Βιβλιοθήκη Κοζάνης
Είναι από τις πιο σημαντικές στην Ελλάδα, τόσο για την ιστορία της όσο και για τα πολύτιμα βιβλία που διαθέτει. Λειτούργησε αρχικά ως σχολική βιβλιοθήκη από τα μέσα του 17ου αι. Το 1986 πήρε την επωνυμία «Κοβεντάρειος» προς τιμή των ευεργετών αδελφών Κωνσταντίνου και Δημητρίου Κοβεδάρου. Σήμερα διαθέτει πάνω από 150.000 βιβλία. Σπάνιες εκδόσεις πολύτιμα χειρόγραφα από τον 1ο αιώνα, ιστορικά έγγραφα, φιρμάνια του σουλτάνου ως και τη «Χάρτα» του Ρήγα Φεραίου σε ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα πρωτότυπά της. Χάρη στη βιβλιοθήκη της η Κοζάνη εντάχθηκε στο Εθνικό Πολιτιστικό Δίκτυο Πόλεων ως «πόλη του βιβλίου».
Ιστορικό βιβλιοθήκης:
Οι απαρχές: Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες του είδους στην Ελλάδα. Καύχημα και αγλάισμα όλης της Δυτικής Μακεδονίας, αποτελεί την πνευματική εστία του Ελληνισμού της περιοχής, εκπέμποντας ιδιαίτερη ακτινοβολία στον ευρύτερο ελληνικό,αλλά και τον ευρωπαϊκό χώρο. Η ίδρυσή της, αρχικά ως σχολικής, χρονολογείται στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα. Ήδη το έτος 1690, όπως μα πληροφορεί ένα χειρόγραφος κατάλογός της, παραδίδεται από τους επιτρόπους του Ελληνομουσείου στον διδάσκαλο της σχολής και βιβλιοφύλακα- μοναχό Ιωσήφ και αριθμεί 440 τόμους θρησκευτικών και φιλολογικών βιβλίων.
Οίκος Bελτιώσεως: Το 1813, φιλοπρόοδοι Κοζανίτες, με πρωτοστάτες τον ιερομνήμονα Χαρίσιο Μεγδάνη και τον Γεώργιο Παπαδημητρίου, έκτισαν πλάι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου ένα θολωτό οικοδόμημα, το οποίο εγκατέστησαν τη Βιβλιοθήκη και δίπλα της έναν οικισμό με την περιγραφή “Οίκος Βελτιώσεως”, προκειμένου να συνέρχονται εκεί κατά καιρούς οι “Πεπαιδευμένοι”, όπως αναγράφεται σε μια επιστολή της 23ης Ιουλίου 1819, “Ινα μελετώσι, φιλολογώσι και διαλέγωνται”.
Εκτός του Οίκου βελτιώσεως, όμως, τον οποίο οι πεπαιδευμένοι χρησιμοποιούσαν ως Αναγνωστήριο, η Βιβλιοθήκη, όπως προκύπτει από διάφορες χειρόγραφες αποδείξεις που διαρκούν από το 1821 ως το 1863, καθώς και από εκατοντάδες καταχωρήσεις σε δύο κώδικες που ο ένας χρησίμευε ως “Γραμματολογικός Κατάλογος”, δάνειζε τα βιβλία της και στο σπίτι. Το γεγονός αυτό και η πληθώρα των χειρόγραφων καταλόγων που διατηρούνται στο αρχείο, μας ΚΟΖΑΝΗ, ΚΟΒΕΝΤΑΡΕΙΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ κάνουν να υποθέτουμε πως ήταν μία άρτια και πολύ καλά οργανωμένη βιβλιοθήκη.
