης) την προβολή της ανωτερότητας της παραδοσιακής οπλιτικής τάξης έναντι του ναυτικού όχλου των θητών. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί το γεγονός ότι η νίκη του Μαραθώνα αποτελεί την έκφραση της ώριμης δύναμης της πόλης που σε ένα άλλο επίπεδο –στη σύγχρονη τραγωδία– μπόρεσε να συλλάβει και να αποδώσει τη βαθύτερη, ποιητική και φιλοσοφική διάσταση της στιγμής.

 

Το Ιδανικό του Μαραθωνομάχου και η Νέα Αντίληψη του Ανθρώπου

Πολλά είναι τα επιγράμματα που γράφτηκαν για το Μαραθώνα και τις επόμενες μάχες των Περσικών πολέμων, από τον ίδιο το Σιμωνίδη και άλλους γνωστούς και άγνωστους ποιητές. Ανάμεσα στους στίχους που αφιέρωσε σε εκείνη τη μέρα ο Αισχύλος, την πιο συγκλονιστική μαρτυρία για τη σημασία που είχε η μάχη για όσους βρέθηκαν και πολέμησαν εκεί, τη δίνει στο ποίημα που ο ποιητής προόριζε για τον τάφο του, συμπυκνώνοντας το νόημα μιας ολόκληρης δημιουργικής ζωής:

«ἀλκὴν δ’ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἂλσος ἂν εἲποι 

καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος».

Για τον Αισχύλο η μάχη εκείνη είχε σημάνει τη χαραυγή μιας νέας εποχής, την αποκάλυψη της βαθιάς αλλαγής στην αντίληψη του ανθρώπου, για την οποία η νίκη κατά των Περσών υπήρξε όχι η προϋπόθεση, αλλά το αποτέλεσμα και η πιο λαμπρή έκφραση. Αυτό που συμβαίνει στις αρχές του 5ου αιώνα στην Ελλάδα εντάσσεται στις βαθύτερες ανατροπές, για τις οποίες σπάνια μιλά η ιστορία, και οι οποίες βρίσκουν έκφραση μόνο στην τέχνη: στην τραγωδία και στην πλαστική.

Το βλέπουμε να λάμπει στα κορμιά και τα πρόσωπα των νέων αθλητών, στη νέα σοβαρότητα, στο νέο ήθος, που –μέσα από τη θεληματικότητα της σωματικής και ηθικής στάσης του σύγχρονου αγάλματος και τη συνειδητοποίηση της τραγικότητας της ανθρώπινης μοίρας στη σύγχρονη τραγωδία– εκφράζει το τέλος της αθωότητας, την απελευθέρωση του πνεύματος από την ασφάλεια της αρχαϊκής θρησκευτικότητας, του σώματος από τη σιγουριά της γήινης βαρύτητας.

Ο Πίνδαρος, που τόσες αθλητικές νίκες ύμνησε, μπορεί να αγνόησε τη νίκη στο Μαραθώνα, αλλά το πνεύμα που την ενέπνευσε αντηχεί σε κάθε λέξη και κάθε στροφή των ύμνων του. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, το λόγο που έκανε τον Αισχύλο να κρατήσει έως το τέλος τη συμμετοχή του σε αυτή τη μάχη ως το μόνο αξιομνημόνευτο γεγονός της ζωής του– όπως και γιατί είναι αυτή που θα διαμορφώσει τον τύπο του Αθηναίου της παλιάς καλής εποχής που ο Αριστοφάνης –σε μια εποχή βαθιάς κρίσης της πολιτείας– θα φέρνει ξανά και ξανά ως μέτρο σύγκρισης για τους συγχρόνους του.

Από τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Μαραθωνομάχος, θα εξιδανικευτεί και, ως αναπόσπαστο πλέον μέρος της κλασικιστικής παράδοσης, θα αποτελέσει στο Ρωμαϊκό και στο νεότερο κόσμο, τον εκπρόσωπο του ιδανικού της ελευθερίας έναντι του δεσποτισμού του μονάρχη, της τάξης έναντι της ύβρης, τέλος της Ευρώπης έναντι της Ασίας, μια εξέλιξη που συνδέεται με την ανάγκη αυτών των εποχών για ιδανικά και σύμβολα.

Κατά ένα περίεργο τρόπο, Μαραθώνας χρωστά σήμερα την παγκόσμια δόξα του ονόματός του στην ένταξή του στους αναγεννημένους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε ανάμνηση του αγγελιαφόρου της νίκης που άφησε την τελευταία του πνοή μαζί με τη νικηφόρα κραυγή «νενικήκαμεν» μπροστά στο Πρυτανείο, μια ιστορία, που –αδιάφορο αν είναι αληθινή ή φανταστική– μεταφέρει στους αιώνες ένα σπουδαίο μήνυμα για την ικανότητα του ανθρώπου να ξεπερνά, δικαιώνοντας με αυτό και μόνο τον τρόπο την ύπαρξή του, τους περιορισμούς των υλικών εμποδίων και τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων και αντοχών.

 

Τα 5 Ανεξήγητα Φαινόμενα της Μάχης του Μαραθώνα

Ανεξήγητο Πρώτον  Η Μάχη του Μαραθώνα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο είχε γίνει πάνω σε μια πεδιάδα .Δεν έχει σχέση με καμία άλλη μάχη στην Ελλάδα όπως π.χ. με τη Μάχη των Θερμοπυλών η οποία ήταν σε στενό. Στο Μαραθώνα η πεδιάδα επέτρεπε την ανάπτυξη όλου του Περσικού στρατεύματος όπως και έγινε. Δηλαδή οι Έλληνες επέλεξαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες κατά μέτωπο και με όλο το εύρος της δύναμής τους πράγμα που θα ήταν ένα σοβαρό μειονέκτημα γι αυτούς. Γιατί όμως επέλεξαν αυτόν τον τρόπο δείχνοντας στον αντίπαλο ότι περιφρονούν τη δύναμή του και πως ήταν σίγουροι για τη νίκη τους;

Ανεξήγητο Δεύτερον  Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα στο πεδίο της Μάχης οι Πέρσες αναπτύχθηκαν σε βάθος 30 αντρών στο κέντρο της παράταξής τους (εδώ προσοχή δεν υπολογίζεται ότι τα άκρα των Περσών ήταν αδύναμα με λιγότερο βάθος το εκλαμβάνουμε ως ισόποσο). Αυτό έδινε μια ανάπτυξη στρατεύματος των 100.000 χιλιάδων αντρών που ήταν εκεί γύρο στα 3.300 μέτρα. Από την άλλη μεριά οι Έλληνες ήταν μόνο 11.000 και για να μπορέσουν να αντιπαρατάξουν ένα ίσο μέτωπο απέναντι στους Πέρσες έπρεπε το βάθος τους να είναι βάθος 3 ανδρών και κάτι (χωρίς να υπολογίσουμε ότι είχαν ενισχύσει τα άκρα τους πράγμα που θα έδινε μικρότερο μήκος).

Από την Ιστορία γνωρίζουμε ότι το μέτωπο των Ελλήνων ήταν 1600 μέτρα δηλ. 6 άνδρες περίπου βάθους σε ισόποση παράταξη. Έτσι από τα παραπάνω προκύπτει ότι περίσσευαν 850 μέτρα από τη μία μεριά και 850 μέτρα από την άλλη μεριά Περσικού μετώπου το οποίου θα στεκότανε και δεν θα έκανε τίποτα. Το ερώτημα είναι ότι εάν τα πράγματα γίνανε έτσι γιατί αυτός ο στρατός των 850 μ από τη μια μεριά και των 850μ από την άλλη δεν κινήθηκε κυκλωτικά για να παγιδεύσει τους Έλληνες σαν θανάσιμη τανάλια;

Ανεξήγητο Τρίτον  Στα έργα του Ηροδότου και του Παυσανία έχουμε μια παρουσία ενός ανδρός αγνώστου προς τους Έλληνες ο οποίος εμφανίστηκε απροειδοποίητα. Ήταν πιο ψηλός από τα άτομα εκείνης της εποχής φορούσε μια περίεργη στολή η οποία έμοιαζε με αγρότη και όχι με πολεμιστή και κρατούσε ένα όπλο το οποίο έμοιαζε με λαβή αρότρου (αρχ.εχέτλη) το οποίο το έστρεφε προς τους Πέρσες και τους αποδεκάτιζε. Αργότερα οι Έλληνες ζητώντας πληροφορίες για το άτομο αυτό από το Μαντείο των Δελφών οι ιερείς τον κατονόμασαν ως Εχετλαίο.

