Φυσικές Ομορφιές
Η περιοχή είναι ορεινή, βρίσκεται στη νότια κεντρική Κρήτη και καλύπτει μέρος του ορεινού όγκου της νότιας Δίκτης στο Ν. Ηρακλείου. Ορίζεται από το οροπέδιο του Ομαλού και το ρέμα Έργανας στο βορρά και σταματά (κατεβαίνοντας) σε υψόμετρο 700 έως 800μ. στο νότο. Περιλαμβάνει τις νοτιοανατολικές κορυφές και πλαγιές (Τουρλού, Κυνηγού, Γρασπιάσματα κ.λπ.) των βουνών της Δίκτης, την έκταση της Άνω Βιάννου στα νότια και τη Σύμη στα νοτιοανατολικά. Η περιοχή περιλαμβάνεται στον επιστημονικό κατάλογο προστατευόμενων περιοχών Δίκτυο Φύση (Natura) 2000.
Οι πηγές και τα μικρά ρέματα διαλείπουσας ροής είναι διασπαρμένα σε όλη την περιοχή με παρόχθιους σχηματισμούς κατά μήκος των διαδρομών του νερού από πλατάνια και πικροδάφνες. Η βλάστηση στο μεγαλύτερο μέρος είναι τυπική των κρητικών ασβεστολιθικών κρημνών και βράχων με σχηματισμούς φρυγάνων και πουρναριών. Επίσης απαντώνται γυμνοί βράχοι και σπηλιές στις οποίες δεν γίνεται τουριστική εκμετάλλευση.
Η περιοχή έχει μεγάλη οικολογική και αισθητική αξία χάρη στην ύπαρξη ενός φάσματος τύπων οικοτόπων, με βλάστηση σε καλή κατάσταση κατά το πλείστον. Η χλωρίδα και η πανίδα αυτών των βιοτόπων περιέχουν τυπικά ενδημικά και επιπλέον τοπικά ενδημικά είδη της Κρήτης, όπως π.χ., το δίκταμο.
Οροπέδιο Νίδα
Το οροπέδιο βρίσκεται σε υψόμετρο 1.400μ. στον Ψηλορείτη και απέχει 24χλμ. από τα Ανώγεια, 78χλμ. από το Ρέθυμνο και 60χλμ. από το Ηράκλειο. Είναι μία εύφορη πεδιάδα όπου φύονται πολλά από τα ενδημικά είδη φυτών της Κρήτης. Χρησιμοποιείται ως θερινός βοσκότοπος. Στο δρόμο για τη Νίδα και στο ίδιο το οροπέδιο βρίσκονται τα μιτάτα, παραδοσιακοί χώροι παρασκευής του τυριού. Είναι κτισμένα από πέτρα και η οροφή τους είναι ένας θόλος κατασκευασμένος σύμφωνα με τη μινωική μέθοδο, κατά την οποία οι πέτρες τοποθετούνται σε στρώματα γύρω από το κέντρο του κύκλου μέχρι να κλείσει. Στο οροπέδιο βρίσκεται το Σπήλαιο Ιδαίο Άντρο, που, σύμφωνα με τους μύθους, θεωρείται τόπος γέννησης του Δία. Από το Ιδαίο Άντρο ξεκινά ένα μονοπάτι, το οποίο έπειτα από τέσσερις ώρες ανάβασης οδηγεί στην κορυφή του Ψηλορείτη.
Όρος Γιούχτα (Δήμος Αρχανών)
Ο Γιούχτας είναι ένα εξ ολοκλήρου ασβεστολιθικό βουνό. Τα πετρώματά του είναι παλαιότερης ηλικίας από αυτά της ευρύτερης περιοχής. Δημιουργήθηκε πριν από εκατομμύρια χρόνια, κατά την Κρητιδική περίοδο (145-68 εκατ. χρόνια πριν), ενώ γύρω του υπάρχουν ιζήματα πιο πρόσφατα, της πλειοκαινικής περιόδου (5,3-1,6 εκατ. χρόνια πριν). Βρίσκεται σε απόσταση 3χλμ. δυτικά των Αρχανών και 18χλμ. νότια από την πόλη του Ηρακλείου. Έχει συνολική έκταση 4.000 στρεμμάτων και το σχήμα του είναι επίμηκες με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο. Η υψηλότερη κορυφή του είναι 811 μέτρα. Οι δυτικές πλαγιές είναι απόκρημνες με κλίση μέχρι και 100%, ενώ οι ανατολικές ομαλότερες με κλίση έως 50%.
