Οι Έλληνες στη Βακτριανή
Εισαγωγή
Οι Έλληνες στη Βακτριανή
Εισαγωγή
Σημείο συνάντησης λαών και πολιτισμών, η Κεντρική Ασία παρουσιάζει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η περιοχή αυτή, με τη μεγάλη γεωγραφική ποικιλομορφία (καθόσον περιλαμβάνει αχανείς στέπες, εύφορες κοιλάδες ποταμών, πανύψηλες οροσειρές και ερημικές εκτάσεις), είναι αρκετά δύσκολο να οριοθετηθεί, δεδομένου ότι έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τις περιοχές που περιλαμβάνονται σ΄αυτήν. Διευκρινίζουμε, επομένως, ότι αναφερόμαστε σε μια γεωγραφική περιοχή που αποτελείται από το βορειοανατολικό τμήμα του σύγχρονου Ιράν, το μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών που ανήκουν στις 4 από τις 5 πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας (Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, νότιο Καζακστάν, Τατζικιστάν), το Αφγανιστάν και το βορειοδυτικό Πακιστάν (Μπαλουτσιστάν και κοιλάδα του Ινδού στο Παντζάμπ). Το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στην έντονη παρουσία του Ελληνικού στοιχείου στην περιοχή αυτή κατά την αρχαιότητα.
Η εξιστόρηση δεν είναι ιδιαίτερα ευχερής, καθώς οι πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας παρουσιάζουν αρκετές ελλείψεις. Λείπουν αρκετά αποσπάσματα αρχαίων ιστορικών συγγραμμάτων (ή και ολόκληρα έργα) που υποθέτουμε ότι αναφέρονταν στην ιστορία του Ελληνισμού στην αρχαία Κεντρική Ασία. Σε άλλες περιπτώσεις, κάποια συγγράμματα «διασώζονται» χάρη σε συνόψεις και επιτομές που συντάχθηκαν κατά την ύστερη αρχαιότητα ή κατά τα Βυζαντινά χρόνια και τα οποία δεν αποτελούν υπόδειγμα συνεπούς ιστορικού συγγράμματος: συχνά διαπιστώνεται σύγχυση μεταξύ προσώπων και γεγονότων. Επομένως, οι βασικές πηγές για τους σύγχρονους ιστορικούς είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα, μεταξύ των οποίων επιγραφές και κυρίως νομίσματα.
Μόνο που έχουμε νομίσματα διπλάσιων ηγεμόνων από αυτούς που αναφέρουν τα αρχαία ιστορικά συγγράμματα και μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις (περισσότερο ή λιγότερο επισφαλείς) για τη δράση του κάθε ηγεμόνα και τον χώρο κυριαρχίας του. Τα προβλήματα αυτά δεν στάθηκαν εμπόδιο για τη συγγραφή ορισμένων ιδιαίτερα συναρπαστικών βιβλίων Ιστορίας. To 1938, ο Βρετανός ιστορικός Γουίλιαμ Γούντθορπ Ταρν δημοσίευε το μνημειώδες έργο του «The Greeks in Bactria & India» (Cambridge University Press), στο οποίο σκιαγραφούσε το πορτρέτο ενός δυναμικού και κατακτητικού σε όλα τα επίπεδα Ελληνισμού. Βεβαίως, διαβάζοντας το βιβλίο του Ταρν δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν μας λείπει απολύτως τίποτε σε επίπεδο πηγών.
Ο Βρετανός ιστορικός κατάρτισε πλήρεις καταλόγους των Ελληνιστικών δυναστειών της Κεντρικής Ασίας (με βασιλείς, συμβασιλείς και αντιβασιλείς), στηριζόμενος αποκλειστικά στις υποθέσεις του, οι οποίες είναι, κατ’ ανάγκη, σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετες. To 1957, ο Ινδός ιστορικός A. K. Narain δημοσίευε το βιβλίο «The Indo-Greeks», με το οποίο επιχειρούσε να αντικρούσει τις θεωρίες του Ταρν, παρουσιάζοντας το Ελληνικό στοιχείο να δέχεται εντονότατες επιρροές από τους πανάρχαιους πολιτισμούς της περιοχής, τον Ιρανικό και, κυρίως, τον Ινδικό. Ακολουθώντας τη μέση οδό, Γάλλοι ιστορικοί όπως ο Edouard Will και ο Paul Bernard προσπάθησαν να προβούν σε μια πιο νηφάλια θεώρηση, βασιζόμενοι στα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία και επισημαίνοντας τις αβεβαιότητες και τις απορίες του σύγχρονου ιστορικού.
Μετά τις σημαντικές ανακαλύψεις των τελευταίων πενήντα χρόνων (η μεγάλη Ελληνιστική πόλη στην τοποθεσία Άι Χανούμ του Αφγανιστάν, οι Ελληνιστικές επιγραφές της Αλεξάνδρειας της Αραχωσίας – Κανταχάρ) και παρά τα προβλήματα που δημιουργεί η πολιτική αστάθεια στην περιοχή είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τον τρόπο ζωής και σκέψης αυτών των Ελλήνων που βρέθηκαν τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη μητρόπολη.
Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ ΩΣ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Ήδη από τα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής κατοικείται από Ιρανικούς πληθυσμούς. Για τον λόγο αυτό θα αναφερθεί στη συνέχεια και ως ανατολικό Ιράν (με τη διευκρίνιση ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει σύγχυση με το ανατολικό κομμάτι του σημερινού κράτους του Ιράν). Η περιοχή αποτελεί από πολύ νωρίς (τέλος 6ου αιώνα π.Χ.) μέρος της Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, οι οποίοι την οργανώνουν διοικητικά σε σατραπείες:
Χρησιμοποιώντας τα Ελληνικά ονόματα που καθιερώθηκαν για αυτές, πρόκειται για τη Βακτριανή (σημερινό νότιο Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν, βορειοδυτικό Αφγανιστάν), τη Μαργιανή (τα εδάφη της οποίας συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με το σύγχρονο Τουρκμενιστάν), τη Δραγγιανή (ανατολικό Ιράν και περιοχή του Σεϊστάν στο βορειοδυτικό Αφγανιστάν), την Παρθία – Υρκανία (βόρειο – βορειοανατολικό Ιράν), τη Σογδιανή (βόρειο Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν), την Αρία (ανατολικό Χορασάν στο σημερινό Ιράν και περιοχή του Χεράτ στο Αφγανιστάν), τους Παροπαμισάδες (περιοχή που περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της οροσειράς του Χιντού Κους.
Του Ινδικού Καυκάσου των Ελλήνων, με τις περιοχές της Καμπούλ και του Μπαγκράμ στο Αφγανιστάν) και την Αραχωσία (νότιο Αφγανιστάν και βορειοδυτικό Πακιστάν). Στα νότια της Αραχωσίας βρίσκονταν οι τρεις σατραπείες της κοιλάδας του Ινδού, μέγιστο όριο της επέκτασης του κράτους των Αχαιμενιδών και χώρος συνύπαρξης Ιρανών και Ινδών. Η σημασία των σατραπειών της Κεντρικής Ασίας είναι μεγάλη για την Περσική Αυτοκρατορία: στρατηγική, αφενός, μια και το βόρειο τμήμα της περιοχής ταυτίζεται με τα σύνορα της Αυτοκρατορίας, πέρα από τα οποία ζουν διάφορα νομαδικά Σκυθικά φύλα, επίσης Ιρανικής καταγωγής (Σάκες, Μασσαγέτες, Δάχες, Πάρνοι).
Αφετέρου, οι σατραπείες αυτές αποτελούν για την Αυτοκρατορία πηγή οικονομικού πλούτου, δεξαμενή στρατολογήσιμου ανθρώπινου δυναμικού και δίαυλο εμπορικής επικοινωνίας με την Ινδία. Η Βακτριανή ειδικότερα γνωρίζει σημαντική ανάπτυξη: η πρωτεύουσά της, τα Βάκτρα, καθίσταται μεγάλο αστικό κέντρο. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με μια πολύ ισχυρή παράδοση, ο Ζωροάστρης έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στα Βάκτρα. Ούτε ότι ο πατέρας του Δαρείου Α’, ο Υστάσπης, υπήρξε σατράπης της Βακτριανής (ακόμη και βασιλεύοντος του γιου του). Για τους περισσότερους η Ελληνική παρουσία στην περιοχή αρχίζει με την κατάκτησή της από τον Μέγα Αλέξανδρο.
Εντούτοις, η πλειονότητα των ιστορικών και αρχαιολόγων είναι πεπεισμένη ότι, τουλάχιστον, στη Βακτριανή ζούσαν Έλληνες και πριν από τη Μακεδονική κατάκτηση. Η ύπαρξη Ελληνικών παροικιών σε διάφορα σημεία της Περσικής Αυτοκρατορίας είναι ιστορικά διαπιστωμένη: η άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων, η ανάγκη της Αχαιμενιδικής διοίκησης για εξειδικευμένους τεχνίτες ή καλλιτέχνες, οι εκτοπίσεις έφεραν Ελληνικούς πληθυσμούς στα αστικά κέντρα της Αυτοκρατορίας. Κάποιοι από αυτούς τους Έλληνες πρέπει να βρέθηκαν και στις ανατολικές σατραπείες, συγκροτώντας κοινότητες οργανωμένες με βάση τα πρότυπα της πατρίδας τους.
Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι Έλληνες από την Κυρηναϊκή εκτοπίσθηκαν στη Βακτριανή, ενώ κάποιοι Μιλήσιοι ίσως είχαν εκτοπισθεί, μετά την καταστολή της εξέγερσης των ιωνικών πόλεων, στη Σογδιανή. Η εκστρατεία του Αλέξανδρου, πάντως, μεταβάλλει ριζικά την κατάσταση του Ελληνισμού της Κεντρικής Ασίας γιατί θα τον καταστήσει πολιτικά κυρίαρχο στοιχείο της περιοχής και, συνακόλουθα, θα τον ενισχύσει πληθυσμιακά.
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ
Ο Αλέξανδρος περνά στις ανατολικές σατραπείες ακριβώς στο χρονικό σημείο που μια συνωμοσία σατραπών -στην οποία κυρίαρχο ρόλο είχε ο Βήσσος, σατράπης της Βακτριανής-, ανατρέπει και τελικά δολοφονεί τον Δαρείο Γ’ στην Υρκανία (καλοκαίρι του 330 π.Χ.). Ο Βήσσος αυτοανακηρύσεται Μέγας Βασιλεύς με το όνομα Αρταξέρξης. Η εξέγερση του Σατιβαρζάνη, σατράπη της Αρίας τον οποίο ο Αλέξανδρος είχε διατηρήσει στη θέση του, καθυστερεί τον Μακεδόνα και επιτρέπει στον Βήσσο να στρατολογήσει σημαντικές δυνάμεις στη Βακτριανή. Ο Αλέξανδρος όμως αντεπιτίθεται από τους Παροπαμισάδες και αναγκάζει τον Βήσσο να εγκαταλείψει τα Βάκτρα και να υποχωρήσει πέρα από τον Ώξο ποταμό (Αμού Νταρυά).
Η διαφαινόμενη ήττα οδηγεί τους άλλους συνωμότες να προδώσουν τον Βήσσο και να τον παραδώσουν στον Μακεδόνα κατακτητή (329 π.Χ.). Ωστόσο, ο θάνατος του Βήσσου δεν συνεπάγεται και το τέλος της Ιρανικής αντίστασης, της οποίας την αρχηγία αναλαμβάνει πια ο Σπιταμένης, σατράπης της Σογδιανής. Η κατάκτηση της περιοχής θα αποδειχθεί για τον Αλέξανδρο ιδιαίτερα δυσχερής, χρονοβόρα (θα κρατήσει δύο χρόνια) και με πολλές απώλειες. Οι κατακτητές θα αντιμετωπίσουν έναν πραγματικό ανταρτοπόλεμο, στις μεθόδους του οποίου δεν είναι συνηθισμένοι, σε μια δύσβατη περιοχή με διάσπαρτα οχυρά που πρέπει να πολιορκήσουν και να καταλάβουν ένα προς ένα.
Τελικά η αντίσταση θα καμφθεί, ο Σπιταμένης θα προδοθεί και θα δολοφονηθεί από τους Σκύθες μισθοφόρους του. Ο πληθυσμός θα υποταχθεί, τρομοκρατημένος στους Μακεδόνες. Η αλλαγή καθεστώτος θα σφραγιστεί από ένα συμβολικό γεγονός, τον γάμο του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη, κόρη του Ιρανού ευγενούς Οξυάρτη (327 π.Χ.). Επρόκειτο ασφαλώς για πράξη πολιτικού χαρακτήρα με σκοπό να σηματοδοτήσει τη συμφιλίωση και τη συνεργασία μεταξύ νέας και παλαιάς άρχουσας τάξης. Η προσπάθεια για μια νέα διοικητική οργάνωση των κατακτημένων περιοχών θα έχει ως συνέπεια την ίδρυση μιας σειράς πόλεων, οργανωμένων σύμφωνα με τα Ελληνικά πρότυπα.
Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας (Κανταχάρ), Αλεξάνδρεια της Αρίας (Χεράτ), Αλεξάνδρεια του Καυκάσου -στους Παροπαμισάδες-, Αλεξάνδρεια η Εσχάτη -στον ποταμό Ιαξάρτη, τον σημερινό Συρ Νταρυά). Από τις πόλεις αυτές αρκετές είναι απλώς στρατόπεδα για την υπεράσπιση των συνόρων της Αυτοκρατορίας. Άλλες, πάλι, είναι πραγματικές πόλεις που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη των περιοχών τους. Σε όλες τις περιπτώσεις η ίδρυση συνοδεύεται από τη σύναψη συνθηκών επιγαμίας, προκειμένου να θεωρούνται έγκυροι οι μικτοί γάμοι μεταξύ Μακεδόνων και ιθαγενών. Μετά από αυτά, ο Αλέξανδρος μπορεί να προχωρήσει στην πραγματοποίηση του επόμενου σχεδίου του, δηλαδή στην κατάκτηση της κοιλάδας του Ινδού.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΣΤΟΥΣ ΣΕΛΕΥΚΙΔΕΣ
Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, τον Ιούνιο του 323 π.Χ. στη Βαβυλώνα, εξεγέρσεις σημειώνονται σε δύο περιοχές της Αυτοκρατορίας. Καμία από αυτές δεν προέρχεται από κάποιον από τους υποτελείς λαούς. Η πρώτη εκδηλώνεται στην κυρίως Ελλάδα: πρόκειται για την Αθηναϊκή αντίδραση που θα καταλήξει στον λεγόμενο Λαμιακό Πόλεμο. Η δεύτερη είναι η εξέγερση των Ελλήνων της Βακτριανής. Οπωσδήποτε μεταξύ αυτών καταλέγονται και αρκετοί από τους Μακεδόνες στρατιώτες που αναγκάστηκαν από τον Αλέξανδρο να εγκατασταθούν ως έποικοι στη Βακτριανή. Η εγκατάσταση αυτή αποτελούσε σε αρκετές περιπτώσεις τιμωρία στρατευμάτων που είχαν θεωρηθεί απείθαρχα.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολλοί από τους στρατιώτες αυτούς είχαν ήδη στασιάσει και το 325 π.Χ., προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξεφύγουν από τις αφιλόξενες για αυτούς εσχατιές της οικουμένης. Η εξέγερση θα κατασταλεί με φοβερές σφαγές από τον Πείθωνα, σατράπη της Μηδίας. Όταν επιστρέψει η ηρεμία στην περιοχή θα αναλάβει τα ηνία της σατραπείας ο Κύπριος Στασάνωρ. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ των Διαδόχων, μεγάλο μέρος της ευρύτερης περιοχής θα πρέπει να βρέθηκε για ένα διάστημα υπό τον έλεγχο του Ευμένη του Καρδιανού (αρχιγραμματέα του Αλέξανδρου).
Το 316 π.Χ. όμως θα καταφέρει να τον αιχμαλωτίσει και να τον εκτελέσει ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, ο οποίος θα γίνει κύριος των Άνω Σατραπειών (όπως και του μεγαλύτερου μέρους της Αυτοκρατορίας). Η ανάκτηση της Βαβυλωνίας από τον Σέλευκο (τέλη 312 π.Χ.) σηματοδοτεί την έναρξη μιας μεγάλης προσπάθειας κατάκτησης του συνόλου των ανατολικών σατραπειών. Νικώντας τον Αντίγονο σε μια μεγάλη μάχη που πρέπει να δόθηκε μεταξύ του 309 π.Χ. και του 308 π.Χ., ο Σέλευκος καθίσταται κυρίαρχος του ανατολικού Ιράν. Η υπαγωγή της Κεντρικής Ασίας στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών θα έχει σημαντική χρονική διάρκεια στις περισσότερες περιοχές. Σε κάποιες άλλες θα αποδειχθεί εξαιρετική εφήμερη.
Η ΑΡΑΧΩΣΙΑ ΥΠΟ ΙΝΔΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
Πράγματι, ο Σέλευκος θα αναγκαστεί γρήγορα να αντιμετωπίσει μια σοβαρή απειλή στις νοτιοανατολικές σατραπείες του. Ξεκινώντας από το βασίλειο της Μαγάδας στην κοιλάδα του Γάγγη, με πρωτεύουσα την Παταλιπούτρα (σημερινή Πάτνα στην Ινδική πολιτεία Μπιχάρ), ο Σαντραγκούπτα (Σανδρακόττος για τους Έλληνες), πρώτος ηγεμόνας της δυναστείας των Μαουρύα, θα ιδρύσει (322 π.Χ.) μια ισχυρή Αυτοκρατορία που θα κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο τμήμα της Ινδίας και θα επεκταθεί προς τα βορειοδυτικά.
Λαμβάνοντας υπόψη τις δυσχέρειες που παρουσίαζε η προσπάθεια εδραίωσης της εξουσίας τους στις παραμεθόριες περιοχές, αλλά και την απειλή ενδεχόμενης αντεπίθεσης του Αντίγονου στα δυτικά του κράτους του, ο Σέλευκος προτίμησε να συνάψει συνθήκη με τον Ινδό ηγεμόνα (περίπου 305 π.Χ. με 303 π.Χ.), προβαίνοντας σε σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις, η Αραχωσία, μεγάλο τμήμα των Παροπαμισάδων, η περιοχή της Γκαντάρα, η Γεδρωσία και μέρος της Αρίας πέρασαν στη δικαιοδοσία του Σαντραγκούπτα. Η συνθήκη περιελάμβανε και ρήτρα επιγαμίας, την οποία οι νεότεροι μελετητές ερμήνευσαν με διαφορετικούς τρόπους.
Για κάποιους, ο όρος αναφέρεται σε ενδεχόμενο δυναστικό γάμο, πιθανώς μεταξύ του Ινδού βασιλιά και κάποιας από τις κόρες του Σέλευκου. Το πιθανότερο είναι, όμως, η ρήτρα επιγαμίας να συνιστούσε αναγνώριση του κύρους των μικτών γάμων. Το αντάλλαγμα που έδωσε ο Σαντραγκούπτα στον Σέλευκο ήταν η παραχώρηση πολεμικών ελεφάντων (Στράβων: «ἔδωκε δὲ Σέλευκος ὁ Νικάτωρ Σανδροκόττῳ, συνθέμενος ἐπιγαμίαν καὶ ἀντιλαβὼν ἐλέφαντας πεντακοσίους»). Οι ελέφαντες του Σαντραγκούπτα θα αποδειχθούν καθοριστικό όπλο για τον Σέλευκο, καθώς είχαν καίρια συμβολή στη συντριπτική νίκη του Σέλευκου και των συμμάχων του (Λυσίμαχου και Κάσσανδρου) κατά του Αντίγονου και του γιου του, του Δημήτριου του Πολιορκητή, στην Ιψό της Φρυγίας (301 π.Χ.).
Οι καλές σχέσεις μεταξύ των δύο ηγεμόνων αποδεικνύονται και από την αποστολή, μερικά χρόνια αργότερα, του Μεγασθένη ως πρεσβευτή του Σέλευκου στην αυλή του Σαντραγκούπτα. Ο Μεγασθένης έγραψε τα «Ινδικά», έργο που δεν σώθηκε, πλην όμως αποτέλεσε βασική πηγή μεταγενέστερων συγγραφέων. Οι επαφές Ινδών και Ελλήνων σε ανώτατο επίπεδο θα συνεχιστούν. Αν πιστέψουμε, άλλωστε τον Αθήναιο, ο διάδοχος του Σαντραγκούπτα, ο Μπιντουσάρα έγραψε στον Σελευκίδη βασιλέα Αντίοχο Β’ για να του ζητήσει να του στείλει «κρασί, σύκα και έναν σοφιστή». Ο Αντίοχος του απάντησε ότι θα του στείλει μετά χαράς το κρασί και τα σύκα, αλλά όχι και τον σοφιστή μια και οι Ελληνικοί νόμοι το απαγορεύουν (Δειπνοσοφισταί).
Το γεγονός ότι τα εδάφη αυτά βρίσκονταν πλέον υπό Ινδική κυριαρχία δεν είχε σε καμιά περίπτωση ως συνέπεια την εξαφάνιση του Ελληνισμού. Ειδικά στην Αραχωσία το Ελληνικό στοιχείο παρέμεινε και γνώρισε ιδιαίτερη ακμή. Οι πιο σημαντικές αποδείξεις ανάγονται στην περίοδο βασιλείας του τρίτου Μαουρύα ηγεμόνα, του Ασόκα (ή Πιγιαντάσσι, για τους Έλληνες Πιοδάσσης, 269 / 268 – 232 π.Χ.). Αφού με μια σειρά αιματηρών πολέμων επιτυγχάνει τη μέγιστη εδαφική επέκταση της Αυτοκρατορίας του, ο Ασόκα ασπάζεται τον Βουδισμό και θεωρεί αποστολή της ζωής του τη διάδοση της Βουδιστικής διδασκαλίας.
Για τον σκοπό αυτό, άλλωστε, ο Ασόκα έστειλε πρεσβευτές σε όλους τους ηγεμόνες των Ελληνιστικών βασιλείων της εποχής (Αντίοχο Β’ Θεό, Πτολεμαίο Β’ Φιλάδελφο, Αντίγονο Γονατά της Μακεδονίας, Μάγα της Κυρήνης και Αλέξανδρο Β’ της Ηπείρου). Έκφραση της θρησκευτικής πίστης του Ινδού μονάρχη αποτελούν και τα λεγόμενα Διατάγματα του Ασόκα, επιγραφές λαξευμένες σε βράχο που βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της Αυτοκρατορίας του. Μεταξύ αυτών, δύο που βρέθηκαν κοντά στην Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας (Κανταχάρ), εκ των οποίων το πρώτο είναι γραμμένο στα Ελληνικά, ενώ το δεύτερο είναι δίγλωσσο, γραμμένο στα Ελληνικά και τα Αραμαϊκά (τα οποία ήταν μάλλον η κυριότερη γλώσσα της διοίκησης των Αχαιμενιδών).
Από μόνο του το γεγονός ότι ο Ασόκα επέλεξε να μεταφράσει διάταγματά του στα Ελληνικά αποτελεί απόδειξη για το πολυάριθμο και τη σημασία του Ελληνικού στοιχείου στην Αραχωσία, το οποίο συνέχισε να αναπτύσσεται και να ακμάζει (και φυσικά να διατηρεί τη γλώσσα του) μολονότι εδώ και μισό αιώνα ήταν αποκομμένο από τις ρίζες του μητρικού πολιτισμού του. Επιπλέον, όπως διαπιστώνουν οι ειδικοί, η ίδια η μετάφραση είναι αξιοπρόσεχτη. Δεν πρόκειται για το έργο κάποιου μεσαίου ή κατώτερου δημόσιου υπάλληλου με μέτρια γνώση της Ελληνικής. Ο μεταφραστής πρέπει να ήταν κάποιος μορφωμένος Έλληνας που κατείχε πλήρως τις έννοιες και το λεξιλόγιο της Ελληνικής φιλοσοφίας, ώστε να μεταφράσει με ακρίβεια τις αρχές του Βουδισμού που περιείχε το Ινδικό ή το Αραμαϊκό κείμενο.
Με δυο λόγια, οι Έλληνες της Αραχωσίας «αποτελούν μια εθνοτική κοινότητα αναγνωρισμένη, προνομιούχα, μορφωμένη και με μεγάλη επιρροή» (Maurice Sartre ”Histoires Grecques”).
Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΙΑ ΥΠΟ ΤΟΥΣ ΣΕΛΕΥΚΙΔΕΣ
Όπως επισημαίνει ο Edouard Will («Histoire politique du monde hellénistique»), οι Σελευκίδες αντιμετωπίζουν δύο χρόνια προβλήματα όσον αφορά τη διοίκηση της αχανούς Αυτοκρατορίας τους:
Η αδυναμία τους να επιλύσουν οριστικά τα προβλήματα αυτά αποτελεί και την αιτία της εξασθένησης της κυριαρχίας τους στις ανατολικές σατραπείες και της απώλειας κάποιων από αυτές. Θα ήταν, πάντως, άδικο να κατηγορήσουμε τους Σελευκίδες για αυτή τη σχετική αποτυχία. Η αποστολή τους αυτή μάλλον ξεπερνούσε τις ανθρώπινες δυνάμεις αν ληφθούν υπόψη η έκταση της αυτοκρατορίας, η ανομοιογένεια των περιοχών από απόψεως γεωγραφίας και πληθυσμιακής σύνθεσης, η μορφολογία των εδαφών και το κλίμα, οι συνεχείς απειλές στα δυτικά σύνορα.
Ακόμη και το γεγονός ότι επέλεξαν ως πρωτεύουσα την Αντιόχεια του Ορόντη στη Συρία (γιατί ήταν πιο κοντά στο «κέντρο βάρους» της Αυτοκρατορίας) και ως συμπρωτεύουσα τη Σελεύκεια του Τίγρη (πιθανώς και για συναισθηματικούς λόγους, καθώς η Βαβυλωνία ήταν η αφετηρία για την κατάκτηση της Αυτοκρατορίας) και όχι κάποια πόλη του ευρύτερου Ιρανικού χώρου (όπως τα Εκβάτανα της Μηδίας) δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν προσπάθησαν να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους τις Άνω Σατραπείες. Είναι βέβαιο ότι οι Σελευκίδες είχαν σαφώς συνείδηση του γεγονότος ότι αποτελούσαν τη διάδοχη κατάσταση των Αχαιμενιδών (Amelie Kuhrt, Susan Sherwin-White ”From Samarkhand to Sardis: A New Approach to the Seleucid Empire”).
Από τους Μακεδόνες ανώτερους αξιωματικούς που αναγκάστηκαν από τον Αλέξανδρο να πάρουν Ιρανές συζύγους, ο Σέλευκος ήταν ο μόνος που δεν αποκήρυξε στη συνέχεια τη σύζυγό του Απάμα, κόρη του σατράπη της Σογδιανής Σπιταμένη. Κάποια στιγμή μεταξύ 293 π.Χ. και 292 π.Χ., ο Σέλευκος, προκειμένου να χειριστεί καλύτερα τα ζητήματα που αφορούσαν το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας ονόμασε συμβασιλέα τον γιο του Αντίοχο (τον μετέπειτα Αντίοχο Α’ τον επονομαζόμενο Σωτήρα) και τον έστειλε να διοικήσει το ανατολικό τμήμα με έδρα, τυπικά, τη Σελεύκεια του Τίγρη.
Με δεδομένο ότι τα σημαντικότερα προβλήματα (εισβολές των νομαδικών φυλών του βορρά) αφορούσαν τον Ιρανικό χώρο, είναι βέβαιο ότι ο Αντίοχος στα χρόνια της συμβασιλείας με τον πατέρα του διέμεινε για περισσότερο χρονικό διάστημα στη Βακτριανή, έχοντας ως έδρα τα Βάκτρα. Πόσο τυχαίο ήταν το γεγονός ότι ένας Μακεδόνας μονάρχης έστελνε τον γιο, συμβασιλέα και διάδοχό του, μισό Μακεδόνα και μισό Ιρανό, να διοικήσει περιοχές στις οποίες κάποτε ο παπούς του δεύτερου είχε ηγηθεί της Ιρανικής αντίστασης κατά των Μακεδόνων; Σε κάθε περίπτωση, η κύρια έγνοια του νεαρού Αντίοχου ήταν η θωράκιση των συνόρων, ο στρατηγός Δημοδάμας διατάχθηκε να περάσει τον Ιαξάρτη και να ενισχύσει τη βορειοανατολική μεθόριο της Σογδιανής.
Στο πλαίσιο της επιχείρησης αυτής ιδρύεται η Αντιόχεια της Σκυθίας (πιθανότατα πρόκειται για επανίδρυση της ίδιας πόλης που είχε ιδρύσει ο Αλέξανδρος ως Αλεξάνδρεια Εσχάτη). Σημειώνεται ακόμη η αναγνωριστική επιχείρηση του στρατηγού Πατρόκλου στην περιοχή της Κασπίας, η ίδρυση της Αντιόχειας της Μαργιανής (Μερβ) και η ενίσχυση των οχυρώσεων της Αλεξάνδρειας της Αρίας που μετονομάζεται κι αυτή σε Αντιόχεια. Όπως προαναφέρθηκε το βασικό ζητούμενο είναι η συνεργασία και αρμονική συμβίωση μεταξύ Ιρανικού και Ελληνικού στοιχείου. Με βάση τα ιστορικά στοιχεία είναι αδιαμφισβήτητο ότι τόσο ο Σέλευκος Α’ όσο και ο Αντίοχος Α’ υπήρξαν συνεχιστές της πολιτικής συνεργασίας που είχε εγκαινιάσει ο Αλέξανδρος.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. υπάρχουν αρκετά παραδείγματα Ιρανών στην ανώτατη διοίκηση και στον στρατό της Αυτοκρατορίας. Φυσικά η πολιτική της συνεργασίας των δύο ελίτ δεν ήταν παντού επιτυχής στον ίδιο βαθμό: η αριστοκρατία στην Περσίδα φαίνεται να εκδηλώνει μια προσκόλληση στις Ιρανικές παραδόσεις και να επιδεικνύει απροθυμία στη συνεργασία με τους Σελευκίδες. Η Μηδία, αντίθετα, δεν προκάλεσε ποτέ προβλήματα στους Μακεδόνες κυρίους της. Στις ανατολικές σατραπείες, τέλος, η συνύπαρξη Ιρανικού στοιχείου και Ελληνισμού θα οδηγήσει, υπό την πίεση του κοινού εχθρού, όχι μόνο στην ειλικρινή συνεργασία, αλλά και στη δημιουργία μιας αυθεντικής διαπολιτισμικής κοινωνίας.
Είναι βέβαιο ότι η διακυβέρνηση της Κεντρικής Ασίας από τον Αντίοχο συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία ομόνοιας και αλληλοσεβασμού μεταξύ Ελλήνων και Ιρανών. Οι τάσεις αυτές θα ενισχυθούν στη συνέχεια. Η όλο και μεγαλύτερη απειλή των νομάδων, σε συνδυασμό με την αδυναμία των μοναρχών της Αντιόχειας να βοηθήσουν ουσιαστικά τους υποτελείς τους της Κεντρικής Ασίας, λόγω των διαρκών προβλημάτων στη Μικρά Ασία και στη Συρία, θα έχει, αρκετά γρήγορα, ως αποτέλεσμα την αυτονόμηση της Βακτριανής και άλλων γειτονικών περιοχών. Σε κάθε περίπτωση, στα μέσα του 3ου αιώνα η Αυτοκρατορία εισέρχεται σε μια μακρά περίοδο αναταράξεων.
Μετά το τέλος του αμφίρροπου Δεύτερου Συριακού Πολέμου, οι δύο αντίπαλοι, ο Αντίοχος Β’ ο Θεός και ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος σύναψαν συνθήκη ειρήνης (253 π.Χ.), την οποία αποφάσισαν να επισφραγίσουν με ένα δυναστικό γάμο (ο οποίος επρόκειτο να προκαλέσει μύρια προβλήματα στο κράτος των Σελευκιδών), αυτόν του Αντίοχου με την κόρη του Πτολεμαίου Βερενίκη (η οποία, λόγω της κολοσσιαίας προίκας της θα κερδίσει το προσωνύμιο «φερνοφόρος»). Για να γίνει αυτό, ο Αντίοχος αποκήρυξε τη σύζυγό του, τη βασίλισσα Λαοδίκη που του είχε χαρίσει δύο γιους και η οποία αποσύρθηκε στην Έφεσο.
Λίγα χρόνια αργότερα (246 π.Χ.) και ενώ ο Αντίοχος, ο οποίος στο μεταξύ είχε αποκτήσει ένα γιο από τη Βερενίκη, βρισκόταν στην Έφεσο για να επισκεφτεί την πρώην σύζυγό του βρέθηκε νεκρός υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η πιο διαδεδομένη εξήγηση ήταν ότι η Λαοδίκη δηλητηρίασε τον Αντίοχο, μπορεί αυτός να είχε ορίσει ως διάδοχό του τον Σέλευκο, τον μεγαλύτερο γιο που είχε αποκτήσει με τη Λαοδίκη, όμως δεν ήταν απίθανο να άλλαζε γνώμη υπό την πίεση της νεαρής συζύγου του.Υπό τις συνθήκες αυτές, η Βερενίκη ζήτησε τη βοήθεια του αδελφού της, του Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατέρα του λίγους μήνες νωρίτερα. Ο Πτολεμαίος απάντησε άμεσα, εισβάλλοντας στα εδάφη των Σελευκιδών και ξεκινώντας τον Τρίτο Συριακό Πόλεμο (ή Λαοδίκειο Πόλεμο).
Χωρίς να συναντήσει ουσιαστική αντίσταση φτάνει στην Αντιόχεια όπου θα ανακαλύψει ότι η αδελφή και ο ανεψιός του είχαν δολοφονηθεί. Εκείνη τη χρονική στιγμή βρίσκεται σε κίνδυνο η ίδια η ύπαρξη του κράτους των Σελευκιδών. Ο Πτολεμαίος, πάντως, δεν θα προχωρήσει περισσότερο. Θα αρκεστεί να αποσπάσει κάποια εδάφη (όπως το λιμάνι της Αντιόχειας, τη Σελεύκεια της Πιερίας) και θα επιστρέψει στην Αίγυπτο. Αυτό θα επιτρέψει στον Σέλευκο Β’, τον επονομαζόμενο Καλλίνικο, να ανακτήσει την Αντιόχεια και όσο περισσότερα εδάφη μπορούσε. Η αναταραχή θα ευνοήσει, όμως, την εκδήλωση της σοβαρότερης δυναστικής έριδας που είχε γνωρίσει ως τότε η Αυτοκρατορία.
Ο αδελφός του Σέλευκου, ο Αντίοχος Ιέραξ, θα στασιάσει και θα δημιουργήσει μια ανεξάρτητη ηγεμονία στα Μικρασιατικά εδάφη (241 π.Χ.). Ο εμφύλιος πόλεμος των δύο αδελφών θα διαρκέσει πάνω από δέκα χρόνια. Επομένως, έχουμε μια εικοσαετία αστάθειας η οποία δεν θα επιτρέψει στον Καλλίνικο να ενδιαφερθεί και να βοηθήσει ουσιαστικά τις ανατολικές σατραπείες. Το πρόβλημα είναι ότι και αυτές αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα σοβαρότατους κινδύνους, καθώς η πίεση των νομάδων γίνεται όλο και εντονότερη. Η κατάσταση θα οδηγήσει μοιραία στην επικράτηση αποσχιστικών τάσεων. Την ιστορία τη «διηγούνται» τα νομίσματα από την Παρθία – Υρκανία και από τη Βακτριανή.
ΒΑΚΤΡΙΑ
Η Βακτρία ή Βακτριανή ή Τοχαριστάν, είναι ιστορική περιοχή στην οποία υπήρξε κράτος με πρωτεύουσα τα Βάκτρα, το σημερινό Μπαλχ. Εκτείνεται βόρεια του Χίντου Κους και νότια του ποταμού Ώξου. Ήταν πατρίδα του θρησκευτικού ηγέτη Ζωροάστρη. Σήμερα ανήκει στο Τατζικιστάν, στο Ουζμπεκιστάν, και στο Αφγανιστάν το Τουρκμενιστάν. Κάτοικοι της Βακτρίας ήταν οι Βάκτριοι και οι Σκύθες. Ο Πέρσης Αυτοκράτορας Κύρος Β’ εισέβαλε στην Βακτρία το 538 π.Χ. και την μετέτρεψε σε σατραπεία της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Η Βακτρία ήταν τότε εύφορη και πυκνοκατοικημένη περιοχή, γνωστή ως «Βασίλειο των χιλίων πόλεων». Φημίζονταν για τα άλογά της και τους ικανούς ιππείς της, οι οποίοι στελέχωναν τον Περσικό στρατό.