“…Συνέβη δε ως λέγουσιν, άνδρα εν τη μάχη παρείναι το είδος και την σκευήν άγροικον. Ούτος των βαρβάρων πολλούς καταφονεύσας αρότρω, μετά το έργον ην αφανής. Ερομενοις δε Αθηναίοις άλλο μεν ο θεός ες αυτόν έχρησεν ουδέν, τιμάν δε Εχετλαίον εκέλευσεν ήρωα.”.

Ο άνδρας αυτός προωθούνταν στο πεδίο της Μάχης και κατακρεουργούσε τους Πέρσες με το όπλο του με απίστευτη ταχύτητα. Επίσης ο Ηρόδοτος μας αναφέρει ότι ένας Αθηναίος στρατιώτης, ο Επίζηλος, γιός του Κουφαγόρα, ενώ πολεμούσε γενναία στήθος με στήθος ξαφνικά έχασε την όραση του και στα δύο του μάτια, παρόλο που δεν τον είχε ακουμπήσει τίποτα, ούτε δόρυ ούτε ξίφος ούτε βέλος τόξου. Συνεχίζοντας ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Επίζηλος διηγείται ότι είδε έναν μεγαλόσωμο οπλίτη που η γενειάδα του κάλυπτε ολόκληρη την ασπίδα του, και ότι αυτό το φάντασμα κρατούσε στα χέρια του ένα πολύ φωτεινό όπλο.

Πέρασε ακριβώς δίπλα του, σκοτώνοντας Πέρσες αντιπάλους και αυτή η σκηνή ήταν η τελευταία που είδε ο Επίζηλος γιατί από κάποια υπερβολική λάμψη, τυφλώθηκε. Αυτό δείχνει ότι το όπλο που κρατούσε ο Εχετλαίος προκαλούσε θανάσιμα χτυπήματα από μακριά χωρίς να αγγίζει τους ανθρώπους ,ενώ όλα τα όπλα της εποχής έπρεπε αν μη τι άλλο να σ αγγίξουν. Ποιος ήταν αυτός ο άνδρας από πού ερχόταν και τι είδους καταστροφικό για τους αντιπάλους του όπλο κρατούσε;

Ανεξήγητο Τέταρτον  Καθ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας της Μάχης μέχρι να φτάσει η μέρα της σύγκρουσης οι Έλληνες μετακινούνταν τις βραδινές ώρες, έτσι ώστε να μην γίνουν ορατές οι κινήσεις τους, προς το μέτωπο των Περσών και μέχρι την ημέρα της Μάχης ο Ηρόδοτος μας αναφέρει ότι φτάσανε 8 στάδια από το στρατόπεδο των Περσών δηλ όπως είδαμε και παραπάνω περίπου 1480μ. Ο λόγος που το κάνανε αυτό ήταν ότι οι Έλληνες γνώριζαν ότι οι Πέρσες είχαν πάγια τακτική πριν την τελική σύγκρουση και όταν ο αντίπαλος πλησίαζε προς την μεριά τους να ρίχνουν μια ομοβροντία 2-3 επαναλήψεων βελών από τους τοξότες τους.

Έτσι οι Έλληνες με αυτές τις βραδινές κινήσεις προσέγγισης προσπαθούσαν να μειώσουν την απόσταση από τους Πέρσες άρα και τις απώλειές τους. Το ερώτημα που γεννάται είναι πως οι Έλληνες κατάφεραν να προσεγγίσουν τους Πέρσες στο πεδίο της Μάχης χωρίς να έχουν σοβαρές απώλειες από τις ομοβροντίες βελών καθώς σε όλη την διάρκεια της μάχης σκοτώθηκαν μόνο 192 Έλληνες; Είναι ότι οι Πέρσες δεν ήξεραν σημάδι ; δεν μπορούσαν να τους πετύχουν για άλλους λόγους ή ότι δεν πρόλαβαν να το κάνουν;

Ανεξήγητο Πέμπτον  Η Μάχη του Μαραθώνα άρχισε στις 5.30 περίπου το πρωί και οι Πέρσες στρατηγοί διέταξαν οπισθοχώρηση στις 8 το πρωί δηλ μόλις 2,5 ώρες μετά την έναρξη της μάχης. Το παράξενο είναι πως όλα όσα γίνανε , γίνανε μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα.6.400 Πέρσες αποδεκατίστηκαν από ένα Ελληνικό στρατό που αριθμούσε το 1/10 της δικιάς τους δύναμης με φοβερή ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Πως είναι άραγε δυνατόν να συνέβη κάτι τέτοιο σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα;

Ανεξήγητα φαινόμενα στη Μάχη του Μαραθώνα πολλά αλλά όλα αυτά τα παραπάνω ερωτήματα δεν θα απαντηθούν ποτέ με 100% σιγουριά. Ένα μόνο είναι σίγουρο, ότι στη Μάχη του Μαραθώνα πήραν μέρος Έλληνες … και για τους Έλληνες ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ!

 

Η Μάχη του Μαραθώνα στη μνήμη του Σύγχρονου Ιράν

Η μάχη του Μαραθώνα με τη νικηφόρα έκβασή της για τους Αθηναίους σηματοδότησε την πρώτη νίκη των Ελλήνων σε βάρος των Αχαιμενιδών του αρχαίου Ιράν (Περσία) και προπομπό των νικών στη Σαλαμίνα και τις Πλαταιές μια δεκαετία αργότερα (480-479 π.Χ.).

Λόγω της καταλυτικής επιρροής του αρχαίου ελληνικού κόσμου και πολιτισμού στη διαμόρφωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τη διαμόρφωση της Ελληνορωμαϊκής παιδείας και πολιτισμού της ύστερης αρχαιότητας, διαμορφώθηκε μια συγκεκριμένη λογοτεχνική παράδοση για τη μάχη του Μαραθώνα στο πλαίσιο της σύγκρουσης Ανατολής (Ιρανοί ή Πέρσες) και Δύσης (Ελλάδα). Παράλληλα, το Ελληνορωμαϊκό πρότυπο παιδείας και πολιτισμού διασώθηκε στο χρόνο και διαδόθηκε μέχρι και τη σημερινή εποχή, αποτελώντας τη βάση για τη διαμόρφωση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.

Ενώ στο διάστημα των 2.500 χρόνων από τη μάχη του Μαραθώνα επικράτησε στη Δύση η Ελληνορωμαϊκή προσέγγιση του ιστορικού αυτού γεγονότος, στο Ιράν διαμορφώθηκε μια εντελώς διαφορετική παράδοση, αντίκτυπος της οποίας παραμένει η στάση των σύγχρονων Ιρανών σε σχέση με το εν λόγω θέμα. Οι γραπτές Περσικές πηγές της αρχαίας περιόδου έως και τον 7ο αιώνα μ.Χ. δεν έχουν διασωθεί λόγω συστηματικών καταστροφών που υπέστησαν τα βασιλικά αρχεία των Αχαιμενιδών και των Σασανιδών κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και τον 7ο αιώνα μ.Χ. αντίστοιχα.

