Μινωική Κρήτη & Πολιτισμός Α’

Εποχή του Χαλκού Γενικά

Με την επικράτηση του χαλκού σαν βασικό υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων αρχίζει η λεγόμενη εποχή του χαλκού (περίπου 2600 π.Χ. – 1100 π.Χ.). Κάποιοι παλαιότεροι οικισμοί εγκαταλείπονται τώρα και πολλοί νέοι ιδρύονται, ήδη από το ξεκίνημα της περιόδου σε όλο τον Ελληνικό γεωγραφικό χώρο. Από τις 929 θέσεις (στοιχεία 1990) της πρώιμης εποχής του χαλκού που έχουν εντοπιστεί, 9 βρίσκονται στην Ήπειρο, 85 στην Μακεδονία, 18 στην Θράκη, 57 στην Θεσσαλία, 206 στην Στερεά Ελλάδα και Εύβοια, 172 στην Πελοπόννησο, 17 στα νησιά του Ιονίου, 229 στα νησιά του Αιγαίου και 136 στην Κρήτη.

Η πληθυσμιακή αυτή έξαρση θεωρείται ότι δεν είναι δυνατό να εξηγηθεί μόνο με την βελτίωση των συνθηκών ζωής, λόγω της παγίωσης της γεωργοκτηνοτροφικής οικονομίας στην Νεολιθική περίοδο και εικάζεται ότι οφείλεται και σε μεταναστεύσεις πληθυσμών. Η κατανομή του μεγάλου μέρους των θέσεων που κατοικούνται την πρώιμη εποχή του χαλκού (περίπου 2600 π.Χ. – 2000 π.Χ.), στον νότιο και ανατολικό Ελληνικό χώρο υπονοεί ίσως μεταναστεύσεις πληθυσμών από ανατολικά προς την Ελλάδα.

Αυτές οι μετακινήσεις δεν είναι κατακτητικές εκστρατείες αφού δεν συνοδεύονται από καταστροφές παλιότερων οικισμών ή τουλάχιστον δεν έχουν μέχρι τώρα βρεθεί αρχαιολογικές μαρτυρίες που να στηρίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Φαίνεται ότι παλιός και νέος πληθυσμός συνεργάζονται και τελικά συγχωνεύονται. Πρέπει να σημειωθεί ότι από την αρχή της περιόδου η βόρεια Ελλάδα και ειδικότερα η Θεσσαλία φαίνεται να χάνουν το προβάδισμα στην εξέλιξη του πολιτισμού.

Από αυτή την περίοδο και μετά η νότια Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και η Κρήτη έχουν το προβάδισμα και αυτό θα συνεχιστεί σε όλο σχεδόν το επόμενο διάστημα της αρχαίας Ελληνικής ιστορίας, μέχρι τα ένδοξα χρόνια της ανόδου των Μακεδόνων βασιλιάδων. Η παρατηρούμενη αυτή μετατόπιση του κέντρου βάρους των εξελίξεων εικάζεται ότι οφείλεται σε έναν απλό λόγο:

Η εξοικείωση του νότιου πληθυσμού με την θάλασσα και την ναυτιλία, ήδη από την 11η χιλιετηρίδα όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τον βοηθά να πάρει στα χέρια του την εμπορία του χαλκού, που είναι μεν απαραίτητος για την ανάπτυξη στην νέα αυτή περίοδο αλλά δεν υπάρχει στην Ελλάδα και πρέπει να εισαχθεί από αλλού. Αυτή ακριβώς η αναζήτηση πρώτων υλών και το εμπόριο βοήθησε, κυρίως τους νησιώτες να ξεφύγουν από τα στενά όρια του Αιγαίου και να έλθουν σε επαφή με άλλους λαούς και πολιτισμούς και έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη του πρώτου μεγάλου πολιτισμού του ελληνικού χώρου του Αιγαιακού.

Η μελέτη των ανθρωπολογικών δεδομένων της Νεολιθικής περιόδου, δείχνουν ότι στο ξεκίνημα της πρώιμης εποχής του χαλκού (2600 π.Χ.), ο πληθυσμός της ηπειρωτικής Ελλάδας, των Κυκλάδων και της Κρήτης αποτελείται από άτομα με ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά της μεσογειακής φυλής, που προερχόταν κατά πάσα πιθανότητα από ανατολικότερες περιοχές, αλλά είχαν αναμιχθεί σε αυτόν και βόρειας προέλευσης ανθρωπολογικά στοιχεία.

Πρώιμη και Μέση Εποχή του Χαλκού

Ήδη από την πρώιμη εποχή του χαλκού, συγκροτήθηκαν κέντρα εκμετάλλευσης και εξαγωγής του χαλκού. Για παράδειγμα, τ’ ανατολικά κέντρα του νησιού, συνήψαν εμπορικές σχέσεις με γειτονικές χώρες, Μ. Ασία, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο, Κυκλάδες και Κρήτη. Ευρήματα τόσο από την Πρώιμη όσο και από τη Μέση Εποχή, φανερώνουν πως συντελέστηκαν μια σειρά από αλλαγές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Την ίδια εποχή άλλαξε και ο τρόπος λατρείας των θεών, σαφέστερα ένα «ομοίωμα ενός υπαίθριου ιερού» καταδεικνύει πως η λατρεία πλέον εκφραζόταν με ιεροτελεστίες σε υπαίθρια ιερά.

Από την πρώιμη εποχή, οι αγγειοπλάστες άρχισαν να δημιουργούν μεγαλύτερη ποικιλία χρηστικών αγγείων, όπως πυξίδες – μικρά κουτιά, πρόχοι – κανάτια, κύπελλα. Παράλληλα, οι δημιουργοί φιλοτέχνησαν αγγεία, ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα, με έντονα αποτυπωμένη τη φαντασία και τα συναισθήματα τους. Κατά την πρώιμη και μέση εποχή, οι κάτοικοι διαφοροποιήθηκαν και στον τομέα της οικιακής, οχυρωματικής και ταφικής αρχιτεκτονικής. Οι οικίες ήταν λιθόκτιστες, ορθογώνιες, διαχωρισμένες σε μικρότερους χώρους.

Τέλος, η ταφική αρχιτεκτονική της εποχής, χαρακτηρίζεται από τάφους λαξευμένους σε βράχους, σε νεκροταφεία πλησίον των οικισμών. Επιπρόσθετα, οι τάφοι αποτελούνταν από «δρόμο και νεκρικό θάλαμο σε σχήμα σπηλαίου».

 

Ύστερη Εποχή του Χαλκού

Το «πολύτιμο μέταλλο» της εποχής, ο χαλκός, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική θέση του νησιού, αποτέλεσαν πόλο προσέλκυσης των Μυκηναίων εμπόρων. Την ύστερη εποχή του χαλκού, το εμπόριο του «πολύτιμου μετάλλου» επέφερε καθοριστικές αλλαγές σε οικονομικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Η συστηματική ενασχόληση με το χαλκό, ώθησε στην τεχνολογική εξέλιξη αλλά και στη δημιουργία «αστικών κέντρων», τόσο στα λιμάνια όσο και στην ενδοχώρα, με στόχο την διευκόλυνση της εμπορίας του χαλκού. Η σημαντικότερη τεχνολογική πρόοδος της εποχής, θεωρείται η εισαγωγή του τροχού και του άρματος.

Στον τομέα της αρχιτεκτονικής, εισάγονται μια σειρά από καινοτομίες, με σημαντικότερη τη προσθήκη της πολεοδομικής διάταξης. Έχουν εντοπιστεί φαρδιοί δρόμοι, οι οποίοι διασταυρώνονται κάθετα σχηματίζοντας ορθές γωνίες και πλατείες. Επιπλέον, εντοπίστηκαν οικοδομήματα, από πελεκητές πέτρες, ένα είδος αποχέτευσης, λουτρά και αποχωρητήρια εντός των οικιών, εργαστήρια κατεργασίας χαλκού, όλα πλαισιωμένα από ένα τεράστιο οχυρωματικό έργο, «κυκλώπεια τείχη». Οι άνθρωποι της ύστερης εποχής φαίνεται πως συνέχισαν να λατρεύουν τις θεότητες, όπως και στην υπόλοιπη εποχή του χαλκού, σε υπαίθρια ιερά.

Ταυτόχρονα, άνθισε η λατρεία θεοτήτων, που σχετίζονται με την ευημερία των μεταλλείων. Τα αγγεία της εποχής παραπέμπουν στις εμπορικές αλλά και στις πολιτιστικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες. Η επίδραση, κυρίως από τη μυκηναϊκή και Αιγαιοανατολική τέχνη, αποτυπώνεται και στα έργα της μικροτεχνίας, όπως μεταλλουργία, αργυροχοΐα, ελεφαντουργία και σμαλτοτεχνία. Παράλληλα, μέσα από τα ευρήματα της μικροτεχνίας, επιβεβαιώνεται η οικονομική ευημερία και το «κοσμοπολίτικο» πνεύμα των οικισμών της εποχής. Τέλος, σημαντικό επίτευγμα των ανθρώπων της εποχής, θεωρείται η χρησιμοποίηση γραφής.

 

Η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο

Η μετάβαση από την Νεολιθική Εποχή στην Εποχή του Χαλκού, στο τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ., σημαδεύεται από βαθιές τομές στον πολιτισμό και την οργάνωση των κοινωνιών του Αιγαίου.

Η πιο σημαντική εξέλιξη ήταν αναμφίβολα η μετάδοση από την ανατολή της τεχνολογίας του χαλκού, η οποία βελτίωσε ουσιαστικά την ποιότητα του εργαλειακού εξοπλισμού σε όλους σχεδόν τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας (γεωργία, υλοτομία, αρχιτεκτονική, ναυπηγική κ.ά.) ενώ ταυτόχρονα μετέβαλε και τις τακτικές του πολέμου με την κατασκευή αποτελεσματικότερων μετάλλινων όπλων. Άλλες αλλαγές που παρατηρούνται αυτήν την περίοδο είναι η εισαγωγή νέων καλλιεργειών (ελιά, άμπελος), η αύξηση των θαλάσσιων επαφών και η διεύρυνση των εμπορικών ανταλλαγών.

Η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης οδήγησε σε πληθυσμιακή αύξηση και στην εμφάνιση ήδη από το 2700 – 2500 π.Χ. νέων οικισμών με πρώιμη αστική οργάνωση (Πολιόχνη, Θέρμη, Τροία, Μανικα, Αίγινα, Λέρνα). Αρκετοί από αυτούς ιδρύθηκαν σε στρατηγικά σημεία ελέγχου θαλάσσιων δρόμων και οχυρώθηκαν με τείχη (τυπικό παράδειγμα η Τροία και η Πολιόχνη). Η χρήση του χαλκού και η ανάπτυξη του εμπορίου και της εξειδίκευσης φαίνεται ότι συνέβαλαν στην εμφάνιση συνθετότερων κοινωνικών μορφωμάτων και εντονότερης διαστρωμάτωσης.

Οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις γίνονται εμφανείς στον τομέα των ταφικών εθίμων, όπου παρατηρείται συχνότερα η τάση πλούσιου κτερισμού των νεκρών ενώ στην Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα εμφανίζονται για πρώτη φορά ευρύχωροι τάφοι για πολλαπλές ταφές. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης τέσσερις παράλληλοι αλλά διακριτοί Αιγαιακοί «πολιτισμοί»: ο Πρωτομινωικός στην Κρήτη, ο Πρωτοελλαδικός στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο Πρωτοκυκλαδικός στις Κυκλάδες και ο πολιτισμός των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου, έντονα επηρεασμένος από τον σύγχρονο πολιτισμό των μικρασιατικών ακτών.

Οι πολιτισμοί αυτοί συνυπήρξαν αρμονικά και άκμασαν για το μεγαλύτερο διάστημα της 3η χιλιετίας. Οι Κυκλάδες, λόγω της στρατηγικής τους θέσης στο κέντρο του Αιγαίου αλλά και του ορυκτού πλούτου που διέθεταν, ανέλαβαν μείζονα εμπορικό ρόλο και αναδείχθηκαν σε σταυροδρόμι πολιτισμικών επιρροών. Γύρω στο 2300 π.Χ. αρχίζουν να παρατηρούνται αναταραχές σε ολόκληρο το Αιγαίο, με εξαίρεση την Κρήτη. Οικισμοί εγκαταλείπονται, άλλοι οχυρώνονται, τα ταφικά έθιμα αλλάζουν, οι εμπορικές επαφές περιορίζονται, ενώ η εμφάνιση νέων αρχιτεκτονικών και κεραμικών τύπων ερμηνεύεται από ορισμένους μελετητές ως ένδειξη άφιξης νέων πληθυσμιακών ομάδων.

Ο λόγος των αναταραχών δεν είναι σαφής, ενδέχεται όμως να συνδέονται με τον ανταγωνισμό για την πρόσβαση σε πηγές χαλκού και κασσίτερου (απαραίτητου για την παραγωγή του ανθεκτικότερου ορείχαλκου), τις νέες μορφές πολέμου που εισήγαγε η χρήση μετάλλινων όπλων καθώς και πιθανές δημογραφικές πιέσεις που προκλήθηκαν από την συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε αστικά κέντρα. Όπως και να έχει, κατά την τελευταία φάση της περιόδου (Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ, 2300 – 2000 π.Χ.), ο Κυκλαδικός πολιτισμός αλλάζει μορφή, και τέχνες όπως η μαρμαρογλυπτική αρχίζουν να παρακμάζουν για να σβήσουν οριστικά με το τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ.

 

Ο ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι Ετεοκρήτες και ο Ετεοκρητικός Πολιτισμός

Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Κρήτης ήσαν οι καλούμενοι Ιδαίοι Δακτυλοι ή Κουρήτες ή Ετεοκρήτες, οι οποίοι επί βασιλιά Κρήτα ανακάλυψαν πάρα πολλά και πολύ σημαντικά για τους ανθρώπους πράγματα, όπως τη φωτιά, τη χρήση του χαλκού και του σιδήρου, τις τέχνες, την εξημέρωση των ζώων σε κοπάδια κ.α. Οι αρχαιότεροι κάτοικοι στο νησί ήταν αυτόχθονες, οι λεγόμενοι Ετεοκρήτες, των οποίων ο βασιλιάς, Κρητας το όνομα, ανακάλυψε πολλά και πολύ σημαντικά πράγματα στο νησί που είχαν τη δυνατότητα να ωφελήσουν την κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

Για τους Ιδαίους Δακτύλους της Κρήτης παραδίδεται πως ανακάλυψαν τη φωτιά, τη χρήση του χαλκού και του σιδήρου, στη χώρα των Απτεραίων στο λεγόμενο Βερέκυνθο, καθώς και τον τρόπο επεξεργασίας τους. Λένε, μάλιστα, πως ένας τους ο Ηρακλής, ξεπέρασε τους άλλους σε φήμη, ίδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Εξ αιτίας της συνωνυμίας οι μεταγενέστεροι άνθρωποι θεώρησαν πως ο γιος της Αλκμήνης εγκαθίδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Μετά τους Ιδαίους Δακτύλους έγιναν οι Κουρήτες.

Καθώς διακρινόταν για τη σύνεσή τους, έδειξαν στους ανθρώπους πολλά χρήσιμα πράγματα, διότι πρώτοι αυτοί συγκέντρωσαν τα πρόβατα σε κοπάδια, εξημέρωσαν τα υπόλοιπα είδη ζώων, ανακάλυψαν τη μελισσοκομία, εισηγήθηκαν την τέχνη του κυνηγίου, εισηγήθηκαν τη συναναστροφή και τη συμβίωση μεταξύ των ανθρώπων, αλλά ήταν και οι πρώτοι που δίδαξαν την ομόνοια και κάποια ευταξία στην κοινωνική ζωή. Ανακάλυψαν επίσης τα ξίφη, τα κράνη και τους πολεμικούς χορούς. Λένε πως σ’ αυτούς παρέδωσε το Δία η Ρέα, κρυφά από τον πατέρα του Κρόνο, και κείνοι τον πήραν και τον ανέθρεψαν.

«Τον Απόλλωνα αναγορεύουν εφευρέτη της λύρας και της μουσικής της. Εισήγαγε επίσης τη γνώση της ιατρικής που γίνεται μέσω της μαντικής τέχνης, που παλιά μ’ αυτή θεραπεύονταν όσοι αρρώσταιναν, καθώς βρήκε το τόξο, δίδαξε στους ντόπιους τα περί την τοξοβολία, αιτία για την οποία οι Κρήτες επιδόθηκαν με ζέση στην τοξοβολία και το τόξο ονομάστηκε Κρητικό» ο Απόλλωνας ονομάστηκε Δήλιος, Λύκιος και Πύθιος και η Άρτεμις Εφέσια, Κρησία, καθώς και Ταυροπόλος και Περσία, παρόλο που και οι δυο είχαν γεννηθεί στην Κρήτη».

 

Ο Πολιτισμός πριν από τον Μίνωα

Στην Ελλάδα και σε όλο τον αρχαίο κόσμο πριν από το Μίνωα δεν υπήρχαν συντάγματα, βουλή και βουλευτές, καθώς και κράτος πρόνοιας κ.τ.λ. και έτσι ο κάθε φύλαρχος ή τύραννος ή βασιλιάς έκανε ό,τι ήθελε ή όριζε τους νόμους που ήθελε ή ανάλογα με τις προσωπικές του επιθυμίες και νοημοσύνη. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν και που:

Α) Οι Σπαρτιάτες έλεγαν ότι οι νόμοι των άλλων πόλεων – κρατών του Μίνωα ήσαν γελοίοι, για να τους αντιγράψουν.

Β) Οι Εβραίοι έλεγαν ότι αν δεν αλλάξει ο κόσμος, θα τον καταστρέψει ο θεός,

Γ) Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αναφέρουν κανένα άλλο σπουδαίο αρχαίο πολιτισμό πλην μόνο το Μινωικό ή που έλεγαν «Πας μη Έλλην βάρβαρος».

Οι βάρβαροι (Φοίνικες, Πέρσες κ.τ.λ.) σε σχέση με τους αρχαίους Έλληνες δεν είχαν ούτε οργανωμένες πολιτείες ούτε παιδεία. Ζούσαν με πρωτόγονο ακόμη τρόπο, δηλαδή κατά φυλές και με ανήμερα ακόμη ήθη και έθιμα. Είχαν απλώς ένα βασιλιά ή ηγέτη που έκανε ό,τι ήθελε ή έβαζε νόμους, θρησκευτικούς και πολιτικούς, ανάλογα με τη νοημοσύνη και τις επιθυμίες τους, επιζητούσε να τον λατρεύουν ως θεό, πολλές φορές να κάνουν και για χάρη του ή για χάρη υποτίθεται του θεού του ανθρωποθυσίες κ.α.

 

Μινωικός Πολιτισμός ο Παλαιότερος και ο πιο Αξιόλογος

Πολλοί λένε ότι αφού οι Βαβυλώνιοι, οι Αιγύπτιοι κ.α. είχαν πριν από τους Κρήτες νόμους, μεγάλα οικοδόμημα κ.τ.λ., άρα ο Μινωικός πολιτισμός δεν είναι ο παλιότερος πολιτισμός. Ωστόσο αυτό είναι άγνοια ή όχι κακοήθεια, γιατί:

1) Πριν από το Μινωικό πολιτισμό δεν υπήρχε πολιτισμός, αλλά πρωτόγονος βίος, αφού, και πάντα σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς:

α) Ο Μίνωας με τον αδελφό του Ραδάμανθυ ήταν οι πρώτοι που οργάνωσαν πολιτεία ή που βρήκαν την πραγματική αλήθεια ( τους νόμους, το σύνταγμα, τα όργανα διακυβέρνησης και διοίκησης: βουλή, βουλευτές κλπ.) σχετικά με την ασφάλεια και τη διοίκηση της πόλης (από όπου και πολιτεία, πολίτης και πολιτισμός), ώστε να υπάρχει δικαιοσύνη, δημοκρατία και ασφάλεια για τους πολίτες. Πριν από το Μίνωα η διακυβέρνηση γίνονταν με εντολές που έδινε ο κάθε φύλαρχος ή βασιλιάς κλπ, ανάλογα με τη νοημοσύνη του.

β) Αρχικά και μέχρι να συγκροτηθεί το πολεμικό ναυτικό του Μίνωα (τελευταία μετακίνηση ήταν η κάθοδος των Δωριέων με τους Ηρακλείδες), οι άνθρωποι ζούσαν ακόμη βάρβαρα, δηλαδή μεταναστευτικά για εξεύρεση πηγών διατροφής, ενώ οι πολυαριθμότερες ομάδες όπου πήγαιναν έδιωχναν αυτούς που έβρισκαν μπροστά τους προκειμένου να εκμεταλλευτούν αυτές το χώρο. Απλώς μέχρι τότε κάποιοι άρχοντες των Αιγυπτίων και Βαβυλωνίων έκαναν μερικά μεγάλα τεχνικά χειρονακτικά έργα είτε για λόγους επίδειξης δύναμης είτε για να τους θεωρήσουν ως θεούς.

2) Άλλο τέχνη και άλλο πολιτισμός. Τα τεράστια οικήματα: παλάτια, πυραμίδες κλπ της Αιγύπτου, δεν είναι πολιτιστικά έργα, αλλά τεχνικά και μάλιστα τα περισσότερα προϊόντα καταναγκαστικών έργων, δούλων. Πολιτισμός είναι οι άνθρωποι να περνούν καλά, να ευημερούν, να ζουν μέσα σε δίκαια και δημοκρατική πολιτεία, δηλαδή σε μια κοινωνία με θεσμοθετημένα όργανα και λογικούς ή σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα νόμους κ.τ.λ. Σε μια κοινωνία, με βουλή, με βουλευτές, με νόμους και συντάγματα κ.τ.λ., όπως ήταν η Κρητική πολιτεία.

3) Η μινωική Κρήτη και γενικά η αρχαία Ελλάδα ασφαλώς και δεν ήταν παράδεισος ή κοινωνία αγγέλων. Ήταν όμως καλύτερα από κάθε άλλη περιοχή. Και αυτό δεν το λένε μόνο οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, αλλά και η Αγία γραφή. Αν ανατρέξουμε στη Παλαιά Διαθήκη, θα δούμε ότι στην Αίγυπτο και την Ασία υπήρχαν μεν πολιτείες με μια κάποια οργάνωση, όμως επικρατούσε και ειδωλολατρία, υπήρχαν πολλά άσχημα ήθη και έθιμα ενίοτε γινόντουσαν και ανθρωποθυσίες, υπήρχε η δια βίου δουλεία, υπήρχαν μαγείες κ.τ.λ.

4) Ρίχνοντας μια ματιά στα κτίρια και στις τοιχογραφίες που έχουν διασωθεί στις Μινωικές πόλεις: Κνωσό, Γόρτυνα, Φαιστό κ.τ.λ., θα δούμε ότι οι Μινωίτες είχαν πολιτισμό που προκαλεί το θαυμασμό για την εποχή του. Βλέπουμε π.χ. ότι:

α) Οι Κρήτες είχαν γραφή, γραπτούς νόμους, πάρα πολύ ωραία σπίτια και μάλιστα με λουτρό, με ορόφους και λεπτή τεχνική,

β) Οι Κρήτες τελούσαν εκδηλώσεις (αθλητικές, κοινωνικές, λατρευτικές κ.τ.λ.),

γ) Οι γυναίκες και οι άνδρες είχαν καλογυμνασμένα – καλλίγραμμα σώματα και παράλληλα φορούσαν ωραιότατα και κομψότητα φορέματα, καθώς και κοσμήματα (σκουλαρίκια, κολιέ κ.τ.λ.),

δ) Οι αθλητές φορούσαν ωραιότατες αθλητικές ενδυμασίες και δεν ήσαν γυμνοί όπως οι ολυμπιακοί αθλητές κ.α.

 

Προανακτορική Περίοδος

Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού αναπτύχθηκε στην Κρήτη ο Μινωικός πολιτισμός, που πήρε το όνομά του από το μυθικό βασιλέα της Κνωσού Μίνωα. Οι πρωιμότερες εκφάνσεις του πολιτισμού αυτού ανάγονται στην Πρωτομινωική περίοδο (3000 – 2000 π.Χ.), όταν κατοικούνται πολλές νέες θέσεις σε όλη την έκταση του νησιού και αρχίζουν να δημιουργούνται τοπικές παραδόσεις σε τέχνες όπως η λιθοτεχνία, η μεταλλοτεχνία, η σφραγιδογλυφία και η γραπτή κεραμική.

Από τα μέσα της περιόδου αυτής, ορισμένοι οικισμοί αρχίζουν να επεκτείνονται σημαντικά και αποκτούν στοιχεία πρώιμης αστικής οργάνωσης ενώ χτίζονται και οι πρώτοι μνημειώδεις τάφοι που χρησιμοποιούνται από μεγάλες οικογένειες ή ολόκληρες κοινότητες. Πάντως μέχρι το τέλος της περιόδου αυτής δεν υπάρχουν ενδείξεις κάποιου κεντρικού συστήματος διοίκησης και οι διάφοροι οικισμοί φαίνεται ότι αντιπροσωπεύουν αυτόνομες οντότητες.

 

Παλαιοανακτορική Περίοδος

Στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., σημειώνονται θεμελιώδεις αλλαγές στη μινωική κοινωνία, που έμελλαν να επηρεάσουν βαθύτατα τους πολιτισμούς του Αιγαίου. Γύρω στο 2000 – 1900 π.Χ. αναγείρονται τα πρώτα ανάκτορα στην Κνωσό, τη Φαιστό, τα Μάλια και τη Ζάκρο, παρόμοια σε σχέδιο και κατασκευή με ανακτορικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Συρίας (Έμπλα, Μάρι).

Τα μνημειακά αυτά συγκροτήματα αντικατοπτρίζουν την ύπαρξη στην Κρήτη αυστηρής κοινωνικής διαστρωμάτωσης και καλά οργανωμένης διοικητικής δομής, που αντίστοιχές τους είναι γνωστές μόνον από τις σύγχρονες αυτοκρατορίες της Εγγύς Ανατολής. Τα ευρήματα από τα ανάκτορα και τους τάφους της περιόδου επιβεβαιώνουν τις αυξανόμενες σχέσεις του νησιού με την Ανατολή και υποδηλώνουν τη σταδιακή ένταξη της Κρήτης σε ένα σύνθετο πλέγμα οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, που καλύπτει την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.

Η επαφή με τους μεγάλους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου οδήγησαν στην υιοθέτηση όχι μόνον συγκεκριμένων μεθόδων διοικητικής οργάνωσης, όπως η χρήση σφραγίδων και της γραφής για την τήρηση αρχείων (αρχικά με ένα σύστημα ιδεογραμμάτων και στη συνέχεια με τη συλλαβική Γραμμική Α), αλλά επίσης λατρευτικών πρακτικών και νέων καλλιτεχνικών τάσεων, υλικών και τεχνικών κατεργασίας.

Τους επόμενους πέντε αιώνες, μεγάλες ποσότητες εξωτικών πρώτων υλών και αντικειμένων πολυτελείας από την Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μεσοποταμία και τις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας εισάγονται στα Μινωικά ανάκτορα, τα οποία εξελίσσονται σε πραγματικούς πυρήνες οικονομικής δραστηριότητας και καλλιτεχνικής παραγωγής. Οι Μινωίτες χρησιμοποίησαν με φαντασία τα νέα υλικά και τις νέες τεχνικές για να αναπτύξουν άγνωστες έως τότε τέχνες και να τις προσαρμόσουν στις τοπικές παραδόσεις και την αισθητική των Μινωιτών ηγεμόνων, δημιουργώντας τελικά ένα εντελώς διακριτό Μινωικό πολιτιστικό ιδίωμα.

Η λεπτότητα της Μινωικής τέχνης αντικατοπτρίζεται σε κάθε δημιουργία του Μεσομινωικού (2000 – 1600 π.Χ.) και Υστερομινωικού (1600 – 1100 π.Χ.) πολιτισμού: χρυσά κοσμήματα, αργυρά και χάλκινα αγγεία, σφραγιδόλιθους, χάλκινα όπλα, λίθινα σκεύη, αντικείμενα από ελεφαντόδοντο, φαγεντιανή και υαλόμαζα, διακοσμημένη κεραμική. Αυτή την περίοδο εμφανίζεται και η μεγάλη ζωγραφική στην Κρήτη με τη μορφή των τοιχογραφιών.

Πολλές λεπτομέρειες και κοινές καλλιτεχνικές συμβάσεις υποδεικνύουν την Αίγυπτο ως την πλέον πιθανή πηγή έμπνευσης, αν και τόσο η τεχνική όσο και η αισθητική της Μινωικής ζωγραφικής έχουν ένα εντελώς διακριτό χαρακτήρα. Θεωρείται μάλιστα ότι η τεχνική της νωπογραφίας (ο χρωματισμός της ζωγραφικής επιφάνειας όσο αυτή είναι ακόμη νωπή) ήταν μια Μινωική επινόηση του 17ου αι. π.Χ. που μεταδόθηκε αργότερα και στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Οι επαφές με την Ανατολή άσκησαν σαφείς επιρροές και στη θρησκευτική λατρεία.

Οι Μινωίτες, βέβαια, δεν υιοθέτησαν νέες θρησκευτικές πεποιθήσεις αλλά τα μέσα αναπαράστασης των δικών τους θρησκευτικών συμβόλων. Αρκετά από τα μυθικά πλάσματα που απεικονίζονται στη Μινωική τέχνη και φαίνεται να σχετίζονται με τη θρησκεία (π.χ. ο γρύπας) έχουν τις ρίζες τους στην Μεσοποταμιακή παράδοση, ενώ η συχνή απεικόνιση ζώων που προφανώς ήταν ξένα στο Κρητικό περιβάλλον (π.χ. λιοντάρια, πίθηκοι) υποδηλώνουν περαιτέρω επιρροές από την Ανατολή.

Τελετουργικά αγγεία με μακρά παράδοση στην Εγγύς Ανατολή, όπως τα ρυτά και οι τρίτωνες, άρχισαν να χρησιμοποιούνται στα Μινωικά ιερά μαζί με ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια Κρητικής παράδοσης. Το κατεξοχήν σύμβολο της Μινωικής θρησκείας, ο ταύρος, είχε παρόμοια χρήση σχεδόν σε κάθε πολιτισμό της ανατολικής Μεσογείου ενώ κάποιοι ερευνητές διακρίνουν ανατολικές επιρροές ακόμη και στις σημαντικότερες θεότητες των Μινωιτών, τη θεά με τα υψωμένα χέρια και τη «θεά των όφεων».

 

Νεοανακτορική Περίοδος

Γύρω στο 1700 π.Χ., τα Μινωικά ανάκτορα καταστρέφονται από σεισμούς και γρήγορα ανακατασκευάζονται με ακόμη πιο μνημειώδη τρόπο. Η λεγόμενη «Νεοανακτορική» περίοδος είναι η περίοδος μέγιστης ακμής του Μινωικού πολιτισμού.

Οι επαφές με την Ανατολή γίνονται στενότερες και φαίνεται ότι αποκτούν εντονότερα πολιτικό χαρακτήρα (οι Κεφτιού – όπως αποκαλούνται οι Κρήτες στα Αιγυπτιακά – εμφανίζονται όλο και συχνότερα σε ανατολικά κείμενα και Αιγυπτιακές τοιχογραφίες από το 1700 π.Χ. και εξής). Τα ανατολικά προϊόντα φθάνουν τώρα όχι μόνον στα ανάκτορα αλλά και στους μεγάλους αστικούς οικισμούς που αναπτύσσονται κοντά σε λιμάνια όπως το Παλαίκαστρο, τα Γουρνιά, το Μόχλος και η Τύλισσος.