Το 1818, ο επίτροπος Σερβίων και Κοζάνης Βενιαμίν, μεταβαίνει στην Δακία, όπου γνωρίζεται με πολλούς λογίους, και στη επιστροφή του συναποκομίζει 100 και πλέον τόμους συγγραμμάτων, ενώ λίγο αργότερα, το 1839,κάποιος Κοζανίτης που διαμένει στην Πέστη της Ουγγαρίας, ο Παναγιώτης Μουράτης, δωρίζει την προσωπική του βιβλιοθήκη, που ανέρχεται σε 173 τόμους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, συγκαταλέγονται το Μέγα Ετυμολογικόν του 1549, τυπωμένο στην Βενετία και ο Τόμος Καταλλαγής που συνέλεξε ο Δοσίθεος, πατριάρχης Ιεροσολύμων και τύπωσε ο Δημήτριος Παδούρας το 1694 στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Τα δύο αυτά βιβλία, ογκώδη και σε σχήμα φύλλου, είναι αρκετά σπάνια και δυσεύρετα σήμερα.
Άλλη μία δωρεά της περιόδου αυτής περιέχει πολύτιμο και σπάνιο υλικό, Πρόκειται για τη δωρεά του Εσυφρονίου Ραφαήλ Πόποβιτς, που -γεννημένος στην Κοζάνη το 1772 ως Χαρίσιος Παπαδημητρίου (Παπαγιαννούσης)- πεθαίνοντας στο Ιάσιο στα τέλη του 1852, κληροδότησε τη συλλογή των βιβλίων και χειρογράφων του στην Βιβλιοθήκη της πατρίδας του Κοζάνης. Θα σημειώσουμε ένα μόνο βιβλίο της συλλογής αυτής και ένα χάρτη : το βιβλίο το καλούμενο ” Σουϊδα ” ή “Σούδα” σήμερα, που συνέταξαν άνδρες σοφοί, σε έκδοση ’λδων της Βενετίας το 1514, και την “Χάρτα της Ελλάδος” του Ρήγα Βελεστινλή, χαλκογραφημένη από τον Φρ. Μίλερ και τυπωμένη στη Βιέννη το 1797.
Ο Οίκος βελτιώσεως, παρ’ όλη την πνευματική γοητεία που ασκεί από την ίδρυση του μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, στις αρχές του αιώνα μας αναγκάζεται να κλείσει τις πύλες του. Το θολωτό τμήμα με τα τόξα και τις καμάρες κατεδαφίζεται για να δώσει τη θέση του στην “πρόοδο” να διανοιχτεί ένας δρόμος.
Καταρράκτες Σκοτωμένου Νερού
Πίσω από το Βυθό, μεταξύ των τοποθεσιών Στρόζιαβο και Σιουποτίστα, βρίσκεται ένα σπάνιο μνημείο της φύσης, το Σκοτωμένο Νερό. To μονοπάτι που οδηγούσε εκεί είχε ξεχαστεί για πολλά χρόνια και ανακαλύφθηκε πρόσφατα στα πλαίσια του προγράμματος Πίνδος από νέα παιδιά της Οικολογικής Κίνησης Κοζάνης και τον ζωγράφο Αργύρη Παφίλη. Χαμηλά υπάρχει το μεικτό δάσος της Σιουποτίστας με πολλές αιωνόβιες καστανιές και μεγαλύτερη σε ηλικία εκείνη η οποία βρίσκεται λίγο μετά το χωματόδρομο που φθάνει ως εκεί, στην αρχή του μονοπατιού, πριν τη γραφικότατη καλύβα του Παπαζήση. Σε αυτό το δάσος αναζήτησαν πανικόβλητοι καταφύγιο οι κάτοικοι του Βυθού τον Ιούλιο του ’44, όταν κατέφτασαν εκεί οι Γερμανοί με σκοπό να κάψουν το χωριό. Μετά το τέλος του δάσους ξεκινάει η Μαυριάχα, ή αλλιώς Μαύρη Ράχη, που ονομάζεται έτσι λόγω του σκούρου χρώματος των γκρεμών της. Η ράχη από εδώ παίρνει συνεχώς ύψος μέχρι να φτάσει τα 1.535 μέτρα λίγο πριν την κορυφή του Προφήτη Ηλία. Κατά ένα παράξενο τρόπο, κάθετα στα βράχια της κυλάει ένα ρέμα που σχηματίζει στο πέρασμα του μια σειρά από καταρράκτες, εκ των οποίων οι τρεις είναι πραγματικά μεγάλοι και βρίσκονται ο ένας ακριβώς επάνω από τον άλλο. Πρόκειται για το Σκοτωμένο Νερό ή Κρέμαση, που μόνο στις μνήμες των παλιών κατοίκων του Βυθού και των βοσκών παρέμενε ζωντανό. Σήμερα, σηματοδοτήθηκαν οι διαδρομές που οδηγούν εκεί και ανοίχτηκε το μονοπάτι μέσα στο πυκνό δάσος, με αποτέλεσμα οι καταρράκτες να γίνουν επισκέψιμοι και ορόσημο όχι μόνο της περιοχής, αλλά και ολόκληρου του Βοΐου.