Δύο αιώνες αργότερα, το 330 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλυσε την Περσική Αυτοκρατορία, έφτασε στη Βακτρία καταδιώκοντας τον σατράπη της, Βήσσο, ο οποίος είχε σκοτώσει τον Δαρείο Γ’ και είχε αυτονακηρυχθεί βασιλιάς. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, η Βακτρία περιέπεσε αρχικά στο Βασίλειο των Σελευκιδών, έγινε ορμητήριο του επίγονου Αντίοχου Α’ εναντίον της επεκτατικής πολιτικής της Ινδίας και αποχωρίστηκε το 240 π.Χ. επί Διοδότου. Γύρω στο 150 π.Χ., το μεγαλύτερο μέρος της Βακτρίας καταλήφθηκε από τους Πάρθους και το υπόλοιπο του βασιλείου υπέκυψε σταδιακά στις επιδρομές νομαδικών λαών από τα ανατολικά. Η Βακτρία φημίζονταν για το χρυσό της.
Ο Δαρείος Α’ αναφέρει την Βακτρία ως προμηθευτή χρυσού για το Αυτοκρατορικό του παλάτι στην Σούσα. Το εμπόριο χρυσού με προέλευση την Σιβηρία άνθιζε. Το χρυσό κέρμα του Ευκρατίδη είναι το μεγαλύτερο χρυσό νόμισμα της αρχαιότητας.
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΗ ΒΑΚΤΡΙΑ ΚΑΙ ΙΝΔΙΑ (331 – 325 π.Χ.)
Όταν ο Αλέξανδρος εισέβαλε στη Βακτριανή και την Γανδάρα, οι περιοχές αυτές πιθανώς να είχαν ήδη Σαμανικές επιρροές, συγκεκριμένα Βουδιστικές και Τζαΐν. Σύμφωνα με ένα θρύλο που μνημονεύεται από τον κανόνα της Πάλι Σούτρα, δύο αδέρφια οι οποίοι ήταν έμποροι και κατάγονταν από την Κασαμπόγα στη Βακτριανή, ο Ταπάσου και ο Μπχαλίκα, επισκέφτηκαν τον Γκαουτάμα Βούδα και έγιναν μαθητές του. Ο θρύλος αναφέρει πως με την επιστροφή τους στον τόπο καταγωγής τους, διέδωσαν τις διδαχές του Βούδα. Το 326 π.Χ., ο Αλέξανδρος κατέκτησε την βόρεια περιοχή της Ινδίας, η οποία την εποχή εκείνη εκτεινόταν ως και τις περιοχές του σύγχρονου Αφγανιστάν.
Ο βασιλιάς Αμπχί των Τάξιλων, επίσης γνωστός και ως Ταξίλης, παρέδωσε την πόλη του, ένα σημαντικό Βουδιστικό κέντρο, στον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος πολέμησε μια επική μάχη εναντίον του βασιλιά Πώρου στο Παντζάμπ, στη μάχη του ποταμού Υδάσπη το 326 π.Χ.. Αρκετοί φιλόσοφοι, όπως ο Πύρρων, Ανάξαρχος και ο Ονησίκριτος, λέγεται πως συνόδευαν τον Αλέξανδρο στις εκστρατείες του στην Ανατολή. Κατά τους 18 μήνες που βρίσκονταν στην Ινδία, είχαν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με τους Ινδούς ασκητές, οι οποίοι γενικώς περιγράφονται ως Γυμνοσοφιστές. Ο Πυρρίων (360 – 270 π.Χ.) επέστρεψε στην Ελλάδα και έγινε ο πρώτος Σκεπτικιστής και ο ιδρυτής της φιλοσοφικής σχολής του Πυρρωνισμού.
Ο Έλληνας βιογράφος Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει πως η γαλήνη και αποσύνδεση από τα εγκόσμια του Πύρρου είναι χαρακτηριστικά που αποκτήθηκαν στην Ινδία. Λίγα από τα αποφθέγματά του είναι απευθείας γνωστά, αλλά θυμίζουν καθαρά την Σραμανική, πιθανώς βουδιστική, σκέψη: ”Τίποτα δεν υπάρχει στα αλήθεια, αλλά η ανθρώπινη ζωή κυβερνάται από την συνήθεια. Το Τίποτα είναι από μόνο του περισσότερο Αυτό παρά Εκείνο”. Άλλος ένας από τους φιλοσόφους αυτούς, ο Ονεισίκριτος, ένας Κυνικός, αναφέρεται από τον Στράβωνα πως έμαθε στην Ινδία τις ακόλουθες συμβουλές: ”Πως τίποτα το οποίο συμβαίνει σε έναν άνθρωπο δεν είναι κακό ή καλό. Πως η καλύτερη φιλοσοφία είναι αυτή που ελευθερώνει τη σκέψη (και) από την ευχαρίστηση και (από) την θλίψη”.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗ ΒΑΚΤΡΙΑΝΗ (325 – 125 π.Χ.)
Ο Αλέξανδρος ίδρυσε στη Βακτριανή διάφορες πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια του Ώξου (Άϊ-Χανούμ) και την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου (Μπαγκράμ), καθώς και ένα σύστημα διαχείρισης το οποίο διήρκεσε για πάνω από δύο αιώνες μέσω των Σελευκιδών και του μετέπειτα ανατολικού μέρους τους, του Ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής, κράτη τα οποία βρίσκονταν σε συνεχή επαφή με την Ινδία. Οι Έλληνες έστειλαν πρεσβευτές στην αυλή της Αυτοκρατορίας των Μαουρύα, όπως ο ιστορικός Μεγασθένης κατά τον καιρό του Τσαντραγκούπτα Μαουρύα, και αργότερα ο Δηίμαχος κατά τον καιρό του Μπιντουσάρα.
Ο Μεγασθένης έστειλε λεπτομερείς περιγραφές των Ινδικών θρησκειών, οι οποίες ανακυκλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στον κλασικό κόσμο για αιώνες: “Ο Μεγασθένης διακρίνει τους φιλοσόφους της Ινδίας σε δύο είδη, αυτούς που αποκαλεί Βραχμάνες, και τους άλλους ως Σαρμάνες” (Στράβων XV). Οι Ελληνοβάκτριοι διατηρούσαν μια ισχυρή Ελληνιστική κουλτούρα πολύ κοντά στην Ινδία κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Μαουρύα στην Ινδία, όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα στη περιοχή του Άϊ-Χανούμ. Όταν η αυτοκρατορία των Μαουρύα ανατράπηκε από τους Σούνγκα το 180 π.Χ., το Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής επεκτάθηκε πιο βαθιά στην Ινδία, όπου και ίδρυσαν το Ινδοελληνικό βασίλειο, υπό το οποίο ο Βουδισμός διαδόθηκε ευρέως.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΒΑΚΤΡΙΑΝΗΣ
Το Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής ιδρύθηκε το 250 π.Χ. από τον Έλληνα σατράπη της Βακτριανής Διόδοτο Α’ τον Σωτήρα , ο οποίος αποσχίστηκε από τους Σελευκιδείς. Αποτέλεσε -μαζί με το μετέπειτα Ινδοελληνικό βασίλειο- το ανατολικότερο άκρο του Ελληνιστικού κόσμου, καλύπτοντας μία περιοχή μεταξύ της Βακτριανής και της Σογδιανής της κεντρικής Ασίας -σύγχρονο βόρειο Αφγανιστάν- από το 250 π.Χ. έως το 125 π.Χ. Η επέκταση του Ελληνο-Βακτριανού βασιλείου στην βόρεια Ινδία από το 180 π.Χ. εγκαθίδρυσε το Ινδοελληνικό βασίλειο που άντεξε μέχρι το 10 μ.Χ, και ήταν το κέντρο του Ελληνοβουδισμού.
Το βασίλειο επί δύο περίπου αιώνες ανέπτυξε εμπόριο με την Ινδία και την Κίνα και απλώθηκε στην κοιλάδα του Γάγγη ώσπου το βόρειο μέρος του καταλύθηκε από Σκυθικές φυλές. Στην πλούσια και πολυάνθρωπη αυτήν χώρα, πιθανότατα παρέμεινε και δίδαξε για μεγάλο χρονικό διάστημα ο ιδρυτής της θρησκείας του Ζωροαστρισμού, ο Ζαρατούστρα (Zarathustra) ή Ζωροάστρης (Richard N. Frye: The Heritage of Central Asia). Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς διέσωσαν αρκετές πληροφορίες για την σπουδαία αυτήν περιοχή, αλλά αξιόπιστες και σημαντικές θεωρούνται κυρίως οι αναφορές του Αρριανού και του Στράβωνος.
Ο Ηρόδοτος μνημονεύει σε αρκετές περιπτώσεις την Βακτρία και τους κατοίκους της, αλλά χωρίς να προσφέρει αξιόλογα ή ουσιαστικά στοιχεία για την χώρα. Αντίθετα, ενδιαφέρουσες θεωρούνται οι πληροφορίες του Στράβωνος, για την ίδια την χώρα, την πρωτεύουσά της Βάκτρα – Ζαριάσπα (Ζαρίασπαστον Στέφανο Βυζάντιο) και τα βάρβαρα έθιμά τους, που κατήργησε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν κατέλαβε την περιοχή, όπως τονίζει ο Στράβων. Χρήσιμη ίσως στο σημείο αυτό είναι η διευκρίνιση ότι το όνομα Ζαρίασπα αναφερόταν ειδικότερα στην ακρόπολη, ενώ το όνομα Βάκτρα (που το πήρε από τον γειτονικό ομώνυμο ποταμό) προσδιόριζε ολόκληρη την πόλη.
Η οποία στην εποχή των Αχαιμενιδών ήταν όχι μόνο πρωτεύουσα της Βακτρίας, αλλά και ολόκληρης της Ανατολής, δηλ. του ανατολικού τμήματος της περσικής αυτοκρατορίας (η ακμαία Μεσαιωνική πόλη Μπαλχ – Balkh, κοντά στην σημερινή πόλη του βόρειου Αφγανιστάν Μαζάρ-ι-Σαρίφ, Mazar-i-Sharif). Θα πρέπει επίσης να διευκρινίσουμε ότι τα όρια της χώρας δεν ήσαν σταθερά και αυστηρά καθορισμένα, αλλά κατά περιόδους επεκτείνονταν και σε γειτονικές περιοχές, ενώ σε άλλες εποχές περιορίζονταν. Ο Στράβων για παράδειγμα υποστήριζε ότι ο Ώξος αποτελούσε το σύνορο της Βακτρίας από την βορειοανατολικότερη επαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας, την Σογδιανή και ότι ο βορειότερα ευρισκόμενος Ιαξάρτης (Syr-Darya), χώριζε τους Σογδιανούς από τους νομάδες (Σάκες).
Φαίνεται όμως ότι τον βασικό πυρήνα της χώρας προσδιόριζαν τα γεωγραφικά όρια που αναφέραμε στην αρχή, αν και θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλη την διάρκεια της Δυναστείας των Αχαιμενιδών, η γειτονική επαρχία της Μαργιανής (η περιοχή της σημαντικής όασης Μερβ-Merv, σημερ. Mary, μεταξύ Κασπίας και Ώξου), ανήκε διοικητικά στην Βακτρία, από την εποχή της κατάκτησής της από τον Κύρο τον Μέγα. Οι Βακτριανοί είχαν δική τους γλώσσα, η οποία ανήκε στην ανατολική ομάδα των Ιρανικών γλωσσών. Είναι ελάχιστα γνωστή και μόνον στην μορφή που είχε στην διάρκεια του λεγομένου Μέσου σταδίου των Ιρανικών γλωσσών. Αυτό το στάδιο για την Βακτριανή γλώσσα προσδιορίζεται μεταξύ 300 π.Χ. και 400 μ.Χ.
Τα ψήγματα γνώσεων που διαθέτουμε για την Μέση Βακτριανή, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από μία και μοναδική επιγραφή, η οποία ανακαλύφθηκε στο σημερινό βόρειο Αφγανιστάν. Αποτελείται από 25 σειρές, γραμμένες στο Ελληνικό αλφάβητο και χρονολογείται από τον 2ο αιώνα π.Χ. όταν η περιοχή αποτελούσε τμήμα της περίφημης αυτοκρατορίας των Κουσάν (Kushan, Kusana). Η Βακτριανή γλώσσα εξαφανίσθηκε σε σύντομο σχετικά διάστημα, μετά την κατάκτηση της χώρας από τους Σασσανίδες Αυτοκράτορες της Περσίας, γύρω στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Η Μέση Περσική θα διαδοθεί στην Βακτρία και θα εκτοπίσει βαθμιαία την Βακτριανή γλώσσα, γεγονός που θα οριστικοποιηθεί μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Άραβες τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Ο πρώτος ξένος κατακτητής της Βακτρίας ήταν ο ιδρυτής και δημιουργός της αχανούς Περσικής Αυτοκρατορίας, ο Κύρος ΙΙ (550 – 530 / 529 π.Χ.), ο οποίος είναι γνωστός και ως Κύρος ο Μέγας. Ο Κύρος ΙΙ θα κατακτήσει τις γύρω περιοχές, αλλά θα χάσει την ζωή του σε μια μάχη εναντίον των Μασσαγετών, ενός ανυπότακτου και πολεμοχαρούς φύλου που απειλούσε τα βορειοανατολικά σύνορα της Περσικής Αυτοκρατορίας. Στην διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Κύρου, Καμβύση ΙΙ (529 – 522 π.Χ.), γνωρίζουμε ότι κυβερνήτης της Βακτρίας (σατράπης, αρχ. περσ. khshathrapavan = προστάτης του βασιλείου) ήταν ο Ντανταρσσί.
Ο Ντανταρσσί (Dadarshish) μαζί με τον Βιβάνα (Vivana) της Αραχωσίας, ήσαν οι μοναδικοί σατράπες που θα στηρίξουν τον επόμενο Αυτοκράτορα, τον γνωστό από την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδος «Μέγα Βασιλέα» Δαρείο Α’ (522 – 486 π.Χ.), στην διάρκεια της γενικευμένης εξέγερσης των υποτελών λαών που σημειώθηκε όταν ο Δαρείος Α’ κατέλαβε τον θρόνο των Αχαιμενιδών. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ορίσθηκε σατράπης της Βακτρίας ο Υστάσπης (Vishtashpa), ο άλλος γιος του Δαρείου και αδελφός του νέου Αυτοκράτορα, Ξέρξη (486 – 465 π.Χ.), τον οποίο αναφέρει ο Ηρόδοτος ως σατράπη της Βακτρίας στην διάρκεια της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος (480 – 479 π.Χ.).
Αλλά γνωρίζουμε ότι προηγουμένως, το 500 / 499 π.Χ. σατράπης της Βακτρίας ήταν κάποιος ”Irdabanush”, πρόσωπο που πιθανόν ταυτίζεται με τον «Αρτάβανο», έναν επαναστάτη στρατηγό της Βακτρίας, τον οποίο νίκησε αργότερα σε μια αποφασιστική μάχη ο Αρταξέρξης Α’ (465 – 424 π.Χ.). Είναι επίσης γνωστό ότι κατά την έναρξη της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, σατράπης της Βακτρίας ήταν ο Βήσσος, ο οποίος θα πολεμήσει επικεφαλής του περίφημου Βακτριανού ιππικού στην αποφασιστική μάχη των Γαυγαμήλων (1η Οκτωβρίου 331 π.Χ.), που έκρινε οριστικά την τύχη της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Ο Βήσσος, αφού δολοφονήσει τον τελευταίο Πέρση Αυτοκράτορα Δαρείο Γ’ τον Κοδομμανό (336 – 330 π.Χ.), θα αυτοανακηρυχθεί κληρονόμος του θρόνου και των υπολειμμάτων της Αυτοκρατορίας, με το όνομα Αρταξέρξης Δ’, αλλά μετά την άφιξη του Μ. Αλεξάνδρου στην Βακτρία και την επιτυχή διαπεραίωση του ποταμού Ώξου (καλοκαίρι του 329 π.Χ.), οι σύμμαχοι και υποστηρικτές του Βήσσου αποθαρρημένοι, θα τον παραδώσουν στον Μακεδόνα στρατηλάτη. Ο Μ. Αλέξανδρος θα αναχωρήσει από την Βακτρία (όπου δεν θα επιστρέψει ποτέ) για την Ινδική εκστρατεία, την άνοιξη του 327 π.Χ. έχοντας εγκαταστήσει ως νέο σατράπη της χώρας τον Μακεδόνα Αμύντα, τον οποίον θα ενισχύσει με ένα ισχυρό στράτευμα 10.000 πεζών και 3.500 ιππέων.
Μετά την ανταρσία των Ελλήνων μισθοφόρων στην Βακτρία το 326 π.Χ. και τον θάνατο του Αμύντα, ο Μ. Αλέξανδρος θα τοποθετήσει νέο σατράπη τον Μακεδόνα Φίλιππο, στον οποίο θα αναθέσει και την διοίκηση της Σογδιανής, αξίωμα που θα διατηρήσει ο Φίλιππος (Διόδωρος) και στην αναδιανομή των Σατραπειών από τον «αντιβασιλέα» Περδίκκα, μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (10 Ιουνίου 323 π.Χ.). Μια νέα εκτεταμένη εξέγερση των Ελλήνων αποίκων και μισθοφόρων της Βακτρίας θα συντριβεί και μετά την δολοφονία του Περδίκκα (321 π.Χ.) και την συμφωνία του Τριπαράδεισου (320 π.Χ.) μεταξύ των Επιγόνων, νέος σατράπης της Βακτρίας θα ορισθεί ο Στασάνωρ, από τους Σόλους της Κύπρου.
Η εκστρατεία του Σελεύκου Α’ (308 – 281 π.Χ.) στην Ανατολή (Διόδωρος), που κράτησε πέντε χρόνια (307 – 302 π.Χ.), θα εδραιώσει την υπαγωγή της Βακτρίας στην απέραντη Αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Ο Σέλευκος Α’ ήλθε πιθανότατα σε σύγκρουση με τον Στασάνορα, για την τύχη του οποίου δεν γνωρίζουμε τίποτε, όπως δεν γνωρίζουμε και το όνομα του αντικαταστάτη του (H. Sidky: The Greek Kingdom of Bactria). Εκτεταμένες εισβολές νομάδων στις ανατολικές επαρχίες του Βασιλείου του και ο κίνδυνος να απολεσθούν, θα υποχρεώσουν τον Σέλευκο Α’ να λάβει δραστικά μέτρα, ένα από τα οποία ήταν η ανάθεση της διοίκησής τους στον γιο του Αντίοχο από την Σογδιανή (Σόγδοι) σύζυγό του Απάμα, τον μελλοντικό Αντίοχο Α’ (281 – 261 π.Χ.).
Ο οποίος ως αντιβασιλεύς της Ανατολής, θα εγκατασταθεί στην Βακτριανή όπου θα παραμείνει για τρία χρόνια περίπου (293 – 290 π.Χ.), έχοντας ως έδρα του την πρωτεύουσα Βάκτρα – Ζαρίασπα. Είναι πάντως γεγονός ότι υπήρξε έντονο ενδιαφέρον από τους πρώτους Σελευκίδες Βασιλείς για τις ανατολικές επαρχίες και ιδιαίτερα για την Βακτρία. Η εγκατάσταση αποίκων από την Ελλάδα, την Μακεδονία, την Μ. Ασία, αλλά και την Θράκη ενθαρρύνθηκε με κάθε τρόπο, με αποτέλεσμα να ιδρυθούν πολλές νέες πόλεις με σαφέστατο ελληνιστικό χαρακτήρα και να ανέλθει σημαντικά το πολιτιστικό επίπεδο πολλών περιοχών.
Μία από αυτές ήταν και η Ελληνιστική πόλη που ανακαλύφθηκε το 1965 στο Άϊ Χανούμ (Ay Khanum = Η κυρά – Σελήνη, στην τοπική διάλεκτο), κοντά στην συμβολή των ποταμών Ώξου και Κόκτσα (Kokcha), στα σημερινά σύνορα βορείου Αφγανιστάν και Τατζικιστάν. Τα εκπληκτικά ευρήματα που ήλθαν στο φως με τις ανασκαφές της Γαλλικής αποστολής (1965 – 1978), την οποία συνέχισε ο Ελληνικής καταγωγής Σοβιετικός αρχαιολόγος Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης, απεκάλυψαν μια καθαρά Ελληνική πόλη με ανάλογα δημόσια οικοδομήματα, ναούς, γυμναστήριο (Γυμνάσιον) και ένα τεράστιο σε χωρητικότητα θέατρο, ελάχιστα μικρότερο από της Επιδαύρου (Christian D. 1998).
Εκεί διάβαζαν Όμηρο και παίζονταν τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη (Sidky) και όπου οι αυτόχθονες συμβίωναν αρμονικότατα με τους Έλληνες αποίκους. Η πολιτική των Σελευκιδών θα ευδοκιμήσει σε μεγάλο βαθμό και η χώρα θα απολαύσει μια μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας, με αποτέλεσμα να συρρεύσει, κυρίως στην Βακτρία, πλήθος αξιωματούχων, στρατιωτικών, εμπόρων, φιλοσόφων (όπως ο μαθητής του Αριστοτέλη Κλέαρχος), ταξιδιωτών, αλλά και απλών ανθρώπων που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη. Αυτή συρροή Ελληνικού στοιχείου ερμηνεύει βέβαια σε μεγάλο βαθμό και τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στην Βακτρία και στην ευρύτερη περιοχή τους επόμενους αιώνες.
Ο γιος του Αντιόχου Α’ και διάδοχός του, που θα ανέλθει στον θρόνο των Σελευκιδών μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Αντίοχος Β’ (261 – 247 / 246 π.Χ.), θα εμπλακεί με την σειρά του στους εμφυλίους πολέμους των Διαδόχων και θα παραμελήσει τις ανατολικές επαρχίες. Το έτος 246 π.Χ. αποτελεί σημείο καμπής για το Βασίλειο των Σελευκιδών, αν κρίνουμε από τα γεγονότα που σημειώθηκαν τότε. Έτσι, εκτός από το θάνατο του Αντιόχου Β’ και την έκρηξη του καταστρεπτικού Γ’ Συριακού Πολέμου, την χρονιά αυτή θα αποσπασθεί η πυκνά αποικισμένη με Έλληνες, περιοχή της Βακτρίας, μετά από ενέργειες του σατράπη της, Διοδότου.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Έλλην σατράπης θα διακόψει και τους τελευταίους δεσμούς του με τους Σελευκίδες και θα ανακηρυχθεί βασιλεύς του περίφημου Ελληνιστικού Βασιλείου της Βακτρίας ή Βακτριανής, παίρνοντας τον τίτλο του Βασιλέως (Διόδοτος Α’, 239 / 238 – 228 π.Χ.). Το πλέον σημαντικό γεγονός όμως για τις μετέπειτα εξελίξεις, αποτελεί ασφαλώς η ίδρυση το 247 / 246 π.Χ., του Βασιλείου των Πάρθων, από τους Πάρνους, μια νομαδική Ιρανική φυλή, η οποία παρέμενε επί αιώνες στο περιθώριο της Ιστορίας. Εκτός από κάποιες σύντομες επιδρομές, σε συνεργασία με άλλους πολεμοχαρείς νομαδικούς λαούς (Μασσαγέτες, Σάκες κ.λ.π.), εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών.
Οι Πάρνοι ουσιαστικώς δεν θα απομακρυνθούν από την κοιτίδα τους, στα ανατολικά παράλια εδάφη της Κασπίας, μέχρι την οργάνωσή τους κάτω από τη Δυναστεία των Αρσακιδών. Σύμφωνα με την παράδοση (Στράβων) , γύρω στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., ο Αρσάκης (Arsaces, Arshak), ηγεμόνας των Πάρνων (οι οποίοι ανήκαν σε μια ευρύτερη συνομοσπονδία διαφόρων νομαδικών λαών Ιρανικής καταγωγής, γνωστών με την ονομασία Δάαι ή Δάχαι – Dahae), άρχισε τους αγώνες του εναντίον των Σελευκιδών εισβάλλοντας στην επικράτειά τους. Ο Αρσάκης, επωφελούμενος της αναταραχής που επικρατούσε στο Κράτος των Σελευκιδών, θα εισβάλλει στην Παρθία και θα καταφέρει να εξοντώσει τον Σελευκίδη σατράπη της, Ανδραγόρα.
Με τον τρόπο αυτόν, οι Πάρνοι καταλαμβάνουν την περιοχή (247 π.Χ.), όπου εγκαθίστανται πλέον μόνιμα. Το ίδιο έτος ο Αρσάκης στέφεται βασιλεύς της Παρθίας, ιδρύοντας την Δυναστεία των Αρσακιδών. Ταυτόχρονα οι Πάρνοι θα πάρουν το όνομα της χώρας στην οποία εγκαταστάθηκαν και του συγγενικού τους φύλου των Πάρθων, το οποίο σήμαινε «εξόριστοι». Σύντομα θα προσαρτήσουν και τις γειτονικές περιοχές της Υρκανίας και της Χωρηνής, με τη βοήθεια του νέου βασιλέα της Βακτριανής, γιου και διαδόχου του Διοδότου Α’, του Διόδοτου Β’ (γύρω στο 228 π.Χ.), δημιουργώντας έτσι τον πυρήνα της μελλοντικής Παρθικής Αυτοκρατορίας.
Με την ενέργειά του αυτήν ο Διόδοτος Β’ (228 – 225 π.Χ. περίπου), θα προκαλέσει την αγανάκτηση του Ελληνικού πληθυσμού της Βακτριανής. Σύντομα θα ανατραπεί (225 π.Χ. περίπου), από την χήρα του Διοδότου Α’ (η οποία ήταν αδελφή του Σελεύκου Β’, 246 – 225 π.Χ.) και τον θρόνο θα προσκληθεί να καταλάβει ο Ευθύδημος Α’ (περίπου 225 – 195 π.Χ.), από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου της Μικράς Ασίας (ή σύμφωνα με άλλους από την Μαγνησία του Σιπύλου στον ποταμό Έρμο της Λυδίας ή ακόμη και από την Μαγνησία της Θεσσαλίας. Η Δυναστεία που ίδρυσε ο Ευθύδημος, θα παραμείνει στο θρόνο της Βακτριανής μέχρι το 185 π.Χ. περίπου.
Όταν ο Ευθύδημος Α΄ ανακηρύχθηκε βασιλεύς της Βακτρίας, η επικράτειά του περιελάμβανε επίσης και τις περιοχές της Σογδιανής (Τρανσοξιανή), της Μαργιανής και πιθανόν της Αρείας ή Αριανής. Αν οι προηγούμενοι βασιλείς της Βακτριανής δημιούργησαν και οργάνωσαν το βασίλειο, η ισχυροποίησή του και η εξάπλωσή του ήσαν έργα του Ευθύδημου Α’ και του γιου του Δημητρίου Α’. Το 223 π.Χ. όμως, στο θρόνο των Σελευκιδών θα ανέλθει ο περίφημος Αντίοχος Γ’ ο Μέγας (223 – 187 π.Χ.), ο οποίος θα αναλάβει το 212 π.Χ. (με την τολμηρή «Ανάβαση» προς τις ανατολικές επαρχίες του Βασιλείου του), να τακτοποιήσει τα ζητήματα που είχαν δημιουργηθεί εκεί. Η εκστρατεία του Αντιόχου Γ’ θα ξεκινήσει με θετικά αποτελέσματα.
Αφού συντρίψει στο πεδίο της μάχης τον Πάρθο ηγεμόνα (Αρσάκη Β’), ο οποίος θα καταφύγει στους Απασιάκες, θα προσαρτήσει και πάλι στο Βασίλειο των Σελευκιδών πολλές περιοχές που είχαν αποσπάσει παλαιότερα οι Πάρθοι. Τελικώς θα προτιμήσει να συμβιβαστεί με τον Πάρθο ηγεμόνα (μια έξυπνη πολιτική κίνηση εν όψει της συνέχισης της εκστρατείας ακόμη ανατολικότερα) και θα του αναγνωρίσει τον τίτλο του υποτελούς Βασιλέως, με αντάλλαγμα την ενίσχυση των Συριακών στρατευμάτων του με μονάδες του ξακουστού ιππικού των Πάρθων (209 – 208 π.Χ.). Το 208 π.Χ. τα στρατεύματα του Αντιόχου Γ’ θα εισβάλλουν στην Βακτρία, όπου ο Ευθύδημος Α’ θα ηττηθεί σε μια αποφασιστική μάχη.
Η συνέχεια όμως δεν υπήρξε εξίσου εύκολη για τον Σελευκίδη βασιλέα, δεδομένου ότι ο Ευθύδημος Α’ δεν θα καταθέσει τα όπλα, αλλά θα κλεισθεί στην πρωτεύουσά του, τα Βάκτρα – Ζαρίασπα. Η πολιορκία της πρωτεύουσας θα κρατήσει δύο ολόκληρα χρόνια (208 – 207 π.Χ.) και σύμφωνα με τον αρχαίο Ιστορικό Πολύβιο, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πλέον διάσημες και φημισμένες πολιορκίες του (αρχαίου) Κόσμου. Εν πάση περιπτώσει, όπως έδειχναν τα πράγματα, ούτε ο Αντίοχος Γ’ είχε τη δυνατότητα να εκπορθήσει την πόλη ή να επιδιώξει την κατάκτηση της υπόλοιπης χώρας παρακάμπτοντας την πρωτεύουσα, αλλά ούτε και ο Ευθύδημος Α’ μπορούσε να εξαναγκάσει τον Σελευκίδη βασιλέα να λύσει την πολιορκία.
Χαρακτηριστική όμως υπήρξε η συμπεριφορά του Ιρανικού στοιχείου, που πλειοψηφούσε σαφώς έναντι των Ελλήνων στην Βακτρία, κατά τη διάρκεια αυτής της σύγκρουσης. Οι Ιρανοί πολέμησαν στο πλευρό του Ευθύδημου Α’ με μεγάλο ηρωισμό επιδεικνύοντας αισθήματα αλληλεγγύης και συναδέλφωσης με τους Έλληνες αποίκους της χώρας. Το περίφημο ιππικό του Ευθύδημου Α’, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, απαρτιζόταν από το άνθος της Βακτριανής αριστοκρατίας και αυτή η αξιοθαύμαστη σύμπνοια Ελλήνων και Ιρανών θα διατηρηθεί σε όλο το διάστημα της διακυβέρνησης της χώρας από τους Έλληνες βασιλείς.
Σχετικά τώρα με την πολιορκία, μετά από την συνειδητοποίηση του μάταιου της παράτασής της και ύστερα από επιτυχείς διαπραγματεύσεις (στη διάρκεια των οποίων ο Αντίοχος Γ’ θα εντυπωσιασθεί από τις ικανότητες του γιου του Ευθύδημου Α’, του μελλοντικού βασιλέα της Βακτρίας, Δημητρίου Α’), οι δύο ηγεμόνες θα έλθουν σε συμβιβασμό και ο μεν Ευθύδημος Α’ αναγνωρίσθηκε επισήμως ως Βασιλεύς της ανεξάρτητης Βακτρίας, ενώ ο Αντίοχος Γ’ έλαβε ως αντάλλαγμα πολεμικούς ελέφαντες και άφθονα εφόδια για τη συνέχιση της εκστρατείας του, που θα στραφεί πλέον προς τον Νότο (Πολύβιος).
Πράγματι το 207/206 π.Χ. ο Αντίοχος Γ’ θα διασχίσει τον Ινδικό Καύκασο (Ινδοκούχον, Hindu Kush) και θα εισέλθει στην κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος (σημερινός Καμπούλ), στην περιοχή του αρχαίου Ινδικού Βασιλείου της Γκαντάρα (Gandhara), η οποία αναφέρεται ως Γανδαρική ή Γανδαρίτις στους Έλληνες συγγραφείς της αρχαιότητας. Εκεί θα συναντήσει τον «Ινδό Βασιλέα» Σοφαγασήνο, προφανώς κάποιον τοπικό ηγεμόνα ενός από τα αναρίθμητα μικρά κρατίδια που δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο του Ασόκα και τη διάλυση της Αυτοκρατορίας των Μωρύα.
Ο Αντίοχος Γ’ θα συνάψει σύμφωνο φιλίας και ειρήνης με τον Σοφαγασήνο και θα αποσπάσει ακόμη περισσότερους πολεμικούς ελέφαντες, εφόδια καθώς και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, με την μορφή εφάπαξ φόρου υποτέλειας του Ινδού ηγεμόνα προς το Βασίλειο των Σελευκιδών. Αφού προχωρήσει προς τα Ν.Δ. και διεισδύσει στις περιοχές της Αραχωσίας και Δραγγιανής, όπου θα διαχειμάσει (206 / 205 π.Χ.), ο Αντίοχος Γ’ θα αποφασίσει να τερματίσει την περίφημη «Ανάβασή» του θεωρώντας ικανοποιητικά τα αποτελέσματα της πολύχρονης εκστρατείας του. Μετά την αποχώρηση του Αντιόχου Γ’ και του εκστρατευτικού του σώματος, ο Ευθύδημος Α’ θα αρχίσει την επέκταση των ορίων του Βασιλείου του.
Με αλλεπάλληλες πολεμικές επιχειρήσεις, ο μεγάλος και ικανότατος εκείνος Έλλην ηγεμών, θα αποσπάσει σημαντικά εδάφη από τους Πάρθους και από τα νομαδικά φύλα (Μασσαγέτες, Σάκες κ.ά.) των βορείων περιοχών της Βακτριανής, επεκτείνοντας τα σύνορα του Βασιλείου μέχρι τον ποταμό Ιαξάρτη και την εύφορη περιοχή της Σογδιανής, γύρω από τη πόλη Μαράκανδα (η μετέπειτα Σαμαρκάνδη). Επιπλέον, με μια τολμηρή εισβολή στην καρδιά της Κεντρικής Ασίας, θα απωθήσει τους επικίνδυνους νομάδες των περιοχών εκείνων και θα διασφαλίσει έτσι τις πολύτιμες εμπορικές αρτηρίες που κατέληγαν στη Βακτριανή.
Τελικώς το Βασίλειο της Βακτριανής θα αποκτήσει κοινά σύνορα με την Κίνα και το Θιβέτ, φθάνοντας «μέχρι Σηρών και Φρυνών», όπως αναφέρουν οι αρχαιοελληνικές πηγές (Στράβων). Το έργο του Ευθύδημου Α’ θα συνεχίσει ο γιος του,Δημήτριος Α’ ο Ανίκητος (περίπου 195 – 185 π.Χ.), ο οποίος θα ανέλθει στο θρόνο το 195 π.Χ. περίπου. Ο νεαρός ηγεμόνας έκρινε σωστά ότι η αποσύνθεση της Αυτοκρατορίας των Μωρύας είχε φθάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε οι δυνατότητες αντίδρασής της σε εξωτερικές επιθέσεις, είχαν προ πολλού εκμηδενισθεί. Παράλληλα η βαριά ήττα του Αντιόχου Γ’ από τους Ρωμαίους στη μάχη της Μαγνησίας στην Μ. Ασία (190/189 π.Χ.), θα αφήσει ουσιαστικά απροστάτευτες τις μακρινές ανατολικές επαρχίες των Σελευκιδών.