Στην ενδοχώρα του νησιού χτίζονται μεγάλες αγροικίες («βίλες»), που λειτουργούν μάλλον ως περιφερειακά κέντρα συλλογής της αγροτικής παραγωγής και αναδιανομής αγαθών. Η Μινωική τέχνη φθάνει στο απόγειο της ακμής της: νωπογραφίες με έντονα χρώματα κοσμούν τα ανάκτορα και άλλα σημαντικά οικοδομήματα, ενώ στους χώρους λατρείας και ταφής γίνεται συστηματική χρήση περίτεχνων αντικειμένων από μέταλλα, ημιπολύτιμους λίθους, υαλόμαζα, φαγεντιανή και ελεφαντόδοντο. Την περίοδο αυτή, η Κρήτη ασκεί έντονη πολιτική και πολιτιστική επιρροή σε ολόκληρο το Αιγαίο.

Οι Κυκλαδικοί οικισμοί του 16ου και 15ου αι. π.Χ. έχουν τόσο έντονα Μινωικά χαρακτηριστικά ώστε κάποιοι ερευνητές τα θεωρούν Μινωικές αποικίες (οι περισσότεροι, πάντως, αντιτίθενται σε αυτήν την άποψη). Στη ηπειρωτική Ελλάδα, αναπτύσσεται την ίδια περίοδο ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, ο οποίος υιοθετεί όλες σχεδόν τις κατακτήσεις της Μινωικής τέχνης. Η Μινωική κυριαρχία, ωστόσο, έμελλε να σταματήσει βίαια γύρω στο 1500 π.Χ., όταν καταστράφηκαν σχεδόν ταυτόχρονα από σεισμούς τα περισσότερα ανάκτορα και πόλεις της Κρήτης, χωρίς ποτέ να μπορέσουν να ανακάμψουν πραγματικά. Οι λόγοι της καταστροφής δεν είναι ξεκάθαροι.

Οι επιπτώσεις της κοσμογονικής έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας λίγες δεκαετίες νωρίτερα ήταν πιθανότατα ένας από αυτούς. Ωστόσο, η κατάρρευση του Μινωικού ανακτορικού συστήματος αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο για το οποίο πιθανότατα ευθύνονται περισσότεροι από ένας παράγοντας (π.χ. πιθανές πιέσεις από τα αναπτυσσόμενα Μυκηναϊκά κέντρα, καθώς και η εξάντληση των ορίων της ίδιας της Μινωικής οικονομίας, της μοναδικής ανακτορικής οικονομίας που λειτούργησε ποτέ αυτόνομα σε ένα νησί).

 

Τελική Ανακτορική και Μετανακτορική Περίοδος

Η Μινωική παράδοση, πάντως, παρέμεινε ζωντανή και μετά τις καταστροφές του 1500 π.Χ. Μάλιστα, η κατάκτηση της Κνωσού από τους Μυκηναίους γύρω στο 1450 π.Χ. άνοιξε το δρόμο για τη μετάδοση των λαμπρότερων Κρητικών επιτευγμάτων στην ηπειρωτική Ελλάδα: της ανακτορικής αρχιτεκτονικής, της γραφής (στη μορφή της Γραμμική Β) και της θρησκευτικής εικονογραφίας (μέσω των νωπογραφιών και των σφραγιδολίθων).

Στις αρχές του 14ου αι. π.Χ., ωστόσο, καταστρέφεται οριστικά και το ανάκτορο της Κνωσού και τότε φαίνεται ότι η Κρήτη διασπάται πολιτικά σε μικρότερες οντότητες, με κέντρα που θα συνεχίσουν να ακμάζουν και σε μεταγενέστερες περιόδους, όπως η Κυδωνία (Χανιά), ο Κομμός αλλά και η ίδια η Κνωσός. Σχεδόν την ίδια περίοδο εμφανίζονται τα πρώτα μυκηναϊκά ανάκτορα στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Κατά τους δύο επόμενους αιώνες, η έντονη οικονομική δραστηριότητα των Μυκηναίων, που υποκατέστησαν τους Μινωίτες στη διεξαγωγή εμπορίου εντός του Αιγαιακού χώρου και αύξησαν τις επαφές με την ανατολική και δυτική Μεσόγειο, έδωσε νέα πνοή στις κοινωνίες του Αιγαίου, επιτρέποντας και στην Κρήτη να συνεχίσει να ευημερεί, αν και χωρίς το δυναμισμό και τη δημιουργικότητα παλαιότερων περιόδων.

Γύρω στο 1200 π.Χ., ωστόσο, η γενική κατάρρευση των πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε ολόκληρη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου και την Εγγύς Ανατολή επηρέασε και την Κρήτη. Υπάρχουν ενδείξεις για την άφιξη Μυκηναίων μεταναστών στο νησί, ενώ πολλοί παράκτιοι οικισμοί εγκαταλείφθηκαν και μεγάλο μέρος του πληθυσμού κατέφυγε σε δυσπρόσιτες θέσεις σε κορυφές βουνών – ιδιαίτερα στο ανατολικό τμήμα του νησιού – που προφανώς παρείχαν ασφάλεια από επιδρομείς και πειρατές.

Αρκετά Μινωικά στοιχεία – ιδιαίτερα στη θρησκεία και τα ταφικά έθιμα – επιβίωσαν κατά τη διάρκεια του 12ου αι. π.Χ., ίσως δε και αργότερα. Ωστόσο, ο Μινωικός πολιτισμός ως ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, εθίμων και τεχνών, παρακμάζει μέχρι τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. και η Κρήτη μπαίνει σε μια μακρά διαδικασία μετάβασης προς μια νέα πραγματικότητα που χαρακτηρίζει την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου.

 

Η ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

Εισαγωγή στη Μινωική Κρήτη

Κατά τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού γεννήθηκε στην Κρήτη ένας ιδιότυπος πολιτισμός, τον οποίο ο πρώτος ανασκαφέας της Κνωσού, sir Arthur Evans, ονόμασε Μινωικό, από το θαλασσοκράτορα και νομοθέτη βασιλιά Μίνωα, που κατά τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας βασίλευε στην Κνωσό. Η γεωγραφική θέση της Κρήτης ανάμεσα στις χώρες όπου άνθισαν οι πρωιμότεροι πολιτισμοί, την έφερε πολύ νωρίς σε επαφή με τον κόσμο της Ανατολής, απ’ όπου οι Μινωίτες άντλησαν τεχνικά και πνευματικά επιτεύγματα υψηλής στάθμης και, αφού τα προσάρμοσαν στα δικά τους μέτρα και σταθμά, τα εισήγαγαν στο υπόλοιπο Αιγαίο.

Έτσι, ο Μινωικός πολιτισμός θεωρείται ο πρώτος υψηλός πολιτισμός του προοϊστορικού Αιγαίου, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Η σταθερή εξέλιξη της Κρήτης σε μία δύναμη με διεθνή ακτινοβολία και κύρος φαίνεται στην εξέλιξη των οικισμών της εποχής του Χαλκού. Οι μικροί αγροτικοί οικισμοί της Νεολιθικής περιόδου εξελίχθηκαν σε οργανωμένα αστικά κέντρα, με κορυφαίο στάδιο την ίδρυση των ανακτόρων στα σημαντικότερα κέντρα της Κρήτης.

Τα Μινωικά ανάκτορα δεν αποτέλεσαν μόνο μία νέα μορφή οικιστικής οργάνωσης, αλλά επέφεραν και ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών, των εθίμων και της οικονομικής ζωής, ώστε να γίνεται λόγος για ανακτορική κοινωνία και οικονομία. Σε σύγκριση με τα δεδομένα άλλων πρώιμων πολιτισμών, ο Μινωικός αναδύει μία πρωτοφανή αίσθηση ελευθερίας και ελαφρότητας που εκφράζεται κυρίως στην τέχνη και θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως χαλαρότητα του διοικητικού συστήματος.

Μετά από μία προσεκτικότερη όμως μελέτη της κοινωνίας, διαπιστώνεται ότι στη Μινωική Κρήτη ίσχυαν συγκεκριμένοι και μάλλον αυστηροί κοινωνικοί κανόνες, ενώ σχεδόν παντού κυριαρχούσε η θρησκεία. Ο Μινωικός πολιτισμός καλύπτει χρονικά τη μετάβαση από την Προϊστορία στην Πρωτοϊστορία, και οι γνώσεις μας γι’ αυτόν αντλούνται κυρίως από αρχαιολογικά δεδομένα, τουλάχιστον μέχρι την εποχή της αρχειοθέτησης των γραπτών πινακίδων στα ανακτορικά κέντρα.

Και αυτά όμως τα πρώτα, αποσπασματικά δείγματα γραφής, δεν είναι ακόμη αρκετά ή και κατάλληλα να φωτίσουν όλες τις πτυχές του Μινωικού πολιτισμού. Η Μινωική τέχνη από την άλλη πλευρά κληροδότησε ένα πλήθος από αντικείμενα και παραστάσεις, που προσφέρουν μία αρκετά γλαφυρή εικόνα της ζωής στη Μινωική εποχή. Γι’ αυτό τα κατάλοιπα του μινωικού πολιτισμού παρομοιάζονται συχνά με ένα εικονογραφημένο βιβλίο χωρίς κείμενα, του οποίου την πλοκή καλείται η σύγχρονη έρευνα να ερμηνεύσει.

 

Φυσικό Περιβάλλον

Εισαγωγή

Η γεωγραφική θέση της Κρήτης, στο νοτιότερο τμήμα της ανατολικής Μεσογείου, και το φυσικό της περιβάλλον έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γένεση, την εξέλιξη και το χαρακτήρα του Μινωικού πολιτισμού. H γεωγραφική της θέση, κοντά στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, την έφερε από νωρίς σε επαφή με τους πρώιμους μεγάλους πολιτισμούς, από τους οποίους άντλησε τα νεότερα πολιτιστικά επιτεύγματα. Ο νησιωτικός όμως χαρακτήρας της Κρήτης και το εύκρατο Μεσογειακό κλίμα συνέβαλαν παράλληλα στην πολιτιστική διαφοροποίηση του Μινωικού πολιτισμού σε σχέση με τους ανατολικούς.

Σημαντικοί γεωλογικοί παράγοντες, όπως η γεωμορφολογία, οι νεοτεκτονικές μετατοπίσεις, η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, αλλοίωσαν κατά διαστήματα σε τέτοιο βαθμό το φυσικό περιβάλλον της Κρήτης ώστε να έχουν αντίκτυπο στη ροή των ιστορικών εξελίξεων. Και άλλοι όμως δευτερογενείς παράγοντες, οι οποίοι οφείλονταν σε ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η αποψίλωση των δασών και οι μακρόχρονες και εντατικές αγροτικές καλλιέργειες που οδήγησαν σε φαινόμενα διάβρωσης του εδάφους, συνέτειναν στην αλλοίωση του φυσικού τοπίου, η οποία επηρέασε αποφασιστικά τις πολιτιστικές εξελίξεις της εποχής του Χαλκού.

Γεωλογική Ιστορία

Η Κρήτη ανήκει στη γεωλογική ενότητα των Ελληνίδων, που δημιουργήθηκε από τεκτονικές μετακινήσεις ταυτόχρονα με την ορογένεση των Άλπεων και το σχηματισμό της Μεσογείου, κατά το πρώτο ήμισυ της τεταρτογενούς περιόδου, πριν από περίπου 40 – 20 εκατομμύρια χρόνια. Το χερσαίο τμήμα της αποτελείται από τρεις τεκτονικές πλάκες, τα όρια των οποίων βρίσκονται στον ισθμό της Ιεράπετρας και στο Ρέθυμνο. Οι τεκτονικές τάφροι γέμιζαν κατά περιόδους από θαλάσσιες επιχώσεις, που σήμερα έχουν μετασχηματιστεί σε ασβεστολιθικά πετρώματα και ασβεστολιθικά, αργιλικά εδάφη.

Kατά τη διάρκεια της περιόδου της Μεσογειακής κρίσης εφαλμύρωσης, που άρχισε κατά τo ύστερo Μειόκαινo και διάρκεσε δύο εκατομμύρια χρόνια, αλλεπάλληλα στρώματα εξατμισμένων ορυκτών συγκεντρώθηκαν στην κοίτη της Μεσογειακής λεκάνης. Οι αποθέσεις αυτής της εποχής στην περιοχή της Κρήτης προκάλεσαν το σχηματισμό εκτεταμένων κοιλάδων, όπως η κοιλάδα της Μεσαράς, στην οποία βρίσκονται μεγάλες ποσότητες ασβεστολιθικών ιζημάτων. Τα κατάλοιπα αυτής της περιόδου φαίνονται στα φυτικά και θαλάσσια μικροαπολιθώματα των πετρωμάτων και περιέχονται στους πηλούς, που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της Μινωικής κεραμικής.

Ανάμεσα σε αυτά τα πετρώματα βρίσκονται διάσπαρτα κομμάτια κρυσταλλικού γύψου. Πρόκειται για το λεγόμενο γυψόλιθο, υλικό που χρησιμοποιούσαν συχνά οι Μινωίτες για την οικοδόμηση των κτηρίων τους κυρίως στο κεντρικό τμήμα του νησιού. Προς το τέλος της Μεσσηνιακής περιόδου, στην αρχή του Πλειόκαινου, πριν από περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια, ολόκληρη η Μεσογειακή λεκάνη πλημμύρησε από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Προς το τέλος αυτής της γεωλογικής περιόδου, μετά από μία σειρά τοπικών τεκτονικών μετατοπίσεων, η Κρήτη ανέβηκε επάνω από τη στάθμη της θάλασσας και πήρε το σημερινό της σχήμα.

Τα υψώματα του Ψηλορείτη ανέβηκαν τόσο πολύ, ώστε να έχουν ψυχρό κλίμα και να δημιουργηθούν εκεί οι λεγόμενοι λιθοσωροί. Οι αποθέσεις του ύστερου Πλειόκαινου είναι σχετικά ομοιογενείς σε όλη την έκταση του νησιού καταλαμβάνοντας περίπου το ένα τρίτο της επιφάνειάς του. Υπάρχει ένας σαφής συσχετισμός ανάμεσα στα νεογενή πετρώματα και στην επιλογή θέσεων κατοίκησης, επειδή αυτά είναι κατάλληλα για εξόρυξη λίθων για οικοδόμηση, αλλά και επειδή συνοδεύονται συνήθως από έδαφος καλής ποιότητας. Σημαντικά κέντρα του Μινωικού πολιτισμού, όπως η Φαιστός και η Αγία Τριάδα βρίσκονται επάνω σε ένα πλειο-πλειστοκαινικό τεκτονικό κέρας.

 

Πετρώματα

Τα προνεογενή πετρώματα της Κρήτης εκτείνονται επάνω στο γεωλογικό πυρήνα του νησιού και αποτελούνται κυρίως ένα σκουρόχρωμο, χονδρόκοκκο, κρυσταλλικό και ελαφρώς μεταμορφωμένο ασβεστόλιθο, ο οποίος εναλλάσσεται συχνά με ζώνες πυριτόλιθου. Στο ασβεστολιθικό τμήμα περιλαμβάνονται οι οροσειρές των Λευκών Όρεων, της Ίδης, τα Ταλέα Όρη, οι οροσειρές του Λασιθίου και του Όρνου και το ακρωτήρι του Αγίου Ιωάννη. Τα προνεογενή πετρώματα είναι πολύ σκληρά και χαρακτηρίζονται από υδάτινες φλέβες.

Η τοπογραφία της Κρήτης όπως άλλωστε και της υπόλοιπης Ελλάδας, είναι καρστική με κύριο χαρακτηριστικό τα πολυάριθμα σπήλαια, τις πηγές και τις λεγόμενες καταβόθρες. Το βαθύτερο γεωλογικό στρώμα είναι το Τρυπάλι, ένα στέρεο ασβεστολιθικό και δολομιτικό πέτρωμα, που παρατηρείται κυρίως στο δυτικό τμήμα του νησιού και σχηματίστηκε κατά το διάστημα από την τελευταία Τριάσια μέχρι την πρώιμη Iουράσια περίοδο. Επάνω από αυτό βρίσκεται ένα στρώμα φυλίτη – χαλαζίτη, που χρονολογείται στην περίοδο Πέρμιαν και την Τριασιακή.

Αυτός ο σχηματισμός παρατηρείται στο υπέδαφος της νοτιοδυτικής Κρήτης και στην περιφέρεια του Όρνου, ανατολικά του ισθμού της Ιεράπετρας, αλλά και σε πολλές άλλες τοποθεσίες του νησιού. Βαθύτερα βρίσκεται το στρώμα της Πίνδου – Εθέας, που αποτελεί μια ομάδα ενδιάμεσων στρωμάτων, που ονομάζονται υποπελαγονικές και συνδυάζονται με ένα σύστημα οφιολιτών. Ένα άλλο πέτρωμα αυτής της ομάδας αποτελεί ο συνδυασμός σερπεντινίτη και αμφιβολίτη.

Μία ασβεστολιθική ενότητα, η σειρά Gavrovo-Tripolitza σχηματίζει διάφορες οροσειρές από το ανατολικό άκρο του νησιού μέχρι το δυτικό, στις οποίες περιλαμβάνονται τα όρη του Ψηλορείτη και του Λασιθίου. Ο ασβεστολιθικός πυρήνας αυτής της σειράς εναποτέθηκε κατά το ύστερο Τριάσιο έως το μέσο Ηώκαινο, περίπου 220 – 245 εκατομμύρια χρόνια πριν. Ο φλύσχης, ένα πέτρωμα, που απαντά συχνά στον Ψηλορείτη και στα Αστερούσια είναι ενδεχομένως ένα στρώμα της σειράς της Τριπολιτσάς.

 

Γεωμορφολογία

Η συνολική έκταση της Κρήτης καλύπτει 8336 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ το συνολικό μήκος του ανατολικού – δυτικού άξονα είναι περίπου 260 χιλιόμετρα. Το μεγαλύτερο τμήμα της Κρήτης καταλαμβάνεται από βραχώδεις περιοχές και είναι ακατάλληλο για κατοίκηση. Ογκώδεις οροσειρές χωρίζουν το νησί σε διαμερίσματα με σαφή γεωγραφικά όρια και ελάχιστα εύφορα εδάφη. Οι οροσειρές αυτές δημιουργήθηκαν ήδη πριν από το Μειόκαινο, δηλαδή πριν από περίπου 24 εκατομμύρια χρόνια. Τα περισσότερα ορεινά συγκροτήματα και οροπέδια είναι συγκεντρωμένα στο νότιο τμήμα του νησιού και καταλήγουν απότομα σε απόκρημνες ακτές.

Στο βόρειο τμήμα αντίθετα το ανάγλυφο καταλήγει πιο ομαλά στη θάλασσα με τη μεσολάβηση πολλών εύφορων πεδιάδων. Η μεγαλύτερη πεδιάδα στην Κρήτη είναι αυτή της Μεσαράς. Μικρότερες σε έκταση πεδιάδες εκτείνονται στο κεντρικό και το ανατολικό τμήμα του νησιού, στον ισθμό της Ιεράπετρας και της Σητείας. Τα περισσότερα οροπέδια της Κρήτης βρίσκονται στις περιοχές του Ηρακλείου, της Κνωσού και των Αρχανών. Τους ορεινούς όγκους διασχίζουν πολλά εντυπωσιακά, απόκρημνα φαράγγια μεγάλου μήκους, όπως της Σαμαριάς και της Ζάκρου.

 

Ακτογραμμή

Στην παραλιακή ζώνη της Κρήτης είναι ιδιαίτερα εμφανείς οι γεωλογικές μεταβολές και η επίδρασή τους στους οικισμούς και τα λιμάνια. Οι νεοτεκτονικές αλλαγές των τελευταίων πέντε χιλιάδων χρόνων επέφεραν τη μετάθεση της θαλάσσιας στάθμης. Τα αποτελέσματα νεότερων ερευνών δείχνουν ότι η ακτογραμμή κατά τη Μινωική εποχή βρισκόταν μερικά μέτρα κάτω από τη σημερινή και το αρχικό της σχήμα θα πρέπει να ανιχνευθεί κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μία παλαιότερη ακτογραμμή διακρίνεται στην κεντρική Κρήτη, κοντά στον Κομμό και μία άλλη στο ανατολικό τμήμα του νησιού, κοντά στο Μόχλο.

 

Το Κλίμα

Στην Κρήτη επικρατεί το παράκτιο Μεσογειακό κλίμα. Τα χαρακτηριστικά του κλίματος αυτού είναι οι υψηλές θερμοκρασίες, η ξηρασία, τα άνυδρα καλοκαίρια και οι υγροί χειμώνες. Η χλωρίδα σε περιοχές με τέτοιο κλίμα είναι αειθαλής και σκληρόφυλλη. Oι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στην Κρήτη, παρατηρούνται σε ελάχιστα άλλα μέρη της γης, όπως στη νότια Kαλιφόρνια, τη Xιλή, τη νοτιοδυτική Aυστραλία και τη νότια Aφρική. Σε αυτές τις περιοχές η θερμοκρασία κυμαίνεται από τους 32 μέχρι τους 40 βαθμούς Κελσίου.

Οι μεγάλες διακυμάνσεις του κλίματος, που παρατηρούνται σε διάφορες θέσεις της Κρήτης και οι άμεσες επιπτώσεις τους στη χλωρίδα εξαρτώνται κυρίως από την απόστασή τους από τη θάλασσα και από το υψόμετρο. Έτσι τα ψηλά βουνά εκτίθενται μόνιμα σε χαμηλές θερμοκρασίες και χιονοπτώσεις τους χειμερινούς μήνες, ενώ οι βουνοκορφές είναι καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους καλυμμένες από χιόνι. Το κλίμα στην περιοχή του Αιγαίου διαμορφώθηκε από το ύστερο Πλειστόκαινο μέχρι το πρώιμο Ολόκαινο. Όλα τα στοιχεία μέχρι τώρα δείχνουν ότι το κλίμα που επικρατούσε κατά την Μινωική εποχή ήταν παρόμοιο με το σημερινό.

 

Τα Εδάφη της Κρήτης

Η αυξημένη αποσάθρωση των πετρωμάτων, κατά τη διάρκεια της τεταρτογενούς περιόδου, οδήγησε στη διάβρωση και στη συνέχεια στην απόθεση μιας μεγάλης ποσότητας υλικού στην κοιλάδα της Μεσαράς αλλά και σε κοιλάδες που βρίσκονται σε ψηλότερο υψόμετρο, όπως του Ομαλού, της Νίδας και του Λασιθίου. Σε ισχυρή διάβρωση που, όπως και στην ηπειρωτική Ελλάδα, παρατηρείται στις πλαγιές και στις κοίτες των κοιλάδων, οδήγησαν και οι εντατικές αγροτικές καλλιέργειες και η αποψίλωση των δασών κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού.

Τα εδάφη που απαντούν συχνότερα στην Κρήτη είναι διάφορα κοκκινοχώματα και σκούρα πετρώδη, τα οποία βρίσκονται επάνω σε σκληρό ασβεστολιθικό υπόστρωμα. Τα καταλληλότερα εδάφη για καλλιέργεια δημιουργούνται σε περιοχές με φλύσχη και σχιστόλιθο, ιδιαίτερα αν αυτά συναντώνται σε υδροφόρες κοιλάδες και οροπέδια, όπου τα προϊόντα διάβρωσης είναι εμφανέστερα. Τέτοιες, ιδιαίτερα ευνοϊκές για την εγκατάσταση συνθήκες παρατηρούνται σε περιοχές της Ίδης, του Μόχλου, της Νεάπολης, της Σητείας, και της Άνω Ζάκρου.

Ειδικότερα ο φλύσχης, που απαντά στα Αστερούσια, τα Ανώγεια, τις Γωνιές, την Ίδη και το οροπέδιο του Λασιθίου, συνοδεύεται πάντα από καλής ποιότητας έδαφος που μπορεί να συγκριθεί με αυτό των νεογενών πετρωμάτων. Τα νεογενή εδάφη, που καταλαμβάνουν μόλις το ένα τρίτο της επιφάνειας της Κρήτης, αποτελούν το καταλληλότερο υπόστρωμα για αγροτική εκμετάλλευση. Πρόκειται για παλαιότερες αποθέσεις, που έχουν συγκεντρωθεί στον πυθμένα της θάλασσας και έχουν σχηματίσει ένα εκτεταμένο στρώμα από θαλάσσια μάργα και κροκαλοπαγή πετρώματα.

Μεγάλες περιοχές μαλακού ασβεστόλιθου και μάργας βρίσκονται στη βόρεια και κεντρική περιοχή, ανατολικά της Ίδης, στους λόφους της Φαιστού, στην Κνωσό και στη δυτική Μεσαρά. Στη νότια Κρήτη συναντώνται, στους πρόποδες των Αστερουσίων και της Ίδης. Τα καθαρά ασβεστολιθικά εδάφη είναι ιδανικά για να κατακρατούν τα ύδατα τους καλοκαιρινούς μήνες και να μετατρέπουν τα οργανικά κατάλοιπα σε χρήσιμο για την καλλιέργεια διοξείδιο του άνθρακα. Τα κροκαλοπαγή εδάφη είναι λιγότερο κατάλληλα για καλλιέργεια, επειδή είναι σκληρά και βρίσκονται σε περιοχές που αποτελούνται κατά μεγάλο μέρος από γυμνούς βράχους.

Σε τέτοιες άγονες περιοχές η εκμετάλλευση είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχουν πεδιάδες η οροπέδια, εκεί δηλαδή όπου υπάρχει αρκετή υγρασία και πλούσια προϊόντα διάβρωσης, όπως στις λοφώδεις περιοχές βόρεια από την κοιλάδα της Μεσαράς, στην κοιλάδα του Αμαρίου, στον ισθμό της Ιεράπετρας, στ’ ανατολικά της κορυφής της Δίκτης και σε διάφορα μέρη της ανατολικής Κρήτης, ιδιαίτερα στη Σητεία, την Πραισό, την χερσόνησο Τόπλου και στις νότιες βουνοκορφές της ανατολικής Κρήτης.

Tα κροκαλοπαγή εδάφη καλύπτουν επίσης μεγάλες περιοχές της ανατολικής Κρήτης, συμβάλλοντας έτσι στη ακαταλληλότητα για καλλιέργεια αυτής της περιοχής σε σχέση με την κεντρική και βόρεια Κρήτη.

 

Η Βλάστηση

Τρεις διαφορετικοί τρόποι βοηθούν στην ανασύσταση της βλάστησης της Μινωικής Κρήτης. Αρχικά, εφόσον οι κλιματικές συνθήκες από την εποχή του Χαλκού μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει σημαντικά, εξετάζεται η σημερινή άγρια βλάστηση, που αποτελεί το καλύτερο μέτρο σύγκρισης. Σημαντικά συμβάλλουν και οι απεικονίσεις φυτών στη Μινωική τέχνη. Και οι δύο αυτοί τρόποι προσέγγισης είναι έμμεσοι, καθώς δεν έχουν σχέση με την ίδια τη φυσιολογία των φυτών του παρελθόντος.

Πιο σίγουρα αποτελέσματα παρέχουν τα αποτελέσματα της παλυνολογίας, δηλαδή της επιστήμης που μελετάει τη γύρη των φυτών και είναι σε θέση να ανιχνεύσει διάφορα είδη φυτών σε ειδικά επιλεγμένα εδαφολογικά δείγματα. Όσον αφορά στη Μέση και την Ύστερη Χαλκοκρατία πολλές πληροφορίες για τη βλάστηση προσφέρουν και οι γραπτές πηγές, δηλαδή τα ιδεογράμματα της Γραμμικής Α και τα κείμενα της Γραμμικής Β γραφής. Τα κείμενα βέβαια αυτά δεν είναι αντιπροσωπευτικά της βλάστησης γενικά στη Μινωική εποχή, καθώς αφορούν κυρίως στα καλλιεργημένα φυτά και τα αγροτικά προϊόντα που διακινούνταν στ’ ανακτορικά κέντρα.

 

– Η Ιστορία της Βλάστησης

Oι μόνες άμεσες ενδείξεις για τη βλάστηση κατά τη Μινωική περίοδο είναι δύο παλυνολογικά δείγματα από την Πρωτομινωική εποχή (3000 – 2000 π.Χ.) και ένα από τη Μεσομινωική (2000 – 1550 π.Χ.). Το πρωτομινωικό δείγμα από την Αγία Γαλήνη δείχνει ότι κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού επικρατούσαν οι βοσκότοποι με φρύγανα και αειθαλή πουρνάρια. Οι φουντουκιές και οι φλαμουριές της Νεολιθικής εποχής είχαν εξαφανιστεί ή απαντούσαν μόνο στην καλλιεργημένη τους μορφή. Στη δυτική ακτή της Κρήτης η ελαιοπαραγωγή βρισκόταν σε υψηλά επίπεδα.

Τα κωνοφόρα δένδρα παρουσιάζονται αυξημένα αλλά μάλλον όχι μέχρι σημείου να επαρκούν για τις ανάγκες του νησιού σε ξυλεία. Το δείγμα της Μέσης εποχής του Χαλκού προέρχεται από τον Τερσανά. Η γεωργία κατ’ αυτή την περίοδο υπέστη ύφεση και επέτρεψε έτσι ίσως την εξάπλωση των δασότοπων. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός συνδυασμού στέπας και δάσους. Οι υγρότοποι και τα είδη δένδρων που φύονταν στην κεντρική Ευρώπη, αυξήθηκαν, χωρίς όμως την επανεμφάνιση της φλαμουριάς, η οποία εξαφανίστηκε αυτή την εποχή από όλο τον Αιγαιακό κόσμο.

Το κλίμα αυτής της περιόδου θα πρέπει να ήταν ξηρότερο από πριν. Οι γνώσεις μας για τη βλάστηση της Ύστερης εποχής του Χαλκού προέρχονται, ελλείψει ειδικών ερευνών, από παλυνολογικές αναλύσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι οποίες προσαρμόζονται στα δεδομένα της Κρήτης. Σύμφωνα με αυτές παρατηρήθηκε αύξηση των δασικών εκτάσεων και περιστασιακή επανεμφάνιση της φλαμουριάς. Όσον αφορά στη βλάστηση των βουνών παρατηρείται μια ομοιότητα με την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο.

Αν αυτή η παρατήρηση επεκταθεί σε μια γενικότερη σύγκριση των κλιματικών δεδομένων των δύο εποχών, τότε μπορεί να ισχύει ότι κατά την Υστερομινωική εποχή (1550 – 1100 π.Χ.) τουλάχιστον η μισή έκταση των Λευκών Όρεων ήταν καλυμμένη με δάση. Δε γνωρίζουμε ακριβώς τι είδους δένδρα φύονταν στις ορεινές περιοχές, εφόσον στα κείμενα των ανακτορικών αρχείων δεν αναφέρονται πληροφορίες για τις δασικές εκτάσεις, παρά μόνο για την κτηνοτροφία, που φαίνεται να ασκείται σε μεγάλη κλίμακα αυτή την εποχή. Η εντατική κτηνοτροφία ίσως επέφερε και μερική αποψίλωση των δασών, ένα φαινόμενο που δεν επεκτεινόταν σε περιοχές με ψηλό υψόμετρο.

 

– Η Σημερινή Βλάστηση

Η περισσότερη από τη μισή επιφάνεια της Κρήτης είναι βραχώδης και φιλοξενεί διαφορετικά είδη θάμνων που απλώνονται από τις πλαγιές των βουνών μέχρι τις ακτές. Οι θαμνώδεις εκτάσεις καλύπτονται από διάφορα αειθαλή και ετήσια φυτά, που ανθούν σε διαφορετικές εποχές έτσι ώστε να επικρατούν στο τοπίο διαφορετικοί χρωματισμοί, που μαζί με τα αρώματα των Κρητικών βοτάνων δημιουργούν μια μοναδική ατμόσφαιρα. Στα εγχώρια θαμνώδη φυτά συγκαταλέγονται ο Κρητικός έβενος (ebenus cretica), αρωματικά είδη θάμνων, φασκομηλιές (sage, salvia triloba), θυμάρι (thymus capitatus) και κραμπολάχανα (savory).