Πρώτη βρίσκεται η Κάτω Βάθρα με ύψος 20 μέτρων. Αρχικά το νερό πέφτει κατακόρυφα και έπειτα συνεχίζει μια χαοτική πορεία επάνω στα βράχια. Πολλοί, μη γνωρίζοντας την ύπαρξη και των άλλων καταρρακτών, ως Σκοτωμένο Νερό ονομάζουν μόνο αυτή τη Βάθρα. Από εδώ επόμενη στάση είναι λίγο πιο ψηλά η Επάνω Βάθρα, η οποία προσεγγίζεται, είτε μέσω του ομαλού περιμετρικού μονοπατιού διάρκειας 40 λεπτών, είτε μέσω ευθείας πορείας σε ένα απότομο μονοπάτι διάρκειας 10 λεπτών. Η Επάνω Βάθρα έχει ύψος 30 μέτρα και αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός, ότι από εδώ το νερό πέφτει εντελώς κατακόρυφα χωρίς να συναντήσει στην πορεία του κανένα εμπόδιο. Αιωρείται στον αέρα και αλλάζει κατευθύνσεις ανάλογα με το φύσημα του ανέμου. Μία τεράστια βραχώδης σκεπή παρέχει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να βρεθούν ακριβώς πίσω από τον καταρράκτη, αλλά και από την απέναντι πλευρά, μιας και το μονοπάτι φτάνει με ασφάλεια ως εκεί. Τελευταία αποκαλύπτεται η Κρυμμένη Βάθρα, η οποία ονομάζεται έτσι γιατί πραγματικά δεν είναι ορατή από πουθενά. Το νερό πέφτει κλιμακωτά σε σκαλοπάτια από ύψος 10 μέτρων. Ο τόπος εδώ, σε αντίθεση με τους άλλους δύο καταρράκτες, είναι πιο γαλήνιος και προσφέρεται για βουτιά από τους τολμηρούς.
Στο Σκοτωμένο Νερό φτάνει κανείς πεζοπορώντας από το Βυθό σε 2 ώρες μέσω του σηματοδοτημένου μονοπατιού Βυθός – Αηλιάς. Εναλλακτικά, μπορεί να ακολουθήσει με αυτοκίνητο 4×4 για 3,5 χιλιόμετρα το χωματόδρομο ο οποίος ξεκινάει από την επαρχιακή οδό που συνδέει το Βυθό με το Μοναστήρι της Αγ. Τριάδας, περνώντας από την καλύβα του Σάκη, από όπου μπορεί να προμηθευτεί φρέσκο κατσικίσιο γάλα. Θα φτάσει ακριβώς κάτω από το δάσος της Σιουποτίστας, θα συναντήσει σε αυτό το σημείο το μονοπάτι και από εκεί θα χρειαστεί ανάβαση μόλις 30 λεπτών για τον πρώτο καταρράκτη. Ακόμη πιο εύκολα προσεγγίζεται η περιοχή από τη μέτριας βατότητας επάνω δασική οδό που ανεβαίνει ψηλά στον Προφήτη Ηλία, η οποία χαμηλότερα και οδηγεί αριστερά στην κορυφογραμμή της Μαυριάχας. Με αυτό τον τρόπο θα φτάσει κανείς επάνω από τους καταρράκτες και ξεκινώντας την κατάβαση από την περιοχή όπου υπάρχει η ποτίστρα, θα καταλήξει στον προορισμό του σε μόλις 20΄.