Έτσι γύρω στο 188 π.Χ. περίπου, ο Δημήτριος Α’ θα ξεκινήσει την φιλόδοξη εκστρατεία του προς τα νότια, όπου θα προσαρτήσει τις επαρχίες της Αραχωσίας -αφού καταλάβει την πρωτεύουσά της Αλεξάνδρεια Αραχωτών (σημερινό Κανδαχάρ του Αφγανιστάν)- της Δραγγιανής, καθώς και το ανατολικό τμήμα της Γεδρωσίας, φθάνοντας μέχρι τις εκβολές του ποταμού Ινδού. Εκεί θα κτίσει την πόλη Δημητριάδα, πιθανόν στη θέση όπου πριν από 150 χρόνια, ο Μ. Αλέξανδρος είχε κτίσει τα Πάταλα ή Πάτταλα. Στη συνέχεια ακολουθώντας την παραλία, θα διεισδύσει ακόμη νοτιότερα, κατακτώντας τις εκτάσεις των σημερινών επαρχιών Σιντ και Γκουτζαράτ, που ανήκαν προηγουμένως στην υπό διάλυση ήδη Αυτοκρατορία των Μωρύα, φθάνοντας μέχρι τα Βαρύγαζα, σπουδαίο λιμάνι της περιοχής.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο Δημήτριος Α’ θα αφήσει ως αντικαταστάτη και συμβασιλέα, τον αδελφό του Ευθύδημο Β’ (188 – 186 π.Χ.). Αλλά ενώ ο Δημήτριος Α’ δεν θα συναντήσει αξιόλογη αντίσταση στον Νότο, στην Βακτρία ο Ευθύδημος Β’ θα ανατραπεί μετά από επανάσταση που θα υποκινήσει κάποιος Αντίμαχος. Ο Δημήτριος Α’ θα πληροφορηθεί τα διαδραματισθέντα στην καρδιά του Βασιλείου του και θα σπεύσει να επαναφέρει την τάξη, αφήνοντας πίσω του ως τοποτηρητές, τους γιους του,Πανταλέοντα και Αγαθοκλή. Κατά την επιστροφή του όμως στην Βακτρία, ο Δημήτριος Α’ θα πέσει στο πεδίο της μάχης σε μια σύγκρουση (περίπου 185 π.Χ.). Έτσι το έργο του δραστήριου και ικανού εκείνου ηγεμόνα, όχι μόνον θα μείνει ημιτελές, αλλά θα εκτραπεί σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση.
Και τούτο διότι μετά το θάνατο του Δημητρίου Α’, η επικράτεια του Βασιλείου της Βακτρίας θα διασπασθεί σε δύο τμήματα με σύνορο τον Ινδικό Καύκασο (Ινδοκούχον ή Παροπάμισος). Τελικώς θα προκύψουν δύο διαφορετικά κράτη, το κυρίως Βασίλειο της Βακτρίας στον Βορρά, όπου ο Αντίμαχος είχε ανακηρυχθεί βασιλεύς και το Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο των γιων του Δημητρίου Α’, στον Νότο. Ο Αντίμαχος (186 – 177 / 176 π.Χ.), θα κατακτήσει ορισμένες περιοχές στα νότια του Ινδοκούχου και θα ελέγξει την κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος. Θα τον διαδεχθεί στο θρόνο της Βακτρίας ο γιος του Δημήτριος Β’ (177 / 176 – 165 π.Χ.), ο οποίος τελικά κατέκτησε την Γανδαρίτιδα (Gandhara) και πιθανόν να προωθήθηκε στην Πενταποταμία και στην κοιλάδα του Ινδού.
Είναι ο πρώτος ηγεμόνας που έκοψε νομίσματα με δίγλωσσες επιγραφές στην Ελληνική και στη γραφή Μπράχμι (Brahmi), πρόγονο των σημερινών γραφών της Ινδίας, η οποία είχε εμφανισθεί γύρω στο 500 π.Χ. και εχρησιμοποιείτο για την καταγραφή της Πρακριτικής γλώσσας. Πρακριτικές ονομάζονται συλλογικά οι διάλεκτοι της Μέσης Ινδικής που προέκυψαν από την Σανσκριτική και ήσαν οι δημώδεις (καθομιλούμενες) γλώσσες σε διάφορες περιοχές της Ινδίας μεταξύ του 3ου αιώνα π.Χ. και 4ου αιώνα μ.Χ. Ο πρώτος ηγεμόνας που χρησιμοποίησε Πρακριτική διάλεκτο σε επίσημες επιγραφές ήταν ο περίφημος Ασόκα της Δυναστείας των Μωρύας.
Ενώ ο Δημήτριος Β’ επιχειρούσε με τις εκστρατείες του να επεκτείνει τα όρια του Βασιλείου προς το Νότο, στην Βακτριανή σημειώθηκε και πάλι κάποια εξέγερση (γύρω στο 171 π.Χ.), επικεφαλής της οποίας ήταν κάποιος Ευκρατίδης, που είχε αυτοανακηρυχθεί Βασιλεύς Ο Δημήτριος Β’ θα επιστρέψει εσπευσμένα στην Βακτρία και θα αρχίσει, με συνεχείς εκστρατείες, τις προσπάθειές του για την εξουδετέρωση των στασιαστών, αλλά σε μια επιδρομή των δυνάμεων του επαναστάτη, βρήκε το θάνατο (περίπου 165 π.Χ.). Με τον τρόπο αυτόν ο Ευκρατίδης (171 – 145 π.Χ.) θα καταλάβει και επισήμως τον θρόνο της Βακτρίας.
Μετά από μια περίοδο ανάπαυλας, ο Ευκρατίδης, με αλλεπάλληλες πολεμικές επιχειρήσεις θα καταλάβει τις επαρχίες της Μαργιανής, της Αρίας (Αριανή), της Δραγγιανής και της Αραχωσίας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επιστρέψουμε χρονικά και να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις που συνέβησαν στα νότια του Ινδοκούχου, μετά το θάνατο του Δημητρίου Α’ (περίπου 185 π.Χ.). Στις περιοχές αυτές, ο Πανταλέων και ο Αγαθοκλής, οι γιοι του Δημητρίου Α’, είχαν διατηρήσει αρχικά την κυριαρχία της Δραγγιανής και Αραχωσίας. Αργότερα θα προσπαθήσουν να διεισδύσουν βορειότερα, αλλά θα τους απωθήσει ο Δημήτριος Β’. Όταν όμως θα σημειωθεί η εξέγερση του Ευκρατίδη και ο Δημήτριος Β’ θα αποσυρθεί στην Βακτρία για να την καταπνίξει (περίπου 170 π.Χ.), οι δύο αδελφοί θα καταλάβουν την Γανδαρίτιδα.
Μετά από κάποιο διάστημα, ο Αγαθοκλής (ο Πανταλέων πιθανόν είχε πεθάνει τότε), θα κάνει πρωτεύουσά του τα Τάξιλα και θα επεκτείνει την κυριαρχία του σχεδόν σε ολόκληρη την Πενταποταμία. Ο Αγαθοκλής θα πεθάνει γύρω στο 165 π.Χ. και το Κράτος του θα κληρονομήσει η νεαρή κόρη του, η Αγαθόκλεια. Όπως τονίσαμε όμως παραπάνω, αυτήν ακριβώς την εποχή ο Ευκρατίδης έχει ανέλθει επίσημα πλέον στο θρόνο της Βακτρίας και έχει αρχίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις για την διεύρυνση του Βασιλείου του. Ο Ευκρατίδης θα κατακτήσει ολόκληρη σχεδόν την επικράτεια του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου του Νότου, με αποτέλεσμα η Αγαθόκλεια να περιορισθεί σε μια μικρή έκταση, γύρω από την πρωτεύουσα Τάξιλα και την ανατολική Γανδαρίτιδα.
Ο Ευκρατίδης θα γίνει τελικά κύριος μιας τεράστιας επικράτειας, η οποία θα εκτείνεται από τις όχθες του Ιαξάρτη στον Βορρά, μέχρι τις εκβολές του Ινδού στο Νότο και από τις ανατολικές παρυφές του Ιρανικού οροπεδίου στη Δύση, μέχρι πέρα από τις όχθες του Ινδού στην Ανατολή. Έτσι δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί το γεγονός ότι ο Ευκρατίδης θα μείνει στην παράδοση ως ο «Βασιλεύς των χιλίων πόλεων» (Στράβων). Έχει υποστηριχθεί ότι ο Ευκρατίδης είχε εκτός από τα Βάκτρα και δεύτερη πρωτεύουσα, την Ευκρατιδία, που την ταυτίζουν με την σπουδαία Ελληνιστική πόλη, που όπως προαναφέραμε, ανακαλύφθηκε στο Άϊ Χανούμ.
Δυστυχώς όμως, το τεράστιο Κράτος του Ευκρατίδη, δεν θα διατηρηθεί για πολύ και σύντομα θα αρχίσει να συρρικνώνεται διότι ο Ευκρατίδης, απασχολούμενος με τις κατακτήσεις στην Ινδία, δεν θα δώσει μεγάλη προσοχή στα δυτικά του σύνορα, όπου οι Πάρθοι, κάτω από τον ικανότατο βασιλέα τους Μιθριδάτη Α’ (171 – 138 π.Χ.) θα αποσπάσουν σημαντικές εκτάσεις. Ο Ευκρατίδης θα έχει τραγικό τέλος, δολοφονηθείς από τον γιο του Πλάτωνα, γύρω στο 145 / 144 π.Χ. ο οποίος θα ανακηρυχθεί βασιλεύς. Αλλά ο πατροκτόνος δεν θα παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα δολοφονηθεί με τη σειρά του από τον αδελφό του Ηλιοκλή Α’ (143 – 131 / 130 π.Χ.), ο οποίος θα ανέλθει στο θρόνο με την προσωνυμία «Δίκαιος».
Την ίδια χρονιά περίπου της δολοφονίας του Ευκρατίδη, στον θρόνο του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου, στα Τάξιλα, θα ανέλθει ο μεγαλύτερος και διασημότερος των Ελλήνων ηγεμόνων, ο περίφημος Μένανδρος (145 – 130 π.Χ. περίπου). Έχει υποστηριχθεί από ορισμένους ιστορικούς, ότι ο Μένανδρος ήταν γιος του Δημητρίου Β’, αλλά τα στοιχεία είναι ελάχιστα μέχρι στιγμής και δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε ή να απορρίψουμε προς το παρόν αυτήν την άποψη. Ο Μένανδρος θα αναδειχθεί βασιλεύς, πιθανόν μετά το γάμο του με την Αγαθόκλεια, η οποία, όπως σημειώσαμε είχε κληρονομήσει το Βασίλειο του πατέρα της Αγαθοκλή.
Ο Μένανδρος, εξορμώντας από τα περιορισμένα εδάφη της αρχικής επικράτειάς του, θα δημιουργήσει μέσα σε λίγα σχετικά χρόνια, ένα απέραντο Ελληνο-Ινδικό Κράτος, που θα μπορούσε άνετα να διεκδικήσει τον τίτλο της Αυτοκρατορίας. Αφού αποσπάσει αρχικώς από τους διαδόχους του Ευκρατίδη τα εδάφη νοτίως του Ινδοκούχου, θα προχωρήσει στην Αραχωσία της οποίας θα καταλάβει σημαντικό τμήμα, αλλά θα αποφύγει να συγκρουσθεί με τους Πάρθους, στους οποίους είχαν περιέλθει οριστικά η Νότια και η Δυτική Αραχωσία, η Δραγγιανή και η Δυτική Γεδρωσία. Και τούτο διότι οι βλέψεις του Έλληνα ηγεμόνα είχαν ως αποκλειστικό στόχο τους τις Ινδίες, όπου ο Μένανδρος θα επικεντρώσει τις προσπάθειές του τα επόμενα χρόνια.
Έτσι, αφού κατακτήσει πρώτα τις περιοχές νοτίως του Καρακορούμ και των παρυφών των Ιμαλαΐων (σημερινό Κασμίρ), στη συνέχεια θα επιχειρήσει την περίφημη και ένδοξη εκστρατεία του στην κοιλάδα του Γάγγη, με απώτερο σκοπό να φθάσει στην πρωτεύουσα των Μωρύα, την ξακουστή Παταλιπούτρα (Παλίβοθρα, κατά τους Έλληνες), όπου η νέα Δυναστεία των Σούνγκα (Shunga, 185 / 184 – 75 π.Χ.), είχε εγκαταλείψει την φιλική προς τους Έλληνες πολιτική των προκατόχων της, ενώ διέκειτο εχθρικά και προς τους Βουδιστές υπηκόους της. Όλες αυτές οι πληροφορίες είχαν φθάσει ασφαλώς στον Μένανδρο, ο οποίος αφού ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του, θα αρχίσει την κατάκτηση της κοιλάδας του Γάγγη, εμφανιζόμενος πιθανόν ως υποστηρικτής του Βουδισμού και τιμωρός των σφετεριστών Σούνγκα.
Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός είναι ότι ο Μένανδρος, αφού διαβεί τον ποταμό Ύφασι (σημερινός Beas, παραπόταμος του Σατλέτζ που χύνεται στον Ινδό). Όπου είχε σταματήσει ο Μ. Αλέξανδρος, θα εισέλθει στην κυρίως Ινδία. Ακολουθώντας τον ρου του ποταμού Ιωμάνη (σημερινός Jumna ή Yamuna), ενός από τους σημαντικότερους παραπόταμους του Γάγγη, θα φθάσει στην σπουδαία πόλη Μοδούρα (σημερινή Mathura), η οποία θα του παραδοθεί. Εκεί θα ανανεώσει τις προμήθειές του στρατεύματος του και θα λάβει ενισχύσεις από τους εντόπιους. Τελικώς, το 135 π.Χ. περίπου, ο Μένανδρος θα πολιορκήσει και θα καταλάβει την πρωτεύουσα των Σούνγκα Παταλιπούτρα (Παλίβοθρα), με τη βοήθεια περίτεχνων πολιορκητικών μηχανών τις οποίες για πρώτη φορά αντίκριζαν οι Ινδοί.
Το κορυφαίο αυτό κατόρθωμα, το οποίο τοποθετεί δικαιωματικά τον Μένανδρο ανάμεσα στην πρώτη σειρά των μεγάλων στρατηλατών της αρχαιότητας, δεν θα έχει δυστυχώς ανάλογη συνέχεια. Ανησυχώντας μήπως αποκοπεί από τις βάσεις του, 1.500 χιλιόμετρα μακριά, στην καρδιά των Ινδιών, ο Έλληνας ηγεμών θα αποφασίσει να υποχωρήσει στη Μοδούρα και στον ποταμό Ιωμάνη που θα αποτελέσουν τα ανατολικά σύνορα του Βασιλείου του. Ακολούθως ο Μένανδρος θα πραγματοποιήσει κάποιες εξορμήσεις στο Νότο και θα προσαρτήσει τις τεράστιες εκτάσεις των σημερινών επαρχιών του Γκουτζεράτ και Ρατζαστάν.
Με τον τρόπο αυτόν θα γίνει κύριος μιας αχανούς επικράτειας, ίσως της μεγαλύτερης σε έκταση από όλους τους Έλληνες βασιλείς των Ινδιών. Παράλληλα ο Μένανδρος θα μεταφέρει ανατολικότερα την έδρα του Βασιλείου του, ακριβώς λόγω των κατακτήσεων αυτών και της μετατοπίσεως του πολιτικού κέντρου προς την Ανατολή. Νέα πρωτεύουσα θα γίνει η πόλη Σάγαλα (Sakala, το σημερινό Σιαλκότ, Sialkot), στον άνω ρου του ποταμού Ακεσίνη (σημερινός Τσενάμπ, Chenab). Γύρω στο 130 π.Χ. ο Μένανδρος θα επιχειρήσει μία εκστρατεία στην Βακτριανή όπου θα βρει το θάνατο, κατά πάσα πιθανότητα στο πεδίο της μάχης.
Η φήμη όμως του Μένανδρου, δεν προήλθε τόσο από τα πολεμικά του κατορθώματα, όσο από το ασύγκριτο πολιτικό του έργο. Πρέπει να τονίσουμε επίσης ότι ο Μένανδρος είναι ο μόνος από τους Έλληνες ηγεμόνες, το όνομα του οποίου αποθανατίστηκε στην Ινδική θρησκευτική λογοτεχνία. Και τούτο διότι ένα από τα ιερά Βουδιστικά κείμενα φέρει τον τίτλο Μιλινταπάνια (Milindapanha) δηλ. «οι ερωτήσεις του Μιλίντα». Ο Μιλίντα δεν είναι άλλος από τον Μένανδρο, κατά την Ινδική παραφθορά του ονόματός του. Το περίφημο αυτό έργο περιέχει τους φιλοσοφικούς διαλόγους του βασιλέως Μιλίντα, με τον Βουδιστή μοναχό Ναγκασένα (Nagasena), όπου με τη Σωκρατική μέθοδο, αναλύονται και εξετάζονται τα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα.
Σύμφωνα με την Ινδική παράδοση, μετά από αυτές τις συζητήσεις, ο Μένανδρος ασπάσθηκε τον Βουδισμό. Δεν γνωρίζουμε την ακρίβεια της παραπάνω παράδοσης, αλλά μαντεύουμε τα πολιτικά κίνητρα αυτής της πράξης. Γεγονός πάντως είναι ότι πολλοί Έλληνες θα μυηθούν στο Βουδισμό με αποτέλεσμα, στο μεγάλο Βουδιστικό συνέδριο του 137 π.Χ. στην Κεϋλάνη, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Γανδαρίτιδος, ήταν Έλλην. Στο διάστημα που ο Μένανδρος δημιουργούσε το τεράστιο Βασίλειό του, ο Ηλιοκλής στην Βακτριανή, προσπαθούσε απεγνωσμένα να διατηρήσει τις κτήσεις του από τις επιθέσεις των Πάρθων.
Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη Α’, στα 139 / 138 π.Χ., ο Ηλιοκλής θα ανακτήσει τα χαμένα εδάφη, αλλά το Βασίλειό του διανύει τα τελευταία χρόνια της υπάρξεώς του. Είναι γνωστές στην Ιστορία οι μαζικές μετακινήσεις νομαδικών φύλων που σημειώνονταν κατά καιρούς στην Κεντρική Ασία. Ένα τέτοιο κύμα μετακινήσεων, που το αποτελούσαν οι Ανατολικοί Σκύθες ή Σάκες (Shakas κατά τις Ινδικές πηγές), θα σημειωθεί τον 2ο αιώνα π.Χ. Οι Σάκες, πιεζόμενοι από τους βορειότερους γείτονες τους Γιουέ-τσι (Yüeh-chih) ή Τόχαρους, θα εμφανισθούν στα σύνορα των Βασιλείων του Νότου. Ένας κλάδος τους θα εισβάλλει στο Βασίλειο των Πάρθων, όπου ο Αρσακίδης Φραάτης Β’ θα χάσει τη ζωή του (129 / 128 π.Χ.) αγωνιζόμενος να τους εκδιώξει.
Ένας άλλος κλάδος τους είχε ήδη επιπέσει στο Βασίλειο της Βακτριανής το 131 / 130 π.Χ. καταστρέφοντάς το τελειωτικά. Η πόλη του Άϊ Χανούμ θα λεηλατηθεί, θα πυρποληθεί και θα καταστραφεί ανηλεώς, αυτήν ακριβώς την περίοδο (Sidky The Greek Kingdom of Bactria). Ο Ηλιοκλής, μετά την κατάλυση του Βασιλείου του, θα καταφύγει στα περιορισμένα εδάφη, νοτίως του Ινδοκούχου, που είχε καταφέρει να αποσπάσει μετά το θάνατο του Μενάνδρου (130 π.Χ.) από το Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο του Νότου. Πρωτεύουσα θα γίνει η Πευκέλα, η παλιά Ινδική πόλη Πουρουσαπούρα (Purushapura = πόλη του Πώρου), πολύ κοντά στην σημερινή μεθοριακή πόλη στα βόρεια σύνορα του Πακιστάν, Πεσαβάρ (Peshawar = πόλη των συνόρων).
Στο μεταξύ, στο Ελληνο-Ινδικό Βασίλειο του Νότου, μετά το θάνατο του Μενάνδρου, θα τον διαδεχθεί στο θρόνο η ικανή σύζυγός του Αγαθόκλεια, ως επίτροπος του ανήλικου γιου τους Στράτωνος. Ο Στράτων θα ανέλθει στο θρόνο μόλις ενηλικιωθεί, αλλά λόγω της ανικανότητάς του, θα παραμερισθεί από το νεώτερο αδερφό του Απολλόδοτο. Ο Απολλόδοτος Α’ (115 – 95 π.Χ. περίπου), υπήρξε ο τελευταίος σημαντικός ηγεμόνας του Ελληνο-Ινδικού Βασιλείου. Μετά το θάνατο του οι Έλληνες θα περιορισθούν σε συνεχή άμυνα κατά της πλημμυρίδας των νομάδων εισβολέων. Η διαμάχη όμως των δύο Δυναστειών (των απογόνων του Ευκρατίδη και του Μενάνδρου) και ο κατακερματισμός σε διάφορα μικροσκοπικά βασίλεια θα φέρουν σύντομα το τέλος.
Μια τελευταία αναλαμπή θα σημειωθεί λίγο πριν από τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., όταν ο Ερμαίος (90 – 70 π.Χ.), γιος του Αμύντα, από τη Δυναστεία των Ευκρατιδών και η Καλλιόπη, κόρη του Ιππόστρατου, από τη Δυναστεία του Μενάνδρου, θα ενωθούν με τα δεσμά του γάμου, συνενώνοντας ταυτόχρονα και τα Βασίλειά τους (γύρω στο 80 π.Χ.). Δυστυχώς όμως ήταν ήδη αργά. Οι Σάκες που είχαν επιτεθεί στο Βασίλειο των Πάρθων, τελικά θα απωθηθούν και θα αποσυρθούν στην επαρχία της Δραγγιανής, στις ανατολικές περιοχές του Ιρανικού οροπεδίου, όπου θα εγκατασταθούν (Σακαστάν, σημερινή επαρχία Σεϊστάν). Στη συνέχεια, θα διεισδύσουν μέσα από τη διάβαση του Μπολάν και θα εισέλθουν στην κοιλάδα του Ινδού, στα μετόπισθεν των Ελληνο-Ινδικών κρατιδίων.
Οι Σάκες θα αποσπάσουν τα τελευταία τμήματα της Αραχωσίας, της Δυτικής Πενταποταμίας και της Γανδαρίτιδος που είχαν απομείνει στην κυριαρχία των Ελλήνων. Το Βασίλειο του Ερμαίου θα περιορισθεί βαθμιαία στην φυσικώς οχυρή κοιλάδα του ποταμού Κωφήνος (σημερινός Καμπούλ) όπου γύρω στο 30 π.Χ. οι νομάδες Γιουέ-τσι ή Τόχαροι, αφού διασχίσουν την ορεινή διάβαση Κυμπέρ του Ινδοκούχου, θα καταλύσουν το τελευταίο Ελληνιστικό Βασίλειο που είχε απομείνει. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι πληροφορίες μας για την Βακτρία προέρχονται από τις ελάχιστες αναφορές των κειμένων αρχαίων συγγραφέων στα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν εκεί, όπως ο Πολύβιος, ο Στράβωνκαι ο αμφισβητούμενης αξιοπιστίας Μάρκος Ιουνιανός Ιουστίνος.
Οι νομισματολογικές μελέτες και έρευνες συμπληρώνουν συχνά τα υπάρχοντα κενά με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων. Για μια τέτοια διαφορετική εκδοχή των συμβάντων μετά τον θάνατο του Ευθυδήμου Α’ (195 π.Χ. περίπου) με πολλές λεπτομέρειες. Αυτό υπήρξε λοιπόν το τέλος της μεγαλειώδους περιπέτειας του Ελληνισμού στην Βακτρία και στην μακρινή, αλλά και θρυλική (για τον αρχαίο κόσμο), χώρα των Ινδιών. Η προσφορά πάντως και η συμμετοχή του Ελληνικού στοιχείου στην πολιτιστική ζωή και εξέλιξη της κεντρικής Ασίας, υπήρξε σημαντικότατη.
ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΕΛΕΥΚΙΔΕΣ (250 π.Χ.)
Ο Διόδοτος, ο οποίος ήταν ο σατράπης της Βακτριανής και πιθανώς και των κοντινών περιοχών, ίδρυσε το Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής όταν απόσχισε την περιοχή του από την δυναστεία των Σελευκιδών στο 250 π.Χ., και ανακηρύχθηκε ως Διόδοτος Α’ της Βακτριανής. Οι αρχαίες πηγές που έχουν διασωθεί, έρχονται σε κάποια αντίθεση μεταξύ τους, και η ακριβής ημερομηνία της ανεξαρτησίας της περιοχής δεν έχει οριστικοποιηθεί. Η απλή λύση που ακολουθείται, είναι αυτή της υψηλής χρονολόγησης που αντιστοιχεί στο 255 π.Χ., και αυτή της χαμηλής που αντιστοιχεί στο 246 π.Χ. για την απόσπαση των περιοχών του Διοδότου.
Η υψηλή χρονολογία έχει το πλεονέκτημα πως εξηγεί γιατί ο ηγεμόνας των Σελευκιδών της εποχής, ο Αντίοχος Β’, εξέδωσε πολύ λίγα νομίσματα στη Βακτριανή, μια και ο Διόδοτος θα είχε αντικαταστήσει την εξουσία του Αντίοχου εκεί. Από την άλλη πλευρά, η χαμηλή χρονολόγηση του 246 π.Χ., έχει το πλεονέκτημα πως συνδέει την απόσχιση του Διοδότου με τον Τρίτο Συριακό Πόλεμο, μια καταστροφική πολεμική σύγκρουση για τη δυναστεία των Σελευκιδών. Ο Διόδοτος, κυβερνήτης των χιλίων πόλεων της Βακτριανής (Λατινικά: Theodotus, mille urbium Bactrianarum praefectus),αποστάτησε και κήρυξε τον εαυτό του βασιλέα, και όλοι οι υπόλοιποι λαοί της Ανατολής ακολούθησαν το παράδειγμα του και αποσχίστηκαν από τους Μακεδόνες (Ιουστίνος).
Το νέο αυτό βασίλειο, ήταν εξαιρετικά αστικοποιημένο και θεωρούνταν ως ένα από τα πλουσιότερα της Ανατολής (opulentissimum illud mille urbium Bactrianum imperium “Η εξαιρετικά ευδαιμωνούσα Αυτοκρατορία των Βακτρίων των χιλίων πόλεων” Ιουστίνος), και επρόκειτο να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο σε δύναμη και γεωγραφική επέκταση προς ανατολή και δύση: Οι Έλληνες που προκάλεσαν την εξέγερση της Βακτριανής, έγιναν τόσο ισχυροί λόγω της γονιμότητας της γης της οποίας έγιναν οι κυρίαρχοι, όχι μόνο της Αρίας, αλλά και της Ινδίας, όπως ο Απολλόδωρος της Αρτεμισίας λέει, και περισσότερες φυλές κατέκτησαν αυτοί παρά ο Αλέξανδρος.
Οι πόλεις τους ήταν τα Βάκτρα (επίσης και Ζαριάσπα, από το όνομα του ποταμού με το ίδιο όνομα που κυλάει από την περιοχή και ενώνεται με τον Ώξο), και την Δαράψα, και αρκετές άλλες. Ανάμεσα σε αυτές είναι και η Ευκρατιδεία, η οποία ονομάστηκε έτσι από τον κυβερνήτη της (Στράβων). Το 247 π.Χ., η Πτολεμαϊκή Αυτοκρατορία, κατέλαβε την πρωτεύουσα των Σελευκιδών, την Αντιόχεια. Με το κενό εξουσίας που ακολούθησε, ο σατράπης της Παρθίας κήρυξε ανεξαρτησία από τους Σελευκίδες, κάνοντας τον εαυτό του βασιλιά. Μια δεκαετία αργότερα, ηττήθηκε και φονεύτηκε από τον Αρσάκη της Παρθίας, έναν άλλο διεκδικητή του νέου θρόνου, ο οποίος ως ο νέος ηγεμόνας εξέλιξε το βασίλειο αυτό στην Παρθική Αυτοκρατορία των Αρσακιδών.
Αυτό απέκοψε τη Βακτριανή από την επαφή με τον υπόλοιπο Ελληνικό κόσμο. Οι επίγειες εμπορικές διαδρομές συνέχισαν με μειωμένο ρυθμό, ενώ το θαλάσσιο εμπόριο μεταξύ της Ελληνιστικής Αιγύπτου των Πτολεμαίων και της Βακτριανής αναπτύχθηκε. Τον Διόδοτο διαδέχτηκε ο γιος του, Διόδοτος Β’, ο οποίος σύναψε συμμαχία με τον Πάρθη Αρσάκη στην διαμάχη του εναντίον του Σελεύκου Β’ ο οποίος προσπάθησε να επανακτήσει για τους Σελευκιδείς την αποσχισμένη περιοχή της Βακτριανής:
Σύντομα μετά, ανακουφισμένος από τον θάνατο του Διοδώτου, ο Αρσάκης έκανε ειρήνη και συμφώνησε σε συμμαχία με τον γιο του, επίσης με το όνομα Διόδωτος, και λίγο καιρό αργότερα πολέμησε εναντίον του Σέλευκου ο οποίος ήρθε για να τιμωρήσει τους επαναστάτες, και υπερίσχυσε, οι Πάρθες πανηγύρισαν τη μέρα ως αυτή που σημάδεψε την αρχή της ελευθερίας τους (Ιουστίνος).
Η ΑΥΤΟΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΑΤΡΑΠΕΙΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΘΙΑΣ – ΥΡΚΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΑΚΤΡΙΑΝΗΣ
Γύρω στα 245 π.Χ., ο Ανδραγόρας, σατράπης της Παρθίας – Υρκανίας αρχίζει να κόβει νομίσματα που αναφέρουν το όνομά του, χωρίς πάντως να φέρει σ’ αυτά τον τίτλο του βασιλέως. Ταυτόχρονα, τα νομίσματα από τη Βακτριανή εμφανίζουν μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Αρχικά, ενώ φέρουν πάντα το όνομα και τη μορφή του Αντίοχου, ο Απόλλων Αρχηγέτης (δυναστικός θεός των Σελευκιδών) αντικαθίσταται από τον Δία. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός ότι ο σατράπης της Βακτριανής ονομάζεται Διόδοτος; Λίγο αργότερα, παρότι εξακολουθεί να μνημονεύεται το όνομα του Αντίοχου, η μορφή του αντικαθίσταται στο νόμισμα από αυτήν του Διόδοτου. Τέλος (γύρω στα 239 – 238 π.Χ.), εξαλείφεται και το όνομα του (νεκρού, άλλωστε) Σελευκίδη και στη θέση του υπάρχει η αναφορά στο όνομα του Διόδοτου συνοδευόμενου από τον βασιλικό τίτλο.
Για ποιο λόγο αποφάσισαν οι δύο σατράπες, σχεδόν ταυτόχρονα, να αυτονομηθούν από την εξουσία της Αντιόχειας; Η εύκολη, αλλά και απλοϊκή, εξήγηση δεν είναι άλλη από την προσωπική φιλοδοξία. Είναι αλήθεια ότι τα σοβαρότατα προβλήματα της Αντιόχειας προσέφεραν σε φιλόδοξους ηγέτες την ευκαιρία να ανεξαρτητοποιηθούν από το κράτος των Σελευκιδών. Αρκεί, όμως, αυτό; Και τί το επαχθές μπορούσε να συνεπάγεται, τη δεδομένη χρονική στιγμή, η υποταγή στην Αντιόχεια για τους επικεφαλής, τις ελίτ και τους πληθυσμούς των ανατολικών σατραπειών; Λογικότερο φαίνεται να ακολουθήσουμε την πιο σύνθετη εξήγηση που δίνει ο Edouard Will (Histoire politique du monde hellénistique).
Στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ, η απειλή των νομάδων του Βορρά καθίσταται πιο πιεστική: η απειλή εκφράζεται κυρίως από ένα σκυθικό φύλο, τους Δάχες Πάρνους, οι οποίοι κινούνται στην περιοχή μεταξύ της Βακτριανής και της Μαργιανής και βόρεια της Παρθίας – Υρκανίας. Την ίδια στιγμή, η εξουσία της Αντιόχειας, λόγω των προβλημάτων της, όχι μόνο αδυνατεί να βοηθήσει ουσιαστικά της Άνω Σατραπείες, αλλά αποσπά από αυτές και πολύτιμους οικονομικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό. Υπό αυτές τις συνθήκες, η «κοινή γνώμη» στις περιοχές μεταστρέφεται κατά των νόμιμων ηγεμόνων και αναζητεί εσωτερικές λύσεις που μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή της.
Φαίνεται, άλλωστε, από την νομισματική πολιτική του Ανδραγόρα και του Διόδοτου, ανθρώπων που προέρχονταν από τις τάξεις των ανώτατων αξιωματούχων των Σελευκιδών και εμφορούνταν κατ’ ανάγκη από νοοτροπία αφοσίωσης στη δυναστεία, μια ορισμένη διστακτικότητα να διαρρήξουν ανεπανόρθωτα τις σχέσεις τους με τους Σελευκίδες και να ακολουθήσουν τον δρόμο της απόσχισης. Ο Ανδραγόρας δεν θα πάρει ποτέ τον τίτλο του βασιλέως, ενώ ο Διόδοτος θα χρειαστεί μερικά χρόνια για να κάνει το μεγάλο βήμα. Κατά πάσα πιθανότητα, το περιβάλλον τόσο του ενός όσο και του άλλου ήταν έτοιμο να προχωρήσει γρηγορότερα και αποφασιστικότερα στον δρόμο της ανεξαρτητοποίησης απ’ ό,τι οι δύο σατράπες. Ας παραθέσουμε την εξήγηση του ίδιου του Will:
«Οι εξαιρετικά ισχνές πηγές μας οδηγούν κατ’ ανάγκη σε ένα, κατά τα φαινόμενα παράδοξο, διττό συμπέρασμα: Αφενός, ο καταρχήν αναμενόμενος ανταγωνισμός μεταξύ Ιρανών και Ελλήνων, ο οποίος, κατά πάσα πιθανότητα, υπήρχε στις αρχές, αντικαταστάθηκε γρήγορα από την ειρηνική συμβίωση. Αφετέρου, και πάλι αντιθέτως προς το καταρχήν αναμενόμενο, το Ελληνικό στοιχείο του πληθυσμού των σατραπειών του ανατολικού Ιράν, μολονότι προφανώς αποτελούσε μειονότητα (ή μάλλον ακριβώς επειδή αποτελούσε μειονότητα), φαίνεται να διατήρησε με επιμονή και επί μακρόν την αυθεντικότητα και την καθαρότητα του πολιτισμού του.
Το γεγονός και μόνο ότι από το δεύτερο τρίτο του τρίτου αιώνα εκπρόσωποι της Ελληνικής μειονότητας κατόρθωσαν να υποκαταστήσουν τους Σελευκίδες και να δημιουργήσουν στη Βακτριανή και τη Σογδιανή μια Ελληνική μοναρχία χωρίς να προκαλέσουν, καθόσον γνωρίζουμε, κάποια Ιρανική αντίσταση. Αποδεικνύει ότι μετά τις αρχικές εντάσεις στις περιοχές αυτές οι δύο λαοί συμβίωσαν αρμονικά. Καθώς είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι αυτό συνέβη μόνο λόγω του αλληλοσεβασμού που έτρεφε ο ένας για τον άλλο, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η ένωσή τους σφυρηλατήθηκε από τον εξωτερικό κίνδυνο που απειλούσε και τους δύο. Εκτεθειμένοι στην πίεση των νομάδων, Ιρανοί και Έλληνες, έπρεπε να πολεμήσουν ή να χαθούν μαζί».