Μέχρι σήμερα είναι γνωστά έντεκα σπήλαια στον Γιούχτα, από τα οποία έχουν εξερευνηθεί και χαρτογραφηθεί μερικώς μόνο τρία: τα Ανεμόσπηλια, το Χωστό Νερό και ο Σπήλιος του Στραβομύτη. Στις δύο ψηλότερες κορυφές του απαντούν ένας τηλεπικοινωνιακός αναμεταδότης και μία εκκλησία. Στο βόρειο-βορειοανατολικό τμήμα της περιοχής εντοπίζεται ένας χείμαρρος με σχετικά πλούσια παρόχθια βλάστηση και ένα μικρό φαράγγι. Η περιοχή περιλαμβάνεται στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Φύση (Natura) 2000 για τη Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας και θεωρείται Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (ΣΠΠ) της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Προστατεύεται επίσης ως Αρχαιολογικός Τόπος και Τοπίο Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους.
Περιβάλλεται από εκτεταμένες καλλιέργειες αμπελιών και ελαιόδενδρων. Η επίδραση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής (υλοτομία, εκχέρσωση, καλλιέργειες, φωτιά) είχε ως αποτέλεσμα τη δραστική αλλαγή της φυσιογνωμίας της περιοχής, αν και κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πώς ήταν η περιοχή πριν αρχίσει τις επεμβάσεις του ο άνθρωπος. Οι μοναχικές βαλανιδιές, που υπάρχουν πολύ αραιά σκορπισμένες στο λεκανοπέδιο των Αρχανών, ίσως να αποτελούν τα υπολείμματα του είδους της βλάστησης που επικρατούσε. Γενικά οι ανθρώπινες επεμβάσεις ήταν και είναι λιγότερο έντονες στον Γιούχτα, και η βλάστηση, αν και έχει χλωριδικά διαφορετική ποσοτική και ποιοτική σύσταση από ό,τι είχε παλαιότερα, διατηρεί αρκετά από τα αρχέγονα χαρακτηριστικά της. Εχουν καταγραφεί περίπου 360 διαφορετικά είδη φυτών εκ των οποίων τα 18 είναι ενδημικά της Κρήτης ή/και της Ελλάδας. Επικρατούν οι ξυλώδεις θάμνοι με μικρά χνουδωτά φύλλα και συχνά αγκαθωτούς βλαστούς (φρύγανα), φυτά χαρακτηριστικά της τυπικής μεσογειακής βλάστησης, όπως ο θύμιος, η αγκαραθιά, η αστοιβίδα, το χηνοπόδι. Τοπικά, υπάρχουν αείφυλλα-πλατύφυλλα είδη, όπως το πρινάρι και η χαρουπιά, που σε μερικά σημεία έχουν ημιδενδρώδη μορφή. Πολλά ποώδη φυτά που εμφανίζονται με τις πρώτες βροχές κάνουν καταπράσινο το Γιούχτα μέχρι και την άνοιξη. Αρκετά είναι τα είδη που αναπτύσσονται στις απόκρημνες πλαγιές, όπως τα χασμόφιλα, και είναι τα μοναδικά που δεν έχουν επηρεαστεί από τον άνθρωπο. Ανάμεσά τους είναι και το δίκταμο, ο έβενος κ.α.
Η πανίδα του Γιούχτα δεν έχει μελετηθεί ιδιαίτερα, αν και παρουσιάζει ενδιαφέρον από πολλές απόψεις, καθώς υπάρχουν είδη που ολοκληρώνουν το βιολογικό τους κύκλο εκεί, είδη που τον επισκέπτονται περιστασιακά και είδη που τον χρησιμοποιούν ως τόπο φωλιάσματος.
Ο αριθμός των ασπονδύλων ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες, ενώ αρκετά είναι και τα ενδημικά. Χοχλιοί, σαρανταποδαρούσες, αράχνες, έντομα φυτοφάγα, σαρκοφάγα ή σαπροφάγα υπάρχουν παντού, ακόμα και στα βάθη των σπηλιών. Από αμφίβια έχουν παρατηρηθεί, στους πρόποδες κυρίως, η κιτρινομπομπίνα και ο δενδροβάτραχος. Τα ερπετά αντιπροσωπεύονται από ένα είδος σαύρας (Lacerta trilineata) και δύο είδη ακίνδυνων φιδιών, το σπιτόφιδο που στην Κρήτη το ονομάζουν και όχεντρα (ενώ δεν έχει καμία σχέση με την οχιά) και το γατόφιδο. Από θηλαστικά έχει πιστοποιηθεί η ύπαρξη συνολικά οκτώ ειδών, εκ των οποίων τρία είναι εντομοφάγα (η μικρορινολόφος νυχτερίδα, η μυγαλή, ο σκαντζόχοιρος) και τρία τρωκτικά (σπιτοποντικός, βραχοποντικός και αρουραίος), ένα λαγόμορφο (λαγός) τρία σαρκοφάγα (κρητικός ασβός ή άρκαλος, κρητικό κουνάβι ή ζουρίδα και κρητική νυφίτσα ή καλογιαννού).