Συνεπώς, δεν έχει διατηρηθεί η γραπτή μαρτυρία του αρχαίου Ιράν για το ζήτημα της μάχης του Μαραθώνα. Εικάζεται ότι ο αντίκτυπος της ήττας των Αχαιμενιδών στο Μαραθώνα ήταν ισχυρός στο εσωτερικού του βασιλείου τους, καθώς ήταν μία από τις ελάχιστες ήττες που είχαν υποστεί μέχρι εκείνη την στιγμή στην ιστορία τους εν γένει. Ωστόσο, ο Μαραθώνας για τους Αχαιμενίδες ήταν μία από τις πολλές μάχες που διεξήγαγαν μακριά από το πολιτικό τους λίκνο.

Για τους Αθηναίους που αγωνίζονταν για την επιβίωσή τους, αλλά και για τη μορφοποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η νίκη ήταν ανεκτίμητης σημασίας με αντίκτυπο πολύ σημαντικότερο στο εσωτερικό της Αθήνας από ό,τι ο αντίκτυπος της ήττας των Αχαιμενιδών εντός του βασιλείου τους. Στην Περσική λογοτεχνία από τον 8 αιώνα μ.Χ. μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα δεν έχει διασωθεί καμία αναφορά για τη μάχη του Μαραθώνα, στοιχείο που συνηγορεί στην υπόθεση ότι ο μέσος Ιρανός αλλά και η Ιρανική πολιτική και πνευματική ελίτ σε αυτή την περίοδο δεν είχαν διασώσει στη μνήμη τους το Μαραθώνα.

Η ιστορική γνώση του Μαραθώνα εισήχθη στην πνευματική παραγωγή του Ιράν κατά τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα από την Ευρώπη μαζί με τη διαδικασία εθνογένεσης, που επίσημα και συστηματικά υιοθετήθηκε στο Ιράν από το 1925 και εντεύθεν επί δυναστείας Παχλεβί (1925-1979). Σε αυτή την περίοδο διαμορφώθηκε ακαδημαϊκά η έννοια της Εθνικής Συνέχειας του Ιρανικού έθνους στο χρόνο και η σύνδεση του σύγχρονου Ιράν με το αρχαίο παρελθόν του, δηλαδή τους Αχαιμενίδες (556-330 π.Χ.), Πάρθους (250 π.Χ. – 224 μ.Χ.) και τους Σασσανίδες (224-651 μ.Χ.).

Στο πλαίσιο της συστηματικής διαμόρφωσης της εθνικής ιδεολογίας κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 η ακαδημαϊκή ελίτ του Ιράν βασίστηκε στην Ελληνορωμαϊκή ιστοριογραφική παράδοση, λόγω της απουσίας αρχαίων Περσικών γραπτών πηγών σε πινακίδες, παπύρους και περγαμηνές, εκτός από μερικές επιγραφές σε σφηνοειδή γραφή. Ήταν ακριβώς σε αυτή την περίοδο που η μάχη του Μαραθώνα κατέστη γνωστή στον σύγχρονο Ιρανό. Με δεδομένη την συγκυρία της Ιρανικής εθνογένεσης η εν λόγω μάχη απέκτησε ιδιαίτερη σημασία με αποφατικό περιεχόμενο για τον Ιρανικό εθνισμό.

Στα εγχειρίδια των διαφόρων βαθμίδων του εκπαιδευτικού συστήματος του Ιράν η σημασία της ήττας των Αχαιμενιδών παρουσιάστηκε και παρουσιάζεται αποχρωματισμένη, καταλαμβάνοντας ελάχιστο χώρο στο πλαίσιο της Αχαιμενιδικής περιόδου. Παρουσιάζεται ως ένα ατυχές αποτέλεσμα χωρίς ιδιαίτερη σημασία για την υπερδύναμη και την πλέον εκτεταμένη κρατική δύναμη της αρχαιότητας. Αντίθετα, σημασία στα ανωτέρω εγχειρίδια δίδεται στην ίδρυση της Αχαιμενιδικής δυναστείας από τον Κύρο Β΄ το Μέγα (546-530 π.Χ.) καθώς και την επέκταση του Αχαιμενιδικού βασιλείου επί Δαρείου Α΄ (522-486 π.Χ.).

Ακόμη και σήμερα, και παρά το ότι η ιδεολογία της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν είναι αντίθετη με την έννοια του εθνισμού, το εθνικό στοιχείο στην εκπαιδευτική διαδικασία παραμένει ισχυρό και ομοίως η μάχη του Μαραθώνα συνεχίζει να διατηρεί στο μυαλό του μέσου Ιρανού σήμερα την εικόνα εκείνου του ιστορικού γεγονότος που ανέκοψε την επέκταση των Αχαιμενιδών προς τη Δύση, αλλά δεν είχε κάποια ιδιαίτερη επίπτωση για τους Αχαιμενίδες, την υπερδύναμη του αρχαίου κόσμου.

Και για τις δύο πλευρές όμως ο Μαραθώνας ήταν το πεδίο όπου διαδραματίστηκε μία από τις σημαντικές μάχες που χαρακτήριζαν και χαρακτηρίζουν τον πολιτικό ανταγωνισμό Ανατολής και Δύσης. Πολιτιστικά ωστόσο η μάχη αυτή και για τους Έλληνες και τους Ιρανούς αποτελεί σημείο συνάντησης, αμοιβαίας ανταλλαγής και συνύπαρξης.

 

Ο Μαραθώνιος και η Μάχη του Μαραθώνα

«Δε με αφήνει να κοιμηθώ το τρόπαιο του Μιλτιάδη» («ουκ εά με καθεύδειν το Μιλτιάδου τρόπαιον»), συνήθιζε να λέει ο Θεμιστοκλής, εννοώντας ότι ζήλευε τη δόξα του Μιλτιάδη που έτρεψε σε φυγή τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα. Με τη νίκη του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, «μπόρεσε να κοιμηθεί». Εκείνο όμως που ούτε ο Θεμιστοκλής ούτε ο Μιλτιάδης φαντάζονταν, είναι ότι τη δόξα τους έκλεψε ένας ανώνυμος οπλίτης. Μετά τη μάχη, ξεκίνησε φορτωμένος τα όπλα του κι έκανε τη διαδρομή Μαραθώνας – Αθήνα, τρέχοντας.

Όταν έφτασε στο άστυ, αναφώνησε «Νενικήκαμεν» («νικήσαμε») κι έπεσε νεκρός. Ήταν ο πρώτος Μαραθωνοδρόμος. Ο Ηρόδοτος δεν κάνει τον κόπο να τον αναφέρει, καθώς στα χρόνια του η αποστολή αγγελιαφόρου μετά την όποια μάχη ήταν θέμα ρουτίνας. Ο πατέρας της Ιστορίας αναφέρει μόνο τον ημεροδρόμο Φειδιππίδη που διέτρεξε σε τρεις μέρες την απόσταση Αθήνα – Σπάρτη για να μεταφέρει το μήνυμα των Αθηναίων ότι περσικός στόλος είχε φανεί στα μέρη τους και να ζητήσει από τους Σπαρτιάτες να συνδράμουν τους Αθηναίους.

Πρώτος, ο φιλόσοφος Ηρακλείδης ο Ποντικός («από τον Πόντο», 388 – περίπου 310 π.Χ.), πάνω από 150 χρόνια μετά τη μάχη, έγραψε με επιφύλαξη ότι το όνομα του οπλίτη ήταν Θέρσιππος (από τον δήμο των Ερωέων). Άλλοι, σύγχρονοί του, πίστευαν ότι ο οπλίτης ονομαζόταν Ευκλής. Επτακόσια χρόνια μετά τη μάχη, τον Β’ αιώνα μ.Χ., ο Λουκιανός ανέφερε ότι το όνομα του οπλίτη ήταν Φιλιππίδης. Όμως, ο περιηγητής Παυσανίας (επίσης τον Β’ αιώνα) ως Φιλιππίδη αναφέρει τον ημεροδρόμο που ο Ηρόδοτος αποκαλεί Φειδιππίδη.