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΤΗΣ ΒΑΚΤΡΙΑΣ
Βασίλειο Βακτρίας και Ινδίας
256 – 246 π.Χ. Διόδοτος Α’
246 – 227 π.Χ. Διόδοτος Β’
Δυναστεία Ευθύδημου
167 – 159 π.Χ. Ευκρατίδης Α’
159 – 130 π.Χ. Ηλιοκλής Α’
120 – 115 π.Χ. Ηλιοκλής Β’
115 – 100 π.Χ. Αντιαλκίδας
Βασίλειο της Ινδίας
Δυναστεία Διοδότου
167 – 165 π.Χ. Αγαθοκλής
165 π.Χ. Πανταλέων
165 π.Χ. Αντίμαχος Α’
165 – 163 π.Χ. Απολλόδοτος Α’
163 – 145 π.Χ. Μένανδρος ο Δίκαιος
145 – 95 π.Χ. Στράτων Α’ ο Επιφανής
95 – 80 π.Χ. Διονύσιος
95 – 80 π.Χ. Ζώιλος Β’
95 – 80 π.Χ. Απολλοφάνης
58 – 30 π.Χ. Ιππόστρατος
Δυτικό Βασίλειο
130 – 100 π.Χ. Ανταλκίδας ο Νικηφόρος
100 – 78 π.Χ. Αρχίβιος
100 – 95 π.Χ. Έπανδρος
95 – 90 π.Χ. Φιλόξενος
90 – 87 π.Χ. Πευκόλαος
87 – 82 π.Χ. Διομήδης
82 – 71 π.Χ. Αρτεμίδωρος
69 – 61 π.Χ. Τήλεφος
58 – 50 π.Χ. Αμύντας
50 – 30 π.Χ. Ερμαίος
30 π.Χ. Οι Σάκες, υπό τον Σπαλιρίση, κατακτούν την Ινδία
Άλλοι Βασιλείς
Λυσίας
Αρχέβιος
Βερενίκη
Ζώιλος Α’
Δημήτριος Β’
Αντίμαχος Β’
Στράτων Β’
Αντιαλκίδας
Δημήριος Γ’
Θεόφιλος
Αρτεμίδωρος
Νικίας
Μέναδρος Β’
Απολλοφάνης
Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΩΝ ΠΑΡΝΩΝ
Όσον αφορά τον Ανδραγόρα, ο οποίος ήταν και αμεσότερα εκτεθειμένος στον κίνδυνο εισβολής των νομάδων και μάλλον στρατιωτικά πιο αδύναμος, η περιπέτεια τελείωσε γρήγορα. Γύρω στα 239 – 238 π.Χ. (δηλαδή λίγο ύστερα από τη σντριπτική ήττα που υπέστη ο Σέλευκος Β’ ο Καλλίνικος στη μάχη της Άγκυρας από τους Γαλάτες συμμάχους του αδερφού του), οι Πάρνοι, υπό την καθοδήγηση του βασιλιά τους Αρσάκη Α’, εισβάλλουν στα εδάφη της Παρθίας – Υρκανίας και τα κατακτούν. Όπως αναφέρει ο Στράβων: «Ἔπειτ’ Ἀρσάκης ἀνὴρ Σκύθης τῶν Δαῶν τινας ἔχων τοὺς Πάρνους καλουμένους νομάδας παροικοῦντας τὸν Ὦχον, ἐπῆλθεν ἐπὶ τὴν Παρθυαίαν καὶ ἐκράτησεν αὐτῆς».
Οι νομάδες αυτοί, που θα μείνουν στην ιστορία με δανεικό όνομα, αυτό της περιοχής που κατέκτησαν, θα εξελιχθούν σταδιακά από απλή απειλή για τους Σελευκίδες σε Αυτοκρατορία που θα κυριαρχήσει στη Μεσοποταμία και το Ιράν για μερικούς αιώνες. Η χρονολόγηση της ανεξαρτητοποίησης του Ανδραγόρα και του Διόδοτου, καθώς και της κατάκτησης της σατραπείας του πρώτου από τους μετέπειτα Πάρθους αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των ιστορικών. Στην παρούσα ανάρτηση επιλέξαμε τη χρονολόγηση που προτείνει ο Edouard Will. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, κερδίζει έδαφος η άποψη ότι τα συγκεκριμένα γεγονότα συνέβησαν νωρίτερα: δηλ. ανεξαρτητοποίηση του Ανδραγόρα στα 250 π.Χ., εισβολή των Πάρθων στα 246 π.Χ., ανακήρυξη του Διόδοτου ως βασιλέως το 245 π.Χ.
Δηλαδή, για τον Will το επίμαχο διάστημα αστάθειας στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, το οποίο κατέστησε δυνατή την ανεξαρτητοποίηση της Παρθίας – Υρκανίας και της Βακτριανής, είναι αυτό που αρχίζει με τον θάνατο του Αντίοχου Β’ και τον Γ’ Συριακό Πόλεμο και κορυφώνεται με την εμφύλια σύγκρουση Σέλευκου Καλλίνικου και Αντίοχου Ιέρακος. Για τους υπόλοιπους αρχίζει μετά το τέλος του Β’ Συριακού Πολέμου και ολοκληρώνεται με τον Γ’ και την εισβολή του Πτολεμαίου Ευεργέτη στα εδάφη των Σελευκιδών. Στη Βακτριανή, ο Διόδοτος δεν πρέπει να αντιμετώπισε με αισιοδοξία την εξέλιξη αυτή. Ένα βαρβαρικό κράτος είχε πάρει τη θέση εκείνου του οποίου ηγείτο ένας συμπατριώτης και σύμμαχος.
Οι νομάδες αυτοί δεν ήταν άγνωστοι στον Διόδοτο. Φαίνεται πως γύρω στα 250 π.Χ. θα πρέπει να τους είχε αντιμετωπίσει επιτυχώς σε μάχη, απωθώντας τους πέρα από τα εδάφη της Βακτριανής. Κατά πάσα πιθανότητα, η εισβολή των -τώρα πια- Πάρθων στα εδάφη του Ανδραγόρα πρέπει να ήταν μάλλον το γεγονός που έπεισε οριστικά και αμετάκλητα τον Διόδοτο να ανακηρυχθεί βασιλιάς. Δεν είμαστε βέβαιοι για τα εδάφη στα οποία ασκούσε την κυριαρχία του: σύμφωνα με την ευρύτερα αποδεκτή γνώμη, το βασίλειό του περιελάμβανε εκτός της Βακτριανής τη Σογδιανή και τη Μαργιανή (καθώς γίνεται δεκτό ότι οι Σελευκίδες ανέθεταν μέχρι τότε στον ίδιο σατράπη τη διοίκηση και των τριών αυτών περιοχών).
Κάποιοι αμφισβητούν την εξουσία του επί της Σογδιανής (της οποίας, όμως, η απομονωμένη γεωγραφική θέση μάλλον ενισχύει την υπαγωγή της στο νεοπαγές βασίλειο της Βακτριανής), άλλοι πιστεύουν ότι εξουσίαζε και την Αρία. Πάντως, σχετικά γρήγορα (μεταξύ του 238 π.Χ. και του 234 π.Χ.) ο Διόδοτος πεθαίνει και τον διαδέχεται στον θρόνο του βασιλείου ο γιος του, ο Διόδοτος Β’.
Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΕΥΚΟΥ Β’ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΕΔΑΦΩΝ
Οι απώλειες στα ανατολικά του βασιλείου του δεν άφησαν αδιάφορο τον Σέλευκο. Πριν καν επικρατήσει ολοκληρωτικά επί του αδελφού του, ο Καλλίνικος επιχειρεί (περίπου 230 π.Χ. με 227 π.Χ.) να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Η προσπάθειά του φάνηκε να στέφεται με επιτυχία, καθώς ο Πάρθος βασιλιάς Αρσάκης προτίμησε να υποχωρήσει προς τις στέπες του Βορρά παρά να αντιμετωπίσει τον Σελευκίδη. Ωστόσο, τα όποια κέρδη ήταν προσωρινά. Ο Σέλευκος δεν είχε την ευκαιρία ούτε να εδραιώσει την κυριαρχία του στα εδάφη που ανέκτησε από τον Αρσάκη ούτε να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τον Διόδοτο Β’.
Η προσπάθεια του Αττάλου Α’ της Περγάμου να αποσπάσει Μικρασιατικά εδάφη από τους Σελευκίδες ανάγκασε τον Σέλευκο να επιστρέψει εσπευσμένα στα δυτικά σύνορα της Αυτοκρατορίας του. Οι πηγές, πάντως, μας πληροφορούν για μια θεαματική και καταρχήν παράδοξη αλλαγή όσον αφορά την πολιτική του Διόδοτου Β’ της Βακτριανής: λέγεται ότι σύναψε συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας με τον Αρσάκη ενόψει του κοινού κινδύνου που αποτελούσε και για τους δύο ο Σέλευκος. Σε κάθε περίπτωση, η συμμαχία με τον «βάρβαρο» δεν προσέφερε στην πράξη κάτι ουσιαστικό στον Διόδοτο: η σωτηρία του οφειλόταν αποκλειστικά στα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Σέλευκος στη Μικρά Ασία.
Θα χρειαστούν σχεδόν είκοσι χρόνια για να ξαναβρεθεί κάποιος Σελευκίδης ηγεμόνας στα εδάφη της Βακτριανής.
Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΔΙΟΔΟΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΘΥΔΗΜΟ
Είναι βέβαιο ότι η πολιτική συμμαχίας με τους Πάρθους που φέρεται να ακολούθησε ο Διόδοτος Β’ πρέπει να προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ελληνικής κοινότητας της Βακτριανής. Ίσως αυτές να εξηγούν το γεγονός ότι (πιθανώς το 223 π.Χ.) ο Διόδοτος ανατρέπεται από ένα σφετεριστή, τον Ευθύδημο, ο οποίος θα ιδρύσει τη δική του δυναστεία. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τον Ευθύδημο. Ο Πολύβιος αναφέρει ότι καταγόταν από τη Μαγνησία, αλλά δεν διευκρινίζει αν ήταν Θεσσαλός ή, όπως είναι ίσως πιθανότερο, Μικρασιάτης (άρα είτε από τη Μαγνησία του Σιπύλου είτε από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου).
Δεν ξέρουμε ακόμη αν η «λαϊκή» υποστήριξη που σίγουρα θα είχε στην προσπάθειά του ο Ευθύδημος οφειλόταν μόνο στη φιλοπαρθική πολιτική του προκατόχου του ή και σε μια πιθανολογούμενη οικονομική κρίση του βασιλείου. Ο Ταρν, πάντως, τον εμφανίζει σχεδόν σαν «πράκτορα» των Σελευκιδών. Σύμφωνα με τη θεωρία του (η οποία δεν στηρίζεται ούτε στις πηγές ούτε στα όποια αρχαιολογικά ευρήματα), γύρω στα 246 π.Χ. και κατόπιν πρωτοβουλίας του Σελευκίδη, ο Διόδοτος Α’ νυμφεύθηκε μια από τις αδελφές του Σέλευκου Β’ (από μόνο του αυτό το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλεισθεί).
Εξοργισμένη η αδελφή του Σέλευκου με την πολιτική του Διόδοτου Β’ (ο οποίος, κατά τον Ταρν, ήταν γιος του Διόδοτου Α’ από προηγούμενο γάμο) πάντρεψε την κόρη της με τον Ευθύδημο, τον οποίο έπεισε να δολοφονήσει τον Διόδοτο επειδή «πρόδωσε τους Έλληνες». Μια επίσης υποθετική, αλλά πολύ πιο λογική εξήγηση πρότεινε πρόσφατα ο Αμερικανός ιστορικός Φρανκ Χολτ: Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο Ευθύδημος είχε διοριστεί από τον Διόδοτο σατράπης της Σογδιανής. Για λόγους παρόμοιους με αυτούς που οδήγησαν στην απόσχιση της Βακτριανής από το βασίλειο των Σελευκιδών, η Σογδιανή του Ευθύδημου άρχισε να ανεξαρτητοποιείται από την εξουσία των Βάκτρων.
Έχοντας στη διαταγές του ένα σημαντικό σε αριθμό και εμπειροπόλεμο στράτευμα (μια και αποστολή του ήταν η υπεράσπιση των συνόρων του βασιλείου) και εκμεταλλευόμενος τη δυσαρέσκεια που πρέπει να είχε προκαλέσει η εξωτερική και η οικονομική πολιτική του Διόδοτου, ο Ευθύδημος ανακηρύχθηκε βασιλιάς, νίκησε και σκότωσε σε μάχη τον Διόδοτο και ένωσε πάλι τη Βακτριανή και τη Σογδιανή σε ενιαίο κράτος υπό την εξουσία του.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΕΥΘΥΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΙΟΧΟΥ Γ’
Όποια κι αν ήταν η αρχή της βασιλείας του, είναι βέβαιο ότι ο Ευθύδημος εξουσιάζει πλέον και την περιοχή της Αρίας, αν και δεν γνωρίζουμε υπό ποίες συνθήκες προσάρτησε τη σατραπεία αυτή το βασίλειο της Βακτριανής (κενό εξουσίας; «πρόσκληση» των Ελλήνων κατοίκων στους συμπατριώτες τους της Βακτριανής; στρατιωτική σύγκρουση με κάποιον σατράπη διορισμένο από τους Σελευκίδες;). Και, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν γνωρίζουμε καν αν η προσάρτηση της Αρίας οφείλεται στον Ευθύδημο ή σε κάποιον από τους δύο Διόδοτους. Στα εδάφη της Αρίας πάντως και συγκεκριμένα στις όχθες του ποταμού Αρίου ο Ευθύδημος θα γίνει ο πρώτος μονάρχης του ανεξάρτητου Ελληνιστικού βασιλείου της Βακτριανής που θα κληθεί να αντιμετωπίσει σε μάχη ένα Σελευκίδη βασιλέα (208 π.Χ.).
Στο πλαίσιο της «Αναβάσεώς» του, δηλαδή της επικής προσπάθειάς του να ανακτήσει όλα τα εδάφη που έχασαν οι πρόγονοί του στα ανατολικά ο Αντίοχος Γ’ ο Μέγας, εισβάλλει στα εδάφη του Ευθύδημου. Το ισχυρό όπλο του μονάρχη της Βακτριανής είναι το ευέλικτο ιππικό του, το οποίο απαρτίζουν κυρίως Ιρανοί. Από τη μεριά του, ο Αντίοχος έχει να επιδείξει πολυπληθέστερο στράτευμα και, βεβαίως, το βαρύ πεζικό του, τη φάλαγγα. Η πρώτη σύγκρουση θα τελειώσει με νίκη του Σελευκίδη, οι δυνάμεις του θα διασχίσουν αιφνιδιαστικά τον ποταμό και θα τρέψουν σε φυγή το ιππικό του Ευθύδημου, ο οποίος θα προτιμήσει να καταφύγει στην πρωτεύουσά του, τα Βάκτρα (Ζαριάσπα).
Η πολιορκία της πρωτεύουσας της Βακτριανής θα κρατήσει πάνω από δύο χρόνια. Σύμφωνα με τον Πολύβιο ήταν μια από τις πιο ονομαστές πολιορκίες της μέχρι τότε ιστορίας. Δυστυχώς, τα σχετικά αποσπάσματα της Ιστορίας του Πολύβιου έχουν χαθεί. Ο Αντίοχος, καθώς δεν κατάφερε ούτε να αλώσει την ακρόπολη των Βάκτρων ούτε να ελέγξει τη χώρα ώστε να εξαναγκάσει τον Ευθύδημο να παραδοθεί, άρχισε διαπραγματεύσεις με τον μονάρχη της Βακτριανής. Κατά τη διάρκειά τους, ο Ευθύδημος φέρεται να έπεισε τον Αντίοχο για τη σημασία του κινδύνου μιας ενδεχόμενης νομαδικής εισβολής, καθώς και για το ότι η ειρήνη θα ήταν προς το κοινό συμφέρον και των δύο.
Οι δύο βασιλείς ήρθαν τελικά σε συμφωνία: ο Ευθύδημος δέχτηκε την (τυπική, στην πραγματικότητα, επικυριαρχία του Σελευκίδη, ο οποίος με τη σειρά του αναγνώρισε τον Ευθύδημο ως βασιλέα της Βακτριανής. Συμφωνήθηκε επίσης ο γάμος του διαδόχου του Ευθύδημου, του Δημήτριου, με μια από τις κόρες του Αντίοχου. Ύστερα από αυτό, κι αφού ο Ευθύδημος δέχτηκε να του παραχωρήσει τους πολεμικούς ελέφαντές του και να ανεφοδιάσει τον στρατό, ο Αντίοχος αποχώρησε από τη Βακτριανή. Μετά την Ανάβαση του Αντίοχου κανένας Σελευκίδης δεν έθεσε ξανά υπό αμφισβήτηση την κυριαρχία των Ελλήνων βασιλέων της Βακτριανής. Ο Ευθύδημος έχει την ευκαιρία όχι μόνο να σταθεροποιήσει τα σύνορα του βασιλείου του, αλλά και να τα διευρύνει.
Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Ευθύδημος οργάνωσε (μάλλον αναγνωριστικού χαρακτήρα) εκστρατείες προς τη Σιβηρία και το σημερινό Κινεζικό Τουρκεστάν (αυτόνομη περιφέρεια του Xinjiang). Όταν (200 – 195 π.Χ.) τον διαδέχεται ο γιος του Δημήτριος, το βασίλειο της Βακτριανής βρίσκεται αντικειμενικά στο απόγειο της δύναμής του και οι προοπτικές του μοιάζουν εξαιρετικά ευοίωνες. Πράγματι, οι Σελευκίδες δεν πρόκειται πλέον να επιχειρήσουν ουσιαστικά να ανακτήσουν τις σατραπείες που κάποτε κατείχαν στην Κεντρική Ασία. Άλλο θέμα βέβαια το αν κάποιοι διάδοχοι του Αντίοχου Γ’ περιελάμβαναν στα σχέδια τους μια τέτοια ανάκτηση. Για το ζήτημα έχουν γραφτεί πολλά και ίσως δεν είναι δυνατό να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα.
Σε κάθε περίπτωση το ίδιο το κράτος της Βακτριανής βρίσκεται στην απόλυτη ακμή του στα χρόνια του Δημήτριου Α’. Η περίοδος αυτή θα διαρκέσει έως τα μέσα σχεδόν του 2ου αιώνα π.Χ. και χαρακτηρίζεται από την εξάπλωση του ελεγχόμενου από το Ελληνικό στοιχείο χώρου προς τα νότια και νοτιοανατολικά, δηλαδή τις σατραπείες στα νότια του Ινδικού Καυκάσου, την περιοχή του Ινδού ποταμού και την καθαυτό Ινδία. Ήδη, πάντως, από το 170 π.Χ. εμφανίζονται τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια, καθώς ενισχύεται η πίεση που ασκούν στα βόρεια και δυτικά σύνορα τόσο τα ιρανικά νομαδικά φύλα όσο και η νεοσύστατη αυτοκρατορία των Πάρθων. Η απειλή αυτή θα έχει ως συνέπεια την εξαφάνιση του βασιλείου, χωρίς, όμως, να εξαλείψει και την Ελληνική παρουσία στην περιοχή.
Άλλωστε, διάφορα Ελληνικά βασίλεια θα διατηρηθούν στον χώρο της Ινδίας μέχρι και τα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. (από την άποψη αυτή θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το τελευταίο Ελληνιστικό βασίλειο δεν είναι η Πτολεμαϊκή Αίγυπτος, αλλά ακριβώς αυτές οι Ελληνιστικές μοναρχίες της Ανατολής για τις οποίες τόσο λίγα γνωρίζουμε). Αρκετές φορές αναφέρθηκε το πόσο δυσχερής είναι η εξιστόρηση των γεγονότων αυτής της περιόδου λόγω της έλλειψης ιστορικών πηγών. Πράγματι, το μόνο «ιστορικό» σύγγραμμα που ασχολείται κατά κάποιο τρόπο με τη συγκεκριμένη περιοχή και εποχή είναι η επιτομή των «Historiae phillippicae et totius mundi origines et terrae situs» του Γαλορωμαίου Πομπηίου Τρώγου, την οποία συνέγραψε ο Ρωμαίος ιστορικός του 3ου αιώνα Ιουστίνος.
Δύο από τα βιβλία των «ιστοριών» του Πομπηίου αναφέρονταν στην ιστορία των Πάρθων (κι επομένως κατά παρεμπίπτοντα τρόπο στο θέμα που μας ενδιαφέρει). Τα βιβλία αυτά τα συνόψισε ο Ιουστίνος με τρόπο ελάχιστα ιστορικό (εξάλλου ο σκοπός του ήταν να καταρτίσει ένα σύγγραμμα περισσότερο ηθικοπλαστικό παρά κατά κυριολεξία ιστορικό), παραλείποντας το 90% του αρχικού υλικού και αρκετά απρόσεκτα ώστε να φθάνει στο σημείο να μπερδεύει πρόσωπα και γεγονότα. Κατά τα λοιπά, έχουμε κάποια αποσπάσματα της ιστορίας των Πάρθων που συνέγραψε ο Απολλόδωρος ο Αρταμιτηνός.
Και τα οποία διέσωσε ο Στράβων, αποσπάσματα από τα «Παρθικά» του Αρριανού που συνέλεξε ο Πατριάρχης Φώτιος και λίγα ιστορικά στοιχεία που περιλαμβάνουν οι «Σταθμοί Παρθικοί» του γεωγράφου Ισίδωρου του Χαρακηνού. Απομένουν, εκτός από λιγοστές επιγραφές, τα πολλά νομίσματα, τα οποία όμως δεν μας παρέχουν ασφαλείς πληροφορίες για το ποιοι ακριβώς ήταν οι βασιλείς που απεικονίζονται σ’ αυτά, για το πότε ακριβώς βασίλεψαν και σε ποιόν γεωγραφικό χώρο. Κατά συνέπεια, μπορούμε απλώς να κάνουμε υποθέσεις και να σκιαγραφήσουμε ένα ιστορικό πλαίσιο από το οποίο λείπουν πολύτιμα στοιχεία.
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α’ ΚΑΙ Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΝΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Γεννημένος περίπου το 220 π.Χ., ο Δημήτριος ανέβηκε στον θρόνο διαδεχόμενος τον πατέρα του, κατά πάσα πιθανότητα το 200 π.Χ., κατ’ άλλους το 195 π.Χ. Η εποχή του θεωρείται το απόγειο της στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος του βασιλείου της Βακτριανής. Το όνομά του συνδέεται με τη μεγαλειώδη επιχείρηση επέκτασης των συνόρων του κράτους στις σατραπείες νοτίως του Ινδικού Καυκάσου και στην Ινδία. Όπως διαπιστώσαμε στο πρώτο μέρος, οι περιοχές αυτές ελέγχονταν -ήδη από τα τέλη του 4ου αιώνα- από την Ινδική Αυτοκρατορία των Μαουρύα. Μετά τον θάνατο του Ασόκα, η αυτοκρατορία εισέρχεται σε φάση ταχείας αποσύνθεσης, διαδικασία που ολοκληρώνεται και τυπικά περίπου το 185 π.Χ. με την ανατροπή της δυναστείας και την αντικατάστασή της από τη δυναστεία των Σούνγκα.
Η συνακόλουθη πολιτική αστάθεια συνιστούσε για τον Δημήτριο μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη διεύρυνση του χώρου επιρροής του. Αρχικά (ίσως το 185 π.Χ.) ανέκτησε την Αραχωσία (όπου, σύμφωνα με τον Ισίδωρο, ίδρυσε και πόλη με το όνομα «Δημητριάς»), έπειτα τη Γκαντάρα και στη συνέχεια την κοιλάδα του Ινδού, κατακτώντας τη σημαντικότερη πόλη της περιοχής, την Ταξίλα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ολοκλήρωσε την ανάκτηση του των εδαφών που ανήκαν κάποτε στους Αχαιμενίδες και -για μικρό χρονικό διάστημα- στον Αλέξανδρο (σατραπείες νοτίως του Ινδικού Καυκάσου, περιλαμβανομένων των τριών σατραπειών του Ινδού ποταμού). Κάποιοι ωστόσο υποστηρίζουν ότι συνέχισε την πορεία του φθάνοντας στην περιοχή του Γάγγη και κατακτώντας μέχρι και την αυτοκρατορική πρωτεύουσα, την Παταλιπούτρα.
Προς επίρρωση της άποψης αυτής, οι υποστηρικτές της επικαλούνται δύο αποσπάσματα του Στράβωνα: «Τοσοῦτον δὲ ἴσχυσαν οἱ ἀποστήσαντες Ἕλληνες αὐτὴν διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς χώρας ὥστε τῆς τε Ἀριανῆς ἐπεκράτουν καὶ τῶν Ἰνδῶν, ὥς φησιν Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀρταμιτηνός, καὶ πλείω ἔθνη κατεστρέψαντο ἢ Ἀλέξανδρος, καὶ μάλιστα Μένανδρος εἴ γε καὶ τὸν Ὕπανιν διέβη πρὸς ἔω καὶ μέχρι τοῦ Ἰμάου προῆλθἐ τὰ μὲν αὐτὸς τὰ δὲ Δημήτριος ὁ Εὐθυδήμου υἱὸς τοῦ Βακτρίων βασιλέως· οὐ μόνον δὲ τὴν Παταληνὴν κατέσχον ἀλλὰ καὶ τῆς ἄλλης παραλίας τήν τε Σαραόστου καλουμένην καὶ τὴν Σιγέρδιδος βασιλείαν» και «καὶ εἴ τινα προσιστόρησαν οἱ μετ´ ἐκεῖνον περαιτέρω τοῦ Ὑπάνιος προελθόντες μέχρι τοῦ Γάγγου καὶ Παλιβόθρων».
Φυσικά, ο Στράβων δεν διευκρινίζει ότι ήταν όντως ο Δημήτριος αυτός που έφτασε μέχρι τα «Παλίβοθρα», οπότε η συζήτηση μπορεί να συνεχισθεί επ’ άπειρον. Ας επισημάνουμε απλώς ότι είναι λογικότερο μια τέτοια επέκταση προς την ανατολική Ινδία να συνέβη σε μεταγενέστερη περίοδο (ας πούμε στα χρόνια του Μενάνδρου). Εντούτοις, οι υποστηρικτές της κατάκτησης της κοιλάδας του Γάγγη από τον Δημήτριο συνδέουν την άποψη αυτή με την εξήγηση που δίνουν για την εκστρατεία του μονάρχη της Βακτριανής: λένε (π.χ. Ταρν) ότι το βασικό κίνητρο του Δημητρίου ήταν η εκδήλωση συμπαράστασης προς την ανατραπείσα δυναστεία των Μαουρύα και ιδίως η προστασία του Βουδισμού, οι πιστοί του οποίου διώκονταν από τους φανατικούς Ινδουιστές της δυναστείας των Σούνγκα.
Η παρουσίαση του Δημήτριου ως «σταυροφόρου» του Βουδισμού φαντάζει αφόρητα ρομαντική, όσο κι αν οι σχέσεις των Ελλήνων με τους (προστάτες του Βουδισμού από τα χρόνια του Ασόκα) Μαουρύα ήταν αρμονικές. Τα κίνητρα του Δημήτριου μάλλον ήταν αμιγώς πολιτικά, η επέκταση του βασιλείου του σε μια χρονική στιγμή που οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές για το εγχείρημα αυτό, ίσως και η προστασία των ελληνικών πληθυσμών που ζούσαν στα νότια του Χιντού Κους. Πάντως, τα νομίσματα του Δημήτριου παραπέμπουν κατά τα φαινόμενα στην κατάκτηση της Ινδίας. Στο πιο κλασσικό νόμισμά του απεικονίζεται φορώντας κράνος με τη μορφή κεφαλής ελέφαντα (ενώ στην οπίσθια όψη απεικονίζεται ο Ηρακλής, τον οποίο θα πρέπει να είχαν ως δυναστικό Θεό οι Ευθυδημίδες).
Σε άλλα πάλι απεικονίζεται στη μία όψη κεφαλή ελέφαντα (βουδιστικό σύμβολο ή σύμβολο της κατάκτησης της Ινδίας;) και στην άλλη το κηρύκειο. Ο Δημήτριος πεθαίνει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, ίσως το 180 π.Χ., δηλαδή σε ηλικία μόλις 40 ετών. Ποιος τον διαδέχεται; Κάθε συγγραφέας προτείνει τη δική του θεωρία. Υπάρχουν τουλάχιστον 5 – 6 υποψήφιοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να ήταν διάδοχοι του Δημητρίου, συμβασιλείς ή αντιβασιλείς του, συγγενείς του ή όχι, σφετεριστές της εξουσίας του ή απλώς μονάρχες που βασίλεψαν σε περιοχές όπου ο Δημήτριος δεν ασκούσε κυριαρχία.
Ίσως ο πιο λογικός υποψήφιος να είναι αυτός ο Ευθύδημος, τον οποίο, επομένως, θα ονομάσουμε «Ευθύδημο Β’» και ο οποίος απεικονίζεται ως έφηβος στα λιγοστά νομίσματά του. Υποθέτουμε ότι ήταν γιος του Δημήτριου και ότι πέθανε πολύ νέος, ίσως και πριν από την ενηλικίωσή του. Οπότε, τα περισσότερα ερωτήματά μας μένουν αναπάντητα.
ΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΤΟΥ ”ΝΙΚΕΛΙΟΥ”
Ο Πανταλέων και ο Αγαθοκλής είναι δύο βασιλείς που γνωρίζουμε από τα νομίσματά τους. Για τον πρώτο, υποθέτουμε (βάσει της χρονολόγησης των νομισμάτων του) ότι βασίλεψε μεταξύ 190 – 180 π.Χ. (άρα είναι μάλλον σύγχρονος του Δημήτριου και όχι διάδοχός του) σε περιοχές της Αραχωσίας και στη Γκαντάρα. Ο Πανταλέων ήταν, μάλλον, ο πρώτος Έλληνας μονάρχης που έκοψε και δίγλωσσα νομίσματα (Ελληνικά και Ινδικά σε μπράχμι αλφάβητο) τα οποία ακολουθούσαν το Ινδικό πρότυπο (είχαν περίπου τετράγωνο σχήμα). Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Πανταλέων ήταν αδελφός του Δημήτριου και αντιβασιλέας του στην Αραχωσία. Άλλοι, ότι ήταν σφετεριστής.
Τον διαδέχεται, πάντως, ο αδελφός ή γιος του, ο Αγαθοκλής, ο επονομαζόμενος και «Δίκαιος» (περίπου 180 – 170 π.Χ.), του οποίου το κέντρο εξουσίας φαίνεται να είναι η περιοχή των Παροπαμισάδων. Σύμφωνα με μια θεωρία, μετά την Ινδική εκστρατεία του ο Δημήτριος εγκαταστάθηκε στους Παροπαμισάδες, όπου και τον διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Ευθύδημος Β’. Ο Αγαθοκλής θα πρέπει να ήταν αντιβασιλέας του Ευθύδημου και στη συνέχεια να τον διαδέχθηκε. Πάντως, τα νομίσματά του Αγαθοκλή είναι πραγματικά άφθονα:
(α’) Κλασσικά Ελληνικά τετράδραχμα, παρόμοιας θεματολογίας και εκτέλεσης με αυτά του Πανταλέοντος.
(β’) Δίγλωσσα νομίσματα Ινδικού τύπου, στα οποία αναγράφεται το όνομα του βασιλιά με Ελληνικούς και Ινδικούς χαρακτήρες (γραφές μπράχμι και χαρόσθι) και απεικονίζονται σύμβολα Βουδιστικά (λιοντάρι) και Ινδουιστικά (αναπαράσταση της Θεότητας Λάκσμι).
(γ’) Αμιγώς Ινδικά νομίσματα με αναπαραστάσεις και σύμβολα τόσο Βουδιστικά όσο και Ινδουιστικά.
(δ’) «Αναμνηστικά» νομίσματα Ελληνικού τύπου στα οποία απεικονίζονται ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ο ιδρυτής της ανεξάρτητης Βακτριανής Διόδοτος Α’ και ο Δημήτριος Α’.
Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε με σχετική βεβαιότητα για τον Πανταλέοντα και τον Αγαθοκλή είναι η μεταξύ τους συγγένεια. Τα συνηθέστερα νομίσματά τους είναι μεταξύ τους σχεδόν όμοια (ομοιότητα ως προς την εικονιζόμενη ανθρώπινη μορφή -χαρακτηριστικά προσώπου, τύπος κόμμωσης, διάδημα- είτε αυτή είναι ο μονάρχης είτε, όπως είναι το πιθανότερο, ο Θεός Διόνυσος -απεικόνιση πάνθηρα που αγγίζει ένα αμπέλι- τροχός, που ίσως παραπέμπει σε Ινδικές θρησκευτικές δοξασίες). Η θεματολογία διαφέρει ουσιωδώς από αυτήν των νομισμάτων των λοιπών ηγεμόνων της περιοχής. Επίσης, τα νομίσματα αυτά είναι φτιαγμένα από κράμα χαλκού και νικελίου (75% – 25%), τεχνολογία που ως εκείνη την εποχή είχε χρησιμοποιηθεί μόνο στην Κίνα.
Τέλος, επειδή οι πιο «οικονομικές» θεωρίες είναι συχνά και οι καλύτερες, ίσως είναι μάταιη όλη αυτή η προσπάθεια να εξακριβωθεί αν ο Πανταλέων και ο Αγαθοκλής ήταν συγγενείς του Δημήτριου ή αξιωματούχοι του και αν ως τέτοιοι υπήρξαν αντιβασιλείς του στις περιοχές όπου βρέθηκαν νομίσματά τους. Πιο λογικό μοιάζει να γίνει δεκτό ότι η κατάρρευση της Αυτοκρατορίας των Μαουρύα (κατάρρευση της οποίας σίγουρα προηγήθηκε η όλο και μεγαλύτερη χαλάρωση της εξουσίας που αυτοί ασκούσαν σε απομακρυσμένες από το κέντρο της Αυτοκρατορίας τους περιοχές όπως η Αραχωσία και οι Παροπαμισάδες) δημιούργησε ένα κενό εξουσίας το οποίο μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν κάποιοι ισχυροί των Ελληνικών κοινοτήτων της περιοχής, ιδρύοντας ανεξάρτητες ηγεμονίες.
Αντίμαχος
Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εντάξουμε και τον Αντίμαχο, ο οποίος φαίνεται ότι βασίλεψε (περίπου 185 π.Χ. ή 180 π.Χ. έως 170 π.Χ. ή 165 π.Χ.) σε κάποια τμήματα της Βακτριανής και Αραχωσίας, καθώς και σε μερικές περιοχές της κοιλάδας του Ινδού. Σύμφωνα με τον Ταρν (την άποψη του οποίου ακολουθεί και ο Σιμονέττα και ο Ρ. Σήνιορ) ήταν γιος του Ευθύδημου και, επομένως, αδελφός του Δημήτριου. Αντιθέτως (και πιο λογικά), ο A. K. Narain αποκλείει την περίπτωση συγγένειας με τους Ευθυδημίδες, ενώ θεωρεί πιθανή κάποια συγγένεια με τη δυναστεία του Διόδοτου (ο Ποσειδώνας των νομισμάτων του Αντίμαχου και ο Δίας των νομισμάτων του Διόδοτου μοιάζουν πολύ).
Η «ανεξαρτησία» του Αντίμαχου σε σχέση με τη δυναστεία του Ευθύδημου αποδεικνύεται ίσως και από μια επιγραφή στην οποία αναφέρονται ως συμβασιλείς του οι «Ευμένης και Αντίμαχος» (κατά πάσα πιθανότητα οι γιοι του), καθώς και από το γεγονός ότι επέλεξε την επίκληση «Βασιλεύς Θεός». Επισημαίνεται ακόμη ότι για κάποιους η επέκταση του Ελληνισμού στον ευρύτερο Ινδικό χώρο αποτελεί έργο του Αντίμαχου και όχι του Δημήτριου.
Απολλόδοτος
Η περίπτωση του Απολλόδοτου ίσως είναι παρόμοια με τις πιο πάνω, ίσως κι όχι. Τα νομίσματά του (δίγλωσσα με βάση το Ινδικό πρότυπο και με αναπαραστάσεις ελέφαντα και ταύρου, δηλαδή με συμβολισμούς, αντιστοίχως και πιθανότατα, Βουδιστικούς και Ινδουιστικούς / Ελληνικά τετράδραχμα με απεικόνιση του βασιλιά και της Θεάς Αθηνάς, η οποία κρατά στο δεξί χέρι της τη Νίκη) παρέχουν ενδείξεις για περίοδο βασιλείας μεταξύ 174 – 165 π.Χ. (σύμφωνα με τη χρονολόγηση που προτείνει ο Osmund Bopearachchi ή 180 – 160 π.Χ. κατά τον Σήνιορ) σε μια περιοχή που περιλαμβάνει τμήματα της κοιλάδας του Ινδού, περιλαμβανομένης της Ταξίλας, του Σιντ (στο σημερινό Πακιστάν) και του Γκουτζαράτ (δυτικό άκρο της σύγχρονης Ινδίας).
