Τα σπήλαια του Δυρού
Σπήλαια με πανάρχαια ιστορία και διαχρονική ομορφιά, τα Σπήλαια του Δυρού θα σας οδηγήσουν σ’ ένα μαγευτικό κόσμο χρωμάτων και σχημάτων.
Λιμναίο σπήλαιο, το Σπήλαιο της Βλυχάδας ή Γλυφάδας σχηματίζει μεγάλες αίθουσες με ποιητικά ονόματα όπως Ανάκτορο του Ποσειδώνα, θάλασσα των Ναυαγίων, Λευκά Διαμερίσματα… Για να επισκεφτείτε το σπήλαιο αυτό, θα επιβιβαστείτε σε βάρκα, η οποία διασχίζει το επισκέψιμο τμήμα του, σε μια περιήγηση που διαρκεί περίπου 45 λεπτά.
Στο γειτονικό σπήλαιο Αλεπότρυπα, με πλούσιο διάκοσμο και σημαντικά ανθρωπολογικά ευρήματα της Ύστερης Νεολιθικής Εποχής (4800-3200 π.Χ.) κατοικούσε μια μικρή κοινότητα ανθρώπων, την ιστορική πορεία της οποίας διέκοψε ένας σεισμός. Τα ευρήματα αυτά έχετε την ευκαιρία να τα δείτε από κοντά στο Νεολιθικό Μουσείο του Δυρού, που βρίσκεται στην είσοδο αυτού του σπηλαίου, το οποίο δεν είναι επισκέψιμο.
Στο τρίτο σπήλαιο, το Καταφύγι, θα εντυπωσιαστείτε από τον ενδιαφέροντα διάκοσμο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες και την εντυπωσιακή ακουστική στην «Αίθουσα της Αποθέωσης»!
Μυστράς
Ο Μυστράς ήταν Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου και απέχει έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης. Σήμερα είναι ερειπωμένος και αποτελεί πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού των δύο τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου. Η ιστορία “της νεκρής πολιτείας” σήμερα του Μυστρά αρχίζει από τα μέσα του 13ου αιώνα όταν συμπληρώθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Το 1249 ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλαρδουίνος έκτισε το κάστρο του στην ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου, στην κορυφή ενός υψώματος με απότομη και κωνοειδή μορφή που λεγόταν Μυστράς ή Μυζυθράς λόγω του σχήματός του ή εκ του ονόματος του παλαιότερου ιδιοκτήτη που λεγόταν Μυζηθράς.
Καιάδας
Το σπήλαιο Καιάδας βρίσκεται κοντά στο χωριό Τρύπη, σε απόσταση 10χλμ. από τη Σπάρτη, δίπλα στο δημόσιο δρόμο Σπάρτης-Καλαμάτας. Είναι σπηλαιοβάραθρο μήκους περίπου 50 μ. κατά το ερευνημένο του τμήμα, με κλίση που κυμαίνεται από 35ο – 50ο. Η σημερινή είσοδος του, πλάτους περίπου 0,50 μ., βρίσκεται περίπου 30 μ. ψηλότερα από τον δημόσιο δρόμο. Η αρχική είσοδος διανοιγμένη σε ψηλότερο επίπεδο είναι σήμερα επιχωμένη. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ο Καιάδας βρισκόταν σε φαράγγι κοντά στην Τρύπη. Η παρουσία βαράθρου με ανθρώπινα οστά στην Τρύπη ήταν αρκετά χρόνια γνωστή, αλλά η πρώτη αυτοψία έγινε το 1983. Ο κύριος όγκος των ανθρώπινων οστών ήταν συγκεντρωμένος στο βαθύτερο τμήμα του σπηλαιοβαράθρου όπου έχει δημιουργηθεί παχύτατη επίχωση. Οστά βρέθηκαν και σε φυσικές σχισμές ή εσοχές αρκετά ψηλότερα από το σημερινό δάπεδο. Πρόκειται, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της ανθρωπολογικής μελέτης, για σκελετούς κυρίως ώριμων ανδρών και λίγων γυναικών που κατέληξαν εκεί ως ακέραια σώματα και όχι ως ελεύθερα οστά.
Το σπηλαιοβάραθρο αυτό μπορεί να συνδεθεί με τις αρχαίες μαρτυρίες για τη μορφή και τον προορισμό του Καιάδα και ειδικότερα με τη χρήση του από τους Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια των Μεσσηνιακών πολέμων (8ος – 5ος αι. π.Χ.) για τον καταποντισμό των εχθρών τους ή και άλλων καταδίκων. Λείπουν όμως προς το παρόν τεκμήρια για την ακριβή χρονολόγηση του οστεολογικού υλικού.
Το αρχαίο θέατρο της Σπάρτης
Το ρωμαϊκό θέατρο της Σπάρτης, αποτελεί το πιο εντυπωσιακό μνημείο της λεγόμενης Ακρόπολης της Σπάρτης. Η πρώτη φάση κατασκευής του θεάτρου χρονολογείται στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια και καταλαμβάνει 14.000 τετραγωνικά μέτρα. Ακόμη και σήμερα, που δεν είναι ανασκαμμένο πλήρως, αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα αξιοθέατα του αρχαιολογικού χώρου της Σπάρτης. Το συνολικό πλάτος του θεάτρου είναι 114 μέτρα και πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της αρχαίας Ελλάδας.
Το κοίλον του ήταν χωρισμένο σε δύο διαζώματα (θέατρο και επιθέατρο) και το κυρίως θέατρο είχε εννέα κερκίδες με τριάντα σειρές εδράνων, ενώ το επιθέατρο είχε δεκαέξι με είκοσι σειρές εδράνων. Στο χώρο αυτό, εκτιμάται ότι μπορούσαν να χωρέσουν περί τους 16.000 θεατές. Το κοίλον υποστηριζόταν στα νότια από δύο υψηλούς αναλημματικούς τοίχους. Με αυτόν τον τρόπο συγκρατήθηκαν τα χώματα που συσσωρεύτηκαν για να δημιουργηθεί μεγαλύτερος χώρος για το κοίλον.
Η σκηνή αρχικά ήταν ξύλινη, κινητή και μεταφερόταν πάνω σε τροχούς. Αποθηκευόταν πάνω στη σκηνοθήκη, ένα κτήριο το οποίο βρισκόταν στη θέση της δυτική παρόδου, όπως δείχνουν οι τρεις τροχιές πάνω στις οποίες
μεταφερόταν η κινητή σκηνή. Αργότερα, κατασκευάστηκε μόνιμη σκηνή, η οποία υπέστη μετατροπές και επεκτάσεις κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. όπως δείχνει ένα ενιπόγραφο επιστύλιο το οποίο φέρει το όνομα του αυτοκράτορα Βεσπασιανού ως δωρητή, αλλά και κατά το 2ο και τον 3ο αιώνα μ.Χ. Τελευταία πληροφορία για επέμβαση στο θέατρο στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. προέρχεται από επιστύλιο της σκηνής που αναφέρει τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Μετά τη δημιουργία της λίθινης σκηνής, στο χώρο της σκηνοθήκης κατασκευάστηκε ένα Νυμφαίο, μια μακρόστενη δεξαμενή με πεταλόσχημες απολήξεις στις δύο στενές πλευρές. Από τους δύο αναλημματικούς τοίχους του κοίλου, οι οποίοι είχαν επενδυθεί με λευκό μάρμαρο, ο ανατολικός παρουσίαζε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Σε αυτόν αναγράφετονταν τα ονόματα των αξιωματούχων της πόλεως σε ετήσια βάση. Αποτελεί, λοιπόν, ο τοίχος αυτός από μόνος του ένα “λίθινο” αρχείο της πόλης της Σπάρτης. Στην ανατολική πάροδο κατασκευάστηκε, σε επαφή με τον αναλημματικό τοίχο, κλίμακα, που οδηγούσε στο άνω διάζωμα του θεάτρου.
Οι τελευταίες έρευνες της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής στο θέατρο, απέδειξαν ότι στην ανώτερη απόληξη του θεάτρου, πάνω και από το επιθέτρο και περιμετρικά σε αυτό, είχε κατασκευαστεί στοά ώστε να καταφεύγουν εκεί οι θεατές σε περίπτωση βροχής.
Το θέατρο, μετά τις επιδρομές βαρβαρικών φυλών τον 4ο αιώνα μ.Χ. και την περιτείχιση της ακρόπολης, εγκαταλείφθηκε ως χώρος συγκεντρώσεων. Κατά τη Βυζαντινή εποχή, το κοίλον του καταλήφθηκε από σπίτια. Τα σπίτια αυτά αλλά και αφαίρεση λίθων του θεάτρου στα νεώτερα χρόνια για οικοδομικούς σκοπούς, αμβλύνει την εικόνα που σχηματίζει ο επισκέπτης για το μεγαλοπρεπές αυτό θεατρικό οικοδόμημα, το οποίο ο περιηγητής Παυσανίας περιγράφει ως “λίθου λευκού, θέας άξιον”.
Το Γεράκι της Λακωνίας
Το Γεράκι, κωμόπολη της Λακωνίας, βρίσκεται 39 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Σπάρτης με συντεταγμένες N36 59.663 E22 42.226 και σε υψόμετρο 300 μέτρων από την θάλασσα και είναι ίσως από τις ελάχιστες περιοχές της Ελλάδος, που παρουσιάζουν ιστορικό βίο σχεδόν 2.500 χρόνων, χωρίς διακοπή. Ανήκει μαζί με τον οικισμό Βελωτά, στο δημοτικό διαμέρισμα Γερακίου, του δήμου Γερονθρών, του νομού Λακωνίας. Κατά την απογραφή του 2001 το δημοτικό διαμέρισμα Γερακίου είχε 1.372 κατοίκους, από τους οποίους 1.341 κατοικούσαν στο Γεράκι και 31 στα Βελωτά. Στο παρελθόν είχε 2500 περίπου κατοίκους, πληθυσμός που έχει πλέον ελαττωθεί. Αν και μικρό το χωριό έχει συνεχή ιστορικό βίο από την προϊστορική εποχή ως και την σύγχρονη συνεχώς κατοικείται και ακμάζει. Στη σημερινή εποχή το Γεράκιον είναι ευημερούσα περιοχή με εργατικούς κατοίκους που έχουν αναπτύξει την ελαιοκομία. Τα προϊόντα που βγάζει το χωριό είναι το σιτάρι, το κριθάρι, το λάδι, το κρασί και λίγα σύκα και μέλι. Οι γυναίκες ασχολούνται με την υφαντουργία και τα κιλίμια του Γερακίου που φημίζονται σε όλη την Σπάρτη και είχαν βραβευθεί στις εκθέσεις της Βιέννης και του Ζαππείου. Σήμερα ο Δήμος Γερονθρών με έδρα το Γεράκι, περιλαμβάνει επίσης και τα χωριά Αλεποχώρι, Καλλιθέα, Καρίτσα καθώς και τον οικισμό Βελωτά. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, ο συνολικός πληθυσμός του Δήμου είναι 1.959 κάτοικοι, από τους οποίους 1.341 κατοικούν στο Γεράκι, 228 στην Καρίτσα, 210 στην Καλλιθέα, 149 στο Αλεποχώρι και 31 στα Βελωτά.
Ο επισκέπτης μπορεί να σεργιανίσει στα στενά δρομάκια του με τα πέτρινα αρχοντικά και τις θολωτές αυλόπορτες, να ξεκουραστεί στην πλακόστρωτη πλατεία με τα παραδοσιακά καφενεία και τις ταβέρνες, να αγναντέψει ολόκληρη τη Λακωνία (θέαμα μοναδικό), να καμαρώσει το ψηλό ανάστημα του Ταϋγέτου και το Λακωνικό κόλπο. Μπορεί να επισκεφθεί την ακρόπολη, να ανηφορίσει στο μεσαιωνικό κάστρο και να αφουγκραστεί τους θρύλους και τις παραδόσεις μέσα από τα ευρήματα και τα χαλάσματα. Μπορεί να σπουδάσει την αρχιτεκτονική των 30 βυζαντινών ναών του (12ου-15ου αιώνα) και μέσα από τις σπάνιες τοιχογραφίες να αγγίξει τη σφαίρα της θρησκευτικής ανάτασης της εποχής εκείνης. Ο επισκέπτης μπορεί ακόμα σε 20 λεπτά να φτάσει σε υψόμετρο 1.200 μ. (στον Κοσμά) και σε 30 λεπτά στα λιμανάκια του Λακωνικού κόλπου.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές, έχουν φέρει στο φως αρκετά αντικείμενα της προϊστορικής εποχής. Επίσης αγγεία της Μυκηναϊκής και γλυπτά της Δωρικής περιόδου, μερικά από τα οποία είναι εκτεθειμένα στο Μουσείο της Σπάρτης. Τέλος, διατηρούνται ακόμη λείψανα υδραγωγείου και βαλανείου της Ρωμαϊκής εποχής, τέσσερις Ναοί από την πρώτη βυζαντινή περίοδο, το μέχρι σήμερα σωζόμενο Κάστρο από τη Φραγκοκρατία, τουλάχιστον 20 ναοί από τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο και 6 ναοί μεταξύ των οποίων και ο σημερινός καθεδρικός της κωμοπόλεως από την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Οι Γερακίτες, δραστήριοι και δημιουργικοί γόνοι πανάρχαιας κληρονομιάς είναι από τους πρώτους έλληνες που μετανάστευσαν στην Αμερική σε μεγαλύτερο, συγκριτικά με άλλες περιοχές βαθμό, πριν το 1880 και ίδρυσαν τους πρώτους πυρήνες της διασποράς, οι οποίοι αργότερα σχημάτισαν τις ανθούσες σήμερα εκεί ελληνικές παροικίες.
Σήμερα το Γεράκι, χάρις στην εργατικότητα και φιλοπονία των κατοίκων του, είναι από τις πλέον ανθηρές οικονομικά και φιλοπρόοδες κοινότητες της Λακωνίας. Η κυριότερη ενασχόληση των κατοίκων του Δήμου είναι η καλλιέργεια της ελιάς με ετήσια παραγωγή βρώσιμης ελιάς και ελαιολάδου 1.100 και 1.500 τόνων αντιστοίχως. Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Γερακίου, εκτός από το εργοστάσιο παραγωγής ελαιολάδου, διαθέτει και μονάδα τυποποίησης της βρώσιμης ελιάς τύπου Καλαμών. Με την κτηνοτροφία, η οποία αριθμεί περίπου 25.000 αιγοπρόβατα ασχολούνται αρκετές οικογένειες του Δήμου, ιδιαιτέρως στα μικρότερα χωριά.
Μέζαπος – Μάνη
Η πρώτη επιλογή του ταξιδιώτη που βρίσκεται στην Αρεόπολη είναι βέβαια να ταξιδέψει κατά το νοτιά. Τα ψηλά βουνά υποχωρούν για λίγο, για να αφήσουν να περάσει μια διαδρομή προς τον Κότρωνα και τα άλλα χωριά της χερσονήσου που βρίσκονται από την πλευρά του Λακωνικού κόλπου.
Η άλλη διαδρομή βυθίζεται ομαλά στην κυρίως Μάνη. Πρώτος σταθμός αυτής της διαδρομής το χωριό Πύργος, όπου εκεί βρίσκονται τα περίφημα Σπήλαια Διρού. Η διαδρομή με βάρκα μέσα στο σπήλαιο «Γλυφάδα» είναι μια αποκάλυψη. Το μικρό σκάφος διατρέχει 1.200 μέτρα υπόγειου ποταμού, ανάμεσα σε πανδαισία σχημάτων και χρωμάτων που δημιουργούν τα νερά, οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες.
Μετά η Χαρούδα, ο Δρύαλος, η Μίνα, αντιπροσωπευτικά μανιάτικα χωριά δεξιά και αριστερά της βασικής διαδρομής. Συχνές οι προκλήσεις να παρακάμψεις και να ακολουθήσεις τους στενούς δρόμους οι οποίοι οδηγούν ανάμεσα στις ξερολιθιές σε κάποια συστάδα κυπαρισσιών που κρύβει μια βυζαντινή ή μεταβυζαντινή εκκλησία – κομψοτέχνημα, σε κάποιον οικισμό του οποίου οι αγέρωχοι πύργοι προβάλλουν μέσα από τις ελιές και τις φραγκοσυκιές.
Αφήνεις να σε οδηγήσει η διαίσθησή σου· και ένας τέτοιος δρόμος σε φέρνει στον Μέζαπο, στον μικρό ψαράδικο οικισμό μέσα στον ωραίο κόλπο τον οποίο προφυλάσσει η χερσόνησος Τηγάνι. Εκεί κοντά βρίσκεται η εκκλησία της «Βλαχέρνας» και δίπλα της ένας πύργος από τους πολλούς που φτάνουν ως τη θάλασσα. Η πιο γλαφυρή εικόνα της Μάνης, αλλά και της εγκατάλειψης.
Και η χερσόνησος Τηγάνι όμως αποτελεί πρόκληση ιδιαιτέρως για τους φίλους της πεζοπορίας. Πιο κάτω από τον Μέζαπο, από το Σταυρί, ξεκινά ένας βατός χωματόδρομος ως την Αγία Κυριακή, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα πυργόσπιτο. Από εκεί χρειάζονται 45 λεπτά πεζοπορίας ως τα ερείπια του φράγκικου κάστρου του 13ου αιώνα.
Από πολλούς αυτό το κάστρο ταυτίζεται με εκείνο της Μεγάλης Μαΐνης, από το οποίο ήλεγχε όλη τη Μάνη και κατά μία εκδοχή πήρε το όνομά της από αυτό. Άλλοι ερευνητές τοποθετούν το κάστρο της Μαΐνης κοντά στο Πόρτο Κάγιο.
Σαϊνοπούλειο Αμφιθέατρο
Στη Μαγούλα βρίσκεται το Σαϊνοπούλειο Αμφιθέατρο στο οποίο ανεβαίνουν σημαντικές παραστάσεις (από αρχαία θεατρικά έργα μέχρι συναυλίες απο σπουδαίους καλλιτέχνες). Έχει χαρακτηριστεί ως το ωραιότερο νεόκτιστο θέατρο της Ελλάδας, με φυσική σκηνογραφία την καστροπολιτεία του Μυστρά. Ο Μάνος Χατζιδάκις, είχε χαρακτηρίσει το Σαϊνοπούλειο ως το ωραιότερο θέατρο της Ελλάδας μετά την Επίδαυρο.
Αναρριχητικό Πάρκο Λαγκάδας Ταϋγέτου
Βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα μετά τον οικισμό της Τρύπης, στο 15ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Σπάρτης – Καλαμάτας και μπορεί να πάει κανείς είτε με Ι.Χ. είτε με το λεωφορείο της γραμμής Σπάρτης – Καλαμάτας. Έχει άνοιγμα άνω των 50 διαδρομών αθλητικού χαρακτήρα, που αναπτύσσονται σε τέσσερα πεδία: Αλώνι, Πετσάνες, Τουρλίτσα, και Στάνη και κινούνται κυρίως σε πλάκες και αρνητικά. Όλες οι διαδρομές είναι επαρκώς ασφαλισμένες με ανοξείδωτα βύσματα 10 χιλιοστών (και σε κάποιες περιπτώσεις 12 εκατοστών) και η επιστροφή γίνεται με ραπέλ από ρελέ εξοπλισμένο με δύο ασφάλειες. Είναι υψηλής αισθητικής και δυσκολίας και απευθύνονται σε αναρριχητές που θέλουν να έρθουν σε επαφή με υψηλό επίπεδο αναρριχητικών προβλημάτων.
Καλύτερη εποχή για αναρρίχηση θεωρείται το διάστημα από τα μέσα Μαΐου έως τα μέσα Οκτωβρίου. Το υψόμετρο, περίπου 800 μέτρα, η θέση και ο προσανατολισμός των πεδίων δημιουργούν ευχάριστες συνθήκες αναρρίχησης ακόμα και τις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού.
Ο θολωτός τάφος του Βαφειού
Σημαντικό μνημείο στην κοιλάδα του Ευρώτα, είναι ο περίφημος θολωτός τάφος του Βαφειού. Ο θάλαμος του τάφου, έχει διάμετρο 10,2 μέτρων, στον οποίον οδηγεί δρόμος μήκους 29,8 μέτρων και πλάτους 3,18 μέτρων έως 3,45. Από τον τάφο αυτό, προέρχονται τα δύο γνωστά χρυσά κύπελλα που εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας, και απεικονίζουν σύλληψη ταύρου και σκηνή βοσκής ταύρων και αγελάδα, και χρονολογούνται γύρω στο 1500 π.Χ. Εκτός από τα δύο αυτά πολύ γνωστά ευρήματα, στο δάπεδο του τάφου βρέθηκαν σφραγιδόλιθο, 2 χρυσά δαχτυλίδια, χρυσές και αργυρές περόνες, και σε έναν κτιστό λάκκο, πολεμικά όπλα, εγχειρίδια, αργυρά και χρυσά αγγεία. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο μυκηναϊκό τάφο που έχει αποκαλυφθεί στη Λακωνία. Σήμερα , η εικόνα του έχει αλλάξει αφού αποτέλεσε πηγή πορισμού οικοδομικού υλικού κατά τα νεώτερα χρόνια και μεγάλο μέρος των λίθων του απομακρύνθηκε. Από την εποχή του εντοπισμού του, στις αρχές του 19 αιώνα μέχρι σήμερα, ο τάφος αυτός κεντρίζει το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, ως προς τον εντοπισμό του οικισμού στον οποίο ανήκε.
Σπήλαιο Απήδημα
Στην παράλια θέση μεταξύ των κόλπων Δυρού και Λιμενίου εντοπίζεται ένα σύστημα καρστικών κοιλωμάτων διανοιγμένων στο ασβεστολιθικό μέτωπο της κρημνώδους ακτής της Δυτικής Μάνης. Πρόκειται για τέσσερα μικρά σπήλαια που βρίσκονται σε ύψος 4μ., 9,5μ.,18μ. και 24μ. αντίστοιχα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας και έχουν τα τρία πρώτα νότιο και το τέταρτο δυτικό προσανατολισμό. Η σημασία της θέσης έγκειται στον εντοπισμό και στα τέσσερα σπήλαια, στρωμάτων Μέσης και Ανώτερης Παλαιολιθικής κατοίκησης, κυρίως ανθρώπινων σκελετικών ευρημάτων, πολύ σημαντικών για την παλαιοανθρωπολογία του Ελλαδικού χώρου αλλά και την ανθρώπινη εξέλιξη στην Ευρώπη. Την ανασκαφική έρευνα διεξήγαγε το Ανθρωπολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μεγίστης σημασίας είναι τα ανθρώπινα απολιθωμένα κρανιακά οστά από εσοχή του τοιχώματος, που μπορούν να τοποθετηθούν χρονολογικά από 100.000-300.000 χρόνια π.Χ. και ταξινομούνται σε αρχαϊκές μορφές του Homo sapiens (Προ-Νεάντερταλ).
Ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου
Στην βορειοδυτική πλευρά της ακρόπολης της Σπάρτης, πάνω από το κοίλο του μεταγενέστερου θεάτρου, εντοπίζονται τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ιερού της Αθηνάς Χαλκιοίκου. Η Θεά, ονομαζόταν αρχικά Πολιάς, όπως φαίνεται και από την περίφημη στήλη που απαριθμεί τις νίκες σε αγώνες του Δαμώνονος και του γιου του Ενυμακρατίδα και η οποία σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Σπάρτης. Όμως από τα τέλη τουλάχιστον του 5ου αιώνα π.Χ. η θεά επονομάζεται και χαλκίοικος, ονομασία που οφείλεται στη διακόσμηση του εσωτερικού του ιερού (ή του αγάλματος της θεάς) με χάλκινες ανάγλυφες πλάκες ή ελάσματα.
Κατά τον Παυσανία, η οικοδόμηση του ιερού άρχισε από τον Τυνδάρεω, πατέρα της Ελένης, αλλά δεν ολοκληρώθηκε. Η παράδοση αυτή απηχεί και την αρχαικότητα του ιερού σε σχέση με άλλα ιερά της Σπάρτης. Σύμφωνα με τα πορίσματα της ανασκαφικής έρευνας, η πρώτη φάση του ιερού μπορεί να χρονολογηθεί στα γεωμετρικά χρόνια. Ανακαίνισή του έγινε από τον λακεδαιμόνιο καλλιτέχνη Γιτιάδα, που έζησε μάλλον κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. και ήταν ταυτόχρονα ποιητής, μουσικός, αρχιτέκτονας και χαλκοπλάστης.
Η ανασκαφή στο χώρο του ιερού των κλασικών χρόνων, αποκάλυψε μόνο το νότιο τμήμα του περιβόλου του ναού μήκους 25,2 μέτρων και μικρά τμήματα του αντίστοιχου δυτικού και ανατολικού περιβόλου. Το νότιο τμήμα του περιβόλου, κατασκευασμένο από αδρά επεξεργασμένους πολυγωνικούς λίθους, αποτέλεσε τα μεταγενέστερα χρόνια το ανάλημμα για την οικοδόμηση κτηρίων μετά την εγκατάλειψη του ιερού. Στα νότια του περιβόλου, και παράλληλα με αυτόν αποκαλύφθηκε τοίχος στωικού οικοδομήματος. Ο ναός της χαλκιοίκου, πρέπει να είχε τη μορφή ενός σηκού, και χτίστηκε για να στεγάσει το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς. Το καθαυτό ναϊκό χτίσμα θα κάλυπτε μάλλον ένα μικρό κομμάτι του χώρου και μέσα στον περίβολο του ιερού θα υπήρχαν και άλλα κτίσματα. Δυστυχώς τα σωζόμενα ερείπια είναι σήμερα λίγα, εξαιτίας της έντονης ανοικοδόμησης του χώρου κατά τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια και τα βυζαντινά χρόνια. Όμως κοντά στο νότιο τοίχο του περιβόλου, ανεσκάφη αποθέτης, μέσα στον οποίον βρέθηκαν και τα τμήματα αγάλματος σπαρτιάτη πολεμιστή, που επονομάστηκε, Λεωνίδας.
Η γέφυρα του Ευρώτα
Τμήμα από το ποδαρικό αρχαίας γέφυρας του Ευρώτα εντοπίζεται σήμερα μέσα στην κοίτη του ποταμού, σε μικρή απόσταση βόρεια και δυτικά από τη σύγχρονη, τσιμεντένια γέφυρα. Τα σωζόμενα λείψανα ανήκουν σε ποδαρικό γέφυρας που κατασκευάστηκε από τον Γάιο Ιούλιο Ευρυκλή στο τέλους του 1ου αιώνα π.Χ., επισκευάστηκε στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. από τον Ιούλιο Παυλείνο, όπως γνωρίζουμε από επιγραφική μαρτυρία, και ανακατασκευάστηκε από το μοναχό Νικόδημο κατά το έτος 1027 σύμφωνα με δεύτερη, χαμένη σήμερα επιγραφή. Στις αρχές του αιώνα ήταν ορατά δύο ποδαρικά της γέφυρας. Σήμερα είναι ορατό ένα ποδαρικό διαστάσεων 3×6μ. ενώ το δεύτερο βρίσκεται πιθανότατα θαμμένο στις προσχώσεις του ποταμού.
Μάνη
Η Μάνη είναι ιστορική περιοχή της Πελοποννήσου που καλύπτει τη χερσόνησο του Ταϋγέτου. Γεωγραφικά η κυρίως Μάνη ή “Μέσα Μάνη”, όπως ονομάζεται τοπικά, ορίζεται από τον αυχένα του Ταΰγετου Σαγιά και καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο. Η Μέσα Μάνη διακρίνεται με βάση την κατά μήκος κορυφογραμμή στην Ανατολική Μάνη ή Προσήλια Μάνη, που βλέπει προς το Λακωνικό Κόλπο και στη Δυτική Μάνη ή απόσκερη ή αποσκερή Μάνη, που βλέπει στο Μεσσηνιακό Κόλπο. Βορειότερα της Δυτικής Μάνης, δηλαδή από την περιοχή της Καρδαμύλης, βρίσκεται η Μεσσηνιακή Μάνη, ή όπως την αποκαλούν τοπικά η Έξω Μάνη. Ο χωρισμός αυτός διακρίνεται και στα επίθετα των κατοίκων, όπου της μεν Λακωνικής Μάνης καταλήγουν σε -άκος και στη Μεσσηνιακή Μάνη σε -έας.
Η περιοχή της Μάνης περιλαμβάνει τις άλλοτε επαρχίες του Γυθείου και Οιτύλου της Λακωνίας. Η συνολική της έκταση φθάνει τα 1800 τετ. χλμ. επί συνολικού μήκους 75χλμ. και μέγιστου πλάτους 28χλμ. που καταλήγει στο Ακρωτήριο Ταίναρο, με σπονδυλική στήλη το όρος Ταΰγετος και ψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία (2404μ). Ο συνολικός πληθυσμός της το 1961 έφθανε τους 20.300 κατοίκους, που ζούσαν σε 150 περίπου οικισμούς.
Σήμερα, μετά τη διοικητική αναδιοργάνωση Καλλικράτης, η Μάνη αποτελείται από τους δήμους Δυτικής Μάνης, με έδρα την Καρδαμύλη, και Ανατολικής Μάνης, με έδρα το Γύθειο και ιστορική έδρα την Αρεόπολη.
Ο δήμος Δυτικής Μάνης ανήκει στην Π.Ε. Μεσσηνίας (πρώην νομό Μεσσηνίας) και προέκυψε από τη συνένωση των (καποδιστριακών) Μεσσηνιακών δήμων Λεύκτρου και Αβίας. Ο δήμος Ανατολικής Μάνης ανήκει στην Π.Ε. Λακωνίας (πρώην νομό Λακωνίας) και προέκυψε από τη συνένωση των Λακωνικών δήμων Σμήνους, Γυθείου, Οιτύλου και Ανατολικής Μάνης.
“Λεωνίδαιο”
Στο εσωτερικό της σύγχρονης πόλης, σημαντικό και εντυπωσιακό μνημείο είναι ο επονομαζόμενος «Τάφος του Λεωνίδα», ή «Λεωνίδαιο». Πρόκειται για ένα ναόσχημο οικοδόμημα διαστάσεων 12,5×8,30 μ. κατασκευασμένο από μεγάλες λιθόπλινθους, που μπορεί να χρονολογηθεί τον 5ο αιώνα π.Χ. ή λίγο αργότερα. Το εσωτερικό του κτιρίου ήταν χωρισμένο σε δύο θαλάμους εκ των οποίων ο ανατολικός είχε μήκος 3,15μ. και είχε τη μορφή πρόναου με κίονες εν παραστάσει. Αν και το μνημείο έχει συνδεθεί στη λαϊκή συνείδηση με τον Λεωνίδα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το συσχετισμό του με το θρυλικό βασιλέα. Παράλληλα, καμία πρόταση για την ταύτιση του μνημείου δεν είναι βέβαιη, αν και πολλοί μελετητές της τοπογραφίας της αρχαίας Σπάρτης αποδέχονται την άποψη ότι πρόκειται για το ναό του Απόλλωνος Καρνείου.
Λουτρά της Αράπισσας στην Μαγούλα
Στα νοτιοδυτικά της ακρόπολης της Σπάρτης, είναι ορατά σε μεγάλο ύψος λείψανα του μεγάλου λουτρικού συγκροτήματος των ρωμαϊκών χρόνων. Τμήματα του χώρα ανασκάφηκαν από την Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή, το έτος 1906. Κατά την ανασκαφή αυτή αποκαλύφθηκαν χώροι με υπόκαυστα δάπεδα και άλλοι με ψηφιδωτά. Για την ανοικοδόμηση των τοίχων του λουτρού είχαν χρησιμοποιηθεί σε πολλά σημεία αρχιτεκτονικά μέλη σε Β’ χρήση, ανάμεσα στα οποία και παραστάδες με ανάγλυφες μορφές Ηρακλέους, που φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης. Δύο από αυτές εκτίθενται σήμερα δεξιά και αριστερά της εισόδου του. Η πρώτη φάση της ανοικοδόμησης του κτηρίου έχει τοποθετηθεί στο 2ο αιώνα μ.Χ. και μια δεύτερη στον 3ο αιώνα μ.Χ. Οι σωστικές ανασκαφές σε οικόπεδα της περιοχής κατά τα έτη 2004-2005 έδειξαν ότι το λουτρό εγκαταλείφθηκε κατά την ύστερη αρχαιότητα και ο χώρος μετατράπηκε σε νεκροταφείο, πιθανότατα κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ.
Σύμφωνα με νεώτερη άποψη, το λουτρικό συγκρότημα μπορεί να ταυτιστεί με τμήμα του γνωστού από τον Παυσανία γυμνασίου του Πλατανιστά, της εποχής του Ανδριανού.
Ο επισκέπτης του χώρου βλέπει σήμερα τους εντυπωσιακούς τοίχους του ρωμαϊκού κτηρίου από οπτοπλινθοδομή, σε ένα μάλιστα σημείο η σύγχρονη οδός περνά μέσα από τμήμα του κτηριακού συμπλέγματος. Τα ψηφιδωτά δάπεδα είναι σήμερα καταχωμένα.
Γύθειο
Το Γύθειο είναι ιστορική πόλη που βρίσκεται στη νότια Πελοπόννησο κοντά στις εκβολές του ποταμού Ευρώτα, αριστερά του μυχού του λακωνικού κόλπου. Είναι ο κυριότερος λιμένας του λακωνικού κόλπου. και ο δεύτερος της νότιας Πελοποννήσου (μετά την Καλαμάτα). Η νότια άκρη της πόλης του Γυθείου ενώνεται μέσω ενός μικρού προβλήτα με ένα μικρό νησί, την αρχαία Κρανάη ή Μαραθονήσι.
Σύμφωνα με τον γεωγράφο του 2ου αιώνα μ.Χ Παυσανία, ο ομηρικός Πάρης, πέρασε σε αυτό την πρώτη του νύχτα με την Ελένη, ύστερα από την αρπαγή της. Σύμφωνα με έναν αρχαίο θρύλο το Γύθειο ιδρύθηκε από τον Ηρακλή και τον Απόλλωνα. Υπήρξε κατά την αρχαιότητα το επίνειο (ο κύριος λιμένας) της Σπάρτης, που βρίσκεται 40 χιλιόμετρα βορειότερα. Πολλά ερείπια από την ρωμαϊκή εποχή διασώζονται στην ευρύτερη περιοχή, ενώ από την αρχαιότητα διασώζονται στη δε παλιά πόλη αρχαίο θέατρο, στο δε λόφο πίσω από την πόλη τα ερείπια ενός ιερού του Διονύσου.
Η σύγχρονη πόλη, υψώνεται αμφιθεατρικά πάνω από τον λιμένα (ο ασφαλέστερος της ΝΑ Πελοποννήσου) από τον οποίο πραγματοποιούνται εξαγωγές κυρίως εσπεριδοειδών πορτοκάλια, λάδι, ελιές και άλλα παράγωγα αυτών.
Ιερό Ορθίας Αρτέμιδος
Το ιερό της Ατρέμιδος Ορθίας, κτισμένο κοντά στις όχθες του Ευρώτα, στην περιοχή της αρχαίας κόμης των Λιμνών, αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα ιερά της σπαρτιατικής λατρείας σε όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης λειτουργίας του και σχετίστηκε από νωρίς με τον θεσμό της αγωγής των νέων Σπαρτιατών.
Στα πρώτα χρόνια η λατρευόμενη θεότητα αναφέρεται ως Ορθία, και πρέπει να θεωρηθεί ως θεά της σωτηρίας και την γονιμότητας και προστάτιδα της βλάστησης. Αργότερα η λατρεία της συνδέθηκε με εκείνη της Αρτέμιδος και το ιερό έγινε το θρησκευτικό κέντρο της εκπαίδευσης των νέων για να καταλήξει κατά τα αυτοκρατορικά χρόνια, χώρος αιματηρών θεαμάτων σύμφωνα με τα ήθη της εποχής.
Το αρχικό όνομα της θεάς (Ορθία) έχρηζε ερμηνείας ήδη από την αρχαιότητα. Έτσι από σχολιαστή του Πινδάρου παραδίδεται η ετυμολογία «ορθωσία: ότι ορθοί εις σωτηρίαν ή ορθοί τους γενώμενους». Μια δεύτερη ερμηνεία δόθηκε από τον περιηγητή Παυσανία στα ρωμαϊκά χρόνια: « Καλούσιν δεν ουκ Ορθίαν αλλά και Λυγοδέσμαν την αυτήν (ενν. Την Αρτέμιδα), ότι εν θάμνω λύγων ευρέθη περιειληθείσα δε η λύγος εποίησε το άγαλμα ορθόν». Οι απόπειρες ετυμολόγησης του ονόματος συνεχίστηκαν και από τη σύγχρονη έρευνα χωρίς μέχρι σήμερα να έχει δοθεί ακριβής ερμηνεία.
Οι πληροφορίες από τις φιλολογικές πηγές αλλά και τα ευρήματα των ανασκαφών του ιερού συνθέτουν μια εικόνα για τη φύση της λατρευόμενης θεότητας και τις τελετές που λάβαιναν χώρα προς τιμήν της στο ιερό. Ανάμεσα στα ευρήματα αυτά, μεγάλος είναι ο αριθμός των πήλινων προσωπείων του 7ου και 6ου αι. π.Χ. που αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή του ιερού και μας δίνουν μια μικρή εικόνα για τις τελετουργίες προς τιμήν της θεάς, αφού προφανώς ήταν αφιερώματα των συμμετεχόντων σε αυτές. Τα προσωπεία αυτά απεικονίζουν διάφορους τύπους : πολεμιστές, νέους, πορτρέτα, σατύρους, γοργόνεια, «καρικατούρες», και γεροντικές μορφές που είναι και ο πολυπληθέστερος τύπος. Ορισμένα προσωπεία έχουν μέγεθος μικρότερο του φυσικού, ενώ σε άλλα απουσιάζουν οι οπές για τα μάτια, τη μύτη ή το στόμα και δύσκολα θα μπορούσαν να φορεθούν, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλειστεί κάτι τέτοιο για τα προσωπεία μεγαλύτερου μεγέθους. Για το λόγο αυτό έχουν θεωρηθεί αναθηματικά ομοιώματα των προσωπείων από φθαρτά και ελαφρά υλικά, τα οποία χρησιμοποιούνταν σε τελετουργικά δρώμενα και χορούς που λάμβαναν χώρα στο ιερό προς τιμήν της θεάς, ενώ έχουν παραλληλιστεί με ανατολικά και φοινικικά προσωπεία και υποδηλώνουν κατά μία άποψη, την ανατολική προέλευση της λατρείας της Ορθίας στη Σπάρτη.
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι η λατρεία στο χώρο του ιερού άρχισε πιθανότατα κατά τον 9ο ή 8ο αιώνα π.Χ. Γύρω στο 700π.Χ. θα πρέπει πιθανότατα να χρονολογηθούν τα παλαιότερα αρχιτεκτονικά λείψανα που διασώθηκαν στο χώρο: λίγα τμήματα του περιβόλου και του βωμού του ιερού. Λίγο αργότερα, κτίστηκε ένας ναός μικρών διαστάσεων με ξύλινα δοκάρια, των οποίων σώθηκαν οι πλακοειδείς βάσεις κατά τον άξονα Α-Δ, για την καλύτερη στήριξη της στέγης και ένα βωμός ανατολικά του. Το οικοδόμημα αυτό, καταστράφηκε στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. πιθανότητα από πλημμύρα. Στη θέση του κτίστηκε ένας νέος ναός πάνω σε λίθινο κρηπίδωμα διαστάσεων 17×7.6 μέτρα. Ο ναός αυτός θα πρέπει να ήταν, όπως και οι μεταγενέστερες μετασκευές του, δίστυλος εν παραστέσει ναός. Η ανωδομή του από ομώς πλίνθους δεν διασώθηκε στις μέρες μας. Το αέτωμα του αρχαϊκού ναού κοσμούσαν αντωποί λέοντες, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το θραύσμα χαίτης λαίοντος και από δύο πώρινα αναθηματικά ανάγλυφα, πιθανότατα μιμήσεις του αετωματικού διακόσμου, που αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές και φέρουν παράσταση αντωπών λεόντων. Στα ανατολικά του ναού κτίστηκε ένας νέος επιμήκης ορθογώνιος βωμός. Ο δεύτερος αυτός ναός διατηρήθηκε έως τον 2ο αιώνα π.Χ. οπότε και επισκευάστηκε ή αντικαταστάθηκε πάνω στα ίδια θεμέλια.
Μεγάλη επέμβαση πραγματοποιήθηκε στο χώρο του ιερού κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα μ.Χ. όταν στα ανατολικά του ναού κτίστηκε ένα αμφιθέατρο διαμέτρου 54 μέτρων και ένας νέος μεγαλύτερος βωμός πιο κοντά στο ναό. Το αμφιθέατρο είχε κυκλική κάτοψη, η οποία διακοπτόταν στα δυτικά από το ναό που εισχωρούσε στο χώρο της ορχήστρας. Οι κατώτερες σειρές των εδωλίων στηρίζονταν σε έναν εσωτερικό δακτύλιο πάχους 3,5 μέτρων, ο οποίος διακοπτόταν από δύο κλίμακες. Από την εξωτερική πλευρά του δακτυλίου ξεκινούσαν ακτινωτά διατεταγμένοι τοίχοι που χρησίμευαν για την στήριξη των υπόλοιπων εδωλίων, ενώ ο εξωτερικός τοίχος της κατασκευής στηριζόταν σε μια σειρά από πεσσούς και αψίδες.
Η κατασκευή του αμφιθεάτρου ήταν αποτέλεσμα της φήμης του ιερού κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, όταν τελούνταν προς τιμής της θεάς το αγώνισμα της διαμαστίγωσης. Κατά τη διάρκειά του, οι έφηβοι, ακουμπώντας στο βωμό και παρακινούμενοι από τους ίδιους τους συγγενείς τους, υπέμεναν αγόγγυστα τη δοκιμασία του δημόσιου μαστιγώματος-μερικές μάλιστα φορές μέχρι θανάτου- και τέλος βραβεύονταν εκείνοι που παρέμεναν όρθιοι (βωμονίκες). Δίπλα τους στεκόταν η ιέρεια της θεάς κρατώντας το ξόανό της και, σύμφωνα με τις πηγές, παρακινούσε αυτούς που μαστίγωναν να δείχνουν μεγαλύτερο ζήλο στα κτυπήματα. Η τελετή συμβάδιζε με τις προτιμήσεις της εποχής για αιματηρά θεάματα στα οποία το πλήθος συνέρρεε.
Από την πληθώρα των ευρημάτων του ιερού, αναθημάτων στη θεά, ιδιαίτερα σημαντικά είναι επίσης τα πολυάριθμα αγγεία και χιλιάδες μικρών μολύβδινων ειδωλίων, έργα θαυμαστά για την ποικιλία των θεμάτων τους και την τεχνική τους. Τα τελευταία, απεικονίζουν θεότητες, πολεμιστές, ζώα, μυθολογικά όντα και άλλα θέματα. Έχουν θεωρηθεί προσφορές των απλών πολιτών ή υποκατάστατα των προσφορών από πολύτιμα μέταλλα και δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τη διακίνηση των μετάλλων στη Σπάρτη των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων.
Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει επίσης στο μεγάλο αριθμό μαρμάρινων αναθηματικών στηλών της ελληνιστικής και κυρίως ρωμαϊκής εποχής, οι οποίες σώζουν υποδοχές για την ένθεση δρεπανιών και σε ορισμένες περιπτώσεις τα ίδια τα δρεπάνια. Αυτά δίνονταν ως έπαθλα στους νικητές των αγώνων προς τιμήν της θεάς και θα πρέπει να θεωρηθούν σύμβολα του χαρακτήρα της Ορθίας ως θεότητας της βλάστησης και της γονιμότητας. Από τις επιγραφές των στηλών αυτών, αντλούμε πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τους αγώνες, τις ηλικίες των αναθετών, αλλά και την οργάνωση της σπαρτιατικής αγωγής. Μαθαίνουμε δηλαδή για τους αγώνες της μώας και της κελοίας (αγωνίσματα τραγουδιού και απαγγελίας) και του καθηρατορίου (αγωνίσματος που έμοιαζε με κυνήγι).
Σήμερα ο επισκέπτης βλέπει τα λείψανα του αμφιθεάτρου και την τελευταία οικοδομική φάση του ναού και του βωμού.
Η παλαιοχριστιανική Βασιλική
Στο χώρο της ακρόπολης είναι ορατά τα λείψανα μια μεγάλης εκκλησίας στον τύπο της Βασιλικής. Ο ναός αυτός ταυτίστηκε από τους ανασκαφείς του Cuttle, Αδαμαντίου και Σωτηρίου, με το ναό του Σωτήρος, το καθολικό της μονής που ίδρυσε ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε στην αγορά της Λακεδαιμονίας κατά το 10ο αιώνα. Η νεώτερη όμως έρευνα του μνημείου, έδειξε ότι αυτός οικοδομήθηκε κατά κατά τα τέλη της παλαιοχριστιανικής εποχής και πιθανότατα κατά τον 7ο αιώνα και θα μπορούσε πιθανότατα να ταυτιστεί με το μητροπολιτικό ναό της Λακεδαιμονίας.
Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, διαστάσεων 35×19,5 μέτρα και τριμερές ιερό βήμα με διπλά παραβήματα, το οποίο καταλήγει σε τρεις, τρίπλευρες εξωτερικά αψίδες. Το κυρίως ιερό χωρίζεται από τα παραβήματα με τοίχους, στους οποίους ανοίγονται δύο κόγχες. Στην κεντρική αψίδα υψώνεται σύνθρονο για τον επισκοπικό θρόνο και κυκλίο (βοηθητικό διάδρομος). Τα παραβήματα αποτελούνται από δύο χώρους, εκ των οποίων οι ανατολικοί εξέχουν στα πλάγια (δηλαδή βόρεια και νότια) κατά 1,2 μέτρα. Στη βορειοανατολική γωνία του δυτικού χώρου της προθέσεως υπήρχε τράπεζα προσφορών, στοιχείο πρωιμότητας του μνημείου. Κίονες που πατούσαν σε ψηλό βάθρο χώριζαν τα κλίτη. Η επικοινωνία ανάμεσα στο νάρθηκα και το κεντρικό κλίτος γινόταν μέσω τριβήλου (τριπλού) ανοίγματος.
Στα βόρεια του ναού και σε επαφή με το δυτικό τμήμα της προθέσεως οικοδομήθηκε, σε μεταγενέστερη φάση, επίμηκες δωμάτιο, το οποίο επικοινωνούσε με τον κυρίως ναό με στενή θύρα. Σε αντίστοιχη θέση στη νότια πλευρά του ναού σώζεται η βάση, μεταγενέστερου πιθανότατα, κλιμακοστασίου και τμήμα τοίχου αδιάγνωστης χρήσης. Στα δυτικά του μνημείου οικοδομήθηκε κατά τη μέση βυζαντινή εποχή (11ος αιώνας) σταυρόσχημο κτήριο, βαπτιστήριο ή μαρτύριο.
Δύο ακόμα ναοί έχουν εντοπιστεί κατά τις ανασκαφικές έρευνες πάνω στο χώρο της ακρόπολης. Και οι δύο έχουν προταθεί για την ταύτιση με το ναό του Οσίου Νίκωνος. Ο πρώτος εξ αυτών έχει αποκαλυφθεί κατά τις ανασκαφικές έρευνες στη ρωμαϊκή στοά και ο δεύτερος στα ΝΔ του κυκλικού οικοδομήματος.