Όπως και να έχει το ζήτημα, στους κατοπινούς αιώνες, η προφορική παράδοση αλλοίωσε τα γεγονότα. Η μάχη του Μαραθώνα ξεχάστηκε. Αυτή που έμεινε, ήταν η διαδρομή του ανώνυμου οπλίτη. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μιλούσαν για μια παλιά «νίκη των Ελλήνων σε μάχη με τους Τούρκους»: Νίκησαν οι Έλληνες και δυο άνδρες, ένας ιππέας κι ένας πεζός, ανέλαβαν να φέρουν στην Αθήνα το άγγελμα της νίκης. Ο ιππέας κάπου χάθηκε. Ο πεζός πέρασε τρέχοντας από μια περιοχή, όπου του φώναζαν «σταμάτα, σταμάτα», για να τους πει το αποτέλεσμα της μάχης.

Την περιοχή την είπαν Σταμάτα. Ο δρομέας συνέχισε να τρέχει αλλά κάποια στιγμή κόντεψε να του βγει η ψυχή. Την περιοχή όπου αυτό συνέβη, την είπαν Ψυχικό. Από στόμα σε στόμα, γενιά με γενιά, το περιστατικό πήρε διαστάσεις θρύλου. Με την ανασυγκρότηση του Ελληνικού κράτους, μετά την επανάσταση του 1821, οι αθλητικοί αγώνες άρχισαν να ανακτούν την παλιά τους αίγλη. Στα 1837, η γυμναστική μπήκε μάθημα στα σχολεία. Την ίδια χρονιά, έγινε προσπάθεια να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες:

Στον Πύργο της Ηλείας, πλάι στην Αρχαία Ολυμπία, 25η Μαρτίου κάθε τέσσερα χρόνια. Στα 1865, ένας νόμος μεριμνούσε για την «οριστική συγκρότησιν της των Ολυμπίων Επιτροπής». Στα 1868, ο Ιωάννης Φωκιανός ανέλαβε να οργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1870, που σημείωσαν τεράστια επιτυχία. Ήταν ο ίδιος που θα αναλάμβανε και τη διοργάνωση του 1896, την πρώτη σύγχρονη διεθνή Ολυμπιάδα. Ήδη, από το 1829, μέσα στη μέθη της ανάστασης του Ελληνικού κράτους, κάποιοι Γάλλοι ξεκίνησαν ανασκαφές στην Ολυμπία. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Λούβρο.

Νέες συστηματικές ανασκαφές, Γερμανών, έγιναν ανάμεσα στα χρόνια 1875 και 1881. Ο αρχαίος χώρος αποκαλύφθηκε σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και μαζί καλλιτεχνήματα σπάνιας τέχνης: Ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Νίκη του Παιωνίου, τα αετώματα του ναού κ.λπ. Ο εθνικός ευεργέτης, Ανδρέας Συγγρός, έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη και δημιουργήθηκε το μουσείο της Ολυμπίας που τα φιλοξένησε. Και ο επίσης εθνικός ευεργέτης, Γεώργιος Αβέρωφ, έστειλε ένα τηλεγράφημα στο παλάτι: «Αβέρωφ δωρίζει στάδιον». Και εννοούσε την αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου.

Μεσολάβησαν οι ανασκαφές του Γερμανού ερασιτέχνη Ερρίκου Σλίμαν που αποκάλυψαν την Τροία στη Μ. Ασία (1870 – 1873) και τους βασιλικούς τάφους στις Μυκήνες (1874 – 1876). Μπροστά στην έκπληκτη Ευρώπη, η αρχαία Ελλάδα του μύθου ξαναγεννιόταν κι έπαιρνε σάρκα και οστά. Οι θρύλοι αποδεικνύονταν γεγονότα αληθινά. Τον ίδιο καιρό, στη νικημένη από τους Γερμανούς (πόλεμος 1870 – 1871) Γαλλία, δυο φίλοι, ο γεννημένος το 1832 Μισέλ Αλφρέντ Ζυλ Μπρελ και ο κατά τριάντα χρόνια νεότερός του, βαρόνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν (γεννήθηκε το 1863), μοχθούσαν για μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στη χώρα τους.

Ο Κουμπερτέν την έβλεπε μέσα από την ανάπτυξη του αθλητισμού. Ο Μπρελ μέσα από την αναβίωση της κλασικής φιλολογίας, της οποίας ήταν εραστής. Στα 1892, ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν πρότεινε να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί αγώνες ως διεθνής διοργάνωση. Τους ήθελε να διεξάγονται μόνιμα στη Γαλλία για να μετατραπούν σε πόλο έλξης για τη νεολαία. Για τον σκοπό αυτό, οργανώθηκε στο Παρίσι (1894) διεθνές συνέδριο. Όμως, οι συμπατριώτες του δεν έδειξαν ενδιαφέρον. Κρυφή ελπίδα των Ελλήνων που μετείχαν στη σύνοδο, ήταν να οριστεί η Ελλάδα τόπος μόνιμης τέλεσης των αγώνων.

Τελικά, η απόφαση του συνεδρίου ήταν οι αγώνες να γίνονται σε διαφορετική πόλη και χώρα, κάθε τέσσερα χρόνια, με την Ελλάδα να αναλαμβάνει τιμητικά την οργάνωση της πρώτης σύγχρονης Ολυμπιάδας. Ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο συνέδριο, λογοτέχνης Δημήτριος Βικέλας (1835 – 1908), την αποδέχτηκε. Και στο Καλλιμάρμαρο μια θέση ορίστηκε για τον εμπνευστή της αναβίωσης, Κουμπερτέν, το όνομα του οποίου σκαλίστηκε στο μάρμαρο. Ημέρα έναρξης, η 25η Μαρτίου 1896, ανήμερα του Πάσχα (5 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο).

Αρχαιολάτρης, ο Μισέλ Μπρελ πρότεινε στον Κουμπερτέν να προστεθεί ένα νέο αγώνισμα που θα τόνιζε την ανθρώπινη προσπάθεια και θα συνέδεε την διοργανώτρια πόλη με το ένδοξο αρχαίο της παρελθόν: Τον δρόμο αντοχής από τον Μαραθώνα ως το Καλλιμάρμαρο, σε ανάμνηση της θρυλικής διαδρομής του ανώνυμου οπλίτη, που ανάγγειλε τη νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα. Θα ήταν η κορύφωση του συνθήματος «citius, altius, fortius» («πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά») που έγινε το σήμα των αγώνων. Και υποσχέθηκε ότι ο ίδιος θα αθλοθετούσε βαρύτιμο ασημένιο κύπελλο για τον νικητή. Η πρόταση έγινε δεκτή.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ 

Μιλτιάδης ο Νεότερος 554 π.Χ. – 489 π.Χ.

Γεννημένος περί το 550 π.X. στην Αθήνα, ο Μιλτιάδης ο νεότερος (όπως έμεινε στην ιστορία αφού ήταν ανιψιός του Μιλτιάδη του πρεσβύτερου) αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση μεταξύ των σύγχρονών του και τον πρώτο ίσως από εκείνους τους Αθηναίους που κατανόησαν το δυναμικό της πόλης τους και χρησιμοποίησαν το δήμο – ή και χρησιμοποιήθηκαν από αυτόν – για επεκτατικούς σκοπούς. Oι άνδρες αυτοί θα έδιναν το μέτρο της ισχύος της Αθήνας, είτε δρώντας στα πλαίσια του δήμου είτε αυτοβούλως και με ίδια μέσα.

O Μιλτιάδης είχε πλουσιότατη δράση σε όλα τα πεδία. Γόνος πλούσιας και πολιτικά ισχυρής οικογένειας των Αθηνών, το 516 π.X. σφετερίζεται την εξουσία στις Ελληνικές πόλεις της Χερσονήσου της Θράκης και εγκαθίσταται ως τύραννος, πιθανότατα με την ανοχή (αν όχι τη βοήθεια) των Περσών. Αυτό γίνεται φανερό από το ότι ο Μιλτιάδης το 513 συνεξεστράτευσε με τους Πέρσες κατά των Σκυθών στην “άτυχη” εκστρατεία του Δαρείου, ωστόσο ήδη κατά την επιστροφή από τη Σκυθία, διέκοψε τις σχέσεις του με τον Μεγάλο Βασιλέα, αφού διαφάνηκε ότι απεργαζόταν τρόπους να μεγιστοποιήσει την καταστροφή των Περσών.