Πρόκειται επομένως για τον πρώτο Έλληνα ηγεμόνα που βασίλεψε σε αποκλειστικά Ινδικά εδάφη. Ίσως και αυτός να ήταν εκπρόσωπος της τοπικής Ελληνικής αριστοκρατίας και να εκμεταλλεύθηκε το κενό εξουσίας που δημιούργησε η αποχώρηση των Μαουρύα (σε αντίθεση, όμως, με την Αραχωσία, για την κοιλάδα του Ινδού δεν έχουμε αρχαιολογικά στοιχεία που να πιστοποιούν τη συνεχή παρουσία Ελληνικών κοινοτήτων). Ο Ταρν, βεβαίως, πίστευε ότι πρέπει να ήταν στρατηγός του Δημητρίου κατά την ινδική εκστρατεία του δεύτερου και να παρέμεινε στα ινδικά εδάφη που κατακτήθηκαν: μετά τον θάνατο του Δημήτριου, ο Απολλόδοτος κυβέρνησε τα εδάφη αυτά είτε ως νόμιμος διάδοχος του Δημήτριου είτε ως σφετεριστής της εξουσίας του.
Επομένως, λίγο πριν το 170 π.Χ. διαπιστώνεται το εξής παράδοξο: Ενώ ο χώρος τον οποίο ελέγχουν οι Έλληνες στην Κεντρική Ασία και την Ινδία έχει αυξηθεί σημαντικά, παράλληλα φαίνεται να έχει κατατμηθεί σε πολλές ηγεμονίες οι οποίες είναι, μάλλον, ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιος είναι ο μονάρχης της καθαυτό Βακτριανής, αν υποθέσουμε ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή τα Βάκτρα εξακολουθούν να αποτελούν πόλο εξουσίας. Ούτε βέβαια γνωρίζουμε αν ο ηγεμόνας αυτός της Βακτριανής ανήκει στη δυναστεία του Ευθύδημου ή όχι. Θα μπορούσε να είναι ο Αγαθοκλής ή ο Αντίμαχος, ακόμη κι ο άτυχος νεαρός Ευθύδημος Β’.
Με λίγη φαντασία θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ο Δημήτριος Α’ ζει ακόμη. Ίσως, όμως, όπως πιστεύουν μερικοί, ο βασιλιάς της Βακτριανής να είναι ένας δεύτερος Δημήτριος (ίσως γιος του πρώτου). Όποιος και να ήταν πάντως ο μονάρχης, δεν θα κατορθώσει να αντισταθεί στον σφετεριστή Ευκρατίδη, τον τελευταίο σπουδαίο πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη που θα αναδείξει ο Ελληνισμός της Βακτριανής.
Ο Ευκρατίδης ο Μέγας
Ακμή και Παρακμή της Ελληνιστικής Βακτριανής
Στην «Επιτομή» του, ο Ιουστίνος μας πληροφορεί ότι περίπου την ίδια εποχή ανέβηκαν στον θρόνο δύο σπουδαίοι ηγέτες: Ο Μιθριδάτης Α’ Αρσάκης Ε’ έγινε βασιλιάς των Πάρθων (όλοι οι Πάρθοι βασιλείς έφεραν και το δυναστικό όνομα «Αρσάκης»), ενώ στη Βακτριανή άρχισε να βασιλεύει ο Ευκρατίδης. Μια και η άνοδος του Μιθριδάτη Α’ στον Παρθικό θρόνο χρονολογείται, μάλλον με ακρίβεια, στο 171 π.Χ., μπορούμε να υποθέσουμε (όσο μας επιτρέπει η ελεγχόμενη αξιοπιστία του Ιουστίνου) ότι και η περίοδος εξουσίας του Ευκρατίδου αρχίζει περίπου τότε. Ποιος ήταν, όμως, ο ηγέτης αυτός και πώς κατέκτησε την εξουσία, ανατρέποντας τη δυναστεία του Ευθύδημου ή όποιους την είχαν αντικαταστήσει;
Ως συνήθως, δεν γνωρίζουμε την απάντηση. Ίσως ήταν στρατηγός, σατράπης ή εν πάση περιπτώσει ανώτατος αξιωματούχος στην υπηρεσία των ηγεμόνων της Βακτριανής. Μπορεί λόγω της ιδιότητάς του να είχε κάποια ισχυρή βάση, καθιστώντας ουσιαστικά φέουδό του την περιοχή δικαιοδοσίας του (αυτή θα μπορούσε να ήταν η ελληνιστική πόλη στο Άι Χανούμ του Αφγανιστάν, η οποία ίσως και να ονομαζόταν Αλεξάνδρεια ή Αντιόχεια του Ώξου και η οποία πιθανολογείται ότι στα χρόνια βασιλείας του Ευκρατίδη είχε μετονομαστεί σε «Ευκρατίδεια»). Ο Ταρν, βεβαίως, επιχείρησε να δώσει μια πιο σύνθετη και ευφάνταστη εξήγηση για την άνοδο του Ευκρατίδη στην εξουσία.
Στηριζόμενος σε κάποια νομίσματα του ηγεμόνα της Βακτριανής στα οποία απεικονίζονται πιθανώς οι γονείς του, οι οποίοι ονομάζονται Ηλιοκλής και Λαοδίκη, ο Ταρν συμπέρανε ότι ο Ευκρατίδης ήταν (από την πλευρά της μητέρας του) εξάδελφος του Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς και ότι επιχείρησε να ανακτήσει τη Βακτριανή για λογαριασμό των Σελευκιδών. Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό, η επιχείρηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία το 167 π.Χ., οι δε μεγάλες γιορτές και στρατιωτικές παρελάσεις που οργάνωσε το 166 π.Χ. στη Δάφνη της Αντιόχειας ο Αντίοχος Δ’, καθώς και τα «Χαριστήρια» του ιδίου έτους στη Βαβυλώνα, είχαν ως σκοπό τον εορτασμό της επιστροφής της Βακτριανής στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών.
Ο Ταρν προσθέτει μάλιστα ότι ο Αντίοχος έλαβε τον τίτλο του «Σωτήρα της Ασίας» ακριβώς λόγω της ανάκτησης της Βακτριανής. Η όλη κατασκευή είναι εντελώς υποθετική και δεν μπορεί να στηριχθεί σε ιστορικά ή αρχαιολογικά στοιχεία. Ο τίτλος του «Σωτήρα της Ασίας» μπορεί να αναφέρεται είτε στη στρατιωτική νίκη που κατήγαγε ο Αντίοχος κατά τον έκτο Συριακό Πόλεμο είτε στην εκστρατεία που σχεδίαζε να πραγματοποιήσει ο Σελευκίδης στις Άνω Σατραπείες, ενώ η πλειονότητα των ιστορικών δεν δέχεται τη σχέση του Ευκρατίδη με τους Σελευκίδες. Έτσι κι αλλιώς, η εκστρατεία του Αντίοχου του Επιφανούς (η οποία μάλλον είχε ως στόχο το δυτικό Ιράν και τα εδάφη που κατείχαν οι Πάρθοι) τερματίστηκε άδοξα λόγω της ασθένειας και του θανάτου του βασιλιά.
Στη συνέχεια, οι διάδοχοί του έχουν μύρια προβλήματα με την παρθική επέκταση προς τα δυτικά για να ασχοληθούν ουσιαστικά με την απομακρυσμένη Βακτριανή. Ο Ευκρατίδης πρέπει να υπήρξε ο Έλληνας ηγεμόνας που στο απόγειο της δύναμής του βασίλεψε στην πιο εκτεταμένη επικράτεια από κάθε άλλον. Η ενοποίηση των εδαφών της Κεντρικής Ασίας που ήλεγχε το Ελληνικό στοιχείο θα πρέπει να συντελέσθηκε ύστερα από σκληρούς αγώνες, ιδίως αν δεχθούμε τη θεωρία της διάσπασης του βασιλείου της Βακτριανής σε μικρότερες κρατικές οντότητες. Σύμφωνα με τον Ιουστίνο, ο Ευκρατίδης αντιμετώπισε και νίκησε, ύστερα από σειρά σκληρών μαχών, τον Δημήτριο, ο οποίος είχε συγκεντρώσει μεγάλο στράτευμα για να ανατρέψει τον «σφετεριστή».
Πρόκειται, άραγε, για τον μυστηριώδη Δημήτριο Β’, ο οποίος είχε πιθανώς ως ορμητήριο τις σατραπείες στα νότια του Ινδικού Καυκάσου; Ή μήπως για τον Δημήτριο Α’; Είναι, πάντως, βέβαιο ότι, εκτός της Βακτριανής, ο Ευκρατίδης κατέλαβε και τα εδάφη που ήλεγχαν ο Αντίμαχος και ο Αγαθοκλής. Ο νέος ισχυρός άνδρας της Βακτριανής είχε υπό τον έλεγχό του και τη Σογδιανή, την Αρία, τη Μαργιανή, τη Δραγγιανή, την Αραχωσία και τους Παροπαμισάδες. Μετά την εδραίωση της εξουσίας του στην Κεντρική Ασία, ο Ευκρατίδης στράφηκε στην κοιλάδα του Ινδού, την οποία και κατέλαβε. Η αχανής έκταση της επικράτειάς του, το μέγεθος της ισχύος του και η μεγάλη χρονική διάρκεια της βασιλείας του καταδεικνύονται και από το πλήθος, τη γεωγραφική διάδοση, την ποικιλία και την ποιότητα των νομισμάτων του.
Πολλά νομίσματα Ελληνικού τύπου, από τον εντυπωσιακό χρυσό στατήρα ως τα εξαιρετικής ποιότητας ασημένια τετράδραχμά του, στα οποία απεικονίζεται ο ίδιος φορώντας τη χαρακτηριστική περικεφαλαία, καθώς και έφιπποι οι Διόσκουροι, δηλαδή οι «προστάτες θεοί» του Ευκρατίδη. Αλλά και αρκετά νομίσματα ινδικού τύπου, με διάφορες παραστάσεις (απεικονίσεις του βασιλιά συνοδευόμενες από Ελληνικής ή Ινδικής προέλευσης θρησκευτικές παραστάσεις) και κείμενο στα Ελληνικά και τα Ινδικά (γραφή χαρόσθι).
ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ
Η παντοδυναμία του Ευκρατίδη θα αποδειχθεί τελικά εύθραυστη. Στα δυτικά σύνορα οι Πάρθοι του Μιθριδάτη επιχειρούν διαρκείς εισβολές στη Μαργιανή, στην Αρία και πιθανότατα στο δυτικό τμήμα της Βακτριανής. Οι Σκύθες γίνονται όλο και πιο απειλητικοί στον Βορρά. Παράλληλα, άλλοι Έλληνες ηγεμόνες του Ινδικού χώρου (ίσως ο Μένανδρος) όχι μόνο θα ανακόψουν την επεκτατική πορεία του βασιλιά της Βακτριανής, αλλά θα επιχειρήσουν και να του αποσπάσουν εδάφη στην περιοχή του Ινδού. Φυσικά, ο πιο μεγάλος κίνδυνος σχετίζεται με τις έριδες στο εσωτερικό της Ελληνικής αριστοκρατίας της Βακτριανής.
Ο Ιουστίνος, διηγείται ότι ο Ευκρατίδης είχε αναγκαστεί να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Πάρθους, γεγονός που δεν έβρισκε σύμφωνους πολλούς από τους αξιωματούχους του, μεταξύ των οποίων και ο γιος του τον οποίο ο Ευκρατίδης είχε ονομάσει συμβασιλέα. Έτσι, ενώ επέστρεφαν από την Ινδία, ο Ευκρατίδης δολοφονήθηκε από τον γιο του. Ποιος θα μπορούσε να ήταν ο πατροκτόνος; Ο Ευκρατίδης Β’ ή ο Ηλιοκλής; Μήπως η όλη ιστορία δεν είναι παρά μια ηθικοπλαστική κοινοτοπία που άκριτα δέχτηκε ή ενδεχομένως, επινόησε ο Ρωμαίος συγγραφέας; Μήπως συγχέει τον Ευκρατίδη με τον Διόδοτο Β’. Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι μετά τον θάνατο του Ευκρατίδη (πιθανώς το 145 π.Χ.) οι μέρες του Ελληνιστικού βασιλείου της Βακτριανής είναι πια μετρημένες.
Αντιθέτως, ο Ελληνισμός της Ινδίας έχει ακόμη μπροστά του λαμπρό μέλλον. Από όλους τους Έλληνες ηγεμόνες της Βακτριανής, ο Ευκρατίδης ήταν αυτός που βασίλεψε στη μεγαλύτερη επικράτεια. Ωστόσο, μετά τον θάνατό του το κατά τα φαινόμενα ισχυρό αυτό βασίλειο θα διαλυθεί αρκετά γρήγορα. Είδαμε παραπάνω ότι, σύμφωνα με την παράδοση που μας μεταφέρει ο Ιουστίνος, ο Ευκρατίδης δολοφονήθηκε από κάποιον από τους γιους του κατά την επιστροφή από εκστρατεία στην κοιλάδα του Ινδού ποταμού. Δεν ξέρουμε ποιος ακριβώς τον διαδέχθηκε. Βάσει των νομισματικών μαρτυριών, τρεις είναι οι υποψήφιοι διάδοχοι (κι αν πιστέψουμε τον όχι ιδιαίτερα αξιόπιστο Ιουστίνο και πατροκτόνοι): ο Ευκρατίδης Β’, ο Πλάτων και ο Ηλιοκλής.
Ελλείψει άλλων ιστορικών πηγών μπορούμε να κάνουμε μόνον υποθέσεις. Ίσως ο Ευκρατίδης Β’ να υπήρξε ο άμεσος διάδοχος του πατέρα του, ενώ ο Πλάτων, ο επονομαζόμενος και Επιφανής, μάλλον βασίλεψε σε μια περιορισμένη επικράτεια που περιελάμβανε τους Παροπαμισάδες και το νότιο τμήμα της Βακτριανής. Η χρονολόγηση των νομισμάτων και των δύο παρέχει ενδείξεις για σύντομη περίοδο βασιλείας, από το 145 έως το 140 π.Χ. Η πιο πιθανή υπόθεση είναι ότι μετά τον θάνατο του Ευκρατίδη Α’, ακολούθησε έντονη εμφύλια διαμάχη στη οποία θα πρέπει να ενεπλάκη και ο Ηλιοκλής και η οποία οπωσδήποτε εξασθένησε ακόμη περισσότερο το βασίλειο της Βακτριανής.
Κατά πάσα πιθανότητα, γύρω στα 140 π.Χ. ο Ηλιοκλής καθίσταται κυρίαρχος ολόκληρου του κράτους. Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι ο Ηλιοκλής, ο επονομαζόμενος Δίκαιος, ήταν γιος του Μεγάλου Ευκρατίδη. Το παράδοξο είναι ότι ούτε στα νομίσματα του Ηλιοκλή ούτε στα νομίσματα των άλλων υπάρχει απεικόνιση των Διόσκουρων, των προστατών του Ευκρατίδη Α’ (στα νομίσματα του Ηλιοκλή απεικονιζόταν ο Δίας, σ’ αυτά του Ευκρατίδη Β’ ο Απόλλων με το τόξο του, στα νομίσματα του Πλάτωνα, τέλος, ο Ήλιος και μάλιστα με τρόπο που ίσως μαρτυρά επίδραση από την Ινδική τεχνοτροπία).
Σε κάθε περίπτωση, ο Ηλιοκλής θα αποτελέσει τον τελευταίο μονάρχη της Ελληνιστικής Βακτριανής: μετά από αυτόν η Ελληνική κυριαρχία θα επιβιώσει (με δυσκολίες, αλλά για ενάμισι αιώνα) μόνο στις περιοχές νοτίως του Ινδικού Καυκάσου.
ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΒΑΚΤΡΙΑΝΗ
Ο σκληρός εμφύλιος που υποθέτουμε ότι ακολούθησε τον θάνατο του Ευκρατίδη (και που, βέβαια, δεν ήταν ο πρώτος τον οποίο γνώρισε το βασίλειο) εξάντλησε τις στρατιωτικές δυνάμεις και έπληξε ανεπανόρθωτα τη συνοχή του κράτους. Σ’ αυτό θα συνέβαλαν και οι διαρκείς προσπάθειες του Ευκρατίδη Α’ να υποτάξει τους ανεξάρτητους Έλληνες ηγεμόνες της Ινδίας. Θα πρέπει να υπήρχαν κι άλλα αίτια, ίσως κοινωνικές ταραχές ή και οικονομική κρίση. Ξέρουμε όμως τόσο λίγα για τη διοικητική και στρατιωτική οργάνωση και την κοινωνική δομή της Ελληνιστικής Βακτριανής που πάλι περιοριζόμαστε σε υποθέσεις. Το βέβαιο είναι ότι σ’ αυτήν την περίοδο εσωτερικής αστάθειας οι εξωτερικοί κίνδυνοι γίνονται πιο απειλητικοί από ποτέ.
Οι Πάρθοι του Μιθριδάτη Α’ Αρσάκη Ε’ συνεχίζουν να αποσπούν εδάφη στα δυτικά (τούτο θα πρέπει να είχε ξεκινήσει ήδη από τα χρόνια της βασιλείας του Μεγάλου Ευκρατίδη). Την Παρθική ισχύ θα δοκιμάσουν άλλωστε και οι ίδιοι οι Σελευκίδες οι οποίο σύντομα θα χάσουν όχι μόνο ό,τι τους είχε απομείνει από τις Άνω Σατραπείες, αλλά και την ίδια την κοιτίδα της δυναστείας τους, τη Βαβυλωνία (141 π.Χ.). Μοιραίος κίνδυνος, όμως, θα αποδειχθεί αυτός των νομαδικών Ιρανικών φυλών στα βόρεια και βορειοανατολικά του βασιλείου. Καθοριστικό θα αποβεί ένα «ντόμινο» μετακινήσεων νομαδικών λαών τις οποίες θα πυροδοτήσει η εξάπλωση, τόσο προς τα δυτικά όσο και προς τα ανατολικά.
Ενός μάλλον πρωτοτουρκικού λαού, τον οποίο τα Κινεζικά χρονικά ονομάζουν Χιόνγκ-Νου και κάποιοι ιστορικοί θεωρούν πρόγονο των Ούνων. Οι Χιόνγκ-Νου θα απωθήσουν προς τα δυτικά μια ομάδα Ιρανόφωνων νομαδικών λαών, τους Τοχάριους (ή «Τόχαρους» κατά τον Στράβωνα) ή, σύμφωνα με τις κινεζικές πηγές, Γουέ-Σι ή Γουέ-Τζι, οι οποίοι ζούσαν στην κοιλάδα του ποταμού Ταρίμ στο σημερινό Κινεζικό Τουρκεστάν. Με τη σειρά τους, οι Τοχάριοι θα κινηθούν δυτικά – νοτιοδυτικά και θα αναγκάσουν σε αντίστοιχη μετακίνηση τους Σκυθικούς λαούς (Σάκες, Δάχες κ.λπ.) που κινούνταν στη βόρεια μεθόριο της Βακτριανής. Έτσι, το Ελληνιστικό κράτος θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει δύο διαδοχικά κύματα εισβολών.
Η πρώτη εισβολή (από τους Σάκες) θα πρέπει να ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια του Ευκρατίδη Β’, ο οποίος στα τελευταία νομίσματά του ονομάζεται πλέον «Σωτήρ», στοιχείο που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρέπει να είχε αναλάβει κάποια προσπάθεια άμυνας του βασιλείου, μάλλον κατά των νομάδων, προσπάθεια που φαίνεται ότι αποδείχθηκε μοιραία για τον ίδιο. Ό,τι και να συνέβη, είναι βέβαιο ότι όταν ο Ηλιοκλής αναλαμβάνει τα ηνία της Βακτριανής η κατάσταση είναι πλέον εξαιρετικά κρίσιμη και, ενδεχομένως, μη αναστρέψιμη. Ήδη, εξαιτίας και των Παρθικών εισβολών, έχουν απολεσθεί όλα τα εδάφη στα δυτικά και έχουν απομείνει μόνον η καθαυτό Βακτριανή και η Σογδιανή, ή μάλλον ένα τμήμα τους.
Οι επιθέσεις των νομάδων έχουν καταστρέψει όλες τις πόλεις του Βορρά (ανάμεσα τους και η «Ευκρατίδεια» του Άι Χανούμ). Προφανώς ο Ηλιοκλής θα προσπαθήσει, αλλά το πανταχόθεν βαλλόμενο βασίλειό του δεν έχει πια τις δυνάμεις να αντισταθεί. Γύρω στα 135 π.Χ. (κατ’ άλλους στα 130 π.Χ.) γράφεται η τελευταία σελίδα της ιστορίας της Ελληνικής Βακτριανής. Ο Ηλιοκλής πιθανότατα σκοτώθηκε μαχόμενος κατά των Τοχάριων νομάδων. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ίσως επέζησε και μετακίνησε την έδρα του βασιλείου του στους Παροπαμισάδες ή στην Αραχωσία. Το βέβαιο είναι ότι μετά το 130 π.Χ. δεν υπάρχουν ουσιαστικά περιοχές υπό Ελληνική κυριαρχία βορείως του Ινδικού Καυκάσου.
Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΑΚΤΡΙΑΝΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΜΗ
Οι εισβολές των νομάδων είχαν ως συνέπεια την καταστροφή και ερήμωση πόλεων (κυρίως στη Σογδιανή και στο βόρειο τμήμα της Βακτριανής), μεγάλες υλικές καταστροφές και σοβαρές απώλειες όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό. Όλα αυτά όμως δεν συνεπάγονται ότι το Ελληνικό στοιχείο εξαφανίστηκε από την περιοχή. Καταρχάς, οι νομάδες (Σάκες και Τοχάριοι) δεν προχώρησαν άμεσα στη σύσταση κάποιου κρατικού μορφώματος. Όπως φαίνεται από τη μαρτυρία του Κινέζου διπλωμάτη και περιηγητή Τσανγκ Κιεν ή Τζάνγκ Κιαν, ο οποίος ταξίδεψε στη Βακτριανή γύρω στα 125 π.Χ., στην περιοχή υπήρχαν αρκετές πόλεις που πλήρωναν φόρο υποτελείας στους Τοχάριους νομάδες.
Οι κάτοικοι των πόλεων αυτών ζούσαν κυρίως από το εμπόριο (ο Τσανγκ Κιεν αναφέρεται σαφώς σε εμπόριο με τις περιοχές της βορειοδυτικής Ινδίας). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι πόλεις αυτές είχαν Ελληνικό χαρακτήρα όσον αφορά τη διοικητική και κοινωνική οργάνωση και τον πολιτισμό. Τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει να άφησαν ανεπηρέαστους ούτε τους νομάδες: η συνέχεια της ιστορίας καταδεικνύει ότι θα πρέπει να υπήρξε αρκετά γρήγορα ένας σχετικός εξελληνισμός των ελίτ των Τοχάριων. Όταν πια, κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, οι Κουσάν, μια από τις φυλές των Τοχάριων, κατορθώσει να οργανώσει σε κράτος μια εκτεταμένη επικράτεια που περιελάμβανε εδάφη στην Κεντρική Ασία και στη Βόρεια Ινδία, οι Ελληνιστικές επιρροές καθίστανται εμφανείς.
Ο πρώτος γνωστός σε μας Κουσάν μονάρχης έφερε το Ελληνικότατο όνομα Ηραίος. Οι βασιλείς τους έκοβαν νομίσματα με βάση το πρότυπο του αττικού τετράδραχμου, τα οποία έφεραν αρχικά επιγραφές στην Ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια στη γλώσσα τους (η οποία ονομάσθηκε Βακτριανή), χρησιμοποιώντας όμως πάντα το Ελληνικό αλφάβητο (στο οποίο προσέθεσαν ένα γράμμα για το παχύ σίγμα που είχε η γλώσσα τους. Εκτός από διάφορες Ιρανικές Θεότητες, οι Κουσάν λάτρευαν και τους Θεούς των Ελλήνων (σώζονται π.χ. αναπαραστάσεις του Ηφαίστου, του Ήλιου, του Ηρακλή ή ακόμη του Σέραπι).
Ένας από τους σημαντικότερους βασιλείς τους, ο Κανίσκα ασπάσθηκε τον Βουδισμό (που πρέπει να είχε σημαντικό αριθμό πιστών μεταξύ των μελών της άρχουσας τάξης των Κουσάν), οι περισσότεροι ειδικοί πιστώνουν στους Κουσάν την ιδιαίτερη Ελληνοβουδιστική τέχνη που αναπτύχθηκε κυρίως στη Γκαντάρα. Από τα ιστορικά στοιχεία αυτά προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Ελληνική παρουσία στη Βακτριανή εξακολούθησε να είναι σημαντική, ιδίως σε οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο, και να ασκεί επίδραση στους (Ιρανούς) νέους κυρίαρχους της περιοχής. Η αφομοίωση του Ελληνικού στοιχείου από τους Ιρανικούς πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας πρέπει να ήταν εξαιρετικά αργή διαδικασία, η ολοκλήρωση της οποίας πρέπει να χρειάσθηκε μερικούς αιώνες.
ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ Ο ”ΣΩΤΗΡ”
Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΝΟΤΙΩΣ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ
Τα όρη του Ινδικού Καυκάσου λειτούργησαν ως φυσικό ανάχωμα που ανέκοψε (για μερικές δεκαετίες) την κάθοδο των νομάδων προς τα νότια και την Ινδική χερσόνησο. Επομένως, τα Ελληνιστικά βασίλεια του ευρύτερου Ινδικού χώρου είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, ενώ πιθανότατα ενισχύθηκε και ο Ελληνικός πληθυσμός τους από Έλληνες των περιοχών που κατέλαβαν ή λεηλάτησαν οι νομάδες. Η προσπάθεια του Ευκρατίδη Α’ να θέσει υπό την κυριαρχία του το σύνολο των ελεγχόμενων από Έλληνες εδαφών της Ινδίας συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση ενός άλλου Έλληνα μονάρχη της Ινδίας, του Μενάνδρου (πιθανότερη περίοδος βασιλείας: 155 – 130 π.Χ.), ο οποίος πρέπει να είχε τη βάση της δύναμής του στο Παντζάμπ.
Άλλωστε, πρωτεύουσά του θεωρείται ότι ήταν τα Σάγαλα, η σημερινή Σιαλκότ του Πακιστάν. Παρότι ο Μένανδρος είναι ο μόνος Έλληνας μονάρχης της Ινδίας που μνημονεύουν οι αρχαιοελληνικές πηγές, δεν γνωρίζουμε τίποτε για την καταγωγή του. Διάφορες υποθέσεις έχουν διατυπωθεί σχετικά: για κάποιους πρέπει να ήταν στρατηγός ή και συγγενής του Δημήτριου. Πιο πιθανό μοιάζει να ήταν συγγενής ή συνεργάτης του Απολλόδοτου ή ίσως του Αντίμαχου. Μπορεί, τέλος, να προερχόταν από την Ελληνική αριστοκρατία της περιοχής χωρίς να έχει κάποια συγγένεια με τους παραπάνω.
Πάντως, αφού συγκράτησε αρχικά τις επιθέσεις του Ευκρατίδη, εκμεταλλεύθηκε στη συνέχεια την αναταραχή που επικράτησε μετά τον θάνατο του αντιπάλου του και επεκτάθηκε προς βορράν καταλαμβάνοντας τους Παροπαμισάδες, τμήματα της Αραχωσίας και, ίσως, τη Γκαντάρα. Η αρχαία παράδοση, Ελληνική και Ινδική, φαίνεται να αποδίδει στον Μένανδρο μεγάλες κατακτήσεις, τόσο προς το δέλτα του Ινδού όσο και προς τις εκβολές του Γάγγη και την Παταλιπούτρα (Παλίβοθρα). Στο σημείο αυτό παραθέτουμε εκ νέου το αμφιλεγόμενο απόσπασμα του Στράβωνα, ο οποίος χρησιμοποίησε ως πηγή το έργο του Απολλόδωρου του Αρταμιτηνού:
“Τοσοῦτον δὲ ἴσχυσαν οἱ ἀποστήσαντες Ἕλληνες αὐτὴν διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς χώρας ὥστε τῆς τε Ἀριανῆς ἐπεκράτουν καὶ τῶν Ἰνδῶν, ὥς φησιν Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀρταμιτηνός, καὶ πλείω ἔθνη κατεστρέψαντο ἢ Ἀλέξανδρος, καὶ μάλιστα Μένανδρος εἴ γε καὶ τὸν Ὕπανιν διέβη πρὸς ἔω καὶ μέχρι τοῦ Ἰμάου προῆλθἐ τὰ μὲν αὐτὸς τὰ δὲ Δημήτριος ὁ Εὐθυδήμου υἱὸς τοῦ Βακτρίων βασιλέως· οὐ μόνον δὲ τὴν Παταληνὴν κατέσχον ἀλλὰ καὶ τῆς ἄλλης παραλίας τήν τε Σαραόστου καλουμένην καὶ τὴν Σιγέρδιδος βασιλείαν” (Στράβων).
Η Γιούγκα Πουράνα, Ινδικό ιερό κείμενο που γράφηκε στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. και καταγράφει με τη μορφή προφητείας ιστορικά γεγονότα του 2ου π.Χ. αιώνα, κάνει λόγο για μια μεγάλη εισβολή των Γιαβάνα (Ιώνων, δηλ. των Ελλήνων), η οποία χρονολογείται γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. (άρα στην εποχή βασιλείας του Μενάνδρου). Το κείμενο αναφέρει ότι οι Έλληνες θα καταλάβουν τη Σακέτα (στο δυτικό τμήμα του αρχαίου βασιλείου της Κοσάλας), την περιοχή της Μαθούρας και, τέλος, την κάποτε Αυτοκρατορική πρωτεύουσα Παταλιπούτρα. Η ασάφεια των πηγών έχει ως φυσική συνέπεια τη διαφωνία των ειδικών.
Ο A. K. Narain (The Indo-Greeks”) δέχεται ως χώρο κυριαρχίας του Μενάνδρου μόνο το Παντζάμπ, αρνούμενος τόσο τις κατακτήσεις στις εκβολές του Ινδού όσο και αυτές στην κοιλάδα του Γάγγη. Υποστηρίζει μάλιστα ότι οι Έλληνες δεν είχαν συμφέρον να απομακρυνθούν από τις βάσεις τους στον Ιρανικό χώρο. Ο Alberto Simonetta, όμως (”A new essay on the Indo-Greeks, the Sakas and the Pahlavas”, East and West), πίστευε ότι, αντιθέτως, οι εισβολές των νομάδων υποχρέωναν τους Έλληνες να αναζητήσουν διέξοδο προς τη θάλασσα και επομένως να φτάσουν μέχρι το δέλτα του Ινδού ποταμού. Δεν αποκλείεται οι κατακτήσεις στην ανατολική Ινδία να ήταν προσωρινές. Ίσως να μην ήταν καν κατακτήσεις, αλλά απλές επιδρομές.
Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι ο Μένανδρος υπήρξε ο ισχυρότερος από τους Έλληνες βασιλείς της Ινδίας. Το πλήθος νομισμάτων του που έχουν βρεθεί ενισχύει την άποψη αυτή. Στα περισσότερο από αυτά απεικονίζεται ο ίδιος (συνήθως κρατώντας δόρυ) και η προστάτιδά του Θεά, η Αλκίδημος Αθηνά. Στην πλειονότητά τους, τα νομίσματα του Μενάνδρου είναι δίγλωσσα (Ελληνικά και Ινδικά πάλι με γραφή χαρόσθι), η πρωτοτυπία των δίγλωσσων νομισμάτων του έγκειται στο ότι αυτά ακολουθούν για πρώτη φορά το Ελληνικό πρότυπο του Αττικού τετραδράχμου (τα δίγλωσσα νομίσματα των προκατόχων του είχαν κοπεί με βάση τα Ινδικά πρότυπα και είχαν τετράγωνο περίπου σχήμα).
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ
Την εποχή περίπου που οι Ρωμαίοι κατακτούσαν τη μητροπολιτική Ελλάδα, ένα ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος στη βόρεια Ινδία γνώριζε τη μέγιστη ακμή του υπό τη διακυβέρνηση ενός χαρισματικού μονάρχη, του βασιλιά Μενάνδρου, ο οποίος οδήγησε το Ελληνικό βασίλειο της Ινδίας στο αποκορύφωμα της δύναμής του και επέκτεινε τα σύνορά του μέχρι εκεί που κανένας δεν είχε φανταστεί. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τη διάσπαση της τεράστιας Αυτοκρατορίας του, οι πιο μακρινές ανατολικές επαρχίες της Ασίας περιήλθαν στο διάδοχο κράτος των Σελευκιδών.
Τόσο οι σατραπείες της Ινδίας όσο και η Σατραπεία της Βακτρίας, θα ακολουθούσαν τις δικές τους, ξεχωριστές πορείες. Μερικά χρόνια μετά την εισβολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου δημιουργήθηκε στην Ινδία η Αυτοκρατορία των Μωριέων (Μaurya), με πρωτεύουσα τα Παλίβοθρα (Pataliputra), στις όχθες του ποταμού Γάγγη. Ιδρυτής αυτού του μεγάλου Ινδικού κράτους ήταν ο Σανδράκοττος ή Σανδρόκοττος (Chandragupta), ο οποίος, έπειτα από τον θάνατο του Αλεξάνδρου, εξαπέλυσε πόλεμο κατά των Ελλήνων της Ινδίας. Παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, οι Έλληνες διοικητές δεν επέδειξαν την απαιτούμενη επιμέλεια για τις Ινδικές σατραπείες, έχοντας εμπλακεί στις διάφορες δυναστικές διαμάχες που ακολούθησαν τον θάνατο του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά.
Έτσι ο Σανδράκοττος κατάφερε να νικήσει τις Ελληνικές δυνάμεις και σταδιακά να καταλάβει όλα τα Ινδικά εδάφη τα οποία βρίσκονταν υπό Ελληνική κυριαρχία. Οι Σελευκίδες δεν κατέβαλαν κάποια σοβαρή προσπάθεια για την ανάκτηση των χαμένων Ελληνικών κτήσεων στην Ινδία. Αντίθετα, αναγνώρισαν την εξουσία των Μωριέων, με τους οποίους διατήρησαν άριστες σχέσεις, επισφραγίζοντάς τις με διμερείς συμφωνίες και αποστολές Ελλήνων πρεσβευτών στα Παλίβοθρα. Η Σατραπεία της Βακτρίας ήταν μια εξαιρετικά πλούσια περιοχή, όχι μόνο διότι διέθετε εύφορα εδάφη, αλλά και επειδή μέσα από αυτή διερχόταν ο εμπορικός δρόμος που ένωνε την Ευρώπη με την Ασία.
Παρόλα αυτά οι Σελευκίδες επέδειξαν αδιαφορία και για αυτή την ανατολική επαρχία. Η εξουσία τους εκεί σταδιακά εξασθένησε, καθώς το ενδιαφέρον τους μονοπωλούσαν οι πολεμικές συγκρούσεις με τα άλλα Ελληνιστικά βασίλεια δυτικότερα. Εκμεταλλευόμενος αυτή την κατάσταση ο Έλληνας σατράπης της Βακτρίας, Διόδοτος, αποτίναξε περί το 256 π.Χ. την κυριαρχία των Σελευκιδών, ανακήρυξε το κράτος του ανεξάρτητο και έλαβε τον τίτλο του βασιλέως (Διόδοτος Α’). Αργότερα οι Σελευκίδες προσπάθησαν να ανακτήσουν τη χαμένη αυτή σατραπεία, χωρίς αποτέλεσμα.
Η Βακτρία θα αποτελούσε στο εξής ανεξάρτητο βασίλειο, μέχρι την οριστική κατάλυση της Ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή από τις Ιρανικές νομαδικές φυλές, περί το 130 π.Χ.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΒΑΚΤΡΙΑΣ
Ο Διόδοτος Α’ πέθανε το 228 π.Χ. και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Διόδοτος Β’. Τρία χρόνια αργότερα ο τελευταίος δολοφονήθηκε από έναν αξιωματούχο του, τον Ευθύδημο από τη Μαγνησία, ο οποίος στέφθηκε βασιλιάς στη θέση του. Ο Ευθύδημος ισχυροποίησε το κράτος του και αντιμετώπισε αποτελεσματικά την εισβολή των Σελευκιδών στα εδάφη του, η οποία πραγματοποιήθηκε το 208 π.Χ. υπό τον βασιλιά Αντίοχο Γ’. Έχοντας αποτύχει να υποτάξει τη Βακτρία έπειτα από δύο χρόνια συγκρούσεων, ο Σελευκίδης ηγεμόνας τερμάτισε τις εχθροπραξίες και αναγκάστηκε να αναγνωρίσει στον Ευθύδημο τον τίτλο του ανεξάρτητου βασιλιά.
Η κατακτητική δραστηριότητα του Ευθύδημου ήταν ιδιαίτερα έντονη. Επί της βασιλείας του το κράτος του επεκτάθηκε δυτικά, σε βάρος των Πάρθων, και βορειοανατολικά, στις περιοχές όπου κατοικούσαν οι διάφορες Ιρανικές νομαδικές φυλές. Ο ίδιος θεωρείται ως θεμελιωτής του Ελληνικού Βασιλείου της Βακτρίας. Πέθανε περί το 195 π.Χ., οπότε τον διαδέχθηκε ο γιος του, Δημήτριος Α’. Σε αντίθεση με τον πατέρα του, ο Δημήτριος Α’ έστρεψε τις βλέψεις του νότια, προς την Ινδία. Μετά τον θάνατο του Πιοδάσση (Aσόκα του Μεγάλου), τρίτου βασιλιά των Μωριέων, η Αυτοκρατορία τους αποδυναμώθηκε και άρχισε να συρρικνώνεται. Πολλές επαρχίες της αποσχίσθηκαν και αποτέλεσαν ανεξάρτητα κρατίδια.
Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση αυτή, ο Δημήτριος Α’ διέσχισε με τον στρατό του περί το 188 π.Χ. τον Ινδικό Καύκασο και την περιοχή των Παροπαμισάδων, που αποτελούσαν τα σύνορα μεταξύ της Βακτρίας και των Ινδικών κρατιδίων. Μέσα σε τρία περίπου χρόνια κατάφερε να προσαρτήσει πολλές περιοχές της Ινδίας, π.χ. την Αραχωσία, τη Δραγγιανή, το ανατολικό τμήμα της Γεδρωσίας, την Παταληνή και τη Συραστρηνή, φθάνοντας μέχρι τον Ινδικό ωκεανό. Η επιτυχημένη αυτή εκστρατεία, όμως, επρόκειτο να διακοπεί απότομα. Πριν αναχωρήσει για την Ινδία, ο Δημήτριος Α’ είχε ορίσει συμβασιλέα και αντικαταστάτη του στον θρόνο τον αδελφό του, Ευθύδημο Β’.
Η παρατεινόμενη απουσία του βασιλιά έφερε εσωτερική αναταραχή στη Βακτρία. Ο Αντίμαχος, η καταγωγή του οποίου δεν έχει διευκρινισθεί, επαναστάτησε εναντίον του Ευθύδημου Β’ και κατόρθωσε να τον εκτοπίσει, καταλαμβάνοντας έτσι την εξουσία. Ο Δημήτριος Α’ αναγκάστηκε να τερματίσει την εκστρατεία στην Ινδία και να σπεύσει στη Βακτρία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον σφετεριστή του θρόνου. Κατά την επιστροφή πέθανε, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Με τον θάνατο του Δημητρίου Α’, περί το 185 π.Χ., το Ελληνικό κράτος της Βακτρίας χωρίστηκε σε δύο τμήματα, με σύνορο τον Ινδικό Καύκασο. Στο νότιο, το οποίο θα αποτελούσε το Ελληνικό βασίλειο της Ινδίας, βασίλεψαν οι δύο γιοί του Δημητρίου Α’, Πανταλέων και Αγαθοκλής.
Ο τελευταίος όρισε ως πρωτεύουσά του τα Τάξιλα και προσπάθησε να οργανώσει και να ισχυροποιήσει το κράτος του. Όταν πέθανε, περί το 165 π.Χ., τον διαδέχθηκε η κόρη του Αγαθόκλεια, μια αδύναμη γυναίκα με επιφανειακή εξουσία. Στο βόρειο τμήμα, που αποτελούσε το βασίλειο της κυρίως Βακτρίας, ο Αντίμαχος κυβέρνησε επί δέκα περίπου χρόνια. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Δημήτριος Β’, ο οποίος το 171 π.Χ., κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια εξέγερση παρόμοια με εκείνη που είχε προκαλέσει ο πατέρας του παλαιότερα. Επικεφαλής της νέας στασιαστικής κίνησης ήταν ένα πρόσωπο μεγάλων ικανοτήτων, ο Ευκρατίδης. Η καταγωγή του άνδρα αυτού παραμένει σκοτεινή και αδιευκρίνιστη, όπως και του Αντίμαχου.
Μερικοί μελετητές διατύπωσαν τη θεωρία ότι ο Ευκρατίδης ήταν άνθρωπος των Σελευκιδών, ίσως εξάδελφος του Αντίοχου Δ’, και ότι αποστολή του ήταν να καταλάβει την εξουσία στη Βακτρία ώστε να επανεντάξει το αποσχισθέν κράτος στη σφαίρα επιρροής των Σελευκιδών. Ο Ευκρατίδης κατόρθωσε να καταλάβει τον θρόνο, αφού προηγουμένως νίκησε τον Δημήτριο Β’, ο οποίος σκοτώθηκε κατά τις πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν την εξέγερση.
ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΟΥ ΕΥΚΡΑΤΙΔΗ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΝΑΝΔΡΟ
Μερικά χρόνια μετά την κατάληψη του θρόνου της Βακτρίας και έχοντας πλέον εδραιώσει την εξουσία του βόρεια του Ινδικού Καυκάσου, ο Ευκρατίδης αποφάσισε να επεκτείνει το βασίλειό του προς νότο. Αφού συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, διέσχισε τον Ινδικό Καύκασο και εισέβαλε στο Ελληνικό βασίλειο της Ινδίας. Η ανίσχυρη Αγαθόκλεια αποδείχθηκε ανεπαρκής για την αντιμετώπιση αυτής της επίθεσης και η αντίσταση που προέβαλε ήταν ασθενής. Ο Ευκρατίδης συνέχιζε ακάθεκτος την προέλασή του καταλαμβάνοντας με μεγάλη ευκολία τη μια επαρχία μετά την άλλη. Μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να γίνει κύριος όλων των εδαφών που βρίσκονταν δυτικά του ποταμού Ινδού.
Σε εκείνη την κρίσιμη περίοδο για το Ελληνικό βασίλειο της Ινδίας, άρχισε τη δράση του ο Μένανδρος, ο οποίος έμελλε να αλλάξει ριζικά την Ιστορία της περιοχής. Ο Μένανδρος γεννήθηκε σε ένα χωριό των Παροπαμισάδων, περιοχής του Βασιλείου της Βακτρίας που βρισκόταν νότια του Ινδικού Καυκάσου. Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του μόνον εικασίες μπορούν να γίνουν. Είναι όμως σίγουρο ότι επρόκειτο για πρόσωπο ταπεινής καταγωγής, το οποίο δεν είχε καμία συγγενική σχέση με τον βασιλικό οίκο των Ευθυδημιδών. Ο πατέρας του πιθανώς ήταν Έλληνας μεγαλογαιοκτήμονας των Παροπαμισάδων, στη δικαιοδοσία του οποίου βρισκόταν το χωριό όπου γεννήθηκε ο γιος του.
Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι ο μελλοντικός βασιλιάς της Ινδίας ήταν τέκνο Έλληνα κληρούχου αξιωματικού εγκατεστημένου στους Παροπαμισάδες και πως το χωριό στο οποίο γεννήθηκε ήταν ουσιαστικά ένας στρατιωτικός καταυλισμός. Η τελευταία εκδοχή συνάδει με την κλήση του Μενάνδρου στη στρατιωτική τέχνη και τα λαμπρά πολεμικά του κατορθώματα. Κατά πάσα πιθανότητα ο Μένανδρος ακολούθησε το επάγγελμα του στρατιωτικού και την περίοδο της εισβολής του Ευκρατίδη κατείχε κάποιο ανώτατο αξίωμα στον στρατό του Ελληνικού Βασιλείου της Ινδίας. Ο Ευκρατίδης ύστερα από την επιτυχημένη έκβαση της εκστρατείας του, ένιωθε σίγουρος για την οριστική του επικράτηση.
Ο βασιλιάς της Βακτρίας είχε φθάσει νικητής ως την περιοχή του Ινδού και απειλούσε πλέον τα Τάξιλα, την πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους της Ινδίας. Απώτερος στόχος του ήταν να προχωρήσει και να καταφέρει το οριστικό κτύπημα στο εξασθενημένο βασίλειο. Ο Μένανδρος κλήθηκε τότε να αναλάβει δράση και να μην επιτρέψει στον εχθρό να συνεχίσει την πορεία του. Δεν υπάρχουν λεπτομερείς πληροφορίες για τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν. Φαίνεται, όμως, πως διεξήχθησαν σφοδρές συγκρούσεις στην περιοχή του Ινδού, οι οποίες διήρκεσαν πολλούς μήνες και είχαν ως αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση του μετώπου. Οι εισβολείς συναντούσαν για πρώτη φορά επί ινδικού εδάφους σθεναρή αντίσταση, την οποία αδυνατούσαν να κάμψουν.
Τελικά οι επιχειρήσεις οδηγήθηκαν σε αποτελμάτωση, καθώς ούτε ο Ευκρατίδης μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο, ούτε ο Μένανδρος ήταν σε θέση να εξαπολύσει αντεπίθεση και να εξουδετερώσει οριστικά τον αντίπαλό του. Η νικηφόρα προέλαση του βασιλιά της Βακτρίας είχε ανακοπεί, αλλά η συνεχιζόμενη παρουσία του στην περιοχή του Ινδού εξακολουθούσε να συνιστά απειλή για την ύπαρξη του Ελληνικού κράτους της Ινδίας. Την ίδια περίοδο το Βασίλειο των Πάρθων, στα δυτικά σύνορα της Βακτρίας, εξελισσόταν σε μια ανερχόμενη ανταγωνιστική δύναμη, στην οποία ο Ευκρατίδης δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή.
Όσο εκείνος πολεμούσε κατά του Μενάνδρου στην περιοχή του Ινδού, οι Πάρθοι εκμεταλλεύθηκαν την απουσία του, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στη Βακτρία και κατέλαβαν τις επαρχίες της Ταπουρίας και της Τραξιανής. Οπως ήταν φυσικό, οι εξελίξεις αυτές επηρέασαν αποφασιστικά την έκβαση του πολέμου στην Ινδία. Οι δυσάρεστες ειδήσεις συγκλόνισαν τον Ευκρατίδη, ο οποίος είχε βρεθεί πλέον σε εξαιρετικά δυσμενή θέση. Οχι μόνο είχε αποτύχει να διασπάσει τις γραμμές άμυνας του Μενάνδρου, αλλά έπρεπε και να επιστρέψει εσπευσμένα στη Βακτρία προκειμένου να σώσει το βασίλειό του. Επιθυμώντας να πολεμήσει απερίσπαστος εναντίον των Πάρθων, συνήψε βιαστικά με τον Μένανδρο συνθήκη ειρήνης, στους όρους της οποίας περιλαμβάνονταν εδαφικοί διακανονισμοί για τις περιοχές της Ινδίας.
Ακολούθως αναχώρησε. Φάνηκε, όμως, πως η τύχη τον είχε εγκαταλείψει οριστικά. Καθώς ο Ελληνας βασιλιάς της Βακτρίας εισερχόταν στα εδάφη του βασιλείου του, δολοφονήθηκε με ειδεχθή τρόπο από τον γιο του, Πλάτωνα, ο οποίος του είχε στήσει ενέδρα. Ο πατροκτόνος πρίγκηπας, μάλιστα, οδήγησε το άρμα του επάνω από το αίμα του νεκρού βασιλιά, διακηρύσσοντας ότι δεν είχε σκοτώσει έναν πατέρα, αλλά έναν εχθρό. Η βασιλεία του Πλάτωνα δεν διήρκεσε πολύ. Λίγο αργότερα τον δολοφόνησε ο αδελφός του Ηλιοκλής, καταλαμβάνοντας έτσι τον θρόνο της Βακτρίας. Ύστερα από αυτά τα γεγονότα ο Μένανδρος κατέστη αναμφισβήτητα ο ισχυρότερος άνδρας στο Ελληνικό Βασίλειο της Ινδίας.
Εξουδετερώνοντας την απειλή του Ευκρατίδη, είχε σώσει το κράτος κυριολεκτικά από τον αφανισμό και είχε αποδείξει περίτρανα τις στρατηγικές του ικανότητες. Το ενισχυμένο κύρος του τού επέτρεπε να διεκδικήσει τον θρόνο, παρά το γεγονός ότι δεν είχε την παραμικρή συγγένεια με τον βασιλικό οίκο. Είναι πολύ πιθανό να ανακηρύχθηκε βασιλιάς από τα στρατεύματά του μετά τη νίκη τους επί του Ευκρατίδη. Ωστόσο οι ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες ο Μένανδρος κατέλαβε το βασιλικό αξίωμα, παραμένουν άγνωστες. Για να νομιμοποιήσει την εξουσία του στη συνείδηση του λαού, νυμφεύθηκε την Αγαθόκλεια, κληρονόμο του Αγαθοκλή, η οποία με αυτό τον τρόπο ενίσχυσε τη θέση που κατείχε στη διακυβέρνηση της χώρας κατά τα προηγούμενα χρόνια.
Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ
Πρώτο μέλημα του Μενάνδρου, αφού ανέβηκε στον θρόνο, ήταν η επέκταση του κράτους του, το οποίο είχε περιοριστεί σημαντικά μετά την εισβολή του Ευκρατίδη. Όργανο για την επίτευξη αυτού του στόχου θα ήταν φυσικά οι ένοπλες δυνάμεις του βασιλείου. Ο στρατός του Μενάνδρου αποτελούσε ένα «κράμα» Μακεδονικών και Ασιατικών στοιχείων, όπως, εξάλλου, όλοι οι Ελληνιστικοί στρατοί της Βακτρίας και της Ινδίας. Ήταν οργανωμένος με βάση το παραδοσιακό σύστημα διάρθρωσης των αρχαίων Ινδικών στρατών, σύμφωνα με το οποίο το στράτευμα διαιρείτο σε τέσσερα κύρια όπλα: πεζικό, ιππικό, ελέφαντες και πολεμικά άρματα. Αν και η πλειοψηφία των στρατιωτών ήταν Ελληνικής καταγωγής, σημαντικό τμήμα των δυνάμεων του Μενάνδρου αποτελείτο από ιθαγενείς Ασιάτες πολεμιστές.
Κορμός του πεζικού ήταν η περίφημη Μακεδονική φάλαγγα των σαρισοφόρων οπλιτών, την οποία φαίνεται πως επάνδρωναν αποκλειστικά Έλληνες. Η οργάνωση και ο εξοπλισμός της δεν είχαν υποστεί μεταβολές από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Υπήρχαν επίσης σώματα ελαφρού πεζικού (πελταστές, τοξότες, σφενδονήτες κλπ.), τα οποία στελέχωναν μισθοφόροι (κυρίως) και ιθαγενείς. Οι μισθοφόροι αποτελούσαν ένα σημαντικό στοιχείο του στρατεύματος. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι στην επικράτεια του Μενάνδρου είχαν ιδρυθεί στρατιωτικές αποικίες μισθοφόρων, με πιο ονομαστές τα Δαίδαλα και τα Σαλάγισσα, που είχαν ιδρυθεί από Κρήτες και Πισίδες μισθοφόρους αντίστοιχα.
Το ιππικό κατείχε εξέχουσα θέση στον στρατό του Μενάνδρου, ως κύριο επιθετικό όπλο. Στις τάξεις του, εκτός από τον τυπικά Μακεδονικό σχηματισμό των εταίρων και τους ελαφρά οπλισμένους ιθαγενείς ιππείς, περιλαμβάνονταν και τμήματα βαριά θωρακισμένων ιππέων, των επονομαζόμενων καταφράκτων. Οι κατάφρακτοι ήταν εξοπλισμένοι και εκπαιδευμένοι κατά τα ιρανικά πρότυπα. Επρόκειτο για μια καινοτομία των ελληνιστικών στρατών, που φανέρωνε επιρροές από τους πολεμικούς λαούς της κεντροασιατικής στέπας. Η χρήση ελεφάντων και πολεμικών αρμάτων ήταν ένα ακόμα στοιχείο Ασιατικής επιρροής στον στρατό του Μενάνδρου.
Οι ελέφαντες και τα πολεμικά άρματα αποτελούσαν δύο αυτοτελή όπλα με διακριτούς επιχειρησιακούς ρόλους, κάτι το οποίο ήταν συνηθισμένο και στους Ινδικούς στρατούς της εποχής. Ο ίδιος ο Μένανδρος χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις του ένα όμορφα διακοσμημένο πολεμικό άρμα, συνοδευόμενος πάντα από ένα σώμα πεντακοσίων ανδρών, όλων Ελλήνων στην καταγωγή. Ο ρόλος αυτού του αινιγματικού σώματος δεν έχει εξακριβωθεί. Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι οι συγκεκριμένοι άνδρες ήταν απλά η προσωπική φρουρά του Μενάνδρου, ενώ κάποιοι άλλοι ότι αποτελούσαν το συμβούλιο του βασιλιά.
Η τέχνη της πολιορκίας δεν ήταν άγνωστη στους στρατιώτες του Μενάνδρου, οι οποίοι είχαν στη διάθεσή τους αποτελεσματικές και σύγχρονες για την εποχή τους πολιορκητικές μηχανές. Η άμυνα του βασιλείου ενισχυόταν από διάφορα φρούρια και οχυρωμένες πόλεις. Την προστασία αυτών εξασφάλιζαν ισχυρά τείχη με προεξέχοντες ημιπύργους παρατήρησης, τα οποία πολλές φορές περιβάλλονταν από βαθιές περιμετρικές τάφρους, γεμάτες νερό. Ο Μένανδρος έστρεψε πρώτα το ενδιαφέρον του προς τη δύση. Επιτέθηκε εναντίον των κληρονόμων του Ευκρατίδη και πέτυχε να ανακτήσει από αυτούς όλα σχεδόν τα εδάφη που είχε κατακτήσει ο πατέρας τους κατά την εκστρατεία του στην Ινδία.
Σε μερικά χρόνια ανακατέλαβε τη γενέτειρά του, τους Παροπαμισάδες, και το μεγαλύτερο μέρος της Αραχωσίας. Το υπόλοιπο τμήμα της επαρχίας αυτής είχε περιέλθει μετά τον θάνατο του Ευκρατίδη στους Πάρθους, με τους οποίους ο Μένανδρος δεν επιθυμούσε προς το παρόν να συγκρουστεί. Η κατακτητική δραστηριότητα του Μενάνδρου επεκτάθηκε επίσης προς τον νότο και προς την ανατολή. Κατά τις εκστρατείες αυτές ο Έλληνας βασιλιάς της Ινδίας πολέμησε εναντίον των ανεξάρτητων Ινδικών κρατιδίων που είχαν αποσχισθεί από την Αυτοκρατορία των Μωριέων, μετά τον θάνατο του Πιοδάσση. Στα ανατολικά ο Μένανδρος κατέλαβε τις περιοχές της Σουαστηνής και της Κασπειρίας, εξαπλώνοντας έτσι την κυριαρχία του μέχρι τους πρόποδες του όρους Ιμάου (Ιμαλάια).
Η νικηφόρα προέλασή του στα νότια, επέκτεινε τα όρια του κράτους του μέχρι τον ποταμό Υδραώτη (Ράβι). Μια αλλαγή που επιβλήθηκε από την κατάκτηση νέων εδαφών, ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας του βασιλείου ανατολικότερα, από τα Τάξιλα στην πόλη Σάγαλα (Σιαλκότ), μεταξύ των ποταμών Ακεσήνη και Υδραώτη. Η συνεχώς αυξανόμενη ισχύς του Έλληνα βασιλιά, όμως, θα τον έφερνε σύντομα σε σύγκρουση με την ισχυρότερη δύναμη της Ινδίας, το βασίλειο των Σούνγκα (Sunga).
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΣΟΥΝΓΚΑ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΑ ΠΑΛΙΒΟΘΡΑ
Περί το 185 – 184 π.Χ. ο τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας των Μωριέων, Μπριχαντράτα (Brihadrata), δολοφονήθηκε από τον Πουσιαμίτρα Σούνγκα (Pusyamitra Sunga), αρχηγό του στρατού και κυβερνήτη της πόλης Βιντίσα (Vidisa). Ο Πουσιαμίτρα εξεδίωξε με αυτόν τον τρόπο οριστικά τους Μωριείς από τον θρόνο και ίδρυσε τη δυναστεία των Σούνγκα, της οποίας υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς. Ο νέος μονάρχης ακολούθησε διαμετρικά αντίθετη πολιτική σε σχέση με εκείνη των προκατόχων του, τόσο στο εσωτερικό όσο και στις εξωτερικές σχέσεις του βασιλείου. Μετά την προσχώρηση του Πιοδάσση στον Βουδισμό, οι Μωριείς είχαν αναδειχθεί σε προστάτες αυτής της θρησκείας και εργάστηκαν με ζήλο για την εδραίωση και τη διάδοσή της.
Ο ιδρυτής της νέας δυναστείας, αντίθετα, ήταν φανατικός οπαδός του Βραχμανισμού και κατεδίωξε επίμονα τους Βουδιστές και την πίστη τους. Κατά τους διωγμούς καταστράφηκαν πολλά Βουδιστικά μοναστήρια και σφαγιάσθηκαν χιλιάδες μοναχοί που διέμεναν σε αυτά. Επίσης ο Πουσιαμίτρα υιοθέτησε εχθρική στάση προς τους Έλληνες, διακόπτοντας τη φιλική πολιτική που είχε υιοθετήσει η προηγούμενη δυναστεία απέναντί τους. Ο Μένανδρος επέτρεπε στους Έλληνες, Ινδούς και Ιρανούς υπηκόους του να λατρεύουν ελεύθερα όποιους Θεούς επιθυμούσαν. Ο ίδιος έδειξε ιδιαίτερη εύνοια στη Βουδιστική θρησκεία, τη στήριξε δε σε τέτοιο βαθμό ώστε οι Βουδιστές τον θεώρησαν ευεργέτη και υπέρμαχό τους.
Έτσι η φιλοβραχμανική πολιτική του Πουσιαμίτρα και τα βίαια μέτρα του εναντίον του Βουδισμού, έδωσαν στον Ελληνα βασιλιά μια πολύ καλή αφορμή για να εισβάλει στο βασίλειο των Σούνγκα ως προστάτης των διωκόμενων Βουδιστών. Οι πραγματικοί λόγοι για την εισβολή ήταν, φυσικά, διαφορετικοί. Τα Παλίβοθρα, πρωτεύουσα των Μωριέων αλλά και των διαδόχων τους Σούνγκα, ήταν ένα από τα σπουδαιότερα και πλουσιότερα εμπορικά κέντρα της Ασίας. Βρίσκονταν στην καρδιά μιας μεγάλης και ευημερούσας Αυτοκρατορίας και αποτελούσαν κόμβο εμπορικών δρόμων μεγάλης οικονομικής σημασίας. Συνεπώς, τα οφέλη από την κατάκτηση μιας τέτοιας πόλης ήταν πολλά και σημαντικά.
Επιπλέον ο Μένανδρος είχε κάθε λόγο να επιδιώξει την κατάρρευση μιας δυναστείας της οποίας ο βασιλιάς ακολουθούσε απροκάλυπτα ανθελληνική πολιτική. Η σύγκρουση με τον Πουσιαμίτρα θα ήταν η μεγαλύτερη και κρισιμότερη πολεμική επιχείρηση που επρόκειτο να διεξαγάγει ο Μένανδρος κατά τη διάρκεια τη βασιλείας του, επειδή το βασίλειο των Σούνγκα ήταν ισχυρότερο τόσο από τη Βακτρία, όσο και από όλα τα Ινδικά κρατίδια τα οποία είχε αντιμετωπίσει ο Έλληνας βασιλιάς. Στρατιωτικά τμήματα από κάθε επαρχία του Ελληνικού Βασιλείου της Ινδίας συγκεντρώθηκαν στην πρωτεύουσα του κράτους, τα Σάγαλα. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πόσους άνδρες διέθετε η δύναμη με την οποία ο Μένανδρος ξεκίνησε την προέλασή του προς τον Γάγγη ποταμό.
Θα πρέπει, όμως, να ήταν από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στρατευμάτων που είχε δει ποτέ η Ινδία, δεδομένου ότι η αναμέτρηση με τους Σούνγκα θα ήταν αποφασιστικής σημασίας. Ο Μένανδρος κινήθηκε με τον στρατό του από τα Σάγαλα, κατευθύνθηκε νοτιοανατολικά και διέσχισε τον ποταμό Ύφασι, όπου παλαιότερα ο Μέγας Αλέξανδρος είχε σταματήσει την πορεία του. Στη συνέχεια, βαδίζοντας κατά μήκος του ποταμού Ιωμάνου (Jumna), πέρασε την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το Δελχί και έφθασε μπροστά στην πόλη Μόδουρα (Μathura). Όλο αυτό το διάστημα δεν είχε συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση, ούτε είχε εμπλακεί σε κάποια μεγάλη μάχη εναντίον των δυνάμεων των Σούνγκα.
Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι οι περιοχές από όπου είχαν περάσει οι Έλληνες μέχρι εκείνη τη στιγμή, κατοικούντο κυρίως από Βουδιστές, οι οποίοι υποδέχονταν τον Μένανδρο περισσότερο ως ελευθερωτή από την τυραννία του Πουσιαμίτρα παρά ως κατακτητή. Στη Μόδουρα, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δεν είναι σαφές αν ο στρατός των Σούνγκα οχυρώθηκε εξαρχής στη Μόδουρα ή αναγκάστηκε να πράξει έτσι, αφού πρώτα είχε ηττηθεί από τους Ελληνες σε μάχη εκ του συστάδην μπροστά από τα τείχη της πόλης. Το σίγουρο είναι ότι ο Μένανδρος συνάντησε εκεί για πρώτη φορά αξιόλογη αντίσταση.
Ο Έλληνας βασιλιάς πολιόρκησε στενά τη Μόδουρα, εξαπολύοντας εναντίον της αλλεπάλληλες εφόδους, υποστηριζόμενες από πολιορκητικές μηχανές. Τελικά η πόλη, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει τη σφοδρότητα των Ελληνικών επιθέσεων, παραδόθηκε και οι κάτοικοί της υποχρεώθηκαν να ενισχύσουν στρατιωτικά τον Μένανδρο. Η Μόδουρα θεωρείτο ιερή πόλη επειδή, σύμφωνα με τις θρησκευτικές παραδόσεις του Ινδουισμού, εκεί είχε γεννηθεί ο θεός Κρίσνα. Συνεπώς η κατάληψή της από τους Έλληνες είχε, μεταξύ άλλων, και συμβολικό χαρακτήρα. Από τη Μόδουρα ο Μένανδρος συνέχισε ανατολικά και έφθασε στην πόλη Σακέτα, όπου επρόκειτο να συναντήσει για δεύτερη φορά την οργανωμένη αντίσταση των Σούνγκα.
Ευρισκόμενη σε μικρή σχετικά απόσταση από τα Παλίβοθρα, η Σακέτα ήταν και για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές μια πόλη μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Για τους Σούνγκα λειτουργούσε ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» της πρωτεύουσάς τους. Όποιος εισβολέας σκόπευε να επιτεθεί στα Παλίβοθρα, έπρεπε προηγουμένως να καταλάβει τη Σακέτα, εξασθενώντας σημαντικά τις δυνάμεις του. Από την άλλη πλευρά, ο Μένανδρος ήθελε να αποκτήσει μια βάση για τις μελλοντικές επιχειρήσεις του εναντίον της πρωτεύουσας των Σούνγκα. Επομένως έπρεπε με κάθε θυσία να κυριεύσει τη Σακέτα και να την καταστήσει ορμητήριό του.
Ο Πουσιαμίτρα ήλπιζε ότι αυτή τη φορά οι Έλληνες θα αναχαιτίζονταν, καθώς θα ήταν εξουθενωμένοι από τη μακρά και εξαντλητική πορεία και τις κακουχίες του πολέμου. Οι ελπίδες του Ινδού μονάρχη διαψεύσθηκαν με τον χειρότερο γι’ αυτόν τρόπο. Ο Μένανδρος πολιόρκησε τη Σακέτα και την κατέλαβε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, αποδεικνύοντας ότι οι άνδρες του δεν είχαν χάσει ούτε στο ελάχιστο τη μαχητικότητά τους. Ο δρόμος για την πρωτεύουσα των Σούνγκα ήταν πλέον ανοικτός και οι Έλληνες συνέχιζαν ακάθεκτοι τη νικηφόρα προέλασή τους. Τα Παλίβοθρα βρίσκονταν στις όχθες του ποταμού Γάγγη, κοντά στη σημερινή Πάτνα της βόρειας Ινδίας.
Ήταν μια πόλη τεραστίων διαστάσεων για τα δεδομένα της εποχής, σε σχήμα παραλληλόγραμμου μήκους 14,7 χλμ. (80 σταδίων) και πλάτους 2,7 χλμ.(15 σταδίων). Διέθετε 570 πύργους και 64 πύλες και περιβαλλόταν από μια τάφρο πλάτους 177,4 μ. (6 πλέθρων) και βάθους 13,8 μ. (30 πήχεων). Η πρωτεύουσα των Σούνγκα προστατευόταν από τείχη ύψους 4,5 μέτρων και συνολικού μήκους 12 χιλιομέτρων, τα οποία διέθεταν πολεμίστρες για τους τοξότες και ήταν ενισχυμένα από σειρές ξύλινων πασσάλων. Οι Έλληνες πίστευαν ότι θα συναντούσαν ιδιαίτερα σθεναρή αντίσταση στα Παλίβοθρα. Ο ψυχολογικός, όμως, παράγοντας λειτούργησε εναντίον των Ινδών.
Ο στρατός του Μενάνδρου αποτελούσε ένα επιβλητικό θέαμα, έχοντας ενισχυθεί σημαντικά από δυνάμεις μικροηγεμόνων που είχαν υποταχθεί στον Έλληνα βασιλιά κατά τη διάρκεια της πορείας του προς τον ποταμό Γάγγη. Η εμφάνιση της μεγάλης Ελληνικής στρατιάς μπροστά στα Παλίβοθρα προκάλεσε δέος και έσπειρε τον πανικό στους πολιορκημένους. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν οι κατάφρακτοι Βάκτριοι ιππείς, αλλά και οι πολιορκητικές μηχανές, τις οποίες οι Ινδοί κάτοικοι της περιοχής αντίκριζαν για πρώτη φορά. Το καταρρακωμένο ηθικό και ο πανικός επέφεραν σύγχυση και αποδιοργάνωσαν τις δυνάμεις του Πουσιαμίτρα. Ο Μένανδρος εξαπέλυσε σφοδρότατη επίθεση εναντίον της πρωτεύουσας των Σούνγκα.
Οι πολιορκητικές μηχανές του Έλληνα βασιλιά διέλυσαν τις οχυρώσεις και τα τείχη της πόλης με καταιγισμούς βολών. Τελικά οι Ελληνικές δυνάμεις κυρίευσαν τα Παλίβοθρα χωρίς δυσκολία. Το γεγονός αυτό, το οποίο συνέβη περί το 145 π.Χ., προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στα γειτονικά βασίλεια και υμνήθηκε από τους συγγραφείς της εποχής. Ο Μένανδρος είχε κατορθώσει αυτό που θεωρείτο ακατόρθωτο: είχε κατακτήσει τη θρυλική πόλη του Γάγγη. Η Ελληνική κυριαρχία στα Παλίβοθρα δεν διήρκεσε πολύ. Μερικούς μήνες μετά την κατάληψη της πόλης ο Μένανδρος διέταξε την εκκένωσή της από τα στρατεύματά του και στη συνέχεια έλαβε τον δρόμο της επιστροφής προς τα δυτικά.
Δεν είναι σαφές γιατί προέβη σε αυτή την κίνηση τη στιγμή που ο στρατός του δεν είχε ηττηθεί σε καμία μάχη από τους Σούνγκα και ο ίδιος είχε κυριαρχήσει απόλυτα στο βασίλειο του Πουσιαμίτρα. Υπάρχουν, όμως, πολλοί λόγοι που πιθανώς να επέβαλλαν τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης. Παρά το μέγεθός του, ο στρατός του Μενάνδρου ήταν αδύνατο να ελέγξει αποτελεσματικά την τεράστια και πυκνοκατοικημένη έκταση την οποία είχε κατακτήσει. Οι Έλληνες κινδύνευαν να αποκοπούν στην καρδιά της Ινδίας, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το κράτος τους. Διενέξεις μεταξύ των Ινδών συμμάχων του Μενάνδρου απειλούσαν τη συνοχή του στρατεύματος, κάτι που ο Πουσιαμίτρα θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί ανά πάσα στιγμή.
Επίσης είναι πολύ πιθανό την απόφαση του Έλληνα βασιλιά για επιστροφή να επέσπευσαν ανησυχητικές ειδήσεις για κάποιον εξωτερικό κίνδυνο που απειλούσε το Ελληνικό Βασίλειο της Ινδίας. Ο κίνδυνος αυτός ίσως προερχόταν από τους Έλληνες της Βακτρίας, που ποτέ δεν είχαν καλές σχέσεις με τον Μένανδρο, ή από τους Πάρθους, οι οποίοι την ίδια περίοδο δημιουργούσαν τη δική τους αυτοκρατορία προβληματίζοντας τα γειτονικά τους βασίλεια. Η διαταγή του Μενάνδρου για επιστροφή, φανερώνει πρόσωπο με ρεαλισμό και ικανότητα συνετής σκέψης σε κρίσιμες ώρες και σε καμία περίπτωση δεν μειώνει τη λαμπρότητα των κατορθωμάτων του στην Ινδία.
Ο Έλληνας βασιλιάς είχε κερδίσει μια θέση στο πάνθεον των μεγάλων στρατιωτικών ηγετών της αρχαιότητας. Η Ελληνική στρατιά υποχώρησε από τα Παλίβοθρα στη Μόδουρα. Ο ποταμός Ιωμάνης θα παρέμενε το ανατολικό σύνορο του Ελληνικού κράτους της Ινδίας, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της βασιλείας του Μενάνδρου.
ΝΕΕΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ
Από τη Μόδουρα ο Μένανδρος πραγματοποίησε μία ακόμα εκστρατεία, αυτή τη φορά προς τα νοτιοδυτικά. Λίγα πράγματα είναι γνωστά γι’ αυτή. Δεν είναι σαφές αν το συγκεκριμένο εγχείρημα έγινε πριν ή μετά την προέλαση προς τα Παλίβοθρα ή αν εξελίχθηκε παράλληλα με αυτήν. Η πρώτη μεγάλη μάχη των Ελλήνων κατά την πορεία τους προς τα νοτιοδυτικά έγινε στην πόλη Μαντχιαμίκα, η οποία ανήκε στον Πουσιαμίτρα. Η Μαντχιαμίκα διέθετε ένα ισχυρό φρούριο, στοιχείο που φανερώνει πως επρόκειτο για μια σημαντική πόλη, ίσως πρωτεύουσα κάποιας επαρχίας του Ινδού μονάρχη. Το αποτέλεσμα αυτής της μάχης δεν ήταν διαφορετικό από εκείνο των προηγούμενων αναμετρήσεων μεταξύ των δύο αντίπαλων στρατών.
Οι Έλληνες κατάφεραν να νικήσουν για μια ακόμα φορά τις δυνάμεις των Σούνγκα, καταλαμβάνοντας τη Μαντχιαμίκα και το φρούριό της. Έχει υποστηριχθεί ότι η πόλη ήταν πρωτεύουσα της φυλής των Μαδιανδινών, οι οποίοι προφανώς ήταν υποταγμένοι στον βασιλιά Πουσιαμίτρα. Ο Μένανδρος συνέχισε την πορεία του νοτιοδυτικά, εισερχόμενος σε εδάφη τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στο βασίλειο των Σούνγκα αλλά ανήκαν σε διάφορα ανεξάρτητα ινδικά κρατίδια. Η περιοχή της Συραστρηνής και η πόλη Βαρύγαζα αποτέλεσαν τις σημαντικότερες κατακτήσεις του Έλληνα βασιλιά μετά τη Μαντχιαμίκα. Τα Βαρύγαζα (σΜπρόουτς) βρίσκονταν στον κόλπο Καμπάυ και ήταν αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο λιμάνι της δυτικής Ινδίας.