Η πλούσια ποικιλία της βλάστησης και οι αναλογίες στις οποίες εμφανίζονται τα διάφορα φυτά εξαρτώνται κυρίως από το κλίμα και όχι τόσο από το βαθμό χρήσης της γης. Σε περιοχές με ψηλότερο υψόμετρο βρίσκονται δασικές εκτάσεις με κυπαρίσσια και πεύκα ανάμικτα με πουρνάρια, σφενδάμη και αμπελίτσες. Η πυκνότερη δασική έκταση της Κρήτης βρίσκεται στα Σφακιά, ενώ υπάρχουν πολλά κρυμμένα και απρόσιτα δάση, που είναι γνωστά μόνο από αεροφωτογραφίες. Στον Ψηλορείτη φύονται κυρίως πουρνάρια, πεύκα και κυπαρίσσια.

Στο Λασίθι επικρατεί επίσης το πουρνάρι στη βορειοδυτική πλευρά και το πεύκο στη νοτιοανατολική. Τα δάση της Σητείας είναι σκεπασμένα με πεύκα που φθάνουν μέχρι τις ακτές. Οι δασικές περιοχές φθάνουν χαμηλά μέχρι τα φαράγγια και μετατρέπονται ομαλά σε ελαιώνες και βοσκοτόπια με διάσπαρτους θάμνους και δένδρα. Σε αυτό το χαμηλότερο υψόμετρο η ποικιλία της βλάστησης μεγαλώνει και οι αναλογίες των φυτών διαφοροποιούνται έτσι ώστε σχεδόν κάθε φαράγγι να έχει τη δική του φυσιογνωμία.

Κατά διαστήματα παρατηρούνται εναλλαγές αυτών των δύο ειδών βλάστησης, δηλαδή του βοσκότοπου και του δάσους, γεγονός που παραπέμπει στην άποψη ότι η εγκατάλειψη της γης μετατρέπει το χαρακτήρα του τοπίου. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, όταν η χρήση της γης αραιώνει, οι θάμνοι τείνουν να γίνουν και πάλι δένδρα, αν βέβαια συναντήσουν αρκετή υγρασία, ο βοσκότοπος παραμένει, ενώ τα φρύγανα εξαφανίζονται τελείως.

 

– Η Βλάστηση στη Μινωική Τέχνη

Στη Μινωική τέχνη τα φυτικά μοτίβα ήταν πολύ αγαπητά. Στην ανακτορική κεραμική, κατά τη Μεσομινωική II περίοδο, αναπτύχθηκε ο φυτικός ρυθμός. Τα φυτικά κοσμήματα ή σύμβολα εμφανίζονται συχνά και στη σφραγιδογλυφία και την τέχνη της τοιχογραφίας, άλλοτε ως κύρια μοτίβα και άλλοτε ως φυσιοκρατικό βάθος θρησκευτικών σκηνών.

Σε αυτά τα μοτίβα παρουσιάζονται πολλά φυτά, που αποδίδονται όμως πολύ σχηματικά ώστε να μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για τα είδη που απεικονίζουν. Ανάμεσα στα πιο συχνά εμφανιζόμενα είναι τα άνθη του κρόκου, τα κρίνα και οι φοίνικες. Η απεικόνιση αυτών των φυτών στην τέχνη δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τη βλάστηση στη Μινωική εποχή, που μπορεί να είναι και παραπλανητικές, εφόσον η συχνή επανάληψη ορισμένων φυτών μπορεί να κρύβει ένα συμβολικό, θρησκευτικό μήνυμα.

Μία ασφαλής μέθοδος ταύτισης των φυτών στις εικονιστικές παραστάσεις είναι η εξελικτική μελέτη των στοιχείων του μοτίβου. Εκτός από την ταύτιση και την ερμηνεία του συμβολισμού των φυτικών θεμάτων, μελετάται και η συχνότητα εμφάνισης των μοτίβων, ενώ στις τελευταίες έρευνες δίνεται μεγάλη σημασία στον ακριβή τόπο εύρεσης των αντικειμένων για τον τελικό χαρακτηρισμό ενός χώρου ως κοσμικού ή ιερού.

 

Η Δράση των Ηφαιστείων

Η περιοχή του Αιγαίου θεωρείται κατεξοχήν ηφαιστειογενής ζώνη, περιοχή δηλαδή, όπου λόγω των πολλών τεκτονικών ρηγμάτων, επιτρέπεται συχνά η ώθηση του μάγματος από τον πυρήνα της γης προς το φλοιό της. Τα ηφαίστεια της Αίγινας, των Μεθάνων, του Πόρου, της Μήλου, της Κιμώλου, της Πλυαίγου, της Φολεγάνδρου, της Θήρας, της Νισύρου και της Κω σχηματίζουν το λεγόμενο Αιγαιακό ηφαιστειακό τόξο, στα νότια κράσπεδα της καταποντισμένης Αιγαιίδας.

Στον ίδιο ηφαιστειακό άξονα ανήκουν και τα ηφαίστεια της Τρωάδας, της Μυτιλήνης και της Χίου, ενώ ένα δεύτερο τόξο, παράλληλο με το πρώτο σχηματίζουν τα ηφαίστεια του Οξύλιθου, της Κύμης, της Λήμνου, της Ίμβρου, της Σαμοθράκης, των Φερρών και της Θράκης. Σε όλες αυτές τις τοποθεσίες βρίσκονται συγκεντρωμένα πολύτιμα ηφαιστειακά ορυκτά, τα οποία οι άνθρωποι εκμεταλλεύθηκαν συστηματικά από τις πρώιμες κιόλας περιόδους της προϊστορίας.

Η εξόρυξη, η διακίνηση και η επεξεργασία των ηφαιστειακών ορυκτών, το σημαντικότερο από τα οποία ήταν από οικονομική άποψη ο οψιανός, έδωσαν το στίγμα στην τεχνολογία και την οικονομική ζωή της προϊστορικής κοινωνίας.

 

Το Ηφαίστειο της Θήρας

Το σπουδαιότερο ηφαίστειο του Αιγαίου, με γνώμονα τις συνέπειες που είχε στην ιστορική πορεία του χώρου, είναι αυτό της Θήρας. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα στη Θήρα ανάγεται στην Τριτογενή περίοδο, ενώ η πρώτη μεγάλη έκρηξη στο νησί έλαβε χώρα στο τέλος του Πλειστόκαινου. Από αυτή την εποχή και μετά ακολούθησαν πολλές μεσαίας κλίμακας εκρήξεις, που κατέληξαν στην κολοσσιαία έκρηξη του ηφαιστείου στο τέλος της Υστερομινωικής I περιόδου, κατά την οποία καταποντίστηκαν μεγάλα τμήματα του νησιού και ακολούθησε ο διαμελισμός του σε τρία μικρότερα νησιά, τη Θήρα, τη Θηρασία και το Ασπρονήσι.

Μια γλαφυρή εικόνα αυτής της ηφαιστειακής έκρηξης μας δίνει η σημερινή όψη του νησιού, όπου διακρίνονται σε πολλά σημεία τα μέχρι 60 μ. ύψος στρώματα των προϊόντων της ηφαιστειακής μάζας και διατηρείται ανέπαφος ο επιβλητικός νέος κρατήρας του ηφαιστείου, στη νήσο Νέα Καμένη. Την εικόνα της βίαιης καταστροφής των προϊστορικών οικισμών του νησιού της Θήρας, που ανήκει γεωγραφικά στις Κυκλάδες αλλά από πολιτιστική άποψη στο Μινωικό πολιτισμό, μας δίνουν σήμερα τα ερείπια του οικισμού του Ακρωτηρίου.

Η ταφή του οικισμού μέσα σε στρώματα ελαφριάς ηφαιστειακής τέφρας προφύλαξε τα ερείπια από τη φυσική διάβρωση, επιτρέποντας έτσι την καλή διατήρηση των κτηρίων που μας παρέχουν την πληρέστερη εικόνα μιας μινωικής πόλης. Μέσα στα ερείπια της πόλης, που αντιπροσωπεύουν μόλις το ένα δέκατο της αρχικής έκτασης του οικισμού, αναγνωρίζονται τα σημάδια της βίαιης καταστροφής από την ορμητική εκτίναξη του ηφαιστειακού υλικού στον τρόπο που κατέρρευσαν τα κτήρια και την κάλυψη του εσωτερικού τους με στρώματα τέφρας και ελαφρόπετρας.

Η πόλη φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε βιαστικά από τους κατοίκους της λίγο πριν από την έκρηξη, με αποτέλεσμα να παραμείνουν κατά χώραν (in situ) αναρίθμητα χρηστικά αντικείμενα και πολύτιμα σκεύη. Τα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού που διατηρήθηκαν εκεί σε άριστη κατάσταση -είτε πρόκειται για κτιριακές εγκαταστάσεις είτε για κινητά ευρήματα- είναι τόσο πλούσια ώστε το Ακρωτήρι να θεωρείται η Πομπηία της εποχής του Χαλκού και να αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τη ζωή στη Μινωική εποχή.

 

Η Μινωική Έκρηξη

Η Μινωική έκρηξη συνέβη το 1613 π.Χ. περίπου κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Ήταν μία από τις μεγαλύτερες πλινιακές εκρήξεις της ιστορικής εποχής με δείκτη ηφαιστειακής εκρηκτικότητας 6. Εκτινάχτηκαν 30 – 40 km3 μάγματος. Το ύψος της εκρηκτικής στήλης υπολογίζεται σε 36 – 39 km. Επακόλουθο της έκρηξης ήταν η κατάρρευση του μαγματικού θαλάμου και ο σχηματισμός μίας μεγάλης καλδέρας που διεύρυνε μία προϋπάρχουσα.

Η τέφρα από την έκρηξη διασκορπίστηκε σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και πιθανότατα οδήγησε σε παγκόσμιες κλιματικές αλλαγές. Οι αποθέσεις τέφρας στη Σαντορίνη αποτελούνται από στάχτη και κίσσηρη με πάχος μέχρι 50 m. Η Μινωική έκρηξη κατέστρεψε ένα πλούσιο και οικονομικά και πολιτισμικά ανεπτυγμένο νησί. Από το 1969 οι ανασκαφές στην περιοχή του Ακρωτηρίου έφεραν στο φως μία σημαντική Κυκλαδική πόλη διάσημη για τις εκπληκτικές και καλοδιατηρημένες τοιχογραφίες.

Η Μινωική έκρηξη μελετήθηκε από πολλούς επιστήμονες και είναι από τις καλύτερα μελετημένες ηφαιστειακές εκρήξεις. Με βάση τα προϊόντα της έκρηξης διακρίνονται 4 φάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε διακριτές φάσεις της έκρηξεις. Οι φάσεις αυτές ονομάζονται Μινωική Α (ή ΒΟ1), Μινωική Β (ή ΒΟ2), Μινωική Γ (ή ΒΟ3) και Μινωική Δ (ή ΒΟ4). Το κέντρο της έκρηξης εντοπίζεται ανάμεσα από τα σημερινά Φηρά και τη Νέα Καμένη.

Κάτω από τις 4 φάσεις προϊόντων, μερικοί επιστήμονες αναγνωρίζουν μία λεπτή φάση (ΒΟ0) αποτελούμενη από αποθέσεις πτώσης στάχτης, κίσσηρης και λιθικών, η οποία αντιστοιχεί σε μία πρόδρομη φρεατική ή υδροηφαιστειακή έκρηξη. Αυτή προηγήθηκε της κυρίας έκρηξης με διάστημα κάποιων μηνών και πιθανότατα, μαζί με κάποιους σεισμούς, ήταν η προειδοποίηση για τους κατοίκους.

 

– Μινωική Α

Αυτή είναι η πρώτη φάση της έκρηξης. Αντιστοιχεί σε αποθέσεις πτώσης κίσσηρης (pumice fall-out deposits). Οι αποθέσεις αποτελούνται κατά 90% από αδρόκοκκα κλάσματα λευκής έως υπόλευκης κίσσηρης με ρυοδακιτική σύσταση (~71% SiO2) και κατά 10% από στάχτη και λιθικά. Οι αποθέσεις προέρχονται από την κατάρρευση της εκρηκτικής στήλης ύψους 36-39 km. Οι ενδείξεις μαρτυρούν ότι αυτή η φάση της έκρηξης ήταν “ξηρή” προωθούμενη μόνο από τα μαγματικά αέρια. Το πάχος των αποθέσεων στη Σαντορίνη κυμαίνεται από 0.5-5 m και καλύπτει ομοιόμορφα την προ-Μινωική επιφάνεια του νησιού.

Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις βρίσκονται νοτιοανατολικά, γεγονός που δείχνει ότι οι πτώσεις επηρεάστηκαν από ισχυρούς ανέμους. Το μεγαλύτερο πάχος και τα μεγαλύτερα κλάσματα των αποθέσεων βρίσκονται στα ορυχεία νότια των Φηρών. Αυτό το στοιχείο σε συνδυασμό με τις ισοπαχείς των αποθέσεων δείχνουν ότι το κέντρο της έκρηξης ήταν ανάμεσα στα Φηρά και στη Νέα Καμένη. Οι αποθέσεις διασκορπίστηκαν σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τα βάθη της Τουρκίας.

 

– Μινωική Β

Αυτή είναι η δεύτερη φάση της έκρηξης. Αντιστοιχεί σε μεγακυματικές αποθέσεις (base surge deposits). Οι αποθέσεις αποτελούνται από πολυάριθμα λευκά στρώματα που συνίστανται κατά 90% από λεπτόκκοκη στάχτη με αποστρογγυλεμένα λιθάρια κίσσηρης και κατά 10 – 20% από λιθικά τεμάχη και ογκόλιθους (1 – 2 m) που συχνά συγκεντρώνονται σε διακριτά στρώματα. Οι αποθέσεις προέρχονται από υδροηφαιστειακές (φρεατομαγματικές) εκρήξεις. Οι ρωγμές και η διάβρωση στον ηφαιστειακό πόρο επέτρεψαν το θαλάσσιο νερό να εισχωρήσει και, να προκαλέσει βίαιες εκρήξεις που κονιορτοποίησαν το μάγμα και εκτόξευσαν μεγάλα λιθικά θραύσματα.

Οι μεγακυματισμοί κινήθηκαν πλευρικά, οριζόντια και ακτινωτά με τη μορφή δακτυλιοειδούς νέφους με μεγάλες ταχύτητες (50-180 km/hr). Το πάχος των αποθέσεων κυμαίνεται από 0.1 – 12 m, και εξαρτάται από το τοπογραφικό ανάγλυφο. Κοντά στο κέντρο της έκρηξης οι μεγακυματισμοί ανέρχονται σε πρανή με κλίσεις 10 – 30ο και ύψος 200 – 400 m. Καθώς όμως απομακρύνονται, λεπταίνουν σημαντικά, ενώ λείπουν από το βουνό του Προφήτη Ηλία. Χαρακτηριστικές είναι διασταυρούμενες δομές των στρώσεων, οι ρυτιδώσεις και οι θίνες, καθώς επίσης και τα βαθουλώματα που σχηματίζουν τα λιθικά στα χαλαρά υλικά, που δείχνουν βαλλιστική μεταφορά.

– Μινωική Γ

Αυτή είναι η τρίτη φάση της έκρηξης. Αντιστοιχεί σε ροές στάχτης (ash-flows). Οι αποθέσεις αποτελούνται από παχιά στρώματα λεπτόκκοκης στάχτης και κίσσηρης που περιέχουν 25-30% λιθικά μεγέθους έως και 10 m. Έχουν χαοτική και μη ταξινομημένη διάταξη. Το πάχος των αποθέσεων είναι μεγαλύτερο σε τοπογραφικά χαμηλές περιοχές. Στα πρανή της καλδέρας το μέγιστο πάχος είναι 40m, στη νότια Θήρα 55 m και μειώνεται σημαντικά με την απόσταση. Από το βουνό του Προφήτη Ηλία λείπουν.

Τα λιθικά δείχνουν ότι μεταφέρθηκαν με ροή και λίγα είναι αυτά που δείχνουν βαλλιστική μεταφορά. Οι ροές είχαν μεγάλη ενέργεια, αφού σε ορισμένα σημεία στις πλαγιές του Προφήτη Ηλία και του Μεγάλου Βουνού ανέρχονται σε πρανή με κλίση 30ο. Για την προέλευσή τους υπάρχουν διάφορες απόψεις. Μία από αυτές θεωρεί ότι αυτές οι ροές στάχτης δημιουργήθηκαν στον κρατήρα που είχε ήδη διευρυνθεί πολύ και, σαν “γάλα που βράζει” ξεχείλισαν τα τοιχώματα της καλδέρας. Η πληθώρα των λιθικών οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τη φάση αυτή άρχισε η κατάρρευση του μαγματικού θαλάμου και ο σχηματισμός της Καλδέρας.

 

– Μινωική Δ

Αυτή είναι η τέταρτη φάση της έκρηξης. Οι αποθέσεις της φάσης αυτής διαφέρουν από αυτές της τρίτης φάσης. Αποτελούνται από πιο λεπτόκοκκα υλικά που περιέχουν μικρά λιθικά και κλάσματα κίσσηρης. Η συγκέντρωση όμως των λιθικών είναι μεγαλύτερη (34 – 50%). Οι αποθέσεις στα πρανή της καλδέρας έχουν μικρό πάχος (0.7 – 2 m) ή λείπουν, ενώ στην παραλία έχουν πάχος έως και 40 m.Οι αποθέσεις αυτές διαβρώνονται πολύ εύκολα και από κάποια σημεία του νησιού λείπουν εντελώς.

Η προέλευσή τους είναι αμφιλεγόμενη. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα υλικά της τέταρτης φάσης είναι επεξεργασμένα υλικά της τρίτης φάσης με διαδικασίες όπως πλημμύρες κατά τη δημιουργία της καλδέρας, βροχές, τσουνάμι, άνεμοι καλλιέργειες κ.ά. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι είναι ιγκνιμβρίτες που αποτέθηκαν από πυροκλαστικές ροές.

 

– Οι Επιπτώσεις της Μινωικής Έκρηξης

Μέσα σε λίγες μέρες εκτινάχτηκαν στον αέρα 39 km3 μάγματος με τη μορφή ελαφρόπετρας και στάχτης που κάλυψαν το νησί της Θήρας και της Θηρασίας με αποθέσεις πάχους δεκάδων μέτρων. Η ηφαιστειακή στάχτη ταξιδεύοντας προς τα ανατολικά απλώνεται στην ανατολική Μεσόγειο και Μικρά Ασία αποθέτοντας στρώμα στάχτης πάχους 30 cm στη Ρόδο και Κω και 15 cm σε λίμνες της Μικράς Ασίας.

Η λεπτή ηφαιστειακή σκόνη και τα σταγονίδια θειικού οξέος εισέρχονται στη στρατόσφαιρα και καλύπτουν όλη την υδρόγειο προκαλώντας ηφαιστειακό χειμώνα με μείωση της θερμοκρασίας 1 – 2 οC. Ίχνη της στάχτης έχουν βρεθεί σε παγετώνες της Γροιλανδίας, ενώ τα αποτελέσματα του ηφαιστειακού χειμώνα έχουν καταγραφεί σε κορμούς δέντρων στις ΗΠΑ και Ασία. Η κατακρήμνιση του ηφαιστείου και ο σχηματισμός καλδέρας δημιουργεί τεράστια παλιρροϊκά κύματα (τσουνάμι) που σαρώνουν τα παράλια του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου.

Τα ηφαιστειακά προϊόντα καλύπτουν τους οικισμούς της ύστερης εποχής του Χαλκού που εν τω μεταξύ έχουν μετατραπεί σε ερείπια λόγω των σεισμών. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο Ακρωτήρι, που αρχίζουν συστηματικά το 1969 από τον αρχαιολόγο Σπύρο Μαρινάτο, αποκαλύπτουν ένα πολιτισμό εφάμιλλο της Μινωικής Κρήτης.

 

– Χρονολογία της Μινωικής Έκρηξης

Η χρονολογία της Μινωικής έκρηξης είναι σημείο αναφοράς για τη χρονολόγηση όλης της 2ης χιλιετίας π.Χ. στο Αιγαίο διότι στοιχεία της έκρηξης βρίσκονται σε όλη την περιοχή. Γι’ αυτό αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο ενδελεχούς επιστημονικής μελέτης. Κατά τις πρώτες ανασκαφές στο χώρο του Ακρωτηρίου τα στοιχεία έδειχναν το 1450 π.Χ., χρονολογία που συνέπιπτε με την κατάρρευση του Μινωικού πολιτισμού. Έτσι, για πολλά χρόνια επικρατούσε η άποψη ότι η αιτία της καταστροφής του Μινωικού πολιτισμού ήταν η έκρηξη της Σαντορίνης.

Σήμερα, οι διάφορες χρονολογήσεις δείχνουν ότι η έκρηξη συνέβη 1-2 αιώνες νωρίτερα. Η χρονολόγηση που έγινε στους παγετώνες της Γροιλανδίας έδειξε το 1644 π.Χ. (+/- 20 χρόνια), αν και είναι ενδεχόμενο η ηφαιστειακή στάχτη που βρέθηκε εκεί να ανήκει σε έκρηξη ενός ηφαιστείου στην Αλάσκα. Η χρονολόγηση που έγινε με βάση την ανώμαλη ανάπτυξη των δακτυλίων δέντρων στη Βόρεια Αμερική έδειξε ως πιθανή χρονολογία το 1629 – 1628 π.Χ. Χρονολογήσεις που έγιναν το 2006 με τη μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα 14 σε ξύλο, οστά και σπόρους δίνουν το 1660 – 1613 π.Χ.

Η πιο πρόσφατη χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα 14 έγινε το 2006 σε ένα απανθρακωμένο κλαδί ελιάς που βρέθηκε στη Σαντορίνη μέσα στην ηφαιστειακή τέφρα της Μινωικής έκρηξης. Η χρονολογία που δίνει είναι το 1613 π.Χ. (+/- 13 χρόνια). Μολονότι όλες οι χρονολογήσεις δείχνουν μία ημερομηνία της τάξης του 1600 π.Χ., οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι αυτή έρχεται σε αντίθεση με ευρήματα από τις ανασκαφές στη Θήρα και την Αίγυπτο. Έτσι, η ακριβής ημερομηνία της έκρηξης παραμένει ακόμη σε εκκρεμότητα.

Οι χρονολογήσεις αυτές αποκλείουν, κατά συνέπεια, το συσχετισμό της έκρηξης με την κατάρρευση του Μινωικού πολιτισμού. Επίσης, επιπλέον στοιχεία, τα οποία δεν επιτρέπουν αυτή τη συσχέτιση, είναι η ακτίνα δράσης των καταστροφικών φαινομένων που στην αρχή είχαν υπερεκτιμηθεί. Τα τσουνάμι προκάλεσαν μεν σοβαρές καταστροφές στα βόρεια παράλια της Κρήτης, δεν ήταν όμως δυνατόν λόγω της μορφολογίας των ακτών να επηρεάσουν παρά μόνο μία στενή λωρίδα γης κοντά στις ακτές.

Η ηφαιστειακή στάχτη που έφτασε στην Κρήτη ήταν λιγοστή (<5 cm) και δεν ήταν δυνατό να προκαλέσει σοβαρά και μακροχρόνια προβλήματα στους κατοίκους και τις καλλιέργειες. Στην Κω και τη Ρόδο, για παράδειγμα, που η στάχτη είχε πάχος 30 cm οι ενδείξεις μαρτυρούν ότι η ζωή συνεχίστηκε κανονικά μετά την έκρηξη. Το ίδιο δείχνουν και τα στοιχεία στη Σαντορίνη, όπου η κοινωνία ανθεί για πολλές δεκαετίες.

 

Ο Απόηχος της Έκρηξης

Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας δεν έγινε αισθητή μόνο στο νησί και σε μία μικρή ακτίνα γύρω από αυτό, αλλά σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο. Στρώματα τέφρας, που χρονολογούνται στην έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, βρέθηκαν σε πολλά νησιά του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου, όπως η Μήλος, η Ρόδος, η Κύπρος, αλλά και σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Μικρά Ασία, η Παλαιστίνη, η Συρία, η Τυνησία, η Αίγυπτος και η Μαύρη Θάλασσα.

Μετά από την ανασκαφή δύο παράκτιων Μινωικών εγκαταστάσεων, της πόλης της Αμνισού, στη βόρεια παραλία της Κρήτης και του ανακτόρου της Ζάκρου, στην ανατολική ακτή, όπου βρέθηκαν ηφαιστειακή τέφρα και άμμος, διατυπώθηκε η θεωρία ότι τα τεράστια παλιρροϊκά κύματα (tsunami) που ξέσπασαν μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας ήταν η αιτία της τελικής καταστροφής των Μινωικών ανακτόρων. Μετά από πολύχρονες μελέτες των δεδομένων της ηφαιστειακής καταστροφής έχει σχηματιστεί η άποψη ότι τα παλιρροϊκά κύματα δεν μπορεί να ήταν τόσο ισχυρά ώστε να φθάσουν στην Κρήτη.

Οι συνέπειες της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας σε απομακρυσμένες περιοχές δε φαίνεται να ήταν στο σύνολό τους τόσο καταστροφικές, όσο πιστευόταν παλαιότερα, και ίσως ωφέλησαν μάλιστα τις αγροτικές καλλιέργειες με την προσθήκη της τέφρας. Έτσι, σήμερα έχει επικρατήσει η άποψη ότι τα νέα Μινωικά ανάκτορα καταστράφηκαν, όπως και τα παλαιά, από σεισμικές δονήσεις και πυρκαγιά και ότι η αιτία της παρακμής του Μινωικού πολιτισμού στο τέλος της Νεοανακτορικής περιόδου δεν ήταν η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, αλλά ίσως εσωτερικές αναταραχές, που κατέληξαν στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος.

Και ενώ η σχετική χρονολόγηση αυτής της καταστροφής στο τέλος της Υστερομινωικής IA (1550 – 1450 π.Χ.) είναι απολύτως βεβαιωμένη, η απόλυτη χρονολόγηση της ηφαιστειακής έκρηξης αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο σημείο που την τελευταία δεκαετία έχει εξελιχθεί σε ένα από τα πιο επίμαχα ζητήματα της Αιγαιακής προϊστορίας.

Η χρονολόγηση της ηφαιστειακής έκρηξης και μαζί της το τέλος της Υστερομινωικής IA περιόδου τοποθετείται με βάση νέες μεθόδους χρονολόγησης γύρω στο 1628 / 7 π.X., μεταθέτοντας έτσι την αρχή της Ύστερης εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο περίπου 100 χρόνια πριν από όσο πιστευόταν μέχρι πρόσφατα. Ο καταποντισμός της Θήρας έχει συνδεθεί στο παρελθόν και με το μύθο της Ατλαντίδας, ο οποίος αναφέρεται από τον Πλάτωνα και Αιγυπτιακές πηγές και αποτελεί ακόμη για ιστορικούς, αρχαιολόγους και ερευνητές έναν άλυτο ιστορικό γρίφο.

Η Κατοίκηση της Κρήτης

Ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Στράβωνας, ο Διόδωρος, ο Πλάτων, ο Ισοκράτης, ο Παυσανίας κ.α. αναφέρουν ότι:

1) Όταν ήταν βασιλιάς των Ετεοκρητών ο Κρηθέας, επειδή η Κρήτη είχε πάθει μεγάλη ερήμωση, φεύγουν από τη Θεσσαλία κάποιες φυλές των Αχαιών, Πελασγών και Δωριέων με αρχηγό τον Τέκταμο (= γιος του Δώρου του Έλληνα και παππούς του Μίνωα) και πάνε και καταλαμβάνουν κυρίως το ανατολικό μέρος του νησιού. Οι νέοι κάτοικοι αυτοί της Κρήτης, σε σχέση με τους παλαιότερους, καλούνταν επήλυδες, δηλαδή μετανάστες, έποικοι.

2) Τρεις γενιές πριν από τα Τρωικά γίνεται βασιλιάς των Δωριέων της Κρήτης ο Μίνωας (βασίλευε το έτος 1470 π.Χ.), ο οποίος με τη βοήθεια του αδελφού του Ραδάμανθυ ενώνουν όλα τα έθνη της Κρήτης (τους αυτόχθονες Ετεοκρήτες και Κύδωνες με τους Επήλυδες Αχαιούς, Πελασγούς και Δωριείς της Κρήτης) σε ενιαίο σύνολο και με πρωτόγνωρους για την εποχή θεσμούς δημιουργώντας έτσι την περίφημη Κρητική πολιτεία.

Παράλληλα συγκρότησαν πρώτοι στον κόσμο πολεμικό ναυτικό με το οποίο έδιωξαν από τις Κυκλάδες και το Αιγαίο τους ληστές και τους πειρατές Κάρες και Φοίνικες και τις εποίκησαν με μόνιμους κατοίκους καταγωγής από την Κρήτη με αποτέλεσμα από τη μια ο Μίνωας να γίνει θαλασσοκράτορας και από την άλλη να ελευθερωθούν οι θαλάσσιοι διάδρομοι και έτσι οι Έλληνες να μπορέσουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να ασχοληθούν με ναυτικές εργασίες, να πλουτίσουν και να επικρατήσουν στη συνέχεια στον Τρωικό πόλεμο.

Επομένως ο Μίνωας είναι ο ιδρυτής του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και η αιτία που υπάρχει πολιτισμός και Ελλάδα. Άλλωστε γι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες τον ανακήρυξαν θαλασσοκράτορα, αλλά και ισόθεο και κριτή στον Άδη. Ο Μίνωας με τον αδελφό του Ραδάμανθυ ήσαν εκείνοι που πρώτοι μερίμνησαν για κράτος πρόνοιας και δικαίου (για δικαιοσύνη, δημοκρατία και ελευθερία), καθώς και για ανάπτυξη της φιλοσοφίας και των γραμμάτων. Ήσαν εκείνοι που πρώτοι βρήκαν την αλήθεια για τη σωστή διακυβέρνηση, για τη σωστή διοίκηση της πόλης.

Για πρώτη φορά επί Μίνωα από τη μια θεσπίστηκαν νόμοι και όργανα διοίκησης: βουλή, βουλευτές ή γερουσιαστές, έφοροι, συντάγματα κ.α. Μάλιστα επειδή οι νόμοι του Μίνωα ήταν τόσο σημαντικοί, οι πρώτοι που ήταν σύμφωνα με το περί δικαίου ή θείων συναίσθημα, γεννήθηκε στην ιδέα των Κρητών ότι τους εμπνεύστηκε από το Δία ή ότι του τις έδινε ο πατέρας του ο Δίας.

Για τον ίδιο λόγο ο Μίνωας με το Ραδάμανθυ μετά το θάνατό τους ανακηρύχθηκαν ισόθεοι ή ημίθεοι, γιοι του Θεού, και κριτές στον Άδη των Ελλήνων (κάτι παρόμοιο έγινε μετά και με τον Μ. Αλέξανδρο, Μ. Κωνσταντίνο κ.α.) ή που ειπώθηκε ότι ο Μίνωας έπαιρνε τους νόμους του κατευθείαν από το Θεό στο όρος Δίκτη (κάτι ως και ο Μωυσής στο όρο Σινά).

Σημειώνεται ότι:

1) Σύμφωνα με Πάριο χρονικό (είναι τρεις μεγάλες πλάκες από μάρμαρο Πάρου όπου οι αρχαίοι έγραφαν τις κυριότερες ημερομηνίες) ο Δευκαλίωνας βασίλευε το έτος 1570 π.Χ, ο Έλληνας βασίλευε το έτος 1521 π.Χ., ο Μίνωας Α’ το έτος 1470 π.Χ. και η πρώτη φορά που φυτεύτηκαν σπόροι στην Ελλάδα ήταν στην Ελευσίνα το έτος 1410 π.Χ. από τη Δήμητρα, την ανακηρυχθείσα μετά Θεά.