Καθώς είχε τεθεί επικεφαλής των στρατευμάτων που φυλούσαν τις γέφυρες που χρησιμοποίησε το στράτευμα του Δαρείου, μόλις τα νέα για την αποτυχία του επικυρίαρχού του έφθασαν στα αυτιά του, παρότρυνε τους συστρατηγούς του να καταστρέψουν τις γέφυρες και να αφήσουν το Δαρείο να υποκύψει στην πείνα και στις επιδρομές των Σκυθών. Aν και οι υπόλοιποι διοικητές δεν τόλμησαν να προχωρήσουν σε μία τέτοια κίνηση, ο Δαρείος αργότερα ενημερώθηκε για τις συμβουλές του “υπηκόου” του και από τότε διατηρούσε ένα άσβεστο μίσος γι’ αυτόν.

Πάντως, ο Μιλτιάδης συνέχιζε να ασκεί την εξουσία στη Χερσόνησο, μέχρι την Ιωνική επανάσταση, στην οποία μετείχε, με αποτέλεσμα να κάνει ακόμη δυσκολότερη τη συνύπαρξή του με τον Δαρείο. Μετά την καταστολή της επανάστασης, ο Μιλτιάδης, που στο μεταξύ είχε προλάβει να καταλάβει τη Λήμνο, στην οποία κατοικούσαν Πελασγοί, και να την αποδώσει στους Αθηναίους, αναγκάστηκε να βάλει σε μερικές τριήρεις κάποιους από τους κατοίκους της Χερσονήσου και τους πιστότερους συνεργάτες του και να μεταβεί στην Αθήνα, για να αποφύγει την εκδίκηση των Περσών.

Φτάνοντας στη γενέτειρά του, κατηγορήθηκε ως τύραννος – που όντως, ήταν – αλλά με την πανουργία του κατάφερε να αντιστρέψει την κατάσταση και όχι μόνο απηλλάγη των κατηγοριών, αλλά εξελέγη ως ένας από τους 10 στρατηγούς της χρονιάς εκείνης. Ήταν το 490 π.X. και λίγο καιρό μετά την εκλογή του Μιλτιάδη, οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στο Μαραθώνα. H νίκη στη φερώνυμη μάχη, που ήταν εν πολλοίς έργο του ιδιοφυούς Μιλτιάδη, τον έφερε στο ανώτερο σημείο της δύναμής του.

Κατόρθωσε να πείσει την επόμενη χρονιά τους Αθηναίους (που δειλά-δειλά ξεκινούσαν μία επεκτατική πολιτική που θα κορυφωνόταν στα μέσα του 5ου αιώνα μετά και τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν στην απόκρουση της εισβολής του Ξέρξη) να του διαθέσουν το σύνολο του στόλου της Aθήνας και δυνάμεις πεζικού για μία εκστρατεία ενάντια σε νησιά που υποστήριξαν τους Πέρσες.

Αντικειμενικός σκοπός του πανούργου Μιλτιάδη ήταν να προσθέσει τα νησιά αυτά στην Αθηναϊκή σφαίρα επιρροής και να τα καταστήσει μία προχωρημένη εστία αντίστασης σε τυχόν μελλοντική Περσική εισβολή που θα ακολουθούσε το ίδιο δρομολόγιο με τη δύναμη των Δάτι και Αρταφέρνη. Ωστόσο, μάλλον υπερεκτίμησε τις δυνατότητές του και τη δύναμη της Αθήνας να επιβάλλει τη θέλησή της με τα όπλα, καθώς η πρώτη επίθεσή του κατά της Πάρου απέτυχε παταγωδώς και μάλιστα ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στο μηρό.

Mε την επιστροφή του στην Αθήνα, οι πολυάριθμοι, πλέον, αντίπαλοί του κατόρθωσαν να πετύχουν την καταδίκη του σε θάνατο, η οποία τελικώς μετατράπηκε σε πρόστιμο 50 ταλάντων. Δεν επρόκειτο να ζήσει όμως αρκετά για να πληρώσει το πρόστιμο, αφού λίγες μέρες μετά άφησε την τελευταία του πνοή, συνεπεία γάγγραινας που προκάλεσε το τραύμα του.

O γιος που απέκτησε με την Ηγεσιπύλη, την κόρη του Θράκα Βασιλέα Ολόρου, ο Κίμωνας, όχι μόνο ανέλαβε να πληρώσει το πρόστιμο του πατέρα του, αλλά εν συνεχεία εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που έδρασαν την εποχή της εδραίωσης της Αθηναϊκής ισχύος, τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά τους Περσικούς Πολέμους. Η θριαμβευτική νίκη των Ελλήνων στον Μαραθώνα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον στρατηγό Μιλτιάδη. Ο Μιλτιάδης είχε βαριά κληρονομιά.

Ο πατέρας του, ο Κίμων, υπήρξε τρις Ολυμπιονίκης στο άρμα, ενώ ο θείος του, του οποίου το όνομα έφερε, ήταν ο ιδρυτής ενός ημιανεξάρτητου κρατιδίου, υπό Αθηναϊκή κηδεμονία, στη Θρακική Χερσόνησο (σημερινή Διώρυγα της Καλλίπολης). Ο «θείος» Μιλτιάδης δεν απέκτησε ποτέ παιδιά και κληροδότησε τη γη του στον ανιψιό του. Περί το 526 μ.Χ. ο Μιλτιάδης αναχώρησε για τη Χερσόνησο, όπου ενδυνάμωσε την κυριαρχία του, φυλάκισε τους εχθρούς του και θωρακίστηκε με μια προσωπική φρουρά 500 ανδρών με τον ίδιο τρόπο που θωρακίζεται ένας τύραννος.

Την ίδια εποχή παντρεύτηκε την Ηγησιπύλη, τη θυγατέρα ενός ηγεμόνα της Θράκης. Λίγο αργότερα όμως υποτάχθηκε στον Δαρείο, ο οποίος άπλωνε με γρήγορους ρυθμούς την κυριαρχία του στην Ευρώπη. Ο Μιλτιάδης τότε έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Δαρείου (513 μ.Χ.) εναντίον των Σκυθών. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, διέταξε την καταστροφή της γέφυρας του Δούναβη προκειμένου να εμποδίσει τη φυγή του Δαρείου, δείχνοντας έτσι ήδη τα «αντιπερσικά» αισθήματά του.

Πρόκειται για μια ιστορία όμως που δεν είναι καθόλου βέβαιη διότι ο Μιλτιάδης δεν κυνηγήθηκε ποτέ από τους Πέρσες. Είναι όμως γεγονός ότι, όταν ξέσπασε η επανάσταση των ιωνικών πόλεων κατά των Περσών, το 499 μ.Χ., ο Μιλτιάδης αποφάσισε να συμμαχήσει με τους στασιαστές και να συνάψει φιλικές σχέσεις με την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Πιθανότατα κατά τη διάρκεια της επανάστασης ο Μιλτιάδης κατέλαβε τις νήσους Λήμνο και Ίμβρο, τις οποίες τελικά παρέδωσε στους Αθηναίους.

Η Ιωνική Επανάσταση κατεπνίγη το 494 μ.Χ. και έναν χρόνο μετά, όταν ο στόλος του Δαρείου ξεπρόβαλε στη Χερσόνησο, ο Μιλτιάδης φόρτωσε πέντε πλοία με την περιουσία του και κατέφθασε στην Αθήνα. Ένα από τα πλοία, με πλοίαρχο τον μεγαλύτερο γιο του Μιλτιάδη, τον Μετίοχο, αιχμαλωτίστηκε. Ο Μετίοχος μεταφέρθηκε στην Περσία, ως αιχμάλωτος πολέμου, αλλά ο Δαρείος τού φέρθηκε έντιμα και με σεβασμό δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την εκτίμησή του για τον Μιλτιάδη.