Μαστοροχώρια – Πέτρινα Χωριά
Τα «Μαστοροχώρια» του Βοίου είναι ζωντανά «πέτρινα μουσεία» απολύτως συνυφασμένα με την ομορφιά της φύσης. Οι μάστορες της πέτρας, έχουν σφραγίσει με την τέχνη τους όλη την Μακεδονία, αφήνοντας πίσω τους αξιοθαύμαστα δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής: αρχοντικά, εκκλησίες, καλντερίμια, γεφύρια. Ολόκληρο το Βόιο είναι γεμάτα τέτοιους θησαυρούς-ενθύμια από τον 18ο αιώνα, τότε δηλαδή που φημισμένοι Μαστροκαλφάδες αλώνιζαν την Ελλάδα και άλλες χώρες, διαδίδοντας την «μαστοριά τους». Περηφανεύονταν μάλιστα πως «Οι Ζουπανιώτες έχτισαν τον κόσμο». Ήταν οργανωμένοι σε σινάφια και συντεχνίες και μιλούσαν τη δική τους γλώσσα, τα Κουδαρίτικα. Τα κτίσματα κατασκευάζονται από ντόπια πέτρα και ξύλο που προμηθεύονται από τα γύρω δάση.
Μπουχάρια – Νοχτάρια
Διάφοροι μύθοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το εντυπωσιακό φαινόμενο των γεωμορφολογικών σχηματισμών «Μπουχάρια – Νοχτάρια» 40 χλμ. νότια της Κοζάνης. Στην πραγματικότητα είναι φυσικοί σχηματισμοί που προήλθαν από τη διάβρωση του εδάφους που ξεκίνησε πριν από 70.000 χρόνια. Τα Μπουχάρια έχουν το σχήμα χωμάτινης κολώνας, η οποία αποτελείται από άμμο, κροκάλες, μάργες, άργιλο και πιθανή συγκολλητική ύλη από οξείδια του σιδήρου και διοξείδιο του πυριτίου, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Τη κορυφή των κολόνων αυτών καλύπτει ένας σχιστολιθικός βράχος που έπαιξε το ρόλο της ομπρέλας στην εξέλιξη του σχηματισμού. Ανέρχονται σε αριθμό περί τους είκοσι και το ύψος τους ποικίλει από 3 μέχρι 6 μέτρα. Το όνομα της τοποθεσίας «Μπουχάρια» προέρχεται από το σχήμα τους, καθότι «μπουχάρι» στην τοπική διάλεκτο σημαίνει καμινάδα.
Ενδιαφέρον στην περιοχή παρουσιάζουν, επίσης, οι κωνικοί σχηματισμοί, τα «Νοχτάρια», που θυμίζουν μικρές πυραμίδες, ίδιας προέλευσης και σύστασης με τα «Μπουχάρια», χωρίς όμως το σχιστολιθικό καπέλο. Εκτείνονται κατά μήκος του ρέματος της Ποταμιάς, στα όρια με την περιοχή του Λιβαδερού.Η πρώτη εικόνα για τον επισκέπτη είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά του και τον καθηλώνουν με τη μορφή τους. Οι κάτοικοι της περιοχής έδωσαν διάφορα χαρακτηριστικά ονόματα στους σχηματισμούς αυτούς, όπως «Άτλαντες», «Καρυάτιδες», «φρουρός», κ.λπ.