Η ορνιθοπανίδα θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς έχουν παρατηρηθεί περίπου σαράντα είδη πουλιών και είναι σημαντική για την αναπαραγωγή του όρνιου. Επίσης απαντώνται και άλλα σπάνια ή/και απειλούμενα είδη όπως ο πετρίτης και ο μαυροπετρίτης.
Οικολογικό – Αρχαιολογικό Πάρκο Γιούχτα
Το Οικολογικό-Αρχαιολογικό Πάρκο Γιούχτα συνθέτουν το όρος Γιούχτα και τα φαράγγια Κνωσανό (Αγίας Ειρήνης), Αστρακιανό και Κουναβιανό. Η μορφολογία της δυτικής πλευράς του όρους Γιούχτα σχηματίζει ένα τεράστιο ξαπλωμένο κεφάλι που ενισχύει το μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο τάφος του Ολύμπιου θεού Δία βρίσκεται πάνω στο βουνό. Είναι το ιερό βουνό των Αρχανών από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Στο βουνό βρίσκονται τέσσερα ιερά, τα δύο στις θέσεις Ψηλή Κορφή και Ανεμοσπηλιά και τα άλλα δύο στις σπηλιές Χωστό Νερό και Σπήλιος του Στραβομύτη, καθώς και το μινωικό νεκροταφείο στο Φούρνι. Ακόμα και σήμερα το σημαντικότερο κέντρο λατρείας των Αρχανών είναι η εκκλησία του Αφέντη Χριστού στην κορυφή του βουνού. Το φυσικό περιβάλλον του Γιούχτα έχει ιδιαίτερη σημασία με την παρουσία πολλών και σημαντικών ειδών χλωρίδας και πανίδας.
Το Κνωσανό Φαράγγι αποτελεί φυσική συνέχεια του όρους Γιούχτα. Εκτείνεται νότια των Αρχανών (Αγιος Μάμας), διατρέχει τον οικισμό των Αρχανών στη θέση Κάτω Μύλος, την περιοχή Μυριστή, την υδατογέφυρα της Αγίας Ειρήνης (Σπηλιά), με συνολικό μήκος διαδρομής 6χλμ. περίπου, και συνεχίζει βόρεια περνώντας από την Κνωσό.
Το Κουναβιανό Φαράγγι ξεκινά από τον οικισμό Μυρτιά (Δήμου Ν. Καζαντζάκη) και από τον οικισμό των Κουνάβων (Δήμου Ν.Καζαντζάκη) δημιουργώντας δύο σκέλη. Και τα δύο σκέλη μαζί συμβάλλουν στο Αστρακιανό Φαράγγι. Είναι δύσβατο λόγω βλάστησης και μορφολογίας του εδάφους και της κοίτης του, και έχει συνολικό μήκος διαδρομής 5χλμ.
Το Αστρακιανό Φαράγγι είναι το εκτενέστερο της περιοχής, μήκους 12,5χλμ. περίπου. Ξεκινά βορειοδυτικά από τη θέση Κολομόδι και διατρέχει την περιοχή Αστρακών (Δήμου Ν.Καζαντζάκη), τις πηγές Μηλιαρά και τα όρια της κτηματικής περιφέρειας Καρτερού, σε μια διαδρομή πλούσια σε φυσικά, μορφολογικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά.
Και στα τρία φαράγγια οι αρχαιολογικές και ιστορικές θέσεις είναι πολλές και σημαντικές (ενετική υδατογέφυρα στο Καρυδάκι και στην Αγία Ειρήνη στο Κνωσανό Φαράγγι, αρχαία πόλη Ελτυνα στους Κουνάβους, μινωικό νεκροταφείο στους Αστράκους, μινωικός οικισμός στη Μυρτιά κ.ά.)