Η προέλευση του Μιλτιάδη ήταν ενδεικτική για το ότι η παρουσία του θα προκαλούσε αναταραχές στην Αθήνα. Η γυναίκα του Μιλτιάδη ήταν ξένη και όχι Ελληνίδα (η οποία του απέφερε και δεύτερο γιο, τον Κίμωνα, το 510 μ.Χ.). Το παρελθόν του και ο τίτλος του τυράννου σκίαζαν το πρόσωπό του, ακόμη και όταν θριαμβευτικά οδήγησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών.

Ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε ο Μιλτιάδης ως ένας από τους δέκα στρατηγούς των δυνάμεων των Αθηναίων ανάμεσα σε 493 υποψηφίους ήταν ασφαλώς το ότι γνώριζε τον Δαρείο και τις κινήσεις των Περσών έχοντας στο παρελθόν πολεμήσει στο πλευρό τους. Ο Μιλτιάδης, μάλιστα, σε αντίθεση με τον Θεμιστοκλή δέκα χρόνια αργότερα στη Σαλαμίνα, επιθυμούσε συνεργασία με τη Σπάρτη, αντίληψη η οποία υποστηριζόταν από Αθηναίους γαιοκτήμονες καθώς και την αγροτική «μεσαία» τάξη.

Μετά τον θρίαμβο στη Μάχη του Μαραθώνα ο Μιλτιάδης θεωρήθηκε ήρωας της Αθήνας. Προκειμένου να εδραιώσει τη νίκη του, την άνοιξη του 489 μ.Χ., με έναν στόλο 70 πλοίων, αποφάσισε να χτυπήσει τον στόλο των Περσών στο Αιγαίο και να τιμωρήσει τη Νάξο που τους είχε προσφέρει βοήθεια. Η νίκη ήρθε εύκολα και η Νάξος καταστράφηκε. Ο επόμενος στόχος, όμως, η Πάρος, πρόβαλε μεγάλη αντίσταση. Η πολιορκία διήρκεσε 26 ημέρες, χωρίς οι Αθηναίοι να μπορέσουν να πατήσουν το πόδι τους στο νησί.

Ο Μιλτιάδης τραυματίστηκε στον μηρό από ένα βέλος και αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στην Αθήνα άπραγος. Η ήττα του στην Πάρο κακοφάνηκε στους Αθηναίους, οι οποίοι έδειξαν να λησμονούν τη μεγάλη προσφορά του Μιλτιάδη στον Μαραθώνα. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι, οι Αλκμεωνίδες, βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία να ζητήσουν τη δίκη του Μιλτιάδη για την αποτυχία του στην Πάρο, δίκη που απαίτησε ο Ξάνθιππος, πατέρας του Περικλή, ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου.

Λίγες ημέρες αργότερα ο ήρωας του Μαραθώνα, με πρησμένο πόδι από το τραύμα το οποίο είχε μολυνθεί, οδηγήθηκε στο δικαστήριο. Οι Αθηναίοι τον εγκατέλειψαν στην τύχη του. Με μοναδικό υπερασπιστή τον αδελφό του Στησαγόρα ο Μιλτιάδης κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε να πληρώσει 50 τάλαντα. Ο Μιλτιάδης όμως πέθανε σχεδόν αμέσως στη φυλακή από γάγγραινα.

Ο Μυστηριώδης Πολεμιστής Εχετλαίος

Ο περιηγητής και ιστορικός Παυσανίας επισκέφτηκε την «ποικίλη στοά των Αθηνών» η οποία ονομαζόταν έτσι λόγω της ποικιλίας των τοιχογραφιών που διέθετε. Στην τελευταία αναπαράσταση απεικονίζονταν όλοι εκείνοι που είχαν πολεμήσει στην μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. (δηλ 700 χρόνια νωρίτερα). Στην αναπαράσταση αυτή οι φημισμένοι ζωγράφοι Πάναινος και Μίκων φρόντισαν να ξεχωρίζει ο Πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο Στρατηγός Μιλτιάδης και ακόμα ένας ήρωας για τον οποίον δεν είχαν στοιχεία, τον οποίον ονόμασαν Εχετλάιο.

Με το περίεργο όνομα αυτό λοιπόν τίμησαν οι Αθηναίοι τον άγνωστο ήρωα ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην την νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών. Στην μάχη εκείνη είχε εμφανιστεί ξαφνικά στο ελληνικό στρατόπεδο κάποιος άγνωστος άνδρας ντυμένος με στολή την οποίαν παρομοίασαν σαν χωρικού, κρατώντας στα χέρια του ένα όπλο το οποίο έμοιαζε σαν εχέτλη (= λαβή αρότρου-δηλ σαν κοντάκι σημερινού όπλου), αντί των γνωστών όπλων της εποχής. Με αυτό το όπλο χτυπούσε τους εχθρούς και τους εξόντωνε από μια σχετική απόσταση.

Μετά τη μάχη, ο άγνωστος άνδρας εξαφανίστηκε, με τον ίδιο τρόπο που είχε εμφανιστεί και κανείς δεν γνώριζε το παραμικρό γι’ αυτόν, ούτε το όνομά του. Ο Ηρόδοτος δίνει μια άλλη διάσταση στον άγνωστο αυτόν πολεμιστή και το όπλο του, περιγράφει λοιπόν ότι στην μάχη του Μαραθώνα σκοτώθηκαν 6.400 Πέρσες και 192 Αθηναίοι. Κατά την διάρκεια της συγκρούσεως συνέβη κάτι πολύ παράξενο, ένας Αθηναίος στρατιώτης, ο Επίζηλος, γιός του Κουφαγόρα, ενώ πολεμούσε γενναία στήθος με στήθος ξαφνικά έχασε την όραση του και στα δύο του μάτια, παρόλο που δεν τον είχε ακουμπήσει τίποτα, ούτε δόρυ ούτε ξίφος ούτε βέλος τόξου.

Συνεχίζοντας ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Επίζηλος διηγείται ότι είδε έναν μεγαλόσωμο οπλίτη που η γενειάδα του κάλυπτε ολόκληρη την ασπίδα του, και ότι αυτό το φάντασμα κρατούσε στα χέρια του ένα πολύ φωτεινό όπλο! Πέρασε ακριβώς δίπλα του, σκοτώνοντας Πέρσες αντιπάλους και αυτή η σκήνη ήταν η τελευταία που είδε ο Επίζηλος γιατί από κάποια υπερβολική λάμψη, τυφλώθηκε! Οι Αθηναίοι ρώτησαν το Μαντείο των Δελφών να μάθουν ποιος ήταν ο άγνωστος ήρωας που πολέμησε μαζί τους και το Μαντείο τους έδωσε την απάντηση πως έπρεπε να τιμούν τον ήρωα Εχετλαίο.

“Συνέβη δε ως λέγουσιν, άνδρα εν τη μάχη παρείναι το είδος και την σκευήν άγροικον. Ούτος των βαρβάρων πολλούς καταφονεύσας αρότρω, μετά το έργον ην αφανής. Ερομενοις δε Αθηναίοις άλλο μεν ο θεός ες αυτόν έχρησεν ουδέν, τιμάν δε Εχετλαίον εκέλευσεν ήρωα.” 

Κύρος ο Μέγας 600 π.Χ. – 530 π.Χ.

Ο Κύρος Β΄ ο Μέγας, ή Κύρος ο πρεσβύτερος, ήταν βασιλέας των Περσών που έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ., ο μεγάλος κατακτητής και ο σημαντικότερος βασιλιάς της Περσίας από την δυναστεία των Αχαιμενιδών. Γεννήθηκε γύρω στο 600 π.χ. και πέθανε το 530 π.χ. η βασιλεία του σύμφωνα με τις πηγές διήρκεσε από 29 ή 31 χρόνια, είναι ο ιδρυτής της μεγάλης Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών με πλήθος από τίτλους.

Ο Ξενοφών αναφέρει ότι ήταν γιος του Καμβύση Α’και της Μανδάνης, κόρης του βασιλιά των Μήδων Αστυάγη, που μεγάλωσε στην αυλή του και σε ηλικία 16 χρονών νίκησε κι έδιωξε τους Ασσύριους. Κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του παππού του Κύρου Α΄ και τελικά επικράτησε. Μεγάλωσε την έκταση του κράτους του κατακτώντας τους διάφορους γειτονικούς του λαούς, στους οποίους φέρθηκε με επιείκεια.

Οι κατακτήσεις του επεκτάθηκαν από το Αιγαίο Πέλαγος και τον Ελλήσποντο ως τον Ινδό ποταμό, ήταν η μεγαλύτερη αυτοκρατορία που γνώρισε ποτέ η ανθρώπινη ιστορία, οι κατακτήσεις του Κύρου τον έκαναν κυρίαρχο της Ασίας. Οι σπουδαιότερες Αυτοκρατορίες που κατέλαβε ήταν οι νέο – Βαβυλώνιοι, οι Μήδοι και το πανίσχυρο εκείνη την εποχή βασίλειο των Λυδών του Κροίσου το οποίο κυριαρχούσε εκείνη την εποχή σε ολόκληρη την Μικρά Ασία.

Η κατάκτηση της Λυδίας και η κατάλυση του βασιλείου του Κροίσου ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Ασίας για λογαριασμό του Κύρου, η επόμενη περιοχή που σχεδίαζε να κατακτήσει ήταν η Αίγυπτος αλλά δεν έγινε επειδή τον πρόλαβε ο θάνατος. Σύμφωνα με την ιστορία που διασώζει ο Ηρόδοτος όταν ήταν ο Κροίσος πάνω από την αναμμένη πυρά του Κύρου φώναξε τρεις φορές το όνομα του Αθηναίου σοφού Σόλωνα ο οποίος τον είχε προειδοποιήσει για τις παλινωδίες της τύχης.

Ο Κύρος όταν έμαθε την ιστορία σχετικά με την συνάντηση του Κροίσου με τον Σόλωνα χάρισε στον Λυδό βασιλιά την ζωή και τον κράτησε σύμβουλο ολόκληρο το υπόλοιπο διάστημα της ζωής του. Ο Κύρος Β’ σύμφωνα με τους αρχαιολόγους είναι ο πρώτος βασιλιάς στην ιστορία που έκανε την διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τα κατέγραψε από το 539 π.χ. ως το 530 π.χ. στον περίφημο Κύλινδρο του Κύρου. Μοίρασε την απέραντη Αυτοκρατορία του σε Σατραπείες με ανώτερο κυβερνήτη τον ίδιο τον μεγάλο βασιλιά (σάχη) ο οποίος είχε τα ανάκτορα του στις Πασαργάδες.

Το 549 π.Χ., 60 χρόνια πριν τη μάχη του Μαραθώνα, ο Κύρος ο Μέγας ενοποίησε όλες τις φυλές στο τμήμα αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως Κεντρικό Ιράν. Ξεχύθηκε από τα βουνά μ’ ένα στρατό που αποτελείτο από ελαφρύ και βαρύ πεζικό, καθώς και από ιππικό. Ήταν αυτός που συνειδητοποίησε τη σπουδαιότητα του ιππικού και προσλάμβανε φυλές που είχαν μεγαλώσει με τα άλογα, ξεκινώντας έτσι την παράδοση του ιππικού στον περσικό στρατό. Όταν ο Περσικός στρατός άρχιζε τις εχθροπραξίες, συνήθως αποτελείτο κατά 80% από πεζικό και κατά 20% από ιππικό.

Αυτός ο συνδυασμός καθιστούσε τους Πέρσες ασταμάτητους στις ανοιχτές πεδιάδες της Ασίας. Καθώς το πεζικό χτυπούσε το μέτωπο της εχθρικής γραμμής, το ιππικό επιτίθετο από τα πλευρά, προκαλώντας τη διάσπαση της εχθρικής γραμμής. Μέσα σε είκοσι χρόνια, ο Κύρος κατέκτησε τέσσερα μεγάλα βασίλεια σε όλη την Ασία: τη Μυδία, τη Λυκία, τη Λυδία και τελικά το 539 π.Χ. ανέτρεψε την ισχυρή Βαβυλώνα. Κυβερνούσε τώρα μια Αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Ινδία μέχρι την Αίγυπτο.

Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν η μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη Αυτοκρατορία στη μακρά ιστορία των Αυτοκρατοριών της Εγγύς Ανατολής. Διαίρεσε την Αυτοκρατορία του σε επαρχίες, που ονομάστηκαν Σατραπείες. Αντί να αναγκάσει τους κατακτημένους λαούς να υιοθετήσουν τις Περσικές πεποιθήσεις, ο Κύρος τους επέτρεψε να αυτοκυβερνούνται και να ασκούν τη δική τους θρησκεία. Αν και έπρεπε να πληρώνουν φόρους στην κεντρική κυβέρνηση, μπορούσαν να διατηρούν βασικά τον τρόπο ζωή τους.

Έτσι δεν υπήρχε προσπάθεια επιβολής μιας ενιαίας θρησκείας ή ενός ενιαίου πολιτικού κώδικα. Πολλοί θεωρούσαν τον Κύρο ως απελευθερωτή. Αυτή η μορφή διακυβέρνησης ήταν σχεδόν ανήκουστη στον αρχαίο κόσμο. Μήπως όμως αυτό οδήγησε ακούσια στην αντίσταση των Αθηναίων στον Μαραθώνα; Ο θάνατός του περιβάλλεται από πλήθος θρύλων, που αναφέρουν διάφοροι συγγραφείς κατά τον Ξενοφώντα, πέθανε μετά από τη νίκη του εναντίον των Σκυθών.

Ο Ηρόδοτος αντίστοιχα λέει στο βιβλίο του (Ηροδότου ιστορίες, Κλειώ, 201) ότι ο Κύρος σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Μασσαγετών και της βασίλισσας τους Τόμυρις ενός βάρβαρου Ιρανικού λαού που ταυτίζεται με τους Σκύθες. Σύμφωνα με τις παραδόσεις πέθανε πολεμώντας το πτώμα του αποκεφαλίστηκε από την Τόμυρις και μεταφέρθηκε αργότερα στις Πασαργάδες όπου και θάφτηκε.

Ήταν ο θεμελιωτής του μεγάλου κράτους των Περσών της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών γι’ αυτό πήρε το προσωνύμιο Μέγας. Όρισε διάδοχο του τον μεγαλύτερο γιο του Καμβύση Β’, αλλά σύμφωνα με εντολή της διαθήκης του κληροδότησε στον μικρότερο γιο του Σμέρδι τις ανατολικές Αατραπείες της Αυτοκρατορίας του.

 

Δαρείος Α’ 550 π.Χ. – 486 π.Χ.

Ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπους από το γένος των Αχαιμενιδών, υπήρξε βασιλιάς της Περσίας από το 521 ως το 485 π.Χ. Αρχικά, ως στρατηγός, ήταν επικεφαλής της εξέγερσης της Δυτικής Περσίας κατά της εξουσίας και των μεταρρυθμίσεων του θρησκευτικού ηγέτη Γαυμάτα. Με άλλους συνεργάτες ο Δαρείος οργάνωσε το 522 π.Χ. τη δολοφονία του Γαυμάτα και ανέβηκε στον θρόνο της Περσίας. Αποκατέστησε τον στρατό στην προνομιακή θέση που είχε πριν από τις μεταρρυθμίσεις.

Αφαίρεσε επίσης από τις υποταγμένες στην Περσία χώρες προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο Γαυμάτα. Έτσι εξηγούνται οι εξεγέρσεις που προκάλεσε η αποκατάσταση της δυναστείας των Αχαιμενιδών σε διάφορες υποδουλωμένες στους Πέρσες περιοχές και προπάντων στην Βαβυλωνία, στο Ελάμ, στην Παρθία, στην Αίγυπτο και στη Μηδία. Μέσα σε έναν χρόνο ο Δαρείος κατέπνιξε βίαια όλες τις εξεγέρσεις. Ιδιαίτερη σκληρότητα επέδειξε στη Μοργιανή που δεν εννοούσε να υποταχθεί.

Οι επαναστάτες που σκότωσε εκεί ξεπέρασαν τις 55.000. Τα γεγονότα αυτά που πραγματοποιήθηκαν στην αρχή της βασιλείας του φρόντισε να τα διαιωνίσει με την επιγραφή που χάραξε στον βράχο Μπεχιστούν, στην κοιλάδα Κερμανσάχ, βορείως του αρχαίου Ελάμ. Εκεί σε μεγάλο ύψος χάραξε σε σφηνοειδή συλλαβική γραφή 400 στίχους, σε τρεις γλώσσες, Περσική, Ελαμική και Ακκαδική. Πάνω από την επιγραφή εικονίζεται ο ίδιος σε ανάγλυφη παράσταση να θριαμβεύει μπρος στον δεμένο Γαυμάτα και σε οκτώ άλλους επαναστάτες αρχηγούς.

Με κομπασμό αναφέρεται ότι μέσα σε έναν χρόνο κερδήθηκαν 19 μάχες, αιχμαλωτίστηκαν εννέα βασιλείς και αποκαταστάθηκε το περσικό κράτος σε ολόκληρη την παλαιά του έκταση ως τον Καύκασο. Η οργάνωση του κράτους από τον Δαρείο υπήρξε πρωτοπόρα για την εποχή του. Οι διοικητικές ικανότητές του φάνηκαν με τις μεταρρυθμίσεις που επέφερε στην Περσική διοίκηση προκειμένου να δημιουργήσει κάποια ενότητα στο αχανές κράτος, με τους πολλούς λαούς και τους διαφορετικούς τρόπους ζωής, πολιτισμούς, γλώσσες και παραδόσεις.

Πρώτα απ’ όλα ενίσχυσε στο ανώτατο όριο την κεντρική εξουσία στηριζόμενος στον στρατό. Η λεγομένη επιγραφή του Ναξιστουρέμ βεβαιώνει ότι μόνο ο μεγάλος βασιλιάς είχε το δικαίωμα να τιμωρεί ή να αμείβει. Ακόμη και για μια απλή παράβαση της αυλικής εθιμοτυπίας ο φταίχτης τιμωρούνταν σκληρά, όσο επιφανής και αν ήταν. Στις επαρχίες ιδρύθηκαν διοικητικά κέντρα με πολυάριθμους υπαλλήλους.

Σύνδεσμοι μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των επαρχιών ήταν οι ονομαζόμενοι «οφθαλμοί του βασιλέως», άνθρωποι δηλαδή της τυφλής εμπιστοσύνης του Δαρείου οι οποίοι περιόδευαν τις επαρχίες (σατραπείες) και ήλεγχαν για λογαριασμό του τα εισοδήματα και τη διοίκηση των σατράπηδων. Επί Δαρείου η Περσική Αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη σε 20 Σατραπείες. Καθεμιά έπρεπε να καταβάλλει στον βασιλιά ετήσιο φόρο. Η Αίγυπτος π.χ. πλήρωνε 700 αργυρά τάλαντα τον χρόνο και η Βαβυλωνία 1.000.

Το συνολικό ποσό των φόρων που συγκέντρωνε η κεντρική διοίκηση από όλες τις Σατραπείες ήταν 14.560 τάλαντα (πάνω από 400 τόνους ασήμι). Οι μόνοι που ήταν απαλλαγμένοι από τους φόρους ήταν οι κάτοικοι των κυρίως περσικών εδαφών. Οι Σατράπηδες, συνήθως Πέρσες ευγενείς, εξασφάλιζαν την είσπραξη των καθορισμένων φόρων για το βασιλικό ταμείο και εφάρμοζαν τις διαταγές του βασιλιά. Εξαιτίας όμως του συστήματος της ενοικίασης του δικαιώματος είσπραξης των φόρων σε πλουσίους, οι οποίοι προπλήρωναν το καθορισμένο ποσό του φόρου, συνήθως εισπράττονταν περισσότεροι.

Όσον αφορά τη στρατιωτική οργάνωση της Αυτοκρατορίας του, ο Δαρείος είχε φροντίσει σε κάθε σατραπεία να εδρεύει στρατιωτική δύναμη υπό τη διοίκηση στρατιωτικού διοικητή και όχι του σατράπη. Από τον Ξενοφώντα έχουμε την πληροφορία ότι οι Σατράπηδες και οι στρατιωτικοί διοικητές αλληλοελέγχονταν ώστε να περιορίζονται οι απολυταρχικές τάσεις. Οι στρατιωτικοί διοικητές βρίσκονταν υπό τις διαταγές πέντε ανώτατων στρατιωτικών ηγετών.

Σε περίπτωση εξέγερσης ή εισβολής εχθρού ο στρατός μεταφερόταν με ταχύτητα χρησιμοποιώντας το καλά οργανωμένο οδικό δίκτυο. Στη «βασιλική οδό», που ένωνε την Έφεσο με τα Σούσα, όπως και στους άλλους δρόμους που διακλαδώνονταν σε όλη την έκταση του Περσικού κράτους, υπήρχαν κατά διαστήματα σταθμοί με βοηθητικές εγκαταστάσεις, με ταχυδρομεία με ιππείς, οι οποίοι διένειμαν το βασιλικό ταχυδρομείο με το σύστημα της σκυταλοδρομίας.

Η καλή οικονομική πρόοδος του περσικού κράτους στα χέρια του Δαρείου πιστοποιείται από την κυκλοφορία του Δαρεικού, χρυσού νομίσματος (βάρους 8,4 γραμμαρίων) που εικόνιζε τον βασιλιά ως τοξότη. Οι Δαρεικοί κυκλοφορούσαν όχι μόνο στην Αυτοκρατορία αλλά και στις γειτονικές της χώρες και ιδιαίτερα στις Ελληνικές πόλεις, όπου είχαν μεγάλη αξία. Η κοπή των Δαρεικών διευκόλυνε την ανάπτυξη του Περσικού εμπορίου και βοηθήθηκε από τη διάνοιξη της διώρυγας από τον Δαρείο μεταξύ Σουέζ και Νείλου.

Στην εξωτερική πολιτική του ο Δαρείος υπήρξε επεκτατικός. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την επιγραφή του Ναξιστουρέμ, η οποία μας πληροφορεί ότι επτά λαοί κατακτήθηκαν από τον στρατό του μετά το έτος 517 π.Χ., μεταξύ των οποίων και οι Θράκες. Αφορμή για την εκστρατεία του Δαρείου κατά των Ελληνικών αποικιών του Ανατολικού Αιγαίου και έναυσμα των Ελληνοπερσικών πολέμων υπήρξε η βοήθεια την οποία έστειλαν οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς στους Ίωνες κατά τη διάρκεια της εξέγερσής τους εναντίον του.

Δευτερεύουσα αφορμή απετέλεσε και το αίτημα του έκπτωτου τυράννου των Αθηνών Ιππία να τον συνδράμει στην ανάκτηση της εξουσίας του. Ο Δαρείος Α´ πέθανε αιφνιδιαστικά στη διάρκεια των Ελληνοπερσικών πολέμων το 486 π.Χ. Ετάφη κοντά στην Περσέπολη, στη νεκρόπολη των Περσών βασιλιάδων. Ο λαξευμένος στον βράχο επιβλητικός τάφος του σώζεται ως σήμερα.