Σέρβια, μία άγνωστη Καστροπολιτεία
Το βυζαντινό κάστρο των Σερβίων, μοναδικό στη Δυτική Μακεδονία, βρίσκεται στις δυτικές απολήξεις των Πιερίων. Είναι χτισμένο σε οχυρή θέση στον ανατολικό από τους δύο δίδυμους λόφους που υψώνονται πάνω από τη σύγχρονη πόλη αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα για το χείμαρρο που περνά ανάμεσά τους. Δεσπόζει στην πεδιάδα του Αλιάκμονα, στο σύντομο και προσιτό γεωμορφολογικά πέρασμα από τη Μακεδονία στη Θεσσαλία και τη Νότια Ελλάδα μέσω των στενών του Σαρανταπόρου. Η θέση του κάστρου στην πεδιάδα του Αλιάκμονα εξασφάλιζε μια πλούσια ενδοχώρα σε συνδυασμό με την προστασία του αγροτικού και κτηνοτροφικού πληθυσμού αυτής. Η ίδρυσή του σ’ αυτή τη στρατηγική θέση με τη φυσική οχύρωση το κατέστησε κάστρο απροσπέλαστο στους εχθρούς.
Η καστροπολιτεία των Σερβίων γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της ανάμεσα στο 10ο και 13ο αιώνα. Ανήκε στο γενικότερο δίκτυο προστασίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αντιμετώπισε επί σειρά αιώνων όλων των ειδών τις επιδρομές. Ο «Μυστράς της Μακεδονίας», όπως είναι γνωστό το Κάστρο των Σερβίων λόγω της ομοιότητάς του με την καστροπολιτεία του Μυστρά, βρέθηκε στο προσκήνιο πολιτικών και πολιτισμικών ανακατατάξεων εξαιτίας της μέγιστης στρατηγικής και γεωγραφικής σημασίας και αποτέλεσε το φωτοδότη της ιστορίας και της τέχνης στο διηνεκές. Το κάστρο χτίστηκε επί θητείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού ή Ηρακλείου μεταξύ των ετών 560-630 μ.Χ.
Η Βυζαντινή Καστροπολιτεία των Σερβίων, ο «Μυστράς της Μακεδονίας.», διαιρείται με τριπλό τείχος σε τρία αντίστοιχα μέρη: την κάτω πόλη, την άνω πόλη και την ακρόπολη. Στην Κάτω Πόλη ζούσαν οι αγρότες και οι εργάτες, στην Άνω πόλη διέμενε η μεσαία τάξη και στην Ακρόπολη ο στρατιωτικός διοικητής.
H κάτω πόλη, η άνω πόλη και η ακρόπολη συνθέτουν ένα σπάνιο οικιστικό σύνολο της βυζαντινής περιόδου, ένα υπαίθριο μουσείο που μαγεύει όσους επιλέξουν να το εξερευνήσουν.
Ένα μονότοξο γεφύρι, που σήμερα έχει αναστηλωθεί, αποτελούσε το μοναδικό πέρασμα για τη βυζαντινή καστροπολιτεία.
Λίγο έξω από το χώρο του κάστρου των Σερβίων βρίσκεται ο κομψός μεσοβυζαντινός ναός που έχει αφιερωθεί στους αγίους Αναργύρους. Είναι κτισμένος έξω από το βορειοδυτικό τμήμα του εξωτερικού περιβόλου των τειχών της κάτω πόλης του κάστρου, κοντά στη βόρεια πύλη. Ο ναός είναι μονόχωρος, με ορθογώνια αψίδα, που φέρει κεραμοπλαστικό διάκοσμο, και στο εσωτερικό του διασώζει τοιχογραφικό διάκοσμο, ο οποίος, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή και την τεχνοτροπία του, τοποθετείται χρονολογικά στο 1510.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα διατάσσεται σε τρεις ζώνες στις μακρές πλευρές και στον ανατολικό τοίχο του ιερού. Στο ιερό παριστάνονται στην κόγχη η Παναγία μεταξύ Αρχαγγέλων, εκατέρωθεν οι μορφές του αρχαγγέλου Μιχαήλ και της Παναγίας του Ευαγγελισμού, στην ποδιά οι συλλειτουργούντες ιεράρχες και στο αέτωμα η εδιαφέρουσα παράσταση της Ανάληψης, όπου η Παναγία κρατεί με τα δύο της χέρια το Άγιο Μανδήλιο. Στην κόγχη διασώζεται και τμήμα με απεικόνιση ιεραρχών, από την αγιογράφηση της πρώτης φάσης του ναού, που ανάγεται στο 11ο-12ο αιώνα. Στον κυρίως ναό, στην ανώτερη ζώνη απεικονίζονται μορφές προφητών, στη μεσαία σκηνές από το Δωδεκάορτο και στην κατώτερη ολόσωμοι άγιοι και η τρίμορφη Δέηση στο βόρειο τοίχο. Στο δυτικό τοίχο το εικονογραφικό πρόγραμμα διατάσσεται σε δύο ζώνες. Στην ανώτερη και πλατύτερη απεικονίζονται η Κοίμηση και η Μεταμόρφωση, ενώ στην κατώτερη ολόσωμοι άγιοι και ο αρχάγγελος Μιχαήλ κοντά στη νότια θύρα εισόδου. Οι τοιχογραφίες μπορούν να αποδοθούν σε δύο ζωγράφους, από τους οποίους ο κύριος, που φιλοτέχνησε και το μεγαλύτερο μέρος του διακόσμου, εντάσσεται στον κύκλο του λεγόμενου καστοριανού εργαστηρίου. Το φημισμένο αυτό εργαστήρι έδρασε στις περιοχές των Μετεώρων, της κεντροδυτικής Μακεδονίας και της βόρειας Βαλκανικής Χερσονήσου από το 1483 έως το 1510. Η τέχνη του δεύτερου ζωγράφου, στον οποίο αποδίδονται με βεβαιότητα οι σκηνές του βόρειου τοίχου, εντάσσεται στις αντικλασικές τάσεις, που επικρατούν αυτή την περίοδο στην κεντροδυτική Μακεδονία.
Κατά τα έτη 1996-2000 και ύστερα από σχετικές εγκεκριμένες μελέτες πραγματοποιήθηκε η στερέωση-αποκατάσταση του ναού και η συντήρηση του τοιχογραφικού διακόσμου του.
Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων στα Σέρβια αποτελούσε καθολικό σταυροπηγιακής μονής, μετόχι της ανδρικής μονής των Αγίων Θεοδώρων Καστανιάς. Από τα υπόλοιπα κτίσματα αυτής της μονής σήμερα σώζεται μόνο ένα τμήμα του περιβόλου και η ορθογώνια δεξαμενή νερού, που στεγαζόταν με ημικυλινδρική καμάρα. Ο ναός χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, αλλά στο εσωτερικό του και στην εξωτερική όψη του δυτικού τοίχου του διατηρούνται μεταγενέστερες τοιχογραφίες, που με βεβαιότητα τοποθετούνται στο 1497.
Ο ναός είναι μονόχωρος με ημικυκλική αψίδα και κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Το εικονογραφικό του πρόγραμμα, χαρακτηριστικό για τους ναούς του είδους του κατά την υστεροβυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο στο χώρο της ευρύτερης Μακεδονίας, διατάσσεται σε τρεις ζώνες. Στην ανώτερη τοποθετούνται οι σκηνές από το Δωδεκάορτο και τα Πάθη, στη μεσαία άγιοι και προφήτες σε μετάλλια, ενώ στην κατώτερη ολόσωμοι άγιοι και η τρίμορφη Δέηση στο βόρειο τοίχο. Οι τοιχογραφίες αυτές, που αποτελούν έργο δύο ζωγράφων, εντάσσονται σε μια ομάδα ανάλογων έργων της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας, αντικλασικού και συντηρητικού χαρακτήρα, ενώ συνδέονται με το λεγόμενο καστοριανό εργαστήριο ως προς αρκετές εικονογραφικές λεπτομέρειες.
Από την Ιστορία της Καστροπολιτείας:
Στα τέλη του 10ου αι. το κάστρο καταλαμβάνεται από το βούλγαρο τσάρο Σαμουήλ, ενώ το 1001 ανακαταλαμβάνεται από τον Βασίλειο Β΄. Το 1018 ο Βασίλειος Β΄ καταστρέφει μερικώς τα τείχη για να μην λειτουργήσει το κάστρο ως θύλακας του βουλγαρικού στρατού. Στη συνέχεια τα επισκευάζει (Με την ανασκαφή επαληθεύτηκε το γκρέμισμα και το ξαναχτίσιμο μέρους του τείχους.) Το 1204 τα Σέρβια καταλαμβάνονται από τους Φράγκους, ενώ το 1216 περιέρχονται στην κατοχή του δεσπότη της Ηπείρου Θεοδώρου Δούκα. Το 1257 τα Σέρβια περιέρχονται στον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη. Το 1341 καταλαμβάνονται από το σέρβο κράλη Στέφανο Δουσάν, ενώ το 1350 ανακαταλαμβάνονται από τον Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνό για να αλωθούν από τα στρατεύματα του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ το 1393 .
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η βυζαντινή ακρόπολη εγκαταλείπεται, ενώ η κάτω πόλη και το τμήμα έξω από τα τείχη είναι πυκνοκατοικημένα. Στα μέσα του 17ου αι., όταν περνά από τα Σέρβια ο οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, περιγράφει την πόλη ως εξής: “….είναι ένα θαυμάσιο κάστρο ισχυρό, χτισμένο με πέτρα, με τριγωνικό σχήμα. Βρίσκεται πάνω σ’ ένα μικρό χωματένιο λόφο. Είναι μικρό κάστρο. Στις δυο πλευρές του υπάρχουν υψηλά βουνά που κρέμονται από πάνω. Επάνω στα βουνά υπάρχουν καθαρά αμπέλια…. Μέσα στο κάστρο υπάρχουν εκατό περίπου σπίτια φτωχών Ελλήνων. Δεν υπάρχουν όμως πυριτιδαποθήκες, κανόνια, αποθήκες και τάφροι. Μόνο στη δυτική πλευρά βλέπει κανείς να υπάρχει μια κατεστραμμένη πύλη. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Όλα τα φιλανθρωπικά ιδρύματα είναι κάτω στην πόλη”. ‘Όπως συνάγεται μετά την κατάληψη από τους Οθωμανούς ο νέος οικισμός αναπτύσσεται έξω από το κάστρο. Η μεταφορά του οικισμού βοήθησε στη διατήρηση του βυζαντινού, γιατί αποφεύχθηκαν οι νεότερες επεμβάσεις έτσι ώστε να διευκολύνεται σήμερα η έρευνα από τους ειδικούς επιστήμονες.
Τα Όντρια
Τα Όντρια, όπως και στην ονομασία έτσι και στη μορφή τους, μοιάζουν να έχουν βγει από παραμύθι. Χωρίζονται στα Μεγάλα Όντρια, που βρίσκονται Νότια και στα Μικρά Όντρια, που αποτελούν το Βόρειο τμήμα του παράξενου αυτού ορεινού όγκου. Παλιότερα τα ονόμαζανΌντρα, ή Λόντρια. Αποτελούν Ανατολική προέκταση του κυρίως κορμού του Βοΐου. Ξεκινούν απότομα από το διάσελο που σχηματίζεται Βόρεια του Παλιοκριμηνίου και καταλήγουν ομαλά μετά από 20 περίπου χιλιόμετρα πριν το Άργος Ορεστικό. Στην ένωση των δύο οροσειρών βρίσκεται το σημείο το οποίο οι παλιοί ονόμαζαν Πόρτα της Πίνδου, μιας κι εκεί το Βόιο σχηματίζει άνοιγμα, επιτρέποντας την είσοδο για διάσχιση βαθιά μέσα στα σπλάχνα του.
Κορυφές των Οντρίων είναι η Μεγάλη και η Μικρή Οτρά με υψόμετρο τα 1.589 και τα 1.530 μέτρα αντίστοιχα. Η όψη τους, με το τριγωνικό σχήμα και τους πολύμορφους βράχους, είναι πολύ ιδιαίτερη. Βέβαια, κάθε βουνό είναι μια μοναδική φυσική παρουσία που δύσκολα επαναλαμβάνεται, τα Όντρια όμως είναι κάτι πέρα για πέρα ξεχωριστό. Πρόκειται για δύο τεράστια δασοσκεπή κεκλιμένα οροπέδια κάθετα προς όλες τις κατευθύνσεις εκτός από την Ανατολική. Αυτό των Μεγάλων Οντρίων έχει διάμετρο 2,5 χλμ. και το αντίστοιχο των Μικρών Οντρίων 1,7 χλμ. Τριγύρω τους υπάρχουν κάθετοι βράχοι σε ύψος από 50 έως 100 μέτρα και έπειτα βαθιές και απότομες χαράδρες, αφήνοντας λίγες μόνο εισόδους προς την κορυφή.
Τα ασβεστολιθικά πετρώματα που απαντώνται ευνοούν το έντονο ανάγλυφο και τη δημιουργία σπηλαίων. Μερικά από τα σπήλαια που έχουν καταγραφθεί είναι το Σπήλαιο των Νερών, η Κλεφτότρυπα, η Σπηλιά του Νάνου, η Τρύπα του Κωστάκη, το Σπήλαιο στη βρύση του Μπρεζ και η Σπηλιά του Αϊ-Μηνά. Αίσθηση προκαλούν οι παλιοί θρύλοι για τουςλάκκους, δηλαδή τις καταβόθρες, τα άγνωστα μονοπάτια και τα μυστηριακά δάση που υπάρχουν εκεί. Εντυπωσιακή είναι και η παρουσία σπάνιων απολιθωμάτων, που φθάνουν μέχρι την περιοχή του Νόστιμου και του Σκαλοχωρίου.
Το Φράσγμα του Πραμόριτσα
Τη ροή των πηγών του Πραμόριτσα, που ξεκινάει ψηλά από τον Αηλιά και το Παλιοκριμήνι, έχει σταματήσει το ομώνυμο φράγμα, σχηματίζοντας την τεχνητή λίμνη του Βυθού, η οποία έχει αρχίσει να γίνεται ένας πλούσιος βιότοπος ψαριών και πτηνών, προσφέροντας στην περιοχή ένα νέο εκπληκτικό τοπίο. Η λίμνη δημιουργήθηκε το έτος 2008 συγκρατώντας τα ορμητικά νερά του ποταμού. Το μέγιστο βάθος της εκτιμάται ότι ξεπερνάει τα 50 μέτρα και το μέγεθός της τα 307 στρέμματα. Η περίμετρος της λίμνης είναι 5 χιλιόμετρα και όταν η στάθμη πέφτει στη βόρεια πλευρά ξεπροβάλλουν 2 νησάκια.
Πανέμορφος όμως ήταν και ο τόπος που τώρα καλύπτουν τα νερά της. Εκεί είχαν τα χωράφια και τους κήπους τους οι κάτοικοι του Βυθού, τα οποία απλόχερα χάρισαν για το κοινό καλό. Σήμερα τα νερά της λίμνης υδροδοτούν όλους σχεδόν τους οικισμούς της Επαρχίας Βοΐου. Εδώ όπου το ποτάμι κινούνταν απότομα ανάμεσα σε απόκρημνους βράχους βρίσκονταν και το πανέμορφο πέτρινο γεφυράκι του Βυθού, το Ζντρουγκογέφυρο, επάνω στο μονοπάτι που ένωνε το χωριό με τον Αυγερινό και την Αγ. Σωτήρα.