2) Ο Πλάτωνας λέει επίσης ότι οι Κρήτες και οι Λακεδαιμόνιοι είναι αυτοί που καλλιέργησαν πρώτοι τη φιλοσοφία,: «Η φιλοσοφία είναι παλαιότατη μεταξύ των Ελλήνων και περισσότερο στους Κρήτες και στους Λακεδαιμόνιους».

3) Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Μίνωας έζησε τρεις γενιές πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Αρχικά ήταν λέει βασιλιάς της Κρήτης ο Μίνωας, μετά ο γιος του ο Δευκαλίωνας και μετά ο εγγονός του Ιδομενέας, που έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Τα ίδια αναφέρει και ο Ηρόδοτος: «Τρίτη δε γενεή μετά Μίνων τελευτήσαντα γενέσθαι Τρωικά». Ο Όμηρος αναφέρει επίσης ότι ο Μίνωας με το Ραδάμανθυ ήσαν αδελφοί, γιοί του Δία και της Ευρώπης, οι οποίοι, επειδή εν ζωή ήσαν δίκαιοι δικαστές, όταν πέθαναν ορίστηκαν κριτές στον Άδη.

4) Στον Πλατωνικό διάλογο Γοργίας, ο Δίας φέρεται να λέει ότι ορίζει το Μίνωα και το Ραδάμανθυ από την Ασία και τον Αιακό από την Ευρώπη κριτές στον κάτω κόσμο, στο τρίστρατο που οι δυο δρόμοι οδηγούν στα νησιά των μακάρων και ο άλλος στον Τάρταρο. Αυτό, επειδή:

α) Τα παλιά χρόνια οι καλοί άνθρωποι και οι ήρωες μετά το θάνατο και τη μετάστασή τους ανακηρύσσονταν θεοί ή ημίθεοι, κάτι όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα με το Χριστό και τους Αγίους.

β) Ο Πλάτωνας λέει το Μίνωα Ασιάτη είτε επειδή η μάνα του Μίνωα ήταν καταγωγής από την Ασία είτε επειδή η Κρήτη, όπως και η Κύπρος, ανήκαν γεωγραφικά στην Ασία. Υπενθυμίζεται ότι αρχικά οι ήπειροι, όπως μας πληροφορεί ο Άνδρων Αλικαρνασσέας (GEOGRAFIKA ANDRVN), ήσαν τέσσερεις, όσα τα σημεία του ορίζοντος: Η Ασία (η ανατολή, Μ. Ασία κ.α.), η Λιβύη (Αφρική ο νότος), η Θράκη (ο βορράς) και η Ευρώπη (η δύση, η Ιταλία, Σικελία) όσες λέει και οι κόρες του Ωκεανού.

 

Υπολογισμοί Χρονολόγησης

1. Ο Άγγλος αρχαιολόγος Arthur Evans (1851-1943), ένας από αυτούς που ανάσκαψε την Κνωσό και τα άλλα Μινωικά κέντρα, σχετικά με το Μινωικό πολιτισμό, λέει ότι η Κρήτη κατά το 1600 π.Χ. ήταν πάρα πολύ ανεπτυγμένη, πολιτιστικά και πολεμικά. Κατόπιν οι Μινωίτες άρχισαν να επεκτείνονται ως άποικοι στις περιοχές της μεσοελλαδικής Ελλάδας και οι εκεί κάτοικοι τους δέχονταν χωρίς αντίδραση, επειδή οι Μινωίτες ήταν πιο πολιτισμένοι και έτσι αυτοί καρπούνταν τα ευεργετήματα του υψηλού πολιτισμού τους με συνέπεια σιγά – σιγά να «εκμινωισθούν».

Δηλαδή να φορούν Μινωικές ενδυμασίες, να ζούν με Μινωικό τρόπο ζωής, να λατρεύουν τους ίδιους θεούς με τους Μινωίτες κ.τ.λ. Αργότερα, όταν το επιχώριο (τοπικό) στοιχείο της μεσοελλαδικής Ελλάδας αφομοίωσε τα γόνιμα διδάγματα του Κρητικού πολιτισμού, αφυπνίζεται και ζητούν και αυτοί εξουσία, δηλαδή να γίνουν άρχοντες κ.τ.λ. και έτσι έγινε ανατροπή πολλών Μινωικών δυναστειών στις διάφορες πόλεις – κράτη με επιχώριες Αχαϊκές. Πιο απλά ο Evans είπε ότι η γένεση του Μυκηναϊκού πολιτισμού ήταν αποτέλεσμα Μινωικού αποικισμού, που μεταφυτεύθηκε αυτούσιος στα νησιά του Αιγαίου και στην ηπειρωτική Ελλάδα.

2. Σύμφωνα με την άποψη του αρχαιολόγου Alan J. B. Wace και των οπαδών του, ο εκμινωϊσμός των Μεσοελλαδιτών δε συνέβηκε με αποικισμό, όπως λέει ο Evans, αλλά κατά το 1600 π.Χ. (ίσως να έγινε λέει τότε και κάποιος σεισμός στην Κρήτη) οι Μεσοελλαδίτες (Μυκηναίοι) έκαναν πειρατική επιχείρηση στην Κρήτη κατά την οποία πυρπόλησαν τα ανάκτορα της Κνωσού και πήραν κατά την επιστροφή τους εκτός από τα λάφυρα και αιχμαλώτους καλλιτέχνες, ανθρώπους των γραμμάτων και τεχνών κ.τ.λ., οι οποίοι στη συνέχεια δίδαξαν τη μινωική θρησκεία και τις τέχνες στους Μεσοελλαδίτες.

Κατόπιν, αφού οι Μεσοελλαδίτες αφομοίωσαν το Μινωικό πολιτισμό, αφυπνίσθηκαν και δημιούργησαν άλλον πολιτισμό που ήταν ανώτερης λογικής (π.χ. η θρησκεία του Δία από μονοπρόσωπη γίνεται το πολυπρόσωπο πάνθεο των Ολύμπιων θεών κ.τ.λ.), δηλαδή τον καλούμενο Μυκηναϊκό πολιτισμό. Η ως άνω άποψη του Wace δεν έγινε αποδεκτή από τους οπαδούς του Evans, επειδή, σύμφωνα μ’ αυτούς, οι Μινωίτες δεν είχαν μόνο χερσαίες και ανακτορικές δυνάμεις, αλλά και θαλάσσιες (στόλο) που δε θα επέτρεπαν μια τέτοια εισβολή.

Έπειτα και να είχε γίνει λέει τότε σεισμός στην Κρήτη, οι Μυκηναΐοι δεν ήταν δυνατόν να τον είχαν προβλέψει, ώστε να είχαν προετοιμαστεί και να εισβάλουν στην Κρήτη. Σημειώνεται ότι τα λεγόμενα του Evans φαίνονται λογικά, αφού ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος, ο Στράβωνας κ.α λένε ότι ο Μίνωας κατέλαβε τα νησιά του Αιγαίου, τα Μέγαρα και την Αθήνα, τη Σικελία, πολλά μέρη της Μ. Ασίας κ.α., άρα μπορεί έτσι να εξαπλώθηκε ο Μινωικός πολιτισμός.

Ωστόσο άλλο η εξάπλωση ενός λαού, αυτό γίνεται δια των όπλων, και άλλο η εξάπλωση ενός πολιτισμού, αυτό γίνεται από μόνο του και εφόσον είναι με αρχές, με καλούς θεσμούς. Και οι Τούρκοι κατέλαβαν παλιότερα όλο σχεδόν τον αρχαίο κόσμο, όμως ο πολιτισμός τους δεν έγινε αποδεκτός από κανένα.

 

Κατοίκηση

Oι Μινωικές εγκαταστάσεις ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία βρίσκονται σε ένα αρκετά εξελιγμένο στάδιο αστικοποίησης ώστε να χαρακτηρίζονται πόλεις. Αυτή την εποχή ως περιοχές κατοίκησης επιλέγονταν τοποθεσίες κυρίως σε εύφορες κοιλάδες και σε πλαγιές βουνών, όπου βρίσκονταν άφθονες πηγές, και θέσεις που ήταν από γεωγραφική άποψη σημαντικές για τις εξωτερικές σχέσεις του νησιού και το εμπόριο. Η κατοίκηση αυτής της περιόδου εμφανίζεται πυκνότερη στην κεντρική και την ανατολική Κρήτη και ιδιαίτερα στις περιοχές όπου αργότερα κτίστηκαν και τα Μινωικά ανάκτορα.

Κατά τη Μεσομινωική II περίοδο (2000 – 1550 π.Χ.) η ίδρυση των ανακτόρων αντιπροσωπεύει μία νέα μορφή αστικής εγκατάστασης, που προέρχεται από την Ανατολή και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Τα Μινωικά ανάκτορα δέσποζαν στο μέσο εύφορων πεδιάδων, όπως στην περίπτωση της Κνωσού, και σε οροπέδια, όπως η Φαιστός. Τα παραθαλάσσια ανάκτορα της Ζάκρου και των Μαλίων δείχνουν τη σημασία της γειτνίασης τέτοιων εγκαταστάσεων με τη θάλασσα.

Παράλληλα με τα ανάκτορα λειτουργούσαν και μικρότερες οικιστικές ενότητες με παρόμοια αρχιτεκτονική διάρθρωση, οι λεγόμενες Μινωικές επαύλεις. Σε πολλές εγκαταστάσεις μάλιστα η μέχρι τώρα ερευνημένη έκταση είναι τόσο περιορισμένη ώστε να παραμένει ακόμη αμφίβολο, αν πρόκειται για ανάκτορα ή επαύλεις. Οι επαύλεις κτίζονταν σε τοποθεσίες που παρουσίαζαν ανάλογα πλεονεκτήματα με εκείνες των ανακτόρων.

Παρόλο που και στις δύο αυτές μορφές εγκατάστασης είχαν προβλεφθεί ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για την τέλεση θρησκευτικών τελετών, ιδρύθηκαν σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, όπως σε βουνοκορφές ή σε σπήλαια και μεμονωμένα ιερά κτίσματα. Μία σειρά εγκαταστάσεων της Υστερομινωικής κυρίως περιόδου, που κτίστηκαν σε εύφορες περιοχές της ενδοχώρας, χαρακτηρίζονται αγροτικές κατοικίες. Mία χαρακτηριστική τέτοια αγροικία αποτελεί το κτήριο στο Βαθύπετρο, στην ευρύτερη περιοχή των Αρχανών, όπου σε σχετικά περιορισμένη έκταση συνυπάρχουν χώροι κατοικίας, εργαστηριακές εγκαταστάσεις και ένα τριμερές ιερό.

Κατά το τέλος της Υστερομινωικής περιόδου και κατά την Υπομινωική παρατηρείται μια στροφή στις προτιμήσεις των θέσεων κατοίκησης. Οι οικισμοί κτίζονται πια σε τοποθεσίες με υψηλό υψόμετρο και αρκετά συχνά σε δυσπρόσιτα, απόκρημνα σημεία, γεγονός που δείχνει την αυξημένη ανάγκη των κατοίκων για ασφάλεια και παράλληλα την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.

 

Νεολιθική Κατοίκηση

Η πρώτη κατοίκηση της Κρήτης τοποθετείται χρονολογικά στη Νεολιθική εποχή. Η Κνωσός μάλιστα, που εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της εποχής του Χαλκού, εμφανίζει ήδη από την ακεραμική Νεολιθική περίοδο μία πολύ πρώιμη εξέλιξη και αποτελεί την κύρια πηγή πληροφοριών για αυτή την εποχή στο νότιο Αιγαίο. Τα οικοδομήματα των στρωμάτων ΙΧ μέχρι ΧΙΙΙ, που ανήκαν στην Πρώιμη Νεολιθική περίοδο στην Κνωσό, είχαν ορθογώνιο σχήμα, πολλά μικρά δωμάτια και μάλλον επίπεδες στέγες.

Σε αυτή την περίοδο εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα κεραμικής ήδη πλήρως τεχνολογικά εξελιγμένα, πράγμα που δηλώνει την εισαγωγή της κεραμικής τέχνης στην Κρήτη μάλλον από περιοχές της Ανατολής. Τα λίθινα εργαλεία και τα υφαντικά βαρίδια δείχνουν την πλήρη είσοδο της Κρήτης στο στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της Νεολιθικής περιόδου. Τα γυναικεία ειδώλια μαρτυρούν τις θρησκευτικές δοξασίες, που ίσως απηχούν τα κοινωνικά πρότυπα της περιόδου.

Η Ύστερη Νεολιθική περίοδος στην Κνωσό έχει να επιδείξει κτήρια με σταθερές εστίες, ο τύπος των οποίων είναι μοναδικός στην Κρήτη ακόμη και μεταξύ των υστερότερων φάσεων. Κατά την ίδια περίοδο αρχίζει να χρησιμοποιείται και ο ακατέργαστος χαλκός για την κατασκευή εργαλείων. Σε πολλά σημεία της Κρήτης παρατηρείται τώρα η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση. Σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής οι νεκροί θάβονταν μέσα στους οικισμούς, πράγμα που βεβαιώνεται κυρίως από τα ευρήματα της Κνωσού, κατά δε την Ύστερη Νεολιθική περίοδο είναι συχνότερες οι ταφές σε σπήλαια και σε δυσπρόσιτα μέρη.

 

Πρωτομινωική Κατοίκηση

Κατά την Πρωτομινωική εποχή (3000 – 2000 π.Χ.) η ανατολική Κρήτη εισέρχεται σε μία διαδικασία πρώιμης αστικοποίησης. Ο αριθμός των οικισμών αυξάνεται εντυπωσιακά σε σχέση τη Νεολιθική περίοδο. Υπολογίζεται ότι στην πρωτομινωική Κρήτη εμφανίστηκαν περισσότεροι από 100 νέοι οικισμοί. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα οικιστικά δεδομένα αυτής της εποχής είναι ότι η Κρήτη κατακλύζεται από κύματα αποίκων, μάλλον Μικρασιατικής προέλευσης.

Η οικιστική διάρθρωση και η εσωτερική δομή της κοινωνίας αλλάζουν την περίοδο αυτή, αφομοιώνοντας τις ξένες πολιτιστικές επιδράσεις που προέρχονται κυρίως από τις Κυκλάδες και την Ανατολή. Στο τέλος της ίδιας περιόδου επισημαίνονται και οι πρώτες οργανωμένες δραστηριότητες των Μινωιτών σε χώρους έξω από τα σύνορα της Κρήτης, όπου καθιδρύουν εμπορικούς σταθμούς ή αποικίες, όπως η μινωική εγκατάσταση στα Κύθηρα. Τα οικοδομικά συγκροτήματα της Πρωτομινωικής περιόδου είναι μεγάλα, συλλογικά έργα, που έχουν κατασκευαστεί με τη συνείδηση της κοινής φυλετικής ταυτότητας και με κριτήριο τη μόνιμη εγκατάσταση.

Οι οικισμοί της Βασιλικής, της Μύρτου και του Μόχλου είναι μερικά από τα σημαντικά κέντρα αυτής της εποχής. Ολοκληρωμένη εικόνα της πρωτομινωικής κοινωνικής συνείδησης δείχνει και η μνημειώδης ταφική αρχιτεκτονική, με καλύτερο παράδειγμα τους θολωτούς τάφους της Μεσαράς. Οι νεκροί δε θάβονταν πια με τα πρόχειρα μέσα της Νεολιθικής εποχής, αλλά σε πραγματικές “νεκρικές κατοικίες”, που ήταν συγκεντρωμένες σε συγκεκριμένες περιοχές μακριά από τους οικισμούς.

 

– Βασιλική

Ο πρωτομινωικός οικισμός της Βασιλικής βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας, στην ανατολική Κρήτη. Η λεγόμενη οικία στην κορυφή του λόφου είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρωτομινωικής οικιστικής αρχιτεκτονικής. Στο σχεδιασμό του μεγάλου και πολύπλοκου αυτού κτηρίου, που μπορεί να θεωρηθεί και το διοικητικό κέντρο του οικισμού της Βασιλικής, διακρίνονται στοιχεία της αρχικής σύλληψης των Μινωικών ανακτόρων. Η οικία αποτελείται από πολλούς ορθογώνιους χώρους διαφόρων μεγεθών, που συνδέονταν μεταξύ τους με διαδρόμους, ενώ είναι πολύ πιθανή η ύπαρξη δύο ορόφων.

Οι εσωτερικοί χώροι αναπτύσσονται σε δύο σήμερα σωζόμενες πτέρυγες, οι οποίες ήταν αρχικά μάλλον τέσσερις και πλαισίωναν μία κεντρική αυλή. Στη νοτιοδυτική πτέρυγα βρίσκονταν οι αποθήκες και οι χώροι κατοικίας. Στα δυτικά της βρισκόταν μία πλακοστρωμένη αυλή. Στη νοτιοανατολική πτέρυγα του κτηρίου βρίσκονταν τα μεγαλύτερα δωμάτια. Η τοιχοδομία αποτελούνταν από λίθινα θεμέλια και πλίνθους, που στηρίζονταν σε μερικά σημεία σε ξύλινα δοκάρια τετράγωνης διατομής, ενώ οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν καλυμμένοι με κόκκινο κονίαμα.

Νεότερες, όμως, ανασκαφικές έρευνες έδειξαν ότι οι δύο πτέρυγες της οικίας αποτελούσαν διαφορετικά κτήρια, που κτίστηκαν σε δύο διαδοχικές οικοδομικές περιόδους και μετονομάστηκαν σε ερυθρά οικία και δυτική οικία. Mε τα καινούργια δεδομένα η ομοιότητα του συγκροτήματος αυτού με τα ανάκτορα έγινε πιο μακρινή. Παρ’ όλη όμως τη χρονική τους διάσταση τα δύο αυτά κτήρια της Βασιλικής παραμένουν δείγματα πολύπλοκων κτηρίων με πρωτοφανή για την εποχή τους σχεδιασμό, ένα μόλις στάδιο πριν από την έγερση των Μινωικών ανακτόρων.

Η οικία στην κορυφή του λόφου καταστράφηκε από φωτιά, αλλά ο χώρος ξανακατοικήθηκε σύντομα. Κατά τη Μεσομινωική Ι περίοδο (2000 – 1800 π.Χ.) κτίστηκε στην πλαγιά του λόφου και το κτήριο Α, το οποίο εμφανίζει την προσθετική οικοδόμηση που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική της περιόδου.

 

– Μύρτος

Ο πρωτομινωικός οικισμός της Μύρτου βρίσκεται στη θέση Φούρνου Κορυφή, κοντά στη νότια ακτή της Ιεράπετρας. Ο οικισμός κτίστηκε κατά την Πρωτομινωική ΙΙ περίοδο και καταστράφηκε στο τέλος της ίδιας περιόδου από φωτιά. Η εξωτερική πλευρά αυτού του οικοδομικού συγκροτήματος περικλειόταν από ένα συνεχή εξωτερικό περίβολο, που διακοπτόταν από δύο εισόδους.

Μία κυκλική οχυρωματική κατασκευή, που προστάτευε τη νότια είσοδο, δείχνει την ανάγκη στοιχειώδους άμυνας, ένα στοιχείο που δεν εμφανίζεται πάλι στους οικισμούς της Κρήτης μέχρι και το τέλος της εποχής του Χαλκού. Οι τοίχοι, που είχαν κατασκευαστεί από ακατέργαστες πέτρες, θυμίζουν την απλή τοιχοδομία της Νεολιθικής περιόδου. Οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν καλυμμένοι με κόκκινο ή καστανό κονίαμα, όπως οι πρωτομινωικές οικίες της Βασιλικής. Η στέγη είχε κατασκευαστεί από καλάμια ενωμένα με λάσπη και τα δάπεδα είχαν σχηματιστεί από πατημένο χώμα.

Στο εσωτερικό του οικισμού δεν υπήρχαν ανεξάρτητα κτίσματα αλλά χώροι που συνδέονταν μεταξύ τους με διαδρόμους, που φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν σε δύο οικοδομικές περιόδους. Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι το οικοδομικό συγκρότημα αποτελείται από πέντε ή έξι ισομεγέθεις οικοδομικές ενότητες, όπου ζούσαν περίπου 50 οικογένειες. Σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση η Μύρτος προσφέρει μια ένδειξη της σχετικής ισοτιμίας της πρωτομινωικής κοινωνίας.

Συγκεκριμένοι χώροι του οικισμού αναγνωρίζονται ως εργαστηριακοί. Ένας από αυτούς αποτελεί το εργαστήριο ενός αγγειοπλάστη, εφόσον εκεί βρέθηκαν πρώιμοι αγγειοπλαστικοί δίσκοι, ενώ σε έναν άλλο γίνονταν υφαντικές εργασίες. Στους αποθηκευτικούς χώρους βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός πιθαριών. Από τον οικισμό της Μύρτου προέρχεται ένα πλήθος από πρωτομινωικά σφραγίσματα και σφραγίδες, μερικές από τις οποίες είναι ημιτελείς. Στο εσωτερικό του οικισμού εντοπίστηκε και ένα από τα πρωιμότερα ιερά της Μινωικής Κρήτης. Στο βωμό αυτού του ιερού βρέθηκε και ένα ιδιότυπο ειδώλιο θεότητας, η θεά της Μύρτου, που κρατά ένα προχυτικό αγγείο.

Αρχιτεκτονική

Oι αρχές της Μινωικής δόμησης έρχονται σε αντίθεση με την αρχιτεκτονική της Αρχαιότητας, η οποία χαρακτηριζόταν από συμμετρία, λιτότητα και σαφήνεια των περιγραμμάτων. H αρχιτεκτονική της Μινωικής Κρήτης είναι πολύπλοκη και σκοτεινή στην ερμηνεία της. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα εμφανίστηκαν κατά τη Μεσομινωική εποχή (1900 π.Χ.) μέσα από μια σειρά αρχιτεκτονικών καινοτομιών, όπως οι κίονες, οι φωταγωγοί, τα πολύθυρα και η προσθήκη ορισμένων αρκετά ιδιόρρυθμων στοιχείων, όπως τα θυρώματα κοντά σε γωνίες, η εναλλαγή κιόνων και πεσσών και οι σκάλες που έστριβαν από όροφο σε όροφο.

Τα στοιχεία της ανακτορικής αρχιτεκτονικής επαναλαμβάνονται στις επαύλεις και τις ιδιωτικές κατοικίες, οι οποίες μοιάζουν συχνά με μικρογραφίες των ανακτόρων. Τα ιδιωτικά κτήρια είναι απλούστερα στο σχεδιασμό τους αλλά και σ’ αυτά ισχύει η ασυμμετρία των προσόψεων, η ποικιλία του ύψους της στέγης και η διαίρεση σε χώρους καθορισμένων χρήσεων. Η βασική τους μορφολογική διαφορά από τα ανάκτορα βρίσκεται στην απουσία της κεντρικής αυλής και στην έλλειψη κεντρικού άξονα, ενός στοιχείου που διατηρήθηκε και στα ιδιωτικά κτήρια της Αρχαιότητας.

Σε ορισμένα ιδιωτικά μεσομινωικά συγκροτήματα, αλλά κυρίως στα ανάκτορα, φαίνεται ότι τα Μινωικά οικοδομήματα ήταν συχνά συγκροτήματα που είχαν δημιουργηθεί με διαδοχικές προσθήκες νέων κτισμάτων. Η πολυπλοκότητα και η διάθεση για συνεχείς επεκτάσεις δε σημαίνει όμως ότι δεν είχε προηγηθεί ένας αρχικός σχεδιασμός. Αυτό φαίνεται καλύτερα στα άριστα σχεδιασμένα συστήματα αποχέτευσης και εξαερισμού και στο σύστημα διαδρόμων που επέτρεπε την άνετη διακίνηση στο εσωτερικό.

H Μινωική αρχιτεκτονική διαπνέεται από τις ίδιες αισθητικές αρχές που κυριαρχούν και στη Μινωική τέχνη. Τα πολύθυρα και οι φωταγωγοί δημιουργούσαν παντού έντονες φωτοσκιάσεις, ενώ η χρωματική ποικιλία και η πλούσια διακόσμηση προκαλούσαν μια ατμόσφαιρα διαρκούς κίνησης. Η εξωτερική όψη των κτηρίων με τις μνημειώδεις εισόδους και τις στέγες σε διάφορα ύψη ήταν εντυπωσιακή και συγχρόνως γραφική. Οι εξωτερικοί όγκοι διαλύονταν στο φως και το χρώμα, τα περιγράμματα ήταν χαλαρά και απόλυτα προσαρμοσμένα στο φυσικό χώρο.

Λόγω της έλλειψης κανονικότητας στο σχεδιασμό των Μινωικών κτηρίων είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί αν οι αρχιτέκτονες της Μινωικής Κρήτης χρησιμοποιούσαν ένα σταθερό σύστημα μέτρησης των αποστάσεων. Ο σχεδιασμός των κτηρίων γινόταν μάλλον με άρτια μέτρα. Οι ειδικές μελέτες που έγιναν στα ανάκτορα έδειξαν την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου συστήματος μέτρησης σ’ αυτά, η μονάδα του οποίου πρέπει να ήταν ανάλογη με τον πόδα, το σταθερό μέτρο που χρησιμοποιούσαν και στην Αρχαιότητα.

Ο Μινωικός πους θα πρέπει να ισοδυναμούσε με 30,36 εκατοστά και οι υποδιαιρέσεις του ακολουθούσαν μάλλον το εξαδικό σύστημα. Είναι πολύ πιθανό ότι το Μινωικό σύστημα μέτρησης των αποστάσεων υιοθετήθηκε αργότερα και από τους Μυκηναίους.

 

– Οικοδομικά Υλικά

Στην οικοδόμηση των Μινωικών κτηρίων χρησιμοποιήθηκαν πολλά διαφορετικά πετρώματα διαφόρων χρωμάτων ώστε το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα, τόσο των εξωτερικών όσο και των εσωτερικών χώρων να χαρακτηρίζεται από έντονη πολυχρωμία. Το κύριο υλικό της τοιχοδομίας ήταν οι λαξευμένοι δόμοι από πωρόλιθο. Άλλα, λιγότερο συνήθη υλικά ήταν οι κροκαλοπαγείς λίθοι, η κουσκουρόπετρα και ο σχιστόλιθος, ενώ ο γυψόλιθος χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την οικοδόμηση πολυτελών κτηρίων. Από λίθινους δόμους ήταν κτισμένοι οι εξωτερικοί και οι εσωτερικοί τοίχοι, ενώ τα κατώφλια ήταν στρωμένα με λίθινες πλάκες.

Διάφορα είδη μαρμάρου διακοσμούσαν μικρότερες επιφάνειες πολυτελών χώρων, δάπεδα, βάσεις κιόνων και επενδύσεις τοίχων. Ως συνδετικό υλικό μεταξύ των δόμων χρησιμοποιόταν πηλός ανακατεμένος με χαλίκια, όστρακα και άχυρο. Οι εξωτερικοί τοίχοι, που ήταν κτισμένοι με μεγαλύτερη επιμέλεια από τους εσωτερικούς, ήταν συνήθως στεγανοποιημένοι με πηλόχωμα. Οι εσωτερικοί τοίχοι καλύπτονταν από χρωματιστά ασβεστοκονιάματα, τα οποία στα σημαντικότερα διαμερίσματα ήταν διακοσμημένα μετοιχογραφίες υψηλής ποιότητας.

Στην τοιχοδομία χρησιμοποιήθηκε και αρκετό ξύλο, παρόλο που η ξυλεία δεν ήταν άφθονη στην Κρήτη. Το ξύλο εξασφάλιζε την ελαστικότητα των κτηρίων και κατά συνέπεια την προστασία τους από τους σεισμούς. Ξυλεία χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την κατασκευή κιόνων, παραστάδων και θυρωμάτων και ως στήριγμα της οροφής και των δαπέδων. Από ξύλο κατασκευάζονταν συχνά τα κλιμακοστάσια, ενώ οι ξύλινες επενδύσεις των τοίχων χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές ως φθηνό υποκατάστατο της ορθομαρμάρωσης.

Ξύλινα τμήματα σε οικοδομήματα δεν έχουν διατηρηθεί, αλλά αναπαριστώνται συχνά με λεπτομέρεια στην τέχνη. Τα δάπεδα παρουσίαζαν επίσης έντονη πολυχρωμία, καθώς οι λίθινες πλάκες συνδυάζονταν με χρωματιστά κονιάματα ή βοτσαλωτές επιφάνειες. Τα δάπεδα των ισογείων ήταν συχνά στρωμένα με χαλικάσβεστο, ενώ πολλές φορές μεταξύ των πλακών δημιουργούνταν διάχωρα γεμισμένα με φθαρτά υλικά. Αν και δεν υπάρχουν αρκετά αποδεικτικά στοιχεία για τη χρήση άλλων υλικών, θεωρείται πολύ πιθανό να είχε χρησιμοποιηθεί και το μέταλλο σε οικοδομικές λεπτομέρειες αλλά καιυφάσματα για την κάλυψη των πολυθύρων.

– Ο Οικισμός των Αρχανών

Από ένα αστικό κτήριο των Αρχανών που χρονολογείται στη Μεσομινωική IIIA περίοδο, προέρχεται ένα πήλινο ομοίωμα σπιτιού, ο λεγόμενος οικίσκος των Αρχανών. Τα συνευρήματα του οικίσκου, που ήταν εργαλεία και ανεπεξέργαστες πρώτες ύλες, δίνουν κάποιες ενδείξεις για τη λειτουργία του συγκεκριμένου χώρου ως εργαστήριο.

Ο οικίσκος αναπαριστά ένα διώροφο σπίτι με εσωτερική σκεπαστή αυλή στο ισόγειο και ένα δώμα με προεξέχουσα βεράντα στον πρώτο όροφο. Η οροφή του ισογείου και το δώμα στηρίζονταν με κίονες. Στο ισόγειο υπάρχουν 2 δωμάτια με παράθυρα που περικλείονται από ξύλινα πλαίσια. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του οικίσκου ανταποκρίνονται στις απεικονίσεις μινωικών κτηρίων στην τοιχογραφία του στόλου από το Ακρωτήρι της Θήρας και στις προσόψεις σπιτιών του μωσαϊκού της πόλης.

 

Ανάκτορα

Τα ανάκτορα ήταν τα κέντρα της πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής ζωής της μινωικής Κρήτης κατά τη δεύτερη χιλιετία π.X. και η ζωή τους διήρκεσε περίπου 600 χρόνια. Τα κυριότερα ανάκτορα κτίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, γύρω στο 1900 π.X., σε ήδη ακμαία αστικά κέντρα, όπως η Κνωσός, η Φαιστός και τα Μάλια, που βρίσκονταν στο μέσο εύφορων πεδιάδων ή σε σημαντικά για το εξωτερικό εμπόριο λιμάνια, όπως η Ζάκρος.

Εκτός από τα τέσσερα σημαντικότερα ανακτορικά κέντρα της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου, υπήρχαν και μικρότερης εμβέλειας και σημασίας ανάκτορα, που είχαν υπό τον έλεγχό τους μικρότερες περιοχές, όπως οι Αρχάνες και τα Χανιά. Μερικά εκτεταμένα αρχιτεκτονικά συγκροτήματα, όπως της Αγίας Τριάδας, των Γουρνιών ή το μικρό ανάκτορο της Κνωσού, δεν είναι ακόμη επαρκώς ερευνημένα ή παρουσιάζουν ανάμικτα αρχιτεκτονικά στοιχεία ώστε να μπορούν να καταταχθούν με ασφάλεια στην κατηγορία των ανακτόρων ή των επαύλεων, που αποτελεί μία άλλη χαρακτηριστική μορφή της μινωικής οικιστικής παράδοσης.

Κατά τη μακρά διάρκεια της Μινωικής εποχής τα ανάκτορα υπέστησαν δύο μεγάλες καταστροφές που σηματοδότησαν νέες εξελίξεις στο Μινωικό πολιτισμό. Η πρώτη καταστροφή προκλήθηκε από σεισμό στο τέλος της Πρωτοανακτορικής εποχής, γύρω στο 1700 π.X. Σχετικά σύντομα μετά από αυτή την καταστροφή, τα ανάκτορα ξανακτίστηκαν από τους Μινωίτες και πέρασαν στη δεύτερη, λαμπρότερή τους περίοδο, τη Νεοανακτορική. Σεισμικές μάλλον δονήσεις και πάλι, κατέστρεψαν γύρω στο 1450 π.X. οριστικά τα Μινωικά ανάκτορα.

Μετά από αυτή την καταστροφή, κατά τη Μετανακτορική περίοδο, και ενώ η κεντρική εξουσία βρέθηκε αποδυναμωμένη, τα περισσότερα ανακτορικά κέντρα εγκαταλείφθηκαν και μόνο στο ανάκτορο της Κνωσού συνεχίστηκε η κατοίκηση μέχρι τη Μυκηναϊκή κυριαρχία. Τα ερείπια των ανακτόρων που είναι σήμερα ορατά και επισκέψιμα ανήκουν στη δεύτερη ανακτορική περίοδο. Η ανακτορική αρχιτεκτονική αντικατοπτρίζει τις ανάγκες μίας ιεραρχημένης και συγκεντρωτικής κοινωνίας, όπου όλες οι διαδικασίες ήταν απόλυτα καθορισμένες.

Στο σχεδιασμό και τη λειτουργικότητά τους υπάρχουν έμμεσες αναφορές στα ανάκτορα της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, από όπου οι Μινωίτες δανείστηκαν συγκεκριμένα στοιχεία, που όμως στη συνέχεια προσάρμοσαν στο φυσικό περιβάλλον της Κρήτης και τις απαιτήσεις της μινωικής κοινωνίας. Ο σχεδιασμός και η κατασκευή των ανακτόρων εμφανίζουν κοινά στοιχεία που ακολουzθούνται πιστά, με εξαίρεση κάποιες ιδιομορφίες που διαμορφώθηκαν μάλλον ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε εγκατάστασης ή του εκάστοτε άρχοντα.

Τα ανάκτορα αποτελούνταν από πολυώροφα διαμερίσματα, που ήταν διαρθρωμένα σε τέσσερις πτέρυγες γύρω από μία τεράστια ορθογώνια κεντρική αυλή. Διέθεταν μεγάλες αίθουσες υποδοχών και συνεστιάσεων, ιερά με ειδικές εγκαταστάσεις τελετουργιών, εργαστήρια, αποθήκες όπου συσσωρευόταν το πλεόνασμα της περιφέρειας, αλλά και πολυτελή διαμερίσματα, όπου μάλλον κατοικούσαν οι βασιλείς-αρχιερείς. Στους εξωτερικούς χώρους των ανακτόρων υπήρχαν πλακοστρωμένες αυλές και θεατρικοί χώροι για τις δημόσιες τελετές και συναθροίσεις.

Τα ανάκτορα, αν και ήταν τα διοικητικά και οικονομικά κέντρα της μινωικής Κρήτης, όπου κατοικούσαν σίγουρα οι πολιτικοί ή και θρησκευτικοί ηγέτες και φυλάσσονταν πολύτιμοι θησαυροί, δεν ήταν οχυρωμένα, πράγμα που υποδεικνύει το αίσθημα ασφάλειας της ανακτορικής κοινωνίας στο εσωτερικό του νησιού.

– Ανακτορική Αρχιτεκτονική

Από όλα τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά δεδομένα και από τις συγκρίσεις μεταξύ των διαφόρων ανακτορικών κέντρων προκύπτει ότι η οικοδόμηση των ανακτόρων έγινε βάσει συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού σχεδίου και με προκαθορισμένο διακοσμητικό πρόγραμμα. Εξαίρεση αποτελεί ίσως το ανάκτορο της Κνωσού, το οποίο φαίνεται ότι προέκυψε εν μέρει από τη συνένωση προϋπαρχόντων σημαντικών κτηρίων της πόλης. Ένα από τα βασικά κοινά στοιχεία όλων των ανακτορικών συγκροτημάτων ήταν η τεράστια κεντρική αυλή, που αποτελούσε το λειτουργικό πυρήνα του ανακτόρου.

Η κεντρική αυλή είχε παραλληλόγραμμο σχήμα και προσανατολισμό από βορρά προς νότο. Tα δύο αυτά στοιχεία των αυλών, το σχήμα και ο προσανατολισμός, για κάποιους μάλλον σοβαρούς, αλλά σε μας άγνωστους λόγους ακολουθούνταν πιστά και χωρίς καμία εξαίρεση. Γύρω από την κεντρική αυλή αναπτύσσονταν με δαιδαλώδη τρόπο μικρότερα διαμερίσματα διαφόρων χρήσεων. Η μετακίνηση ανάμεσα στους πολυάριθμους χώρους του ανακτόρου εξασφαλιζόταν με διαδρόμους, φωταγωγούς, εξώστες και πολύθυρα, τα οποία εξασφάλιζαν επίσης τον αερισμό και το φυσικό φωτισμό των εσωτερικών διαμερισμάτων.

Η εξαιρετικά πολύπλοκη μορφή των Μινωικών ανακτόρων έμεινε παροιμιώδης στην ιστορία, ώστε από εκεί να προέρχονται οι σημερινές λέξεις δαιλαδώδης και λαβύρινθος, που παραπέμπουν αντίστοιχα στο μυθικό αρχιτέκτονα του ανακτόρου της Κνωσού, Δαίδαλο, και την κατοικία των λάβρεων, δηλαδή των διπλών πελέκεων. Η ύπαρξη δύο ή τριών ορόφων στα ανάκτορα διαπιστώνεται από την ύπαρξη κλιμακοστασίων, από τους ιδιαίτερα παχείς τοίχους του ισογείου, αλλά και από ομοιογενείς ομάδες ευρημάτων, που θα πρέπει να έπεσαν στο ισόγειο μετά την κατάρρευση των επάνω ορόφων. Τα κλιμακοστάσια είχαν άνετα, χαμηλά σκαλιά και φαρδιά πλατύσκαλα σχήματος Π.

Στο ισόγειο βρίσκονταν διαμερίσματα με αίθουσες υποδοχής, μαγειρεία, αποθηκευτικούς χώρους, αλλά και χώροι λατρείας. Στους επάνω ορόφους βρίσκονταν οι χώροι κατοικίας, συμποσίων και εργαστηρίων υφαντουργίας, λιθοτεχνίας, ίσως και κεραμικά εργαστήρια. Στoυς εργαστηριακούς χώρους βρίσκονταν ακόμη και λατρευτικoί χώροι με κόγχες και ιερούς αποθέτες. Οι ιεροί χώροι στα ανάκτορα αναγνωρίζονται από τα κτιστά θρανία, όπου τοποθετούνταν οι προσφορές των πιστών, και τους βωμούς που μερικές φορές έφεραν αυλάκια για την απομάκρυνση των υγρών υπολοίπων των θυσιών.

Τέτοιοι χώροι υπήρχαν σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα των ανακτόρων ανεξάρτητα από το χαρακτήρα τους, όπως επίσης και στην κεντρική αυλή, όπου οι κτιστές εξέδρες μαρτυρούν την τέλεση κοινωνικών εκδηλώσεων ιερού χαρακτήρα. Παρά τo γενικά ομοιόμορφο χαρακτήρα της ανακτορικής αρχιτεκτονικής μερικά στοιχεία, όπως οι κίονες δείχνουν μεγάλη ποικιλομορφία. Ήταν ξύλινοι με λίθινες βάσεις και το πάχος τους μειωνόταν προς το κάτω μέρος. Τα κιονόκρανα απαντούν σε πολλές διαφορετικές μορφές, χρωματισμούς και διακοσμήσεις.

 

– Ανακτορικές Αποθήκες

Όλα τα Μινωικά ανάκτορα διέθεταν ειδικά σχεδιασμένους χώρους για την αποθήκευση των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων, που συλλέγονταν από την επαρχία. Οι ανακτορικές αποθήκες ήταν στενοί χώροι σε παράλληλη διάταξη, γεμάτοι από τεράστια πιθάρια και βρίσκονταν συνήθως στη δυτική ισόγεια πτέρυγα, κοντά στην είσοδο. Κατά μία άποψη, η θέση των αποθηκών στη δυτική αυλή δεν ήταν τυχαία, αλλά στόχευε έμμεσα στην επίδειξη του οικονομικού κύρους, κατά τις συγκεντρώσεις του πλήθους στο θεατρικό χώρο.

Οι αποθήκες αυτές συνδέονταν με ένα διάδρομο, ο οποίος διέθετε έναν ευρύχωρο προθάλαμο, όπου γινόταν ίσως ο έλεγχος των προϊόντων και η αρχειοθέτηση. Οι πιο εκτεταμένες αποθήκες, που έχουν βρεθεί σε μινωικό ανάκτορο είναι αυτές της Κνωσού, όπου υπολογίζεται ότι υπήρχαν συνολικά 420 πιθάρια (με χωρητικότητα 246.000 λίτρα περίπου) και ερμάρια για τη φύλαξη των πολύτιμων προϊόντων. Στη δυτική πτέρυγα, ένας μακρύς διάδρομος, παράλληλος με τον άξονα της κεντρικής αυλής, συνέδεε πολλές στενόμακρες αποθήκες.

Οι αποθήκες, όπου συγκεντρωνόταν όλο μάλλον το αγροτικό πλεόνασμα της επικράτειας των ανακτόρων, όπως και άλλα πολύτιμα αγαθά με εμπορική αξία, φανερώνουν το συγκεντρωτικό χαρακτήρα της ανακτορικής οικονομίας. Το οργανωμένο σύστημα αποθήκευσης εξυπηρετούσε και την πληρωμή φόρων των πολιτών, που γινόταν, όπως και όλες οι υπόλοιπες συναλλαγές, σε είδος.

Εκτός από τους χώρους στο εσωτερικό των ανακτόρων, αποθήκες σιτηρών θεωρούνται και οι χαρακτηριστικές κατασκευές, που ονομάζονται κουλούρες και είναι γνωστές από τις αυλές του ανακτόρου της Κνωσού και των Μαλίων. Αυτές οι κατασκευές, αν και το περιεχόμενό τους δεν οδηγεί σε σαφείς ερμηνείες, αναφέρονται συχνά ως μία πρώιμη μορφή αποθηκών που θυμίζει τις Αιγυπτιακές σιταποθήκες.

– Ανακτορικά Ιερά

Oι ιεροί χώροι των ανακτόρων αναγνωρίζονται από συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία που ήταν σχεδιασμένα για να εξυπηρετούν τις ιερές τελετές, όπως οι δεξαμενές καθαρμών, οι ιερές κρύπτες, τα θρανία, οι κόγχες και οι πεσσοί. Στην Κνωσό η συχνή επίστεψη οικοδομικών μελών με λίθινα ιερά κέρατα, τα θρησκευτικά θέματα των τοιχογραφιών και τα λιθοξοϊκά χαράγματα του διπλού πελέκεως αποτελούν ενδείξεις ότι ολόκληρος ο χώρος του ανακτόρου χαρακτηριζόταν από ιερότητα.

Εκτός από αυτά τα στοιχεία που απαντούν σε πολλά κτίσματα, υπήρχαν και ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για θρησκευτικές τελετουργίες. Ήδη από τους παλαιοανακτορικούς χρόνους, κάνει την εμφάνισή του στο ανάκτορο της Φαιστού το τριμερές ιερό. Αυτό το οικοδόμημα αποτελείται από τρία μικρά, συνεχόμενα δωμάτια. Tο κεντρικό δωμάτιο είχε μάλλον μεγαλύτερο ύψος από τα άλλα δύο, όπως δείχνουν οι απεικονίσεις, που είναι γνωστές από τους νεοανακτορικούς χρόνους. Πίσω από το κεντρικό δωμάτιο υπήρχε ένα μικρότερο, με τράπεζα προσφορών και ένα κοίλωμα στο δάπεδο για να συγκεντρώνονται οι σπονδές.

Στο εσωτερικό του ιερού υπήρχαν θρανία και ποικίλα σκεύη για την προετοιμασία λατρευτικών τελετών. Ανάμεσα στα κινητά ευρήματα βρέθηκαν λίθινες και πήλινες τράπεζες προσφορών και μικροί βωμοί. Στο εξωτερικό παρατηρήθηκε ένα λάξευμα, όπου βρέθηκε τέφρα και οστά ζώων, και όπου πιθανότατα γίνονταν θυσίες. Στη δυτική πτέρυγα της Κνωσού υπήρχε ένα πιο οργανωμένο σύστημα χώρων με ιερές κρύπτες, περίστυλους χώρους, δεξαμενές καθαρμών και ιερά θησαυροφυλάκια, ενώ η χαρακτηριστική τριμερής διάταξη παρατηρήθηκε μόνο σε ένα μικρό τμήμα της δυτικής πρόσοψης.

Οι ιερές δεξαμενές ή δεξαμενές καθαρμών ήταν μικρά δωμάτια με χαμηλότερο δάπεδο, όπου κατέβαινε κανείς με σκαλιά. Αρχικά οι χώροι αυτοί ερμηνεύτηκαν ως λουτρά. Η εκδοχή αυτή είναι όμως πρακτικά αδύνατη, εφόσον λείπει από αυτές εντελώς η αποχέτευση. Το γεγονός ότι στο εσωτερικό τους βρέθηκαν αγγεία προχυτικά και περίτεχνα τελετουργικά σκεύη δείχνει ότι γίνονταν σπονδές και τελετουργικοί καθαρμοί. Οι κρύπτες είναι χώροι λατρείας των ανακτόρων, αν και έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για την ιερότητά τους. Στο κεντρικό τους τμήμα δεσπόζει ένας τετράγωνος πεσσός.

Οι κρύπτες είναι πολύ μικρές σε διαστάσεις ώστε να δικαιολογείται η παρουσία των κεντρικών πεσσών για στατικούς λόγους. Ίσως ο πεσσός να αποτελούσε το αντικείμενο λατρείας, που συμβόλιζε σ’ αυτή την περίπτωση το ιερό δέντρο, όπως δείχνουν κάποια παραδείγματα λιθολατρείας και ανεικονικής θρησκείας από άλλους πολιτισμούς. Σε μινωική άλλωστε κατοικία στο λόφο Γυψάδες της Κνωσού βρέθηκαν διακόσια περίπου κωνικά κύπελλα, ίσως με ιερές προσφορές, γύρω από τον κεντρικό πεσσό.

Στις κρύπτες του ανακτόρου της Κνωσού εξάλλου, βρέθηκαν οστά ζώων, ενώ σε στύλους είχαν χαραχθεί διπλοί πελέκεις. Βάσεις διπλών πελέκεων βρέθηκαν και κοντά στους πεσσούς, όπως επίσης αυλάκια για τα υγρά των θυσιών. Οι χώροι επάνω από τις κρύπτες χαρακτηρίζονται επίσης ιεροί, είχαν όμως συνηθισμένους κίονες. Επάνω από τις κρύπτες της δυτικής πτέρυγας της Κνωσού υπήρχε ένας χώρος με τρεις κίονες, στον οποίο αναγνωρίζεται το τρικιόνιο ιερό, που απεικονίζεται συχνά στις τοιχογραφίες.

Ένα πήλινο ομοίωμα κτηρίου από την Kνωσό δείχνει τρεις κίονες, επάνω στους οποίους κάθονται πουλιά, ίσως σε μία σκηνή θεοφάνειας. Πολλές φορές στη μινωική τέχνη απεικονίζονται ζώα και μυθικά όντα να περιβάλλουν κίονες. Λιθοξοϊκά χαράγματα ιερών κόμβων και διπλών πελέκεων στους κίονες δείχνουν ότι και αυτοί είχαν λατρευτική σημασία.

 

– Κνωσός

Το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού κτίστηκε γύρω στο 2000 π.X. στο νότιο άκρο της μεσομινωικής πόλης και καταστράφηκε από σεισμό γύρω στο 1900 π.X. Στη θέση του κτίστηκε σχεδόν αμέσως ένα νέο, λαμπρότερο ανάκτορο, που υπέστη όμως μία δεύτερη καταστροφή το 1700 π.X. Μετά τη δεύτερη καταστροφή του δεν εγκαταλείφθηκε, όπως τα υπόλοιπα ανάκτορα της Κρήτης, αλλά συνέχισε να κατοικείται και κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της Κνωσού από τους Μυκηναίους, ως ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της Μυκηναϊκής επικράτειας. Το ανάκτορο της Κνωσού είναι το μεγαλύτερο στη Μινωική Κρήτη.

Συγκεκριμένα, είναι κατά δύο φορές μεγαλύτερο από το ανάκτορο της Φαιστού και των Μαλίων, τέσσερις φορές από εκείνο της Ζάκρου και επτά φορές από το ανακτορικό κέντρο των Γουρνιών. Σε αντίθεση από τη Φαιστό και τα Μάλια, που παρουσιάζουν ενιαίο σχεδιασμό, το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού δε φαίνεται να έχει κτιστεί σε μία σύντομη περίοδο, αλλά σε διαδοχικά στάδια, ίσως με την ενοποίηση σημαντικών κτηρίων της προανακτορικής εποχής. Στο σχεδιασμό του αποφεύχθηκαν γενικά οι ευθείς διάδρομοι, ενώ παρατηρείται πολύ συχνά η χρήση γωνιών και ψευδοεισόδων.

Τα στοιχεία αυτά, μαζί με την πολύπλοκη αρχιτεκτονική του σύλληψη, δικαιολογούν τον κρητικό μύθο του Λαβύρινθου. Όπως και στα άλλα μινωικά ανάκτορα, τα διαμερίσματα του ανακτόρου της Κνωσού αναπτύσσονται γύρω από μία μεγάλη κεντρική αυλή. (Στο κέντρο του ανακτόρου της Κνωσού βρισκόταν η κεντρική αυλή, στην οποία είχαν θέα και πρόσβαση τα υπόλοιπα διαμερίσματα. Σε όλη την επιφάνεια της αυλής ανυψωμένοι και διασταυρούμενοι διάδρομοι οδηγούσαν τον επισκέπτη σε διαφορετικά σημεία του ανακτόρου.

Οι διάδρομοι αυτοί ερμηνεύτηκαν ως απλοί τρόποι πρόσβασης στο εσωτερικό του ανακτόρου αλλά και ως τελετουργικοί διάδρομοι στις διάφορες κοινωνικές και θρησκευτικές εκδηλώσεις). Στη βόρεια και τη δυτική πλευρά βρίσκεται η δυτική αυλή (Η κατασκευή της δυτικής αυλής του ανακτόρου της Κνωσού τοποθετείται χρονολογικά στην Μεσομινωική II περίοδο. Η αυλή διασχίζεται από ανυψωμένους διαδρόμους και φθάνει ως στο θεατρικό χώρο, περνώντας από τη δυτική πρόσοψη του παλαιού ανακτόρου. Στα μισά αυτής της απόστασης υπάρχει η βάση ενός βωμού. Σ’ αυτή την πλευρά βρισκόταν και η κύρια είσοδος του ανακτόρου.

Το περυψωμένο πλακόστρωτο της δυτικής αυλής οδηγούσε τον επισκέπτη στη δυτική είσοδο ή στο θεατρικό χώρο. Στη δυτική αυλή δεσπόζει η πρόσοψη του νέου ανακτόρου, στην οποία διατηρούνται και ορισμένοι δόμοι της πρόσοψης του παλαιού. Σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι η πρόσοψη του νέου ανακτόρου μετατέθηκε ελαφρά προς τα πίσω και μπροστά της τοποθετήθηκε ένας βωμός. Η δυτική πρόσοψη κατασκευάστηκε από γυψολιθικές πλάκες, υλικό που είχε προφανώς μεταφερθεί εκεί από το γειτονικό λόφο Γυψάδες. Oι δόμοι ήταν συνδεμένοι μεταξύ τους με ξυλοδεσιά και σε μερικούς από αυτούς εντοπίστηκαν χαράγματα διπλών πελέκεων και άλλωνιερών συμβόλων.

Στη δυτική αυλή του ανακτόρου αλλά και στο βόρειο άκρο του βρίσκονται τρεις πανομοιότυπες λίθινες κατασκευές, που λόγω του κυκλικού σχήματός τους ονομάζονται κουλούρες. Στον πυθμένα τους διακρίνονται ακόμη τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της τελευταίας Προανακτορικής περιόδου. Στο εσωτερικό των κατασκευών αυτών βρέθηκαν μόνον όστρακα και άλλα συνηθισμένα απορρίμματα του οικισμού, έτσι ώστε να μην παρέχονται σαφείς πληροφορίες για τη χρήση τους. Οι κουλούρες, που υπάρχουν και στο ανάκτορο των Μαλίων, ήταν μάλλον σιταποθήκες.) και ο θεατρικός χώρος.

Η πρόσβαση στο εσωτερικό του ανακτόρου γινόταν από τρεις εισόδους (Στο κέντρο του ανακτόρου της Κνωσού οδηγούσαν τρεις είσοδοι, η βόρεια, η δυτική και η νότια. Η βόρεια είσοδος οδηγούσε στο ανάκτορο από το θεατρικό χώρο. Στη δυτική είσοδο βρισκόταν μάλλον ένα φυλάκιο, όπου γινόταν ο έλεγχος των εισερχομένων. Από εκεί ξεκινούσε κι ένας διάδρομος με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, που οδηγούσε στους κεντρικούς χώρους του ανακτόρου. Η δυτική είσοδος είχε εκτός από λειτουργική και τελετουργική χρήση. Από αυτήν εισέρχονταν οι επισκέπτες που προσέφεραν τιμές στον άνακτα ή την αρχιέρεια.

Μία τέτοια σκηνή αναπαριστά η τοιχογραφία του πομπικού διαδρόμου, όπου απεικονίζονται επισκέπτες, οι οποίοι προχωρώντας κατά μήκος του διαδρόμου φέρουν πολύτιμα δώρα στον άνακτα ή τη θεά του λαβύρινθου. Η κύρια νοτιοδυτική είσοδος, που θα πρέπει να ήταν πολύ επιβλητική, καλυπτόταν από ένα στέγαστρο με περιστύλιο. Στην τοιχογραφία του νότιου προπύλου απεικονίζονται κατ’ ανάλογο τρόπο με τη δυτική είσοδο οι φέροντες κύπελλα.) που βρίσκονταν στη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά.

Στις πτέρυγες γύρω από την κεντρική αυλή υπήρχαν δωμάτια διαφόρων χρήσεων, όπως ιδιωτικά διαμερίσματα (Το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του ανακτόρου της Κνωσού είναι το νοτιοανατολικό, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τον Evans ως συγκρότημα ιδιωτικών διαμερισμάτων ή και κατοικία της βασιλικής οικογένειας. Ένα σχετικά μικρό διαμέρισμα αυτής της πτέρυγας ονομάζεται μέγαρο της βασίλισσας. Σε αυτό ανήκαν μερικά μικρότερα δωμάτια, ένα λουτρό και μία τουαλέτα. Οι τοίχοι του κύριου δωματίου ήταν διακοσμημένοι με αλαβάστρινες επενδύσεις και τοιχογραφίες.

Ένα σύμπλεγμα μικρότερων δωματίων στη νότια πλευρά του μεγάρου της βασίλισσας, που διέθετε δύο λουτρά, χαρακτηρίζεται ως χώρος φιλοξενίας επισκεπτών.), χώροι υποδοχής (Η αίθουσα του θρόνου της Κνωσού βρισκόταν στη βόρεια πλευρά των ιερών διαμερισμάτων. Η είσοδος σε αυτήν γινόταν από την κεντρική αυλή με ένα τετραπλό πολύθυρο και τέσσερα σκαλιά. Στη μία μακριά πλευρά της αίθουσας αυτής δέσποζε ένας λίθινος θρόνος, που είχε κατασκευαστεί έτσι ώστε να μιμείται ξύλο. Μία τοιχογραφία παρουσίαζε ένα ζευγάρι γρύπες να πλαισιώνουν το θρόνο.

Στην απέναντι πλευρά βρισκόταν μία δεξαμενή καθαρμών, υποδηλώνει τον ιερό χαρακτήρα του χώρου. Η αίθουσα του θρόνου αποτελεί ένα μοναδικό εύρημα με καθαρά μινωικό χαρακτήρα, αν και παρατηρούνται ομοιότητες με το Μυκηναϊκό μέγαρο, όπως είναι γνωστό από το ανάκτορο της Πύλου. Ο θρόνος θεωρήθηκε η έδρα του Μίνωα και η αίθουσα του θρόνου ως η αίθουσα ακροάσεων των υπηκόων.

Νεότερες ερμηνείες ωστόσο, που λαμβάνουν υπόψη το θεοκρατικό χαρακτήρα της ηγεσίας στη μινωική Κρήτη, τείνουν να χαρακτηρίσουν το θρόνο ως ιερατικό και όχι ως θρόνο του Μινωίτη ηγέτη.), αποθήκες, εργαστήρια και ιερά, ενώ ο προσδιορισμός της χρήσης πολλών από τους χώρους δεν είναι ακόμη σίγουρος. Η δυτική πτέρυγα είναι καλά διατηρημένη και παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την αντίστοιχη πτέρυγα του ανακτόρου της Φαιστού, ενώ η ανατολική σώζεται σε κακή κατάσταση.

Το ανατολικό τμήμα καταλαμβανόταν από χώρους εργαστηριακούς και αποθηκών. Ορισμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, όπως τα κλιμακοστάσια, οι ογκώδεις κίονες και το πεσμένο οικοδομικό υλικό δείχνουν ότι υπήρχε δεύτερος ή ίσως και τρίτος όροφος.

 

– Φαιστός

Η Φαιστός βρίσκεται στο κέντρο της εύφορης κοιλάδας της Μεσαράς. Το ανάκτορό της θεωρείται το αισθητικά αρτιότερο από τα Μινωικά ανάκτορα, αν όχι από όλα τα ανάκτορα της Μέσης Ανατολής. Βρίσκεται σε ένα τεχνητά ισοπεδωμένο λόφο, στοιχείο που αποτελεί εξαίρεση, συγκρινόμενο με τα υπόλοιπα. Οι λόγοι οικοδόμησής του σε αυτή τη θέση δεν αναζητούνται τόσο στην ανάγκη ασφάλειας, όσο στο κύρος που έδινε η πανοραμική θέα της κοιλάδας και της ιερής κορυφής της Ίδης.

Το πρώτο ανάκτορο της Φαιστού κτίστηκε γύρω στο 2000 π.X. με ενιαίο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Τα λείψανα αυτού του πρώτου ανακτόρου διατηρούνται πολύ καλύτερα από τα αντίστοιχα της Κνωσού. Από το συνολικό χαρακτήρα της εγκατάστασης, τα κλιμακοστάσια και τα πεσμένα οικοδομικά και διακοσμητικά υλικά είναι βέβαιη η ύπαρξη ενός δευτέρου ορόφου, ενώ δεν αποκλείεται και η ύπαρξη τρίτου. Στα δυτικά του ανακτόρου δύο αυλές που συνδέονταν μεταξύ τους με πλατιές σκάλες αποτελούν το θεατρικό χώρο του ανακτόρου.

Από εκεί μια πολύ πλατιά σκάλα οδηγούσε σε διαδοχικούς προθαλάμους με κιονοστοιχίες και ένα φωταγωγό. Από εκεί μπορούσε κανείς να οδηγηθεί στην κεντρική αυλή ή σε έναν περίστυλο χώρο. Ανάμεσα στην κεντρική είσοδο και την κεντρική αυλή υπήρχαν δύο σειρές αποθηκών με κοινό προθάλαμο. Στη βόρεια πλευρά της κεντρικής αυλής βρισκόταν μία μικρότερη πλακοστρωμένη αυλή και ένας στενός διάδρομος, ενώ δυτικότερα βρισκόταν μία άλλη, στεγασμένη. Τα διαμερίσματα της εισόδου στην κεντρική αυλή ήταν στρωμένα με πλάκες και είχαν ένα δεύτερο όροφο.

Στα ανατολικά αυτού του τμήματος υπήρχε ένα πολύθυρο. Στο εσωτερικό της κεντρικής αυλής μάλλον ήταν αναρτημένοι ιστοί σημαιών, ανάλογοι με εκείνους που αποδίδονται στην ανάγλυφη παράσταση του ρυτού της Ζάκρου, ενώ στο κέντρο της ανατολικής βρισκόταν ένας κλίβανος. Στη βόρεια πτέρυγα του ανακτόρου βρίσκονταν τα βασιλικά διαμερίσματα, η πρόσβαση στα οποία γινόταν από σκάλα που ξεκινούσε από μία περίστυλη αυλή. Στην ανατολική πτέρυγα παρατηρείται παρόμοια διάταξη με τα βασιλικά διαμερίσματα που θα ήταν κατάλληλα για κατοίκηση τους χειμερινούς μήνες.

Εκεί βρισκόταν μία μεγάλη αίθουσα που διέθετε δικό της λουτρό και στεγασμένη βεράντα και ονομάζεται συμβατικά δωμάτιο της βασίλισσας. Τα υπόλοιπα δωμάτια της ανατολικής πτέρυγας προορίζονταν μάλλον, όπως στην Κνωσό και τα Μάλια, για το υπηρετικό προσωπικό και διέθεταν δική τους, ανεξάρτητη έξοδο.

Μία σειρά κιόνων στη δυτική πτέρυγα δείχνει την ύπαρξη ενός τεράστιου δωματίου με μεσημβρινό προσανατολισμό. Η γυψολιθική επένδυση των τοίχων και του δαπέδου, καθώς και οι κόγχες σε τρεις από τους τοίχους του, υποδηλώνουν τη λειτουργία ενός πολύ σημαντικού χώρου. Δύο άλλα δωμάτια είχαν λατρευτική χρήση, ενώ δύο χώροι με ατομικά λουτρά και κοινή αίθουσα έχουν χαρακτηριστεί ως δωμάτια φιλοξενίας.

– Ζάκρος

Το ανάκτορο της Ζάκρου είναι το τέταρτο σε μέγεθος Μινωικό ανάκτορο και βρίσκεται στο κέντρο μίας εύφορης κοιλάδας, στο ομώνυμο λιμάνι της ανατολικής ακτής. Το λιμάνι της Ζάκρου θα πρέπει να ήταν ένα από τα πιο σημαντικά της Μινωικής Κρήτης, λόγω της θέσης του που επέτρεπε την άμεση επικοινωνία με τον κόσμο της Ανατολής. Αντίθετα η περιοχή ήταν γεωγραφικά απομονωμένη από την κεντρική περιοχή της Κρήτης λόγω των οροσειρών της Σητείας.

Το ανακτορικό συγκρότημα κτίστηκε γύρω στο 2000 π.X. στο μέσο ενός οικισμού και καταστράφηκε γύρω στο 1400 π.X. ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα ανάκτορα της δεύτερης Ανακτορικής περιόδου. Η γενική εικόνα της κατασκευής του ανακτόρου, που είναι κτισμένο από ντόπιους πωρολιθικούς δόμους, εμφανίζεται προχειρότερη από τα ανάκτορα της κεντρικής Κρήτης. Ο σχεδιασμός του όμως παρουσιάζει πολλά κοινά αρχιτεκτονικά στοιχεία με τα υπόλοιπα ανάκτορα, όπως την κεντρική αυλή, τα σύνθετα διαμερίσματα που αναπτύσσονται σε τέσσερις πτέρυγες και το άριστα σχεδιασμένο αποχετευτικό σύστημα.

Η κεντρική αυλή είναι μικρότερη σε σύγκριση με αυτές των υπολοίπων ανακτόρων και ο προσανατολισμός της έχει μία ελαφριά κλίση προς τα βορειοανατολικά. Η πρόσβαση στο ανάκτορο ήταν δυνατή από τέσσερις εισόδους. Η κυριότερη είσοδος βρισκόταν στα βορειοανατολικά, δηλαδή από την πλευρά του λιμανιού. Η είσοδος αυτή οδηγούσε στην κεντρική αυλή μέσω ενός βαθμιδωτού διαδρόμου. Στη δυτική πτέρυγα βρίσκονταν τα δημόσια διαμερίσματα που είχαν διακοσμημένα δάπεδα, ένα δωμάτιο συνεστιάσεων, μία μεγάλη αίθουσα τελετουργιών με τοίχους διακοσμημένους με χρωματιστό κονίαμα και δεξαμενές καθαρμών, και ένα ιερό θησαυροφυλάκιο.

Στην ίδια πτέρυγα βρισκόταν και το αρχείο, όπου βρέθηκαν πινακίδες Γραμμικής Β γραφής, αποθήκες και εργαστήρια. Στην ανατολική πτέρυγα βρίσκονταν τα ιδιωτικά διαμερίσματα, που συνδέονταν με πολύθυρα, και μία δεξαμενή καθαρμών. Στη νότια πτέρυγα υπήρχε ένα συγκρότημα εργαστηρίων λιθοτεχνίας, ελεφαντουργίας, επεξεργασίας φαγεντιανής, ίσως και αρωματοποιίας, που επικοινωνούσαν με την κεντρική αυλή.

Από το ανάκτορο της Ζάκρου προέρχεται ένα σύνολο από πολύ σημαντικά ευρήματα. Ανάμεσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται και μερικά αριστουργήματα της Μινωικής τέχνης, όπως τα πολυτελή λίθινα ρυτά, χάλκινα σπαθιά με χρυσά καρφιά, ενώ τα εργαλεία από τους εργαστηριακούς χώρους μας προσφέρουν μία εικόνα της υστερομινωικής τεχνολογίας. Ορισμένα ευρήματα, όπως τα ανεπεξέργαστα κομμάτια από ελεφαντόδοντο, που είναι μάλλον Συριακής προέλευσης, και χάλκινα τάλαντα από την Κύπρο μαρτυρούν τις εμπορικές σχέσεις της Ζάκρου με την Ανατολή.

 

– Μάλια

Το ανακτορικό συγκρότημα περιστοιχιζόταν από σημαντικά κτήρια της πόλης των Μαλίων και φαίνεται ότι ακολούθησε μία παράλληλη ιστορική πορεία με τα υπόλοιπα Μινωικά ανάκτορα. Για την κατασκευή του ανακτόρου χρησιμοποιήθηκαν ντόπια οικοδομικά υλικά, όπως η σιδηρόπετρα, ο ψαμμόλιθος και οι κροκαλοπαγείς λίθοι. Τα ανασκαφικά δεδομένα βεβαιώνουν την ύπαρξη δύο ορόφων. H βόρεια είσοδος, από την πλευρά της θάλασσας ήταν η κυριότερη είσοδος του ανακτόρου. Κοντά σ’ αυτή βρίσκεται το λεγόμενο λοξό κτήριο, ένα δείγμα της Μυκηναϊκής κυριαρχίας που γίνεται και εδώ αισθητή.

Το κύριο σημείο αναφοράς του ανακτόρου ήταν πάλι η κεντρική αυλή, που είχε έναν κεντρικό βωμό και στοές στις δύο πλευρές της. Μικρότερες αυλές βρίσκονταν και στο βόρειο τμήμα του ανακτόρου, ενώ πιστεύεται ότι στη βορειοδυτική πτέρυγα υπήρχαν εσωτερικοί κήποι. Στη δυτική πτέρυγα ήταν συγκεντρωμένα τα ιδιωτικά διαμερίσματα, τα διαμερίσματα για τις δημόσιες λειτουργίες και μία σειρά από λατρευτικούς χώρους.

Η λότζια, μία υπερυψωμένη αίθουσα με πεσσό, που επικοινωνούσε άμεσα με την κεντρική αυλή, ερμηνεύεται ως αίθουσα του θρόνου κατά το παράδειγμα της Κνωσού. Στην πίσω πλευρά αυτού του χώρου υπήρχε ένα θησαυροφυλάκιο. Τα γειτονικά δωμάτια ήταν μάλλον εργαστήρια ελεφαντουργίας και μεταλλουργίας, ενώ πίσω από τα εργαστήρια βρισκόταν μία δεξαμενή καθαρμών. Νότια της λότζιας, μία σκάλα οδηγούσε ίσως στο Piano Nobile του επάνω ορόφου. Mία άλλη μεγάλη αίθουσα με υπόστυλη κρύπτη, χαρακτηρίζεται ως χώρος συναθροίσεων.

Τα διαμερίσματα αυτά χωρίζονταν από τις αποθήκες της δυτικής πτέρυγας με έναν μακρύ διάδρομο. Στο νότιο τμήμα της δυτικής πτέρυγας μία πολύ πλατιά σκάλα αποτελεί τη μικρογραφία ενός θεατρικού χώρου, όπου εντοπίστηκε και ένας σταθερός λίθινος κέρνος. Ένα αυτόνομο διαμέρισμα, νότια του θεατρικού χώρου, με θρανία και λατρευτικά αντικείμενα έχει χαρακτηριστεί ως ιερό. Στη βόρεια πτέρυγα υπήρχαν επίσης δημόσιοι χώροι σημαντικοί για τη λειτουργία του ανακτόρου, όπως μία μεγάλη υπόστυλη αίθουσα με κίονες και ένα ιερό.

Γύρω από τη βόρεια αυλή υπήρχαν αποθήκες, εργαστήρια και ένα ελαιοτριβείο. Την ανατολική πλευρά καταλάμβαναν αποθήκες με χαμηλά πεζούλια για την τοποθέτηση πιθαριών και αγωγούς αποχέτευσης. Στη νοτιοδυτική άκρη του ανακτόρου υπήρχαν δύο σειρές από κουλούρες που χρησίμευαν μάλλον ως σιταποθήκες. Στη νότια πτέρυγα βρίσκονταν κυρίως εργαστηριακοί χώροι.

 

Επαύλεις

Ως Μινωικές επαύλεις χαρακτηρίζονται κτήρια της Μεσομινωικής και Υστερομινωικής περιόδου, που είναι μικρότερα από τα ανάκτορα, αλλά πολύ μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα από τις απλές Μινωικές κατοικίες. Οι επαύλεις είναι συνήθως διώροφες και εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ανακτορικής αρχιτεκτονικής, όπως κίονες, πεσσούς, πολύθυρα, φωταγωγούς, όπως επίσης και την κοινή με τα ανάκτορα πρόβλεψη για ιδιαίτερους λατρευτικούς χώρους.

Μερικές από τις επαύλεις κτίστηκαν στο κέντρο των Μινωικών πόλεων, όπως αυτές της Τυλίσου, άλλες βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τα ανάκτορα, όπως η βασιλική έπαυλη της Κνωσού και άλλες εντοπίζονται σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως η αγροτική έπαυλη του Βαθύπετρου και η έπαυλη του Σκλαβόκαμπου. Μερικές ιδιαίτερα εκτεταμένες κτιριακές εγκαταστάσεις, όπως αυτή της Αγίας Τριάδας, παρουσιάζουν κοινά στοιχεία τόσο με τα ανάκτορα όσο και με τις επαύλεις με αποτέλεσμα η κατάταξή τους στον έναν ή τον άλλον αρχιτεκτονικό τύπο να παραμένει προβληματική.

 

– Αγία Τριάδα

Το κτιριακό συγκρότημα της Αγίας Τριάδας θεωρείται έπαυλη ή μικρό ανάκτορο, όπως και το μικρό ανάκτορο της Κνωσού. Η Αγία Τριάδα βρίσκεται κοντά στο ανάκτορο της Φαιστού. Το ανάκτορο κτίστηκε στο τέλος της Μεσομινωικής περιόδου (2000 – 1550 π.Χ.) και καταστράφηκε από φωτιά γύρω στο 1400 π.X. Η έπαυλη της Αγίας Τριάδας θεωρείται ότι χρησιμοποιήθηκε από τον άνακτα της Φαιστού μετά την καταστροφή του ανακτόρου, αλλά ίσως να χρησιμοποιόταν παράλληλα με το ανάκτορο της Φαιστού. Αυτό το συγκρότημα χαρακτηρίζεται από ανυπέρβλητη κομψότητα.

Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν τα πιο πολύτιμα υλικά που είχαν στη διάθεσή τους οι Μινωίτες. Οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με γυψολιθικές πλάκες και διακοσμημένοι με τοιχογραφίες, που ξεπερνούν σε αριθμό τις τοιχογραφίες όλης της Μινωικής Κρήτης. Τα διαμερίσματα της έπαυλης σχηματίζουν ένα ακανόνιστο σχήμα L. Μία σειρά από κλιμακοστάσια οδηγούσαν στον επάνω όροφο. Στο νότιο τμήμα, που ήταν πολύ απλά κατασκευασμένο, βρίσκονταν μάλλον οι βοηθητικοί χώροι.

Σε έναν από αυτούς βρέθηκε το περίφημο λίθινο κύπελλο της αναφοράς. Στο βορειοδυτικό τμήμα βρίσκονταν οι χώροι κατοικίας του άνακτα. Τα δάπεδα καλύπτονταν από κόκκινο κονίαμα. Η κεντρική αίθουσα συνδέεται, μέσω δύο πολυθύρων, με μία περίστυλη αυλή και ένα φωταγωγό. Στη δυτική πρόσοψη έχουν διατηρηθεί τα υπολείμματα ενός κλιμακωτού δρόμου που ονομάστηκε από τους ανασκαφείς ράμπα της θάλασσας. Στη βόρεια πτέρυγα βρίσκεται μία σειρά αποθηκών με τεράστια πιθάρια.

Ανατολικά των αποθηκών υπήρχαν πολυτελή διαμερίσματα με πολύθυρα και φωταγωγούς. Nοτιότερα, στο ανατολικό τμήμα της εγκατάστασης βρισκόταν μία σειρά ιερών, που οριοθετούνταν από τη ράμπα της θάλασσας και έναν πλακοστρωμένο δρόμο που οδηγούσε στη Φαιστό. Μετά την καταστροφή της έπαυλης, τα ιερά επεκτάθηκαν και πάνω από τα ερείπια των υπολοίπων χώρων. Ανάμεσα στα κτήρια της εποχής της Μυκηναϊκής κυριαρχίας ξεχωρίζει το τριμερές μέγαρο ενός Αχαιού ηγέτη, που θυμίζει τους ανάλογους χώρους των Μυκηναϊκών ανακτόρων.

Στην έπαυλη της Αγίας Τριάδας βρέθηκαν, εκτός από πολλά εξαιρετικά δείγματα της κεραμικής τέχνης, ένα σημαντικό αρχείο από πινακίδες Γραμμικής Β, δείγματα λιθοτεχνίας, τρία λίθινα αγγεία με ανάγλυφες παραστάσεις, το κύπελλο της αναφοράς, το ρυτό των πυγμάχων και το αγγείο των θεριστών. Από τα πιο ιδιόμορφα ευρήματα που βρέθηκαν στην Αγία Τριάδα, είναι ένα πήλινο ομοίωμα της Μινωικής θεάς σε κούνια. Σε μια αποθήκη επίσης βρέθηκαν εννέα χάλκινα τάλαντα και ένας θησαυρός σφραγισμάτων. Το πιο σημαντικό, όμως, και από πολλές απόψεις ενδιαφέρον εύρημα είναι η σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας.

– Η Οικία των Τοιχογραφιών

Η οικία των τοιχογραφιών βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά του ανακτόρου της Κνωσού, στη νότια πλευρά της βασιλικής οδού. Είναι ένα μικρό και απλό κτήριο, που βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση κακής διατήρησης. Στην κύρια αίθουσα της κατοικίας βρισκόταν ένα δάπεδο με πλαίσιο. Το ενδιαφέρον του κτηρίου εντοπίζεται στα αναρίθμητα σπαράγματα τοιχογραφιών, από τα οποία συμπληρώθηκε η τοιχογραφία με τους γαλάζιους πιθήκους και η τοιχογραφία των χελιδονιών.

– Η Έπαυλη του Σκλαβόκαμπου

Η έπαυλη του Σκλαβόκαμπου, τα ερείπια της οποίας καταστράφηκαν τελείως στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρισκόταν στους πρόποδες ενός βραχώδους λόφου σε μικρή απόσταση από την Τύλισο. Το μισό περίπου κτήριο της Υστερομινωικής I περιόδου είχε αποθηκευτική χρήση και το άλλο μισό ήταν κατοικήσιμος χώρος. Τα δύο αυτά τμήματα είχαν ξεχωριστές εισόδους. Στο κέντρο υπήρχε μία κεντρική αυλή με τέσσερις κίονες, παρόμοια με εκείνες των Μαλίων και του Παλαίκαστρου.

Δύο δωμάτια στη δυτική πλευρά της αυλής χρησίμευαν ως μαγειρεία αλλά ίχνη εστίας βρέθηκαν και στην αυλή. Στο βορειοδυτικό τμήμα βρίσκονταν τρία δωμάτια που επικοινωνούσαν μεταξύ τους, από τα οποία το ένα ήταν αποθηκευτικό. Στο χώρο κάτω από το κλιμακοστάσιο υπήρχε μία τουαλέτα με αποχέτευση προς τον εξωτερικό τοίχο. Μία φαρδιά στεγασμένη βεράντα με βόρειο προσανατολισμό προσέφερε θέα προς την πεδιάδα.

 

– Η Βασιλική Έπαυλις

Η βασιλική έπαυλη κτίστηκε κατά την Υστερομινωική I περίοδο και βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με το ανάκτορο της Κνωσού, από το οποίο τη χωρίζει ένας πλακοστρωμένος δρόμος, ο λεγόμενος βασιλικός δρόμος. Τόσο η θέση της, όσο και αρκετές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες δείχνουν ότι η βασιλική έπαυλη είχε λειτουργική εξάρτηση από το ανάκτορο. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, που δε συναντάται σε άλλα κτήρια αυτής της κατηγορίας, είναι ο λίθινος θρόνος, που βρέθηκε σε μία κόγχη της κύριας αίθουσας.

Η κόγχη, στην οποία βρέθηκε ο θρόνος, ήταν απομονωμένη με σκαλιά και κίονες και επικοινωνούσε μέσω ενός φωταγωγού με τον επάνω όροφο. Αυτή η αρχιτεκτονική διάταξη με το υποβλητικό σκηνικό δηλώνει ότι ο συγκεκριμένος χώρος προοριζόταν για κάποιες θρησκευτικές τελετουργίες. Από την κεντρική αίθουσα οδηγείται κανείς σε μία ιερή υπόστυλη κρύπτη, στην οποία υπήρχαν αυλάκια και κοιλότητες, κατασκευασμένα προφανώς για να δέχονται τις υγρές προσφορές.

Οι τοίχοι της κρύπτης ήταν κτισμένοι με γυψόλιθο, ενώ το δάπεδό της ήταν στρωμένο με γυψολιθικές πλάκες. Ένα ιδιόμορφο στοιχείο, που επίσης δε συναντάται σε κανένα άλλο Μινωικό κτίσμα, είναι το ιδιότυπο κλιμακοστάσιο που χωριζόταν σε δύο πτέρυγες καθώς οδηγούσε στον επάνω όροφο. Το νοτιοανατολικό τμήμα της έπαυλης, στο οποίο βρισκόταν μία πλακοστρωμένη αίθουσα, ένα λουτρό και μία τουαλέτα, φαίνεται ότι είχε ιδιωτικό χαρακτήρα.

 

– Η Έπαυλις της Αμνισού

Η πόλη της Αμνισού βρίσκεται στη βόρεια παραλία της Κρήτης, ανατολικά του Ηρακλείου και ήταν μάλλον το επίνειο της Κνωσού κατά τη Μινωική εποχή. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από τη μαρτυρία του Στράβωνα, ο οποίος αναφέρει ότι ο Μίνωας χρησιμοποιούσε το λιμάνι της Αμνισού. Η μινωική έπαυλη της Αμνισού, η έπαυλη των κρίνων όπως ονομάστηκε, κτίστηκε κατά την Υστερομινωική IA περίοδο (1550 – 1500 π.Χ.). Πρόκειται για μία διώροφη κατοικία με επιβλητική τοιχοδομία.

Η εικόνα της βίαιης μετατόπισης των δόμων δείχνει ότι το κτήριο αυτό καταστράφηκε από σεισμό. Η κύρια αίθουσα υποδοχής έχει δύο κεντρικούς πεσσούς και τοίχους διακοσμημένους με τοιχογραφίες θαυμαστής ποιότητας. Στις τοιχογραφίες αυτές απεικονίζεται ένα τοπίο με τεχνητή βλάστηση, όπου κυριαρχούν οι κρίνοι. Ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο είχε ένα εξαπλό πολύθυρο, που οδηγούσε σε βεράντα με θέα προς τη θάλασσα. Η έπαυλη της Αμνισού θεωρείται ότι ανήκε σε έναν ναυτικό με υψηλό αξίωμα.

 

– Οι Κήποι της Αμνισού

Σαφή ένδειξη ότι στην Κρήτη υπήρχαν τεχνητοί κήποι αποτελεί ο τοιχογραφικός διάκοσμος της έπαυλης στην Αμνισό. Στη μία πλευρά της αίθουσας απεικονίζονταν κρίνοι, που φύτρωναν από χαμηλές βάσεις με βάθος ένα βραχώδες τοπίο και στην άλλη συστάδες κρίνων, που προέβαλλαν από οδοντωτά πλαίσια. Τα οδοντωτά αυτά πλαίσια ερμηνεύτηκαν και ως απεικόνιση τεχνητών λιμνών, που έχουν παράλληλα σε Αιγυπτιακές παραστάσεις πολυτελών κήπων. Επίσης, οι κάλυκες των κρίνων σχημάτιζαν το ιερογλυφικό σημείο μρ της αιγυπτιακής γλώσσας, που σημαίνει λίμνη ή δεξαμενή.

Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, οι τοιχογραφίες της αίθουσας των κρίνων, που απεικονίζουν έναν ιερό κήπο, παρουσιάζουν Αιγυπτιακές επιδράσεις τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενό τους. Στη σχέση των Μινωιτών καλλιτεχνών με την Αίγυπτο και τους Αιγυπτιακούς κήπους παραπέμπουν και άλλες εικονιστικές παραστάσεις, όπως η τοιχογραφία της οικίας των τοιχογραφιών της Κνωσού, αλλά και η παρουσία αυθεντικών Μινωικών τοιχογραφιών στο Tell el Daba της Αιγύπτου.

Μινωικές Πόλεις

Οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με την πολεοδομική οργάνωση των αστικών κέντρων προέρχονται από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα Μινωικών οικισμών αλλά και από απεικονίσεις κτηρίων και πόλεων στη Μινωική τέχνη. Την πληρέστερη εικόνα μιας Μινωικής πόλης δίνουν οι οικισμοί των Γουρνιών, του Παλαίκαστρου, του Κομού και του οικοδομικού συγκροτήματος Mu των Μαλίων, ενώ σε έδαφος εκτός Κρήτης το καλύτερα διατηρημένο παράδειγμα είναι το Ακρωτήρι της Θήρας.

Τα αστικά κτήρια βρίσκονταν σε μεγάλα οικοδομικά συγκροτήματα που χωρίζονταν από στενούς δρόμους. Η διέλευση μέσα στην πόλη και προς τις εισόδους της γινόταν από πλατύτερους κεντρικούς δρόμους και πλατείες. Τα εξωτερικά αρχιτεκτονικά στοιχεία των κτηρίων είναι περισσότερο γνωστά από τις απεικονίσεις πόλεων στη Μινωική τέχνη. Σύμφωνα με αυτές τις παραστάσεις τα σπίτια ήταν διώροφα ή τριώροφα. Τα παράθυρα συνήθως βρίσκονταν, μάλλον για λόγους ασφαλείας, στους ορόφους και όχι στο ισόγειο.

Ένα κοινό στοιχείο όλων σχεδόν των κτισμάτων ήταν το μικρό δώμα στην οροφή των σπιτιών. Αυτό το στοιχείο επιβεβαιώνεται και από το ομοίωμα ενός σπιτιού από τις Αρχάνες, τον οικίσκο των Αρχανών. Οι οικοδομικές λεπτομέρειες που παρατηρούνται σε όλα τα κτήρια είναι ο συνδυασμός πλινθοδομής και ξυλοδεσιάς και οι διακοσμητικές ζωφόροι από κατακόρυφα κομμένους κορμούς δένδρων. Αντίθετα από τις περισσότερες πόλεις της εποχής του Xαλκού στο νησιωτικό χώρο, οι Μινωικές πόλεις δε διέθεταν οχύρωση.

Αυτό το γεγονός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι κάτοικοι ένιωθαν ασφάλεια στο εσωτερικό του νησιού και ότι πιθανότατα κατά το μεγαλύτερο μέρος της Μινωικής περιόδου επικρατούσε εσωτερική ειρήνη. Οι εξωτερικοί εχθροί αντιμετωπίζονταν πιθανότατα στις ανοικτές θάλασσες από το Μινωικό στόλο, η παντοδυναμία του οποίου εξασφάλιζε την pax minoica, τη Μινωική ειρήνη.

 

– Γουρνιά

Ο οικισμός των Γουρνιών αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα και καλύτερα διατηρημένα παραδείγματα μιας Μινωικής πόλης. Τα Γουρνιά βρίσκονται στον κόλπο του Μιραμπέλου, στο βορειότερο τμήμα του κόλπου της Ιεράπετρας. Ο οικισμός είναι κτισμένος σε ένα λόφο και αποτελείται από συγκροτήματα κτηρίων, που είναι διαρθρωμένα ανάμεσα σε δρόμους. Στην κορυφή του λόφου αποκαλύφθηκαν τα αρχιτεκτονικά ερείπια ενός ανεξάρτητου συγκροτήματος, που αν και είναι δέκα φορές μικρότερο από το ανάκτορο της Κνωσού, θυμίζει έντονα τη διάταξη των Μινωικών ανακτόρων.

Η ομοιότητα με τα ανάκτορα αφορά κυρίως στη διαμόρφωση της δυτικής πτέρυγας του συγκροτήματος που είναι πλακοστρωμένη και κτισμένη με μεγάλους, ασβεστολιθικούς δόμους, όπως συνηθίζεται στις δυτικές προσόψεις των ανακτόρων. Άλλα, κοινά αρχιτεκτονικά στοιχεία με τα ανάκτορα εντοπίζονται στο συγκρότημα αποθηκών της δυτικής αυλής και το γειτονικό κλιμακοστάσιο, το οποίο ίσως οδηγούσε και σ’ αυτή την περίπτωση σε χώρους υποδοχής που βρίσκονταν στον επάνω όροφο.

Στο βόρειο άκρο εξάλλου, ένα μικρό κλιμακοστάσιο θυμίζει το θεατρικό χώρο της Κνωσού, ενώ στο νότιο τμήμα εντοπίζεται ένας ανοικτός χώρος, γνωστός ως δημόσιος χώρος, που φαίνεται ότι είχε σχεδιαστεί για να εξυπηρετεί εκδηλώσεις κοινωνικού χαρακτήρα. Στη νοτιοανατολική γωνία του συγκροτήματος, σ’ ένα μικρό δωμάτιο με πολύθυρο, που είχε θέα στην κεντρική αυλή, βρέθηκε ένα χαμηλό θρανίο που θυμίζει παρόμοια δωμάτια της δυτικής πτέρυγας του ανακτόρου της Φαιστού.

Σ’ έναν άλλο χώρο επίσης, του οποίου το σχήμα θυμίζει τα τριμερή ιερά των ανακτόρων, βρέθηκαν ιερά κέρατα και βάσεις με κοιλότητες, στοιχεία που συντείνουν στο χαρακτηρισμό του ως ιερού.

 

– Απεικονίσεις Μινωικών Πόλεων

Σε μία σειρά από καλλιτεχνήματα της Μινωικής εποχής απεικονίζονται αποσπασματικά κτήρια ή και ολόκληρες πόλεις. Αυτά τα ευρήματα μας δίνουν πολύτιμα στοιχεία για την εξωτερική εμφάνιση των κτηρίων και τη διάρθρωση της πόλης, αλλά και είναι χαρακτηριστικά του πώς οι Μινωίτες καλλιτέχνες αντιλαμβάνονταν και απέδιδαν καλλιτεχνικά το γύρω τους χώρο. Σε όλες αυτές τις παραστάσεις η θέα των πόλεων είναι ιδωμένη από τη θάλασσα, πράγμα που σημαίνει ότι για την απόδοσή της είχε παγιωθεί ένα ιδανικό, στερεότυπο μοντέλο απεικόνισης.

Ανάλογα δείγματα τέτοιων πρώιμων αστικών αποδόσεων είναι γνωστά και σε άλλους πολιτισμούς, όπως δείχνουν παρόμοιες απεικονίσεις πόλεων από το Νούτζι, η μακέτα της πόλης Ουρ και μερικά κάπως μεταγενέστερα Ασσυριακά ανάγλυφα. Επίσης στην Αίγυπτο υπάρχουν απεικονίσεις πόλεων με συγκεκριμένες γεωγραφικές και τοπογραφικές αναφορές.

– Το Μωσαϊκό της Πόλης

Το αρχαιότερο μέχρι στιγμής εύρημα που μας δίνει μία γλαφυρή εικόνα της Μινωικής πόλης είναι το μωσαϊκό της πόλης, ένα σύνολο από πλακίδια φαγεντιανής που βρέθηκαν στον ιερό αποθέτη της Κνωσού. Τα πλακίδια αυτά ήταν μάλλον τοποθετημένα επάνω σε μία πλάκα από φθαρτό υλικό ή ίσως σε ένα ξύλινο κιβώτιο. Κάθε ένα απεικονίζει την πρόσοψη ενός σπιτιού και το σύνολό τους θα απεικόνιζε μία Μινωική πόλη. Μερικά άλλα πλακίδια που ανήκαν στο ίδιο σύνολο απεικόνιζαν ζώα, δέντρα και θαλάσσια κύματα, πράγμα που σημαίνει ότι στη σύνθεση είχαν συμπεριληφθεί και τμήματα του φυσικού περίγυρου και της ζωής στην πόλη.

 

Μινωικοί Κήποι

Μία σειρά από αρχαιολογικά ευρήματα υποδηλώνει την ύπαρξη τεχνητών κήπων στα Μινωικά ανάκτορα. Σε παραστάσεις τοιχογραφιών, όπως αυτές της Αμνισού, απεικονίζεται η τοποθέτηση διακοσμητικών φυτών σε ανθοδοχεία ή γλάστρες. Ορισμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δείχνουν επίσης την ύπαρξη κήπων ανάμεσα σε ανακτορικά διαμερίσματα ή διάφορα κτήρια. Οι κήποι εντοπίζονται κυρίως σε φωταγωγούς Μινωικών κτηρίων.

Χώροι όπου υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις βρίσκονται στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ανακτόρου της Ζάκρου, στην αίθουσα των διπλών πελέκεων στην Κνωσό, στο βόρειο άκρο της δυτικής πτέρυγας των Μαλίων και ανάμεσα στα ιδιωτικά κτήρια του Παλαίκαστρου. Ως κήπος ερμηνεύτηκε και μία τεχνητή διαμόρφωση που εντοπίστηκε στην πλατεία των ιερών στο ανάκτορο της Φαιστού, στο χώρο της πλαγιάς προς την πεδιάδα. Ο χώρος αυτός φαίνεται ότι είχε κατόπιν σχεδίου ενταχθεί ανάμεσα στην αυλή και μία αίθουσα καθαρμών.

Το έδαφος σε αυτό το σημείο είναι βραχώδες και εμφανίζεται τρυπημένο με εργαλεία σε πολλά σημεία. Σε τέτοιους λάκκους τοποθετούνταν ίσως γλάστρες με φυτά, ίσως όμως πρόκειται και για λάκκους φυτέματος δέντρων. Τα μικρότερα τεχνητά ανοίγματα του βράχου ήταν κατάλληλα για τη φύτευση βολβών των λεπτότερων φυτών που απεικονίζονται συχνά στις τοιχογραφίες, όπως οι κρόκοι, οι μικροσκοπικές ίριδες, οι βιολέτες, οι κισσοί και τα αρωματικά βότανα.

Η καλλιέργεια αυτών των φυτών ίσως σχετίζεται με την τέλεση θρησκευτικών τελετουργιών, εφόσον είναι βεβαιωμένη η στενή σχέση της βλάστησης και της Μινωικής θρησκείας. Πρόσφατες έρευνες στο ανάκτορο της Πύλου φέρουν στο φως στοιχεία που βεβαιώνουν ότι το χαρακτηριστικό αυτό των Μινωικών ανακτόρων μεταδόθηκε και στα Μυκηναϊκά ανάκτορα καθώς συγκεκριμένοι χώροι της Πύλου ερμηνεύονται ως αυλές που περιέκλειαν κήπους με υδραυλικές εγκαταστάσεις.

 

Κοινωνία

Τα πλούσια κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού της Μινωικής Κρήτης επιτρέπουν την παρακολούθηση της εξέλιξης της Μινωικής κοινωνίας που εμφανίζει διαφορετικά σχήματα σε κάθε περίοδο της Μινωικής εποχής. Μέσα από τα οικιστικά κατάλοιπα, τα νεκροταφεία και τα έργα τέχνης διαφαίνεται η ραγδαία εξέλιξη μιας γεωγραφικά κλειστής κοινωνίας που είναι δεκτική στις ξένες επιδράσεις, χρησιμοποιεί κατάλληλα τους πόρους της και δημιουργεί έναν υψηλό πολιτισμό. Κατά την Πρωτομινωική περίοδο (3000 – 2000 π.Χ.) παρουσιάζονται για πρώτη φορά συλλογικά έργα.

Τεχνική εξειδίκευση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και κοινωνική διαστρωμάτωση, ως αποτέλεσμα των εξωτερικών εμπορικών σχέσεων και της επιτυχημένης εκμετάλλευσης πρώτων υλών, πιθανότατα από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής τονώθηκε η κοινωνική συνείδηση και επιβλήθηκε μια άρχουσα τάξη που οδήγησε στην ίδρυση των ανακτόρων. Κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000 – 1550 π.Χ.), με την εμφάνιση των ανακτόρων, που εκτός από ένα ιδιάζον οικιστικό σχήμα ήταν και ο άξονας της κεντρικής διοίκησης.

Η Μινωική κοινωνία υπόκειται σε ριζικές αλλαγές και εμφανίζεται, σε όλες τις εκδηλώσεις της, άριστα οργανωμένη και συγκεντρωτική. Η εσωτερική οργάνωση των ανακτορικών κέντρων προϋπέθετε την ύπαρξη σαφώς διαχωρισμένων κοινωνικών τάξεων, που έπαιζαν συγκεκριμένο ρόλο στην ιεραρχία. Ο χαρακτήρας της ανακτορικής διοίκησης επιτρέπει το χαρακτηρισμό της κοινωνίας ως θεοκρατικής, αφού η συγκέντρωση της εξουσίας, που ασκούνταν σαφώς στα ανάκτορα, συνοδευόταν από την κυρίαρχη παρουσία της θρησκείας.

Τα όρια όμως μεταξύ της πολιτικής και της θρησκευτικής εξουσίας, παραμένουν ακόμη ασαφή, καθώς για το μεγαλύτερο μέρος της Ανακτορικής περιόδου, η έρευνα στηρίζεται σε αρχαιολογικά ευρήματα που δεν τεκμηριώνονται από γραπτά μνημεία. Και ενώ η μυθολογική παράδοση του Κρητικού ηγέτη Μίνωα επηρέασε για ένα μεγάλο διάστημα την ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων, έχουν επισημανθεί από τη νεότερη έρευνα προβλήματα αναγνώρισης και αυτών των ηγετικών προσώπων της Μινωικής Κρήτης.

Η Μυκηναϊκή κυριαρχία εισήγαγε στην Κρήτη μία διοικητική οργάνωση παρόμοια με αυτή της Μυκηναϊκής Ελλάδας, με το σύστημα αρχειοθέτησης και τη δημιουργία ορισμένων νέων θεσμών, στρατιωτικού χαρακτήρα, όπως δείχνουν οι πλούσιοι τάφοι πολεμιστών. Κατά την Μετανακτορική περίοδο (1400 – 1050 π.Χ.) παρατηρούνται κοινωνικά φαινόμενα που συνοδεύουν συνήθως την εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας. Η εξουσία ασκούνταν πια από πολλούς άρχοντες, που κατοικούσαν μάλλον σε αγροτικές επαύλεις και έλεγχαν μικρότερες γεωγραφικές περιοχές.

Κατά το τέλος της εποχής του Χαλκού η εξουσία ασκείται σε γεωγραφικά περιορισμένη κλίμακα, ενώ έχουν χαθεί οι εξειδικευμένες ομάδες που εξυπηρετούσαν το διοικητικό μηχανισμό. Η έλλειψη κεντρικής εξουσίας οδηγεί στον ολοένα αυξανόμενο ρόλο των αστικών κέντρων, όπου παρατηρούνται φαινόμενα διοικητικής ανεξαρτησίας που έχουν επίδραση και στη θρησκευτική οργάνωση. Η επιλογή νέων θέσεων κατοίκησης σε φυσικά οχυρωμένες περιοχές δείχνει την έλλειψη ασφάλειας των κατοίκων, που οφείλεται μάλλον στην αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της Μινωικής εποχής απουσιάζει τελείως από την Κρήτη ένα αμυντικό σύστημα, ανάλογο με τις ακροπόλεις της εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο και την ηπειρωτική Ελλάδα. Η διαπίστωση αυτή είναι μια ένδειξη ότι η ασφάλεια των κατοίκων εξασφαλιζόταν στο μεγαλύτερο μέρος της εποχής του Χαλκού από τη λεγόμενη Μινωική ειρήνη.

 

Θεοκρατία

Μία σειρά από στοιχεία των ανακτόρων, όπως η τελετουργική χρήση σημαντικών χώρων, αλλά και παραδείγματα της εικονιστικής τέχνης, όπου ηγετικές μορφές συνοδεύονται από θρησκευτικά εμβλήματα και σύμβολα, οδηγούν στην παραδοχή ότι η ανώτατη εξουσία της Μινωικής Κρήτης είχε θεοκρατικό χαρακτήρα. Οι βασιλείς ήταν εκπρόσωποι των θεοτήτων και το κύρος τους πήγαζε από τη συγγένειά τους μ’ αυτές.

Ίσως αυτή η ιδέα ενσάρκωσης της θεότητας οδήγησε στις τελετές μίμησης που παρουσιάζονται τόσο συχνά στη Μινωική εικονιστική τέχνη. Η σχέση τους με τις θεότητες υποδηλωνόταν μέσα από τη θεατρικότητα των βασιλικών εμφανίσεων. Οι βασιλείς-αρχιερείς, καθισμένοι σε θρόνους ή σε υπερυψωμένες εξέδρες στους θεατρικούς χώρους, θα ήταν ορατοί από τους υπηκόους τους που ήταν συγχρόνως και το θρησκευτικό τους ποίμνιο.

Μόνο ελάχιστα δείγματα της εικονιστικής τέχνης φανερώνουν αυτή τη σύζευξη της πολιτικής με τη θρησκευτική εξουσία. Ανάμεσά τους περιλαμβάνεται και το σφράγισμα της Μητέρας των ορέων, στο οποίο απεικονίζονται δύο επιβλητικές μορφές, μία ανδρική και μία γυναικεία, στις οποίες αποδίδονται θεϊκές ή διοικητικές ιδιότητες. Έχει προταθεί ότι αυτή η παράσταση απεικονίζει το βασιλιά που δεόμενος αντλούσε το κύρος του από τη θεά, η οποία τον νομιμοποιούσε.

Παρόμοια στοιχεία θεοκρατίας παρατηρούνται, με διαφορετικό όμως ύφος, σε όλους τους πρώιμους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής. Στην Αίγυπτο, η θεοποίηση του βασιλιά συνδεόταν στενά με τις δοξασίες για το θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή και οι Φαραώ θεωρούνταν θεοί μετά το θάνατό τους. Αυτό δε φαίνεται να ίσχυε στη Μινωική Κρήτη, όπου οι βασιλείς ήταν οι ενσαρκώσεις των θεοτήτων εν ζωή, ένα φαινόμενο που πλησιάζει περισσότερο το Μεσοποταμιακό πρότυπο της απόλυτης θεϊκής υπόστασης του βασιλέα.

 

– Ο Πρίγκηπας με τα Κρίνα

Από όλες τις ανθρώπινες μορφές της Μινωικής τέχνης ο πρίγκιπας με το φτερωτό στέμμα, με τον τρόπο που είχε αποκατασταθεί αρχικά από τον Evans, ήταν η μορφή εκείνη που ταίριαζε περισσότερο με την εικόνα του βασιλιά – αρχιερέα. Η μορφή αυτή όμως, που έχει συμπληρωθεί από πολλά μικρά, ασύνδετα θραύσματα, αποκαταστάθηκε πρόσφατα ως πυγμάχος, αν και αυτή η αποκατάσταση είναι επίσης αβέβαιη.

Έτσι, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο, αν η μορφή με τo φτερωτό στέμμα ανήκει σε μία ανδρική ή γυναικεία μορφή με πολιτικό ή ιερατικό αξίωμα ή ακόμη και σε μία μυθική μορφή, όπως οι σφίγγες, οι οποίες απεικονίζονται συχνά με αυτό το κάλυμμα τόσο στη μινωική, όσο και στη μυκηναϊκή τέχνη. Μία σειρά συλλογισμών οδηγούν τους ειδικούς ερευνητές στο συμπέρασμα ότι η μορφή αυτή είναι γυναικεία. Βασικό επιχείρημα αποτελεί το γεγονός ότι οι άνδρες στο προϊστορικό Αιγαίο δεν εμφανίζονται με καλυμμένο το κεφάλι ενώ αντίθετα οι σφίγγες και οι ιέρειες φέρουν μερικές φορές φτερωτά στέμματα.

Οι πλατείς ώμοι και ο μυώδης κορμός που θα συνηγορούσαν στην αποκατάσταση μιας ανδρικής μορφής συναντώνται και στις ταυροκαθάπτριες της Κνωσού που παρουσιάζουν αθλητικό, εφηβικό σώμα. Το δέρμα της μορφής, που φαίνεται σήμερα λευκό, είχε αρχικά περιγραφεί από τον Evans ως φθαρμένο κόκκινο με αποτέλεσμα να ερμηνευτεί αρχικά η μορφή ως ανδρική.

Οι χρωματικοί συνδυασμοί της τοιχογραφίας όμως, με τα γαλάζια και κόκκινα κοσμήματα που θα έδιναν καλύτερη εντύπωση σε λευκό βάθος, συνηγορούν στην αποκατάσταση του λευκού χρώματος στο δέρμα της μορφής. Έτσι οι πιο πρόσφατες μελέτες αποκαθιστούν τον πρίγκιπα με τα κρίνα ως μία γυναίκα υψηλού αξιώματος που οδηγεί έναν ταύρο στην αρένα.

 

– Το Κύπελλο της Αναφοράς

Ανάμεσα στις μορφές της εικονογραφίας, που ίσως αποδίδουν πρόσωπα με πολιτική εξουσία, κατατάσσεται και η νεανική μορφή με το ραβδί που απεικονίζεται σε ένα λίθινο κύπελλο από την Αγία Τριάδα, το γνωστό ως κύπελλο της αναφοράς. Η μορφή αυτή ερμηνεύτηκε αρχικά από τον Evans ως νεαρός πρίγκιπας έξω από την είσοδο της κατοικίας του, που δίνει διαταγές σε αξιωματούχο της φρουράς του, δεν έλειψαν όμως και διαφορετικές ερμηνείες.

Η φανερή παιδικότητα των δύο μορφών οδήγησε στην υπόθεση ότι δεν πρόκειται για μία ηγετική φυσιογνωμία και έναν υπήκοο αλλά για δύο παιδιά που παίζουν παριστάνοντας τους ενήλικες. Μία πρόσφατη ερμηνεία υποστηρίζει ότι πρόκειται για αναπαράσταση της τελετής ενηλικίωσης, ενός εθίμου της μινωικής κοινωνίας που φαίνεται ότι απεικονίζεται και σε άλλες παραστάσεις. Σύμφωνα με το έθιμο αυτό, κατά την πρώιμη εφηβεία τα αγόρια έπαιρναν μέρος σε μία τελετή.

Αν ακολουθήσουμε μια μεταγενέστερη Κρητική παράδοση, που ίσως ανάγεται σε έθιμα της Μινωικής εποχής, κατά την τελετή της ενηλικίωσης δωριζόταν στον έφηβο ένα ακόντιο, ένας ταύρος και ένα κύπελλο. Στην περίπτωση του κυπέλλου της αναφοράς, το ακόντιο και ο ταύρος βρίσκονται στην παράσταση ενώ το τρίτο στοιχείο είναι το ίδιο το κύπελλο.

Η Ανακτορική Κοινωνία

Ο σχεδιασμός των Μινωικών ανακτόρων με τη σύνθετη αλλά καλά οργανωμένη διάταξη των χώρων του φανερώνει ένα αυστηρά ιεραρχημένο και συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρισκόταν μία ηγετική μορφή η οποία είχε διοικητική και νομοθετική εξουσία, ενώ κατείχε ταυτόχρονα την ύψιστη αρχιερατική θέση. Γύρω της μια ομάδα από ευγενείς και οι συγγενείς της βασιλικής οικογένειας, που κατοικούσε μάλλον στις γειτονικές πολυτελείς επαύλεις, έπαιζε συμβουλευτικό ρόλο.

Αρκετά ισχυρή πρέπει να ήταν η θέση του ιερατείου, που αποτελούνταν από άνδρες και γυναίκες και ίσως διαχωριζόταν σε διάφορους βαθμούς ιεραρχίας και εξουσιαστικής δύναμης. Η κλίμακα της ιεραρχίας διαμορφωνόταν σε σαφώς διαχωρισμένες κοινωνικές τάξεις και ειδικότητες. Η ύπαρξη εργαστηριακών χώρων μέσα στα ανάκτορα, όπου κατασκευάζονταν πολυτελή αντικείμενα κατά παραγγελίαν της ηγετικής τάξης, δείχνει την ύπαρξη επαγγελματιών τεχνιτών, οι οποίοι λόγω της σπάνιας εξειδίκευσής τους μάλλον απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια.

Ανάμεσα σ’ αυτούς κατείχαν αναμφίβολα σημαντική θέση και οι γραφείς οι οποίοι είχαν την ευθύνη της αρχειοθέτησης των αποθηκών. Ανάμεσα στο ανάκτορο και τους πολίτες βρίσκονταν μάλλον υψηλοί αξιωματούχοι, επιφορτισμένοι με το έργο της συλλογής των αγροτικών προϊόντων ή άλλων φόρων από την ύπαιθρο. Οι άνθρωποι στις πόλεις και την ύπαιθρο ασχολούνταν με τις αγροτικές εργασίες, τη βιοτεχνία και το εμπόριο.

Οι συνεχείς εμπορικές επαφές με κοντινές αλλά και με πολύ μακρινές περιοχές εκτός Κρήτης προϋποθέτει τη διαρκή ενασχόληση μιας κοινωνικής ομάδας με τη ναυτιλία. Η οργάνωση και η κατανομή της εργασίας στην κοινωνία των ανακτόρων καθιστά αναγκαία την ύπαρξη μιας τάξης οικιακών βοηθών ή και σκλάβων που επιβεβαιώνεται και από τα κείμενα των ανακτορικών αρχείων, αλλά δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να συγκρίνονται με την εκμετάλλευση των δούλων στην κλασική Αθήνα και την αρχαία Ρώμη.

Η απασχόληση των γυναικών δεν είναι εύκολο να διαγνωστεί από τα αρχαιολογικά δεδομένα, αλλά στις πινακίδες των ανακτορικών αρχείων αναφέρονται ανάμεσα στα επαγγέλματα και υφάντρες, πράγμα που σημαίνει ότι γυναίκες που ασχολούνταν με την υφαντική τέχνη είχαν εργασιακή σχέση με τα ανάκτορα είτε ως επαγγελματίες είτε ως σκλάβες. Παρ’ όλη τη δυσκολία ανάγνωσης λεπτομερών κοινωνικών δομών, είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι γυναίκες κατείχαν υψηλή θέση στη Μινωική κοινωνία και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή.

Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τις παραστάσεις της μινωικής εικονογραφίας, όπου οι γυναίκες εμφανίζονται συχνά να συμμετέχουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις ως θεατές δημόσιων θεαμάτων, ως ιέρειες αλλά και ως αθλήτριες. Τα προνόμια αυτά των γυναικών αλλά και η λατρεία της μητέρας-θεάς ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην υπόθεση ότι στη Μινωική κοινωνία επιβίωναν κατάλοιπα γυναικοκρατίας που ανάγονται στη Νεολιθική εποχή.

 

Ταφικά Έθιμα

Ήδη από την αρχή της πρώιμης Χαλκοκρατίας (3650 – 2000 π.Χ) αρχίζει να εγκαταλείπεται στην Κρήτη το Νεολιθικό ταφικό έθιμο της απόθεσης των νεκρών σε σπήλαια ή βραχοσκεπές και γενικεύεται η χρήση των νεκροταφείων. Κάθε γένος διατηρούσε στα νεκροταφεία το δικό του ταφικό κτήριο που χρησιμοποιόταν από γενιά σε γενιά επί πολλούς αιώνες. Ο χαρακτηριστικότερος τύπος ταφικών κτηρίων της Μινωικής εποχής είναι τα κυκλικά ταφικά κτήρια, που είναι γνωστά ως θολωτοί τάφοι, οι οποίοι παρουσιάζουν μεγαλύτερη διάδοση στο νοτιοδυτικό τμήμα της Κρήτης, ιδιαίτερα στην πεδιάδα της Μεσαράς.

Στην ανατολική Κρήτη συνηθίζονταν αντίθετα τα ορθογώνια ταφικά κτήρια. Οι νεκροί αποτίθενταν σε ιδιαίτερους χώρους και τα οστά των παλαιότερων ταφών συγκεντρώνονταν σε γειτονικά οστεοφυλάκια που προστίθενταν στο αρχικό κτίσμα. Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα του ορθογώνιου ταφικού τύπου βρέθηκαν στο Μόχλο, στο Παλαίκαστρο και στα Γουρνιά. Οι νεκροί τοποθετούνταν ανάσκελα με μαζεμένα τα πόδια σε λάρνακες, σε ξύλινα φέρετρα, σε ρηχούς λάκκους μέσα στους τάφους ή επάνω στο δάπεδο των τάφων.

Τα οστά των παλαιότερων ταφών παραμερίζονταν για να δημιουργηθεί χώρος για τις νέες ταφές και μερικές φορές καιγόταν το εσωτερικό του τάφου πριν από τη νέα ταφή. Αυτό το φαινόμενο, χωρίς να θεωρείται ασέβεια των νεκρών προγόνων, διαφοροποιείται πολύ από τα ταφικά έθιμα της Αιγύπτου, όπου δινόταν σημασία όχι μόνο στη μνήμη αλλά και στη διατήρηση του σώματος των νεκρών. Η καύση των νεκρών στην Κρήτη παρατηρείται μόνο κατ’ εξαίρεσιν. Οι νεκροί συνοδεύονταν από κτερίσματα που ήταν συνήθως κοσμήματα, όπλα, προσωπικά αντικείμενα και αγγεία, ο αριθμός και η ποιότητα των οποίων ήταν ανάλογα με την κοινωνική θέση του νεκρού.

Οι πολεμιστές της εποχής της μυκηναϊκής κυριαρχίας στην Κρήτη θάβονταν με ολόκληρο τον οπλισμό τους, κατά το έθιμο της Μυκηναϊκής Ελλάδας. Εκτός από τα ταφικά κτήρια υπήρχαν και ανεξάρτητες ταφές. Οι λακκοειδείς τάφοι ήταν απλοί λάκκοι σκαμμένοι σε μαλακό βράχο. Ένα σπανιότερο είδος αποτελούσαν οι κτιστοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, που θεωρούνται μία από τις Κυκλαδικές επιρροές και περιορίζονται στη βόρεια Κρήτη. Ένα άλλο ταφικό έθιμο, που ήταν διαδεδομένο κυρίως κατά τη Μεσομινωική περίοδο, ήταν οι πιθοταφές. Οι νεκροί τοποθετούνταν μέσα σε πίθους, δεμένοι σε συνεσταλμένη στάση.

Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα πιθοταφών βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Παχυάμμου. Κατά τη Μετανακτορική εποχή (1390 – 1070 π.Χ.) οι τάφοι περιείχαν τρεις έως πέντε νεκρούς. Το φαινόμενο αυτό ερμηνεύεται συχνά ως αποδυνάμωση του κοινωνικού ρόλου του γένους και ισχυροποίηση της ατομικότητας των μελών του, ένα φαινόμενο που ήταν αποτέλεσμα της άνισης κατανομής του πλούτου. Οι πλουσιότεροι τάφοι αυτής της εποχής ανήκουν στον τύπο του θολωτού τάφου, ενώ εμφανίζονται και οι θαλαμοειδείς τάφοι.

Oι τάφοι αυτοί ήταν υπόγειοι, λαξευμένοι σε πλαγιές λόφων και είχαν είσοδο στο τέρμα ενός μακρόστενου, επίσης λαξευμένου δρόμου. Είναι πολύ δύσκολο να ανιχνευθούν οι δοξασίες των Μινωιτών για τις σχέσεις των νεκρών με τις θεότητες. Είναι βέβαιο όμως ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού, στους χώρους των νεκροταφείων τελούνταν ειδικές νεκρικές τελετουργίες και ίσως ολόκληροι οι χώροι των νεκροταφείων να θεωρούνταν ιερές περιοχές.

Προς τιμήν του νεκρού γίνονταν τελετουργικές πόσεις, μετά από τις οποίες τα κύπελλα σπάζονταν και τα θραύσματά τους εγκαταλείπονταν κοντά στον τάφο. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι στα νεκροταφεία λάμβαναν χώρα πομπές και θυσίες. Η καλύτερη μαρτυρία για τις νεκρικές τελετουργίες προσφέρεται στις παραστάσεις της περίφημης σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας, όπου απεικονίζονται με μεγάλη ακρίβεια σκηνές χοής, πομπής και θυσίας συνδεμένες με τη νεκρική λατρεία.

 

– Ταφές σε Σπήλαια

Το έθιμο των ταφών σε σπήλαια που συνηθιζόταν κατά τη Νεολιθική εποχή (6000 – 3500 π.Χ.) επιβίωσε μέχρι το τέλος της πρώιμης Xαλκοκρατίας (2000 π.Χ. περίπου) στο βόρειο και το ανατολικό τμήμα της Κρήτης. Tα οστά των νεκρών βρίσκονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις μαζεμένα, πράγμα που σημαίνει ότι οι νεκροί τοποθετούνταν σε πλάγια, συνεσταλμένη στάση. Οι εστίες φωτιάς που εντοπίζονται συχνά κοντά σ’ αυτές τις ταφές δείχνουν ότι τα ταφικά έθιμα των σπηλαιοταφών περιλάμβαναν ίσως περιοδικές καύσεις ή τελετουργικά δείπνα που συνοδεύονταν από πυρές.

 

– Ταφικά Κτίρια

Τα ορθογώνια ταφικά κτήρια ήταν οικοδομήματα προορισμένα για ταφική χρήση και διακρίνονται σε δύο διαφορετικούς τύπους. Στον πρώτο τύπο ανήκουν όσα αποτελούνται από μακρόστενα, παράλληλα δωμάτια, όπως αυτά του Παλαικάστρου, των Aρχανών και του Πλατάνου. Στον δεύτερο τύπο ανήκουν όσα αποτελούνται από τετράγωνους ή ορθογώνιους χώρους, με πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα τα ταφικά κτήρια του Μόχλου. H οροφή των κτηρίων αυτών δε σώζεται πουθενά, αλλά αποκαθίσταται συνήθως ως επίπεδη. Oι δύο αυτές παραλλαγές απαντούν συχνά στo ίδιo νεκροταφείο και είναι μάλλον σύγχρονες.

Σ’ αυτό τον ταφικό τύπο ανήκουν μερικά πολύ εντυπωσιακά παραδείγματα, όπως το ταφικό κτήριο του Χρυσόλακκου Μαλίων που χρονολογείται στη Μεσομινωική I περίοδο (2000 – 1900 π.Χ.). H μορφή αυτού του ταφικού τύπου παρουσιάζει ομοιότητες με την οικιστική αρχιτεκτονική, υποδηλώνοντας ίσως έτσι τη συνάφεια του σπιτιού των νεκρών με το σπίτι των ζώντων. H διάδοσή του είναι μεγαλύτερη στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού.

Tα πρώτα παραδείγματα ταφικών κτηρίων χρονολογούνται στην Πρωτομινωική III (2300 – 2100 / 2000 π.Χ.) και τα τελευταία κατά το τέλος της Μεσομινωικής εποχής (2000 – 1550 π.Χ.). Στην κοιλάδα της Mεσαράς τα ορθογώνια ταφικά κτήρια συνυπάρχουν με τους θολωτούς τάφους και φαίνεται ότι κτίστηκαν ως επέκτασή τους για να συμπεριλάβουν τα οστά και τα κτερίσματα των παλαιότερων ταφών.

 

– Κιβωτόσχημοι Τάφοι

Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι αποτελούν ένα λιγότερο αντιπροσωπευτικό ταφικό τύπο της Μινωικής Κρήτης, ο οποίος είναι κυρίως γνωστός από τις Κυκλάδες. Η διάδοσή τους στην Κρήτη περιορίζεται στα βόρεια παράλια. Tα κυριότερα παραδείγματα κιβωτιόσχημων τάφων βρίσκονται σε πρωτομινωικές θέσεις, οι οποίες εμφανίζουν έντονες Κυκλαδικές επιδράσεις και στην τέχνη, όπως ο Mόχλος, η Ψείρα, η Aγία Φωτιά και η Zάκρος.

– Θολωτοί Τάφοι

Με τον όρο θόλοι χαρακτηρίζονται συνήθως όλα τα κυκλικά κτίσματα, αν και πολλές φορές δεν είναι γνωστή η ακριβής μορφή της οροφής τους. Οι Μινωικοί θολωτοί τάφοι είναι ο πιο χαρακτηριστικός και διαδεδομένος τύπος οικογενειακού τάφου της Μινωικής Κρήτης, ο οποίος είχε διάρκεια ζωής σχεδόν μία χιλιετία. Θολωτοί τάφοι βρέθηκαν κυρίως στο νότιο τμήμα της Κρήτης και περισσότεροι στην κοιλάδα της Μεσαράς. Στην κοιλάδα του Αγιοφάραγγου που είναι μια αρκετά καλά ερευνημένη περιοχή αντιστοιχούν ένας έως δύο τάφοι σε κάθε οικισμό.

Οι πρωιμότεροι χρονολογούνται στην Ύστερη Νεολιθική και βρίσκονται στις πλαγιές των Αστερουσίων. Θολωτοί τάφοι κτίστηκαν ή επαναχρησιμοποιήθηκαν κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000 – 1550 π.Χ.), πολλοί δε από αυτούς εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται και κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Οι θολωτοί τάφοι είναι κυκλικά κτίσματα με διάμετρο από 4 μέχρι 13 μέτρα. Οι τοίχοι τους ήταν παχείς και κτισμένοι με μεγάλες πέτρες. Το διάχωρο των λίθων γεμιζόταν με λάσπη. Στα πρωιμότερα παραδείγματα οι τοίχοι ήταν θεμελιωμένοι σε λαξευμένο βράχο.

Οι πέτρες ήταν ακατέργαστες στην εξωτερική τους πλευρά αλλά λειασμένες εσωτερικά έτσι ώστε η εσωτερική πλευρά των τοίχων να παίρνει μία εντελώς επίπεδη όψη. Η είσοδος των θολωτών τάφων βρισκόταν πάντοτε στα ανατολικά, πράγμα που υποδηλώνει μία συγκεκριμένη ταφική πρακτική. Σε κάποιες περιπτώσεις η κατασκευή του ανωφλίου δείχνει μια μακρινή σχέση με το χαρακτηριστικό ανακουφιστικό τρίγωνο των Μυκηναϊκών θολωτών τάφων. Το είδος τηςστέγασης των θολωτών τάφων, αν και έχει απασχολήσει αρκετά τους ερευνητές, αποτελεί ακόμη ένα άλυτο πρόβλημα.

Στην περιφέρεια των τάφων κτίζονταν μερικές φορές προθάλαμοι ή δωμάτια που ήταν σύγχρονα ή και μεταγενέστερα από το αρχικό κτίσμα και είχαν ένα άνοιγμα στην οροφή. Αυτές οι προεκτάσεις χρησιμοποιούνταν ως οστεοφυλάκια των παλαιότερων ταφών. Σε μερικούς από αυτούς τους χώρους ίσως να τελούνταν τελετές νεκρολατρείας, όπως δείχνουν οι εκεί εγκατεστημένοι βωμοί, τα υπολείμματα τροφών και τα λατρευτικά αντικείμενα. Μία τέτοια σκηνή νεκρολατρείας αναπαριστά ίσως ένα πήλινο ομοίωμα που προέρχεται από τον τάφο του Καμηλάρη.

Σχετικά με την προέλευση του αρχιτεκτονικού τύπου των θολωτών τάφων έχουν διατυπωθεί πολλές και εντελώς διαφορετικές θεωρίες. Εκείνο που φαίνεται σίγουρο είναι ότι οι θολωτοί τάφοι της Κρήτης είναι μάλλον οι πρόγονοι των μυκηναϊκών θολωτών τάφων, οι οποίοι παρουσιάζουν στη συνέχεια διαφορετική εξέλιξη. Κατά τη μυκηναϊκή κυριαρχία διαδόθηκε στην Κρήτη ο Μυκηναϊκός τύπος θολωτού τάφου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το ανακουφιστικό τρίγωνο και μακρύ δρόμο.

Η κατασκευή των θολωτών τάφων προκάλεσε πολλές συζητήσεις σχετικές με την προέλευσή τους, οι οποίες δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε κοινώς αποδεκτά πορίσματα. Με τους θολωτούς τάφους έχουν συγκριθεί ευρήματα διαφορετικής προέλευσης και χρονολογίας, όπως ταφικά μνημεία και λείψανα της οικιστικής αρχιτεκτονικής από το Αιγαίο, την Κύπρο και την Αφρική. Μία από τις θεωρίες υποστηρίζει ότι τα πρότυπα των θολωτών τάφων ήταν οι θολωτές κατοικίες της Συρίας, που ανήκουν στον πολιτισμό Χαλάφ της Χαλκολιθικής εποχής.

Κατά μία άλλη θεωρία προέρχονται από τους κυκλικούς τάφους της Νουβίας, της εποχής του Παλαιού Βασιλείου, αφού μάλιστα πολλά, κάπως μεταγενέστερα ευρήματα στην Κρήτη μαρτυρούν τις επαφές με τη χώρα αυτή, με τη διαφορά ότι οι τάφοι της Νουβίας έχουν επίπεδη στέγη. Μία άλλη σύγκριση παρέχεται από τα κυκλικά σπίτια της Πρώιμης Νεολιθικής εποχής στη Χοιροκοιτία της Κύπρου. Στον Αιγαιακό χώρο υπάρχουν μικροί κυκλικοί τάφοι στην Κεφάλα της Κέας από την Τελική Νεολιθική.

Oι τάφοι αυτοί είναι όμως πολύ μικροί σε σχέση με τους μεγάλους θολωτούς τάφους της Κρήτης και είναι δύσκολο να υποτεθεί Κυκλαδική επίδραση, αφού οι Μινωικοί θόλοι συγκεντρώνονται στη νότια Κρήτη, όπου η κυκλαδική παρουσία δεν είναι τόσο έντονη. Μία εντελώς διαφορετική άποψη υποστηρίζει ότι οι θολωτοί τάφοι με τον ευρύ κυκλικό τους χώρο, μιμούνται τα σπήλαια, που ήταν οι συνηθισμένοι ταφικοί χώροι της Τελικής Νεολιθικής περιόδου.

Πράγματι το γεγονός ότι οι θολωτοί τάφοι εμφανίζονται στην κοιλάδα της Μεσαράς, σε μία περιοχή όπου δεν υπήρχαν σπήλαια, ίσως σημαίνει τη υιοθέτηση του συνηθισμένου σχήματος των τάφων για την εξυπηρέτηση της ίδιας ανάγκης.

– Πιθοταφές

Oι ταφές σε πίθους εμφανίζονται κατά το τέλος της Πρωτομινωικής περιόδου (κατά το 2000 π.Χ. περίπου), σχεδόν συγχρόνως με τις ταφές σε λάρνακες, αλλά η χρήση τους γενικεύεται κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000 – 1550 π.Χ.). Οι πιθοταφές ήταν ευρέως διαδεδομένες στη δυτική Mικρά Aσία κατά την Πρώιμη Eποχή του Xαλκού, ενώ το πρωιμότερο παράδειγμα στον Αιγαιακό χώρο προέρχεται από την Κεφάλα της Κέας και χρονολογείται στην Τελική Νεολιθική (3650 – 3500 π.Χ.). Aυτός ο τρόπος ταφής είχε σποραδική μόνο διάδοση κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία, ενώ ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα, ειδικότερα για ταφές παιδιών και βρεφών.

 

– Λάρνακες

Κατά την Πρωτομινωική περίοδο (3000 – 2000 π.Χ.) εμφανίζεται ένα νέο είδος τάφου, οι λάρνακες ή σαρκοφάγοι, πήλινα σκεύη ταφής που ίσως αποτελούν μιμήσεις ξύλινων φέρετρων. Tα πρώτα δείγματα λαρνάκων είχαν ελλειπτικό σχήμα, ήταν αβαθή και αδιακόσμητα. Στην ανατολική Kρήτη οι λάρνακες εμφανίζονται σε εξωτερικούς χώρους, απλώς βυθισμένες στο χώμα, ενώ σε μερικές θέσεις τοποθετούνταν σε κτιστούς, κιβωτιόσχημους τάφους. Αυτός ο τρόπος ταφής επεκτάθηκε κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000-1550 π.Χ.) και στα νεκροταφεία της Mεσαράς.

Κατά την Υστερομινωική III περίοδο (1400 – 1100 π.Χ.) εμφανίστηκε ένα χαρακτηριστικό είδος λαρνάκων με γραπτή διακόσμηση. Οι λάρνακες αυτής της περιόδου είχαν ωοειδές σχήμα, επίπεδη βάση και λαβές τοποθετημένες οριζόντια. Η τρύπα για την εκροή υγρού στο κάτω μέρος της βάσης τους δείχνει ότι ο αρχικός προορισμός τους ήταν μάλλον η οικιακή χρήση. Οι λάρνακες κατασκευάζονταν από χονδρό πηλό και ήταν διακοσμημένες με σχηματοποιημένα θέματα που κάλυπταν συχνά ολόκληρη την επιφάνειά τους.

Ανάμεσα στα διακοσμητικά θέματα διακρίνονται και αρκετά θρησκευτικά σύμβολα, όπως τα ιερά κέρατα, οι ταύροι, τα πλοία ή ανθρώπινες μορφές που θρηνούν, ενώ σπανιότερα εμφανίζονται και παραστάσεις διηγηματικού χαρακτήρα. Τέτοιες λάρνακες με παραστάσεις αρμάτων, πομπών και σκηνών κυνηγίου προέρχονται από την Eπισκοπή και τους Αρμένους, ενώ η λίθινη σαρκοφάγος από το θολωτό τάφο της Αγίας Τριάδας με τις πλούσιες παραστάσεις των πλευρών της αποτελεί την καλύτερη μέχρι σήμερα πηγή πληροφοριών για τις νεκρικές τελετουργίες.

Το Μινωικό έθιμο της ταφής σε λάρνακες αλλά και το είδος της εικονογράφησής τους μεταφέρθηκαν από την Κρήτη και στη Μυκηναϊκή Ελλάδα.

 

Σωματική Διάπλαση των Μινωιτών

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν αρχικά θέματα σχετικά με την όψη και τη σωματική διάπλαση των ανθρώπων της Μινωικής εποχής. Σύμφωνα με μελέτες σύγχρονων επιστημόνων oι άνδρες είχαν ύψος κατά μέσο όρο 1.67 -τονίζουμε εδώ ότι η διαφοροποίηση του μέσου ύψους των ανδρών με το σημερινό υπολογίζεται σε περίπου 1 εκατοστό- και οι γυναίκες 1.54.

Ο μέσος όρος ζωής των ανδρών ήταν τα 36 χρόνια και των γυναικών 28. Το μεγαλύτερο ποσοστό των γυναικών πέθαινε την περίοδο της ζωής τους που συνέπιπτε με την κορύφωση της αναπαραγωγικής τους δραστηριότητας. Φαίνεται πως τα τρόφιμα που είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες αύξαναν τη θνησιμότητα. Οι άνθρωποι κατανάλωναν ελάχιστο κρέας, διότι εξέτρεφαν τα ζώα για το μαλλί τους.

 

Το Μινωικό Ένδυμα

Ο θαυμαστός πολιτισμός των Μινωικών χρόνων (3000 περ. – 1050 περ. π.Χ.), ο πρώτος πολιτισμός επί Ευρωπαϊκού εδάφους, αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορικής πορείας της Κρήτης. Έξοχος σε κάθε τομέα, διέγραψε τη φυσική πορεία του κατά τη διάρκεια δύο σχεδόν χιλιετιών. Η μεγαλύτερη ακμή του εντοπίζεται ανάμεσα στο 2000 και το 1400 π.Χ., εποχή της Μινωικής θαλασσοκρατορίας, που έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του πολιτιστικού επιπέδου, ιδιαίτερα υψηλού στους χώρους των ανακτόρων.

Στην τελευταία περίοδο της Μινωικής εποχής η Κρήτη κυριεύτηκε από τους Αχαιούς, και όπως είναι φυσικό οι αλληλεπιδράσεις ήταν έντονες. Η εξαιρετικά σημαντική άλλωστε γεωγραφική θέση που κατείχε το νησί, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, των μόνων γνωστών του αρχαίου κόσμου, δικαιολογεί απόλυτα το ρόλο της στη διαμόρφωση της πορείας του πολιτισμού σε όλες του τις εκφάνσεις. Όλα τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία γίνονται έμμεσα εμφανή από την εικόνα των Μινωιτών.

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για το Μινωικό ένδυμα προέρχονται από ένα πλήθος τοιχογραφικών παραστάσεων, από τα ενδύματα των ανθρωπόμορφων ειδωλίων και από τα αφιερωματικά φορέματα. Δεδομένου όμως ότι οι περισσότερες από αυτές τις παραστάσεις είναι θρησκευτικού περιεχομένου, δεν είναι συχνά σαφές, αν τα ενδύματα που απεικονίζονται στην τέχνη αντιπροσωπεύουν την καθημερινή φορεσιά των Μινωιτών, αν πρόκειται για τα ενδύματα που φοριόνταν μόνο στις επίσημες κοινωνικές εκδηλώσεις ή ακόμα αν ήταν τα ενδύματα των ιερέων για τις θρησκευτικές τελετές.

Οι εικονογραφικές πηγές προέρχονται κυρίως από τα ανάκτορα και σημαντικά κτήρια, όπου συνήθως απεικονίζονται επιλεκτικά στιγμιότυπα της λατρείας και της ζωής των ανθρώπων με υψηλό κοινωνικό κύρος. Έτσι, στην εικονογραφία αντιπροσωπεύονται συνήθως τα ενδύματα των ιερέων και της αριστοκρατίας, ενώ οι γνώσεις μας για την ενδυμασία των απλών ανθρώπων είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Μία εύκολη διαπίστωση είναι παρόλα αυτά ότι το γυναικείο και το ανδρικό ένδυμα ήταν σαφώς διαφοροποιημένα.

Ο διαχωρισμός αυτός είναι εμφανής στα ιερατικά ενδύματα, όπως δείχνουν τα χαρακτηριστικά φορέματα των ιερειών και οι κροσσωτοί χιτώνες που φοριόνταν μόνο από άνδρες ιερείς. Εξαίρεση αποτελεί ίσως η φορεσιά των αθλητών, η οποία ήταν κοινή και για τα δύο φύλα και ένας συγκεκριμένος τύπος ιερατικού μανδύα που κάλυπτε τον ένα ώμο και φοριόταν από άνδρες και γυναίκες ιερείς. Για την κατασκευή τόσο των γυναικείων όσο και ανδρικών ενδυμάτων χρησιμοποιούνταν υφάσματα με πολύχρωμα σχέδια, κατασκευασμένα με διαφορετικές τεχνικές.

Τα τελειώματα των ενδυμάτων αλλά και οι επιφάνειές τους διακοσμούνταν από πολύχρωμες υφαντές ταινίες, κρόσσια και επίρραπτα κοσμήματα. Οι Μυκηναίοι εισήγαγαν Κρητικά έργα, πιστεύεται δε ότι Μινωίτες καλλιτέχνες ταξίδεψαν και δούλεψαν στην ηπειρωτική Ελλάδα δημιουργώντας καλλιτεχνήματα και αντικείμενα που μοιάζουν εξαιρετικά με Μινωικά. Από την άλλη πλευρά και οι Μινωίτες δέχτηκαν επιρροές από τη Μυκηναϊκή Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα. Συνεπώς αντλούνται στοιχεία για τον Μινωικό πολιτισμό και από τη μελέτη ευρημάτων της υπόλοιπης Ελλάδας.

Λίγα γραπτά κείμενα, αν και λογιστικού χαρακτήρα, δηλ. απογραφές, κατάλογοι προϊόντων κλπ., που προέρχονται από την Κρήτη, αλλά κυρίως από την ηπειρωτική Ελλάδα σε Γραμμική Β γραφή, προσφέρουν στοιχεία κυρίως για την παραγωγή υφασμάτων και αρωμάτων. Ελάχιστα αλλά χαρακτηριστικά είναι τα αντίστοιχα κείμενα άλλων σύγχρονων λαών, όπως των Αιγυπτίων, με τους οποίους διατηρούσαν οι Μινωίτες στενές επαφές.

Μεταγενέστερα κείμενα, όπως τα ομηρικά έπη και γενικά τα λογοτεχνικά -και όχι μόνο- έργα των αρχαίων Ελλήνων, συχνά διασώζουν και αντικατοπτρίζουν παλαιότερες συνήθειες, κάποιες από τις οποίες επιβίωσαν και στους ιστορικούς χρόνους. Την εντυπωσιακή εμφάνιση των Μινωιτών, παράλληλα με την πολυχρωμία των ενδυμάτων και τον πλούτο των κοσμημάτων, συμπλήρωναν συχνά διάφορες τεχνικές καλλωπισμού, όπως το βάψιμο του δέρματος και η δερματοστιξία που χρησιμοποιούνταν και από τα δύο φύλα.

 

– Ανδρικά Ενδύματα

Το ένδυμα αποτέλεσε σε όλες τις εποχές ένα είδος ταυτότητας για τους ανθρώπους που το φορούσαν. Φανερώνει την ηλικία, την απασχόληση, την ιδεολογία την κοινωνική τάξη, σηματοδοτεί επομένως τη θέση του ατόμου στην κοινωνία του. Ακόμη και την ελευθερία από τη σκλαβιά σηματοδοτεί. Κάποτε βέβαια το ρούχο μπορεί και να διαλύσει την ατομικότητα μέσα σε μία λειτουργική ανωνυμία, όπως στους στρατιώτες ή στους συμμετέχοντες σε μια γιορτή, οπότε οι άνθρωποι της ομάδας φέρουν στολές.

Άλλοτε τέλος προβάλλει την ανισότητα. Οι άρχοντες, εν γένει οι δυνατοί μέσω της όψης επιβλήθηκαν σε όλες τις εποχές. Στην καθημερινή τους ζωή αλλά και στη δημόσια οι άνδρες φορούσαν το λεγόμενο «ζώμα», που έμοιαζε με κοντή φούστα ή ποδιά σφιγμένη στη μέση. Το ζώμα είχε ποικίλους τύπους. Ο απλούστερος ήταν μια ζώνη και μια ορθογώνια ταινία που ξεκινούσε από τη μέση, περνούσε ανάμεσα στους μηρούς και κατέληγε πάλι σ’ αυτήν. Ο πιο περίτεχνος κάλυπτε την περιοχή από τη μέση μέχρι το άνω τμήμα των μηρών σε διάφορα σχήματα και μήκη.

Την ανδρική ενδυμασία χαρακτηρίζουν οι σφικτές υφασμάτινες, δερμάτινες, ίσως και μεταλλικές ζώνες. Πάντως η πολύ λεπτή μέση, που εμφανίζεται στις απεικονίσεις Μινωιτών μάλλον αποτελεί καλλιτεχνική σύμβαση και δεν ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα. Οι ζώνες ήταν συχνά πλούσια διακοσμημένες και συχνά στα άκρα τους έφεραν κρόσσια ή χάντρες. Σ’ αυτές στήριζαν οι άνδρες το εγχειρίδιο, μικρό σπαθί ή μαχαίρι, κάτι που συναντάται στην προ λίγων χρόνων κρητική ενδυμασία.

Στην καθημερινή τους ζωή και το κυνήγι προτιμούσαν το απλό ζώμα, που άφηνε ελεύθερα τα πόδια, ενώ σε επίσημες περιστάσεις επιμελούνταν ιδιαίτερα την εμφάνισή τους: το ζώμα ήταν εντυπωσιακά διακοσμημένο με πλούσια σχέδια και συμπληρωνόταν με κοσμήματα. Μακρύ ένδυμα έφεραν κάποιες φορές κατά τη διάρκεια τελετουργιών, κυρίως αν ήταν μουσικοί ή άρχοντες.

– Γυναικεία Ενδύματα

Εντυπωσιακά ήταν τα ενδύματα και εν γένει η εμφάνιση των γυναικών της Μινωικής εποχής, αλλά και η ίδια η θέση τους στην κοινωνία, που θεωρείται ότι ήταν ισότιμη με του άνδρα. Νεαρές κοπέλες συμμετείχαν για παράδειγμα σε ένα εξαιρετικά δύσκολο αγώνισμα, τα ταυροκαθάψια ντυμένες σαν άνδρες, δηλαδή μόνο με ζώμα. Ακόμη σχεδόν αποκλειστικά ελάμβαναν την εξέχουσα θέση της ιέρειας των μεγάλων θεαινών της Μινωικής Κρήτης. Οι περισσότερες απεικονίσεις γυναικών αφορούν τη συμμετοχή τους σε τελετουργίες είτε ως άμεσα εμπλεκόμενα με αυτές πρόσωπα, είτε ως θεατές.

Το γυναικείο Μινωικό ένδυμα, όπως παρουσιάζεται στις εικονιστικές παραστάσεις, φαίνεται ότι αποτελούνταν από τρία τμήματα: ένα στενό περικόρμιο με κοντά μανίκια, μια μακριά φούστα σχηματισμένη από ανεξάρτητα υφασμένες ταινίες και μια διακοσμητική ποδιά. Στο κεφάλι οι γυναίκες φορούσαν κεφαλόδεσμους και διαδήματα, και διακοσμούσαν τα μαλλιά τους με πολλά διαφορετικά κοσμήματα και περίτεχνα δεμένες κορδέλες.

Οι ενδυματολογικοί αυτοί συνδυασμοί συναντώνται αυτούσιοι στις παραστάσεις ανατολικών ιερειών και γυναικείων θεοτήτων και μπορεί ανεπιφύλακτα να υποστηριχθεί ότι το γυναικείο Μινωικό ένδυμα είναι αντιγραφή του ιερατικού ενδύματος της Εγγύς Ανατολής. Στις περισσότερες θρησκευτικές παραστάσεις θεοφανείων το περικόρμιο ήταν μπροστά ανοικτό ή άφηνε εντελώς γυμνό το στήθος. Δεν είναι όμως σίγουρο, αν η αποκάλυψη του γυναικείου στήθους ήταν ένα βασικό στοιχείο της Μινωικής ενδυμασίας ή μία τελετουργική πράξη κατά την τελετή της Θεοφάνειας.

 

– Η Εξάπλωση της Μινωικής Μόδας

Ζήτημα μεγάλης σημασίας για την ακτίνα επιρροής του Μινωικού πολιτισμού αποτελεί ο βαθμός επίδρασης της ενδυμασίας της μητρόπολης – Κρήτης σ’ αυτήν άλλων περιοχών του Μινωικού κόσμου. Αν και φαίνεται αναμφίβολη η επιρροή, από τις μέχρι τώρα συγκρίσεις των ενδυμάτων διαφόρων περιοχών έχουν διαπιστωθεί ορισμένες ενδυματολογικές διαφορές μεταξύ των περιοχών επιρροής του Μινωικού πολιτισμού.

Η εντύπωση που προκύπτει από τις Μινωικές τοιχογραφίες είναι ότι η γυναικεία ενδυμασία στη Θήρα ήταν γενικά απλούστερη από αυτήν της Κρήτης, ενώ παρατηρείται και η συχνότερη χρήση των διάφανων και των φλοκωτών υφασμάτων που συνηθίζονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μια σίγουρη παρατήρηση είναι επίσης ότι οι Μινωικές ενδυματολογικές τάσεις επηρέασαν αποφασιστικά και την αμφίεση των Μυκηναίων, με αποτέλεσμα τα μυκηναϊκά ενδύματα, κυρίως τα γυναικεία, να μη διαφοροποιούνται σχεδόν καθόλου από τα Μινωικά τους πρότυπα.

Έχουν ακόμη διαπιστωθεί μικρές διαφοροποιήσεις στο ένδυμα στις διάφορες χρονικές φάσεις της Μινωικής εποχής. Στην αρχή προτιμώνται για παράδειγμα ενδύματα με λιγότερη διακόσμηση, ενώ στην όψιμη φάση υπάρχει κάποια επιρροή από το Μυκηναϊκό ένδυμα. Είναι επίσης βέβαιο ότι η Μινωική μόδα στην ένδυση και στην κόμμωση δεν άφησε ασυγκίνητες τις Μυκηναίες που εντρυφούσαν στα ανάκτορα, καθώς και τις γυναίκες της Θήρας, οι οποίες φαίνεται να μιμήθηκαν πάρα πολλά στοιχεία της ένδυσης των Κρητικών.

– Το Μινωικό Ζώμα

Η περιβολή των ανδρών της Μινωικής Κρήτης απεικονίζεται σε αναρίθμητα Μινωικά ειδώλια και σε παραστάσεις σφραγίδων και τοιχογραφιών. Ο κορμός των ανδρών έμενε συνήθως γυμνός, ενώ η περιφέρειά τους τυλιγόταν με το λεγόμενο Μινωικό περίζωμα ή ζώμα. Το Μινωικό ζώμα ήταν ένα κοντό ύφασμα που δενόταν σφιχτά γύρω από την περιφέρεια. Οι διάφορες απεικονίσεις του δείχνουν ότι το ένδυμα αυτό απαντά σε διαφορετικά σχήματα και μήκη και δενόταν στο σώμα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.

Tις περισσότερες φορές τα ανδρικά περιζώματα μοιάζουν με κοντές φούστες, ενώ δύο από τις πιο σπάνιες εκδοχές τους θυμίζουν η μια τα σημερινά κοντά παντελόνια και η άλλη κοντά παντελόνια με τιράντες. Στη μέση τους οι άνδρες φορούσαν μία σφιχτή ζώνη επάνω στην οποία στερεωνόταν συχνά ένας ξεχωριστός αιδοιοθύλακας. Ελαφρώς διαφοροποιημένο εμφανίζεται το ένδυμα των αθλητών, οι οποίοι φορούσαν ένα μικρό ζώμα που θυμίζει τα σημερινά μαγιό ή μόνο έναν αιδοιοθύλακα στερεωμένο επάνω στη ζώνη.

 

– Ενδύματα Αθλητών

Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για το ένδυμα των αθλητών της Μινωικής Κρήτης προέρχονται από τις παραστάσεις ταυροκαθαψίων και από τις σκηνές πυγμαχίας. Το αθλητικό ένδυμα ήταν απλό και μικρό, διευκολύνοντας έτσι τις κινήσεις των αθλητών. Αποτελούνταν από το λεγόμενο Μινωικό ζώμα που θυμίζει τα σημερινά μαγιό και από μία πολύ στενή ζώνη που στήριζε τη μέση των αθλητών. Στη ζώνη στερεωνόταν τις περισσότερες φορές ένας αιδοιοθύλακας. Οι αθλητές είχαν συνήθως γυμνά πόδια αλλά μερικές φορές φορούσαν μαλακά παπούτσια με ελαφρά ανασηκωμένες μύτες ή δερμάτινα πέδιλα με λουριά.

Όπως δείχνει η τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων από την Κνωσό, όπου απεικονίζονται γυναίκες και άνδρες αθλητές ταυτόχρονα, το αθλητικό ένδυμα ήταν κοινό και για τα δυο φύλα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και επειδή τα σώματα των αθλητριών δε διαφέρουν σχεδόν καθόλου από τα ανδρικά, η διάκριση του φύλου στην τοιχογραφία αυτή δηλώνεται μόνο από το διαφορετικό χρώμα που χρησιμοποιούνταν για την απεικόνιση του δέρματος των δύο φύλων. Οι γυναίκες αθλήτριες φορούσαν όμως κοσμήματα και είχαν περισσότερο περίπλοκα χτενίσματα.

 

– Υλικά Κατασκευής Ενδυμάτων

Τα κρητικά ενδύματα κατασκευάζονταν από μαλλί, λινάρι και κατεργασμένο δέρμα. Το μαλλί ήταν το συνηθέστερο υλικό για την κατασκευή της ενδυμασίας, υπήρξε μάλιστα από τα βασικά εξαγώγιμα προϊόντα της Κρήτης, ενώ η υφαντουργία ήταν από τις κύριες βιοτεχνίες της Μινωικής εποχής. Αυτό γίνεται φανερό από τις πινακίδες της Γραμμικής Β, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν καταλόγους με κοπάδια προβάτων που πιθανότατα ελέγχονταν από το ανάκτορο και την ποσότητα μαλλιού που αντιστοιχούσε σ’ αυτά, καθώς και από τους καταλόγους ονομάτων πεντακοσίων και πλέον γυναικών και πολλών νεαρών αγοριών και κοριτσιών που αντίστοιχα δίδασκαν και διδάσκονταν την υφαντική τέχνη.

Το ίδιο το ρήμα μάλιστα «διδάσκω» εμφανίζεται στα γραπτά κείμενα για πρώτη φορά ακριβώς για τη διδασκαλία της υφαντικής τέχνης. Είναι λοιπόν εμφανές ότι η κεντρική εξουσία συγκέντρωνε το μαλλί και το διένειμε για επεξεργασία. Γενικά ενδιαφερόταν από τη μια πλευρά για την αύξηση της παραγωγής και από την άλλη για την ποιότητά της, διότι προφανώς τα υφαντά θα ήταν εξαγώγιμο είδος, γι’ αυτό φρόντιζε τόσο πολύ για την εκπαίδευση, και ακόμη περισσότερο για την εξειδίκευση τόσο πολλών ανθρώπων σε εργασίες επεξεργασίας του μαλλιού.

 

Μινωική Υπόδηση

Οι Μινωίτες εμφανίζονται σε άλλες παραστάσεις ξυπόλητοι, σε άλλες με σανδάλια, που προσαρμόζονταν στο πόδι με σχετικά ψηλές ταινίες και σπανιότερα με μπότες. Η ίδια η λέξη «σάνδαλον» είναι προελληνικής προέλευσης, πιστεύεται μάλιστα Μινωικής. Μπότες φορούσαν συνήθως οι συμμετέχοντες σε αγώνες, οι κυνηγοί και οι στρατιώτες και συγκρατούνταν στο πόδι με ταινία που περνούσε από ανοίγματα. Από αρχαία κείμενα της Βόρειας Αφρικής βγαίνει το συμπέρασμα ότι Κρήτες έμποροι, που είχαν και αντιπροσώπους στην περιοχή, εξήγαγαν υποδήματα, που θα ήταν προφανώς πολύ καλής ποιότητας.

 

Μινωική Κόμμωση

Άνδρες και γυναίκες είχαν κατά κανόνα μακριά και σγουρά μαλλιά. Τα μακριά μαλλιά των ανδρών ήταν χωρισμένα σε μπούκλες. Κάποτε εμφανίζονται με ξυρισμένο το κεφάλι ή με λίγες τούφες μαλλιών σε μερικά σημεία του κρανίου, παρουσιάζονται δε αγένειοι. Οι γυναικείες κομμώσεις ήταν περίτεχνες. Άλλοτε τα μαλλιά ήταν μαζεμένα σε κότσο και έπεφταν μικρές μπούκλες στο μέτωπο και στα αυτιά. Άλλοτε οι μακριές και λεπτές μπούκλες («βόστρυχοι») στολίζονταν με χάνδρες, «σφηκωτήρες» και περόνες με ένα εξόγκωμα συχνά σε σχήμα άνθους.

Για τη χρήση βέβαια των περονών έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες: Πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνταν για να στερεώνονται διαδήματα στο κεφάλι, κυρίως όμως για την ταχτοποίηση ή τη συγκράτηση των μαλλιών, διότι τα ψηλά και περίτεχνα χτενίσματα απαιτούσαν ειδική προετοιμασία και κατάλληλα εξαρτήματα για στερέωση. Μια ακόμη πιθανότητα είναι ότι χρησίμευαν ως κοσμήματα της κόμης των νεκρών κατ’ αντιστοιχία με τη χρήση πραγματικών λουλουδιών στα μαλλιά από τους ζωντανούς. Τις κομμώσεις συμπλήρωναν συχνά ταινίες, δίχτυα, διαδήματα κι ακόμη καπέλα σε διάφορα σχήματα, κάποτε με αγκράφες και τιάρες.

Καλλωπισμός

Το μακιγιάζ ήταν επιμελημένο. Η εικόνα ήταν τόσο εντυπωσιακή, ώστε όταν το 1905 αποκαλύφθηκε στην Κνωσό μια τοιχογραφία του 15ου αι. περίπου π.νέας γυναίκας, θεάς ή ιέρειας πιθανότατα, οι εργάτες του Έβανς την ονόμασαν Παριζιάνα. Οι γυναίκες άπλωναν στο πρόσωπο λευκή πούδρα, ενώ έβαφαν κόκκινα τα χείλη, τα μάγουλα, τα νύχια και τους λοβούς των αυτιών. Έντονα βαμμένα με σκούρα βαφή ήταν και τα μεγάλα μάτια τους. Οι βαφές προέρχονταν από φυτά.

Τα αρώματα και τα αρωματικά έλαια που ήταν και εξαγώγιμο είδος, φαίνεται να έπαιζαν μεγάλο ρόλο στη ζωή των Μινωιτών και μάλιστα η κατασκευή τους ήταν οργανωμένη. Δημιουργούσαν αιθέρια έλαια, τα οποία εξήγαγαν από διάφορα μέρη φυτών. Δημιουργούσαν αιθέρια έλαια, τα οποία εξήγαγαν από διάφορα μέρη φυτών όπως από λουλούδια (τριαντάφυλλο), από βλαστάρια (μοσχοκάρφι), από φύλλα, ρίζες, σπόρους (μάραθο, γλυκάνισο).Από τις πινακίδες της Πύλου και της Κνωσού φαίνεται να γίνεται προμήθεια λαδιών που παρασκευάζονταν από φυτά, όπως φασκομηλιά (σφακόεν, pakowe), τριαντάφυλλο (ροδόεν, wodowe) κ.α.

Άλλα συστατικά που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή αρωμάτων και αλοιφών ήταν ο κορίανδρος, το μέλι και το κρασί. Έχουν εντοπιστεί και εργαστήρια παρασκευής αρωμάτων στο ανάκτορο της Ζάκρου και στις Μυκήνες, όπου εκτός από τα πιθάρια, υπήρχε εγκατάσταση θέρμανσης, κατάλογοι με αρωματικά φυτά και ψευδόστομοι αμφορείς, τα κατεξοχήν αγγεία για τη φύλαξη και όπως έχει αποδειχτεί, για τη μεταφορά αρωμάτων στο εξωτερικό. Το λεπτό και στενό στόμιο διευκόλυνε τη διατήρηση του προϊόντος που φυλασσόταν σ’ αυτά.

 

Αθλήματα και Παιχνίδια

Σε θραύσματα τοιχογραφιών από την Κνωσό και τις Μυκήνες, αλλά και σε μια σειρά από σφραγίδες και σφραγίσματα απεικονίζονται Μινωίτες σε διάφορες αθλητικές σκηνές. Aνάμεσα σ’ αυτές διακρίνονται ακροβατικά άλματα, σκηνές πάλης, πυγμαχίας και ένα χαρακτηριστικό είδος ταυρομαχίας, τα λεγόμενα ταυροκαθάψια. Στο άθλημα των ταυροκαθαψίων εμφανίζονται και τα δύο φύλα, ενώ στα αθλήματα της πάλης και της πυγμαχίας δεν εικονίζονται ποτέ γυναίκες. Οι αθλητικές εκδηλώσεις λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών που μάλλον γίνονταν σε τακτά διαστήματα και ίσως συνδέονταν με τη γέννηση, το θάνατο και την ανάσταση του νεαρού θεού.

 

– Ταυροκαθάψια

Tα αγωνίσματα των ταυροκαθαψίων αποτελούσαν ίσως μέρος των γιορτών της άνοιξης και συμβόλιζαν τη σύλληψη του ιερού ταύρου. Κατά τη διάρκεια αυτού του αθλήματος, οι ταυροκαθάπτες πιάνονταν από τα κέρατα ενός ταύρου, εκτελούσαν ένα επικίνδυνο άλμα στον αέρα, επάνω από τη ράχη του ζώου, και κατόπιν προσγειώνονταν στο έδαφος. Οι διάφορες παραστάσεις ταυροκαθαψίων δείχνουν τους αθλητές σε ποικίλες στάσεις. Οι αγωνιζόμενοι δεν έφεραν βαρύ οπλισμό, αλλά μερικές φορές κρατούσαν δίχτυα για να παγιδεύουν το θύμα και λόγχες, με τις οποίες όμως δε σκότωναν αλλά τραυμάτιζαν ελαφρά τον ταύρο με σκοπό να τον ερεθίσουν.

Το έθιμο αυτό φαίνεται ότι συνδέεται με το μύθο του Μινώταυρου, σύμφωνα με τον οποίο επτά νέοι και επτά νέες από την Αθήνα στέλνονταν ετησίως στην Κρήτη για να γίνουν βορά ενός άγριου ταύρου. Τα ταυροκαθάψια επιβίωσαν μέχρι τους κλασικούς χρόνους σε διάφορες περιοχές, όπως στην Έφεσο, τη Σμύρνη και τη Σινώπη, ενώ τα γνωστότερα της Αρχαιότητας ήταν τα Θεσσαλικά. Το άθλημα των ταυροκαθαψίων ομοιάζει με τις σημερινές ταυρομαχίες στην Ισπανία. Η βασική τους διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι στο μινωικό άθλημα ο ταύρος δεν σκοτωνόταν κατά τη διάρκεια του αθλήματος αλλά μάλλον αργότερα σε ειδική τελετή από τους αρχιερείς.

– Πυγμαχία και Πάλη

Σε μια σειρά παραστάσεων της Μινωικής τέχνης αναγνωρίζονται σκηνές πυγμαχίας και πάλης. Τέτοιες σκηνές είναι γνωστές κυρίως από σφραγίσματα και από την τοιχογραφία της Τυλίσου. Η καλύτερη όμως μαρτυρία αυτών των αθλημάτων είναι το περίφημο λίθινο ρυτό των πυγμάχων από την Αγία Τριάδα, όπου απεικονίζονται διάφορες σκηνές πυγμαχίας και πάλης διατεταγμένες σε ζώνες. Οι αθλητές σε αυτές τις σκηνές απεικονίζονται με αθλητικό ζώμα, γάντια, κράνος και περιβλήματα στα γόνατα.

Μια παρόμοια αθλητική σκηνή πυγμαχίας προσφέρει και η τοιχογραφία των νεαρών πυγμάχων από το Ακρωτήρι της Θήρας. Αν και τα ταυροκαθάψια συνδέονταν στενά με τις θρησκευτικές δοξασίες, δεν είναι γνωστό αν οι αγώνες πυγμαχίας ήταν μια απλή αθλητική επίδειξη στο πλαίσιο των θρησκευτικών τελετών ή αν είχαν κάποια συμβολική σημασία, όπως συνέβαινε στην Αίγυπτο, όπου παρόμοιοι αγώνες πάλης αναπαριστούσαν τη νίκη του Όσιρι κατά των αντιπάλων του.

– Επιτραπέζια Παιχνίδια

Ένα ιδιότυπο αντικείμενο, το λεγόμενο ζατρίκιο, που προέρχεται από το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού μάς δίνει μια εικόνα για τα επιτραπέζια παιχνίδια της Μινωικής Κρήτης. Πρόκειται για μια ελεφάντινη πλάκα διαστάσεων περίπου 1,00 x 0,50 μέτρα, με επιχρυσωμένη επιφάνεια. Τα εσωτερικά διάχωρα της πλάκας ήταν σχηματισμένα από ένθετα κομμάτια ορείας κρυστάλλου και γαλάζιας φαγεντιανής. Η πολυτελής αυτή κατασκευή στηριζόταν μάλλον σε ένα ξύλινο πλαίσιο και ήταν σταθερά τοποθετημένη στο δάπεδο ενός διαδρόμου στη βόρεια πτέρυγα του ανακτόρου.

Η διακόσμηση του ζατρικίου αποτελείται από σειρές μεταλλίων, ευθύγραμμων ταινιών και σχηματοποιημένων ναυτίλων, ακολουθώντας τα κλασικά διακοσμητικά πρότυπα της μεσομινωικής τέχνης. Κοντά στο ζατρίκιο βρέθηκαν τέσσερις μεγάλοι κώνοι από ελεφαντόδοντο που ερμηνεύτηκαν ως πιόνια, ενώ δεν αποκλείεται και η χρήση ζαριών. Από το παλαιό ανάκτορο της Φαιστού προέρχονται επίσης δύο ελεφάντινα πιόνια σε σχήμα λεοντοκεφαλής και ταυροκεφαλής, τα οποία βρέθηκαν μέσα σε ένα κύπελλο που μάλλον χρησίμευε ως θήκη.

Από τάφο της Υστερομινωικής εποχής (1600 – 1050 π.Χ.) στον Κατσαμπά προέρχεται ένας αστράγαλος που φέρει αρίθμηση από το ένα μέχρι το τέσσερα και δύο συμπλέγματα ανδρικών μορφών. Κατά την άποψη του A. Evans ίσως και οι σφραγίδες που έχουν πρισματικό σχήμα και φέρουν κύκλους και στιγμές σε κάθε τους πλευρά, χρησιμοποιούνταν ως ζάρια. Η έμπνευση αυτών των παιχνιδιών ανήκει στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή, όπου υπήρχε μια τεράστια ποικιλία παρόμοιων επιτραπέζιων παιχνιδιών.