Στα φαράγγια επικρατεί μια πλούσια υδρόφιλη βλάστηση (πλατάνια, ιτιές, λυγαριές, βάτα κ.α.). Η ποικιλότητα της χλωρίδας είναι μικρή λόγω της ύπαρξης σκίασης, ενώ υπάρχουν 11 ενδημικά είδη, από τα οποία τα δύο είναι σπάνια και τα εννέα κοινά για όλη την Κρήτη. Σε ό,τι αφορά την πανίδα, υπάρχουν πολλά είδη σπονδυλωτών, 44 είδη πουλιών και επτά είδη θηλαστικών.
Οροσειρά Ίδη ή Ψηλορείτης
Η οροσειρά βρίσκεται στο κέντρο του νησιού με την ψηλότερη κορυφή της Κρήτης, την Ιδη, στα 2.456μ. Η πρόσβαση στην κορυφή γίνεται από δύο σημεία, από το χωριό Καμάρες, και από το Σπήλαιο Ιδαίον Άντρο, τον τόπο γέννησης του Δία, σύμφωνα με τη μυθολογία, καθώς και του μυθικού ήρωα της Τροίας Αινεία. Είναι γενικά ένα γυμνό από δένδρα βουνό με αραιές συστάδες κέδρων στα μεγαλύτερα υψόμετρα και θάμνους στα χαμηλότερα. Αποτελεί σημαντική περιοχή για τα αρπακτικά πουλιά, καθώς εκεί αναπαράγονται ο γυπαετός, το όρνιο, ο χρυσαετός, ο σπιζαετός και ο πετρίτης, αλλά και η νησιωτική πέρδικα και η κοκκινοκαλιακούδα, ενώ το καλοκαίρι εμφανίζεται και ο μαυροπετρίτης.
Όρος Κόφινας
Τραχύ και γυμνό βουνό (1.231μ.) στο νότιο τμήμα της Κρήτης με δάση πεύκων και χαρουπιάς στις νότιες πλαγιές του. Ο βλαστητικός τύπος που επικρατεί είναι τα φρύγανα, αλλά παρατηρούνται φαινόμενα υπερβόσκησης. Η σημασία της περιοχής συνίσταται στις θέσεις φωλιάσματος, που παρέχει το βουνό στα μεγάλα αρπακτικά πουλιά, στα ενδημικά και προστατευόμενα φυτικά είδη, στην αρχαιολογική της αξία, (η ευρύτερη περιοχή περιλαμβάνει σπηλιές με προϊστορικά υπολείμματα, αρχαιολογικά ευρήματα, βυζαντινά μοναστήρια κ.λπ.) και στην αισθητική της αξία που οφείλεται στη μορφολογία της. Ολόκληρη η ευρύτερη περιοχή περιλαμβάνεται στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Φύση (Natura) 2000.
Πεδιάδα της Μεσαράς
Είναι η μεγαλύτερη πεδιάδα στην Κρήτη με 50χλμ. μήκος και 7χλμ. πλάτος, η οποία εκτείνεται ανατολικά από το Τυμπάκι μέχρι την Άνω Βιάννο. Η γεωγραφική της θέση ανάμεσα σε χαμηλές οροσειρές σε συνδυασμό με το εύφορο έδαφος καθιστά δυνατή την καλλιέργεια ειδών τα οποία δεν ευδοκιμούν σε άλλα μέρη καθ όλη τη διάρκεια του έτους.
Πρινιάς (Δήμος Αγ. Βαρβάρας)
Ολόκληρος ο οικισμός του Πρινιά έχει κηρυχθεί περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Εδώ υπάρχει δάσος 3.000 στρεμμάτων, ενώ τμήματα του Πρινιά και της Αγ. Βαρβάρας προστατεύονται σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Φύση (Natura) 2000. Τα γεωλογικά πετρώματα της περιοχής είναι πολύ ενδιαφέροντα. Υπάρχουν φυλλώδεις μάργες όπου αφθονούν τα θαλάσσια απολιθώματα, όπως στην περιοχή Πύργος του οικισμού του Δουλίου, καθώς και χαρακτηριστικά υπολείμματα διάβρωσης πλειοκαινικού ασβεστόλιθου, τα οποία δημιουργούν σχηματισμούς, που οι κάτοικοι αποκαλούν τυριά.
Στην περιοχή του Αγ. Θωμά υπάρχει το μοναδικό δαφνοδάσος της Κρήτης, έκτασης 30 περίπου στρεμμάτων.
Την προσοχή σας σίγουρα θα τραβήξει το Αιολικό Πάρκο Μεγάλης Βρύσης που αποτελείται από εννέα ανεμογεννήτριες και είναι το μοναδικό στους Νομούς Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου.