ΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΕΩΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 6ου μ.Χ. ΑΙΩΝΑ
Η Εποχή μετά τον Μεγάλο Κωνσταντίνο
Η Εποχή μετά τον Μεγάλο Κωνσταντίνο
Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, οι τρεις γιοι του, Κωνσταντίνος, Κωνστάντιος και Κώνστας, απέκτησαν τον τίτλο του Αυγούστου και μοίρασαν μεταξύ τους τη Διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Γρήγορα όμως ξέσπασε ανάμεσά τους ένας ανταγωνισμός, κατά τη διάρκεια του οποίου δύο από τα αδέλφια σκοτώθηκαν, ο Κωνσταντίνος το 340 και ο Κώνστας δέκα χρόνια αργότερα. Ο Κωνστάντιος έμεινε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο μόνος κυρίαρχος της Αυτοκρατορίας μέχρι το 361. Δεν είχε παιδιά και, μετά τον θάνατο των αδελφών του, τον απασχολούσε συχνά η σκέψη ποιος θα τον διαδεχθεί. Η τακτική της εξοντώσεως όλων των μελών της οικογένειάς του άφησε στη ζωή μόνο δύο ξαδέλφια του, τον Γάλλο και τον Ιουλιανό, τα οποία είχε απομακρύνει από την πρωτεύουσα. Από φόβο όμως μήπως ο θρόνος ξεφύγει από τα χέρια της δυναστείας του, έκανε τον Γάλλο καίσαρα, για να τον σκοτώσει όμως αργότερα, το 354, επειδή τον υποπτευόταν.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ο αδελφός του Γάλλου, Ιουλιανός, κλήθηκε στην αυλή του Κωνσταντίνου για να διορισθεί καίσαρας το 355 και να παντρευτεί την εξαδέλφη του Ελένη. Τη σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού (361 – 363) -ο θάνατος του οποίου τερματίζει τη δράση της Δυναστείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου- ακολούθησε η επίσης σύντομη βασιλεία του διαδόχου του, πρώην Διοικητή της Φρουράς της Αυλής, Ιοβιανού (363 – 364), τον οποίο ανακήρυξε Αύγουστο ο στρατός. Μετά τον θάνατό του ακολουθεί η εκλογή του Βαλεντινιανού Α’ (Ουαλεντινιανός) (364 – 375), ο οποίος, αμέσως μετά την εκλογή του, αναγκάστηκε, υπό την πίεση του στρατού του, να ανακηρύξει Αύγουστο και συν-Αυτοκράτορα τον Ουάλη (364 – 378).
Ο Βαλεντινιανός διοικούσε το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, έχοντας εμπιστευθεί το ανατολικό στον Ουάλη. Τον Βαλεντινιανό διαδέχθηκε, στη Δύση, ο γιος του Γρατιανός (375 – 383), ενώ συγχρόνως ο στρατός ονόμαζε Αύγουστο τον Βαλεντινιανό Β’ (375 – 392), τον μόλις τεσσάρων ετών ετεροθαλή αδελφό του Γρατιανού. Μετά τον θάνατο του Ουάλη (378), ο Γρατιανός διόρισε Αύγουστο τον Θεοδόσιο, εξουσιοδοτώντας τον συγχρόνως να διοικεί το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, καθώς και ένα μεγάλο μέρος του Ιλλυρικού. Ο Θεοδόσιος είναι ο πρώτος Αυτοκράτορας της Δυναστείας εκείνης, η οποία κράτησε τον θρόνο μέχρι τη στιγμή που πέθανε, το 450 μ.Χ., ο Θεοδόσιος ο Μικρός.
Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου, οι γιοι του Αρκάδιος και Ονώριος ανέλαβαν τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας, ο μεν πρώτος στην Ανατολή, ο δε δεύτερος στη Δύση. Όπως και κατά. τον 4ο αιώνα, στην περίπτωση του Ουάλη και τού Βαλεντινιανού Β’, έτσι και τώρα η Αυτοκρατορία παρέμεινε ενωμένη παρά το γεγονός ότι υπήρχαν δύο άρχοντες, ο Αρκάδιος και ο Ονώριος. Ο ιστορικός του 5ου Αιώνα Ορόσιος, συγγραφέας της ”Ιστορίας κατά των Εθνικών”, γράφει μάλιστα σχετικά, ότι «ο Αρκάδιος και ο Ονώριος διατηρούσαν απόλυτη την ενότητα της Αυτοκρατορίας, έχοντας απλώς χωριστές έδρες».
Ανάμεσα στους Αυτοκράτορες που βασίλευαν στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο (395 – 518), βρίσκουμε κατ’ αρχήν εκείνους που ανήκουν στο γενεαλογικό δένδρο του Μεγάλου Θεοδοσίου. Βρίσκουμε δηλαδή τον γιο του Αρκάδιο (395 – 408), που παντρεύτηκε την Ευδοξία -την κόρη ενός Γερμανού ηγεμόνα-, και τον γιο του Αρκαδίου Θεοδόσιο τον Μικρό (408 – 450), του οποίου η γυναίκα -κόρη ενός Αθηναίου φιλοσόφου- άλλαξε το όνομά της όταν βαπτίσθηκε, για να ονομαστεί από Αθηναΐς Ευδοκία. Μετά τον θάνατο τού Θεοδοσίου Β’, η αδελφή του Πουλχερία παντρεύτηκε τον Μαρκιανό που έγινε Αυτοκράτορας (450 – 457).
Έτσι το 450 μ.Χ. τελειώνει η Ισπανική Δυναστεία του Θεοδοσίου. Μετά τον θάνατο του Μαρκιανού έγινε Αυτοκράτορας ο Λέων Α’ (457 – 474), ο οποίος γεννήθηκε στη Θράκη ή την «Δακία του Ιλλυρικού» και υπηρέτησε κατ’ αρχήν το Κράτος ως στρατιωτικός τριβούνος. Η Αριάδνη, κόρη του Λέοντος Α’, που παντρεύτηκε τον Ίσαυρο Ζήνωνα, απέκτησε ένα αγόρι, τον Λέοντα, ο οποίος, μετά τον θάνατο του παππού του, έγινε, όταν ήταν έξι χρονών, το 474, Αυτοκράτορας. Πέθανε όμως λίγους μήνες αργότερα, αφού προηγουμένως είχε διορίσει συν-Αυτοκράτορα τον πατέρα του Ζήνωνα που ανήκε στο βάρβαρο φύλο των Ισαύρων, οι οποίοι κατοικούσαν στη Μικρά Ασία.
Ο πατέρας του Λέοντος -που είναι γνωστός στην Ιστορία ως Λέων Β’- Ζήνων, βασίλευσε από το 474 μέχρι το 491. Μετά τον θάνατο του Ζήνωνος, η γυναίκα του Αριάδνη παντρεύτηκε έναν σιλεντιάριο (υπάλληλος της Αυλής, που είχε για κύριό του έργο την τήρηση της αυλικής εθιμοτυπίας) των Ανακτόρων, τον ηλικιωμένο Αναστάσιο που καταγόταν από το Δυρράχιο της Ιλλυρίας (τη σημερινή Αλβανία) και ο οποίος ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας και βασίλευσε ως Αναστάσιος Α’ από το 491 μέχρι το 518.
Ο πίνακας αυτός των Αυτοκρατόρων δείχνει ότι αφότου πέθανε ο Μέγας Κωνσταντίνος και μέχρι το 518 μ.Χ., ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως περιήλθε διαδοχικά πρώτον στα χέρια της Δυναστείας τού Κωνσταντίνου -ή μάλλον της Δυναστείας τού πατέρα του- ο οποίος, πιθανόν, ανήκε σε κάποιο εκρωμαϊσμένο βάρβαρο φύλο της Βαλκανικής Χερσονήσου, δεύτερον στα χέρια μερικών Ρωμαίων -ο Ιοβιανός και η οικογένεια τού Βαλεντινιανού Α’-, τρίτον στην εξουσία τριών μελών της Ισπανικής Δυναστείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου και τέταρτον στα χέρια Αυτοκρατόρων που ανήκαν σε διάφορες φυλές (Θράκες, ένας Ίσαυρος και ένας Ιλλυριός). Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, ποτέ δεν ήρθε ο θρόνος στα χέρια ενός Έλληνα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΣ (337 – 361)
Οι γιοι του Κωνσταντίνου, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, διοίκησαν την Αυτοκρατορία από κοινού. Η εχθρότητα όμως των τριών αδελφών, που είχαν μοιραστεί τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας, έγινε πιο έκδηλη, με αφορμή τους σκληρούς αγώνες που διεξήγε την εποχή εκείνη η Αυτοκρατορία εναντίον των Περσών και των Γερμανών. Τα αίτια όμως του χωρισμού και της διαμάχης των αδελφών, δεν ήταν μόνον πολιτικά, αλλά και θρησκευτικά. Ενώ δηλαδή ο Κωνσταντίνος και ο Κώνστας δέχονταν το Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας, ο Κωνστάντιος, συνεχίζοντας την θρησκευτική πολιτική την οποία ακολούθησε ο πατέρας του, υπεστήριζε, φανερά, τους οπαδούς του Αρείου.
Κατά τη διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου σκοτώθηκαν πρώτος ο Κωνσταντίνος και λίγα χρόνια αργότερα ο Κώνστας, αφήνοντας τον Κωνστάντιο μοναδικό άρχοντα σε όλη την Αυτοκρατορία. Θερμός υποστηρικτής του Αρειανισμού, ο Κωνστάντιος εφάρμοσε μια επίμονη πολιτική εναντίον των ειδωλολατρών. Ένα από τα διατάγματά του τονίζει χαρακτηριστικά: ”Να παύσουν όλες οι δεισιδαιμονίες και να ξεριζωθεί η ανισορροπία των θυσιών”. Οι ειδωλολατρικοί ναοί όμως, που ήταν έξω από τα τείχη της πόλεως, παρέμειναν ακόμη, απαραβίαστοι. Λίγα χρόνια αργότερα ένα διάταγμα όριζε να κλείσουν οι ναοί.
Ενώ συγχρόνως, επί ποινή θανάτου και κατασχέσεως της περιουσίας, απαγόρευε την είσοδο στους ναούς και την προσφορά των θυσιών, σε όλες τις πόλεις της Αυτοκρατορίας. Ένα άλλο διάταγμα τόνιζε ότι θα τιμωρούνταν με θάνατο όλοι όσοι θα θυσίαζαν στους Θεούς ή θα τους λάτρευαν με κάποιον άλλο τρόπο. Όταν ο Κωνστάντιος, επ’ ευκαιρία της εορτής της εικοστής επετείου της βασιλείας του, ήρθε, για πρώτη φορά, στη Ρώμη, επιθεώρησε, συνοδευόμενος από τους συγκλητικούς, οι οποίοι ήταν ακόμη ειδωλολάτρες, τα μνημεία της πόλεως και διέταξε να αφαιρέσουν από τη Σύγκλητο τον Βωμό της Νίκης, που αντιπροσώπευε για τον ειδωλολατρικό κόσμο όλο το παλαιό μεγαλείο της Ρώμης.
Η πράξη αυτή έκανε μεγάλη εντύπωση στους ειδωλολάτρες, γιατί τούς έδωσε να καταλάβουν ότι πλησίαζαν οι τελευταίες μέρες υπάρξεώς τους. Συγχρόνως ο Κωνστάντιος πολλαπλασίασε τα προνόμια των κληρικών και των επισκόπων. Παρά τα σκληρά μέτρα όμως, που έλαβε ο Κωνστάντιος εναντίον των ειδωλολατρών, η ειδωλολατρία όχι μόνο συνέχισε να συνυπάρχει με τον Χριστιανισμό, αλλά και πολλές φορές έβρισκε προστασία από τις Αρχές. Έτσι ο Κωνστάντιος δεν διέλυσε τις εστιάδες και τους ιερείς της Ρώμης, ενώ με ένα από τα διατάγματά του όριζε την εκλογή ενός ιερέα (sacerdos) για την Αφρική.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Κωνστάντιος έφερε τον τίτλο «Pontifex Maxίmus». Γενικά, ωστόσο, η ειδωλολατρία -κατά τη διάρκεια της βασιλείας του- έχανε έδαφος, ενώ αντιθέτως ο Χριστιανισμός -όπως τον δίδασκαν οι οπαδοί τού Αρείου- προόδευε. Η έντονη υποστήριξη τού Αρειανισμού έφερε τον Κωνστάντιο σε σοβαρή αντίθεση με τους οπαδούς του Συμβόλου της Νικαίας. Ειδικότερα ο Κωνστάντιος υπήρξε πολύ επίμονος στον αγώνα του εναντίον του ηγέτη τους, του Αθανασίου Αλεξανδρείας. Ο Κωνστάντιος πέθανε το 361, χωρίς ούτε οι οπαδοί της Νικαίας ούτε οι ειδωλολάτρες να πενθήσουν ειλικρινά τον Αυτοκράτορά τους.
Οι ειδωλολάτρες χάρηκαν, γιατί ο θρόνος θα περιερχόταν στα χέρια του Ιουλιανού, ο οποίος φανερά υποστήριζε την ειδωλολατρία, ενώ τα αισθήματα των Χριστιανών εκφράζονται στα λόγια του Αγίου Ιερωνύμου: «Ο Κύριός μας αγρυπνεί. Το κτήνος πεθαίνει και η ηρεμία επανέρχεται». Ο Κωνστάντιος πέθανε κατά τη διάρκεια εκστρατείας στην Κιλικία, αλλά το σώμα του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η πομπώδης κηδεία του έγινε παρουσία του νέου Αυτοκράτορα Ιουλιανού, στον ναό των Αγίων Αποστόλων, τον οποίο -όπως λέγεται- έκτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Η Σύγκλητος κατέταξε τον Κωνστάντιο ανάμεσα στους Θεούς.
ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ (361 – 363)
Το όνομα του διαδόχου του Κωνσταντίου, Ιουλιανού, είναι στενά συνδεδεμένο με την τελευταία προσπάθεια που έγινε για την αναβίωση της ειδωλολατρίας στην Αυτοκρατορία. Ο Ιουλιανός υπήρξε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, η οποία, για ένα μεγάλο διάστημα, είχε συγκεντρώσει την προσοχή των επιστημόνων και των συγγραφέων. Η σχετική με αυτόν φιλολογία είναι μεγάλη, αν και τα έργα του ίδιου του Ιουλιανού, τα οποία σώζονται, δίνουν αρκετό υλικό για μια κριτική της φιλοσοφίας του και των πράξεών του.
Το κύριο έργο των ερευνητών επικεντρώθηκε στο να καταλάβουν και να εξηγήσουν αυτόν τον τόσο ενθουσιώδη «Έλληνα» που ήταν τόσο πεπεισμένος για το δίκαιο και την επιτυχία της προσπάθειάς του, ώστε να αποφασίσει -προς τα τέλη τού 4ου αιώνα- να αποκαταστήσει και να αναζωογονήσει την ειδωλολατρία, κάνοντάς την βάση της θρησκευτικής ζωής της Αυτοκρατορίας. Ο Ιουλιανός έχασε πολύ μικρός τους γονείς του. Η μητέρα του πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του, ενώ ο πατέρας του πέθανε όταν ο Ιουλιανός ήταν έξι ετών. Η αγωγή του υπήρξε πολύ καλή, εκείνος δε που τον επηρέασε περισσότερο, ήταν ο δάσκαλός του Μαρδόνιος -ειδικός στην Ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία- ο οποίος είχε διδάξει Όμηρο και Ησίοδο τη μητέρα του Ιουλιανού.
Ενώ ο Μαρδόνιος δίδασκε τον Ιουλιανό κλασική φιλολογία, ένας Χριστιανός κληρικός, πιθανόν ο Επίσκοπος Νικομηδείας -αργότερα Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως- Ευσέβιος, τον εισήγαγε στη μελέτη των Γραφών. Έτσι, όπως αναφέρει ένας ιστορικός, ο Ιουλιανός μυήθηκε σε δύο διαφορετικής μορφής διδασκαλίες, που βάδιζαν η μία κοντά στην άλλη χωρίς να αλληλοεπηρεάζονται. Ο Ιουλιανός βαπτίστηκε μικρός, πράγμα το οποίο ο ίδιος ονόμαζε, αργότερα, εφιάλτη, τον οποίο έπρεπε να ξεχάσει. Τα πρώτα του χρόνια ο Ιουλιανός τα πέρασε μέσα σε φόβους και ανησυχίες.
Ο Κωνστάντιος, θεωρώντας τον ως έναν πιθανό αντίπαλο και υποψιαζόμενος ότι ίσως είχε βλέψεις στον θρόνο, άλλοτε τον κρατούσε, σαν σε εξορία, μακριά από την πρωτεύουσα, στις επαρχίες, και άλλοτε τον κρατούσε στην πρωτεύουσα για να τον έχει υπό τον έλεγχό του. Ξέροντας καθετί το σχετικό με τη σφαγή των μελών της οικογένειάς του, που είχαν θανατωθεί ύστερα από εντολή του Κωνσταντίου, ο Ιουλιανός φοβόταν πολύ για τη ζωή του. Ο Κωνστάντιος τον ανάγκασε να μείνει λίγα χρόνια στην Καππαδοκία, όπου συνέχισε τη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων, υπό την καθοδήγηση τού Μαρδονίου – που τον συνόδευε – και όπου γνώρισε ακόμη καλύτερα τη Βίβλο.
Αργότερα ο Κωνστάντιος έφερε τον Ιουλιανό πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στη Νικομήδεια, όπου συνέχισε τις σπουδές του εκδηλώνοντας, εκεί, για πρώτη φορά τη μεγάλη του κλίση προς την ειδωλολατρία. Την εποχή αυτή δίδασκε στη Νικομήδεια ο Λιβάνιος, ο μεγαλύτερος διδάσκαλος ρητορικής της εποχής, ο οποίος υπήρξε ένας αληθινός ηγέτης του Ελληνισμού, που αρνήθηκε να σπουδάσει Λατινικά, περιφρονώντας τα. Καταφρονούσε τον Χριστιανισμό, αποδίδοντας τη λύση όλων των προβλημάτων στον Ελληνισμό. Ο ενθουσιασμός του για την ειδωλολατρία δεν είχε όρια και τα μαθήματά του είχαν κατακτήσει στη Νικομήδεια το ευρύ κοινό.
Όταν ο Κωνστάντιος αποφάσισε να στείλει τον Ιουλιανό στη Νικομήδεια, κατάλαβε ίσως την πιθανή επιρροή που θα είχαν πάνω στον νεαρό σπουδαστή τα ενθουσιώδη μαθήματα του Λιβανίου και γι’ αυτό τού απαγόρευσε να παρακολουθεί τον φημισμένο διδάσκαλο. Ο Ιουλιανός δεν παράκουσε, τυπικά, την Αυτοκρατορική εντολή, αλλά μελετούσε τα γραπτά του Λιβανίου, συζητούσε τα μαθήματά του με εκείνους που τα παρακολουθούσαν και υιοθέτησε τόσο πολύ το ύφος και τον τρόπο γραφής του μεγάλου διδασκάλου, ώστε αργότερα χαρακτηριζόταν ως μαθητής του. Στη Νικομήδεια, επίσης, ο Ιουλιανός μελέτησε με ενθουσιασμό τις νεοπλατωνικές διδασκαλίες.
Οι οποίες, την εποχή εκείνη, προσπαθούσαν να διαβλέψουν το μέλλον καλώντας, με τυπικές επωδές, όχι μόνο νεκρούς ανθρώπους, αλλά και θεούς (θεουργία). Ο πολυμαθής φιλόσοφος Μάξιμος ο Εφέσιος, επηρέασε πολύ, στο ζήτημα αυτό, τον Ιουλιανό. Αφού επέζησε, κατά την επικίνδυνη περίοδο του θανάτου του αδελφού του Γάλλου, ο οποίος θανατώθηκε βάσει διαταγής του Κωνσταντίου, ο Ιουλιανός κλήθηκε στα Μεδιόλανα και κατόπιν εξορίστηκε στην Αθήνα. Η πόλη αυτή, φημισμένη για το ένδοξό της παρελθόν, την εποχή εκείνη ήταν μια ήσυχη επαρχιακή πόλη, στην οποία είχε απομείνει η φημισμένη της Σχολή για να θυμίζει τις παλιές ένδοξες μέρες της.
Η διαμονή του Ιουλιανού στην Αθήνα υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα. Αργότερα, σε μια από τις επιστολές του, «Θυμάται με μεγάλη ευχαρίστηση τους κήπους και τα περίχωρα των Αθηνών, τους μύρτους της και το ταπεινό σπίτι του Σωκράτη». Πολλοί ιστορικοί ισχυρίζονται ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, ο Ιουλιανός είχε μυηθεί, από έναν ιεροφάντη, στα μυστήρια της Ελευσίνας. Το γεγονός αυτό, κατά τον Μπουασιέ, υπήρξε ένα είδος νέου βαπτίσματος. Μερικοί επιστήμονες όμως αμφιβάλλουν αν πράγματι ο Ιουλιανός στράφηκε προς τα Ελευσίνια Μυστήρια.
Το 355 ο Κωνστάντιος ονόμασε τον Ιουλιανό Καίσαρα, τον πάντρεψε με την αδελφή του Ελένη και τον έστειλε αρχηγό του στρατού της Γαλατίας για να βοηθήσει στην εκστρατεία εναντίον των Γερμανών που προχωρούσαν ερημώνοντας τη χώρα, καταστρέφοντας τις πόλεις και σκοτώνοντας τους ανθρώπους. Ο Ιουλιανός έφερε εις πέρας την αποστολή του, σώζοντας τη Γαλατία και νικώντας τους Γερμανούς κοντά στο Αργεντόρατο (σημερινό Στρασβούργο). Έδρα του Ιουλιανού στη Γαλατία ήταν η Λουτέτια (Lutetia Parisiorum, το σημερινό Παρίσι). Την εποχή αυτή, το Παρίσι ήταν μια μικρή πόλη σε ένα νησί του Σηκουάνα, το οποίο ακόμη ονομάζεται La Cite (Civitas), μια πόλη, η οποία επικοινωνούσε με ξύλινα γεφύρια και με τις δύο όχθες του ποταμού.
Στην αριστερή πλευρά του Σηκουάνα ήταν το παλάτι, που πιθανόν είχε κατασκευάσει ο Κωνστάντιος ο Χλωρός και του οποίου τα ερείπια φαίνονται ακόμα, στο Παρίσι, κοντά στο μουσείο Κλυνύ (CJuny). Ο Ιουλιανός είχε διαλέξει το παλάτι αυτό ως τόπο διαμονής του, γιατί αγαπούσε πολύ την Λουτέτια, την οποία σε ένα από τα έργα του αποκαλεί «Πολυαγαπημένη Λουτέτια». Ο Ιουλιανός κατόρθωσε να απωθήσει τους Γερμανούς πέραν του Ρήνου. ”Τρεις φορές -γράφει- ενώ ήμουν ακόμη Καίσαρ, διέσχισα τον Ρήνο, παίρνοντας πίσω είκοσι χιλιάδες αιχμαλώτους. Τώρα, με τη βοήθεια των θεών, έχω πάρει πίσω όλες τις πόλεις, ενώ την εποχή εκείνη είχα ήδη ανακαταλάβει σχεδόν σαράντα από αυτές”.
Ο Ιουλιανός είχε κατορθώσει να εμπνεύσει στον στρατό του την αγάπη και τον θαυμασμό. Ο Κωνστάντιος όμως έβλεπε με καχυποψία και φθόνο τις επιτυχίες του Ιουλιανού και, ενώ πολεμούσε τους Πέρσες, ζήτησε να του σταλούν ενισχύσεις από τον στρατό της Γαλατίας. Οι στρατιώτες όμως της Γαλατίας επαναστάτησαν και ανακήρυξαν τον Ιουλιανό Αύγουστο. Ο νέος Αύγουστος ζήτησε από τον Κωνστάντιο να αναγνωρίσει το γεγονός, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Ο εμφύλιος πόλεμος φαινόταν αναπόφευκτος, αλλά, την κρίσιμη αυτή στιγμή, πέθανε ο Κωνστάντιος και ο Ιουλιανός, το 361, έγινε Αυτοκράτορας όλης της Αυτοκρατορίας.
Οι οπαδοί και οι εκλεκτοί του Κωνσταντίου καταδικάστηκαν σε σκληρές τιμωρίες και υπέστησαν διωγμούς, τους οποίους υποκινούσε ο νέος Αυτοκράτορας. Ο Ιουλιανός υπήρξε από πολύ καιρό ενθουσιώδης οπαδός της ειδωλολατρίας, αλλά ήταν αναγκασμένος να κρύβει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις μέχρις ότου πέθανε ο Κωνστάντιος. Όταν όμως έγινε κύριος της Αυτοκρατορίας, αποφάσισε να πραγματοποιήσει το όνειρό του της αποκατάστασης της εκλεκτής του θρησκείας και, από τις πρώτες εβδομάδες, μετά την άνοδό του στον θρόνο, εξέδωσε ένα διάταγμα που εξυπηρετούσε τα σχέδιά του. Ο ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος περιγράφει την περίοδο αυτή ως εξής:
«Αν και από τα νιάτα του ο Ιουλιανός έτεινε προς τη λατρεία των Θεών και, μολονότι, βαθμιαίως, μεγαλώνοντας, γινόταν πιο θερμός λάτρης τους, εν τούτοις βρισκόταν κάτω από την επιρροή ορισμένων φόβων που τον ανάγκαζαν να χειρίζεται το ζήτημα αυτό όσο μπορούσε πιο μυστικά. Αλλά όταν οι φόβοι του έπαψαν να υπάρχουν και κατάλαβε ότι ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι τον ευχαριστούσε, φανέρωσε όλες τις κρυφές του τάσεις και με σαφές διάταγμα, έδωσε εντολή ν’ ανοίξουν οι ναοί και ν’ αρχίσουν οι θυσίες στους Θεούς».
Το διάταγμα αυτό δεν εξέπληξε κανέναν, γιατί όλοι γνώριζαν την κλίση του Ιουλιανού προς την ειδωλολατρία. Η χαρά των ειδωλολατρών υπήρξε απερίγραπτη, γιατί, γι’ αυτούς, η αποκατάσταση της ειδωλολατρίας δεν σήμαινε θρησκευτική ελευθερία μόνο, αλλά και θρησκευτική νίκη συγχρόνως. Την εποχή που ανέβηκε ο Ιουλιανός στον θρόνο δεν υπήρχε ούτε ένας ειδωλολατρικός ναός στην Κωνσταντινούπολη και εφόσον ήταν αδύνατο ν’ ανεγερθούν σύντομα ναοί, ο Αυτοκράτορας προσέφερε τις θυσίες του στη Βασιλική, που ήταν προορισμένη για συνέδρια και η οποία είχε διακοσμηθεί -από την εποχή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου- με το Άγαλμα της Τύχης.
Όπως αναφέρει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωζομενός, στη Βασιλική αυτή έλαβε χώρα το εξής περιστατικό: Ένας γέρος τυφλός, που τον οδηγούσε ένα παιδί, πλησίασε τον Αυτοκράτορα και, μπροστά σε όλους, τον αποκάλεσε άθρησκο, άθεο και αποστάτη. Ο Ιουλιανός τότε απάντησε: «Είσαι ένας τυφλός και ο Γαλιλαίος Θεός σου δεν θα σε θεραπεύσει». Ο γέροντας όμως είπε: ”Ευχαριστώ τον Θεό για την τύφλωσή μου, γιατί αυτή μ’ εμποδίζει να βλέπω την ασέβειά σου”. Ο Ιουλιανός αδιαφόρησε για τα τολμηρά λόγια τού τυφλού και συνέχισε την προσφορά των θυσιών. Έχοντας σκοπό να αναζωογονήσει την ειδωλολατρία ο Ιουλιανός είχε πλήρη επίγνωση τού ότι ήταν αδύνατο να την αναστήσει στην παλιά της, καθαρά υλιστική, μορφή.
Για τούτο θεώρησε απαραίτητο να μεταρρυθμίσει και να μεταβάλει την ειδωλολατρία κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί ένας οργανισμός ικανός να πολεμήσει τη Χριστιανική Εκκλησία. Για τον σκοπό αυτό δανείστηκε πολλά στοιχεία από την οργάνωση των Χριστιανών, την οποία γνώριζε πολύ καλά. Έτσι, οργάνωσε τους ειδωλολάτρες ιερείς σύμφωνα με τις αρχές και την ιεραρχία της Χριστιανικής Εκκλησίας, διαρρύθμισε το εσωτερικό των ναών σύμφωνα με τα πρότυπα των Χριστιανικών, υποχρέωσε τους ειδωλολάτρες να παρακολουθούν μαθήματα και να διαβάζουν καθετί το σχετικό με τα Ελληνικά μυστήρια (κατ’ αντιστοιχία με τα Χριστιανικά κηρύγματα).
Εισήγαγε ύμνους στη λατρεία, απαιτούσε άψογο τρόπο ζωής από τους ιερείς και καθιέρωσε τον αφορισμό και άλλες ποινές. Με άλλα λόγια, ο Ιουλιανός, έχοντας σκοπό να αναζωογονήσει την ειδωλολατρία, κατέφυγε σε κάτι, το οποίο περιφρονούσε υπερβολικά. Ο αριθμός των ζώων που θυσιάζονταν στους βωμούς ήταν τόσο μεγάλος, ώστε προκαλούσε τους αστεϊσμούς και αυτών ακόμη των ειδωλολατρών. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας συμμετείχε στην προσφορά των θυσιών και δεν ντρεπόταν να κάνει και την πιο ταπεινή χειρωναξία που μπορούσαν να απαιτήσουν οι γιορτές αυτές.
Όπως αναφέρει ο Λιβάνιος, ο Αυτοκράτορας έτρεχε γύρω από τον βωμό, άναβε τη φωτιά, έπιανε το μαχαίρι και έσφαζε τα πουλιά, ξέροντας καθετί το σχετικό με τα εντόσθιά τους. Λόγω του μεγάλου αριθμού των ζώων που χρησιμοποιούνταν για τις θυσίες, έγινε πάλι επίκαιρο το επίγραμμα που είχε κάποτε χρησιμοποιηθεί για τον φιλόσοφο Αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και σύμφωνα με το οποίο τα κτήνη απευθύνονται στον Μάρκο Καίσαρα και του λένε ότι εάν νικήσει θα χαθούν. Ο θρίαμβος. αυτός της ειδωλολατρίας οπωσδήποτε επηρέασε πολύ τη θέση των Χριστιανών στην Αυτοκρατορία. Στην αρχή φάνηκε ότι ο Χριστιανισμός δεν αντιμετώπιζε καμιά σοβαρή απειλή.
Ο Ιουλιανός είχε προσκαλέσει στα ανάκτορα τους ηγέτες των διαφόρων θεολογικών τάσεων και τους οπαδούς τους και τους ανήγγειλε ότι τώρα πια που οι πολιτικές διαμάχες είχαν σταματήσει, ο καθένας μπορούσε ν’ ακολουθήσει τη θρησκεία της επιλογής του, χωρίς κανένα εμπόδιο ή φόβο. Έτσι, μια από τις πρώτες ενέργειες του Ιουλιανού υπήρξε και το διάταγμα για την καθιέρωση της θρησκευτικής ανοχής. Μερικές φορές μάλιστα, όταν οι Χριστιανοί άρχιζαν να φιλονικούν μπροστά στον Αυτοκράτορα, εκείνος τούς μιλούσε χρησιμοποιώντας τα λόγια τού Μάρκου Αυρηλίου, «Ακούστε εμένα, τον οποίο πρόσεξαν οι Γερμανοί και οι Φράγκοι».
Αμέσως δε μετά την άνοδό του στον θρόνο ο Ιουλιανός ανακάλεσε πίσω από την εξορία όλους τους επισκόπους που είχαν εξορισθεί από τον Κωνστάντιο και τους επέστρεψε τις περιουσίες τους χωρίς να λάβει υπ’ όψιν του τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Επειδή όμως οι θρησκευτικοί αυτοί ηγέτες, που γύρισαν από την εξορία, ανήκαν σε διαφορετικές θρησκευτικές τάσεις, ενώ συγχρόνως είχαν διαμορφώσει σταθερές και αγεφύρωτες πεποιθήσεις, δεν μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά και γρήγορα ενεπλάκησαν σε σοβαρές έριδες. Ο Ιουλιανός είχε προφανώς υπολογίσει σε μια τέτοια εξέλιξη.
Αν και φαινομενικά είχε παραχωρήσει θρησκευτικές ελευθερίες σε όλους, ξέροντας καλά την ψυχολογία των Χριστιανών, γνώριζε ότι θα ξεσπούσε ανάμεσά τους διχόνοια και ότι μια διηρημένη Εκκλησία δεν μπορούσε να είναι επικίνδυνη για τους ειδωλολάτρες. Συγχρόνως ο Αυτοκράτορας έδινε πολλά προνόμια σε όλους όσοι αποφάσιζαν ν’ απαρνηθούν τον Χριστιανισμό, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να σημειωθούν πολλές περιπτώσεις αποστασίας. Ο Άγιος Ιερώνυμος ονόμαζε αυτή την τακτική του Ιουλιανού «ευγενικό διωγμό, ο οποίος είλκυε -παρά εξανάγκαζε- τον λαό να συμμετάσχει στην προσφορά των θυσιών».
Συγχρόνως οι Χριστιανοί αντικαταστάθηκαν με ειδωλολάτρες στις πολιτικές και στρατιωτικές θέσεις που κατείχαν πριν. Το φημισμένο λάβαρο του Κωνσταντίνου, που χρησίμευε για σημαία του στρατού, καταργήθηκε και οι λαμπεροί σταυροί που ήταν χαραγμένοι στις ασπίδες των στρατιωτών, αντικαταστάθηκαν με ειδωλολατρικά σύμβολα. Αλλά το πιο σοβαρό χτύπημα εναντίον του Χριστιανισμού υπήρξε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το πρώτο διάταγμα ήταν σχετικό με τον διορισμό καθηγητών στις κυριότερες πόλεις της Αυτοκρατορίας. Οι υποψήφιοι έπρεπε να εκλεγούν από τις πόλεις, αλλά κάθε εκλογή έπρεπε να εγκριθεί, τελικά, από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα.
Ο οποίος μπορούσε να μην επικυρώσει την εκλογή των καθηγητών που τού ήταν ανεπιθύμητοι, ενώ προηγουμένως ο διορισμός των καθηγητών ήταν υπόθεση που αφορούσε μόνο την πόλη. Αλλά ακόμη πιο σημαντικό υπήρξε ένα δεύτερο διάταγμα, το οποίο σώζεται στις επιστολές του Ιουλιανού. Το διάταγμα αυτό όριζε ότι «Όλοι όσοι διδάσκουν τους άλλους, πρέπει να είναι άνθρωποι έντιμοι και να μην κρύβουν μέσα τους σκέψεις αντίθετες προς το πνεύμα του Κράτους». Με τη φράση δε «Πνεύμα τού Κράτους», το διάταγμα εννοούσε τις προσωπικές ειδωλολατρικές τάσεις του Αυτοκράτορα.
Γενικά, δηλαδή, ο Ιουλιανός θεωρούσε παράλογο άνθρωποι που ερμήνευαν τα έργα του Ομήρου, του Ησιόδου, του Δημοσθένους, του Ηροδότου και άλλων κλασικών συγγραφέων, να μην τιμούν τους θεούς που οι συγγραφείς αυτοί τίμησαν.
«Δίνω εις αυτούς (τους καθηγητές) -έγραφε ο Ιουλιανός- το δικαίωμα εκλογής ή να μην διδάσκουν εκείνο το οποίο δεν θεωρούν θαυμάσιο ή -αν θέλουν να διδάσκουν- να πείθουν τους μαθητές τους ότι ούτε ο Όμηρος ούτε ο Ησίοδος ή άλλοι από τους συγγραφείς που ερμηνεύουν, είναι -όπως τους έχουν παρουσιάσει- ασεβείς, μωροί και πλανημένοι στα θρησκευτικά ζητήματα. Γιατί, εφόσον ζουν και πληρώνονται χάρη στο έργο αυτών των συγγραφέων, κατηγορώντας τους, ομολογούν ότι είναι αδιάντροποι πλεονέκτες, που για λίγες δραχμές μπορούν να ανεχθούν το καθετί.
Είναι αλήθεια ότι μέχρι τώρα πολλοί μπορούσαν να συγχωρηθούν γιατί δεν πήγαιναν στους ναούς, εφόσον ο φόβος ανάγκαζε τους ανθρώπους να κρύβουν τις αληθινές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αλλά τώρα που ο Θεός μας χάρισε την ελευθερία, μου φαίνεται παράλογο να υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι διδάσκουν κάτι, το οποίο δεν πιστεύουν. Αν όμως πιστεύουν ότι αυτοί τους οποίους ερμηνεύουν και χάρη στους οποίους έχουν τη θέση που έχουν, ήταν σοφοί άνθρωποι, ας τους μιμηθούν πρώτοι, δείχνοντας την ευσέβειά τους προς τους θεούς.
Εάν εν τούτοις πιστεύουν ότι οι συγγραφείς αυτοί έχουν λάθος στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τότε ας καταφύγουν στις εκκλησίες για να εξηγήσουν τον Ματθαίο και τον Λουκά. Αυτή είναι η γενική εντολή για τους διδασκάλους των θρησκευτικών και των άλλων μαθημάτων. Αν και καλύτερα θα ήταν να τούς θεραπεύσουμε, παρά τη θέλησή τους, όπως κανείς θεραπεύει έναν τρελό, με τη διαφορά ότι θα δείχναμε κάποια επιείκεια για το είδος αυτό της ασθενείας. Γιατί θα πρέπει, νομίζω, να διδάξουμε και όχι να τιμωρήσουμε τους παράφρονες». Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, φίλος και σύντροφος του Ιουλιανού στις εκστρατείες του, εξηγεί το διάταγμα αυτό ως εξής:
«Ο Ιουλιανός απαγόρευσε στους Χριστιανούς δασκάλους να διδάσκουν μέχρις ότου προσφέρουν λατρεία στους Θεούς», μέχρι δηλαδή να γίνουν ειδωλολάτρες. Βάσει ορισμένων παρατηρήσεων συγχρόνων του Ιουλιανού Χριστιανών συγγραφέων, μερικοί υποθέτουν ότι ο Αυτοκράτορας εξέδωσε και δεύτερο διάταγμα, με το οποίο απαγόρευσε στους Χριστιανούς όχι μόνο να διδάσκουν αλλά και να παρακολουθούν μαθήματα στα δημόσια σχολεία. Ο Άγιος Αυγουστίνος γράφει σχετικά: «Και μήπως ο Ιουλιανός δεν καταδίωξε την Εκκλησία, απαγορεύοντας στους Χριστιανούς να διδάσκουν και να μελετούν τις ελευθέριες τέχνες (lίberales litteras)».
Το κείμενο όμως του δεύτερου διατάγματος δεν έχει διασωθεί, αν και είναι πιθανόν τέτοιο διάταγμα να μην εκδόθηκε ποτέ, εφόσον και το πρώτο διάταγμα ακόμη, το οποίο απαγόρευε στους Χριστιανούς να διδάσκουν, είχε ως έμμεσο αποτέλεσμα τον περιορισμό των σπουδών. Μετά τη δημοσίευση του διατάγματος, οι Χριστιανοί μπορούσαν να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία όπου υπήρχε μόνον ειδωλολατρική διδασκαλία, πράγμα που ανάγκασε τους περισσότερους να μην στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, από φόβο μήπως αυτά, μετά από μία ή δύο γενεές, επιστρέψουν στην ειδωλολατρία.
Αφ’ ετέρου όμως, τα παιδιά των Χριστιανών, μη παίρνοντας μια γενική αγωγή, ήταν, από πλευράς μόρφωσης, κατώτερα των ειδωλολατρών. Το διάταγμα τού Ιουλιανού λοιπόν -έστω και ένα- είχε μεγάλη σημασία για τους Χριστιανούς, γιατί εγκυμονούσε έναν μεγάλο κίνδυνο για το μέλλον της Χριστιανοσύνης. Δίκαια ο Γίββων παρατηρεί ότι «ενώ είχε απαγορευθεί επισήμως στους Χριστιανούς να διδάσκουν, τούς είχε απαγορευθεί επίσης, ανεπισήμως, και η μόρφωση, εφόσον (για λόγους ηθικής τάξεως) δεν μπορούσαν να πηγαίνουν στα ειδωλολατρικά σχολεία». Οι περισσότεροι από τους Χριστιανούς δασκάλους προτίμησαν να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους παρά να γυρίσουν πίσω στην ειδωλολατρία.
Και ανάμεσα στους ειδωλολάτρες ακόμη υπήρξε μια ποικιλία απόψεων σχετικά με το διάταγμα του Ιουλιανού. Ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Αμμιανός Μαρκελλίνος π.χ. γράφει σχετικά ότι: «Η απαγόρευση στους Χριστιανούς καθηγητές να διδάσκουν τη ρητορική υπήρξε μια πράξη σκληρή, που αξίζει να ταφεί μέσα στην αιώνια σιωπή». Ενδιαφέρον είναι να σημειώσουμε πώς αντέδρασαν στο διάταγμα οι Χριστιανοί. Μερικοί, με αφέλεια, χάρηκαν γιατί ο Αυτοκράτορας έκανε πιο δύσκολη τη σπουδή, εκ μέρους των Χριστιανών, των ειδωλολατρών συγγραφέων.
Για να αντικαταστήσουν την απαγορευμένη παγανιστική φιλολογία, οι Χριστιανοί συγγραφείς της περιόδου αυτής -κυρίως δε ο Απολλινάριος ο πρεσβύτερος και ο γιος του Απολλινάριος ο νεώτερος- σκέφθηκαν να δημιουργήσουν νέα, δικής τους εμπνεύσεως, φιλολογία για σχολική χρήση. Για τον σκοπό αυτό μετέφρασαν τους ψαλμούς σε μορφή όμοια με των ωδών του Πινδάρου, απέδωσαν την Πεντάτευχο του Μωυσή με εξάμετρο και έγραψαν τα Ευαγγέλια στο ύφος των διαλόγων του Πλάτωνος. Από αυτή την παραγωγή, που ασφαλώς δεν θα είχε να επιδείξει καλλιτεχνική αξία, δεν έχει τίποτα διασωθεί. Χάθηκε μετά τον θάνατο τού Ιουλιανού, όταν το διάταγμά του είχε χάσει την ισχύ του.
Το καλοκαίρι τού 362 ο Ιουλιανός έκανε ένα ταξίδι στις ανατολικές επαρχίες και σταμάτησε στην Αντιόχεια, όπου ο λαός, όπως λέει ο ίδιος ο Ιουλιανός, «είχε προτιμήσει την αθεΐα», δηλαδή τον Χριστιανισμό. Η υπεροχή αυτή των Χριστιανών εξηγεί γιατί κατά τη διάρκεια της θριαμβικής επίσημης δεξιώσεως του Αυτοκράτορα στην Αντιόχεια, ήταν αισθητή, και μερικές στιγμές έκδηλη, μια ψυχρότητα και κάποιο μίσος ακόμη. Η παραμονή του Ιουλιανού στην Αντιόχεια υπήρξε σημαντική, γιατί τον έπεισε πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, ήταν να αναζωογονηθεί η ειδωλολατρία. Η πρωτεύουσα της Συρίας έμεινε τελείως ασυγκίνητη από τις θρησκευτικές προτιμήσεις του μεγάλου επισκέπτη της.
Ο Ιουλιανός διηγείται την επίσκεψή του αυτή στο σατιρικό του έργο ”Mισoπώγων”. Κατά τη διάρκεια μιας σπουδαίας ειδωλολατρικής εορτής, περίμενε να δει στον ναό του Απόλλωνος -στη Δάφνη, προάστιο της Αντιοχείας- πολλούς ανθρώπους, ζώα για θυσία, σπονδές, θυμιάματα και άλλα χαρακτηριστικά μιας ειδωλολατρικής εορτής. Όταν μπήκε όμως στον ναό, με μεγάλη έκπληξη, είδε μόνο έναν ιερέα και μία χήνα μόνο για θυσία. Ο Ιουλιανός περιγράφει το γεγονός ως εξής:
«Τον δέκατο μήνα υπάρχει μια εορτή, την οποία καθιέρωσαν οι πρόγονοί σας προς τιμήν τού θεού Απόλλωνος, και ήταν καθήκον σας να επισκέφθητε τη Δάφνη. Φαντάστηκα, με το μυαλό μου, τη μεγαλοπρέπεια της εορτής, σαν ένας άνθρωπος που βλέπει κάποιο όραμα. Φαντάστηκα ζώα για θυσίες, σπονδές, θυμιάματα, χορωδίες και τους νέους της πόλεως ντυμένους στα λευκά γύρω από τον βωμό, με τις ψυχές τους γεμάτες από ευσέβεια και αγιότητα.
Αλλά όταν μπήκα στον ναό δεν βρήκα ούτε θυμίαμα, ούτε καν ένα ζώο για θυσία. Για μια στιγμή απόρησα και νόμισα ότι ακόμη ήμουν έξω και ότι, τιμώντας με, περιμένατε το σύνθημά μου. Αλλά όταν ρώτησα ποια θα ήταν η θυσία, την οποία προσέφερε η πόλη στον Θεό, ο ιερέας απάντησε: “Έφερα μαζί μου από το σπίτι μου μια χήνα να την προσφέρω στον θεό, γιατί η πόλη αυτή τη φορά δεν έκανε καμιά σχετική προετοιμασία”».
Έτσι η Αντιόχεια δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της εορτής. Παρόμοια όμως περιστατικά ενίσχυσαν το μίσος του Ιουλιανού κατά των Χριστιανών. Ο θυμός του μεγάλωσε, όταν, ξαφνικά, έπιασε φωτιά ο ναός της Δάφνης. Φυσικά όλοι υποπτεύθηκαν ότι οι Χριστιανοί έβαλαν φωτιά στον ναό. Τρομερά εξοργισμένος για το έγκλημα αυτό ο Ιουλιανός, διέταξε -για τιμωρία των Χριστιανών- να κλεισθεί ο κεντρικός ναός τους στην Αντιόχεια, ο οποίος αμέσως λεηλατήθηκε και βεβηλώθηκε. Το ίδιο πράγμα έγινε και σε πολλές άλλες πόλεις. Η κατάσταση γινόταν πολύ σοβαρή, γιατί οι, Χριστιανοί -με τη σειρά τους- κατέστρεφαν τα ομοιώματα των Θεών.
Μερικοί από τους ηγέτες των Χριστιανών οδηγήθηκαν στο μαρτύριο και αναρχία επικρατούσε στην Αυτοκρατορία. Την άνοιξη τού 363 ο Ιουλιανός άφησε την Αντιόχεια και έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά των Περσών, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά από ακόντιο και να πεθάνει μόλις μεταφέρθηκε στη σκηνή του. Κανείς δεν ήξερε ποιος ακριβώς χτύπησε τον Αυτοκράτορα, πολλές δε εκδοχές κυκλοφόρησαν αργότερα. Μία από αυτές, φυσικά, ήταν η πιθανότητα ότι ο Ιουλιανός σκοτώθηκε από τους Χριστιανούς. Οι Χριστιανοί ιστορικοί πάντως αναφέρουν τον γνωστό θρύλο ότι ο Αυτοκράτορας πέταξε λίγο από το αίμα της πληγής του στον αέρα, φωνάζοντας: «Νενίκηκας, ω Ναζωραίε».
Οι στρατηγοί και οι στενοί του φίλοι μαζεύτηκαν γύρω από τον ετοιμοθάνατο Αυτοκράτορα -στη σκηνή του-, όπου ο Ιουλιανός τους απηύθυνε το αποχαιρετιστήριό του μήνυμα, το οποίο σώζεται στα κείμενα του Αμμιανού Mαρκελλίνoυ. Προβλέποντας, με φιλοσοφική γαλήνη, τον θάνατό του, ο Αυτοκράτορας απολογήθηκε για τη ζωή του και τις πράξεις του και, αισθανόμενος ότι τον άφηναν οι δυνάμεις του, εξέφρασε την ελπίδα ότι ένας καλός ηγεμόνας θα βρισκόταν για να τον αντικαταστήσει, χωρίς, ωστόσο, να ονομάσει κανέναν διάδοχό του. Όταν όμως κατάλαβε ότι όλοι, όσοι ήταν γύρω του, έκλαιγαν, τους επέπληξε με το ηγεμονικό του ύφος -το οποίο δεν τον είχε ακόμη εγκαταλείψει- λέγοντάς τους ότι ήταν εξευτελιστικό να θρηνούν έναν Αυτοκράτορα, που είχε ήδη ενωθεί με τα αστέρια και τον ουρανό.
Πέθανε τα μεσάνυχτα της 26ης Ιουνίου του 363, σε ηλικία τριάντα δύο ετών. Ο Λιβάνιος παρομοίασε τον θάνατο του Ιουλιανού με τον θάνατο του Σωκράτη. Ο στρατός ανακήρυξε Αυτοκράτορα τον αρχηγό της Φρουράς της Αυλής, Ιοβιανό, έναν Χριστιανό πιστό στο Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας. Πιεζόμενος από τον βασιλιά της Περσίας, ο Ιοβιανός αναγκάστηκε να υπογράψει ένα σύμφωνο ειρήνης, το οποίο παραχωρούσε στην Περσία αρκετές επαρχίες της ανατολικής όχθης του Τίγρη. Ο θάνατος τού Ιουλιανού χαιρετίστηκε από τους Χριστιανούς, των οποίων οι συγγραφείς τον ονομάζουν «δράκο», «Ηρώδη», «Ναβουχοδονόσορα» και «τέρας».
Εν τούτοις όμως ετάφη στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, μέσα σε μια σαρκοφάγο από πορφυρίτη. Ο Ιουλιανός άφησε αρκετά συγγράμματά του που μας δίνουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Κέντρο των θρησκευτικών του πεποιθήσεων υπήρξε η λατρεία του ηλίου, που ήταν καρπός της λατρείας του θεού Μίθρα και των ιδεών ενός εκφυλισμένου Πλατωνισμού. Από τα παιδικά του χρόνια ο Ιουλιανός αγαπούσε τη φύση και ειδικότερα τον ουρανό. Στους λόγους του ”Εις τον Βασιλέα Ήλιον” που αποτελούν την κύρια πηγή από την οποία αντλούμε πληροφορίες για τη θρησκευτική του φιλοσοφία.
Γράφει ότι από τα μικρά του χρόνια είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα στην ψυχή του μια εξαιρετική επιθυμία για τις ακτίνες του Θείου πλανήτη. Δεν του άρεσε δε να ατενίζει προσεκτικά μόνο τον ήλιο, κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά, τις ξάστερες βραδιές, άφηνε το καθετί -χωρίς καμιά εξαίρεση- για ν’ αφιερωθεί στον θαυμασμό της ομορφιάς του ουρανού. Απορροφημένος στους στοχασμούς του, δεν άκουγε όταν του μιλούσαν και, μερικές φορές, δεν είχε συνείδηση του τι έκανε και ο ίδιος. Σύμφωνα με τη μάλλον σκοτεινή περιγραφή που ο ίδιος ο Ιουλιανός κάνει στις θρησκευτικές του θεωρίες, η θρησκευτική του φιλοσοφία συνίστατο στην πίστη ότι υπάρχουν τρεις κόσμοι με μορφή ήλιων.
Ο πρώτος ήλιος είναι ο υπέρτατος ήλιος, η ιδέα του σύμπαντος, το πνευματικά νοητό σύμπαν, που αποτελεί την ενσάρκωση της απόλυτης αλήθειας και το βασίλειο των ύψιστων αρχών και των πρώτων αιτίων. Ο ορατός κόσμος και ο ορατός ήλιος, δηλαδή ο υλικός κόσμος, αποτελεί μια απλή αντανάκλαση -και μάλιστα όχι άμεση- του άλλου κόσμου. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο κόσμους, τον νοητό δηλαδή και τον υλικό, υπάρχει ο νοερός κόσμος, που έχει τον δικό του ήλιο. Έτσι σχηματίζεται μια τριάδα ηλίων, ο νοητός, ο νοερός και ο υλικός. Ο νοερός κόσμος αποτελεί μια αντανάκλαση του νοητού και με την σειρά του λειτουργεί ως υπόδειγμα για τον υλικό κόσμο.
Ο οποίος, κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι αντανάκλαση κάποιας άλλης αντανάκλασης, μια κατώτερη δηλαδή αναπαραγωγή του απόλυτου προτύπου. Ο υπέρτατος ήλιος είναι απρόσιτος στον άνθρωπο, ενώ ο φυσικός ήλιος είναι πολύ υλικός και για τούτο ακατάλληλος για θεοποίηση. Επομένως ο Ιουλιανός συγκέντρωσε όλη του την προσοχή στον κεντρικό, νοερό ήλιο, τον οποίο λάτρευε, ονομάζοντάς τον «Βασιλέα Ήλιο». Παρά τον ενθουσιασμό του ο Ιουλιανός ήξερε ότι η αποκατάσταση της ειδωλολατρίας θα αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες. Σε μια επιστολή του αναφέρει σχετικά ότι: «Χρειάζεται να με βοηθήσουν πολλοί για να μπορέσω να ανορθώσω ό,τι γκρεμίστηκε σε μέρες πονηρές».
Εκείνο που ο Ιουλιανός δεν κατάλαβε, ήταν ότι η ξεπεσμένη ειδωλολατρία δεν μπορούσε πια v’ ανορθωθεί, γιατί ήταν νεκρή, και ότι οι προσπάθειές του ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Όπως λέει ο Μπουασιέ, «Τα σχέδιά του προορίζονταν να ναυαγήσουν, γιατί ο κόσμος δεν είχε να χάσει τίποτε από την αποτυχία τους». Ο Γκέφκεν τονίζει ότι «ο ενθουσιώδης αυτός φίλος του Ελληνισμού, είναι κατά το ήμισυ Ανατολίτης και Πρωτοβυζαντινός», ενώ ένας άλλος βιογράφος του λέει ότι:
«Ο Ιουλιανός παρουσιάζεται στον ορίζοντα σαν ένα φευγαλέο και φωτεινό σημάδι, πίσω από το οποίο είχε ήδη εξαφανιστεί το αστέρι της Ελλάδος, της χώρας εκείνης δηλαδή, την οποία ο Αυτοκράτορας θεώρησε ως Ιερό Τόπο του πολιτισμού. Τη μητέρα του καλού και του ωραίου, της Ελλάδος, την οποία ονόμαζε με υιική αφιέρωση και ενθουσιασμό, μοναδική του πατρίδα».
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 4ου ΑΙΩΝΑ
Ο Μέγας Θεοδόσιος
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου τού Ιουλιανού, Ιοβιανού (363 – 364) -οπαδού του Συμβόλου της Νικαίας- ο Χριστιανισμός αποκαταστάθηκε στη θέση που τού ανήκε, χωρίς αυτό να έχει ως αποτέλεσμα διωγμούς των ειδωλολατρών. Ο Ιοβιανός ήθελε να αποκαταστήσει σε όλη την Αυτοκρατορία την τάξη εκείνη που επικρατούσε πριν από τον Ιουλιανό και για τούτο έδωσε πλήρη θρησκευτική ελευθερία. Επέτρεψε στους ειδωλολάτρες ν’ ανοίξουν τους ναούς τους και να συνεχίσουν την προσφορά θυσιών και, παρά την προσκόλλησή του στο Σύμβολο της Νικαίας, δεν έλαβε κανένα μέτρο εναντίον των άλλων θεολογικών τάσεων. Οι Χριστιανοί εξόριστοι γύρισαν πίσω και το λάβαρο έγινε πάλι η σημαία του στρατού.
Ο Ιοβιανός βασίλευσε λίγους μήνες μόνο, αλλά η εκ μέρους του αντιμετώπιση των εκκλησιαστικών υποθέσεων, έκανε μεγάλη εντύπωση στους συγχρόνους του. Ο Αρειανός ιστορικός του 5ου αιώνα Φιλοστόργιος, παρατηρεί ότι «Ο Αυτοκράτορας Ιοβιανός αποκατέστησε την παλαιά τάξη πραγμάτων για όλες τις Εκκλησίες, απελευθερώνοντάς τες από τους ενοχλητικούς διωγμούς που είχε επιβάλλει ο Αποστάτης». Ο Ιοβιανός πέθανε ξαφνικά τον Φεβρουάριο του 364, και αντικαταστάθηκε από τους αδελφούς Βαλεντινιανό Α’ (364 – 375) και Ουάλη (364 – 378), οι οποίοι μοιράστηκαν τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Ο Βαλεντινιανός ανέλαβε το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας και ο Ουάλης το Ανατολικό.
Τα δύο αδέλφια είχαν τελείως διαφορετικές απόψεις για τα θρησκευτικά ζητήματα. Ενώ δηλαδή ο Βαλεντινιανός ήταν οπαδός τού Συμβόλου της Νικαίας, ο Ουάλης ήταν Αρειανός. Αλλά οι πεποιθήσεις τού Βαλεντινιανού δεν τον οδήγησαν σε εχθρικές, κατά των άλλων δογμάτων, εκδηλώσεις και, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η θρησκευτική ελευθερία ήταν πιο σταθερή και πιο πλήρης από πριν. Όταν ανέβηκε σον θρόνο, εξέδωσε ένα διάταγμα που παραχωρούσε στον κάθε άνθρωπο «την ελευθερία της λατρείας, όπως ορίζει η συνείδηση του».
Οι ειδωλολάτρες έμειναν επίσης ανενόχλητοι, αν και ο Βαλεντινιανός έδειξε τη Χριστιανική του ιδιότητα με διάφορα ειδικά μέτρα που έλαβε, ένα από τα οποία ήταν η αποκατάσταση όλων των προνομίων που είχε παραχωρήσει στους κληρικούς ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ο Ουάλης όμως ακολούθησε μια τελείως διαφορετική ταχτική. Έχοντας δεχθεί τις αρχές του Αρείου, περιόρισε όλους εκείνους που δεν ακολουθούσαν τις απόψεις του και, μολονότι οι διωγμοί του δεν υπήρξαν ούτε σοβαροί ούτε συστηματικοί, εν τούτοις οι κάτοικοι του ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας πέρασαν -κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Ουάλη- μια περίοδο φόβου και ανησυχίας.
Σε ό,τι αφορά τα εξωτερικά ζητήματα, οι δύο αδελφοί αναγκάστηκαν ν’ αναλάβουν έναν σκληρό αγώνα κατά των Γερμανών. Ο Ουάλης σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Γότθους. Τον Βαλεντινιανό διαδέχθηκαν στη Δύση οι γιοι του Γρατιανός (375 – 383) και ο μικρός Βαλεντινιανός Β’ (375 – 392). Μετά τον θάνατο τού Ουάλη (378), ο Γρατιανός έκανε Αύγουστο, στην Ανατολή και το Ιλλυρικόν, τον Θεοδόσιο. Εκτός από τον νεαρό και αναποφάσιστο Βαλεντινιανό Β’ -οπαδό του Αρείου, που δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στα εσωτερικά ζητήματα της Αυτοκρατορίας- τόσο ο Γρατιανός όσο και ο Θεοδόσιος εγκατέλειψαν την πολιτική της ανοχής και εξεδήλωσαν μια συγκεκριμένη στροφή προς το Σύμβολο της Νικαίας.
Εξαιρετική σημασία έχει η τακτική του Θεοδοσίου, που ονομάστηκε «Μέγας» (379 – 395) και τού οποίου το όνομα είναι στενά συνδεδεμένο με τον θρίαμβο τού Χριστιανισμού. Η αποφασιστική του προσκόλληση στο «πιστεύω», που διάλεξε, δεν του επέτρεψε ν’ ανεχθεί την ειδωλολατρία. Η οικογένεια τού Θεοδοσίου ήλθε το προσκήνιο κατά το δεύτερο ήμισυ του αιώνα λόγω των επιτυχιών τού πατέρα του -ονομαζόταν επίσης Θεοδόσιος- ο οποίος ήταν ένας από τους πιο λαμπρούς στρατηγούς, στη Δύση, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βαλεντινιανού Α’.
Πριν γίνει Αύγουστος, ο Θεοδόσιος ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τις Χριστιανικές ιδέες. Τον επόμενο χρόνο όμως της ανακηρύξεώς του βαπτίσθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον Επίσκοπο Ασχόλιο, οπαδό τού Συμβόλου της Νικαίας. Ο Θεοδόσιος είχε ν’ αντιμετωπίσει δύο δύσκολα προβλήματα:
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ουάλη επικρατούσαν οι οπαδοί τού Αρείου. Μετά τον θάνατό του όμως και ειδικά κατά τη σύντομη περίοδο που προηγήθηκε της εκλογής του Θεοδοσίου, οι θρησκευτικές φιλονικίες αναζωπυρώθηκαν, παίρνοντας, μερικές φορές, αρκετά σκληρή μορφή. Οι δογματικές διαμάχες ξεπέρασαν τους κύκλους των κληρικών για να φθάσουν μέχρι τον λαό και να συζητούνται από τα πλήθη στους δρόμους. Το πρόβλημα της φύσεως του Υιού τού Θεού, από τα μέσα του 4ου αιώνα, είχε προκαλέσει παντού -στους καθεδρικούς ναούς, στις εκκλησίες, στο παλάτι και στις καλύβες των ερημιτών- ζωηρές συζητήσεις.
Ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει, όχι δίχως κάποιον σαρκασμό, σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε, τα εξής: «Παντού -στους δρόμους, στις αγορές, στις πλατείες και στα σταυροδρόμια- βλέπει κανείς αυτούς που ομιλούν για τα πιο ακατανόητα πράγματα. Ερωτώ πόσους οβολούς στοιχίζει αυτό και αντί να μου απαντήσουν, φιλοσοφούν περί του κτιστού και του ακτίστoυ. Ενώ θέλω να μάθω πόσο στοιχίζει το ψωμί, κάποιος απαντά: ”Ο πατήρ είναι ανώτερος του Υιού” και καθώς ερωτώ αν το μπάνιο μου είναι έτοιμο, μου λένε πάλι ότι ο Υιός είναι άκτιστος». Όταν όμως ανέλαβε την εξουσία ο Θεοδόσιος, τα πράγματα άλλαξαν.
Μόλις έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, πρότεινε στον Αρειανό Επίσκοπο να αρνηθεί τον Αρειανισμό και να αποδεχθεί το Σύμβολο της Νίκαιας. Ο Επίσκοπος όμως δεν δέχθηκε, προτιμώντας να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να ζήσει έξω απ’ αυτήν, όπου συνέχισε να κάνει συναθροίσεις των οπαδών του Αρείου. Εν τω μεταξύ, όλες οι εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως περιήλθαν στην εξουσία των οπαδών του Συμβόλου της Νικαίας. Ο Θεοδόσιος βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα της ρυθμίσεως των σχέσεών του με τους αιρετικούς και τους ειδωλολάτρες. Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η Καθολική Εκκλησία (Ecclesia Catholica) διεκρίνετο από τους Αιρετικούς (Haeretici).
Επί Θεοδοσίου η διάκριση μεταξύ Καθολικών και Αιρετικών καθιερώθηκε με νόμο: Καθολικοί ήταν όσοι αναγνώριζαν και δέχονταν το Σύμβολο της Νικαίας, ενώ Αιρετικοί ήταν όλοι οι άλλοι. Οι ειδωλολάτρες (pagani) ανήκαν σε ξεχωριστή κατηγορία. Αφού ο Θεοδόσιος διακήρυξε επίσημα την αφοσίωσή του στο Σύμβολο της Νικαίας, άρχισε έναν μεγάλο αγώνα εναντίον των ειδωλολατρών και των αιρετικών, τιμωρώντας τους με σκληρά μέτρα, τα οποία, καθώς περνούσε ο καιρός, γίνονταν σκληρότερα. Με βάση το διάταγμα τού 380 μ.Χ., στην Καθολική Εκκλησία ανήκαν μόνο όσοι πίστευαν στην «Ισότιμον Θείαν Τριάδα» (Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα), όπως αυτή διδάσκεται από τους Αποστόλους και τα Ευαγγέλια.
Όλοι οι άλλοι «οι τρελοί και μωροί», που ήταν οπαδοί ”του αίσχους των αιρέσεων”, δεν είχαν το δικαίωμα να κάνουν συναθροίσεις, ενώ συγχρόνως υπέκειντο σε αυστηρές τιμωρίες. Όπως αναφέρει ένας ιστορικός, το διάταγμα αυτό δείχνει καθαρά ότι ο Θεοδόσιος «υπήρξε ο πρώτος Αυτοκράτορας, που καθιέρωσε για λογαριασμό του και όχι προς χάρη της Εκκλησίας υποχρεωτικό για τους υπηκόους του το χριστιανικό δόγμα». Ο Θεοδόσιος εξέδωσε πολλά άλλα διατάγματα που, ενώ απαγόρευαν στους αιρετικούς κάθε, ιδιωτική ή δημόσια, συγκέντρωση, έδιναν το δικαίωμα αυτό μόνο στους οπαδούς της Νικαίας, οι οποίοι έκαναν χρήση όλων των ναών, της πρωτεύουσας και όλης της άλλης Αυτοκρατορίας.
Τα πολιτικά δικαιώματα των αιρετικών περιορίστηκαν σημαντικά, κυρίως δε εκείνα που ήταν σχετικά με κληρονομικά ζητήματα. Παρά την μεροληψία του ο Θεοδόσιος επιθυμούσε πολύ να αποκαταστήσει στην Εκκλησία την αρμονία και την ειρήνη. Για τον σκοπό αυτό συγκάλεσε, το 381, στην Κωνσταντινούπολη, μια Σύνοδο, στην οποία έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι μόνο της Ανατολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος αυτή είναι γνωστή ως Β’ Οικουμενική Σύνοδος. Για καμιά άλλη Σύνοδο δεν είναι οι πληροφορίες τόσο ανεπαρκείς. Οι εργασίες της μας είναι άγνωστες και για ένα διάστημα υπήρχε αμφιβολία και για την οικουμενική της φύση ακόμη.
Μόνο το 451, σε μια άλλη Οικουμενική Σύνοδο, αναγνωρίστηκε επισήμως η οικουμενικότητά της. Το κύριο θέμα που απασχόλησε τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο υπήρξε η αίρεση του «Ημιάρειου» Μακεδονίου, ο οποίος υποστήριζε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι κτιστό. Η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση τού Μακεδονίου, κατοχύρωσε την «εν Νικαία πίστιν» -με μία περί του Αγίου Πνεύματος προσθήκη- και υιοθέτησε τη διδασκαλία ότι το Άγιο Πνεύμα είναι «ομοούσιον τω Πατρί και τω Υιώ». Λόγω του ότι οι σχετικές με τη Σύνοδο πληροφορίες δεν είναι επαρκείς, μερικοί επιστήμονες της Δυτικής Ευρώπης αμφιβάλλουν για τη γνησιότητα τού Συμβόλου της Κωνσταντινουπόλεως.
Το οποίο έχει γίνει όχι μόνο το επικρατέστερο Σύμβολο, αλλά και το επίσημο Σύμβολο όλων των Χριστιανών, ασχέτως των δογματικών τους πεποιθήσεων. Μερικοί επιστήμονες τονίζουν ότι το νέο Σύμβολο δεν αποτελεί έργο της Β’ Συνόδου, ενώ άλλοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι το Σύμβολο αυτό έγινε πριν ή μετά τη Β’ Σύνοδο. Η πλειονότητα των επιστημόνων και μάλιστα οι Ρώσοι ιστορικοί της Εκκλησίας συμφωνούν ότι το Σύμβολο της Κωνσταντινουπόλεως είναι έργο των πατέρων της Β’ Οικουμενικής Συνόδου, αν και διαδόθηκε μόνο μετά τη νίκη της Ορθοδοξίας, στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος. Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος καθόρισε επίσης τη θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως έναντι τού Επισκόπου Ρώμης.
Ο τρίτος κανών της Συνόδου έχει ως εξής: «Τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον, δια το είναι αυτήν Νέαν Ρώμην». Οι Πατριάρχες όμως των αρχαιότερων Επισκοπών της Ανατολής δεν συμφώνησαν στην εξύψωση αυτή του Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, την εποχή εκείνη, ήταν ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο οποίος διαδραμάτισε πολύ σπουδαίο ρόλο στην πρωτεύουσα κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας τού Θεοδοσίου. Μη μπορώντας όμως ο Γρηγόριος να κατευθύνει τις πολυάριθμες αντίπαλες ομάδες που εκπροσωπήθηκαν στη Σύνοδο, αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από τη θέση του, να εγκαταλείψει τη Σύνοδο και να φύγει από την Κωνσταντινούπολη.
Τη θέση του πήρε ο Νεκτάριος, ένας λαϊκός με περιορισμένες γνώσεις θεολογίας, αλλά ικανός να ρυθμίζει καλά τις σχέσεις του με τον Αυτοκράτορα. Ο Νεκτάριος έγινε πρόεδρος της Συνόδου, η οποία ολοκλήρωσε τις εργασίες της το καλοκαίρι τού 381. Η συμπεριφορά του Θεοδοσίου προς τους Καθολικούς (οπαδούς της Νικαίας) κληρικούς υπήρξε μάλλον γενναιόδωρη. Διατήρησε, και πολλές φορές διεύρυνε, τα προνόμια που οι προκάτοχοί του είχαν παραχωρήσει στους Επισκόπους και τους ιερείς. Συγχρόνως, όμως, πρόσεχε τα δικαιώματα αυτά των κληρικών να μην συγκρούονται με τα συμφέροντα του Κράτους. Έτσι με διάταγμά του ο Θεοδόσιος επέβαλε στην Εκκλησία έκτακτα καθήκοντα (extraοrdinaria munera).
Η δυνατότητα προσφυγής στην Εκκλησία των εγκληματιών που τούς κατεδίωκαν οι Αρχές περιορίστηκε πάρα πολύ, λόγω μεγάλης καταχρήσεως του δικαιώματος αυτού και κυρίως απαγορεύθηκε να ζητούν καταφύγιο στην Εκκλησία όσοι χρωστούσαν φόρους στο Κράτος. Ο Θεοδόσιος ήθελε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής των εκκλησιαστικών υποθέσεων της Αυτοκρατορίας και, γενικά, πέτυχε τον σκοπό του αυτό. Σε μια περίπτωση όμως ήρθε σε έντονη αντίθεση με έναν από τους διακεκριμένους ηγέτες της Εκκλησίας της δύσεως, τον Επίσκοπο Μεδιολάνων Αμβρόσιο. Ο θεοδόσιος και ο Αμβρόσιος είχαν τελείως αντίθετες απόψεις για τη ρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους.
Ο πρώτος πίστευε στην υπεροχή του Κράτους, ενώ ο δεύτερος επέμενε ότι η Εκκλησία δεν έπρεπε ποτέ να υποταχθεί σε μια κοσμική εξουσία. Η διαμάχη μεταξύ του Αυτοκράτορα και του Αμβροσίου είχε ως κύριά της αφορμή τις σφαγές της Θεσσαλονίκης. Στην πλούσια και μεγάλη αυτή πόλη είχε εγκατασταθεί μεγάλος αριθμός Γερμανών στρατιωτών, με αρχηγό έναν πολύ αγενή και ανίκανο διοικητή, που δεν προσπαθούσε καθόλου να εμποδίσει τις βίαιες πράξεις των στρατιωτών του. Οι κάτοικοι της πόλεως, ερεθισμένοι από τις προβολές των Γερμανών, επαναστάτησαν και σκότωσαν τελικά τους αξιωματικούς τους και πολλούς στρατιώτες.
Ο Θεοδόσιος, που εκτιμούσε πολύ τους Γερμανούς, τιμώρησε τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, δίχως να κάνει διάκριση φύλου ή ηλικίας, με μια αιματηρή σφαγή. Η τρομερή όμως αυτή πράξη δεν έμεινε ατιμώρητη. Ο Αμβρόσιος αφόρισε τον Θεοδόσιο, ο οποίος, παρά την δύναμή του, αναγκάστηκε ν’ αναγνωρίσει δημόσια το σφάλμα του και να εκτελέσει, ταπεινά, την τιμωρία που του επέβαλε ο Επίσκοπος, ο οποίος του απαγόρευσε να φοράει τα Αυτοκρατορικά εμβλήματα κατά τη διάρκεια της εξιλεώσεως. Παραλλήλως με τον χωρίς οίκτο αγώνα του κατά των αιρετικών, ο Θεοδόσιος έπληξε αποφασιστικά και τους ειδωλολάτρες.
Αρκετά διατάγματα απαγόρευαν την προσφορά θυσιών και την επίσκεψη στους ναούς, με αποτέλεσμα να κλείσουν πολλοί ειδωλολατρικοί ναοί, από τους οποίους ορισμένοι χρησιμοποιήθηκαν για να στεγάσουν διοικητικές υπηρεσίες, ενώ άλλοι καταστράφηκαν ολοσχερώς αφού, προηγουμένως, ο φανατισμένος όχλος λεηλάτησε τους πλούσιους καλλιτεχνικούς θησαυρούς τους. Η πιο σημαντική ενέργεια του όχλου υπήρξε η καταστροφή του ναού του Σαράπιδος, το Σαραπείον, που αποτελούσε το κέντρο της ειδωλολατρίας στην Αλεξάνδρεια. Το τελευταίο διάταγμα εναντίων των ειδωλολατρών, το οποίο απαγόρευε κάθε θρησκευτική τους εκδήλωση, κυκλοφόρησε το 392.
Οι παραβάτες αυτού τού διατάγματος εθεωρούντο ένοχοι προσβολής κατά του Αυτοκράτορα και της θρησκείας και, ως εκ τούτου, άξιοι για τις πιο βαριές τιμωρίες. Το διάταγμα αυτό χαρακτηρίζει την παλιά θρησκεία ως «ειδωλολατρική δεισιδαιμονία» (gentίlicia superstitio). Ένας ιστορικός ονομάζει το διάταγμα του 392, το οποίο αποτελεί την τελευταία ενέργεια του Θεοδοσίου εναντίον των ειδωλολατρών της Ανατολής, «επικήδειο ύμνο».
Στη Δύση αναφέρεται ένα πολύ χαρακτηριστικό επεισόδιο που συνέβη κατά τη διάρκεια του αγώνα του Γρατιανού, του Βαλεντινιανού Β’ και του Θεοδοσίου κατά των ειδωλολατρών και με επίκεντρο την απομάκρυνση του βωμού της Νίκης -ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τη Σύγκλητο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου για να επανέλθει στη θέση του επί Ιουλιανού- από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Οι συγκλητικοί, οι οποίοι ήταν ακόμη κατά το ήμισυ ειδωλολάτρες, θεώρησαν την απομάκρυνση τού βωμού ως τελικό χτύπημα κατά της παλαιάς μεγαλοπρέπειας της Ρώμης και έστειλαν τον φημισμένο ειδωλολάτρη ρήτορα Σύμμαχο στον Αυτοκράτορα, για να τον παρακαλέσει για την επαναφορά του Βωμού στην Σύγκλητο.
Ο Θ. Ουσπένσκι, γράφοντας για την παράκληση αυτή του Συμμάχου -ο οποίος απέτυχε στην αποστολή του-, αναφέρει ότι η αίτηση αυτή υπήρξε «το κύκνειο άσμα μιας θνήσκουσας ειδωλολατρίας που δειλά και με θρήνους ζητούσε χάρη από τον νεαρό Αυτοκράτορα (Βαλεντινιανό Β’), μιας ειδωλολατρίας στην οποία οι μεν πρόγονοι του Αυτοκράτορα όφειλαν τη δόξα τους, η δε Ρώμη το μεγαλείο της». Το 393 έγιναν οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες, ενώ -μαζί με άλλα μνημεία της αρχαιότητας- το άγαλμα τού Δία -έργο του Φειδία- μεταφέρθηκε από την Ολυμπία στην Κωνσταντινούπολη.
Η θρησκευτική πολιτική τού Θεοδοσίου, επομένως, διέφερε πολύ από την τακτική των προκατόχων του, οι οποίοι, ενώ είχαν ιδιαίτερη προτίμηση σε μια Χριστιανική τάση ή στην ειδωλολατρία (όπως ο Ιουλιανός), ακολουθούσαν, μέχρις ενός σημείου, πολιτική ανοχής των άλλων θρησκευτικών ομάδων, δεδομένου ότι de iure υπήρχε πάντοτε κάποια θρησκευτική ισότητα. Ο Θεοδόσιος, όμως, αναγνωρίζοντας ως το μόνο νομικό σύμβολο πίστεως το Σύμβολο της Νικαίας, απαγόρευσε κάθε άλλη εκδήλωση είτε υπό μορφή χριστιανικής αιρέσεως, είτε υπό μορφή ειδωλολατρίας.
Ο Θεοδόσιος ήταν ένας από εκείνους τους Αυτοκράτορες που πίστευαν ότι η εξουσία τους μπορούσε να συμπεριλάβει την Εκκλησία και την θρησκευτική ζωή των υπηκόων τους. Σκοπός της ζωής του υπήρξε η δημιουργία μιας ενιαίας Εκκλησίας, που να δέχεται το Σύμβολο της Νικαίας, αλλά οι προσπάθειές του δεν πέτυχαν. Οι θρησκευτικές διαμάχες, αντί να (σταματήσουν, πολλαπλασιάστηκαν και εξαπλώθηκαν γρήγορα οδηγώντας -κατά τον 5ο αιώνα- την Εκκλησία σε μια θυελλώδη και γεμάτη από ταραχές ζωή. Σε ό,τι αφορά τους ειδωλολάτρες, εκεί, ο Θεοδόσιος πέτυχε έναν πλήρη θρίαμβο.
Υπήρχαν φυσικά ακόμη ειδωλολάτρες, αλλά μόνο ως άτομα ή μεμονωμένες οικογένειες μπορούσαν να λατρεύουν, κρυφά, την αγαπημένη τους θρησκεία, την οποία έβλεπαν να αργοπεθαίνει. Η περίφημη όμως Σχολή των Αθηνών -παρά τα διατάγματα του Θεοδοσίου- συνέχισε το έργο της, μεταδίδοντας τη γνώση της κλασικής φιλολογίας στους σπουδαστές της.
ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ (ΓΟΤΘΙΚΟ) ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ 4ου ΑΙΩΝΑ
Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα, η Αυτοκρατορία είχε ν’ αντιμετωπίσει το ζήτημα των Γότθων, το οποίο υπήρξε γι’ αυτή το πιο οξύ πρόβλημα της εποχής εκείνης. Οι Γότθοι, οι οποίοι είχαν καταλάβει τις νότιες ακτές της Βαλτικής, κινήθηκαν, (στα τέλη του 2ου αιώνα, ακόμα νοτιότερα, προς την περιοχή της σημερινής νότιας Ρωσίας. Έφθασαν σχεδόν (στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και εγκαταστάθηκαν (στις μεταξύ του Δον και του Κάτω Δούναβη περιοχές. Ο Δνείστερος διαίρεσε τους Γότθους σε δύο φύλα: τους Γότθους της Ανατολής (Οστρογότθοι) και τους Γότθους της Δύσης (Βησιγότθοι). Όπως όλα τα Γερμανικά φύλα της εποχής εκείνης, οι Γότθοι ήταν Βάρβαροι, αν και στη νέα τους χώρα βρέθηκαν κάτω από πολύ ευνοϊκές συνθήκες.
Οι βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αρκετά πριν από την εποχή του Χριστιανισμού, είχαν καλυφθεί με πολύ πλούσιες Ελληνικές αποικίες οι οποίες είχαν έναν εξαιρετικά ανεπτυγμένο πολιτισμό, του οποίου η επίδραση, όπως αποδεικνύουν οι αρχαιολόγοι, έφτανε μακριά, μέχρι τον Βορρά. Την εποχή της καθόδου των Γότθων στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, η Κριμαία ήταν στα χέρια του πλούσιου και πολιτισμένου Βασιλείου του Βοσπόρου. Μέσω δε της επικοινωνίας τους με τον Βόσπορο και τις παλιές Ελληνικές αποικίες οι Γότθοι γνώρισαν τον κλασικό πολιτισμό των αρχαίων, ενώ συγχρόνως, λόγω της συνεχούς προωθήσεώς τους προς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στη Βαλκανική Χερσόνησο, ήρθαν σε επαφή με τις τελευταίες εξελίξεις του πολιτισμού.
Αποτέλεσμα αυτών των επιδράσεων είναι το γεγονός ότι οι Γότθοι, όταν εμφανίστηκαν αργότερα στη Δυτική Ευρώπη, ήταν πολύ πιο πολιτισμένοι από όλα τα άλλα Γερμανικά φύλα, τα οποία παρουσιάστηκαν στη Δύση σε μια κατάσταση πλήρους βαρβαρισμού. Κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα, οι Γότθοι συγκέντρωσαν την προσοχή τους και τις ενέργειές τους σε δύο κατευθύνσεις: αφ’ ενός προς τη θάλασσα και τις δυνατότητες που τους έδινε για τη λεηλασία των πόλεων που ήταν στις ακτές της και αφ’ ετέρου προς τα νοτιοδυτικά, όπου οι Γότθοι αναπτύχθηκαν μέχρι τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας -στον Δούναβη – με αποτέλεσμα να έρθουν σ’ επαφή με την Αυτοκρατορία.
Οι Γότθοι απέκτησαν πρώτα ένα κέντρο στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας και, κατόπιν, τον 3ο μ.Χ. αιώνα, εισέβαλαν στο μεγαλύτερο μέρος της Κριμαίας και του βασιλείου του Βοσπόρου. Αργότερα έκαναν μερικές πειρατικές επιδρομές, χρησιμοποιώντας πλοία του Βοσπόρου και, επανειλημμένως, λεηλάτησαν τις πλούσιες ακτές του Καυκάσου και της Μικράς Ασίας. Ακολουθώντας τις δυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας μπήκαν στον Δούναβη και κατόπιν πέρασαν από τον Βόσπορο στην Προποντίδα, και μέσω του Ελλησπόντου (Δαρδανέλλια) στο Αρχιπέλαγος.
Κατά τη διάρκεια των επιδρομών αυτών, οι Γότθοι λεηλάτησαν το Βυζάντιο, την Χρυσόπολιν (το σημερινό Σκούταρι), την Κύζικο, τη Νικομήδεια και τα νησιά του Αρχιπελάγους. Οι Γότθοι πειρατές προχώρησαν ακόμη περισσότερο: χτύπησαν την Έφεσο και τη Θεσσαλονίκη, και φθάνοντας στις νότιες Ελληνικές ακτές, λεηλάτησαν το Άργος, την Κόρινθο και, πιθανόν, την Αθήνα. Ευτυχώς όμως τα ανεκτίμητα μνημεία της κλασικής τέχνης σώθηκαν. Η Κρήτη, η Ρόδος και η Κύπρος υπέφεραν επίσης από τις επιδρομές των Γότθων. Μετά από όλες τους αυτές τις θαλασσινές εκστρατείες, αφού ικανοποιούνταν από τις λεηλασίες τους, οι βάρβαροι γύριζαν στα μέρη τους, στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας.
Πολλοί όμως από αυτούς τους πειρατές εξολοθρεύονταν στις ξένες ακτές ή συλλαμβάνονταν αιχμάλωτοι από τις Ρωμαϊκές δυνάμεις. Πολύ πιο σοβαρά ήταν τα πράγματα στην ξηρά. Από τις αρχές του 3ου αιώνα, οι Γότθοι, εκμεταλλευόμενοι την αναρχία που επικρατούσε στην Αυτοκρατορία, άρχισαν να διασχίζουν τον Δούναβη και να καταπατούν τις περιοχές της Αυτοκρατορίας. Ο Αυτοκράτορας Γορδιανός αναγκάστηκε να πληρώνει στους Γότθους ετήσιο φόρο. Αλλά κι αυτό δεν αρκούσε, εφόσον λίγο αργότερα οι Γότθοι καταπάτησαν και πάλι τις περιοχές της Αυτοκρατορίας και κατέβηκαν μέχρι την Μακεδονία και την Θράκη.
Ο Αυτοκράτορας Δέκιος βάδισε εναντίον τους, αλλά σκοτώθηκε το 251, στη μάχη, ενώ το 269 ο Κλαύδιος πέτυχε να νικήσει τους Γότθους κοντά στη Ναϊσσό. Από τους πολλούς αιχμαλώτους που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια της μάχης, άλλοι τοποθετήθηκαν στον στρατό και άλλοι στάλθηκαν ως άποικοι (coloni) στις αραιοκατοικημένες Ρωμαϊκές επαρχίες. Για τη νίκη του εναντίον των Γότθων, ο Κλαύδιος ονομάστηκε «Γοτθικός». Ο Αυρηλιανός όμως, που για ένα διάστημα είχε ανορθώσει την Αυτοκρατορία (270 – 275), αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στους Βαρβάρους τη Δακία και να μεταφέρει τον πληθυσμό της στη Μοισία.
Τον 4ο αιώνα βρίσκουμε αρκετούς Γότθους στον στρατό και, όπως αναφέρει ένας ιστορικός, ένα τμήμα Γότθων υπηρέτησε πιστά τους Ρωμαίους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαξιμιανού. Επίσης είναι ήδη γνωστό ότι οι Γότθοι υπηρέτησαν στον στρατό τού Μεγάλου Κωνσταντίνου και ότι τον βοήθησαν στον αγώνα του εναντίον του Λικινίου. Την εποχή του Κωνσταντίνου οι Βησιγότθοι συμφώνησαν να βοηθήσουν τον Αυτοκράτορα με 40.000 στρατιώτες, ενώ, αργότερα, ο Ιουλιανός διατήρησε ένα σύνταγμα Γότθων στον στρατό του. Τον 3ο αιώνα άρχισε να διαδίδεται στους Γότθους ο Χριστιανισμός, τον οποίο, πιθανόν, δίδαξαν πρώτοι οι Χριστιανοί που συνελήφθησαν αιχμάλωτοι στη Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια των θαλασσινών επιδρομών.
Οι Χριστιανοί Γότθοι έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, τον Επίσκοπό τους Θεόφιλο, ο οποίος ήταν ένας από εκείνους που υπέγραψαν το Σύμβολο της Νικαίας. Κύριος φωτιστής των Γότθων, στον Δούναβη, κατά τον 4ο αιώνα, υπήρξε ο Ουλφίλας, ο οποίος θεωρείται, από μερικούς, ότι ήταν Ελληνικής καταγωγής, αν και γεννήθηκε σε Γοτθικό έδαφος. Έζησε αρκετά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος από έναν οπαδό του Αρείου. Όταν γύρισε στους Γότθους δίδαξε για αρκετά χρόνια τον Χριστιανισμό σύμφωνα με τις αρχές του Αρείου. Θέλοντας να κάνει γνωστά τα Ευαγγέλια στον λαό του, εφηύρε ένα Γοτθικό αλφάβητο, με βάση, εν μέρει, τα Ελληνικά γράμματα και μετέφρασε την Βίβλο στη Γοτθική γλώσσα.
Η διάδοση του Αρειανισμού στους Γότθους έχει μεγάλη σημασία για τη μετέπειτα ιστορία τους, γιατί ακριβώς η θρησκευτική διαφορά τους εμπόδισε, όταν αργότερα κατέβηκαν στις περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, να συγχωνευθούν με τους αυτόχθονες, οι οποίοι ήταν οπαδοί του Συμβόλου της Νικαίας. Οι Γότθοι της Κριμαίας έμειναν Ορθόδοξοι. Οι ειρηνικές σχέσεις μεταξύ Αυτοκρατορίας και Γότθων διεκόπησαν το 376, όταν εμφανίστηκε, με προέλευση την Ασία, ο Μογγολικής καταγωγής βάρβαρος λαός των Ούννων.
Βαδίζοντας προς τη Δύση, οι βάρβαροι νίκησαν τους Οστρογότθους και ενωμένοι μαζί τους προχώρησαν περισσότερο φθάνοντας μέχρι την περιοχή των Βησιγότθων, οι οποίοι, υπό την πίεση της επιδρομής και των σφαγών, αναγκάστηκαν να εισέλθουν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι σχετικές πηγές μας πληροφορούν ότι οι Γότθοι στάθηκαν στην βόρεια όχθη τού Δούναβη, ικετεύοντας με δυνατούς θρήνους τους Ρωμαίους να τους αφήσουν να περάσουν τον ποταμό. Οι βάρβαροι έστειλαν αντιπρόσωπο στον Αυτοκράτορα και πρότειναν να εγκατασταθούν στη Θράκη και την Μοισία, να καλλιεργούν τη γη, να δώσουν άντρες για τον στρατό και να υπακούουν ακριβώς όπως και οι Ρωμαίοι υπήκοοι όλες τις διαταγές.
Οι περισσότεροι από τους Ρωμαίους αξιωματούχους δέχτηκαν ευνοϊκά την πρόταση των Γότθων, αναγνωρίζοντας το τι είχε να κερδίσει το κράτος αν γινόταν δεκτή. Κατ’ αρχήν αντιμετώπισαν την πρόταση αυτή σαν μια ευκαιρία να αυξηθεί ο πληθυσμός των γεωργικών περιοχών και ο αριθμός των στρατιωτών και, κατόπιν, σκέφθηκαν ότι οι νέοι υπήκοοι θα υπερασπίζονταν την Αυτοκρατορία, ενώ οι παλαιοί κάτοικοι των επαρχιών είχαν την δυνατότητα να απαλλαγούν από τη στρατιωτική τους θητεία, πληρώνοντας χρήματα, τα οποία θα ενίσχυαν σημαντικά τα κρατικά έσοδα. Τελικά υπερίσχυσαν αυτοί που δέχτηκαν ευνοϊκά την πρόταση των βαρβάρων και οι Γότθοι πήραν επισήμως την άδεια να διασχίσουν τον Δούναβη.
”Έτσι, -όπως γράφει ο Φυστέλ ντε Κουλάνζ (Fustel de Coulanges)-, τετρακόσιες μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες βάρβαροι, από τους οποίους οι μισοί μπορούσαν να πολεμούν, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Αυτοκρατορίας”. Αν και ο αριθμός αυτός θεωρείται υπερβολικός, το γεγονός πάντως είναι ότι οι Γότθοι που εγκαταστάθηκαν στην Μοισία ήταν πολλοί. Κατ’ αρχήν οι Γότθοι ζούσαν μια πολύ ειρηνική ζωή, αλλά σιγά-σιγά άρχισαν να μην είναι ικανοποιημένοι και να ενοχλούνται με τις καταχρήσεις των στρατηγών και των αξιωματούχων, οι οποίοι υπεξαιρούσαν μέρος των χρημάτων που είχαν παραχωρηθεί για τις ανάγκες των αποίκων που υπέφεραν όχι μόνο από έλλειψη τροφής, αλλά και από κακοποιήσεις των ίδιων των γυναικών τους και των παιδιών τους.
Πολλοί Γότθοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. Οι διαμαρτυρίες τους όμως δεν εισακούστηκαν και, τελικά, οι βάρβαροι επαναστάτησαν. Ζήτησαν τη βοήθεια των Αλανών και των Ούννων, εισέβαλαν στη Θράκη και βάδισαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Την εποχή αυτή ο Αυτοκράτορας Ουάλης είχε εκστρατεύσει στην Περσία, αλλά όταν έμαθε για την επανάσταση των Γότθων άφησε την Αντιόχεια και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη. Μια αποφασιστική μάχη που έγινε κοντά στην Αδριανούπολη, τον Αύγουστο του 378, είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Ουάλης και να ηττηθεί ολοκληρωτικά ο στρατός του.
Ο δρόμος προς την πρωτεύουσα φαινόταν ανοιχτός για τους Γότθους, οι οποίοι έφθασαν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, χωρίς όμως να έχουν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επιθέσεως κατά της Αυτοκρατορίας. Ο διάδοχος του Ουάλη, Θεοδόσιος, με τη βοήθεια των δικών του Γότθων στρατιωτών, πέτυχε να νικήσει και να σταματήσει τους βαρβάρους. Έτσι, ενώ ένα μέρος των Γότθων χτυπούσε την Αυτοκρατορία, ένα άλλο πολεμούσε εναντίον της φυλής του, πρόθυμο να υπηρετήσει πιστά τον Αυτοκρατορικό στρατό. Ο ιστορικός του 5ου αιώνα Ζώσιμος αναφέρει ότι μετά τη νίκη του Θεοδοσίου «η ειρήνη απεκατεστάθη στη Θράκη γιατί απωλέσθησαν όλοι οι βάρβαροι που ήσαν εκεί».
Η νίκη των Γότθων στην Αδριανούπολη δεν τούς βοήθησε να εδραιωθούν σε καμιά πλέον επαρχία της Αυτοκρατορίας. Μετά, όμως, μετά από αυτά τα γεγονότα, οι Γερμανοί άρχισαν να επηρεάζουν τη ζωή της Αυτοκρατορίας με ειρηνικά μέσα. Ο Θεοδόσιος έχοντας πλήρη επίγνωση ότι δεν μπορούσε να κυριαρχήσει επάνω στους βαρβάρους με τη βία, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει μια τακτική ειρηνικών σχέσεων με τους Γότθους, να εισαγάγει δηλαδή ανάμεσά τους ορισμένα στοιχεία του Ρωμαϊκού πολιτισμού και να τους τοποθετήσει στις μονάδες του Ρωμαϊκού στρατού.
Σιγά-σιγά ο στρατός -του οποίου βασικό καθήκον ήταν να υπερασπίζεται την Αυτοκρατορία- έγινε, κατά το μεγαλύτερό του μέρος, ένας Γερμανικός στρατός, του οποίου οι στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι, πολλές φορές, να πολεμούν εναντίον των συμφύλων τους. Η επιρροή των Γότθων ήταν αισθητή τόσο στους ανώτερους στρατιωτικούς κύκλους όσο και στη διοίκηση, πολλές δε υπεύθυνες θέσεις ήρθαν στα χέρια των Γερμανών. Ο Θεοδόσιος, ακολουθώντας τη Γερμανόφιλη πολιτική του, δεν αντιλήφθηκε ότι μια ελεύθερη ανάπτυξη του Γερμανικού στοιχείου μπορούσε ν’ απειλήσει την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας. Έδειξε αρκετή έλλειψη σοφίας, αφήνοντας την άμυνα της Αυτοκρατορίας στα χέρια των Γερμανών.
Οι Γότθοι γρήγορα έμαθαν τη Ρωμαϊκή τέχνη του πολέμου, τις Ρωμαϊκές τεχνικές και μεθόδους μάχης, και εξελίχθηκαν σε μια δύναμη που σε οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε ν’ απειλήσει την Αυτοκρατορία. Ο εγχώριος Ελληνο-Ρωμαϊκός πληθυσμός παρακολουθούσε την ανάπτυξη της δύναμης των Γερμανών με ανησυχία και ενίσχυσε μια αντι-γερμανική κίνηση, που μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση την Αυτοκρατορία. Ο Θεοδόσιος πέθανε στο Μιλάνο το 395 και το ταριχευμένο του σώμα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και τάφηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων. Για τις υπηρεσίες τις οποίες πρόσφερε ο Θεοδόσιος στον αγώνα του Χριστιανισμού κατά των ειδωλολατρών, ονομάστηκε «Μέγας».
Οι δύο πολύ νεαροί γιοι του, ο Αρκάδιος και ο Ονώριος, ανέλαβαν τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας ο μεν πρώτος στην Ανατολή, ο δε δεύτερος στη Δύση. Ο Θεοδόσιος δεν πέτυχε να λύσει τα κύρια προβλήματα της εποχής του. Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, καθιερώνοντας το Σύμβολο της Νικαίας ως τη βάση του Χριστιανισμού, δεν πέτυχε την ενότητα της Εκκλησίας. Ο Αρειανισμός, σε όλες του τις εκφάνσεις, δεν έπαψε να υπάρχει και, κατά την εξέλιξή του, δημιούργησε νέες θρησκευτικές κινήσεις, οι οποίες κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα αναστάτωσαν την θρησκευτική ζωή της Αυτοκρατορίας, ενώ συγχρόνως επηρέασαν πολύ, κατά την περίοδο αυτή, την κοινωνική της ζωή.
Αυτό κυρίως ισχύει για τις ανατολικές επαρχίες της Συρίας και της Αιγύπτου, όπου οι νέες θρησκευτικές εξελίξεις είχαν πολύ μεγάλες συνέπειες. Ο Θεοδόσιος, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην προηγούμενή του αυστηρή τακτική της προσκολλήσεως στο Σύμβολο της Νικαίας. Αναγκάστηκε δηλαδή να κάνει παραχωρήσεις στους Γερμανούς οπαδούς του Αρείου, οι οποίοι, την εποχή εκείνη, αποτελούσαν την μεγάλη πλειονότητα του στρατού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και στον θρησκευτικό τομέα -όπως στον διοικητικό και τον στρατιωτικό- οι Γότθοι άσκησαν μεγάλη επιρροή.
Βασικά κέντρα της δυνάμεώς τους υπήρξαν η ίδια η πρωτεύουσα, η Βαλκανική Χερσόνησος και μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ στις ανατολικές επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου έγινε ελάχιστα αισθητή η δύναμη των Γότθων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι διαφωνίες των εγχωρίων στο θρησκευτικό -όπως και στο φυλετικό- ζήτημα γίνονταν, καθώς περνούσε ο καιρός, πιο έντονες. Με λίγα λόγια, ο Θεοδόσιος δεν πέτυχε να λύσει τα εξής δύο σοβαρά προβλήματα: τη δημιουργία μίας και μοναδικής και ενιαίας Εκκλησίας και την ανάπτυξη αρμονικών σχέσεων με τους Βαρβάρους. Τα δύο αυτά πολύπλοκα προβλήματα παρέμειναν άλυτα όταν οι διάδοχοι τού Θεοδοσίου ανέλαβαν τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας.
ΕΘΝΙΚΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 5ο ΑΙΩΝΑ
Η περίοδος αυτή -του 5ου αιώνα- έχει μεγάλη σημασία, λόγω του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν τα κύρια εθνικά και θρησκευτικά προβλήματα τής Αυτοκρατορίας. Το εθνικό πρόβλημα συνίστατο, κυρίως, στη διχόνοια μεταξύ των διαφορετικών εθνοτήτων στους κόλπους της Αυτοκρατορίας και στις συγκρούσεις με εξωτερικούς εχθρούς του κράτους. Ο Ελληνισμός υπήρξε μόνο φαινομενικά μια δύναμη που μπορούσε να ενώσει τους διαφορετικής προελεύσεως κατοίκους τού ανατολικού τμήματος της Αυτοκρατορίας. Οι Ελληνιστικές επιδράσεις ήταν αισθητές στην Ανατολή, μέχρι τον Ευφράτη και την Αίγυπτο, από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του.
Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος θεωρούσε τον αποικισμό ως ένα από τα καλύτερα μέσα για την μεταφύτευση του Ελληνισμού και, όπως λέγεται, ο ίδιος ίδρυσε στην Ανατολή εβδομήντα πόλεις. Οι διάδοχοί του συνέχισαν την τακτική του αποικισμού. Οι περιοχές, στις οποίες είχε απλωθεί ο Ελληνισμός, έφτασαν στον Βορρά σχεδόν μέχρι την Αρμενία, στον Νότο μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και στην Ανατολή σχεδόν μέχρι την Περσία και τη Μεσοποταμία. Πέρα από αυτές τις επαρχίες δεν προχώρησε ο Ελληνισμός. Κέντρο δε του ελληνιστικού πολιτισμού έγινε η πόλη τής Αιγύπτου Αλεξάνδρεια.
Σε όλες τις ακτές της Μεσογείου, στη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο κυριάρχησε ο Ελληνικός πολιτισμός. Από αυτές δε τις περιοχές η Μικρά Ασία υπήρξε ίσως η πιο εξελληνισμένη. Οι ακτές της για ένα μεγάλο διάστημα ήταν γεμάτες από Ελληνικές αποικίες και η επιρροή τους σιγά-σιγά, αν και όχι εύκολα, εισχώρησε στο εσωτερικό της χώρας. Στη Συρία -όπου ο Ελληνικός πολιτισμός βρήκε απήχηση μόνο στις ανώτερες τάξεις των μορφωμένων- η Ελληνική επιρροή υπήρξε πολύ πιο αδύνατη. Ο πολύς λαός, μη γνωρίζοντας την Ελληνική, συνέχισε να μιλά τη μητρική του γλώσσα.
Κάποιος ειδικός γράφει σχετικά ότι «εάν σε μια τέτοια κοσμόπολη -όπως είναι η Αντιόχεια- ο πολύς κόσμος μιλούσε ακόμη Αραμαϊκά, δηλαδή Συριακά, τότε εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι στο εσωτερικό της επαρχίας η Ελληνική δεν υπήρξε η γλώσσα των μορφωμένων, αλλά η γλώσσα μόνο εκείνων που την μελετούσαν ειδικά». Ο Συρο-Ρωμαϊκός Κώδικας τού 5ου αιώνα αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα του ότι η μητρική γλώσσα των Σύριων εχρησιμοποιείτο ευρέως στην Ανατολή. Το παλαιότερο σωζόμενο Συριακό χειρόγραφο του εν λόγω κώδικα γράφηκε στις αρχές του 6ου αιώνα, πριν από την εποχή του Ιουστινιανού. Το κείμενο αυτό, που έχει πιθανόν γραφεί στη βορειοανατολική Συρία, είναι μετάφραση από τα Ελληνικά.
Το Ελληνικό πρωτότυπο δεν έχει βρεθεί ακόμη, αλλά βάσει ορισμένων στοιχείων φαίνεται να έχει γραφεί τον 5ο αιώνα. Οπωσδήποτε όμως η μετάφραση έγινε αμέσως μετά την δημοσίευση του Ελληνικού πρωτοτύπου. Εκτός από τη μετάφραση αυτή υπάρχει και η Αραβική και η Αρμενική μετάφραση του κώδικα, που δείχνουν ότι το βιβλίο αυτό έχει, πιθανόν, εκκλησιαστική προέλευση, δεδομένου ότι αναλύει, με πολλές λεπτομέρειες, τους περί γάμου και κληρονομιών νόμους, επεκτείνοντας συγχρόνως τολμηρά τα δικαιώματα του κλήρου.
Το γεγονός ότι ο κώδικας -όπως φαίνεται από τις πολλές του μεταφράσεις και από τα πολλά αποσπάσματά του που βρίσκουμε σε αραβικά και Συριακά έργα του 13ου και 14ου αιώνα- ήταν ευρέως διαδεδομένος και εφαρμοζόταν για την επίλυση των ζωτικών προβλημάτων των περιοχών που βρίσκονταν μεταξύ της Αρμενίας και της Αιγύπτου, δείχνει ότι επικρατούσαν συνεχώς οι μητρικές γλώσσες. Αργότερα, όταν η νομοθεσία τού Ιουστινιανού έγινε επισήμως υποχρεωτική για όλη την Αυτοκρατορία, ο κώδικάς του απεδείχθη ογκώδης και δυσνόητος για τις ανατολικές επαρχίες, οι οποίες συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον Συριακό κώδικα.
Τον 7ο αιώνα -και μετά την επικράτηση ακόμη των Μουσουλμάνων στις ανατολικές επαρχίες- παρατηρούμε ότι πάλι χρησιμοποιείται πολύ ο Συριακός κώδικας. Το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε στα Συριακά τα πενήντα τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα, δείχνει καθαρά ότι ο πολύς λαός δεν γνώριζε ακόμη Ελληνικά ή Λατινικά και ότι ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα. Στην Αίγυπτο επίσης -παρά το γεγονός ότι ήταν κοντά της το κέντρο του διεθνούς πολιτισμού, η Αλεξάνδρεια- ο Ελληνισμός διαδόθηκε μόνον στις ανώτερες τάξεις των μορφωμένων, ανάμεσα δηλαδή στους εκλεκτούς της κοινωνίας.
Ο πολύς κόσμος συνέχισε να χρησιμοποιεί την μητρική του γλώσσα, δηλαδή την Αιγυπτιακή (Κοπτική). Το κράτος αντιμετώπισε δυσχέρειες στην τακτοποίηση των υποθέσεων των ανατολικών επαρχιών όχι μόνο λόγω τής πολυφυλετικής σύνθεσης του πληθυσμού, αλλά και λόγω τού ότι η πλειονότητα του πληθυσμού της Συρίας ,και της Αιγύπτου και ενός τμήματος της ανατολικής Μικράς Ασίας έμεινε πιστή στον Αρειανισμό και τις διακλαδώσεις του. Το πολύπλοκο φυλετικό πρόβλημα έγινε ακόμη πιο έντονο τον 5ο αιώνα, λόγω των νέων θρησκευτικών εξελίξεων που παρατηρούμε σε αυτές τις επαρχίες.
Για τις δυτικές επαρχίες της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή τη Βαλκανική Χερσόνησο, την πρωτεύουσα και τη δυτική πλευρά της Μικράς Ασίας, το σοβαρότερο πρόβλημα -την περίοδο αυτή- ήταν η δύναμη των Γερμανών, που απειλούσαν την ύπαρξη τής Αυτοκρατορίας. Αφού το πρόβλημα αυτό ρυθμίστηκε, στα μέσα του 5ου αιώνα, ευνοϊκά για το κράτος, φάνηκε, για λίγο, ότι οι τραχείς Ίσαυροι θα έπαιρναν στην πρωτεύουσα μια παρόμοια με την των Γότθων ηγετική θέση. Στην Ανατολή ο αγώνας με τους Πέρσες συνεχίστηκε, ενώ στο βόρειο τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου οι Βούλγαροι, ένας λαός Ουννικής (Τουρκικής) προελεύσεως, άρχισε τις καταστροφικές του επιδρομές.
ΑΡΚΑΔΙΟΣ (395 – 408)
Ο Αρκάδιος ήταν μόλις δεκαεπτά ετών όταν ανέβηκε στον θρόνο. Μη έχοντας ούτε την απαραίτητη πείρα ούτε δύναμη θελήσεως, γρήγορα βρέθηκε υποχείριος των ευνοουμένων του, οι οποίοι διηύθυναν τις υποθέσεις της Αυτοκρατορίας κατά τέτοιον τρόπο, που να ικανοποιεί τα προσωπικά και φατριακά τους συμφέροντα. Στην αρχή επηρέαζε τον Αυτοκράτορα ο Ρουφίνος, τον οποίο ο Θεοδόσιος, όταν ζούσε, είχε διορίσει επίτροπο του Αρκαδίου. Ο Ρουφίνος όμως γρήγορα δολοφονήθηκε και, δύο χρόνια αργότερα, ο ευνούχος Ευτρόπιος άρχισε να ασκεί την ισχυρότερη επιρροή στον νεαρό Αυτοκράτορα.
Η γρήγορη ανάδειξη του νέου ευνοουμένου οφείλεται κυρίως στο ότι πέτυχε να παντρέψει τον Αρκάδιο με την Ευδοξία, την κόρη ενός Φράγκου αξιωματικού που υπηρετούσε στον Ρωμαϊκό στρατό. Ο Ονώριος, ο νεώτερος αδελφός του Αρκαδίου, είχε τεθεί υπό την καθοδήγηση του αρκετά ικανού Στιλίχωνος, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εκρωμαϊσθέντος Γερμανού βαρβάρου, που προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των αγώνων της εναντίον του λαού του.
Η Ρύθμιση του ”Γοτθικού” Προβλήματος
Το βασικό πρόβλημα που απασχόλησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου το κράτος ήταν το Γερμανικό. Οι Βησιγότθοι, που είχαν εγκατασταθεί στο βόρειο τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου, απέκτησαν έναν νέο φιλόδοξο αρχηγό, τον Αλάριχο. Μόλις ο Αρκάδιος ανέλαβε την εξουσία, ο Αλάριχος εκστράτευσε εναντίον της Μοισίας, της Θράκης και της Μακεδονίας, απειλώντας και την πρωτεύουσα ακόμη. Η διπλωματική παρέμβαση του Ρουφίνου άλλαξε το σχέδιο που είχε ο Αλάριχος εναντίον τής Κωνσταντινουπόλεως και η προσοχή των Γότθων στράφηκε προς την Ελλάδα. Ο Αλάριχος διέσχισε τη Θεσσαλία και έφθασε δια μέσου των Θερμοπυλών στην Κεντρική Ελλάδα.
Οι κάτοικοι της Ελλάδος, την περίοδο αυτή, ήταν σχεδόν όλοι Έλληνες του τύπου εκείνου που είχαν γνωρίσει ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος. Όπως αναφέρει ο Γκρεγκορόβιους, η γλώσσα, η θρησκεία, οι συνήθειες και οι νόμοι των προγόνων των Ελλήνων είχαν μείνει σχεδόν αμετάβλητες στις πόλεις και στα χωριά. Και παρά το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός είχε αναγνωριστεί ως η επίσημη θρησκεία του κράτους, ενώ απαγορευόταν η λατρεία των θεών, η οποία ήταν καταδικασμένη να εξαφανιστεί, η αρχαία Ελλάδα είχε ακόμα έκδηλα τα σημεία τής ειδωλολατρίας, λόγω κυρίως της διατηρήσεως των μνημείων της αρχαιότητας. Στο διάβα τους οι Γότθοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Αττική και τη Βοιωτία.
Ο Πειραιάς έπεσε στα χέρια των βαρβάρων, οι οποίοι όμως, ευτυχώς, δεν κατέστρεψαν την Αθήνα. Ο ειδωλολάτρης ιστορικός του 5ου αιώνα Ζώσιμος διηγείται τον θρύλο ότι ο Αλάριχος, ενώ πολιορκούσε τα τείχη των Αθηνών με τον στρατό του, είδε την Αθηνά Πρόμαχο οπλισμένη και τον ήρωα της Τροίας Αχιλλέα να στέκονται μπροστά στο τείχος. Η έκπληξη την οποία προκάλεσε στον Αλάριχο η εμφάνιση αυτή, υπήρξε μεγάλη και είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί η ιδέα της επιθέσεως κατά των Αθηνών. Η Πελοπόννησος υπέφερε πολύ από την εισβολή των Γότθων, οι οποίοι λεηλάτησαν την Κόρινθο, το Άργος, τη Σπάρτη και πολλές άλλες πόλεις.
Ο Στιλίχων ανέλαβε να υπερασπισθεί την Ελλάδα και αποβιβάστηκε με τον στρατό του στον Κορινθιακό Κόλπο, στον Ισθμό, αποκόπτοντας έτσι την υποχώρηση του Αλάριχου, δια μέσου της Κεντρικής Ελλάδος. Ο Αλάριχος τότε στράφηκε προς τα βόρεια για να φτάσει, με μεγάλη δυσκολία, στην Ήπειρο. Ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος δεν ντράπηκε να τιμήσει τον άνθρωπο που λεηλάτησε τις Ελληνικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας με τον στρατιωτικό τίτλο του Στρατηγού του Ιλλυρικού (Magister militum per Illyricum). Ύστερα από αυτό, ο Αλάριχος έπαψε να απειλεί το ανατολικό τμήμα τής Αυτοκρατορίας και στράφηκε κυρίως προς την Ιταλία.
Εκτός όμως από την απειλή των Γότθων στη Βαλκανική Χερσόνησο και την Ελλάδα, η επιρροή τους ήταν ιδιαιτέρως αισθητή από την εποχή του Μεγάλου Θεοδοσίου στην πρωτεύουσα, όπου οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τις πιο αξιόλογες θέσεις του στρατού και της διοικήσεως. Όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Αρκάδιος, οι Γερμανοί αποτελούσαν την πιο δυναμική πολιτική μερίδα της πρωτεύουσας με αρχηγό έναν από τους εκλεκτούς στρατηγούς του Αυτοκρατορικού στρατού, τον Γότθο Γαϊνά, ο οποίος συγκέντρωσε γύρω του στρατιώτες Γοτθικής προελεύσεως και αντιπροσώπους της τοπικής φιλο-γερμανικής κίνησης. Το αδύνατο όμως σημείο των Γερμανών υπήρξε το γεγονός ότι ήταν οπαδοί του Αρείου.
Δεύτερη σε δύναμη κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Αρκαδίου, ήταν η μερίδα του ισχυρού ευνούχου Ευτροπίου, ο οποίος είχε την υποστήριξη πολλών φιλόδοξων κολάκων, που ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν μόνο διότι είχε τη δυνατότητα να τους βοηθήσει να προωθήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα. Ο Γαϊνάς και ο Ευτρόπιος δεν μπορούσαν φυσικά να συνυπάρχουν, ειρηνικά, εφόσον συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο για την κατάκτηση της εξουσίας. Εκτός όμως από αυτές τις δύο μερίδες, υπήρχε, κατά τους ιστορικούς, και τρίτη πολιτική μερίδα με εχθρικές διαθέσεις τόσο για τους Γερμανούς όσο και για τον Ευτρόπιο, και με μέλη συγκλητικούς, υπουργούς και την πλειονότητα του κλήρου.
Η μερίδα αυτή αντιπροσώπευε την εθνικιστική και θρησκευτική ιδεολογία, η οποία ήταν αντίθετη προς την συνεχώς αυξανόμενη επιρροή των ξένων και των βαρβάρων. Φυσικά, η μερίδα αυτή, της οποίας αρχηγός ήταν ο Αυρηλιανός, αρνήθηκε να δώσει την υποστήριξή της στον δόλιο και αρχομανή Ευτρόπιο. Πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν πλήρη επίγνωση της απειλής των Γερμανών. Η ίδια δε η κυβέρνηση είχε συνείδηση τού κινδύνου. Ένα αξιόλογο κείμενο, το οποίο έχει διασωθεί, μας παρουσιάζει ζωηρά πώς ορισμένες κοινωνικές τάξεις αντέδρασαν στο Γερμανικό πρόβλημα.
Το κείμενο αυτό είναι ένας λόγος του Συνεσίου με τίτλο ”Η εξουσία του Αυτοκράτορα” ή ”Περί Βασιλείας”, που δόθηκε ή διαβάστηκε στον Αρκάδιο. Ο Συνέσιος -καταγόμενος από την Κυρήνη της Β. Αφρικής- ήταν ένας πολύ μορφωμένος Νεοπλατωνικός που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Το 399 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη να παρακαλέσει τον Αυτοκράτορα να ελαττώσει τους φόρους της πόλης του και, αργότερα, όταν γύρισε στην πατρίδα του, έγινε επίσκοπος της Βορειοαφρικανικής Πτολεμαΐδoς. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη ο Συνέσιος διαπίστωσε τη Γερμανική απειλή και συνέταξε τον λόγο του, ο οποίος, όπως τονίζει ένας ιστορικός, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αντι-γερμανικό μανιφέστο της εθνικόφρονος μερίδας του Αυρηλιανού.
Ο Συνέσιος προειδοποιεί τον Αυτοκράτορα ότι οι βάρβαροι θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο, προκειμένου να αποκτήσουν την εξουσία και να γίνουν κύριοι των κατοίκων και ότι τότε οι άοπλοι πολίτες θα πρέπει να πολεμήσουν με ανθρώπους καλά εξασκημένους στην τέχνη το πολέμου. ”Πρέπει λοιπόν, πριν γίνει αυτό, να διωχθούν οι ξένοι από τις διοικητικές θέσεις και να στερηθούν το δικαίωμα συμμετοχής στη Σύγκλητο, γιατί ό,τι οι Ρωμαίοι θεωρούσαν στην αρχαιότητα ως κάτι το πολύ ανώτερο, έχει χάσει την αξία του εξαιτίας της επιρροής των ξένων.
Σχεδόν σε κάθε πλούσιο σπίτι -τονίζει ο Συνέσιος- βρίσκουμε έναν Σκύθη (Γότθο) σκλάβο, ενώ οι Γότθοι επίσης υπηρετούν ως μάγειροι ή οινοχόοι. Αλλά δεν είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι ρυθμίζουν την πολιτική ζωή οι ίδιοι ξανθοί βάρβαροι, που στην ιδιωτική τους ζωή φορούν κάπες και είναι υπηρέτες; Ο Αυτοκράτορας πρέπει να ξεκαθαρίσει τον στρατό ακριβώς όπως ξεκαθαρίζουμε το σιτάρι από την ανεμίδα και από άλλα άχρηστα πράγματα, τα οποία μπορούν να καταστρέψουν τον καλό σπόρο. Ο πατέρας Σας -λέει στον Αυτοκράτορα- λόγω της ευσπλαχνίας Του δέχτηκε, με ευγένεια και συγκατάβαση, τους βαρβάρους και τους έκανε συμμάχους, δίνοντάς τους πολιτικά δικαιώματα και τιμές και χαρίζοντάς τους, γενναιόδωρα, χωράφια.
Αλλά οι βάρβαροι δεν είδαν τις πράξεις αυτές ως πράξεις ευγένειας, αλλά τις θεώρησαν δείγματα αδυναμίας μας και έγιναν πιο υπεροπτικοί και πιο κούφοι. Αυξάνοντας τον αριθμό των ντόπιων νεοσυλλέκτων και ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον στρατό μας και το θάρρος μας, τακτοποιήστε τα πράγματα όπως πρέπει. Χρειάζεται επιμονή όταν έχει να κάνει κανείς με αυτούς τους ανθρώπους. Μια λύση υπάρχει, ή να αφήσετε τους βαρβάρους να καλλιεργούν τη γη, ακολουθώντας το παράδειγμα των αρχαίων Μεσσηνίων, οι οποίοι άφησαν τα όπλα και καλλιεργούσαν τη γη σαν σκλάβοι, για λογαριασμό των Λακεδαιμονίων, ή να τους στείλετε εκεί από όπου ήρθαν”.
Εκείνο που υποστήριζε ο Συνέσιος, αντιμετωπίζοντας την Γερμανική απειλή, ήταν η εκδίωξη των Γότθων από τον στρατό, ο σχηματισμός ενός εγχώριου στρατού και η εγκατάσταση των Γότθων ως απλών καλλιεργητών της γης. Για την περίπτωση που οι βάρβαροι δεν θα δέχονταν αυτό το σχέδιο, ο Συνέσιος προτείνει να διωχθούν οι Γότθοι από την Αυτοκρατορία και να σταλούν εκεί από όπου ήρθαν. Ο ισχυρότερος στρατηγός του Αυτοκρατορικού στρατού, ο Γότθος Γαϊνάς, δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί την αποκλειστικότητα της επιρροής του Ευτροπίου και, με την πρώτη ευκαιρία, εκδήλωσε τις διαθέσεις του.
Την εποχή αυτή οι Γότθοι της Φρυγίας, τους οποίους είχε εγκαταστήσει εκεί ο Μέγας Θεοδόσιος, επαναστάτησαν και λεηλατούσαν τη χώρα υπό την καθοδήγηση του αρχηγού τους Τριβιγίλδου. Ο Γαϊνάς, που είχε σταλεί να καταστείλει την επανάσταση, συμμάχησε με τον Τριβίγιλδο, νίκησε τον Αυτοκρατορικό στρατό και έγινε κύριος της καταστάσεως. Εν συνεχεία οι δύο Γότθοι αρχηγοί ζήτησαν από τον Αυτοκράτορα να καθαιρεθεί ο Ευτρόπιος -τον οποίο αντιπαθούσαν τόσο η σύζυγος του Αρκαδίου Ευδοξία όσο και η μερίδα τού Αυρηλιανού- και να παραδοθεί στα χέρια τους. Ο Αρκάδιος, υπό την πίεση των γεγονότων, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να εξορίσει, το 399 μ.Χ., τον Ευτρόπιο.
Χωρίς όμως να ικανοποιήσει τους Γότθους, οι οποίοι επέμεναν να δικαστεί και να εκτελεστεί. Εν συνεχεία, ο Γαϊνάς ζήτησε από τον Αυτοκράτορα να επιτρέψει στους Αρειονόφρονες Γότθους να χρησιμοποιήσουν έναν ναό της πρωτεύουσας για τις λειτουργίες τους. Η πρότασή του αυτή όμως προκάλεσε, τη διαμαρτυρία του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου Χρυσοστόμου, με αποτέλεσμα να μην επιμείνει ο Γαϊνάς ο οποίος ήξερε ότι, όχι μόνον ο λαός της πρωτεύουσας αλλά και η πλειονότητα όλης της Αυτοκρατορίας ήταν με το μέρος του επισκόπου. Αφού εξασφάλισαν ένα προπύργιο στην Κωνσταντινούπολη, οι Γότθοι έγιναν κύριοι της τύχης της Αυτοκρατορίας.
Ο Αρκάδιος και οι εγχώριοι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν πλήρη επίγνωση τού κινδύνου, αλλά ο Γαϊνάς, παρά τις επιτυχίες του, αποδείχθηκε ανίκανος να κρατήσει την κυριαρχική του θέση στην Κωνσταντινούπολη. Ενώ έλειπε μακριά από αυτή, ξέσπασε μια ξαφνική επανάσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν πολλοί Γότθοι, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η επιστροφή του Γαϊνά στην πρωτεύουσα. Ο Αρκάδιος, παίρνοντας θάρρος από τη νέα εξέλιξη των πραγμάτων, έστειλε εναντίον του Γαϊνά τον πιστό του Γότθο Φραβίτα, ο οποίος νίκησε τον επαναστάτη τη στιγμή που προσπαθούσε να πάει. στη Μικρά Ασία.
Ο Γαϊνάς προσπάθησε να ξεφύγει στη Θράκη, αλλά εκεί έπεσε στα χέρια τού βασιλιά των Ούννων, ο οποίος του έκοψε το κεφάλι και το έστειλε δώρο στον Αρκάδιο. Έτσι αποκρούστηκε η απειλή χάρη στις προσπάθειες ενός Γερμανού, ο οποίος τιμήθηκε όπως έπρεπε για τη μεγάλη του υπηρεσία προς την Αυτοκρατορία. Το γοτθικό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά στις αρχές του 5ου αιώνα με ευνοϊκό για το κράτος αποτέλεσμα. Οι νεώτερες προσπάθειες των Γότθων να ανακτήσουν την παλαιά τους επιρροή δεν ευοδώθηκαν.
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ανάμεσα από τις περιπλοκές που δημιούργησαν οι Γερμανοί, ξεπρόβαλε η μεγάλη φυσιογνωμία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια και σπούδασε κοντά στον φημισμένο ρήτορα Λιβάνιο, σκοπεύοντας ν’ ακολουθήσει μια «κοσμική» σταδιοδρομία. Αργότερα όμως εγκατέλειψε την ιδέα αυτή και, αφού βαπτίστηκε, αφιερώθηκε στο κήρυγμα, κηρύσσοντας στην Αντιόχεια, όπου έμεινε αρκετά χρόνια ως ιερέας. Μετά τον θάνατο τού πατριάρχη Νεκταρίου, ο Ευτρόπιος επέλεξε ως νέο πατριάρχη τον ιεροκήρυκα της Αντιόχειας, του οποίου η φήμη είχε ήδη διαδοθεί παντού.
Μεταφέρθηκε κρυφά στην πρωτεύουσα, από φόβο μήπως ο λαός της Αντιόχειας -ο οποίος ήταν πολύ αφοσιωμένος στον ιεροκήρυκά του- αντιδράσει στην αναχώρησή του. Παρά τις σκευωρίες του Επισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου, ο Χρυσόστομος χειροτονήθηκε επίσκοπος και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 398. Έτσι ο επισκοπικός θρόνος ήρθε στα χέρια ενός ανθρώπου με ασυνήθη δύναμη λόγου και ενός ιδεολόγου, του οποίου οι πράξεις πάντοτε συμφωνούσαν με τις θεωρίες του ενός, τέλος, συνηγόρου των πιο αυστηρών ηθικών αρχών. Η ανηλεής του όμως αντίθεση προς την πολυτέλεια και η σταθερή του προσήλωση στο Σύμβολο της Νικαίας είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλούς εχθρούς.
Ένας από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του υπήρξε η Αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία αγαπούσε την πολυτέλεια και τις απολαύσεις, πράγμα που ανάγκαζε τον Χρυσόστομο να την καταγγέλλει δημοσία. Στα κηρύγματά του έφτανε μέχρι του σημείου να την παρομοιάζει με την Ιεζάβελ και την Ηρωδιάδα. Η σκληρή του τακτική κατόπιν εναντίον των Αρειανοφρόνων Γότθων, της οποίας παράδειγμα είναι η άρνησή του να τους παραχωρηθεί μία από τις εκκλησίες της πρωτεύουσας, δημιουργούσε -και αυτή- εχθρούς. Ο Χρυσόστομος σεβόταν πολύ τους Ορθόδοξους Γότθους, στους οποίους έδωσε μία από τις εκκλησίες της πόλης. Επισκεπτόταν την εκκλησία τους και με τη βοήθεια μεταφραστή, είχε συχνά συσκέψεις μαζί τους.
Τα σταθερά θρησκευτικά ιδεώδη τού Χρυσοστόμου, η έλλειψη διαθέσεως συμβιβασμού και η έντονη κριτική της πολυτέλειας σιγά-σιγά αύξησαν τους εχθρούς του. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας γρήγορα επηρεάστηκε από αυτούς που δεν συμπαθούσαν τον Πατριάρχη και επισήμως καταφέρθηκε εναντίον του. Η επίσημη αυτή αντίθεση του Αυτοκράτορα ανάγκασε τον Χρυσόστομο ν’ αποσυρθεί στη Μικρά Ασία, αλλά η δυναμική αντίδραση του λαού, που ακολούθησε την αναχώρηση του Πατριάρχη, ανάγκασε τον Αυτοκράτορα να τον ανακαλέσει από την εξορία. Η μεταξύ κράτους και Πατριάρχη ειρήνη δεν κράτησε πολύ.
Οι τελετές με την ευκαιρία της ανέγερσης του αγάλματος της Ευδοξίας έδωσαν λαβή στον Ιωάννη να επιτεθεί ζωηρά με μια ομιλία εναντίον της Αυτοκράτειρας και να καταγγείλει την ματαιοδοξία της. Το αποτέλεσμα ήταν να εκθρονιστεί και πάλι ο Χρυσόστομος και να υποστούν απηνείς διώξεις οι οπαδοί του, οι λεγόμενοι Ιωαννίται. Τελικά, το 404, ο Ιωάννης εξορίστηκε στην Κουκουσό της Καππαδοκίας, η οποία περιγράφεται ως ”το πιο έρημο μέρος του κόσμου” και όπου έφθασε ύστερα από ένα μεγάλο και κοπιαστικό ταξίδι. Τρία χρόνια αργότερα στάλθηκε σε κάποιον άλλο τόπο εξορίας, στις μακρινές ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αλλά πέθανε το 407 κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του.
Έτσι τελείωσε η ζωή ενός από τους πιο αξιόλογους ηγέτες που αναδείχθηκαν στις αρχές του Μεσαίωνα στην Ανατολική Εκκλησία. Ο Πάπας και ο Αυτοκράτορας της Δύσης Ονώριος είχαν και οι δύο προσπαθήσει να σταματήσουν τον διωγμό του Χρυσοστόμου και των οπαδών του, χωρίς, ωστόσο, επιτυχία. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος άφησε ένα μεγάλο φιλολογικό θησαυρό που περιέχει μια ζωντανή εικόνα της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής της εποχής του. Ο ίδιος υπήρξε ένας από εκείνους τους λίγους ανθρώπους που δεν φοβήθηκαν να μιλήσουν ανοιχτά εναντίον των αξιώσεων του παντοδύναμου Γαϊνά και που υποστήριξαν σταθερά τις αρχές της Ανατολικής Εκκλησίας.
Έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα ωραιότερα πρότυπα ηθικής που έχει ποτέ γνωρίσει η ανθρωπότητα. «Υπήρξε ανηλεής απέναντι στην αμαρτία και ελεήμων για τους αμαρτωλούς». Ο Αρκάδιος πέθανε το 408, αφού προηγουμένως πέθανε η σύζυγός του Ευδοξία, αφήνοντας ως διάδοχο τον γιο του Θεοδόσιο, που ήταν μόνο επτά ετών.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Β’ Ο ΜΙΚΡΟΣ (408 – 450)
Όπως αναφέρουν μερικές πηγές, ο Αρκάδιος διόρισε -από φόβο μήπως οι διάφοροι «ευνοούμενοι» της Κωνσταντινουπόλεως εκθρονίσουν τον Θεοδόσιο- επίτροπο του νεαρού διαδόχου του τον βασιλιά της Περσίας Ισδιγέρδη Α’, ο οποίος με αφοσίωση εκπλήρωσε την αποστολή του, έχοντας τοποθετήσει κάποιον έμπιστό του άνθρωπο κοντά στον Θεοδόσιο για να τον προφυλάξει από κάθε ραδιουργία των αυλικών. Πολλοί επιστήμονες δεν δέχονται ως αυθεντική την πληροφορία αυτή, αν και δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να την απορρίψουμε, εφόσον τέτοια παραδείγματα έχουμε και σε άλλες περιόδους της ιστορίας.
Οι αρμονικές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις δύο Αυτοκρατορίες, εξηγεί την ασυνήθη ευνοϊκή θέση του Χριστιανισμού στην Περσία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Iσδιγέρδη Α’. Η Περσική παράδοση -η οποία είναι επηρεασμένη από τους Μάγους και τους Ευγενείς- ονομάζει τον Ισδιγέρδη «Αποστάτη», «Φαύλο», φίλο της Ρώμης και των Χριστιανών και διώκτη των Μάγων. Αντιθέτως οι Χριστιανικές πηγές τον εξυμνούν για την καλοσύνη του, την ηπιότητά του και την γενναιοδωρία του, ενώ μερικές φορές φθάνουν στο σημείο να τον παρουσιάζουν ως έτοιμο να ασπαστεί τον Χριστιανισμό.
Στην πραγματικότητα, ο Ισδιγέρδης, όπως ο Μέγας Κωνσταντίνας, εκτίμησε τη σημασία που είχε για τα πολιτικά του σχέδια ο χριστιανισμός και το 409 έδωσε επισήμως την άδεια στους Χριστιανούς να λειτουργούν ελεύθερα και να ανακαινίσουν τις εκκλησίες τους. Μερικοί ιστορικοί ονομάζουν το σχετικό διάταγμα Έδικτο των Μεδιολάνων της Ασσυριακής Χριστιανικής Εκκλησίας. Το 410 έγινε στη Σελεύκεια μια Σύνοδος, κατά την οποία οργανώθηκε η Χριστιανική Εκκλησία της Περσίας. Ο επίσκοπος της Σελευκείας (Κτησιφώντος) ονομάστηκε αρχηγός της Εκκλησίας, με έδρα την πρωτεύουσα της Περσικής Αυτοκρατορίας, παίρνοντας συγχρόνως τον τίτλο «Καθολικός».
Τα μέλη της Συνόδου έκαναν την εξής δήλωση: «Όλοι μας ικετεύουμε τον Πολυεύσπλαχνο Θεό μας να δίνει πολλά χρόνια ζωής στον ένδοξο και νικηφόρο Βασιλέα των Βασιλέων Ισδιγέρδη». Οι Χριστιανοί όμως δεν απόλαυσαν για πολύ καιρό την ελευθερία τους γιατί, αργότερα, άρχισαν πάλι οι διωγμοί. Ο Θεοδόσιος Β’ δεν υπήρξε ικανός πολιτικός, ούτε ενδιαφέρθηκε πολύ για τις υποθέσεις τού κράτους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς του βασιλείας κρατήθηκε μακριά από τις υποθέσεις τού κράτους, ζώντας μια μοναχική ζωή. Αφιερώνοντας τον περισσότερό του χρόνο στην καλλιγραφία, αντέγραφε πολλά παλιά χειρόγραφα με τον ωραίο γραφικό του χαρακτήρα.
Γύρω από τον Θεοδόσιο όμως υπήρχαν ικανοί και δραστήριοι άνθρωποι, που βοήθησαν στο να συμβούν στην εσωτερική ζωή της Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο αυτή αξιόλογα γεγονότα, τα οποία αναγκάζουν τους ιστορικούς να μην θεωρούν πλέον τον Θεοδόσιο ως έναν αδύναμο και άβουλο Αυτοκράτορα. Ένα από τα πρόσωπα που άσκησαν μεγάλη επιρροή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδοσίου υπήρξε η αδελφή του Πουλχερία, η οποία και συνετέλεσε στον γάμο του αδελφού της με την ικανότατη και πολύ μορφωμένη Αθηναΐδα (Ευδοκία), που ήταν κόρη ενός Αθηναίου φιλοσόφου.
Η Ευδοκία έγραψε μερικά βιβλία, θρησκευτικού κυρίως περιεχομένου, στα οποία διαβλέπει κανείς ορισμένα πολιτικής φύσεως γεγονότα της εποχής της. Στους εξωτερικούς του αγώνες το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας υπήρξε πιο τυχερό από το δυτικό κατά την περίοδο του Θεοδοσίου. Ενώ στην Ανατολή δεν παρουσιάστηκαν σοβαρές εχθρικές ενέργειες, στη Δύση οι μεταναστεύσεις των Γερμανών είχαν προκαλέσει πολύ σοβαρή κρίση. Το πιο συγκλονιστικό όμως γεγονός υπήρξε η εισβολή στη Ρώμη -την παλαιά πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας- του αρχηγού των Βησιγότθων Αλαρίχου. Λίγο αργότερα οι βάρβαροι δημιούργησαν τα πρώτα τους βασίλεια -στη Ρωμαϊκή επικράτεια- στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αφρική.
Το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, είχε ένα διάστημα απειληθεί από τους Ούννους, οι οποίοι εισέβαλαν στην επικράτεια τού Βυζαντίου και λεηλάτησαν τη χώρα, σχεδόν μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Πριν συνάψει φιλικές σχέσεις με τους βαρβάρους ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να πληρώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και να τους παραχωρήσει την περιοχή νότια του Δούναβη. Αργότερα εστάλη από την Κωνσταντινούπολη στην Παννονία μια πρεσβεία με αρχηγό τον Μαξιμίνο, του οποίου ο συνοδός και φίλος Πρίσκος έγραψε εξαιρετικού ενδιαφέροντος λεπτομέρειες, σχετικές με τη ζωή της Αυλής τού Αττίλα και με τις συνήθειες των Ούννων.
Η περιγραφή του Πρίσκου έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί μας δίνει πληροφορίες όχι μόνο για τους Ούννους, αλλά και για τους Σλάβους του Μέσου Δούναβη, τους οποίους είχαν νικήσει οι Ούννοι.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΙΔΕΣ ΚΑΙ Γ’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Οι δύο πρώτες οικουμενικές σύνοδοι αποφάνθηκαν οριστικά ότι ο Ιησούς υπήρξε Θεός και άνθρωπος. Η απόφαση αυτή όμως δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιήσει το ερευνητικό πνεύμα των θεολόγων που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τη συνύπαρξη της θείας υποστάσεως τού Κυρίου με την ανθρώπινη φύση Του. Στην Αντιόχεια, κατά τα τέλη τού 4ου αιώνα, παρουσιάστηκε η διδασκαλία ότι δεν υπήρξε πλήρης η ενότητα των δύο φύσεων τού Χριστού. Σιγά-σιγά η διδασκαλία αυτή προσπαθούσε ν’ αποδείξει την απόλυτη ανεξαρτησία της ανθρώπινης φύσης του Κυρίου πριν και μετά την ένωσή της με τη Θεία Φύση. Εφόσον η διδασκαλία αυτή έμενε περιορισμένη σε στενό κύκλο ανθρώπων, δεν προκαλούσε στην Εκκλησία σοβαρά ζητήματα.
Αλλά όταν ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο εξ Αντιοχείας πρεσβύτερος Νεστόριος, θερμός οπαδός της νέας διδασκαλίας, η κατάσταση άλλαξε γιατί ο νέος Πατριάρχης επέβαλε την εν λόγω διδασκαλία του στην Εκκλησία. Γνωστός για την ευγλωττία του, απευθύνθηκε στον Αυτοκράτορα, μετά τη χειροτονία του, ως εξής: «Παράδωσέ μου τη γη καθαρμένη από τους αιρετικούς και θα σε ανταμείψω με τους ουρανούς. Βοήθησέ με να νικήσω τους αιρετικούς και θα σε βοηθήσω να καταβάλεις τους Πέρσες». Με τη λέξη «αιρετικοί» ο Νεστόριος εννοούσε όλους εκείνους που δεν συμφωνούσαν με τις απόψεις του. Ο Νεστόριος δεν ονόμαζε την Παρθένο «Θεοτόκον», αλλά «Χριστοτόκον» ή «Ανθρωποτόκον».
Οι διωγμοί τού Νεστορίου εναντίον των αντιπάλων του ξεσήκωσαν θύελλα στην Εκκλησία. Ιδιαίτερα έντονη υπήρξε η αντίδραση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυρίλλου και του Πάπα Κελεστίνου, ο οποίος καταδίκασε τη νέα αιρετική διδασκαλία σε μια σύνοδο που έγινε στη Ρώμη. Ο Θεοδόσιος, επιθυμώντας να δώσει κάποιο τέλος σε αυτές τις εκκλησιαστικές διαμάχες, συγκάλεσε στην Έφεσο την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε το 431 τη διδασκαλία τού Νεστορίου, που εξορίστηκε στην Αίγυπτο, όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η καταδίκη του Νεστοριανισμού δεν εμπόδισε τη διάδοσή του.
Παρέμεναν ακόμη αρκετοί οπαδοί της αιρέσεως στη Συρία και στη Μεσοποταμία και ο Αυτοκράτορας έδωσε διαταγή στους διοικητές αυτών των επαρχιών να λάβουν αυστηρά μέτρα εναντίον των αιρετικών. Βασικό κέντρο του Νεστοριανισμού υπήρξε η Έδεσσα (της Μεσοποταμίας), όπου λειτουργούσε η φημισμένη σχολή της που διέδιδε τις ιδέες της Αντιόχειας. Το 489, επί Ζήνωνος, η σχολή αυτή καταστράφηκε και οι μαθητές και δάσκαλοί της -οι οποίοι πήγαν στην Περσία όπου ίδρυσαν, στην Νίσιβι, μια νέα σχολή- εκδιώχθηκαν. Ο βασιλιάς της Περσίας δέχθηκε μ’ ευχαρίστηση τους Νεστοριανούς και τους προσέφερε την προστασία του γιατί, θεωρώντας τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας, υπολόγιζε στη βοήθειά τους.
Η Περσική Εκκλησία των Νεστοριανών ή Συρο-Χαλδαίων Χριστιανών είχε ως αρχηγό έναν επίσκοπο που έφερε τον τίτλο «Καθολικός». Από την Περσία ο Χριστιανισμός -στη Νεστοριανή του μορφή- διαδόθηκε στην Κεντρική Ασία, ενώ συγχρόνως απέκτησε πολλούς οπαδούς στις Ινδίες. Η Σύνοδος της Εφέσου είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία, στην ίδια την Εκκλησία του Βυζαντίου και κυρίως στην Αλεξάνδρεια, νέων κινήσεων που ήταν αντίπαλες του Νεστοριανισμού. Οι οπαδοί του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, πιστεύοντας στην υπεροχή της Θείας Φύσεως τού Κυρίου, έφθασαν στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη φύση Του είχε τελείως απορροφηθεί από τη Θεία Υπόσταση, πίστευαν δηλαδή σε μία μόνο -την θεία- φύση του Χριστού.
Η νέα αυτή διδασκαλία ονομάστηκε Μονοφυσιτισμός, οι δε οπαδοί της Μονοφυσίτες. Ο Μονοφυσιτισμός διαδόθηκε χάρη στη βοήθεια δύο θερμών του οπαδών, του Επισκόπου Αλεξανδρείας Διοσκόρσυ και του Ευτυχή, αρχιμανδρίτη ενός μοναστηριού της Κωνσταντινούπολης. Ο Αυτοκράτορας έλαβε το μέρος τού Διοσκόρου, τον οποίο θεωρούσε οπαδό των ιδεών του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Η νέα διδασκαλία συνάντησε την αντίθεση τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα Λέοντος Α’. Ο Διόσκορος τότε προέτρεψε τον Αυτοκράτορα να συγκαλέσει, το 449, στην Έφεσο, μια σύνοδο, η οποία είναι γνωστή ως «ληστρική».
Οι Αλεξανδρινοί Μονοφυσίτες, με αρχηγό τον Διόσκορο, που ήταν πρόεδρος της Συνόδου, ανάγκασαν μέλη της Συνόδου, τα οποία δεν συμφωνούσαν, να αναγνωρίσουν τη διδασκαλία του Ευτυχή ως ορθόδοξη και να καταδικάσουν όσους ήταν αντίθετοι στο νέο δόγμα. Ο Αυτοκράτορας επικύρωσε τις αποφάσεις της Συνόδου, αναγνωρίζοντάς την, επισήμως, ως Οικουμενική. Όπως ήταν φυσικό η Σύνοδος δεν πέτυχε την ειρήνευση της Εκκλησίας. Μια θυελλώδης περίοδος ακολούθησε τη «ληστρική» Σύνοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας, το 450, πέθανε ο Θεοδόσιος, αφήνοντας για τους διαδόχους του τη λύση του προβλήματος του Μονοφυσιτισμού, το οποίο έχει μεγάλη σημασία για την ιστορία τού Βυζαντίου.
Εκτός όμως από τα αξιόλογα θρησκευτικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδοσίου, σημειώθηκαν και άλλα γεγονότα -στην εσωτερική ζωή της Αυτοκρατορίας- που κατέστησαν την εποχή αυτή ιδιαιτέρως σημαντική από ιστορικής απόψεως.
ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Η οργάνωση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινουπόλεως και η έκδοση του Θεοδοσιανού Κώδικα είναι δύο μεγάλης σημασίας, για τη ζωή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γεγονότα. Μέχρι τον 5ο αιώνα η πόλη των Αθηνών υπήρξε το μορφωτικό κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έλληνες διδάσκαλοι της ρητορικής και της φιλοσοφίας -γνωστοί ως σοφιστές- πήγαιναν εκεί από όλα τα μέρη της Αυτοκρατορίας, άλλοι για να επιδείξουν τις γνώσεις τους και τη ρητορική τους ικανότητα και άλλοι ελπίζοντας να πάρουν μια καλή θέση στο διδακτικό προσωπικό της φημισμένης Σχολής της πόλης, το οποίο πληρωνόταν εν μέρει από τα Αυτοκρατορικά εισοδήματα και εν μέρει από τα εισοδήματα των άλλων πόλεων.
Η διδασκαλία και η καθοδήγηση των σπουδαστών πληρωνόταν, στην Αθήνα, καλύτερα από οπουδήποτε αλλού. Ο θρίαμβος τού Χριστιανισμού -κατά τα τέλη του 4ου αιώνα- υπήρξε ένα ισχυρό πλήγμα για τη Σχολή των Αθηνών, το οποίο συμπληρώθηκε, στα τέλη του ίδιου αιώνα, με τις καταστρεπτικές επιδρομές των Βησιγότθων στην Ελλάδα. Ακόμη και μετά την αποχώρηση του Αλαρίχου και των Βησιγότθων, η Σχολή δεν ξαναβρήκε την παλιά της αίγλη κι ο αριθμός των φιλοσόφων ελαττώθηκε πολύ. Το μεγαλύτερο όμως πλήγμα που δέχτηκε η Σχολή των Αθηνών υπήρξε η οργάνωση τού Πανεπιστημίου της Κωνσταντινουπόλεως.
Όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, πολλοί ρήτορες και φιλόσοφοι ήρθαν στη νέα πόλη, οπότε είναι πιθανό να υπήρχε ήδη εκεί ένα είδος ανώτατης σχολής, πριν ακόμη από τον Θεοδόσιο Β’. Διδάσκαλοι και λόγιοι εκλήθησαν στην Κωνσταντινούπολη από την Αφρική, τη Συρία και άλλα μέρη. Ο Άγιος Ιερώνυμος γράφει στο Χρονικό του (360 – 362 μ.Χ.) ότι: «Ο Ευάνθιος, ένας από τους πιο μορφωμένους λόγιους, πέθανε στην Κωνσταντινούπολη και τον διαδέχθηκε ο Χαρίσιος, που εκλήθη για τον σκοπό αυτό από την Αφρική». Ένας άλλος, σύγχρονος μελετητής των προβλημάτων των Ανωτάτων Σχολών της Κωνσταντινουπόλεως, λέει ότι ο Θεοδόσιος δεν ίδρυσε αλλά αναδιοργάνωσε το πανεπιστήμιο.
Το 425 ο Αυτοκράτορας εξέδωσε ένα διάταγμα σχετικό με την οργάνωση πανεπιστημίου, το οποίο θα είχε 31 καθηγητές που θα δίδασκαν γραμματική, ρητορική, δίκαιο και φιλοσοφία. Τρεις ρήτορες και 10 γραμματικοί θα δίδασκαν στα Λατινικά, ενώ 5 ρήτορες ή σοφιστές και 10 άλλοι δάσκαλοι θα δίδασκαν στα Ελληνικά. Εκτός από αυτό, το διάταγμα προέβλεπε μία έδρα Φιλοσοφίας και δύο έδρες Δικαίου. Αν και τα Λατινικά παρέμεναν η επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας, η δημιουργία εδρών της Ελληνικής στο πανεπιστήμιο, δείχνει πως ο Αυτοκράτορας άρχισε να συνειδητοποιεί ότι στη νέα πρωτεύουσα η Ελληνική γλώσσα είχε αναμφισβήτητα δικαιώματα λόγω τού ότι ήταν πιο διαδεδομένη στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας.
Ο αριθμός των Ελλήνων ρητόρων ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό των Λατίνων κατά δύο. Το νέο πανεπιστήμιο απέκτησε δικό του κτήριο με μεγάλες αίθουσες παραδόσεων και διαλέξεων. Οι καθηγητές απαγορευόταν να διδάσκουν κατ’ οίκον και ήταν υποχρεωμένοι να αφιερώνουν όλο τους τον χρόνο και όλη τους την προσπάθεια στο πανεπιστήμιο. Ο μισθός τους, που ήταν πολύ ικανοποιητικός, πληρωνόταν από το Αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Το εκπαιδευτικό αυτό κέντρο της Κωνσταντινουπόλεως έγινε ένας επικίνδυνος αντίπαλος της Εθνικής Σχολής των Αθηνών, η οποία σιγά-σιγά παρήκμαζε.
Στη μετέπειτα ζωή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το πανεπιστήμιο του Θεοδοσίου Β’, υπήρξε, για πολύ καιρό, το κέντρο γύρω από το οποίο συγκεντρώθηκαν όλες οι πνευματικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας.
ΘΕΟΔΟΣΙΑΝΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ (Codex Theodosianus)
Η εποχή του Θεοδοσίου μας έδωσε, επίσης, την παλαιότερη συλλογή Αυτοκρατορικών διαταγμάτων που σώζεται μέχρι σήμερα. Μια τέτοια συλλογή ήταν απαραίτητη, γιατί τα διάφορα, διασκορπισμένα, διατάγματα χάνονταν κι ξεχνιόνταν εύκολα, με αποτέλεσμα τη δύσκολη εφαρμογή των νόμων από τους νομικούς, οι οποίοι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συχνά βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Υπήρχαν ήδη δύο παλαιότερες συλλογές διαταγμάτων: ο Γρηγοριανός Κώδικας (Codex Gregorianus) και ο Ερμογενειανός Κώδικας (Codex Hermogenianus), που έφεραν το όνομα των συντακτών τους, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα.
Η πρώτη συλλογή ανήκει στην εποχή τού Διοκλητιανού και περιέχει πιθανόν διατάγματα από την εποχή του Αδριανού μέχρι τον Διοκλητιανό. Η δεύτερη συλλογή, που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας των διαδόχων του Διοκλητιανού, τον 4ο αιώνα, περιλαμβάνει διατάγματα που χρονολογούνται από τα τέλη του 3ου αιώνα μέχρι το 360 περίπου. Καμιά από τις συλλογές αυτές δεν σώζεται. Και οι δύο είναι γνωστές μόνο από μικρά αποσπάσματά τους που έχουν διασωθεί. Ο Θεοδόσιος θέλησε να εκδώσει μία συλλογή Νόμων, με βάση το πρότυπο των δύο παλαιότερων συλλογών, που θα περιλάμβανε διατάγματα των Χριστιανών Αυτοκρατόρων από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο μέχρι και τον Θεοδόσιο Β’.
Η επιτροπή, την οποία διόρισε ο Αυτοκράτορας, συνέταξε στα Λατινικά, ύστερα από εργασία 8 χρόνων, τον Θεοδοσιανό Κώδικα. Δημοσιεύθηκε το 438 στην Ανατολή και γρήγορα εισήχθη και στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Ο Κώδικας τού Θεοδοσίου υποδιαιρείται σε 16 βιβλία, τα οποία κατατάσσονται σε τίτλους (tituli) ανάλογα με το περιεχόμενο. Κάθε βιβλίο ασχολείται και με έναν επιμέρους τομέα της διακυβέρνησης, όπως π.χ. με τις στρατιωτικές υποθέσεις, τα υπαλληλικά ζητήματα, τη θρησκευτική ζωή κ.λπ. Τα διατάγματα κάθε τίτλου είναι τακτοποιημένα με χρονολογική σειρά. Τα διατάγματα που κυκλοφόρησαν μετά την έκδοση τού Κώδικα ονομάστηκαν Νεαραί (leges novellae).
Ο Θεοδοσιανός Κώδικας έχει μεγάλη ιστορική σημασία, δεδομένου ότι είναι η πιο αξιόλογη πηγή που μας πληροφορεί για την εσωτερική ιστορία τού κράτους κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα. Δεδομένου δε ότι αναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία ο Χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη θρησκεία του κράτους, η συλλογή του Θεοδοσίου, αποτελεί ένα είδος γενικής περιγραφής του τι πέτυχε. η νέα θρησκεία στον τομέα του Δικαίου και τι αλλαγές έφερε στην απονομή της δικαιοσύνης. Επιπλέον, ο Κώδικας μαζί με τις παλαιότερες συλλογές, αποτέλεσε μια σταθερή βάση για τη μετέπειτα νομική δράση του Ιουστινιανού.
Τελικά, ο Κώδικας τού Θεοδοσίου, εισήχθη στη Δύση όπου, μαζί με τους δύο παλαιούς κώδικες, τις νεώτερες νομοθεσίες και μερικά άλλα νομικά μνημεία της Αυτοκρατορικής Ρώμης (οι Εισηγήσεις του Γάιου για παράδειγμα) επηρέασε πολύ, έμμεσα και άμεσα, τη νομοθεσία των βαρβάρων. Το φημισμένο «Ρωμαϊκό Δίκαιο των Βησιγότθων» (Lex Romana Visigothorum) που προοριζόταν για τους Ρωμαίους υπηκόους του Βασιλείου των Βησιγότθων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία σύνοψη του Θεοδοσιανού Κώδικα και των άλλων πηγών που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Για τον λόγο αυτό το «Ρωμαϊκό Δίκαιο των Βησιγότθων» ονομάζεται, επίσης, Aλαρίχου Σύνοψη (Breviarium Alaricianum), δηλαδή σύνοψη, την οποία εξέδωσε ο Βησιγότθος βασιλιάς Αλάριχος Β’ στις αρχές του 6ου αιώνα. Το γεγονός αυτό δίνει μια εικόνα της άμεσης επιρροής του Θεοδοσιανού Κώδικα στη νομοθεσία των βαρβάρων. Ακόμη πιο μεγάλη υπήρξε η έμμεση επιρροή του μέσω του Κώδικα των Βησιγότθων. Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, συμπεριλαμβανομένης και της εποχής του Καρλομάγνου, η νομοθεσία της Δυτικής Ευρώπης δέχθηκε την επιρροή του Breviarium, το οποίο έγινε στη Δύση η κύρια πηγή του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Αυτό δείχνει καθαρά ότι το Ρωμαϊκό Δίκαιο επηρέασε μεν εκείνη την εποχή την Δυτική Ευρώπη, όχι όμως μέσω του Ιουστινιάνειου Κώδικα, ο οποίος διαδόθηκε στη Δύση πολύ αργότερα, περίπου κατά τη διάρκεια τού 12ου αιώνα. Το γεγονός αυτό, πολλές φορές, το παραβλέπουν οι μελετητές. Και αυτός ακόμη ο εκλεκτός ιστορικός Φυστέλ ντε Κουλάνζ γράφει ότι «Έχει αποδειχθεί επιστημονικά πως οι νομικές συλλογές του Ιουστινιανού παρέμειναν σε ισχύ, μέχρι τον ύστερο Μεσαίωνα, στη Γαλατία». Η επιρροή του Κώδικα τού Θεοδοσίου υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη καθώς το Breviarium του Αλαρίχου διαδραμάτισε κάποιον ρόλο και στην ιστορία της Βουλγαρίας.
Κατά τη γνώμη του γνωστού Κροάτη λογίου Μπότζισιτς (Bogisic) -του οποίου τα επιχειρήματα αναπτύχθηκαν και επιβεβαιώθηκαν από τον Βούλγαρο Μπόμπτσεφ (Bobtchev)- και το Breviarium Alaricianum στάλθηκε από τον Πάπα Νικόλαο Α’ στη Βουλγαρία, της οποίας ο βασιλιάς Βόρις είχε ζητήσει από τον Πάπα, το 866, να του στείλει τους «εγκόσμιους νόμους» (Leges mundanae). Σε απάντηση του αιτήματος αυτού ο Πάπας. -Responsa papae Nicolai ad Consulta Bulgarorum- ανήγγειλε ότι θα έστελνε στη Βουλγαρία «τους σεβαστούς νόμους των Ρωμαίων» (Venerandae Romanorum leges), οι οποίοι, κατά τον Μπότζισιτς και τον Μπόμπτσεφ, ήταν το Breνiarium του Αλαρίχου.
Ακόμη και αν έχουν έτσι τα πράγματα, η αξία του κώδικα αυτού για τη ζωή των αρχαίων Βουλγάρων δεν πρέπει να μεγαλοποιείται, δεδομένου ότι, λίγα χρόνια αργότερα, ο Βόρις απομακρύνθηκε από τη Ρωμαϊκή Κουρία και πλησίασε περισσότερο την Κωνσταντινούπολη. Πάντως το γεγονός ότι ο Πάπας έστειλε το Breviarium στους Βουλγάρους δείχνει τη σημασία που είχε αυτό για την Ευρώπη, κατά τον 9ο αιώνα. Όλα αυτά τα παραδείγματα δείχνουν καθαρά τη μεγάλη κι εκτεταμένη επίδραση του Θεοδοσιανού Κώδικα.
ΤΑ ΘΕΟΔΟΣΙΑΝΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Άλλο αξιόλογο γεγονός της βασιλείας του Θεοδοσίου υπήρξε η κατασκευή των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε περιβάλει τη νέα πρωτεύουσα με τείχος αλλά, την εποχή του Θεοδοσίου Β’, η πόλη είχε ξεπεράσει τα όρια του τείχους και έπρεπε να βρεθεί νέος τρόπος προστασίας της εναντίον των επιθέσεων των εχθρών. Η τύχη της Ρώμης -την οποία κατέλαβε το 410 ο Αλάριχος- υπήρξε μια σοβαρή προειδοποίηση για την Κωνσταντινούπολη που, και αυτή, είχε απειληθεί από τους Ούννους κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια του 5ου αιώνα. Η λύση του δύσκολου αυτού προβλήματος ανετέθη σε έναν από τους πιο ικανούς και δραστήριους ανθρώπους της αυλής του Θεοδοσίου.
Το 413 ο ύπατος Ανθέμιος, ο οποίος ασκούσε τότε καθήκοντα αντιβασιλέα, ανήγειρε ένα τείχος, με πολυάριθμους πύργους, το οποίο άρχιζε από τη Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίς) και τελείωνε στον Κεράτιο Κόλπο, στα δυτικά περίπου του τείχους του Κωνσταντίνου. Το νέο αυτό τείχος του Ανθεμίου, το οποίο έσωσε την πρωτεύουσα από τις επιθέσεις του Αττίλα, υπάρχει και σήμερα ακόμη στα βόρεια της Θάλασσας τού Μαρμαρά. Ύστερα από έναν ισχυρό σεισμό, που κατέστρεψε το τείχος, ο ύπατος Κωνσταντίνος το επισκεύασε και έκτισε γύρω από αυτό ένα νέο τείχος με πολλούς πύργους, το οποίο περιβαλλόταν από μια τάφρο γεμάτη νερό.
Έτσι, στην ξηρά, η Κωνσταντινούπολη είχε τρεις σειρές άμυνας, τα δύο τείχη που χωρίζονταν μεταξύ τους με ένα προτείχισμα και τη βαθιά τάφρο που περιέβαλε το εξωτερικό τείχος. Η οχύρωση της πόλεως ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο όταν ο ύπατος Κύρος έχτισε νέα τείχη κατά μήκος της ακτής. Δύο επιγραφές που υπάρχουν στα τείχη, ευανάγνωστες ακόμη, μια Λατινική και μια Ελληνική, μιλούν για την οικοδομική δραστηριότητα τού Θεοδοσίου. Το όνομα του Κύρου έχει συνδεθεί, επίσης, με τον νυχτερινό φωτισμό των δρόμων της πρωτεύουσας. Ο Θεοδόσιος Β’ πέθανε το 450.
Παρά την αδυναμία του και την έλλειψη πολιτικής ικανότητας, η βασιλεία του υπήρξε σημαντική για την μετέπειτα ιστορία, κυρίως δε σε ό,τι αφορά τον μορφωτικό τομέα. Με μία επιτυχημένη εκλογή των υπεύθυνων αξιωματούχων, ο Θεοδόσιος κατόρθωσε να πραγματοποιήσει μεγάλα έργα. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως και ο Θεοδοσιανός Κώδικας θεωρούνται ακόμη θαυμάσια μνημεία της πνευματικής κινήσεως κατά το πρώτο ήμισυ του 5ου αιώνα. Τα τείχη της πόλεως, που κτίσθηκαν κατά την περίοδο αυτή, κατέστησαν την Κωνσταντινούπολη για πολλούς αιώνες απόρθητη. Ο Ν. Μπέυνζ αναφερόμενος στα τείχη παρατηρεί ότι:
«Κατά κάποιον τρόπον τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως αντικατέστησαν, στην Ανατολή, το πυροβόλο όπλο και την πυρίτιδα, η έλλειψη των οποίων προκάλεσε τον χαμό της Αυτοκρατορίας στη Δύση».
Ιστορικό Πλαίσιο
Η αρχική οχύρωση της Κωνσταντινούπολης οφείλεται στον ιδρυτή της, τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α’ (307 – 337). Σύμφωνα με την παράδοση, ο ίδιος χάραξε τη γραμμή που θα ακολουθούσαν τα χερσαία τείχη της πόλης. Όμως, ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα, η αλματώδης αύξηση του πληθυσμού της Βασιλεύουσας δημιουργούσε προβλήματα έλλειψης χώρου και ευνοούσε την τάση να επεκταθεί ο πολεοδομικός ιστός της εκτός των τειχών του Κωνσταντίνου. Παράλληλα, η εμφάνιση του κινδύνου των Ούννων στο βόρειο σύνορο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στις αρχές του 5ου αιώνα, κατέστησε απαραίτητη την κατασκευή ισχυρότερης αμυντικής γραμμής.
Καθώς το δυτικό τμήμα της οχύρωσης της Κωνσταντινούπολης ήταν το πλέον ευάλωτο σε μαζική επίθεση από την πεδιάδα της Θράκης. Για τους λόγους αυτούς, στις αρχές της βασιλείας του Θεοδοσίου Β’ (408 – 450) ο Ανθέμιος, έπαρχος των πραιτορίων της Ανατολής και ουσιαστικός κυβερνήτης της Αυτοκρατορίας (καθώς ο Αυτοκράτορας ήταν ακόμα ανήλικος και δε λάμβανε μέρος στη λήψη των αποφάσεων), ανέλαβε την πρωτοβουλία να κατασκευάσει μια νέα σειρά από αμυντικά τείχη περί τα 2 χλμ. δυτικά της γραμμής των τειχών του Κωνσταντίνου. Τα νέα τείχη ονομάστηκαν Θεοδοσιανά, προς τιμήν του Αυτοκράτορα.
Μαζί με τις μεταγενέστερες προσθήκες και μετασκευές επρόκειτο να προστατεύσουν αποτελεσματικά την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας για περίπου μία χιλιετία και θεωρούνται από τη σύγχρονη έρευνα ως το τελειότερο δείγμα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της Ύστερης Αρχαιότητας και των Μέσων Χρόνων.
Η Κατασκευή των Θεοδοσιανών Τειχών
Οι μελετητές δε συμφωνούν απόλυτα σχετικά με την ακριβή χρονολογία κατασκευής των τειχών, αλλά η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι η απόφαση για την κατασκευή των νέων οχυρώσεων ελήφθη λίγο μετά το 408 και το αρχικό έργο είχε ολοκληρωθεί έως το 413. Για την ανέγερσή τους εργάστηκε το σύνολο των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, ενώ το κόστος κατασκευής καλύφτηκε από χρηματικές εισφορές των εύπορων πολιτών και των δήμων. Το ένα τρίτο των εσόδων από τη φορολογία της πόλης αποφασίστηκε να καλύπτει τα έξοδα συντήρησής τους. Πρώτο κατασκευάστηκε το εσωτερικό ή κυρίως τείχος (σε πηγές της εποχής αναφέρεται ως «έσω» ή «μέγα τείχος»).
Είχε μήκος 5.650 μ., διέθετε 96 πύργους και εκτεινόταν από τις ακτές της Προποντίδας έως τη συνοικία των Βλαχερνών, η οποία προστατευόταν από προϋπάρχον τείχος. Το 447 το τείχος υπέστη σοβαρές ζημιές από ισχυρό σεισμό, ο οποίος κατέστρεψε 57 πύργους. Η στρατηγική κατάσταση την περίοδο εκείνη ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς την Κωνσταντινούπολη την απειλούσαν οι Ούννοι υπό την ηγεσία του Αττίλα. Έτσι, με πρωτοβουλία του επάρχου των πραιτορίων Κωνσταντίνου, οι πολίτες έσπευσαν να επισκευάσουν το τείχος, εργασία που ολοκληρώθηκε σε διάστημα δύο μηνών.
Παράλληλα, χτίστηκε και ένα εξωτερικό τείχος, το «έξω τείχος» ή «προτείχισμα», το οποίο έφτανε και αυτό έως τις Βλαχέρνες, ενώ ανοίχτηκε και μια τάφρος, η οποία εκτεινόταν από την Προποντίδα έως τον Κεράτιο κόλπο. Λίγο νωρίτερα, το 439, ο έπαρχος Κύρος ο Πανοπολίτης είχε επεκτείνει τα θαλάσσια τείχη ώστε να συνδεθούν με τη νέα οχυρωματική γραμμή. Στα δύο άκρα του τείχους υπήρχαν «βραχιάλια», μικρά τείχη που εκτείνονταν ως τη θάλασσα και απέκοπταν την πρόσβαση στο χερσαίο χώρο μπροστά από τα θαλάσσια τείχη.
Περιγραφή των Τειχών του Θεοδοσίου
1. Το Κυρίως Τείχος
Το έσω τείχος θεμελιώθηκε πάνω σε φυσικό βράχο, είχε πάχος 5 μ., ύψος 10 μ. και επάλξεις ύψους 2 μ. Οι δύο εξωτερικές όψεις του είχαν κατασκευαστεί από προσεκτικά τετραγωνισμένους δόμους από ασβεστόλιθο, ενώ ο πυρήνας αποτελούνταν από λατύπη (γέμισμα από μικρούς αδρούς λίθους και συνδετικό κονίαμα). Ανά διαστήματα υπήρχαν ζώνες με πέντε στρώσεις από πλίνθους ερυθρού χρώματος, οι οποίες διέσχιζαν το πάχος του τείχους από την εξωτερική έως την εσωτερική όψη του, χρησιμεύοντας ως συνδετικός αρμός και προσδίδοντας ένα ευχάριστο αισθητικό αποτέλεσμα. Περίπου ανά 60 – 70 μ. στο τείχος υπήρχε πύργος, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τετράγωνοι, ενώ 20 ήταν πολυγωνικοί, κυρίως οκτάγωνοι.
Στο νότιο τμήμα τετράγωνοι και οκτάγωνοι πύργοι εναλλάσσονταν, ενώ στο μεσαίο οι πύργοι ήταν σχεδόν όλοι τετράγωνοι. Οι λόγοι της εναλλαγής αυτής δεν είναι γνωστοί, αλλά πίσω από την ποικιλία αυτή δε φαίνεται να υποκρύπτεται κάποιος στρατηγικός λόγος. Οι πύργοι είχαν ύψος περί τα 15 – 16 μ. και πρόβαλλαν περί τα 10 μ. από το τείχος. Η τοιχοδομία τους (συμπαγείς τοίχοι πάχους 2 μ.), η οποία δε συνδέεται με το τείχος, δείχνει ότι ανεγέρθηκαν μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του περιβόλου. Οι πύργοι διέθεταν δύο επίπεδα, τα οποία για λόγους ασφαλείας δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους.
Το ισόγειο χρησίμευε ως αποθήκη ή φυλάκιο είτε ακόμη παραχωρούνταν προς χρήση σε πολίτες, ενώ ο ανώτερος όροφος ήταν προσβάσιμος μόνο από τον περίδρομο του τείχους και εκεί πιθανότατα ήταν τοποθετημένες βλητικές μηχανές (καταπέλτες). Η οροφή του πύργου διέθετε επάλξεις.
Σε απόσταση 13,5 μ. από το έσω τείχος (η οποία μειωνόταν σε λιγότερο από 4 μ. στους πύργους) βρισκόταν το εξωτερικό τείχος ή προτείχισμα. Πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε μετά το σεισμό του 447 για να εξασφαλιστεί η στοιχειώδης άμυνα της πόλης σε περίπτωση καταστροφής του μεγάλου τείχους από νέο σεισμό (το χαμηλό ύψος του προτειχίσματος το έκανε περισσότερο ανθεκτικό στις δονήσεις). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη (5ος αιώνας) η ύπαρξη προτειχίσματος ήταν συνηθισμένη στις οχυρώσεις των πόλεων (όπως π.χ. στη Θεσσαλονίκη και τη Νίκαια).
Το εξωτερικό τείχος είχε ύψος 4 μ. από το επίπεδο του «περιβόλου» (του χώρου μεταξύ των δύο τειχών), αλλά, καθώς ο χώρος εμπρός από το προτείχισμα ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, το ύψος του στην εξωτερική πλευρά ήταν διπλάσιο. Είχε πάχος 4,5 μ., από τα οποία το 1,3 ήταν συμπαγές και το υπόλοιπο αποτελούνταν από περίπου 2.500 ανακουφιστικά αψιδώματα, στο τύμπανο καθενός από τα οποία ανοιγόταν τοξοθυρίδα. Τα αψιδώματα στήριζαν τον περίδρομο, που φυλασσόταν με επάλξεις.
Οι πύργοι του προτειχίσματος ήταν τετράγωνοι και πεταλόσχημοι εναλλάξ, τοποθετημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε πίσω τους να βρίσκονται τα μεταπύργια (συνδετικό τείχος ανάμεσα σε δύο πύργους) του κυρίως τείχους, ενώ αντίστοιχα οι πύργοι του κυρίως τείχους βρίσκονταν απέναντι από τα μεταπύργια του προτειχίσματος. Αυτό προφανώς σχεδιάστηκε από την αρχή, έτσι ώστε τα δύο τείχη να αλληλοκαλύπτονται. Οι πύργοι ήταν μόλις 0,5 μ. υψηλότεροι του προτειχίσματος και προεξείχαν περί τα 5 μ. από αυτό. Στους τοίχους του ορόφου, στο ύψος του περίδρομου του τείχους, ανοίγονταν τοξοθυρίδες, ενώ η οροφή επιστεφόταν με επάλξεις.
Ορισμένοι τετράγωνοι πύργοι είχαν και ισόγειο χώρο με μικρή θύρα προς τα έξω, για να διευκολύνονται οι έξοδοι των αμυνομένων.
Μεταγενέστερες Προσθήκες
Η τριπλή ζώνη άμυνας (τάφρος, προτείχισμα, έσω τείχος), δηλαδή το κατεξοχήν τείχος του Θεοδοσίου, τελείωνε περί τα 1.000 μ. από τον Κεράτιο, καθιστώντας την περιοχή των Βλαχερνών το πλέον ευάλωτο σημείο της άμυνας της Κωνσταντινούπολης, στόχο των Αβάρων το 626 και των πολεμιστών της Δ’ Σταυροφορίας το 1203 – 1204. Όπως είναι φυσικό, οι μεταγενέστερες προσπάθειες των Βυζαντινών να ενισχύσουν τα χερσαία τείχη της Κωνσταντινούπολης επικεντρώθηκαν στην κατασκευή νέων τειχών στη συγκεκριμένη περιοχή. Η πρώτη μετά τον 5ο αιώνα προσθήκη στα Θεοδοσιανά τείχη έγινε από τον Ηράκλειο (610 – 641) μετά το 626.
Θέλοντας να προστατεύσει την έως τότε ανοχύρωτη εκκλησία της Θεοτόκου των Βλαχερνών (στη θαυματουργή παρέμβαση της οποίας απέδιδαν οι πολίτες την απόκρουση των Αβάρων), ο Αυτοκράτορας έχτισε ή ενίσχυσε ένα προϋπάρχον τείχος, το λεγόμενο Πτερόν, από τις Βλαχέρνες έως τον Κεράτιο κόλπο. Το νέο τείχος διέθετε μικρούς τετράγωνους πύργους. Το 813 ο αυτοκράτορας Λέων Ε’ Αρμένιος (813 – 820), θέλοντας να ενισχύσει την οχύρωση της περιοχής σε αναμονή επίθεσης από τους Βουλγάρους του Κρούμου, έχτισε υψηλό προτείχισμα σε απόσταση τουλάχιστον 20 μ. από το Πτερόν.
Το μεγάλο ύψος του τείχους του Λέοντος Ε’ δυσκόλευε την υπερκείμενη βολή από το Πτερόν, με αποτέλεσμα το τελευταίο να αχρηστευτεί. Αργότερα όμως, επί Μιχαήλ Β’ (820 – 829), το Πτερόν ενισχύθηκε με τρεις εξαγωνικούς πύργους ύψους 26 μ. Καταπέλτες τοποθετημένοι στον ανώτατο όροφο των πύργων αυτών μπορούσαν να βάλλουν πάνω από το τείχος του Λέοντος. Η τελευταία βυζαντινή προσθήκη στο τείχος του Θεοδοσίου οφείλεται στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνό (1143 – 1180), ο οποίος έχτισε ένα μακρύ τείχος για να οχυρώσει την περιοχή του ανακτόρου των Βλαχερνών από τα δυτικά.
Το νέο τείχος (η διαφορετική τοιχοδομία του οποίου διακρίνεται αμέσως σε σχέση με το καθαυτό τείχος του Θεοδοσίου) είχε ύψος 15 – 18 μ. και πάχος περί τα 3,75 μ., ενισχυμένο στο εσωτερικό του με αντηρίδες. Διέθετε ογκώδεις πύργους, πεταλόσχημους, κυκλικούς, τετράγωνους και πολυγωνικούς.
Επισκευές
Εκτός από τις προσθήκες, κατά καιρούς μαρτυρούνται (κυρίως επιγραφικά) διάφορες επισκευές στα τείχη και τους πύργους του Θεοδοσίου, είτε κατόπιν ζημιών από σεισμούς ή εχθρική ενέργεια είτε στο πλαίσιο προετοιμασίας για την απόκρουση επίθεσης. Οι κυριότερες φάσεις επισκευών χρονολογούνται στα τελευταία έτη της βασιλείας του Ιουστινιανού Α’ (527 – 565) και των διαδόχων του, στις αρχές του 8ου αιώνα (Ιουστινιανός Β’, Αναστάσιος Β’ και Θεοδόσιος Γ’, προφανώς σε αναμονή Αραβικής επίθεσης).
Επισκευές έγιναν περί το 740 έπειτα από σεισμό, επίσης μετά την ανακατάληψη της Πόλης από το Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο (1258 – 1282) και τους διαδόχους του, καθώς και στα μέσα του 14ου αιώνα, στο πλαίσιο του εμφυλίου μεταξύ Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου και Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού. Η τελευταία σειρά επισκευών χρονολογείται μεταξύ των ετών 1432 και 1441 και επικεντρώθηκε στο έξω τείχος, το οποίο και αποτέλεσε την κύρια γραμμή άμυνας των Βυζαντινών κατά την πολιορκία του 1453.
ΜΑΡΚΙΑΝΟΣ (450 – 457) ΚΑΙ ΛΕΩΝ Α’ (457 – 474) ΑΣΠΑΡ
Ο Θεοδόσιος πέθανε χωρίς ν’ αφήσει διάδοχο. Η ηλικιωμένη αδελφή του Πουλχερία δέχθηκε να γίνει γυναίκα του Θρακικής καταγωγής Μαρκιανού που ανακηρύχθηκε αργότερα Αυτοκράτορας. Ο Μαρκιανός ήταν ένας πολύ ικανός αλλά μετριόφρων στρατιωτικός που κατόρθωσε να ανεβεί στον θρόνο χάρη στην επέμβαση του ισχυρού στρατηγού Άσπαρ. Το Γοτθικό πρόβλημα, το οποίο είχε απειλήσει την Αυτοκρατορία κατά τα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα, αντιμετωπίσθηκε από τον Αρκάδιο κατά τρόπο ωφέλιμο για το κράτος.
Εν τούτοις όμως, ο Γοτθικός παράγοντας στον Βυζαντινό στρατό, εξακολούθησε να ασκεί επιρροή στην Αυτοκρατορία, και, στα μέσα τού 5ου αιώνα, ο βάρβαρος Άσπαρ, υποστηριζόμενος από τους Γότθους, έκανε μια τελική προσπάθεια να αποκαταστήσει την παλιά δύναμη των Γότθων. Για λίγο πέτυχε και κατόρθωσε ν’ ανεβάσει στον Αυτοκρατορικό θρόνο δύο Αυτοκράτορες, τον Μαρκιανό και τον Λέοντα Α’. Ο ίδιος, λόγω του ότι ήταν Αρειανός, δεν κατόρθωσε ν’ ανέβει στον θρόνο. Η πρωτεύουσα άρχισε φανερά να δείχνει τη δυσαρέσκειά της εναντίον του Άσπαρ, της οικογένείας του και της επιρροής των Βαρβάρων στον στρατό. Δύο δε γεγονότα χειροτέρευσαν τις σχέσεις μεταξύ των Γότθων και τού λαού της πρωτεύουσας.
Η θαλασσινή εκστρατεία στη Βόρεια Αφρική, την οποία έκαμε, ξοδεύοντας πολλά χρήματα, ο Λέων, εναντίον των Βανδάλων, απέτυχε τελείως. Ο λαός κατηγόρησε τον Άσπαρ ως προδότη γιατί είχε αντιταχθεί -όπως ήταν φυσικό- στην εκστρατεία αυτή, η οποία σκοπό είχε να χτυπήσει τους Βανδάλους, δηλαδή τους Γερμανούς. Ο Άσπαρ πέτυχε επίσης να δοθεί στον γιο του ο ανώτατος τίτλος του Καίσαρα. Αλλά ο Αυτοκράτορας αποφάσισε ν’ απαλλαγεί από τη δύναμη των Γερμανών και, με τη βοήθεια μερικών φιλοπόλεμων Ισαύρων, σκότωσε τον Άσπαρ και μέλη της οικογένειάς του, επιφέροντας έτσι ένα οριστικό πλήγμα στην επιρροή που ασκούσαν οι Γερμανοί στην αυλή της Κωνσταντινουπόλεως.
Για τους φόνους τους οποίους έκαμε ο Λέων Α’ ονομάσθηκε από τους συγχρόνους του «Μακέλλος», δηλαδή «χασάπης», αν και ο ιστορικός Φ. Ι. Ουσπένσκι πιστεύει ότι το γεγονός αυτό και μόνο μπορεί να αιτιολογήσει τον τίτλο «Μέγας» -που μερικές φορές δίνεται στον Λέοντα- εφόσον η πράξη του αυτή υπήρξε ένα σημαντικό βήμα προς την εθνικοποίηση του στρατού και την ελάττωση της επιρροής του στρατού των Βαρβάρων. Οι Ούννοι, που αποτελούσαν σοβαρότατη απειλή για την Αυτοκρατορία, κινήθηκαν, στις αρχές της βασιλείας του Μαρκιανού, από τον Μέσο Δούναβη προς τις δυτικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας, όπου, αργότερα, έδωσαν την περίφημη μάχη στα Καταλαυνικά πεδία.
Μετά από τη μάχη αυτή ο Αττίλας πέθανε, ενώ η τεράστια Αυτοκρατορία του καταστράφηκε. Έτσι ο κίνδυνος των Ούννων εξέλιπε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μαρκιανού.
Η Δ’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Ο Μαρκιανός παρέλαβε από τον προκάτοχό του μια πολύ περίπλοκη κατάσταση στον χώρο της Εκκλησίας. Οι Μονοφυσίτες είχαν θριαμβεύσει, αλλά ο Μαρκιανός, εκτιμώντας τις αποφάσεις των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί αυτόν τον θρίαμβο και, το 451, συγκάλεσε, στην Χαλκηδόνα, την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία απέβη πολύ σημαντική για τη μετέπειτα ιστορία. Ο αριθμός των αντιπροσώπων, στη σύνοδο αυτή, ήταν πολύ μεγάλος, επί πλέον δε έλαβαν μέρος και απεσταλμένοι του Πάπα. Η Σύνοδος καταδίκασε τις αποφάσεις της Ληστρικής Συνόδου της Εφέσου, και εκθρόνισε τον Διόσκορο.
Εν συνεχεία επεξεργάσθηκε μια νέα διατύπωση τού δόγματος, η οποία απέρριπτε τελείως το δόγμα των Μονοφυσιτών, ενώ ήταν σύμφωνη με τις απόψεις του Πάπα. Η Σύνοδος αναγνώριζε στον Χριστό δύο φύσεις ενωμένες σε ένα πρόσωπο «ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως». Τα δόγματα τα οποία ενέκρινε η Σύνοδος της Χαλκηδόνος και τα οποία επικυρώνουν θριαμβευτικά τα βασικά δόγματα των πρώτων Οικουμενικών Συνόδων, έγιναν η βάση της Διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος είχαν, επίσης, μεγάλη πολιτική σημασία για τη Βυζαντινή Ιστορία.
Η κυβέρνηση του Βυζαντίου, αντιδρώντας επισήμως, τον 5ο αιώνα, κατά του Μονοφυσιτισμού αποξενώθηκε από τις ανατολικές επαρχίες της Συρίας και της Αιγύπτου, των οποίων η πλειονότητα τού πληθυσμού ήταν Μονοφυσίτες. Οι Μονοφυσίτες παρέμειναν πιστοί στις δογματικές τους πεποιθήσεις ακόμη και μετά τις καταδικαστικές αποφάσεις της Συνόδου του 451, μη έχοντας καμιά διάθεση για συμβιβασμούς. Η Εκκλησία της Αιγύπτου κατάργησε στις λειτουργίες της την Ελληνική γλώσσα, την οποία αντικατέστησε με την εγχώρια Αιγυπτιακή (Κοπτική).
Η θρησκευτική αναταραχή στα Ιεροσόλυμα, στην Αλεξάνδρεια και στην Αντιόχεια, που προκλήθηκε από την δια της βίας επιβολή των αποφάσεων της Συνόδου, πήρε τη μορφή εθνικών επαναστάσεων, οι οποίες κατεστάλησαν μόνον ύστερα από αρκετές αιματοχυσίες. Η καταστολή όμως αυτών των επαναστάσεων δεν έλυσε τα βασικά προβλήματα της εποχής. Πίσω από τις θρησκευτικές αντιθέσεις, που γίνονταν διαρκώς οξύτερες, παρουσιάσθηκαν έντονες φυλετικές αντιθέσεις, κυρίως στη Συρία και την Αίγυπτο. Οι αυτόχθονες κάτοικοι της Αιγύπτου και της Συρίας άρχισαν σιγά-σιγά να κάνουν πεποίθησή τους την επιθυμία να αποσπαστούν από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η θρησκευτική αναταραχή στις Ανατολικές Επαρχίες, που οξυνόταν λόγω της φυλετικής σύνθεσης του πληθυσμού των περιοχών αυτών, δημιούργησαν κατά τον 7ο αιώνα τις συνθήκες εκείνες που διευκόλυναν τη μεταβίβαση των πλούσιων και πολιτισμένων επαρχιών της Ανατολής στα χέρια των Περσών πρώτα και των Αράβων κατόπιν. Ο εικοστός όγδοος κανών της Συνόδου της Χαλκηδόνος, ο οποίος προκάλεσε μια αλληλογραφία μεταξύ του Αυτοκράτορα και του Πάπα, είχε επίσης ιδιαίτερη σημασία. Βάσει τού κανόνος αυτού -που, αν και δεν εγκρίθηκε από τον Πάπα, έγινε γενικά δεκτός στην Ανατολή- οι πατέρες απένειμαν:
”Τα ίσα πρεσβεία τω της Νέας Ρώμης αγιοτάτω θρόνω ευλόγως κρίναντες, τη βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν, και την ίσην απολαυούσαν πρεσβείαν τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, και εν τοις εκκλησιαστικοίς και εκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ εκείνην υπάρχουσαν”.
Επί πλέον ο ίδιος κανών παρέσχε στον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως το δικαίωμα να χειροτονεί Επισκόπους των Επαρχιών του Πόντου, της Ασίας και της Θράκης. Όπως γράφει ο Θ. Ουσπένσκι «Αρκεί να θυμηθούμε ότι τα τρία αυτά ονόματα, περικλείουν όλες τις Ιεραποστολές στην Ανατολή, στη Νότια Ρωσία και στη Βαλκανική Χερσόνησο, καθώς και οτιδήποτε θα μπορούσε να αποκτήσει ο ανατολικός κλήρος στις εν λόγω περιοχές. Αυτή τουλάχιστον είναι η γνώμη των νεώτερων Ελλήνων εμπειρογνωμόνων του κανονικού δικαίου που υποστηρίζουν τα δικαιώματα του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως». Τόσο ο Μαρκιανός όσο και ο Λέων Α’ υπήρξαν Αυτοκράτορες με αυστηρά ορθόδοξες αρχές.
ΖΗΝΩΝ (474 – 491) ΟΔΟΑΚΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΥΔΕΡΙΧΟΣ Ο ΟΣΤΡΟΓΟΤΘΟΣ
Μετά τον θάνατο του Λέοντος Α’ (474) ο θρόνος διεβιβάσθη στον μόλις έξι χρονών εγγονό του Λέοντα, ο οποίος πέθανε τον ίδιο χρόνο, αφού προηγουμένως παρέδωσε τον Αυτοκρατορικό θρόνο στον πατέρα του Ζήνωνα, που μετά τον θάνατο του γιου του έγινε Αυτοκράτορας (474 – 491). Η ανάρρησή του στον θρόνο είχε ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση των Γερμανών και της επιρροής τους στην Αυλή, από τους Ισαύρους, μια άγρια φυλή, μέλος της οποίας ήταν και ο Ζήνων. Οι Ίσαυροι τώρα είχαν στα χέρια τους τα σημαντικότερα αξιώματα και τις πιο υπεύθυνες θέσεις της πρωτεύουσας.
Γρήγορα όμως ο Ζήνων κατάλαβε ότι υπήρχαν άνθρωποι, στη φυλή του, που συνωμοτούσαν εναντίον του και δείχνοντας μεγάλη αποφασιστικότητα κατέστειλε την επανάσταση της ορεινής Ισαυρίας και διέταξε τους κατοίκους της να καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος των οχυρών τους. Και μετά από το γεγονός αυτό όμως, η επιρροή των Ισαύρων συνεχίσθηκε όσο ζούσε ο Ζήνων. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνος συνέβησαν στην Ιταλία πολύ αξιόλογα γεγονότα. Κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια τού 5ου αιώνα η επιρροή των Γερμανών αρχηγών του στρατού είχε αυξηθεί μέχρι του σημείου να ρυθμίζει στη Δύση την ενθρόνιση ή εκθρόνιση των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων.
Το 476 ένας από αυτούς τους βάρβαρους αρχηγούς, ο Οδόακρος, εκθρόνισε τον Ρωμύλο Αυγουστύλο, τελευταίο Αυτοκράτορα της Δύσεως, και έγινε ο ίδιος άρχων της Ιταλίας. Για να εξασφαλίσει περισσότερο τη θέση του ο Οδόακρος έστειλε στον Ζήνωνα αντιπροσωπεία της Ρωμαϊκής Συγκλήτου για να διαβεβαιώσει τον Αυτοκράτορα ότι η Ιταλία δεν είχε ανάγκη άλλου Αυτοκράτορα και ότι ο Ζήνων μπορούσε να είναι ο κύριος όλης της Αυτοκρατορίας. Συγχρόνως, ο Οδόακρος ζήτησε από τον Ζήνωνα να του δώσει τον τίτλο του Ρωμαίου πατρικίου και να του εμπιστευθεί τη διοίκηση της Ιταλίας.
Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό και ο Οδόακρος αναγνωρίσθηκε, επισήμως, διοικητής της Ιταλίας. Το έτος 476 εθεωρείτο παλαιότερα ως το έτος της πτώσης του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους, αλλά αυτό δεν είναι σωστό εφόσον τον 5ο αιώνα δεν έχουμε ακόμη ιδιαίτερο Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος. Υπήρχε, όπως και πριν, μία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με δύο Αυτοκράτορες: έναν στη Δύση και έναν στην Ανατολή. Το 476 έχουμε πάλι, σε όλη την Αυτοκρατορία, μόνον έναν Αυτοκράτορα, τον Ζήνωνα. Ο Οδόακρος, αφού έγινε Άρχων της Ιταλίας, εφάρμοσε μια τακτική πλήρους ανεξαρτησίας.
Ο Ζήνων, γνωρίζοντας την τακτική αυτή και μη έχοντας την δυνατότητα να χτυπήσει φανερά τον Οδόακρο, αποφάσισε να δράσει μέσω των Οστρογότθων, οι οποίοι, μετά την κατάρρευση του Αττίλα, έμεναν στην Παννονία, λεηλατώντας, υπό την καθοδήγηση του Βασιλέως τους Θευδερίχου, τη Βαλκανική Χερσόνησο και απειλώντας και την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας ακόμη. Ο Ζήνων κατόρθωσε να στρέψει την προσοχή του Θευδερίχου στις πλούσιες επαρχίες της Ιταλίας, επιτυγχάνοντας έτσι διπλό αποτέλεσμα. Την απαλλαγή από τους επικίνδυνους βόρειους γείτονές του και την τακτοποίηση των διαφορών του με τον ανεπιθύμητο ηγεμόνα της Ιταλίας, μέσω των προσπαθειών ενός τρίτου.
Οπωσδήποτε ο Θεοδόσιος ήταν λιγότερο επικίνδυνος στην Ιταλία από ό,τι θα ήταν αν έμενε στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ο Θευδέριχος βάδισε κατά της Ιταλίας, χτύπησε και νίκησε τον Οδόακρο, μπήκε στη Ραβέννα και, μετά τον θάνατο του Ζήνωνος, ίδρυσε στην Ιταλία το Οστρογοτθικό του Βασίλειο, με πρωτεύουσα τη Ραβέννα. Έτσι η Βαλκανική Χερσόνησος απαλλάχθηκε οριστικά από την απειλή των Οστρογότθων.
ΤΟ ΕΝΩΤΙΚΟΝ
Το κυριότερο εσωτερικό ζήτημα που απασχόλησε τον Ζήνωνα υπήρξε το θρησκευτικό πρόβλημα που συνεχώς δημιουργούσε ταραχές. Στην Αίγυπτο, στη Συρία και -εν μέρει- στην Παλαιστίνη και τη Μικρά Ασία, ο λαός ακολουθούσε σταθερά το δόγμα της μίας φύσεως. Η ορθόδοξη τακτική των δύο Αυτοκρατόρων, τους οποίους διαδέχθηκε ο Ζήνων, δεν είχε γίνει δεκτή στις Ανατολικές Επαρχίες. Οι ηγέτες της Εκκλησίας είχαν πλήρη επίγνωση της σοβαρότητας της καταστάσεως. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιος, ο οποίος κατ’ αρχήν είχε ταχθεί υπέρ των αποφάσεων της Χαλκηδόνος, και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος Μογγός θέλησαν να βρουν κάποιον τρόπο συμβιβασμού των διαφορών.
Και, με τον σκοπό αυτό, πρότειναν στον Ζήνωνα να προσπαθήσει, κάνοντας παραχωρήσεις και στις δύο πλευρές, να πετύχει κάποια συμφωνία. Ο Ζήνων δέχθηκε την πρόταση αυτή και το 482 εκδόθηκε το «Ενωτικόν» που εστάλη στις εκκλησίες του Πατριαρχείου της Αλεξανδρείας. Το «Ενωτικόν», πάνω απ’ όλα, αποφεύγει καθετί το ανευλαβές που θα μπορούσε να θίξει τη σχετική με τον Χριστό διδασκαλία των Ορθοδόξων ή των Μονοφυσιτών. Αναγνωρίζει ως τελείως ικανοποιητικές τις θρησκευτικές βάσεις που έθεσαν η Α’ και η Β’ Οικουμενικές Σύνοδοι και, επικυρώνοντας την Γ’ Σύνοδο, αναθεματίζει τον Νεστόριο, τον Ευτυχή και τους οπαδούς τους και τονίζει «την κατ’ αλήθειαν ενανθρώπισιν του Λόγου του Θεού».
Ενώ συγχρόνως ομιλεί «περί ομοουσιότητος αυτού, προς τον Θεόν Πατέρα». Παραλείπονται σκοπίμως οι φράσεις «εν δύο φύσεσιν» και μία «φύσις» και δεν αναφέρεται η σχετική με την ενότητα των δύο φύσεων απόφαση της Συνόδου της Χαλκηδόνος. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνος αναφέρεται στο «Ενωτικόν» μόνον μία φορά ως εξής: «Πάντα δε τον έτερόν τι φρονήσαντα ή φρονούντα ή νυν ή πώποτε ή εν Χαλκηδόνι ή οιαδήποτε συνόδω αναθεματίζομεν». Στην αρχή φάνηκε ότι το «Ενωτικόν» θα βελτίωνε την κατάσταση στην Αλεξάνδρεια αλλά, αργότερα, δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει ούτε τους Ορθοδόξους ούτε τους Μονοφυσίτες.
Γιατί οι μεν πρώτοι δεν ήθελαν ν’ ανεχθούν τις παραχωρήσεις που έγιναν στους Μονοφυσίτες, ενώ οι τελευταίοι, λόγω της αοριστίας τού περιεχομένου του «Ενωτικού», θεώρησαν τις παραχωρήσεις ανεπαρκείς, με αποτέλεσμα νέες περιπλοκές της θρησκευτικής ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο αριθμός των θρησκευτικών μερίδων αυξήθηκε. Μέρος των κληρικών ενίσχυαν την ιδέα του συμβιβασμού και υποστήριζαν το «Ενωτικόν», ενώ οι των άκρων, Ορθόδοξοι και Μονοφυσίτες, δεν ήθελαν να κάνουν καμιά υποχώρηση. Οι Ορθόδοξοι ονομάζονταν «ακοίμητοι», γιατί συνεχώς μέρα και νύχτα είχαν ακολουθίες στα Μοναστήρια τους.
Ενώ οι Μονοφυσίτες ονομάζονταν «ακέφαλοι» γιατί δεν αναγνώριζαν ως «κεφαλήν» της Εκκλησίας τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, που δέχθηκε το «Ενωτικόν». Ο Πάπας, επίσης, διαμαρτυρήθηκε για το «Ενωτικόν». Ανέλυσε τα παράπονα των κληρικών της Ανατολής, που δεν ήταν ικανοποιημένοι με αυτό, μελέτησε ο ίδιος το κείμενο και αποφάσισε, σε μια Σύνοδο που έγινε στη Ρώμη, να αφορίσει και να αναθεματίσει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιο, ο οποίος, με τη σειρά του, έπαυσε να μνημονεύει στις προσευχές του τον Πάπα. Στην πραγματικότητα αυτό είναι το πρώτο αληθινό ρήγμα ανάμεσα στις Εκκλησίες Ανατολής και Δύσεως.
Ρήγμα που διατηρήθηκε μέχρι το 518, όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουστίνος Α’. Έτσι το πολιτικό ρήγμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, που έγινε πιο αισθητό τον 5ο αιώνα με την ίδρυση των βασιλείων των βαρβάρων Γερμανών στη Δύση, έγινε ευρύτερο, επί Ζήνωνος, λόγω του θρησκευτικού σχίσματος.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Α’ (491 – 518)
Μετά τον θάνατο του Ζήνωνος η χήρα του Αριάδνη, διάλεξε, ως σύζυγό της, τον ηλικιωμένο Αναστάσιο, που καταγόταν από το Δυρράχιο, και που είχε στην Αυλή την μάλλον κατώτερη θέση του σιλεντιαρίου. Ο Αναστάσιος έγινε Αυτοκράτορας μόνον αφού υποσχέθηκε, εγγράφως, στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, θερμό οπαδό της Συνόδου της Χαλκηδόνος, ότι δεν θα κάνει εκκλησιαστικούς νεωτερισμούς. Ο Αναστάσιος, πρώτα από όλα, ασχολήθηκε με τους Ισαύρους, οι οποίοι είχαν αποκτήσει μεγάλη επιρροή κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνος.
Η πλεονεκτική τους θέση εξερέθιζε τον πληθυσμό της πρωτεύουσας και όταν, μετά τον θάνατο του Ζήνωνος, αποκαλύφθηκε ότι συνωμοτούσαν κατά του νέου Αυτοκράτορα, ο Αναστάσιος έδρασε αμέσως εναντίον τους. Τους απομάκρυνε από τις υπεύθυνες θέσεις, δήμευσε τις περιουσίες τους και τούς έδιωξε από την πρωτεύουσα. Τα μέτρα αυτά όμως οδήγησαν σε έναν μεγάλο και σκληρό αγώνα που τελείωσε μόνον ύστερα από έξι χρόνια με την πλήρη υποδούλωση των Ισαύρων στην πατρίδα τους Ισαυρία, ενώ πολλοί από αυτούς μεταφέρθηκαν στη Θράκη. Η αποτελεσματική αυτή ρύθμιση του Ισαυρικού προβλήματος αποτελεί τη μεγαλύτερη υπηρεσία που προσέφερε ο Αναστάσιος στην Αυτοκρατορία.
Στο εξωτερικό, εκτός από τον εξαντλητικό και άκαρπο πόλεμο με την Περσία, έχουμε τα γεγονότα του Δούναβη που υπήρξαν πολύ σημαντικά για τη μετέπειτα ιστορία. Μετά την αναχώρηση των Οστρογότθων στην Ιταλία, άρχισαν, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αναστασίου, τις λεηλασίες τους και τις επιδρομές τους οι Βούλγαροι, οι Γέτες και οι Σκύθες. Οι Βούλγαροι, που λεηλάτησαν κατά τον 5ο αιώνα τα σύνορα του Βυζαντίου, ήταν λαός Ουννικής (Τουρκικής) προελεύσεως. Για πρώτη φορά αναφέρονται στη Βαλκανική Χερσόνησο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνος μαζί με την κάθοδο των Οστρογότθων στα βόρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Σχετικά με τα ονόματα Γέτες και Σκύθες παρατηρούμε ότι οι χρονικογράφοι αυτής της περιόδου δεν ήταν καλά πληροφορημένοι για την εθνογραφική σύνθεση των βόρειων λαών και ότι ως εκ τούτου τα ονόματα αυτά, όπως παρατηρούν οι ιστορικοί, έχουν σχέση και με μερικά Σλαβικά φύλα. Ο συγγραφέας του 7ου αιώνα Θεοφύλακτος ταυτίζει τους Γέτες με τους Σλάβους. Κατά τη διάρκεια λοιπόν της βασιλείας του Αναστασίου οι Σλάβοι, μαζί με τους Βουλγάρους, άρχισαν τις επιδρομές τους στη Βαλκανική Χερσόνησο. Όπως αναφέρεται σε κάποια πηγή «το ιππικό των Γετών» λεηλάτησε τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, φθάνοντας μέχρι τις Θερμοπύλες.
Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν την θεωρία ότι οι Σλάβοι εισέδυσαν στη Βαλκανική Χερσόνησο ακόμη νωρίτερα. Ο Ρώσος Ντρίνοφ (Drinov), π.χ., στηρίζοντας τις απόψεις του στις έρευνές του γύρω από τα τοπωνύμια και τα ανθρωπωνύμια της Βαλκανικής Χερσονήσου, πιστεύει ότι οι Σλάβοι άρχισαν να εγκαθίστανται στη Χερσόνησο κατά τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Οι επιθέσεις των Βουλγάρων και των Σλάβων κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Αναστασίου δεν ήταν και τόσο σημαντικές, γιατί οι βάρβαροι, αφού λεηλατούσαν τον λαό του Βυζαντίου, γύριζαν πίσω, στα μέρη τους.
Εν τούτοις όμως οι επιδρομές αυτές υπήρξαν οι πρόδρομοι των μεγάλων Σλαβικών επιθέσεων που εκδηλώθηκαν τον 6ο αιώνα επί Ιουστινιανού, στη Βαλκανική Χερσόνησο. Με σκοπό να προφυλάξει την πρωτεύουσα από τους βαρβάρους του Βορρά, ο Αναστάσιος έκτισε στη Θράκη -σαράντα μίλια δυτικώς της Κωνσταντινουπόλεως- το λεγόμενο «Μακρόν Τείχος», που άρχιζε από τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τελείωνε στη Μαύρη Θάλασσα «μετατρέποντας ουσιαστικά την πόλη», όπως μας πληροφορεί μια πηγή «από χερσόνησο σε νήσο». Το τείχος αυτό όμως δεν εκπλήρωσε τον προορισμό του.
Λόγω της βιαστικής του κατασκευής και των ρηγμάτων που του προκάλεσαν οι σεισμοί δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον εχθρό να πλησιάσει την πόλη. Ίχνη του τείχους σώζονται μέχρι σήμερα. Στη Δυτική Ευρώπη, την εποχή του Αναστασίου, έγιναν ακόμη σπουδαιότερες μεταβολές. Ο Θευδέριχος έγινε Βασιλιάς της Ιταλίας και, μακριά, στα βορειοδυτικά, ο Κλόβις, πριν ακόμη γίνει Αυτοκράτορας ο Αναστάσιος, ίδρυσε ένα ισχυρό Φραγκικό βασίλειο. Και τα δύο αυτά βασίλεια δημιουργήθηκαν σε περιοχές που, θεωρητικά, ανήκαν στον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Φυσικά το απομακρυσμένο Βασίλειο των Φράγκων δεν μπορούσε, με κανέναν τρόπο, να εξαρτάται από την Κωνσταντινούπολη, αν και για τους εγχώριους η εξουσία των νεήλυδων ήταν έγκυρη μόνον ύστερα από την επίσημη αναγνώρισή της από την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, αν και οι Γότθοι ανακήρυξαν τον Θευδέριχο Βασιλιά της Ιταλίας «χωρίς να περιμένουν τις οδηγίες του Αναστασίου», ο νέος Βασιλιάς της Ιταλίας ζήτησε από τον Αυτοκράτορα να του στείλει τα Αυτοκρατορικά εμβλήματα τα οποία, προηγουμένως, είχαν επιστραφεί στον Ζήνωνα από τον Οδόακρο.
Ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις και την αποστολή πολλών αντιπροσωπειών στην Kωνσταντινoύπoλη, ο Αναστάσιος αναγνώρισε ως ηγεμόνα της Ιταλίας τον Θευδέριχο, ο οποίος νομιμοποιήθηκε έτσι στα μάτια του τοπικού πληθυσμού. Το γεγονός ότι οι Γότθοι δέχονταν τη διδασκαλία του Αρείου, δεν επέτρεπε τη δημιουργία στενότερης φιλίας μεταξύ των Γότθων και των εγχωρίων κατοίκων της Ιταλίας. Στον Βασιλιά των Φράγκων ο Αναστάσιος έστειλε ένα τιμητικό δίπλωμα με το οποίο τον ονόμαζε ύπατο και που ο Κλόβης το δέχθηκε με ευγνωμοσύνη. Οι «Ρωμαίοι» της Γαλατίας θεωρούσαν τον Αυτοκράτορα της Ανατολής ως φορέα της ανώτατης εξουσίας.
Ο οποίος είχε αποκλειστικά τη δυνατότητα να απονέμει όλες τις άλλες εξουσίες. Το δίπλωμα που ο Αναστάσιος απέστειλε στον Κλόβι, πιστοποιούσε στους Γαλάτες τη νομιμότητα της εξουσίας του τελευταίου, ενώ συγχρόνως τον έκανε ένα είδος αντιβασιλέα της Γαλατίας, η οποία, θεωρητικώς, παρέμενε τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι σχέσεις αυτές του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου με το Βασίλειο των Γερμανών δείχνουν καθαρά ότι, κατά τα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αιώνα, η ιδέα της ενιαίας Αυτοκρατορίας παρέμενε ακόμη ισχυρή.
Η Θρησκευτική Πολιτική του Αναστασίου – Η Επανάσταση του Βιταλιανού – Εσωτερικές Μεταρρυθμίσεις
Παρά τις υποσχέσεις που έδωσε ο Αναστάσιος στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, υπεστήριξε τους Μονοφυσίτες, με το μέρος των οποίων ετάχθη, αργότερα, φανερά. Το γεγονός αυτό έγινε δεκτό με χαρά στην Αίγυπτο και την Συρία, όπου ο Μονοφυσιτισμός είχε διαδοθεί ευρέως.
Στην πρωτεύουσα όμως η συμπάθεια του Αυτοκράτορα προς τους Μονοφυσίτες, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και όταν ο Αναστάσιος, ακολουθώντας το παράδειγμα της Αντιοχείας, διέταξε να ψέλνεται ο «τρισάγιος ύμνος» με την προσθήκη της «θεοπασχιτικής» φράσεως (έπαθεν ο Xριστός δηλαδή επί του σταυρού ως Θεός) «ο σrαυρωθείς δι’ ημάς » («Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ο σταυρωθείς δι’ ημάς, ελέησον ημάς»), ξέσπασαν στην Κωνσταντινούπολη μεγάλες ταραχές, που λίγο έλειψε να εκθρονισθεί ο Αυτοκράτορας. Η θρησκευτική πολιτική του Αναστασίου είχε ως αποτέλεσμα την επανάσταση του Βιταλιανού στη Θράκη.
Επικεφαλής ενός μεγάλου στρατιού, που τον αποτελούσαν Ούννοι, Βούλγαροι και -ίσως- Σλάβοι, και με τη βοήθεια μεγάλου στόλου, ο Βιταλιανός βάδισε εναντίον της πρωτεύουσας, με τον πολιτικό σκοπό -τον οποίο καταλλήλως έκρυβε πίσω θρησκευτικές δήθεν επιδιώξεις- να εκθρονίσει τον Αυτοκράτορα. Ύστερα από έναν μεγάλο και εντατικό αγώνα, η επανάσταση τελικά κατεστάλη, αν και η σημασία της, από ιστορική πλευρά, δεν υπήρξε μικρή. Φέρνοντας τρεις φορές τα ετερόκλητα στρατεύματά του κοντά στην Κωνσταντινούπολη και αποσπώντας αρκετά χρήματα από την κυβέρνηση, ο Βιταλιανός -όπως λέει ο Θ. Ουσπένσκι- αποκάλυψε στους βαρβάρους την αδυναμία της Αυτοκρατορίας και τα πλούτη της Κωνσταντινουπόλεως.
Ενώ συγχρόνως τους δίδαξε πώς να επιχειρούν συνδυασμένες, από την ξηρά και τη θάλασσα, επιδρομές. Η εσωτερική πολιτική του Αναστασίου, η οποία δεν έχει ακόμη αρκετά μελετηθεί και αξιολογηθεί από την ιστορία, φέρει τα χαρακτηριστικά μιας έντονης δραστηριότητας που είχε, από οικονομική άποψη, αξιόλογα αποτελέσματα. Μια από τις πιο σπουδαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις υπήρξε η κατάργηση του μισητού χρυσαργύρου, το οποίο πληρωνόταν, ως φόρος, με χρυσό ή άργυρο (Λατινικά ονομαζόταν lustralis collatio ή, μερικές φορές, lttstralis auri argentive collatio). Ο φόρος αυτός, από τις αρχές του 4ου αιώνα, ήταν υποχρεωτικός για όλα τα επαγγέλματα, ακόμη και για τους υπηρέτες, τους ζητιάνους και τις πόρνες.
Εισεπράττετο ακόμη και για τα εργαλεία και τα ζώα των αγροτών, με αποτέλεσμα να υποφέρουν οι πτωχοί πολύ από το χρυσάργυρον. Επισήμως ο φόρος αυτός εισεπράττετο μόνον μία φορά κάθε πέντε χρόνια, αλλά στην πραγματικότητα η ημερομηνία εισπράξεώς του καθοριζόταν από τη διοίκηση αυθαίρετα και απροειδοποίητα, με αποτέλεσμα να οδηγείται ο λαός στην απελπισία. Παρά τα τεράστια εισοδήματα που είχε το κράτος από αυτήν την φορολογία, ο Αναστάσιος την κατάργησε οριστικά, αφού έκαψε δημοσία κάθε σχετικό με αυτήν διαταγή.
Ο λαός γιόρτασε, με μεγάλη χαρά, την κατάργηση του φόρου και, όπως αναφέρει ένας ιστορικός τού 6ου αιώνα, για να περιγράψει κανείς αυτή τη χειρονομία του Αυτοκράτορα ”χρειάζεται την ευγλωττία του Θουκυδίδη ή κάτι το ανώτερο ακόμη”. Μια Συριακή πηγή του 6ου αιώνα περιγράφει τη χαρά με την οποία δέχθηκε ο λαός της Εδέσσης το διάταγμα καταργήσεως του φόρου ως εξής:
«Όλη η πόλη χάρηκε και όλοι, μικροί και μεγάλοι, φόρεσαν λευκά φορέματα, πήραν αναμμένα κεριά και λιβανιστήρια γεμάτα λιβάνι και βάδισαν, ψέλνοντας και ευχαριστώντας τον Θεό και τον Αυτοκράτορα, προς την εκκλησία του Αγίου Σεργίου και του Αγίου Συμεών, όπου και λειτούργησαν. Κατόπιν γύρισαν στην πόλη όπου γλέντησαν εύθυμα και ευτυχισμένα μια ολόκληρη εβδομάδα κι αποφάσισαν να γιορτάζουν το γεγονός αυτό κάθε χρόνο. Όλοι οι τεχνίτες γιόρταζαν και διασκέδαζαν με λουτρά και ευωχίες στον περίβολο της μεγάλης εκκλησίας και σε όλα τα περιστύλια της πόλης».
Το ποσόν που απέδιδε στην Έδεσσα το χρυσάργυρον ήταν 140 λίτρες χρυσού, κάθε τέσσερα χρόνια. Η κατάργηση αυτού του φόρου ικανοποίησε ιδιαίτερα την Εκκλησία, γιατί οι πόρνες, πληρώνοντας τον φόρο αυτό, εμμέσως νομιμοποιούνταν. Φυσικά η κατάργηση του χρυσαργύρου στέρησε το θησαυροφυλάκιο από ένα σεβαστό εισόδημα, αλλά η απώλεια αυτή γρήγορα αντισταθμίστηκε με την καθιέρωση νέου φόρου: της χρυσοτελείας, που ήταν ένας φόρος «εις χρυσόν». Ο φόρος αυτός ήταν εμφανώς ένας φόρος επί της γαιοκτησίας, ο οποίος επιβλήθηκε κυρίως για την ενίσχυση του στρατού, και βάρυνε, όπως και η προηγούμενη φορολογία, τους φτωχούς.
Η όλη δε οικονομική μεταρρύθμιση είχε ως αποτέλεσμα μια πιο ομαλή κατανομή των φορολογικών βαρών και όχι μια πραγματική ελάττωσή τους. Ίσως η πιο σπουδαία οικονομική μεταρρύθμιση τού Αναστασίου υπήρξε η, με βάση την καθοδήγηση τού εκ Συρίας εμπίστου του συμβούλου Μαρίνου, αλλαγή του τρόπου με τον οποίο γινόταν η είσπραξη των φόρων, η οποία ανετέθη στους βίνδικες. Αν και το νέο σύστημα εισπράξεως των φόρων αύξησε αρκετά τα εισοδήματα του κράτους, τροποποιήθηκε αργότερα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αναστασίου το πρόβλημα των άγονων γαιών φαίνεται ότι παρουσιάστηκε περισσότερο έντονο από κάθε άλλη φορά.
Το βάρος των πρόσθετων φόρων έπεσε σε πρόσωπα που δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν, καθώς και σε μη παραγωγικές γαίες, με αποτέλεσμα να πληρώνουν στην κυβέρνηση όλους τους φόρους οι ιδιοκτήτες των παραγωγικών γαιών. Η πρόσθετη αυτή εισφορά που ονομαζόταν -στα Ελληνικά- επιβολή, ήταν ένας παλαιότατος θεσμός που ανάγεται στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων και ο οποίος εφαρμόστηκε απαρέγκλιτα από τον Μεγάλο Ιουστινιανό. Ο Αναστάσιος όρισε επίσης ότι ένας ελεύθερος αγρότης που θα ζούσε στο ίδιο μέρος τριάντα χρόνια, θα γινόταν άποικος (colonus) δίχως να χάνει την προσωπική του ελευθερία και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Η εποχή του Αναστασίου είναι επίσης χαρακτηριστική για τις νομισματικές μεταβολές που έγιναν τότε. Το 498 καθιερώθηκε το μεγάλο ορειχάλκινο νόμισμα, ο φόλλις, με όλες τις μικρότερές του υποδιαιρέσεις. Το νέο νόμισμα έγινε δεκτό, κυρίως από τους φτωχούς, με ευχαρίστηση, γιατί το μέχρι τότε χρησιμοποιούμενο χάλκινο νόμισμα είχε αρχίσει να σπανίζει, ενώ συγχρόνως ήταν κακής ποιότητας και δεν έφερε ένδειξη της αξίας του. Τα νέα νομίσματα κόπηκαν στα τρία νομισματοκοπεία που λειτουργούσαν, επί Αναστασίου, στην Κωνσταντινούπολη, την Νικομήδεια και την Αντιόχεια. Το νόμισμα του Αναστασίου έμεινε ως πρότυπο Αυτοκρατορικού νομίσματος μέχρι το δεύτερο ήμισυ του 7ου αιώνα.
Στις ανθρωπιστικές του μεταρρυθμίσεις ο Αναστάσιος προσέθεσε ένα διάταγμα, που απαγόρευε τις μονομαχίες ανθρώπων και θηρίων στον ιππόδρομο. Αν και ο Αναστάσιος συχνά ελάττωνε τους φόρους πολλών επαρχιών και πόλεων, ιδιαίτερα δε εκείνων των περιοχών που επλήγησαν από τον Περσικό πόλεμο, και μολονότι πραγματοποίησε ένα οικονομικό πρόγραμμα, που συμπεριλάμβανε το «Μακρόν Τείχος», υδραγωγεία, τον Φάρο της Αλεξανδρείας και άλλα έργα, η κυβέρνηση, προς το τέλος της βασιλείας του Αναστασίου, είχε ένα μεγάλο απόθεμα το οποίο ο ιστορικός Προκόπιος υπολογίζει – ίσως με κάποια υπερβολή- σε 320 χιλιάδες λίβρες χρυσού (65.000.000 ή 70.000.000 δολάρια).
Η οικονομική τακτική του Αναστασίου υπήρξε πολύ σημαντική για τη μεγαλόπνοη πολιτική του δεύτερου διαδόχου του, Ιουστινιανού του Μεγάλου. Η εποχή του Αναστασίου υπήρξε μια θαυμάσια εισαγωγή στην εποχή του Ιουστινιανού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το κύριο ενδιαφέρον της εποχής που αρχίζει με τον Αρκάδιο και κλείνει με τον Αναστάσιο (395 – 518) εντοπίζεται στα εθνικά και θρησκευτικά προβλήματα, καθώς και τα πολιτικά ζητήματα που ήταν πάντα σχετικά με τις θρησκευτικές τάσεις. Η Γερμανική ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, η Γοτθική τυραννία δυνάμωσε πολύ στην πρωτεύουσα και απείλησε όλο το κράτος κατά τα τέλη του 4ου αιώνα. Αργότερα η κατάσταση έγινε ακόμη πιο περίπλοκη λόγω των φιλικών προς τον Αρειανισμό διαθέσεων των Γότθων. Η απειλή των Γερμανών ελαττώθηκε στις αρχές τού 5ου αιώνα επί Αρκαδίου για να εξαφανισθεί τελείως επί Λέοντος Α’, την εποχή δηλαδή της μεταγενέστερης αλλά αδύναμης εκδηλώσεώς της κατά τα μέσα του 5ου αιώνα.
Αργότερα, στα τέλη του ίδιου αιώνα, παρουσιάσθηκε από τον Βορρά ο κίνδυνος των Οστρογότθων, ο οποίος διοχετεύθηκε με επιτυχία από τον Ζήνωνα στην Ιταλία, με αποτέλεσμα να ρυθμιστεί, προς όφελος του κράτους, το Γερμανικό πρόβλημα στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας κατόρθωσε επίσης να επιλύσει προς όφελός του, τα πενήντα τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα, το λιγότερο οξύ εθνικό πρόβλημα της κυριαρχίας των Ισαύρων. Οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι μόλις άρχιζαν την περίοδο αυτή τις επιδρομές τους στα σύνορα της Αυτοκρατορίας και δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί ο σπουδαίος ρόλος που οι βόρειοι αυτοί λαοί επρόκειτο να διαδραματίσουν στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η εποχή τού Αναστασίου μπορεί να θεωρηθεί ως απλή εισαγωγή στην εποχή των Σλάβων. Το θρησκευτικό πρόβλημα της εποχής αυτής εκδηλώνεται σε δύο φάσεις: την ορθόδοξη, μέχρι την εποχή του Ζήνωνος, και την μονοφυσιτική, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ζήνωνος και του Αναστασίου. Η συμπαθής προς τους Μονοφυσίτες στάση του Ζήνωνος και οι μονοφυσιτικές τάσεις του Αναστασίου υπήρξαν σημαντικές όχι μόνον από θρησκευτική αλλά και από πολιτική άποψη. Στα τέλη του 5ου αιώνα το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, παρά τη θεωρητική του ενότητα με την Ανατολή, είχε στην πράξη αποξενωθεί από την Κωνσταντινούπολη.
Στη Γαλατία, στην Ισπανία και στη Βόρειο Αφρική σχηματίσθηκαν νέα βασίλεια των Βαρβάρων, η Ιταλία κυβερνιόταν από Γερμανούς και, στα τέλη του 5ου αιώνα, ιδρύθηκε, σε ιταλικό έδαφος, το Βασίλειο των Οστρογότθων. Η κατάσταση αυτή των πραγμάτων εξηγεί γιατί οι Ανατολικές Επαρχίες -Αίγυπτος, Παλαιστίνη και Συρία- απέκτησαν εξαιρετική σπουδαιότητα στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Η μεγάλη αξία τόσο του Ζήνωνος όσο και τού Αναστασίου έγκειται στο γεγονός ότι αντιλήφθηκαν πως το κέντρο βάρους είχε μετακινηθεί και στο ότι, εκτιμώντας τη σημασία των ανατολικών επαρχιών, χρησιμοποίησαν κάθε μέσο προκειμένου να βρουν έναν τρόπο ώστε να τις προσκολλήσουν στην πρωτεύουσα.
Εφόσον δε οι επαρχίες αυτές -κυρίως η Αίγυπτος και η Συρία- ήταν αφοσιωμένες στο δόγμα των Μονοφυσιτών, η μόνη λύση ήταν να ειρηνεύσει η Αυτοκρατορία με τους Μονοφυσίτες, αδιαφορώντας για τις υποχωρήσεις που ήταν αναγκασμένη να κάνει. Το γεγονός αυτό εξηγεί το σκοπίμως μάλλον σκοτεινό «Ενωτικόν» τού Ζήνωνος, το οποίο υπήρξε ένα από τα πρώτα βήματα προς τον συμβιβασμό με τους Μονοφυσίτες. Όταν η προσπάθεια του Ζήνωνος απέτυχε, ο Αναστάσιος αποφάσισε ν’ ακολουθήσει μια απροσχημάτιστη μονοφυσιτική τακτική. Και οι δύο αυτοί Αυτοκράτορες υπήρξαν, εν συγκρίσει με τους μεταγενέστερους Άρχοντες της Αυτοκρατορίας, πολύ διορατικοί.
Η μονοφυσιτική τους τακτική ήλθε σε αντίθεση με την κίνηση των Ορθοδόξων, η οποία βρήκε μεγάλη υποστήριξη στην πρωτεύουσα, στη Βαλκανική Χερσόνησο, στις περισσότερες επαρχίες της Μικράς Ασίας, στα νησιά και σε μερικές περιοχές της Παλαιστίνης. Η Ορθοδοξία υποστηρίχθηκε επίσης από τον Πάπα, που διέκοψε, λόγω του «Ενωτικού», κάθε σχέση με την Κωνσταντινούπολη. Η αναπόφευκτη σύγκρουση θρησκείας και πολιτικής εξηγεί τις εσωτερικές ταραχές της εποχής του Αναστασίου, ο οποίος δεν κατόρθωσε, όσο ζούσε, να εδραιώσει στην Αυτοκρατορία του την ειρήνη και την αρμονία που επιθυμούσε.
Οι διάδοχοί του οδήγησαν την Αυτοκρατορία σε έναν τελείως διαφορετικό δρόμο και, από τα τέλη της εποχής αυτής, είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αισθητή η αποξένωση των Ανατολικών Επαρχιών. Γενικά η περίοδος αυτή υπήρξε περίοδος αγώνων των διαφόρων Εθνικοτήτων, οι οποίες ξεκινούσαν στον αγώνα τους με διαφορετικούς σκοπούς και ελπίδες. Οι Γερμανοί και οι Ίσαυροι επεδίωκαν πολιτική υπεροχή, ενώ οι Κόπτες στην Αίγυτπο και οι Σύριοι νοιάζονταν κυρίως για τον θρίαμβο των θρησκευτικών τους δογμάτων.
ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ – ΕΠΙΣΤΗΜΗ – ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟ
Οι εξελίξεις στη φιλολογία, στην επιστήμη και στην αγωγή, από τον 4ο μέχρι τις αρχές του 6ου αιώνα, είναι στενά συνδεδεμένες με τις σχέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ του Χριστιανικού και του ειδωλολατρικού κόσμου, ο οποίος είχε παρουσιάσει έναν τόσο μεγάλο πολιτισμό. Οι αντιπαραθέσεις των Χριστιανών απολογητών του 2ου και του 3ου αιώνα σχετικά με το κατά πόσο μπορεί ένας Χριστιανός να χρησιμοποιεί τα πνευματικά δημιουργήματα των ειδωλολατρών, έμειναν δίχως αποτέλεσμα. Ενώ μερικοί απολογητές έβρισκαν τον Ελληνικό πολιτισμό, τον οποίο δεν θεωρούσαν ασυμβίβαστο με τον Χριστιανισμό, ωφέλιμο, άλλοι αρνούνταν κάθε χρησιμότητα της ειδωλολατρικής αρχαιότητας, την οποία είχαν αποκηρύξει.
Διαφορετική κατάσταση επικρατούσε στην Αλεξάνδρεια, το αρχαίο αυτό κέντρο των φιλοσοφικών και θρησκευτικών αντιπαραθέσεων, όπου κυριαρχούσε η τάση προσεγγίσεως των δυο αυτών φαινομενικώς ασυμβίβαστων παραγόντων. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο φημισμένος συγγραφέας του 2ου αιώνα, γράφει: «Η φιλοσοφία υπηρετεί ως οδηγός, προετοιμάζοντας όσους ο Χριστός κάλεσε να τελειωθούν». Εν τούτοις το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ ειδωλολατρικού πολιτισμού και Χριστιανισμού δεν είχε λυθεί ακόμη κατά τους τρεις πρώτους μ.Χ. αιώνες. Αλλά, σιγά-σιγά, η ειδωλολατρική κοινωνία μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό, που προόδευσε πολύ κατά τον 4ο αιώνα.
Χάρη, πρώτον, στην προστασία του κράτους και, δεύτερον, στις πολλές «αιρέσεις» – που προκάλεσαν επιστημονικές συζητήσεις και ζωηρές διαμάχες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων και σοβαρών προβλημάτων. Συγχρόνως ο Χριστιανισμός απορροφούσε πολλά στοιχεία του πολιτισμού των ειδωλολατρών και, όπως λέει ο Κρουμπάχερ, «Οι Χριστιανικές αρχές ασυνείδητα περιεβλήθησαν την ειδωλολατρική ενδυμασία». Η Χριστιανική φιλολογία του 4ου και του 5ου αιώνα εμπλουτίσθηκε με τα έργα μεγάλων συγγραφέων, τόσο στον πεζό όσο και στον ποιητικό λόγο. Συγχρόνως η ειδωλολατρική παράδοση συνεχίσθηκε και αναπτύχθηκε από τους αντιπροσώπους της ειδωλολατρικής σκέψης.
Στην εκτεταμένη επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μέσα στα προ των Περσικών και Αραβικών κατακτήσεων όριά της, η Χριστιανική Ανατολή του 4ου και του 5ου αιώνα παρουσίασε αρκετά διαλεκτά φιλολογικά κέντρα, των οποίων οι συγγραφείς ασκούσαν μια μεγάλη επιρροή και έξω ακόμη από τα όρια των πόλεών τους και των επαρχιών τους. Η Καππαδοκία, στη Μικρά Ασία, έδωσε, κατά τον 4ο αιώνα, τους τρεις διακεκριμένους «Καππαδόκες»: Τον Μέγα Βασίλειο, τον φίλο του Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον νεώτερο αδελφό του Βασιλείου Γρηγόριο Νύσσης. Αξιόλογα πνευματικά κέντρα της Συρίας υπήρξαν η Αντιόχεια και η Βηρυτός, η οποία διακρίθηκε ως κέντρο νομικών σπουδών.
Η περίοδος ακμής της πόλεως αυτής διήρκεσε από το 200 μέχρι το 551 μ.Χ. Η Ιερουσαλήμ, στην Παλαιστίνη, δεν είχε ακόμη συνέλθει από τις καταστροφές που υπέστη επί Τίτου και γι’ αυτόν τον λόγο η συμβολή της, από απόψεως πολιτισμού, δεν υπήρξε αξιόλογη κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα. Αλλά η Καισάρεια και, αργότερα, προς τα τέλη του 4ου αιώνα, η πόλη της Νότιας Παλαιστίνης Γάζα, με τη φημισμένη σχολή των ρητόρων και των ποιητών συνεισέφεραν πολλά στους θησαυρούς της σκέψεως και της φιλολογίας της εποχής εκείνης. Πάνω απ’ όλα αυτά όμως η πόλη της Αιγύπτου Αλεξάνδρεια παρέμεινε το κέντρο εκείνο που είχε την πιο βαθιά και την πιο πλατιά επιρροή σε όλη την Ασιατική Ανατολή.
Η νέα πόλη της Κωνσταντινουπόλεως που προοριζόταν να έχει ένα λαμπρό μέλλον επί Ιουστινιανού, μόλις άρχιζε να δείχνει τα πρώτα σημεία μιας φιλολογικής δραστηριότητας. Αξιόλογα επίσης για τον πολιτισμό και τη φιλολογία της εποχής αυτής υπήρξαν δύο άλλα δυτικά κέντρα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα, η οποία, μαζί με την Εθνική της Σχολή, παραγκωνίσθηκε αργότερα από τον νικηφόρο ανταγωνιστή της, το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως. Μια σύγκριση των πολιτισμικών εξελίξεων στις ανατολικές και στις δυτικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παρουσιάζει το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο.
Στην Ευρωπαϊκή Ελλάδα, με τον αρχαίο της πολιτισμό, η πνευματική δραστηριότητα και δημιουργία ήταν απείρως μικρότερη σε σύγκριση με την πρόοδο που παρατηρούμε στις επαρχίες της Ασίας και της Αφρικής, αν και το μεγαλύτερο μέρος των επαρχιών αυτών, όπως λέει ο Κρουμπάχερ, «ανακαλύφθηκε» και αποικίσθηκε μόνον από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο ίδιος μελετητής καταφεύγει «στην προσφιλή μας, σύγχρονη, γλώσσα των αριθμών» και ισχυρίζεται ότι οι Ευρωπαϊκές επαρχίες του Βυζαντίου συνέβαλαν μόνον κατά 10% στη γενική πνευματική δημιουργία της περιόδου αυτής. Στην πραγματικότητα η πλειονότητα των συγγραφέων αυτής της εποχής καταγόταν από την Ασία και την Αφρική.
Μετά δε την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως όλοι οι ιστορικοί υπήρξαν Έλληνες. Η φιλολογία των Πατέρων της Εκκλησίας γνώρισε την πιο λαμπρή της περίοδο τον 4ο και στις αρχές του 5ου αιώνα. Οι Καππαδόκες Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός έλαβαν αξιοθαύμαστη αγωγή στις καλύτερες ρητορικές σχολές της Αθήνας και της Αλεξανδρείας. Δυστυχώς δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες για την αγωγή του νεώτερου αδελφού του Βασιλείου, Γρηγορίου Νύσσης, που υπερείχε σε φιλοσοφικό στοχασμό από τους άλλους δύο. Και οι τρεις Καππαδόκες γνώριζαν την κλασική φιλολογία αντιπροσωπεύοντας τη γνωστή ως «vεο-Αλεξανδρινή» κίνηση.
Η κίνηση αυτή, αν και χρησιμοποιούσε τις κατακτήσεις της φιλοσοφικής σκέψης, επέμενε στην εφαρμογή λογικών αρχών στη μελέτη τού θρησκευτικού δόγματος και αρνιόταν να υιοθετήσει τις ακρότητες της μυστικο-αλληγoρικής κινήσεως της «Αλεξανδρινής» σχολής, δεν απέρριπτε την παράδοση της Εκκλησίας. Εκτός από τα πλούσια θεολογικά τους έργα, τα οποία υποστηρίζουν την Ορθοδοξία στον αγώνα της εναντίον τού Αρειανισμού, οι τρεις αυτοί συγγραφείς άφησαν και μια μεγάλη συλλογή λόγων και επιστολών. Η συλλογή αυτή αποτελεί μια από τις πιο πλούσιες πηγές της περιόδου αυτής, αν και δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί πλήρως από πλευράς ιστορικής.
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός άφησε επίσης πολλά ποιήματα, τα οποία είναι κυρίως θεολογικά, δογματικά, διδακτικά και κατά κάποιον τρόπο ιστορικά. Το μεγάλο του ποίημα Περί Εαυτού πρέπει, λόγω της μορφής και τού περιεχομένου του, να πάρει μια εξαιρετική θέση στον χώρο των γραμμάτων γενικότερα. Οι τρεις λαμπροί αυτοί συγγραφείς υπήρξαν οι μόνοι αντιπρόσωποι της πόλεώς τους. «Όταν οι τρεις αυτές ευγενικές μεγαλοφυίες έπαψαν να υπάρχουν, η Καππαδοκία επανήλθε στο σκοτάδι από το οποίο την είχαν απομακρύνει». Η Αντιόχεια -πνευματικό κέντρο της Συρίας- δημιούργησε, σε αντίθεση προς τη σχολή της Αλεξανδρείας δική της κίνηση, η οποία υποστήριζε την κατά γράμμα ερμηνεία των Γραφών χωρίς να δέχεται αλληγορικές ερμηνείες.
Η κίνηση αυτή είχε ως αρχηγούς της ανθρώπους εξαιρετικά δραστήριους, όπως τον εκλεκτό μαθητή του Λιβανίου, Ιωάννη Χρυσόστομο, ο οποίος συνδύαζε την σοβαρή κλασική μόρφωση με την ασυνήθιστη ρητορική ικανότητα. Τα έργα τού Χρυσοστόμου αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους φιλολογικούς θησαυρούς του κόσμου. Οι μετέπειτα γενεές υπέστησαν την επιρροή της γοητείας της μεγαλοφυΐας του και των ηθικών του προσόντων, ενώ οι φιλολογικές κινήσεις των μεταγενέστερων εποχών δανείσθηκαν ιδέες, εικόνες και εκφράσεις από τον Χρυσόστομο χρησιμοποιώντας το έργο του σαν μια ανεξάντλητη πηγή.
Η εκτίμηση που του είχαν υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε να του αποδίδονται έργα αγνώστων συγγραφέων. Τα αυθεντικά του έργα, κηρύγματα, ομιλίες και περισσότερες από διακόσιες επιστολές -που γράφηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια της εξορίας του- αποτελούν μια πολύ αξιόλογη πηγή σχετικά με την εσωτερική ζωή της Αυτοκρατορίας. Τη στάση των μεταγενεστέρων απέναντι στο έργο του την εκφράζουν επαρκώς τα λόγια τού Βυζαντινού συγγραφέα τού 14ου αιώνα Νικηφόρου Καλλίστου, ο οποίος γράφει: «Έχω διαβάσει περισσότερα από χίλια κηρύγματά του, τα οποία αναβρύζουν ανείπωτη γλυκύτητα. Τον έχω αγαπήσει από πολύ νέος και ακούω τα λόγια του σαν να ήταν λόγια τού Θεού. Ό,τι γνωρίζω και ό,τι είμαι το οφείλω σε αυτόν».
Η Καισάρεια της Παλαιστίνης μας έδωσε τον «πατέρα της εκκλησιαστικής ιστορίας» Ευσέβιο, που έζησε κατά το δεύτερο ήμισυ του 3ου και στις αρχές του 4ου αιώνα. (Πέθανε περίπου το 340). Ο Ευσέβιος έχει χαρακτηρισθεί παλαιότερα ως αυθεντία για την εποχή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έζησε στο κατώφλι δύο εξαιρετικά σημαντικών ιστορικών εποχών: Πρώτον, υπήρξε μάρτυς των σκληρών διωγμών του Διοκλητιανού και των διαδόχων του, από τους οποίους υπέφερε, λόγω των χριστιανικών του πεποιθήσεων, πολύ και ο ίδιος και, δεύτερον, μετά το Έδικτον τού Γαλερίου, έζησε την περίοδο τού βαθμιαίου θριάμβου τού Χριστιανισμού επί Κωνσταντίνου.
ενώ συγχρόνως έλαβε μέρος στις Αρειανιστικές έριδες, κλίνοντας μερικές φορές προς το μέρος των Αρειανιστών. Αργότερα έγινε ένας από τους πιο έμπιστους και στενούς φίλους του Αυτοκράτορα. Ο Ευσέβιος έγραψε πολλά θεολογικά και ιστορικά έργα. Η Ευαγγελική προπαρασκευή (Praeparatio eνangelίca), το μεγάλο του έργο με το οποίο υποστηρίζει τους Χριστιανούς κατά των θρησκευτικών επιθέσεων των Ειδωλολατρών, η Ευαγγελική απόδειξη (Demonstratio eνangelica), όπου εξετάζει την πρόσκαιρη σημασία τού Μωσαϊκού Νόμου και την εκπλήρωση, από τον Ιησού Χριστό, των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης.
Τα σχετικά με τις Γραφές συγγράμματά του, καθώς και πολλά άλλα έργα, κατατάσσουν τον Ευσέβιο σε μια πολύ τιμητική θέση στον τομέα της θεολογικής φιλολογίας. Τα έργα αυτά περιλαμβάνουν, επίσης, αξιόλογα αποσπάσματα παλαιότερων συγγραμμάτων, τα οποία χάθηκαν αργότερα. Τα ιστορικά έργα τού Ευσεβίου είναι πολύ σημαντικά. Το ”Χρονικόν”, γραμμένο πριν από τους διωγμούς του Διοκλητιανού, περιέχει μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας των Χαλδαίων, των Ασσυρίων, των Εβραίων, των Αιγυπτίων, των Ελλήνων και των Ρωμαίων, δίνοντας συγχρόνως χρονολογικούς πίνακες των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων. Δυστυχώς έχει διασωθεί μόνο σε μια Αρμενική μετάφραση και εν μέρει σε μια Λατινική διασκευή του Αγίου Ιερωνύμου.
Έτσι δεν υπάρχει σήμερα ακριβώς το κείμενο του πρωτοτύπου, δεδομένου μάλιστα ότι οι μεταφράσεις που έχουν διασωθεί δεν έγιναν από το Ελληνικό πρωτότυπο, αλλά από μια διασκευή του Χρονικού που παρουσιάσθηκε αμέσως μετά τον θάνατο του Ευσεβίου. Το κορυφαίο ιστορικό του έργο υπήρξε η ”Εκκλησιαστική Ιστορία”, η οποία -σε δέκα βιβλία- καλύπτει την από τον Χριστό μέχρι την ήττα του Λικινίου από τον Κωνσταντίνο περίοδο. Όπως ο ίδιος λέει, δεν θέλησε να μιλήσει για τους πολέμους και τα τρόπαια των στρατηγών, αλλά μάλλον «να καταγράψει» με ανεξάλειπτα γράμματα τους πιο ειρηνικούς πολέμους που έγιναν για την ειρήνη της ψυχής, και να μιλήσει για ανθρώπους που έκαναν γενναίες πράξεις χάριν της αλήθειας και όχι μιας χώρας, χάριν της ευσέβειας και όχι χάριν φίλων».
Ο Ευσέβιος, με την πένα του, έκανε την εκκλησιαστική ιστορία, ιστορία του μαρτυρίου, των διωγμών και όλων των Χετικών θηριωδιών. Λόγω της αφθονίας των πληροφοριών της η ιστορία του Ευσεβίου πρέπει να αναγνωρισθεί σαν μια από τις πιο σημαντικές πηγές των τριών πρώτων Χριστιανικών αιώνων. Εκτός αυτού ο Ευσέβιος υπήρξε αξιόλογος γιατί είναι ο πρώτος που έγραψε ιστορία του Χριστιανισμού, αντιμετωπίζοντας το θέμα του από όλες τις δυνατές πλευρές. Η εκκλησιαστική του ιστορία, που του έδωσε μεγάλη φήμη, έγινε η βάση στην οποία στηρίχθηκαν αργότερα πολλοί εκκλησιαστικοί ιστορικοί, οι οποίοι συχνά τον μιμήθηκαν. Στις αρχές του 4ου αιώνα διαδόθηκε στη Δύση μέσω της Λατινικής μεταφράσεως του Ρουφίνου.
Το Εις τον Βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου, γραμμένο από τον Ευσέβιο -αργότερα, εάν πράγματι έχει γραφεί από τον ίδιο- έχει προκαλέσει διάφορες ερμηνείες και αξιολογήσεις στον επιστημονικό κόσμο. Δεν πρέπει να το κατατάξουμε τόσο πολύ στα καθαρώς ιστορικά έργα όσο στους πανηγυρικούς. Ο Κωνσταντίνος παρουσιάζεται ως εκλεκτός του Θεού Αυτοκράτορας, προικισμένος με το δώρο της προβλέψεως, ένας νέος Μωυσής προορισμένος να οδηγήσει τον Λαό του Θεού στην ελευθερία. Κατά τον Ευσέβιο τα τρία παιδιά του Κωνσταντίνου συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, ενώ ο ίδιος ο Κωνσταντίνος υπήρξε ο πραγματικός ευεργέτης των Χριστιανών, οι οποίοι πέτυχαν εκείνο το οποίο, προηγουμένως, μόνο να ονειρευτούν μπορούσαν.
Για να μην βλάψει την αρμονία του έργου του, ο Ευσέβιος δεν αναφέρει ούτε τις σκοτεινές πλευρές της εποχής ούτε τα άσχημα φαινόμενα των ημερών του, αλλά ρίχνει όλο το βάρος στην εξύμνηση του ήρωά του. Χρησιμοποιώντας κανείς καταλλήλως το έργο αυτό, μπορεί να γνωρίσει καλύτερα την περίοδο του Κωνσταντίνου, γιατί περιέχει πολλά επίσημα έγγραφα τα οποία, πιθανόν, παρεμβλήθηκαν αφού εγράφη στην πρώτη του μορφή. Παρά τη μέτρια εκφραστική του ικανότητα ο Ευσέβιος πρέπει να θεωρηθεί ως ένας από τους πιο μεγάλους Χριστιανούς λογίους του πρώιμου Μεσαίωνα και ως ένας συγγραφέας που επηρέασε πολύ τη Μεσαιωνική Χριστιανική φιλολογία.
Μια ολόκληρη ομάδα ιστορικών συνέχισε αυτό που άρχισε ο Ευσέβιος. Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός συνέχισε την Εκκλησιαστική Ιστορία του μέχρι το έτος 439, ο Σωζομενός, καταγόμενος από μια περιοχή της Γάζας, έγραψε μιαν άλλη Εκκλησιαστική Ιστορία επίσης μέχρι το 439, ο Επίσκοπος Κύρου -από την Αντιόχεια- Θεοδώρητος έγραψε μια παρόμοια ιστορία που καλύπτει την από τη Σύνοδο της Νικαίας μέχρι το έτος 428 περίοδο και, τέλος, ο Αρειανόφρων Φιλοστόργιος, του οποίου το έργο σώζεται μόνο σε αποσπάσματα, περιέγραψε, από τη δική του σκοπιά, τα μέχρι του, 425 γεγονότα. Την πιο έντονη και πιο ποικιλόμορφη πνευματική ζωή βρίσκουμε, την περίοδο αυτή, στην Αίγυπτο, και κυρίως στο προοδευτικό της κέντρο, την Αλεξάνδρεια.
Μια ασυνήθης και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα της φιλολογικής ζωής τού τέλους του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα υπήρξε ο Συνέσιος ο Κυρηναίος. Απόγονος μιας πολύ παλαιάς ειδωλολατρικής οικογένειας, μορφώθηκε στην Αλεξάνδρεια και αργότερα μυήθηκε στα μυστήρια της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Αντάλλαξε την πίστη του στον Πλάτωνα με την πίστη στον Xριστό, παντρεύτηκε μια Χριστιανή και, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έγινε Επίσκοπος Πτολεμαΐδος. Παρ’ όλα αυτά, πιθανώς ο Συνέσιος αισθανόταν πάντοτε περισσότερο ειδωλολάτρης παρά Χριστιανός. Η αποστολή του στην Κωνσταντινούπολη και ο Περί βασιλείας λόγος του δείχνουν το ενδιαφέρον του για την πολιτική.
Αν και δεν υπήρξε ιστορικός, άφησε εξαιρετικού ενδιαφέροντος ιστορικό υλικό υπό μορφή 156 επιστολών, οι οποίες δείχνουν τις λαμπρές του φιλοσοφικές και ρητορικές ικανότητες, ενώ συγχρόνως αποτελούν υποδείγματα ύφους για τον Βυζαντινό Μεσαίωνα. Οι ύμνοι του, γραμμένοι με μέτρο και ύφος της κλασικής ποίησης, αποκαλύπτουν μια ιδιόρρυθμη ανάμιξη φιλοσοφικών και χριστιανικών ιδεών. Αυτός ο φιλόσοφος – Επίσκοπος διαισθάνθηκε ότι ο κλασικός πολιτισμός -τον οποίο τόσο πολύ αγαπούσε- πλησίαζε σιγά-σιγά προς το τέλος του.
Κατά τη διάρκεια των μεγάλων και σκληρών αγώνων κατά του Αρειανισμού παρουσιάσθηκε η λαμπρή φυσιογνωμία του φλογερού οπαδού του Συμβόλου της Νικαίας Αθανασίου, Επισκόπου Αλεξανδρείας, που άφησε αρκετά γραπτά, αφιερωμένα στις θεολογικές διαμάχες του 4ου αιώνα. Επίσης έγραψε το Βίος και πολιτεία τού οσίου πατρός ημών Αντωνίου, ενός εκ των ιδρυτών του μοναχικού βίου στην Ανατολή, δίνοντας μια ιδανική εικόνα της μοναχικής ζωής. Στον 5ο αιώνα ανήκει επίσης ο μεγαλύτερος ιστορικός του Αιγυπτιακού Μοναχισμού, Παλλάδιος, ο οποίος, αν και γεννήθηκε στη Μικρά Ασία, γνώρισε καλά τη μοναχική ζωή, στην Αίγυπτο, λόγω του ότι έζησε δέκα χρόνια. με τους μοναχούς της χώρας αυτής.
Κάτω από την επιρροή του Αθανασίου, ο Παλλάδιος παρουσίασε τα ιδεώδη του μοναχικού βίου, εισάγοντας στην ιστορία του το στοιχείο τού θρύλου. Ο ανηλεής εχθρός του Nεστoρίoυ, Κύριλλος Αλεξανδρείας, έζησε επίσης κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Κατά τη διάρκεια της ταραχώδους ζωής του έγραψε πολλές επιστολές και κηρύγματα τα οποία οι μεταγενέστεροι Έλληνες Επίσκοποι, μερικές φορές, αποστήθιζαν. Επίσης έγραψε μερικά δογματικά, πολεμικά και εξηγητικά έργα που αποτελούν μία από τις κυριότερες πηγές για την εκκλησιαστική ιστορία του 5ου αιώνα. Όπως ο ίδιος ομολογεί, η ρητορική του κατάρτιση υπήρξε ανεπαρκής λέγοντας ότι «ουδέ γλώττης Αττικής επίδειξιν υπισχνούμεθα».
Μια άλλη εξαιρετικού ενδιαφέροντος προσωπικότητα, της εποχής εκείνης, είναι η φιλόσοφος Υπατία, η οποία δολοφονήθηκε από τον φανατισμένο όχλο της Αλεξανδρείας στις αρχές του 5ου αιώνα. Η Υπατία υπήρξε μια γυναίκα εξαιρετικής ωραιότητας, προικισμένη με ασυνήθεις πνευματικές δυνατότητες. Με τη βοήθεια του πατέρα της, που ήταν ένας από τους πιο γνωστούς μαθηματικούς της Αλεξανδρείας, γνώρισε τα μαθηματικά και την κλασική φιλοσοφία και έγινε πολύ γνωστή λόγω της αξιόλογης διδακτικής της δράσης. Ανάμεσα στους μαθητές της, διακρίνουμε μεγάλες φυσιογνωμίες, όπως τον Συνέσιο, που μνημονεύει την Υπατία σε πολλές επιστολές του.
Μια πηγή αναφέρει ότι η Υπατία «ντυμένη μ’ έναν μανδύα, συνήθιζε να περιφέρεται στην πόλη και να ερμηνεύει, σε εκείνους που ήθελαν να την ακούσουν, τα έργα τού Πλάτωνος, του Αριστοτέλους ή άλλων φιλοσόφων». Η Ελληνική φιλολογία άνθησε στην Αίγυπτο μέχρι το 451, οπότε η Σύνοδος της Χαλκηδόνος καταδίκασε τους Μονοφυσίτες. Το γεγονός ότι ο Μονοφυσιτισμός ήταν η επίσημη θρησκεία της Αιγύπτου οδήγησε -μετά την καταδίκη της- στην κατάργηση, από τις εκκλησίες, της Ελληνικής γλώσσας και την αντικατάστασή της με την Κοπτική.
Η Κοπτική φιλολογία, που αναπτύχθηκε, ύστερα από αυτό το γεγονός, έχει κάποια σημασία ακόμη και για την Ελληνική φιλολογία, δεδομένου ότι ορισμένα Ελληνικά έργα, τα οποία έχουν απολεσθεί, σώζονται σήμερα μέσω μεταφράσεων στην Κοπτική. Η περίοδος αυτή γνώρισε και την ανάπτυξη της υμνογραφίας. Οι υμνογράφοι, σιγά-σιγά, εγκατέλειψαν την απομίμηση των κλασικών μέτρων, δημιουργώντας δικούς τους τύπους, οι οποίοι ήταν τελείως πρωτότυποι και που, για ένα διάστημα, θεωρήθηκαν ως πεζός λόγος. Μόνον τώρα τελευταία, έστω και εν μέρει, εξηγήθηκαν τα μέτρα αυτά, των οποίων κύριο χαρακτηριστικό είναι η ακροστιχίδες και η ομοιοκαταληξίες.
Δυστυχώς γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για τους θρησκευτικούς ύμνους του 4ου και του 5ου αιώνα, με αποτέλεσμα να είναι σκοτεινή η ιστορία της εξελίξεώς τους. Πάντως είναι φανερό ότι η εξέλιξη αυτή υπήρξε ταχεία. Ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ακολούθησε στα περισσότερα ποιητικά του έργα τα αρχαία μέτρα, ο Ρωμανός ο Μελωδός, του οποίου τα έργα παρουσιάστηκαν στις αρχές του 6ου αιώνα, επί Αναστασίου Α’, χρησιμοποίησε την ακροστιχίδα και την ομοιοκαταληξία. Οι μελετητές διαφωνούσαν για πολύ καιρό ως προς το κατά πόσον ο Ρωμανός έζησε τον 6ο ή στις αρχές του 8ου αιώνα.
Στη σύντομή του βιογραφία αναφέρεται η άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Αυτοκράτορα Αναστασίου, αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν αδύνατο να καθορισθεί εάν ο αναφερόμενος Αναστάσιος ήταν ο Α’ (491 – 518) ή ο Β’ (713 – 716). Οπωσδήποτε όμως ο επιστημονικός κόσμος, ύστερα από εντατική μελέτη των έργων τού Ρωμανού, συμφωνεί, ότι πρόκειται περί του Αναστασίου A’. Ο Ρωμανός, μερικές φορές, χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος ποιητής της Βυζαντινής Περιόδου. Αυτός ο «Πίνδαρος της ρυθμικής ποιήσεως», «η πιο μεγάλη θρησκευτική μεγαλοφυΐα», «ο Δάντης των νεο-Ελλήνων» είναι ο συγγραφέας ενός μεγάλου αριθμού υπέροχων ύμνων.
Ανάμεσα στους οποίους βρίσκουμε τον περίφημο ύμνο «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Ο ποιητής γεννήθηκε στη Συρία και είναι πολύ πιθανόν ότι η μεγαλοφυΐα του εκδηλώθηκε επί Ιουστινιανού, διότι, όπως αναφέρεται στη βιογραφία του, ήταν ακόμη νεαρός διάκονος όταν ήλθε, επί Αναστασίου, από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη όπου, ως εκ θαύματος, δέχθηκε το χάρισμα να μπορεί να γράφει ύμνους. Το έργο τού Ρωμανού δείχνει ότι η θρησκευτική ποίηση είχε αρκετά προχωρήσει τον 5ο αιώνα, αν και, δυστυχώς, οι σχετικές με το ζήτημα αυτό πληροφορίες είναι ανεπαρκείς.
Είναι βέβαια δύσκολο να δεχθούμε την ύπαρξη αυτού του εξαιρετικού ποιητή, τον 6ο αιώνα, χωρίς να έχει προηγηθεί μια εξέλιξη της εκκλησιαστικής ποιήσεως. Είναι ατυχές επίσης το γεγονός ότι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε όσο πρέπει το έργο του Ρωμανού, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους ύμνους του δεν έχουν ακόμη εκδοθεί. Ο εκ Βορείου Αφρικής έξοχος Χριστιανός συγγραφέας του 4ου αιώνα Λακτάντιος, έγραψε τα έργα του, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι το «Περί του θανάτου των διωκτών» (De mortibus persecutorum), στα Λατινικά. Το έργο αυτό δίνει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την εποχή του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου μέχρι την έκδοση του Εδίκτου των Μεδιολάνων.
Η Χριστιανική φιλολογία αυτής της περιόδου αντιπροσωπεύεται από πολλούς αξιόλογους συγγραφείς, χωρίς όμως να υστερεί, στο σημείο αυτό, η ειδωλολατρική φιλολογία, η οποία αντιπροσωπεύθηκε από αρκετούς ικανούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Θεμίστιος από την Παφλαγονία, που έζησε κατά το δεύτερο ήμισυ του 4ου αιώνα. Υπήρξε ο φιλοσοφικά καταρτισμένος διευθυντής της Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως, ρήτορας της Αυλής και Συγκλητικός, τον οποίο εκτιμούσαν πολύ τόσο οι ειδωλολάτρες όσο και οι Χριστιανοί. Έγραψε μια μεγάλη συλλογή των Παραφράσεων τού Αριστοτέλους, με την οποία προσπάθησε να ξεκαθαρίσει τις πιο περίπλοκες ιδέες του Έλληνα φιλοσόφου.
Έγραψε επίσης σαράντα περίπου λόγους, που μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τα πιο αξιόλογα γεγονότα της εποχής εκείνης, καθώς και για την προσωπική του ζωή. Ο μεγαλύτερος όμως από όλους τους ειδωλολάτρες διδασκάλους του 4ου αιώνα, υπήρξε ο εξ Αντιοχείας Λιβάνιος, ο οποίος επηρέασε τους συγχρόνους του περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο της περιόδου αυτής. Ανάμεσα στους μαθητές του βλέπουμε τον Ιωάννη Χρυσόστομο, τον Μεγάλο Βασίλειο και τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ο δε Ιουλιανός, πριν ανέβει στον θρόνο, μελετούσε με ενθουσιασμό τα μαθήματα που παρέδιδε ο Λιβάνιος.
Οι εξήντα πέντε δημόσιες ομιλίες του Λιβανίου έχουν ιδιαίτερη σημασία μας δίνουν δε πολύτιμο υλικό για τη μελέτη της εποχής του. Εξίσου σημαντική είναι η συλλογή των επιστολών του, οι οποίες, λόγω τού πλούτου του περιεχομένου και τού θαυμάσιού τους πνεύματος, μπορούν να συγκριθούν με τις επιστολές του Συνεσίου. Ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός υπήρξε μια εξαιρετικά λαμπρή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων τού 4ου αιώνα και, παρά το σύντομο της σταδιοδρομίας του, απέδειξε την ικανότητά του σε διάφορες εκφάνσεις τού πνεύματος.
Οι λόγοι του, οι οποίοι μαρτυρούν τις σκοτεινές φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του, όπως οι ύμνοι του προς τον Βασιλέα Ήλιο, οι επιστολές του, το έργο του Κατά Γαλιλαίων -που σώζεται μόνο σε αποσπάσματα-, το σατιρικό έργο «Μισοπώγων», το οποίο γράφηκε εναντίον τού λαού της Αντιοχείας και που μας δίνει βιογραφικές πληροφορίες όλα αυτά δείχνουν ότι ο Ιουλιανός υπήρξε ένας ικανός συγγραφέας, ιστορικός, λόγιος, σατιρικός και ηθικολόγος. Θα πρέπει επίσης να τονισθεί το γεγονός ότι τα έργα τού Ιουλιανού έχουν άμεση σχέση με τα γεγονότα της εποχής του. Ο ξαφνικός όμως θάνατός του εμπόδισε την πλήρη ανάπτυξη της ασυνήθους μεγαλοφυΐας του.
Η ειδωλολατρική φιλολογία του 4ου και του 5ου αιώνα παρουσιάζει επίσης αρκετά καθαρώς ιστορικά έργα. Ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς υπήρξε ο συγγραφέας της πολύ γνωστής συλλογής βιογραφιών των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, οι οποίες, γραμμένες στα Λατινικά, τον 4ο αιώνα, είναι γνωστές με τον τίτλο «Scriptores Historiae Augustae». Η ταυτότητα τού συγγραφέα των βιογραφιών αυτών, ο χρόνος της συμπίλησής τους και η ιστορική τους σημασία, είναι, όλα, αμφισβητήσιμα και έχουν προκαλέσει μια μεγάλη φιλολογική συζήτηση.
Το 1928 ένας Άγγλος ιστορικός έγραφε ότι: «Ο χρόνος και ο κόπος που διετέθη για τη συγγραφή των βιογραφιών είναι μεγάλος, ενώ τα αποτελέσματά τους, όσον αφορά την ιστορική τους χρησιμότητα, είναι μηδενικά». Ο Ν. Μπέυνζ έκανε, πρόσφατα, μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να αποδείξει ότι η συλλογή αυτή γράφηκε επί Ιουλιανού με συγκεκριμένο σκοπό την προπαγάνδα υπέρ του Ιουλιανού και της εν γένει διοικήσεως και θρησκευτικής πολιτικής του. Η άποψη αυτή δεν έγινε δεκτή από άλλους μελετητές. Ο ιστορικός του 5ου αιώνα Πρίσκος, ο οποίος έλαβε μέρος στην αποστολή στους Ούννους, προσέφερε αρκετά με το έργο του.
Η Βυζαντινή ιστορία, η οποία διασώθηκε μόνον σε αποσπάσματα, και οι σχετικές με τη ζωή και τις συνήθειες των Ούννων πληροφορίες του, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και αξιόλογες, δεδομένου ότι ο Πρίσκος υπήρξε η κύρια πληροφοριακή πηγή των Λατίνων ιστορικών τού 6ου αιώνα Κασσιόδωρου και Ιορδάνη, για την ιστορία τού Αττίλα και των Ούννων. Ο Ζώσιμος, ο οποίος έζησε τον 5ο και στις αρχές του 6ου αιώνα, έγραψε τη Νέα Ιστορία, ιστορώντας τα γεγονότα μέχρι την πολιορκία της Ρώμης από τον Αλάριχο, το 410. Πιστεύοντας με ενθουσιασμό στους παλαιούς Θεούς, ο Ζώσιμος εξηγεί ότι η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προκλήθηκε από τον θυμό των Θεών, τους οποίους εγκατέλειψαν οι Ρωμαίοι,
Συγχρόνως δε κατηγορεί, πάνω απ’ όλα, τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ενώ εκτιμά πολύ τον Ιουλιανό. Όπως αναφέρει ένας σύγχρονος συγγραφέας, ο Ζώσιμος δεν υπήρξε ο ιστορικός της «παρακμής της Ρώμης» μόνον, αλλά και ο θεωρητικός της Δημοκρατίας, την οποία υμνεί και υπερασπίζεται, Είναι ο μόνος «δημοκράτης» του 5ου αιώνα. Ο Συριο-Έλληνας Αμμιανός Μαρκελλίνος, έγραψε στα τέλη του 1ου αιώνα στα Λατινικά το έργο του Res Gestαe, που είναι μια ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Σκοπός του ήταν να συνεχίσει το έργο του Τάκιτου, ιστορώντας γεγονότα από την εποχή του Νέρβα μέχρι τον θάνατο τού Ουάλη (96 – 378).
Διασώθηκαν μόνον τα τελευταία δεκαοχτώ βιβλία αυτής της ιστορίας, τα οποία αναφέρονται στην περίοδο 353 – 378. Ο συγγραφέας, έχοντας προσωπική πείρα από τις εκστρατείες του Ιουλιανού εναντίον των Περσών, δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα γεγονότα της εποχής του. Αν και έμεινε ειδωλολάτρης μέχρι το τέλος της ζωής του, έδειξε για τον Χριστιανισμό μεγάλη ανεκτικότητα. Η ιστορία του είναι πολύ χρήσιμη πληροφοριακή πηγή για την περίοδο του Ιουλιανού και του Ουάλη, καθώς και για την ιστορία των Γότθων και των Ούννων. Η φιλολογική του ικανότητα έχει πολύ εκτιμηθεί από τους σύγχρονους επιστήμονες.
Ο Στάιν τον ονομάζει ως την μεγαλύτερη φιλολογική μεγαλοφυΐα που παρουσιάστηκε στον κόσμο, κατατάσσοντάς τον ανάμεσα στον Τάκιτο και τον Δάντη, ενώ ο Ν. Μπέυνζ τον χαρακτηρίζει ως τον τελευταίο μεγάλο ιστορικό της Ρώμης. Η Αθήνα, η πόλη του παρακμάζοντος κλασικού πνεύματος, υπήρξε τον 5ο αιώνα το κέντρο του τελευταίου εκλεκτού αντιπροσώπου του Νεοπλατωνισμού, του Πρόκλου, ο οποίος δίδαξε και έγραψε εκεί επί πολλά χρόνια. Επίσης ή Αθήνα υπήρξε η πόλη όπου γεννήθηκε η σύζυγος του Θεοδοσίου Β’, Ευδοκία (Αθηναΐς), η οποία, έχοντας κάποια φιλολογική ικανότητα, έγραψε αρκετά έργα.
Δεν πρόκειται να μιλήσουμε για τη φιλολογία της Δυτικής Ευρώπης, η οποία, την περίοδο αυτή, αντιπροσωπεύθηκε από το θαυμάσιο έργο του Αγίου Αυγουστίνου και άλλων ικανών συγγραφέων. Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, η Λατινική παρέμεινε, τον 4ο και τον 5ο αιώνα, η επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας και χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα που βρίσκονται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, καθώς και στα μεταγενέστερα διατάγματα του 5ου και των αρχών του 6ου αιώνα. Αλλά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, την εποχή του Θεοδοσίου Β’, παρατηρείται μια παρακμή της Λατινικής γλώσσας και μια συγκεκριμένη προτίμηση για την Ελληνική.
Η οποία Ελληνική γλώσσα αποτελούσε τη γλώσσα που εχρησιμοποιείτο περισσότερο στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Η Ελληνική παράδοση υποστηριζόταν επίσης από τη Σχολή των Αθηνών. Η μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα εποχή είναι μια περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας διάφοροι παράγοντες συνετέλεσαν, σιγά-σιγά, για να παρουσιάσουν μια νέα τέχνη, που είναι γνωστή ως Βυζαντινή ή Ανατολική Χριστιανική Τέχνη. Όσο η ιστορική επιστήμη μελετά βαθύτερα την τέχνη αυτή, αποκαλύπτεται περισσότερο ότι η Ανατολή και οι παραδόσεις της έπαιξαν κύριο ρόλο στην ανάπτυξη της Βυζαντινής Τέχνης.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, Γερμανοί μελετητές υποστήριξαν τη θεωρία ότι «η Τέχνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (Romische Reichskunst), που αναπτύχθηκε στη Δύση κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων της Αυτοκρατορίας, αντικατέστησε τον παλαιό Ελληνιστικό πολιτισμό της Ανατολής, ο οποίος βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής, και έθεσε τις βάσεις της Χριστιανικής Τέχνης του 4ου και 5ου αιώνα. Τώρα η θεωρία αυτή έχει αποκηρυχθεί. Μετά την έκδοση, το 1900, του σπουδαίου έργου του Ντ. Β. Αϊνάλοφ (D. V. Ainalov), ”Ελληνιστική προέλευση της Βυζαντινής Τέχνης”, και τη δημοσίευση, το 1901, του αξιόλογου έργου του Αυστριακού μελετητή Γ. Στρζυγκόφσκι (J. Strzygowski,) ”Ανατολή ή Ρώμη”, το πρόβλημα της προελεύσεως της Βυζαντινής Τέχνης έχει πάρει μια τελείως νέα μορφή.
Θεωρείται πλέον βέβαιο ότι τον κύριο ρόλο στην ανάπτυξη της Ανατολικής Χριστιανικής Τέχνης διαδραμάτισε η Ανατολή και το μόνο ζήτημα που υπάρχει, ακόμη, είναι ο καθορισμός του τι εννοούμε με τον όρο «Ανατολή» και «ανατολικές επιδράσεις». Σε έναν μεγάλο αριθμό έργων του ο ακούραστος Στρζυγκόφσκι, συζητεί την τεράστια επιρροή της αρχαίας Ανατολής. Στην αρχή αναζητεί το κέντρο αυτής της επιρροής στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα στην Αίγυπτο, στη Μικρά Ασία και τη Συρία και, κινούμενος προς την Ανατολή και τον Βορρά, διασχίζει τα όρια της Μεσοποταμίας και ψάχνει να βρει τα κέντρα της επιρροής στα οροπέδια και τα βουνά του Ιράν και στην Αρμενία.
Για να καταλήξει πως «ό,τι ήταν η Ελλάς για την τέχνη της αρχαιότητας, υπήρξε το Ιράν για την τέχνη του νέου Χριστιανικού Κόσμου». Επίσης κατέφυγε στις Ινδίες και στο Κινεζικό Τουρκεστάν για μια καλύτερη διασάφηση του προβλήματος. Αν και η σύγχρονη ιστορική επιστήμη αναγνωρίζει τις μεγάλες υπηρεσίες που ο Στρζυγκόφσκι προσέφερε για την έρευνα της προελεύσεως της Βυζαντινής Τέχνης, είναι ακόμη πολύ επιφυλακτική ως προς τις πιο πρόσφατες υποθέσεις του. Ο 4ος αιώνας υπήρξε μια εξαιρετικά σημαντική περίοδος για την ιστορία της Βυζαντινής Τέχνης.
Η νέα θέση την οποία πήρε η Χριστιανική Πίστη στην αρχή ως νόμιμη θρησκεία και αργότερα ως θρησκεία του Κράτους, συνετέλεσε στην γρήγορη ανάπτυξη του Χριστιανισμού. Τρεις παράγοντες -ο Χριστιανισμός, ο Ελληνισμός και η Ανατολή- συναντήθηκαν τον 4ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της Ανατολικής Χριστιανικής Τέχνης. Η Κωνσταντινούπολη, η οποία στην αρχή ήταν το πολιτικό κέντρο της Αυτοκρατορίας, γρήγορα έγινε και το πνευματικό και καλλιτεχνικό της κέντρο. Αυτό όμως δεν συνέβη αμέσως. «Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε δικό της πολιτισμό που θα μπορούσε να αντισταθεί στις επιρροές ξένων παραγόντων ελέγχοντάς τους. Έπρεπε πρώτα να ισορροπήσει και να αφομοιώσει τις νέες επιρροές, πράγμα που χρειάσθηκε τουλάχιστον εκατό χρόνια».
Η Συρία και η Αντιόχεια, η Αίγυπτος, με οδηγό την Αλεξάνδρεια, και η Μικρά Ασία, έχοντας επηρεαστεί στην καλλιτεχνική τους δημιουργία από παλαιότερες παραδόσεις, άσκησαν μια πολύ δυνατή και ευεργετική επιρροή στην ανάπτυξη της Ανατολικής Χριστιανικής Τέχνης. Η αρχιτεκτονική της Συρίας ήκμασε τον 4ο , 5ο και 6ο αιώνα. Οι μεγαλοπρεπείς ναοί της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, καθώς και μερικοί ναοί της Ναζαρέτ, ανεγέρθησαν την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ασυνήθης λαμπρότητα χαρακτηρίζει τους ναούς της Αντιοχείας και της Συρίας. «Η Αντιόχεια, ως κέντρο ενός λαμπρού πολιτισμού, δικαίως κατέχει εξέχουσα θέση στην Χριστιανική Τέχνη της Συρίας».
Δυστυχώς, για αρκετό διάστημα, πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά για την τέχνη της Αντιοχείας και μόνον τώρα τελευταία έγιναν πιο γνωστές η ομορφιά της και η σημασία της. Οι «νεκρές πολιτείες» της Κεντρικής Συρίας που αποκαλύφθηκαν, το 1860 και το 1861, από τον Μ. ντε Βογκ (Μ. de Vogue) δίνουν κάποια ιδέα της Χριστιανικής Αρχιτεκτονικής του 4ου, του 5ου και του 6ου αιώνα. Ένα από τα πιο αξιόλογα δημιουργήματα του τέλους του 5ου αιώνα, υπήρξε το περίφημο μοναστήρι τού Αγίου Συμεών του Στυλίτου (Kalat Seman), μεταξύ Αντιοχείας και Χαλεπίου, το οποίο και σήμερα ακόμη είναι, αν και ερειπωμένο, επιβλητικό.
Η γνωστή ζωφόρος της Μσάτα (Mschatta), που βρίσκεται τώρα στο Μουσείο Αυτοκράτορα Φρειδερίκου (Kaiser Friedrich) του Βερολίνου, είναι επίσης έργο του 4ου , 5ου ή 6ου αιώνα. Στις αρχές τού 5ου αιώνα ανήκει μια ωραία βασιλική της Αιγύπτου, την οποία ανήγειρε ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος πάνω στον τάφο του φημισμένου Αγίου της Αιγύπτου Μηνά. Τα ερείπια του ναού αυτού ανασκάφηκαν μόλις τώρα τελευταία και μελετήθηκαν από τον Κ. Μ. Κάουφμαν (C. Μ. Κaufmann). Σε ό,τι αφορά τα μωσαϊκά, τις απεικονίσεις, τα υφαντά κ.λ.π., υπάρχουν πολλά σχετικά προϊόντα των αρχών της Βυζαντινής Περιόδου.
Τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία περιέβαλλαν την πόλη κατά τον 5ο αιώνα, σώζονται ακόμη. Η Χρυσή Πύλη (Porta Aurea), μέσα από την οποία οι Αυτοκράτορες εισέρχονταν επισήμως στην Κωνσταντινούπολη, χτίστηκε στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα. Η πύλη αυτή, της οποίας η αρχιτεκτονική είναι θαυμάσια, υπάρχει ακόμη. Στην εποχή του Κωνσταντίνου χρονολογείται η ανέγερση του ναού της Αγίας Ειρήνης και του ναού των Αγίων Αποστόλων. Η Αγία Σοφία, της οποίας η ανέγερση άρχισε ίσως επί Μεγάλου Κωνσταντίνου, ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο. Οι ναοί αυτοί ανοικοδομήθηκαν τον 6ο αιώνα από τον Ιουστινιανό.
Τον 5ο αιώνα ένας άλλος ναός εξωράισε τη νέα πρωτεύουσα, η Βασιλική τού Αγίου Ιωάννου του Στουδίου, που είναι τώρα τζαμί (Mir-Achor djami). Μερικά μνημεία πρώιμης Βυζαντινής Τέχνης διατηρήθηκαν στις δυτικές περιοχές της Αυτοκρατορίας. Ανάμεσα σε αυτά, συγκαταλέγονται μερικοί ναοί στη Θεσσαλονίκη, το ανάκτορο του Διοκλητιανού στο Σπαλάo (αρχές 4ου αιώνα), μερικές εικόνες στον ναό της Αγίας Μαρίας της Παλαιάς (Antiqua) της Ρώμης (τέλη 5ου αιώνα), το μαυσωλείο της Γκάλα Πλακίντια, το Βαπτιστήριο των Ορθοδόξων της Ραβέννα (5ος αιώνας) και μερικά μνημεία της Βόρειας Αφρικής.
Για την ιστορία της τέχνης ο 4ος και ο 5ος αιώνας αποτελούν την προπαρασκευαστική περίοδο για την εποχή τού Μεγάλου Ιουστινιανού, οπότε «η πρωτεύουσα είχε αποκτήσει πλήρη επίγνωση της θέσης της, ενώ συγχρόνως είχε αναλάβει τον ρόλο κατευθυντήριας δύναμης», την εποχή που δικαίως χαρακτηρίζεται ως ο Πρώτος Χρυσός Αιώνας της Βυζαντινής Τέχνης.