Ο Μένανδρος κατέλαβε σχετικά εύκολα και αυτή την πόλη, πιθανότατα όχι αμαχητί. Επρόκειτο για μια κατάκτηση τεράστιας στρατηγικής σημασίας, η οποία θα ωφελούσε οικονομικά και διπλωματικά το ελληνικό Βασίλειο της Ινδίας. Τα Βαρύγαζα συνέδεαν δια θαλάσσης την Ινδία με τις περιοχές του Περσικού κόλπου και την Αίγυπτο, διαδραματίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο στην εμπορική επικοινωνία της Ανατολής με τη Δύση. Ο Μένανδρος βρισκόταν αποκλεισμένος από τη Δύση, καθώς οι χερσαίοι δρόμοι επικοινωνίας του με αυτήν διέρχονταν από τα εχθρικά βασίλεια των Πάρθων και των Ελλήνων της Βακτρίας.
Όταν έγινε κύριος των Βαρυγάζων, μπορούσε πλέον ανεμπόδιστα να αναπτύξει εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου. Είναι αμφίβολο αν η εκστρατεία του Μενάνδρου προς τα νοτιοδυτικά εντασσόταν στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον των Σούνγκα. Εκτός από τη σύγκρουση στη Μαντχιαμίκα ο Έλληνας βασιλιάς δεν φαίνεται να ενεπλάκη σε κάποια άλλη περίπτωση με τις δυνάμεις του Πουσιαμίτρα. Το μεγαλύτερο μέρος της πορείας της Ελληνικής στρατιάς πραγματοποιήθηκε σε εδάφη τα οποία βρίσκονταν έξω από την επικράτεια του Ινδού μονάρχη.
Από αυτά προκύπτει ότι απώτερος σκοπός της εκστρατείας προς τα νοτιοδυτικά ήταν τα Βαρύγαζα και οι ακτές της δυτικής Ινδίας και όχι η διάνοιξη ενός δεύτερου μετώπου εναντίον των Σούνγκα. Η σύγκρουση στη Μαντχιαμίκα έγινε προκειμένου να συνεχίσουν οι Έλληνες ανενόχλητοι την πορεία τους προς τη θάλασσα. Η πόλη αυτή βρισκόταν στον δρόμο για τα Βαρύγαζα και όσο θα παρέμενε στα χέρια των Σούνγκα, θα συνιστούσε μια μόνιμη απειλή στα νώτα της Ελληνικής στρατιάς. Ο Μένανδρος αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα βασιλιά – στρατιώτη και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του πολεμώντας. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Πλούταρχος, ο μεγάλος εκείνος Έλληνας στρατηλάτης βρήκε τον θάνατο κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας περί το 135 π.Χ.
Η πληροφορία αυτή είναι πολύ αόριστη, καθώς δεν σημειώνει ποια ήταν η συγκεκριμένη εκστρατεία, ούτε εναντίον ποιων διεξήχθη. Πάνω σε αυτό το θέμα είναι δυνατό να γίνουν δύο πολύ βάσιμες υποθέσεις. Η πρώτη αφορά το ανατολικό σύνορο της επικράτειας του Μενάνδρου, το οποίο μετά την αποχώρηση των Ελλήνων από τα Παλίβοθρα οριζόταν από τον ποταμό Ιωμάνη. Το σύνορο αυτό παρέμεινε ταραγμένο καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Μενάνδρου, καθώς οι συγκρούσεις με τις δυνάμεις των Σούνγκα στη συγκεκριμένη περιοχή ήταν συχνό φαινόμενο. Έτσι, είναι πολύ πιθανόν ο Έλληνας βασιλιάς της Ινδίας να πέθανε σε κάποια από αυτές τις συνοριακές πολεμικές επιχειρήσεις στα ανατολικά.
Η δεύτερη υπόθεση αφορά το Ελληνικό Βασίλειο της Βακτρίας. Το κράτος αυτό είχε αρχίσει να παρακμάζει και να χάνει σταδιακά την ισχύ του, μετά τον θάνατο του Ευκρατίδη και τις επιθέσεις των Πάρθων. Ο Μένανδρος, εκμεταλλευόμενος την αποδυνάμωση της Βακτρίας, σχεδίαζε να την ανακαταλάβει και να ενώσει υπό την εξουσία του τα δύο Ελληνικά βασίλεια. Έτσι είναι σχεδόν βέβαιο ότι διέσχισε αρκετές φορές τον Ινδικό Καύκασο και πραγματοποίησε εισβολές στο έδαφος της Βακτρίας. Το ενδεχόμενο να έχασε τη ζωή του σε κάποια από αυτές τις εκστρατείες, είναι πολύ πιθανό. Η είδηση για τον θάνατο του Μενάνδρου προκάλεσε οδύνη στους υπηκόους του, κυρίως στους Βουδιστές οι οποίοι τον θεωρούσαν ευεργέτη τους.
Οι πόλεις του βασιλείου του φιλονίκησαν για το προνόμιο της ταφής του βασιλιά και τελικά μοιράστηκαν την τέφρα του. Κατά το παρελθόν κάτι ανάλογο είχε γίνει μόνο στην περίπτωση του θανάτου του Βούδα. Κάθε πόλη ανέγειρε από έναν βουδιστικό ιερό τύμβο (στούπα) και τοποθέτησε εκεί τη βασιλική τέφρα που της αναλογούσε. Επρόκειτο για ύψιστη μεταθανάτια τιμή και για ένα ύστατο δείγμα ευγνωμοσύνης των υπηκόων προς τον μονάρχη τους.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΒΟΥΔΙΣΜΟ
Ο Μένανδρος ήταν ένας ικανός στρατιωτικός διοικητής σε καιρό πολέμου, αλλά και ένας δίκαιος και συνετός κυβερνήτης σε καιρό ειρήνης. Η σοφία του έμεινε παροιμιώδης και η αφοσίωση που έδειχναν στο πρόσωπό του οι υπήκοοί του μαρτυρείται τόσο από Έλληνες όσο και από Ινδούς συγγραφείς. Το κράτος του ήταν μια μεγάλη Αυτοκρατορία. Απλωνόταν από τη Σουαστηνή στον βορρά μέχρι τα Βαρύγαζα στον νότο και από τον Ινδικό Καύκασο στη δύση μέχρι τα Παλίβοθρα -και αργότερα τον ποταμό Ιωμάνη- στην ανατολή. Στο πολυφυλετικό βασίλειο του Μενάνδρου, εκτός από τους Έλληνες και τους Ιρανούς, περιλαμβάνονταν τουλάχιστον πέντε Ινδικά έθνη (Audumbaras, Trigartas, Kunindas, Yaudheyas και Arjunayanas).
Ο Μένανδρος εφάρμοσε Ελληνιστικά πρότυπα στη διοικητική οργάνωση του κράτους, χρησιμοποιώντας ως βάση τη βασιλική οικογένεια, την τάξη των Ελλήνων ανώτερων αξιωματικών και τις Ελληνικές πόλεις. Η επικράτεια του βασιλείου ήταν διαιρεμένη σε επαρχίες και η κάθε επαρχία με τη σειρά της σε επιμέρους τμήματα. Επικεφαλής κάθε επαρχίας οριζόταν ένας «στρατηγός» και κάθε τμήματος επαρχίας ένας «μεριδάρχης». Στις περιοχές που βρίσκονταν προς τη Βακτρία ο Μένανδρος είχε διορίσει τρεις συμβασιλείς, οι οποίοι, κατά πάσα πιθανότητα, προέρχονταν από τη βασιλική οικογένεια ή από την τάξη των Ελλήνων στρατιωτικών.
Στην κορυφή της ιεραρχίας του κράτους βρισκόταν ο βασιλιάς, που αποτελούσε τον βασικό συνεκτικό δεσμό του πολυφυλετικού και ετερόκλητου πολιτισμικά βασιλείου. Ακολουθούσαν οι τρεις συμβασιλείς, οι στρατηγοί των επαρχιών και οι μεριδάρχες. Στη διοίκηση και στον στρατό ο Μένανδρος χρησιμοποίησε, εκτός από Έλληνες, τόσο Ινδούς όσο και Ιρανούς. Με αυτόν τον τρόπο έδινε στους ιθαγενείς την εντύπωση ότι δεν ήταν υπόδουλοι στους Έλληνες αλλά περισσότερο συνεργάτες τους στη διαχείριση της χώρας. Η επιτυχία των συστημάτων που εφάρμοσε ο Μένανδρος στη διακυβέρνηση του βασιλείου αποδεικνύεται από το ότι ο Έλληνας μονάρχης δεν αντιμετώπισε καμία εξέγερση εναντίον του, ούτε σημειώθηκε εμφύλιος πόλεμος στο κράτος του.
Στο Ελληνικό Βασίλειο της Ινδίας επικρατούσαν συνθήκες ατομικής ελευθερίας πρωτοφανείς για τον αρχαίο κόσμο. Εφαρμοζόταν ίση μεταχείριση κάθε υπηκόου εκ μέρους των αρχών, ανεξάρτητα από τη φυλή ή τη γλώσσα του, ενώ στον θρησκευτικό τομέα ίσχυε καθεστώς πλήρους ανεξιθρησκίας και ο καθένας λάτρευε ελεύθερα όποιον Θεό επιθυμούσε. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ελευθεριών ήταν η ενότητα του κράτους, η ειρηνική συμβίωση των διαφόρων εθνών σε αυτό και ο συγκερασμός του ελληνικού πολιτισμού με τον Ινδικό. Στο πλαίσιο της πολιτιστικής σύζευξης, ο Μένανδρος ανοικοδόμησε μερικές Ινδικές πόλεις πάνω σε Ελληνικές βάσεις.
Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της δραστηριότητας ήταν οι δύο πρωτεύουσες του κράτους, τα Τάξιλα και τα Σάγαλα, όπως και η πόλη Πευκελαώτις. Το εμπόριο ανθούσε στο κράτος του Μενάνδρου, καθώς πολλές από τις πόλεις του αποτελούσαν σπουδαία εμπορικά κέντρα της Ασίας. Τα Βαρύγαζα, το σημαντικότερο λιμάνι της χώρας, ήταν για το Ελληνικό Βασίλειο της Ινδίας η πύλη προς την Ελλάδα και τις περιοχές της Μεσογείου γενικότερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα νομίσματα του Μενάνδρου εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του στα λιμάνια της Ινδικής θάλασσας και μέχρι το κινεζικό Τουρκεστάν.
Η φιλοσοφία ήταν ένα από τα βασικότερα ενδιαφέροντα του Μενάνδρου, ο οποίος προστάτευσε και ευνόησε την καλλιέργεια κάθε είδους φιλοσοφικής έρευνας και σκέψης. Ο ίδιος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θεωρία του Βουδισμού και υπήρξε υπέρμαχος και ευεργέτης αυτής της θρησκείας. Η προστασία των βουδιστών, εξάλλου, ήταν μια από τις αιτίες που επικαλέσθηκε ο Έλληνας μονάρχης για να εισβάλει στην αυτοκρατορία των Σούνγκα. Τα προσωνύμια που υιοθέτησε ως βασιλιάς στα νομίσματά του ήταν «Δίκαιος» και «Σωτήρ». Το δεύτερο αφορά τη δράση του εναντίον του Πουσιαμίτρα, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, είχε εξαπολύσει σκληρούς διωγμούς εναντίον του Βουδισμού στο βασίλειό του.
Ο Μένανδρος νικώντας τον Πουσιαμίτρα, είχε γίνει σωτήρας των Βουδιστών. Ένα από τα ιερά κείμενα των Ινδών τιτλοφορείται “Μilindapanha” (Οι ερωτήσεις του βασιλιά Μενάνδρου). Σε αυτό το έργο, το οποίο έχει μορφή διαλόγου, ο Μένανδρος (Μilinda στα Ινδικά) συνομιλεί με έναν ονομαστό Ινδό φιλόσοφο της εποχής, τον βουδιστή μοναχό Ναγκασένα. Αν και η συζήτηση αφορά κυρίως θέματα φιλοσοφικά και μεταφυσικά, παρέχει αρκετές πληροφορίες για την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και τη βασιλεία του Μενάνδρου. Το έργο καταλήγει με την προσχώρηση του Μενάνδρου στον Βουδισμό. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ στην πραγματικότητα. Αρκετοί ήταν, όμως, οι Έλληνες υπήκοοί του οι οποίοι ασπάσθηκαν τη Βουδιστική θρησκεία.
Το 137 π.Χ. στο μεγάλο βουδιστικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Κεϋλάνη, ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας από τους Παροπαμισάδες ήταν Ελληνικής καταγωγής. Ο Μένανδρος υιοθέτησε επίσης μερικά Βουδιστικά σύμβολα, π.χ. τον «τροχό του νόμου», τον οποίο απεικόνιζαν πολλά από τα νομίσματα του Έλληνα βασιλιά, ως διακριτικό της ιδιότητας του παντοκράτορα (Cakravarti).
Ο Μένανδρος και ο Βουδισμός
Παραδόξως, το κείμενο που εξασφάλισε κυρίως την υστεροφημία του Μενάνδρου είναι η Μιλίντα Πάνια («Οι ερωτήσεις του Μιλίντα», δηλ. του Μενάνδρου) ένα Βουδιστικό κείμενο γραμμένο σε πάλι Ινδικά το οποίο καταγράφει τον διάλογο του Έλληνα βασιλιά με τον βουδιστή σοφό Ναγκασένα. Σύμφωνα με την παράδοση που μεταφέρει το κείμενο αυτό, ο Μένανδρος ασπάστηκε τον Βουδισμό μετά τη συνάντησή του με τον σοφό, παρέδωσε το βασίλειο στον γιο του και έζησε την υπόλοιπη ζωή του ως Βουδιστής μοναχός, φτάνοντας μάλιστα το επίπεδο τουαρχάτ, δηλαδή την πνευματική γαλήνη που προσεγγίζει τη νιρβάνα. Οι ισχυρισμοί του Βουδιστικού κειμένου φαίνονται υπερβολικοί.
Βεβαίως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμφισβητηθεί ότι ο Μένανδρος (όπως και άλλοι Έλληνες μονάρχες) ήταν ευνοϊκά διακείμενος προς τον βουδισμό, τουλάχιστον για λόγους αμιγώς πολιτικούς. Για ποιο λόγο να μην ευνοήσει ένας μονάρχης τη θρησκευτική / φιλοσοφική διδασκαλία που ευαγγελίζεται κατ’ ουσία την εγκατάλειψη των εγκοσμίων ή έστω την αδιαφορία για αυτά, ιδίως όταν ο βασιλιάς αυτός είναι αλλογενής ως προς τον χώρο κυριαρχίας του και δεν έχει δεσμούς με τον ινδουϊσμό, τον «φυσικό» αντίπαλο του βουδισμού; Δεν αμφισβητείται επίσης ότι ο Βουδισμός γνώρισε διάδοση μεταξύ των Ελλήνων.
Σύμφωνα λ.χ. με τη Μαχαβάμσα «Το Μεγάλο Χρονικό», ιστορικό ποίημα που γράφηκε στη Σρι Λάνκα, τον 2ο αιώνα π.Χ., επισκέφτηκε το νησί προερχόμενος «από την Αλασάντα (που υποθέτουμε ότι πρόκειται για την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου στους Παροπαμισάδες) ο Γιόνα (Έλληνας) σοφός Μαχανταμμαρακχάτα με τριάντα χιλιάδες μοναχούς». Πέραν των υπερβολών του, το κείμενο αποδεικνύει ότι υπήρχαν Έλληνες που ασπάσθηκαν τον Βουδισμό, κάτι που επιβεβαιώνεται και από επιγραφικές μαρτυρίες που αποδεικνύουν ότι ο Μένανδρος υπήρξε προστάτης του Βουδισμού. Αυτό, όμως, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι εγκατέλειψε τα εγκόσμια ένας μονάρχης που διακρίθηκε στα πεδία των μαχών και ακολούθησε καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του επεκτατική πολιτική.
Άλλωστε και ο Πλούταρχος κάνει λόγο για το τέλος του Μενάνδρου, δίνοντας φυσικά μια εντελώς διαφορετική εκδοχή, καθώς σύμφωνα με τον Βοιωτό συγγραφέα ο Μένανδρος πέθανε κατά τη διάρκεια εκστρατείας: «Μενάνδρου δέ τινος ἐν Βάκτροις ἐπιεικῶς βασιλεύσαντος εἶτ´ ἀποθανόντος ἐπὶ στρατοπέδου, τὴν μὲν ἄλλην ἐποιήσαντο κηδείαν κατὰ τὸ κοινὸν αἱ πόλεις, περὶ δὲ τῶν λειψάνων αὐτοῦ καταστάντες εἰς ἀγῶνα μόλις συνέβησαν, ὥστε νειμάμενοι μέρος ἴσον τῆς τέφρας ἀπελθεῖν, καὶ γενέσθαι μνημεῖα παρὰ πᾶσι τοῦ ἀνδρός» (Πολιτικά Παραγγέλματα). Πρόκειται για απλές υπερβολές εκ μέρους της βουδιστικής παράδοσης που επιχείρησε να οικειοποιηθεί έναν ηγεμόνα που υπήρξε προστάτης του βουδισμού;
Ή μήπως για παρανόηση; Ας μας επιτραπεί να ακολουθήσουμε τη δεύτερη εκδοχή. Νομίσματα που έχουν βρεθεί αποδεικνύουν ότι στις αρχές του 10υ αιώνα π.Χ. βασίλεψε στο Παντζάμπ ένας δεύτερος Μένανδρος, ο επονομαζόμενος και Δίκαιος, απόγονος πιθανώς του Μενάνδρου του Σωτήρος. Στα νομίσματα του Μενάνδρου Β’ απεικονίζονται πάντα Βουδιστικά σύμβολα, ενώ η επίκληση «Δίκαιος» αποδίδεται στα ινδικά ως «νταρμικάσα», δηλαδή πιστός της Ντάρμα, Βουδιστικής έννοιας την οποία θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ελεύθερα ως δρόμο ή μονοπάτι της αλήθειας και της αρετής.
Αντί να αρνηθούμε την ύπαρξη ενός δεύτερου Μενάνδρου (Ταρν), η οποία έχει αποδειχθεί βάσει των κριτηρίων της νομισματολογίας (Bopearachchi και Senior), ίσως θα έπρεπε να δεχθούμε ότι η Βουδιστική παράδοση αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτόν τον αποδεδειγμένα Βουδιστή (ή έστω σαφώς φιλοβουδιστή) μονάρχη και όχι στον κατά πολύ πιο ένδοξο πρόγονό του.
Η ΔΙΑΔΟΧΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ – ΚΑΤΑΤΜΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΙΣΒΟΛΕΣ
Η Διαδοχή
Διάδοχος του Μενάνδρου ήταν η σύζυγός του Αγαθόκλεια, ως επίτροπος του ανήλικου γιου τους Στράτωνα, ο οποίος με τη σειρά του ανέλαβε την εξουσία αργότερα, όταν ενηλικιώθηκε. Ο Στράτων αποδείχθηκε ανίκανος ηγεμόνας, χάνοντας σημαντικό τμήμα των εδαφών του βασιλείου του, με συνέπεια να εκθρονιστεί από τον νεώτερο αδελφό του, Απολλόδοτο. Ο νέος βασιλιάς κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες και τελικά πέτυχε να επαναπροσαρτήσει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχε χάσει ο αδελφός του. Ο Απολλόδοτος ο Μέγας Σωτήρ Φιλοπάτωρ, όπως έμεινε γνωστός, ήταν η τελευταία σημαντική προσωπικότητα από τους Έλληνες βασιλείς της κεντρικής Ασίας.
Μετά τον θάνατό του, το 95 π.Χ., η χώρα εισήλθε σε περίοδο παρακμής. Πολύ πριν πεθάνει, περί το 130 π.Χ., οι Τόχαροι και άλλα νομαδικά φύλα κατέκτησαν οριστικά την ελληνική Βακτρία. Οι απόγονοι του Ευκρατίδη τότε βρήκαν διέξοδο στο Ελληνικό Βασίλειο της Ινδίας, όπου άρχισαν να αξιώνουν δικαιώματα στον θρόνο. Αυτό ήταν η αιτία μιας σειράς δυναστικών πολέμων μεταξύ των Ευκρατιδών και των απογόνων του Μενάνδρου. Το κράτος, αποδυναμωμένο ακόμα περισσότερο από την εμφύλια διαμάχη, αποτέλεσε εύκολο στόχο για τις γειτονικές φυλές, οι οποίες άρχισαν να πραγματοποιούν επιδρομές στα εδάφη του. Η κατάσταση αυτή διήρκεσε πολλά χρόνια.
Την ύστατη στιγμή ο Ερμαίος, από την οικογένεια των Ευκρατιδών, νυμφεύθηκε την Καλλιόπη, από τη δυναστεία του Μενάνδρου, σε μια προσπάθεια τερματισμού των εχθροπραξιών και αποκατάστασης της ενότητας της χώρας. Ήταν όμως πολύ αργά. Ο Ερμαίος έμελλε να είναι ο τελευταίος Έλληνας ηγεμόνας της κεντρικής Ασίας. Με τον θάνατό του το 30 π.Χ. και την κατάλυση του βασιλείου του από τους Σάκες, τους Κουσανούς και άλλες νομαδικές φυλές, η Ελληνική παρουσία στην περιοχή τερματίστηκε.
Η Κατάτμηση του Βασιλείου και Εισβολές
Όπως συνήθως συνέβαινε στην Ελληνιστική Βακτριανή και Ινδία μετά τον θάνατο ενός ισχυρού μονάρχη, φαίνεται ότι περίοδος αστάθειας ακολούθησε τον θάνατο του Μενάνδρου. Στη Γκαντάρα λ.χ. εμφανίζεται ένας ανεξάρτητος ηγεμόνας ο Ζώιλος ο Δίκαιος, ο οποίος αργότερα επεκτάθηκε και στους Παροπαμισάδες. Κατά την κρατούσα άποψη (Ταρν, Bopearachchi), διάδοχος του Μενάνδρου ήταν ο γιος του, ο Στράτων (πιθανή περίοδος βασιλείας: 130 – 110 π.Χ.). Επειδή προφανώς ήταν ανήλικος, την αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωσή του άσκησε η μητέρα του, η Αγαθόκλεια. Κατά τα φαινόμενα, ο Στράτων και η Αγαθόκλεια κατόρθωσαν τελικά να διατηρήσουν υπό την κυριαρχία τους μόνο τα εδάφη του Παντζάμπ.
Γενικά, από τα τέλη του 2ου αιώνα παρατηρείται κατάτμηση των εδαφών που ήλεγχαν στον Ινδικό χώρο οι Έλληνες. Μια ατελείωτη σειρά από Έλληνες ηγεμόνες και ηγεμονίσκους διεκδίκησε μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα των εδαφών αυτών: η παράθεση όλων των ονομάτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό δεν πρόκειται να βοηθήσει ιδιαίτερα τον αναγνώστη στην κατανόηση της ιστορίας της περιόδου. Δεν αποκλείεται κάποιοι από αυτούς τους ηγεμόνες να είχαν συγγένεια με τις δυναστείες που βασίλεψαν στη Βακτριανή (λ.χ. ο Ηλιοκλής Β’ ο Δίκαιος, ο οποίος βασίλεψε στη Γκαντάρα και στο δυτικό Παντζάμπ στα τέλη του 2ου αιώνα ή στις αρχές του 1ου, ήταν πιθανώς απόγονος του Ευκρατίδη).
Από τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. τα Ελληνικά εδάφη συρρικνώνονται σταδιακά: στο δυτικό τμήμα της κοιλάδας του Ινδού εισβάλλουν οι Πάρθοι, οι οποίοι θα κρατήσουν τα εδάφη αυτά για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ινδοί ηγεμόνες ανακτούν τη Μαθούρα και το ανατολικό Παντζάμπ. Από το 80 π.Χ., περίπου, οι Σκύθες (Σάκες) και οι Τοχάριοι περνούν τον Ινδικό Καύκασο και εισβάλλουν στα Ελληνικά εδάφη της Ινδίας. Οι εναπομείναντες Έλληνες ηγεμόνες καθίστανται στις περισσότερες περιπτώσεις υποτελείς τους. Πάντως, ο προχωρημένος βαθμός εξελληνισμού των Τοχάριων βοηθά την ανάπτυξη μάλλον αρμονικών σχέσεων με τους Έλληνες.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κουσάν ηγεμόνας Καδφίσης θεωρούσε ότι ο τελευταίος Έλληνας μονάρχης των Παροπαμισάδων, ο Ερμαίος (περίπου 90 – 70 π.Χ.), καταλεγόταν μεταξύ των προγόνων του. Ο τελευταίος Έλληνας μονάρχης του Ινδικού χώρου πρέπει να ήταν ο Στράτων Β’, που βασίλεψε στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. ή ίσως και μέχρι το 10 μ.Χ. Όπως είναι λογικό, οι Ελληνικοί πληθυσμοί των περιοχών αυτών πρέπει να αφομοιώθηκαν σταδιακά είτε από τους γηγενείς είτε από τους Ιρανόφωνους νομάδες που εγκαταστάθηκαν στην Ινδία.
ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΔΙΣΜΟΣ
Ο ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΔΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΣΤΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΣΙΑΣ
Ο Ελληνοβουδισμός είναι όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πολιτιστική πρόσμιξη στοιχείων του Ελληνικού πολιτισμού και του Βουδισμού, η οποία ξεκίνησε τον 4ο αιώνα π.Χ. με την έναρξη της Ελληνιστικής περιόδου, και συνεχίστηκε ως τον 5ο αιώνα μ.Χ.. Οι περιοχές από τις οποίες ξεκίνησε περιλαμβάνουν αυτές του σύγχρονου Αφγανιστάν, Πακιστάν και Ινδίας. Ήταν μια πολιτιστική συνέπεια μιας μακράς αλυσίδας γεγονότων, που ξεκίνησε με την εκστρατεία των Μακεδόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα βόρειο-δυτικά της Ινδικής χερσονήσου, συνεχίστηκε με την ίδρυση του Ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής (πρώην μέρος της δυναστείας των Σελευκιδών) και την μετεξέλιξη του σε Ινδοελληνικό βασιλείο.
Επεκτάθηκε με την εγκαθίδρυση της Αυτοκρατορίας του Κουσάν η οποία είχε υιοθετήσει πολλά χαρακτηριστικά του πολιτισμού αυτού (όπως το Ελληνικό αλφάβητο, καλλιτεχνικές τεχνοτροπίες, φιλοσοφικά ρεύματα). Ο Ελληνοβουδισμός επηρέασε την πρώιμη καλλιτεχνική και πνευματική ανάπτυξη του Βουδισμού, και συγκεκριμένα του Μαχαγιάνα Βουδισμού. Ο Βουδισμός επεκτάθηκε στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία από τον 1ο αιώνα και διαδόθηκε ως την Κίνα, Κορεατική χερσόνησο, Ιαπωνία, Σιβηρία και Βιετνάμ. Η αλληλεπίδραση μεταξύ του Ελληνικού στοιχείου και του Βουδισμού, ξεκίνησε με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Και τις επιπλέον κατακτήσεις στις περιοχές ανατολικότερα της Κεντρικής Ασίας, στις γεωγραφικές εκτάσεις όπου σήμερα βρίσκονται οι χώρες του Αφγανιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και Τουρκμενιστάν στα βόρεια, και στα νότια ο Ινδός ποταμός και ανατολικότερα ο Υδάσπης (Τζέλουμ), φτάνοντας ως τον Ύφαση ποταμό (Μπέας και Βιπάσα στα Ινδικά), καθιερώνοντας έτσι μια άμεση επαφή με τους πολιτισμούς της Ινδίας. Ο Αλέξανδρος ίδρυσε αρκετές νέες πόλεις στις κατεκτημένες περιοχές, όπως την Αλεξάνδρεια του Ώξου (Άμου Ντάρια) και Αλεξάνδρεια του Καυκάσου στη Βακτριανή, και οι Έλληνες άποικοι και απόγονοι τους κατόπιν επεκτάθηκαν ακόμη μακρύτερα, στο Πέρασμα του Κιμπέρ, Γανδάρα (Τάξιλα), και την περιοχή του Παντζάμπ.
Οι περιοχές αυτές αντιστοιχούν σε ένα μοναδικό γεωγραφικό πέρασμα μεταξύ των Ιμαλαΐων και της οροσειράς της Ινδοκούς, από όπου και οι περισσότερες συναλλαγές γίνονταν μεταξύ Ινδίας και Κεντρικής Ασίας, παράγοντας έντονη δραστηριότητα πολιτιστικών και εμπορικών συναλλαγών. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το 323 π.Χ. οι Διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ίδρυσαν τα δικά τους βασίλεια στην Ελλάδα, Ανατολία, Αίγυπτο, Κεντρική Ασία, και Ινδία. Ο στρατηγός Σέλευκος Α’ ίδρυσε την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, η οποία επεκτεινόταν ως την Ινδία. Αργότερα, το ανατολικό κομμάτι του βασιλείου των Σελευκιδών αυτοαπεσπάστηκε και δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής (250 – 125 π.Χ.).
Το οποίο και μετεξελίχθηκε αργότερα στο Ινδοελληνικό βασίλειο (180 π.Χ. – 10 μ.Χ.), και συνεχίστηκε με την μερικώς εξελληνισμένη Αυτοκρατορία των Κουσάν (1ος – 3ος αιώνας). Η αλληλεπίδραση των Ελληνικών και Βουδιστικών πολιτισμών καλλιεργήθηκε κατά την πάροδο αρκετών αιώνων, και παρήκμασε τον 5ο αιώνα μ.Χ. με τις εισβολές της Αυτοκρατορίας των Εφθαλιτών και αργότερα εξαλείφθηκε με την επέκταση του Ισλάμ.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΟΥΡΥΑ (322 – 183 π.Χ.)
Ο Ινδός Αυτοκράτορας Τσαντραγκούπτα, δυναστείας των Μαουρύα, επανέκτησε το 322 π.Χ. τις περιοχές τις βορειοδυτικής Ινδίας οι οποίες είχαν κατακτηθεί από τον Αλέξανδρο. Ωστόσο, διατήρησε τις επαφές του με τους Ελληνο-Ιρανούς γείτονες του της δυναστείας των Σελευκιδών. Ο βασιλιάς Σέλευκος ήρθε σε συμφωνία για τον γάμο της κόρης του με τον Τσαντραγκούπτα ως μέρος της ειρηνευτικής συμφωνίας, και αρκετοί Έλληνες, όπως ο ιστορικός Μεγασθένης, διέμεναν στην βασιλική αυλή των Μαουρύα.
Ο εγγονός του, ο Ασόκα υιοθέτησε την Βουδιστική πίστη και έγινε ένας μεγάλος προσυλητιστής του Θεραβάδα Βουδισμού κατά τον παραδοσιακό κανόνα του Πάλι Σούτρα, επιμένοντας στη μη χρήση βίας στους ανθρώπους και τα ζώα, και γενικές παραινέσεις για την ρύθμιση της ζωής των απλών ανθρώπων. Σύμφωνα με τα Διατάγματα του Ασόκα, τα οποία είναι σκαλισμένα σε πέτρα, και μερικά από αυτά είναι γραμμένα και στα Ελληνικά, έστειλε Βουδιστές αντιπροσώπους στις περιοχές των Ελλήνων στην Ασία, όσο και σε περιοχές τόσο μακριά ως τη Μεσόγειο θάλασσα. Στα γραπτά αυτά, αναφέρονται ο κάθε ένας από τους ηγέτες του Ελληνικού κόσμου που συνάντησαν την εποχή εκείνη (μέσα 3ου αιώνα π.Χ.):
Η κατάκτηση με τη Ντάρμα έχει κερδηθεί εδώ, στα σύνορα, καθώς και ακόμη στα εξακόσια γιοχάνα (4.000 μίλια / 6.437 χλμ) μακριά, όπου ο Έλληνας βασιλιάς Αντίοχος (Antiyoga) κυβερνά, και πέρα από τη γη αυτή υπάρχουν οι τέσσερις βασιλιάδες με την ονομασία Πτολεμαίος (Turamaya), Αντίγονος (Antikini), Μάγας (Maka) και Αλέξανδρος (Alikasu(n)dara) που κυβερνούν, με τον ίδιο τρόπο όπου κάνουν στο νότο οι Τσόλα, Πάντια, και ως το Ταμραπάρνι. (Διάταγμα 13).
Ο Ασόκα επίσης ισχυρίστηκε πως προσηλύτισε τους Ελληνικούς πληθυσμούς του βασιλείου του στον Βουδισμό:
Εδώ στη γη του βασιλιά ανάμεσα στους Έλληνες, του Καμπότζιους, τους Ναμπχάκα, τους Ναμπχάπαμκιτ, τους Μπχότζα, τους Πιτνίκα, του Άντχρα και τους Παλίντα, παντού όλοι οι άνθρωποι ακολουθούν τις διδαχές της Ντάρμα του Αγαπημένου των Θεών Έδικτο 13 (S. Dhammika). Επίσης, κάποιοι από τους απεσταλμένους τους Ασόκα, όπως ο Ντχαρμαραξίτα αναφέρεται στις πηγές του Πάλι ως ο ηγέτης των Ελλήνων (Γιόνα / Yona) Βουδιστών μοναχών, ενεργών στον προσηλυτισμό στον Βουδισμό (Μαχαμβάσα XII).
ΤΟ ΙΝΔΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΒΟΥΔΙΣΜΟΣ (180 π.Χ. – 10 μ.Χ.)
Το Ελληνοϊνδικό Βασίλειο υπήρξε συνέχεια του Ελληνιστικού βασιλείου της Βακτρίας με πρωτεύουσα την Γανδάρα. Κράτησε από τον 2ο ως το 1ο αιώνα π.Χ.. Ήταν το κέντρο του Ελληνοβουδισμού.
Οι Ελληνοβάκτριοι κατέκτησαν μέρη της βόρειας Ινδίας από το 180 π.Χ., οπότε και γίνονται πλέον γνωστοί ως Ινδοέλληνες. Έλεγχαν διάφορες περιοχές της βόρειας Ινδίας ως και το 10 μ.Χ. Ο Βουδισμός ευημερούσε υπό την κυριαρχία των Ινδοελλήνων βασιλέων, και οι πολιτιστικές ανταλλαγές με τη Δύση συνεχίστηκαν. Ο Ζαρμανοχηγάς, ήταν ένας μοναχός κατά την παράδοση της Σραμάνα -πιθανώς, αλλά όχι αναγκαία Βουδιστής- ο οποίος, σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς όπως ο Στράβωνας, Δίων Κάσσιος, και ο Νικόλαος Δαμασκηνός, αναφέρεται πως ταξίδεψε στην Αντιόχεια και την Αθήνα τον περίοδο όπου ο Αύγουστος κυβερνούσε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Νομίσματα
Τα νομίσματα του Ινδοέλληνα βασιλιά Μενάνδρου Α’ (βασιλεία από 160 π.Χ. έως 135 π.Χ.), τα οποία έχουν βρεθεί από το Αφγανιστάν έως και την κεντρική Ινδία, έχουν την επιγραφή ”ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ” σε μια από τις πλευρές τους. Αρκετοί Ινδοέλληνες βασιλείς μετά τον Μένανδρο, όπως ο Στράτων Α’ ο Επιφανής, Ηλιοκλής Α’, και Μένανδρος Β’ αναγράφουν επίσης στα νομίσματα τους τον Ινδικό τίτλο του Μαχαραγιάσα Ντάρμικα (Βασιλιάς της Ντάρμα), στην Ινδική γλώσσα του Πρακρίτ και το Ελληνοινδικό σύστημα γραφής Χαροστί. Σύμφωνα με το χρονικό του Μιλίντα Πάνια, στο τέλος της βασιλείας του ο Μένανδρος Α’ -τον οποίο οι Ινδοί προσφωνούσαν Μιλίντα- έγινε ιερό πρόσωπο των Βουδιστών (Αρχάτ, περίπου το εφάμιλλο του Αγίου).
Κάτι που επίσης αναφέρει και ο Πλούταρχος λέγοντας πως τα κειμήλια του μοιράστηκαν και έγιναν αντικείμενο λατρείας. Το πανταχού παρόν σύμβολο του ελέφαντα στα Ινδοελληνικά νομίσματα μπορεί επίσης να συνδέεται με τον Βουδισμό, μια και όταν οι Ζωροάστρες Πάρθιοι εισέβαλαν στη βόρεια Ινδία τον 1ο αιώνα, υιοθέτησαν μεγάλο μέρος των συμβολισμών των Ελληνικών νομισμάτων, αλλά δεν έκαναν χρήση του ελέφαντα, κάνοντας πιθανό πως η απεικόνιση του δεν σχετίζονταν μόνο με γεωγραφικούς ρόλους.
Μετά τη βασιλεία του Μενάνδρου Α’, αρκετοί Ινδοέλληνες βασιλείς, όπως ο Αμύντας της Βακτρίας, ο Νικίας, ο Πευκόλαος, ο Ερμαίος, ο Ιππόστρατος, και ο Μένανδρος Β’, απεικόνιζαν τους ευατούς τους ή τις Ελληνικές Θεότητες τους με το δεξί χέρι να πραγματοποιεί όμοια χειρονομία με αυτή του Βουδιστικού βιτάρκα μούντρα (αντίχειρας και δείκτης ενωμένοι μαζί, με τα υπόλοιπα δάκτυλα εκτεταμένα), χειρονομία η οποία συμβολίζει την μετάδοση των διδαχών του Βούδα.
Πόλεις
Σύμφωνα με τον Κλαύδιο Πτολεμαίο, οι Ελληνικές πόλεις ιδρύθηκαν από τους Ελληνοβάκτριους στη βόρεια Ινδία. Ο Μένανδρος εγκατέστησε την πρωτέυουσα του στη Σαγάλα, τη σημερινή Σιαλκότ στο Παντζάμπ, ένα από τα κέντρα της Βουδιστικής κουλτούρας (Μιλίντα Πάνια). Μια μεγάλη Ελληνική πόλη η οποία χτίστηκε από τον Δημήτριο Α’ τον Ανίκητο και ξανακτίστηκε από τον Μένανδρο έχει ανασκαφεί κοντά στα Τάξιλα, με τις Βουδιστικές στούπες να βρίσκονται δίπλα δίπλα με Ινδουιστικούς και Ελληνικούς ναούς, κάτι που υποδηλώνει την παρουσία θρησκευτικής ανοχής και πολιτιστικών ανταλλαγών.
Επιγραφές
Στοιχεία απευθείας ανταλλαγής θρησκευτικών στοιχείων μεταξύ της Ελληνικής και της Βουδιστικής σκέψης διακρίνονται επίσης στο Μιλίντα Πάνια, τη Βουδιστική διατριβή σε Πλατωνική τεχνοτροπία, η οποία περιγράφει τις συζητήσεις μεταξύ του βασιλιά Μένανδρου Α’ (Μιλίντα) και του Βουδιστή μοναχού Ναγκασένα.
Επίσης η Μαχαμβάσα αναφέρει πως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μενάνδρου, ένας Έλληνας (Γιόνα) Βουδιστής αρχιμοναχός με τον τίτλο του Μαχαντχαρμαραξίτα (στα Ινδικά Μεγάλος Δάσκαλος της Ντάρμα), οδήγησε 30.000 Βουδιστές μοναχούς από την Ελληνική πόλη της Αλεξάνδρειας (πιθανώς την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου, περίπου στα 150 χλμ. απόσταση βορείως της Καμπούλ), στην Σρι Λάνκα για το προσκύνημα στη στούπα της περιοχής, κάτι που δείχνει πως ο Βουδισμός ανεπτύχθη ιδιαίτερα στην περιοχή του Μένανδρου και πως οι Έλληνες εκεί είχαν ενεργή ανάμειξη μαζί του.
Αρκετές βουδιστικές αφιερώσεις από Έλληνες της Ινδίας είναι καταγεγραμμένες, όπως αυτή του Έλληνα μεριδάρχη (κυβερνήτη επαρχίας) Θεόδωρου, ο οποίος περιγράφει σε γραφή Χαροστί πως τέλεσε τη λατρεία των κειμηλίων του Βούδα. Οι επιγραφές βρέθηκαν μέσα σε ένα βάζο που βρισκόταν σε μια στούπα, και χρονολογούνται από τον καιρό της βασιλείας του Μενάνδρου ή ενός από τους διαδόχους του τον 1ο αιώνα π.Χ.: “Θεουδορένα μεριδαρχένα πρατιχαβίδα ίμε σαρίρα σακαμουνίσα βχαγκαβάτο μπάχου-γάνα-στίτιγε”: “Ο μεριδάρχης Θεόδωρος τέλεσε την λατρεία των κειμηλίων του άρχοντα Σακιαμούνι, για το καλό του συνόλου των ανθρώπων” (Επιγραφή του Μεριδάρχη Θεόδωρου).
Η Βουδιστική παράδοση αναγνωρίζει τον Μένανδρο ως ένα από τους μεγάλους ευεργέτες της πίστης, μαζί με τους Ασόκα και Κανίσκα. Έχουν επίσης βρεθεί Βουδιστικά χειρόγραφα γραμμένα σε καλλιγραφικά Ελληνικά, τα οποία υμνούν διάφορους Βούδες και κάνουν αναφορά του Μαχαγιάνα Λοκεσβάρα Βούδα (συγκεκριμένα το πλήρες όνομα αναγράφεται με Ελληνικά γράμματα ως λωγοασφαροραζοβοδδο). Τα χειρόγραφα αυτά έχουν χρονολογηθεί αργότερα από τον 2ο αιώνα μ.Χ. Μερικά στοιχεία του κινήματος Μαχαγιάνα πιθανώς να ξεκίνησαν γύρω στον 1ο αιώνα π.Χ. στην βορειοδυτική Ινδία, κατά τον χρόνο και τόπο των αλληλεπιδράσεων αυτών.
Οι κύριες σούτρες της Μαχαγιάνα θεωρούνται πως έχουν γραφεί μετά το 100 π.Χ., όταν και αναδείχτηκαν θρησκευτικές διαμάχες ανάμεσα στις τάξεις των Βουδιστών σχετικά με την ανθρώπινη ή ύπερ-ανθρώπινη φύση του Βούδα καθώς και ζητήματα μεταφυσικής ουσιοκρατίας, κάτι που κάνει πιθανή την παρουσία της Ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης και επιρροής.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΣΑΝ (1ος – 3ος ΑΙΩΝΑΣ)
Οι Κουσανίτες, ήταν μια από τις πέντε φυλές της συνομοσπονδίας των Ινδοευρωπαίων Γουεζί (Τόχαρων) της Κίνας. Εγκαταστάθηκαν στη Βακτριανή από το 125 π.Χ. εκτοπίζοντας το Ελληνοβακτριανό βασίλειο, και ξεκίνησαν εισβολές στη βόρεια Ινδία το 1 μ.Χ.. Μέχρι τότε, βρισκόταν ήδη σε επαφή με τον Ελληνικό πολιτισμό και το Ινδοευρωπαϊκό βασίλειο για πάνω από ένα αιώνα. Χρησιμοποιούσαν την Ελληνική γραφή για τη γλώσσα τους, όπως φαίνεται από τα νομίσματα τους τα οποία έχουν υιοθετήσει το Ελληνικό αλφάβητο.
Η απορρόφηση της Ελληνικής ιστορικής και μυθολογικής κουλτούρας μπορεί να διακριθεί σε γλυπτά των Κουσανιτών τα οποία αναπαριστούν Διονυσιακές σκηνές ή ακόμα και την ιστορία του Δούρειου Ίππου και είναι πιθανό πως οι Ελληνικές κοινότητες συνέχισαν υπό την κυριαρχία των Κουσανιτών. Ο βασιλιάς των Κουσανιτών ο Κανίσκα, ο οποίος τιμούσε τον Ζωροαστρισμό, Ελληνικές και Βραχμανικές θεότητες, καθώς και τον Βούδα, και ήταν διάσημος για την πολιτιστική ανάμειξη των θρησκειών, οργάνωσε την τέταρτη Βουδιστική σύνοδο το 100 μ.Χ. στο Κασμίρ για την σύνταξη και αναθεώρηση των Βουδιστικών κανόνων.
Μερικά από τα νομίσματα του Κανίσκα έχουν τις αρχαιότερες γνωστές αναπαραστάσεις του Βούδα σε νόμισμα (περίπου το 120 π.Χ.), σε Ελληνιστική τεχνοτροπία και με την λέξη ΒΟΔΔΟ (Βούδα) αναγεγραμμένη. Ο Κανίσκα επίσης πήρε τα αρχικά Μαχαγιάνα Βουδιστικά κείμενα και τα μετέφρασε από τις διάφορες τοπικές γλώσσες, στην λόγια γλώσσα των Σανσκριτικών, κάτι το οποίο ήταν ένα καθοριστικό σημείο στην ιστορία των Κανόνων του Βουδισμού. Το κιβώτιο του Κανίσκα, είναι εύρημα το οποίο χρονολογείται κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Κανίσκα το 127 μ.Χ., και εμφανίζεται να είναι υπογεγραμμένο από ένα Έλληνα καλλιτέχνη με το όνομα Αγησίλαος.
Ο οποίος επέβλεψε τις εργασίες στις στούπα του Κανίσκα, επιβεβαιώνοντας έτσι την άμεση συσχέτιση των Ελλήνων της Κεντρικής Ασίας με τις Βουδιστικές ενασχολήσεις ακόμα και σε αυτή την ύστερη ημερομηνία. Αυτή η νέα μίξη και μορφή του Βουδισμού, επεκτάθηκε πλήρως στην Ανατολική Ασία μετά από αυτά τα γεγονότα. Ο Κουσανίτης μοναχός Λοκαξέμα, επισκεύθηκε την Κινεζική αυλή της δυναστείας των Χαν το 178 μ.Χ., και εργάστηκε εκεί για δέκα έτη κάνοντας την πρώτη γνωστή μετάφραση των κειμένων του Μαχαγιάνα Βουδισμού στα Κινεζικά. Η νέα θρησκεία, αργότερα διαδόθηκε στην Κορέα και την Ιαπωνία, και η ίδια είναι η πηγή του Ζεν.
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ
ε πολλά έργα της Ελληνοβουδιστικής τέχνης υπάρχει μίξη Ελληνικών και Βουδιστικών στοιχείων, κυρίως σε περιοχές όπως η Γανδάρα. Το θεματικό περιεχόμενο των δημιουργιών είναι καθαρά Βουδιστικό, με την τεχνοτροπία να παρουσιάζει Ελληνική επιρροή.
Η Ανθρωπομορφική Αναπαράσταση του Βούδα
Αν και δεν έχει οριστικοποιηθεί ως άποψη, οι πρώτες ανθρωπομορφικές αναπαραστάσεις του ίδιου του Βούδα θεωρείται πιθανό πως είναι αποτέλεσμα της Ελληνοβουδιστικής αλληλεπίδρασης. Πριν από αυτή την καινοτομία, η Βουδιστική τέχνη ήταν ανεικονική, ο Βούδας δηλαδή αναπαριστώνταν μόνο μέσω των συμβόλων του (έναν άδειο θρόνο, το δέντρο Μπόντι, τις πατημασιές του Βούδα, τον τροχό της Ντάρμα). Αυτή η διστακτικότητα ως προς την απεικόνιση του Βούδα, και η εξειδικευμένη ανάπτυξη των ανεικονικών συμβόλων ώστε να αποφεύγεται η απεικόνιση του (ακόμα και σε σκηνές αφήγησης όπου χρησιμοποιούνταν άλλες ανθρώπινες μορφές), φαίνεται να συνδέεται με ένα από τα αποφθέγματα του Βούδα, ο οποίος αποθάρρυνε αναπαραστάσεις του εαυτού μια και θα πέθαινε και το σώμα του θα οδηγούνταν σε αποσύνθεση.
Οι Έλληνες λόγω του εξερευνητικού χαρακτήρα του πολιτισμού τους, δεν ένιωθαν δεσμευμένοι από τέτοιους περιορισμούς, και πιθανώς είναι αυτοί οι πρώτοι οι οποίοι τόλμησαν μια γλυπτική αναπαράσταση του Βούδα. Σε πολλά μέρη του αρχαίου κόσμου, οι Έλληνες προχώρησαν σε πρόσμιξη των χαρακτηριστικών των τοπικών Θεοτήτων με τις δικές τους: Ευρέως γνωστό παράδειγμα είναι αυτό του Θεού Σέραπη, ο οποίος εισήχθηκε από τον Πτολεμαίο Α’ στην Αίγυπτο, και συνδύαζε πτυχές των Ελληνικών και Αιγυπτιακών θεοτήτων.
Στην Ινδία επίσης, οι Έλληνες δημιούργησαν μια μόνο Θεότητα συνδέοντας την ταυτότητα ενός Έλληνα Θεού – Βασιλιά (τον Απόλλωνα, ή πιθανώς τον ιδρυτή του Ινδοελληνικού βασιλείου, Δημήτριο τον Ανίκητο, ο οποίος είχε αποθεωθεί), με τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά του Βούδα. Πολλά από τα στιλιστικά στοιχεία στις αναπαραστάσεις του Βούδα δείχνουν την Ελληνική επιρροή, όπως η Ελληνορωμαϊκή τήβεννος ή ιμάτιο που καλύπτει και τους δύο ώμους, η όρθια στάση με τον όγκο του σώματος να στηρίζεται κυρίως στο ένα πόδι το οποίο είναι ελαφρώς προτεταμένο, τα Μεσογειακά κατσαρά μαλλιά και το χτένισμα με φιόγκο των μαλλιών στην κορυφή της κεφαλής, προέρχονται από την τεχνοτροπία του Απόλλωνα του Μπελβεντέρε (330 π.Χ.).
Καθώς και η μετρημένη ποιότητα των προσώπων, τα οποία είναι κατασκευασμένα με ισχυρό καλλιτεχνικό ρεαλισμό (Αρχαιοελληνική μνημειακή γλυπτική). Ένας μεγάλος αριθμός γλυπτών τα οποία συνδυάζουν Βουδιστική και καθαρά Ελληνιστική τεχνοτροπία και εικονογραφία, ανακαλύφθηκαν στην Χάντα της Γανδάρας. Οι Έλληνες καλλιτέχνες είναι το πιο πιθανό πως είναι οι δημιουργοί αυτών των πρώιμων αναπαραστάσεων του Βούδα, κυρίως αυτά των αγαλμάτων σε όρθια στάση, τα οποία παρουσιάζουν μια ρεαλιστική μεταχείριση της δίπλωσης των ιματίων και διαχείριση του συνολικού όγκου παρόμοια με τις καλύτερες Ελληνικές δημιουργίες, και τα οποία ανήκουν στην Κλασική και Ελληνιστική Ελλάδα, δεν αποτελούν Αρχαΐζουσα Ελληνική τέχνη που μεταδόθηκε μέσω της Περσίας, ούτε και είναι Ρωμαϊκά.
Η Ελληνική στιλιστική επιρροή στην αναπαράσταση του Βούδα, μέσω του ιδεαλιστικού ρεαλισμού της, επίσης έκανε την δημοτικότητα και κατανόηση του Βούδα πιο προσιτή προς όλους ως προς την αναπαράσταση του αποτελέσματος που έχει κάποιος όταν φθάσει στην κατάσταση της απόλυτης επιφώτησης και νιρβάνα που περιγράφει ο Βουδισμός:
“Ένα από τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της σχολής τέχνης της Γανδάρας που εμφανίστηκε στην βορειοανατολική Ινδία, είναι ότι έχει ξεκάθαρα επηρεαστεί από τον νατουραλισμό της κλασικής Ελληνικής τεχνοτροπίας. Έτσι, ενώ αυτές οι απεικονίσεις εξακολουθούν να μεταφέρουν την εσωτερική γαλήνη που έρχεται με την εφαρμογή των διδαχών του Βούδα, μας δίνουν επίσης και μια εικόνα των ανθρώπων της εποχής, οι οποίοι περπατούσαν, μιλούσαν, και κοιμόντουσαν, με τον ίδιο τρόπο που κάνουμε και εμείς. Νιώθω πως αυτό είναι πολύ σημαντικό. Οι αναπαραστάσεις αυτές εμπνέουν γιατί δεν δείχνουν μόνο τον σκοπό, αλλά και την αίσθηση του τι μπορεί να καταφέρει ο κάθε άνθρωπος αρκεί να προσπαθήσει” (Δαλάι Λάμα ο 14ος).
Κατά τους επόμενους αιώνες, αυτή η ανθρωπομορφική αναπαράσταση του Βούδα καθόρισε τον κανόνα της Βουδιστικής τέχνης, αλλά βαθμιαία εξελίχθηκε με την συμπερίληψη περισσότερων Ινδικών και Ασιατικών στοιχείων.
Ένα Εξελληνισμένο Βουδιστικό Πάνθεον
Πολλές άλλες Βουδιστικές Θεότητες έχουν πιθανώς επηρεαστεί από τις αρχαιοελληνικές Θεότητες. Για παράδειγμα, ο Ηρακλής με τη λεοντοκεφαλή (ο προστάτης Θεός του Δημήτριου του Ανίκητου) χρησιμοποιήθηκε ως καλλιτεχνική απεικόνιση του Βατζραπάνι, του προστάτη του Βούδα. Πέρα από τον Βαϊζραπάνι, η Ελληνική επιρροή εμφανίζεται επίσης σε αρκετούς άλλους Θεούς του πάνθεον του Μαχαγιάνα, όπως τον Ιαπωνικό θεό Φουτζίν (Fūjin) ο οποίος είναι εμπνευσμένος από τον Ελληνικό Βορέα, ή την μητέρα Θεά Χαρίτη η οποία εμπνέεται από την Τύχη. Αργότερα, αναπαραστάσεις όπως αυτές των ημιανθρώπινων πλασμάτων όπως οι Κένταυροι και οι Τρίτωνες, οι οποίοι είναι μέρος της Ελληνιστικής τέχνης, εισήχθησαν από τους Έλληνες και Ρωμαίους καλλιτέχνες στην αυλή των ηγεμόνων του Κουσάν.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ
Η στενή σχέση μεταξύ Ελλήνων της Κεντρικής Ασίας και του Βουδισμού οδήγησε και σε φιλοσοφικές ανταλλαγές. Πολλές από τις πρώιμες θεωρίες του Μαχαγιάνα Βουδισμού συσχετίζονται με την Ελληνική φιλοσοφική σχολή της σκέψης. Ο Μαχαγιάνα Βουδισμός έχει περιγραφεί ως η μορφή του Βουδισμού η οποία -ανεξάρτητα από την μετέπειτα Ινδουιστική επιρροή- φαίνεται πως ξεκίνησε από τις Ελληνοβουδιστικές κοινότητες της Ινδίας, μέσα από μια σύνθεση της Ελληνικής Δημοκρίτειας – σοφιστικής – σκεπτικιστικής παράδοσης με τα στοιχειώδη και μη σχηματοποιημένα εμπειρικά και σκεπτικιστικά στοιχεία τα οποία υπήρχαν ήδη στον πρώιμο Βουδισμό.
Υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα φιλοσοφικής σύμπλευσης μεταξύ της Ελληνικής φιλοσοφίας των Κυνικών, και αρκετούς αιώνες αργότερα της Βουδιστικής φιλοσοφίας του Μαντιαμίκα και Ζεν. Οι Κυνικοί αρνούνταν την σημασία των ανθρώπινων συμβάσεων, συνηθειών και γνωμών -τις οποίες περιέγραφαν ως τύφο, μια μεταφορά για ψευδαίσθηση και σφάλμα-, συμπεριλαμβανομένων των προφορικών εκφράσεων, προς χάριν της ωμής εμπειρίας της πραγματικότητας. Τόνιζαν την ανάγκη της ανεξαρτησίας από τα εξωτερικά αγαθά ώστε να είναι δυνατό να αποκτηθεί ευτυχία. Παρομοίως, η Πραγναπαραμίτα, το σύνολο των διδαχών πριν τη Μαντιαμίκα, εξηγεί πως όλα τα πράγματα είναι σαν αφρός, ή φούσκες, άδεια, ψευδή, και πρόσκαιρα, και πως μόνο η αγνόηση όλων των πιθανών απόψεων μπορεί να οδηγήσει στη διαφώτιση.
Οι Κυνικοί υποστήριζαν πως για να ξεφύγει κάποιος αυτό τον κόσμο της ψευδαίσθησης, χρειάζεται πειθαρχία και αγώνας -τις οποίες όριζαν ως άσκησις και μάχη- της φιλοσοφίας, την υιοθέτηση πρακτικών αυτάρκειας, και ένα τρόπο ζωής στο παράδειγμα του Διογένη, ο οποίος όπως και οι Βουδιστές μοναχοί, αποκύρρητε τα επίγεια αγαθά. Αυτές οι αρχές, σε συνδυασμό με την ιδέα της φιλανθρωπίας -της οποίας ο Κράτης, μαθητής του Διογένη, ήταν ο μεγαλύτερος υποστηρικτής-, μοιάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό με αυτές της Βουδιστικής Πράγνα (σοφίας) και Καρούνα (συμπόνια).
Μια δημοφιλής μορφή της Ελληνοβουδιστικής τέχνης, ο μελλοντικός Βούδας Μαϊτρέγια, συχνά συνδέεται με την Ιρανική θεότητα του Ζοροαστρισμού τον Γιαζάτα Μίθρα, ο οποίος ήταν δημοφιλής και λατρεύονταν στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο ως Μίθρας.
ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΚΙΝΑ ΚΑΙ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗ
Οι Βουδιστές μοναχοί από την περιοχή της Γανδάρας, η οποία ήταν το επίκεντρο του Ελληνοβουδισμού, έπαιξαν ένα κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη και μετάδοση των Βουδιστικών ιδεών προς την κατεύθυνση της βόρειας και ανατολικής Ασίας. Υπήρχαν ήδη εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στη Κίνα και τους Νταγιουάν -Μεγάλοι Ίωνες-, ένα κομμάτι του παλαιού Ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής το οποίο είχε αποκοπεί και απομονωθεί μετά την κάθοδο των Τόχαρων, και συνέχισε να ευημερεί κρατώντας τον Ελληνιστικό του χαρακτήρα, και έτσι υπήρχαν οι πρώτες βάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη των επαφών.
ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ
Η έντονη εμπορική δραστηριότητα του 1ου αιώνα π.Χ. του Ελληνορωμαϊκού κόσμου, και ιδιαίτερα ο παροξυσμός των Ρωμαίων σχετικά με τη χρήση μεταξιού και η έντονη ζήτηση τους για αυτό, αποτυπώνεται από τα διατάγματα της Ρωμαϊκής συγκλήτου ως προς την απαγόρευση του φορέματος υφασμάτινων ρούχων, με βάση οικονομικούς και ηθικούς λόγους. Αυτό επιβεβαιώνεται από τουλάχιστον τρεις σημαντικούς ιστορικούς:
Ο Στράβωνας καθώς και ο Πλούταρχος εξιστόρησαν επίσης και την βασιλεία του Μένανδρου, επιβεβαιώνοντας έτσι πως οι πληροφορίες κυκλοφορούσαν μεταξύ Δύσης και Ανατολής στον Ελληνιστικό κόσμο. Ο Ζαρμανοχηγάς, ήταν μοναχός της Σραμανικής παράδοσης -πιθανώς αλλά όχι απαραίτητα Βουδιστής-, σύμφωνα με τους αρχαίους ιστορικούς όπως ο Στράβωνας, Δίων Κάσσιος, και ο Νικόλαος της Δαμασκού, ταξίδεψε στην Αντιόχεια και την Αθήνα την περίοδο όπου ο Αύγουστος κυβερνούσε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και αργότερα κατευθύνθηκε στην Αθήνα όπου και έδωσε τέρμα στη ζωή του καίγοντας τον εαυτό του κατά τα πρότυπα της παράδοσης του.
Η ιστορία του και ο τάφος του στην Αθήνα ήταν καλά γνωστές μέχρι και ένα αιώνα αργότερα ως ο Τάφος του Ινδού (δεν σχετίζεται με τον Τάφο του Ινδού ως το κλειστό γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα το οποίο και έχει διαφορετική ιστορία). Ο Πλούταρχος στην εξιστόρηση του Μέγα Αλέξανδρου, αναφέρει την αυτοπυρπόληση του Καλανού της Ινδίας την οποία παρατήρησε ο στρατός του Αλέξανδρου και αναφέρει πως και Ινδός που έφτασε στην Αθήνα ακολούθησε την ίδια ακριβώς πρακτική. Έναν αιώνα αργότερα, ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας (πέθανε το 215 μ.Χ.) στο έργο του Στρωματείς αναφέρει πως:
“Οι Ινδοί γυμνοσοφιστές και οι υπόλοιποι φιλόσοφοι των βαρβάρων, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, μερικοί αποκαλούνται Σαρμάνες, και οι άλλοι Βραχμάνες. Και στους Σαρμάνες υπάρχουν αυτοί που λέγονται Υλόβιοι και δεν κατοικούν στις πόλεις, ούτε έχουν σκεπή πάνω από το κεφάλι τους, αλλά ντύνονται με αποκόμματα των φλοιών των δέντρων, τρέφονται με καρπούς, και πίνουν νερό χρησιμοποιώντας τα χέρια τους. Όπως με τους Εγκρατίτες του σήμερα, δεν γνωρίζουν τι είναι γάμος και δε τους ενδιαφέρει η απόκτηση παιδιών. Μερικοί, επίσης Ινδοί, ακολουθούν τις διδαχές του Βούττα Βούδα, στον οποίο λόγω της υπέρτατης ιερότητας του, αποδίδουν Θεϊκές τιμές”.
Η προχριστιανική μοναστική κοινότητα των Ιουδαίων Θεραπευτών της Αλεξάνδρειας (Θεραπευταί) πιθανώς να αποτελεί και παραφθορά της ονομασίας μιας μορφής του Βουδισμού τη Θεραβάδα, σύμφωνα με τον Φίλωνα της Αλεξάνδρειας ο οποίος ήταν αβέβαιος για την ετυμολογία και για το αν υπήρξε σύγχυση με τη λέξη θεραπευτής, μια και οι αρχές του κινήματος φαίνονται να προέρχονται απευθείας από τον Βουδιστικό ασκητισμό. Είναι επίσης πιθανό να είναι απόγονοι των απεσταλμένων του Ασόκα στη Δύση. Ο φιλόσοφος Ηγησίας ο Πεισιθάνατος της Κυρήνης, όπου εξουσίαζε ο Μάγας της Κυρήνης, θεωρείται πως είχε επηρεαστεί από τις διδαχές των Βουδιστών απεσταλμένων του Ασόκα.
Έχουν επίσης ανακαλυφθεί επιτύμβιες στήλες στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου οι οποίες χρονολογούνται στην Πτολεμαϊκή περίοδο, και είναι διακοσμημένες με απεικονίσεις του τροχού της Ντάρμα, το οποίο αποτελεί Βουδιστικό σύμβολο, πιθανώς όμως να υπάρχει και σύγχυση με τον οκτάφυλλο Μακεδονικό ρόδακα ο οποίος έχει σχετικά παρόμοιο σχήμα. Σε επίπεδο θρησκειών, τα φιλοσοφικά συστήματα του Βουδισμού και του Χριστιανισμού έχουν εξελιχθεί με πολύ διαφορετικούς τρόπους.
Ωστόσο οι θεμελιώδεις αρχές του σεβασμού προς τη ζωή, σεβασμό για τους αδυνάτους, απόρριψη της βίας, συγχώρεση των αμαρτωλών, και ανοχή, είναι χαρακτηριστικά και των δύο, και αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπήρξε αλληλοεπηρεασμός κατά τα πρώιμα χρόνια, και ιδίως στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΔΙΣΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Η Ελληνοβουδιστική τέχνη είναι η καλλιτεχνική έκφραση του Ελληνοβουδισμού, που είναι ουσιαστικά πολιτισμικός συγκρητισμός ανάμεσα στην κλασική Ελληνική κουλτούρα και τον βουδισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε σε μια περίοδο μεγαλύτερη της χιλιετίας στην Κεντρική Ασία, ανάμεσα στις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον 4ο αιώνα ΠΚΕ, και στις Ισλαμικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα. Η Ελληνοβουδιστική τέχνη χαρακτηρίζεται από τον ισχυρό ιδεαλιστικό ρεαλισμό της Ελληνιστικής τέχνης και τις πρώτες αναπαραστάσεις του Βούδα με ανθρώπινη μορφή, πράγμα που βοήθησε στον ορισμό του καλλιτεχνικού (και ειδικότερα του γλυπτικού) κανόνα για τη Βουδιστική τέχνη διαμέσου της ασιατικής ηπείρου έως σήμερα.
Αποτελεί επίσης ένα ισχυρό παράδειγμα πολιτισμικού συγκρητισμού ανάμεσα στις ανατολικές και δυτικές παραδόσεις. Η καταγωγή της ελληνοβουδιστικής τέχνης θα πρέπει να αναζητηθεί στο Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής (250 ΠΚΕ – 130 ΠΚΕ), που βρίσκονταν στο σημερινό Αφγανιστάν, από το οποίο δημιουργήθηκε το μετέπειτα Ινδοελληνικό βασίλειο (180 ΠΚΕ -10 ΠΚΕ). Υπό την κυριαρχία των Ινδοελληνικών βασιλέων και μετέπειτα της Αυτοκρατορίας των Κουσάν, η αλληλεπίδραση της Ελληνικής και Βουδιστικής κουλτούρας άνθισε στην περιοχή της Γανδάρα, στο σημερινό βόρειο Πακιστάν, πριν εξαπλωθεί περαιτέρω μέσα στην Ινδία, επηρεάζοντας την τέχνη της περιοχής Μαθούρα του Ουτάρ Πραντές, και στη συνέχεια την Χίντου τέχνη της Αυτοκρατορίας Γκούπτα, η οποία επρόκειτο να επεκταθεί στην υπόλοιπη νοτιοανατολική Ασία.
Η επίδραση της Ελληνοβουδιστικής τέχνης απλώθηκε επίσης βόρεια προς την Κεντρική Ασία, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό την τέχνη του Ταρίμ, και ουσιαστικά τις τέχνες στην Κίνα, την Κορέα και την Ιαπωνία.
Η ΧΡΥΣΗ ΦΑΛΑΓΓΑ ΤΗΣ ΒΑΚΤΡΙΑΣ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΗ ΒΑΚΤΡΙΑ
Βακτρία, ένα όνομα που στους περισσότερους από μας φέρνει στο νου ελάχιστες και συγκεχυμένες μνήμες από την ιστορία των γυμνασιακών χρόνων και συγκεκριμένα από τη δεκάχρονη εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου. Και όμως, σ’ αυτή τη θρυλική χώρα ο Ελληνισμός έζησε μια από τις πιο δραματικές και λιγότερο γνωστές περιπέτειές του. Κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών χρόνων, μετά το θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη, οι Έλληνες που έμειναν στη Βακτρία και στις γύρω περιοχές κατόρθωσαν να συμβιώσουν αρμονικά και να συγχωνευτούν με τους ιθαγενείς με τρόπο μοναδικό, πραγματοποιώντας έτσι το όραμα του νεαρού κοσμοκράτορα.
Μια αρχαιολογική ανακάλυψη που έγινε το 1978, αλλά έγινε γνωστή στο πλατύ κοινό πριν λίγα χρόνια, ρίχνει νέο φως στην περίοδο που ακολούθησε την Ελληνική κυριαρχία στη Βακτρία και στην επιρροή που αυτή άσκησε στα πέρατα σχεδόν της τότε γνωστής οικουμένης.
Ο αρχαιολογικός Θησαυρός του Τίλια Τεπέ
Ο αρχαιολογικός θησαυρός που ανακαλύφθηκε στο Τίλια Τεπέ είναι συλλογή που περιλαμβάνει περίπου 20.000 χρυσά κτερίσματα και στολίδια που βρέθηκαν σε έξι τάφους (πέντε γυναικών και ενός άνδρα), με εξαιρετικά πλούσια κοσμήματα, που χρονολογείται ανάμεσα στον 1ο αιώνα π.Χ. και στον 1ο αιώνα μ.Χ.. Σύμφωνα με Έλληνες αρχαιολόγους, όπως ο Μανόλης Ανδρόνικος, οι τάφοι αυτοί θεωρήθηκαν ως βασιλικοί και ονομάσθηκαν Βασιλικοί τάφοι στη Βακτριανή. Συνολικά από τις ανασκαφές ανακτήθηκαν αρκετές χιλιάδες κομμάτια από κοσμήματα, κυρίως κατασκευασμένα από υλικά, όπως χρυσός, τιρκουάζ και / ή λάπις λάζουλι.
Στα ευρήματα περιλαμβάνονται επίσης νομίσματα, περιδέραια με πολύτιμους λίθους, ζώνες, μετάλλια και στέμματα – κορώνες. Έχει ήδη προγραμματιστεί η κατασκευή ενός νέου μουσείου στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, την Καμπούλ, όπου τελικά ο χρυσός αυτός θησαυρός της Βακτριανής, όπως και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, θα εκτίθενται εκεί μόνιμα. Η βαριά οχυρωμένη πόλη της Γιεμσί Τεπέ (Yemshi-Tepe), μόλις πέντε χιλιόμετρα βορειοανατολικά της σύγχρονης Σιμπεργκχάν στο δρόμο προς Άκτσα, απέχει μόνο μισό χιλιόμετρο από τη Νεκρόπολη της Τιλλιά-Τεπέ.
Χρονολογίες και Ιστορικό Πλαίσιο
Η περιοχή του Τίλια Τεπέ θεωρείται ότι ανήκε στους Σάκες (αρχαία Ελληνικά: Σάκαι, Σακάς, Λατινικά: Sacae Αγγλικά Saka, παλαιά Περσικά Sakā, Σανσκριτικά शाक Śāka, παλαιά Κινέζικα Sək), που ήταν Σκύθες της Ασίας, και που πιθανόν αργότερα μετανάστευσαν προς την Ινδία, όπου έγιναν γνωστότεροι ως Ινδο-Σκύθες, Ορισμένοι προτείνουν την φυλή των Γιουέζι (Yuezhi, και εν συνεχεία φυλή των Κουσάν) ή ότι ήταν μέρος της ανατολικής Παρθίας. Αρκετά νομίσματα που ανεβρέθηκαν στις ανασκαφές χρονολογούνται μέχρι και τις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ., (δεν υπάρχει μεταγενέστερο εύρημα), γεγονός που υποδηλώνει ως πιθανό χρόνο της ταφής τον 1ο αιώνα μ.Χ..
Η ταφή θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε Σκύθες ή Πάρθους ή άλλες φυλές της ευρύτερης περιοχής της Παρθίας ή μπορεί να αντιστοιχεί στην εξαφανισμένη τοπική φυλή και εν συνεχεία και βασιλική δυναστεία των Γιουέζι συγγενική ή ταυτιζόμενη με τη φυλή, που ήταν γνωστή ως Τοχάριοι. Η περίοδος αυτή αντιστοιχεί επίσης στην εποχή μετά τις κατακτήσεις όλων των άλλων ηγεμόνων που ήταν επικεφαλής, δηλαδή «ξίχου» (xihou) ή «πρίγκιπες» στη Δαξία ή Ντα Ξια (αρχαία Ελληνικά Βακτρία ή Βακτριανή, η Ελληνιστική απόδοση της παλαιάς Περσικής Bāxtriš), που ήταν το όνομα που είχε δοθεί στην περιοχή Βακτρία από την Κινεζική Δυναστεία Χαν.
Ηγεμόνας της περιοχής ήταν ο Κουζουλού Καδφιζού (γλώσσα Κουσάν Κοζουλου Καδφιζου, επίσης Κοζολα Καδαφες, γλώσσα Πάλι: Kujula Kasasa, αρχαία Κινεζικά 丘就卻, Qiujiuque), που βασίλεψε μεταξύ του 30 – 80 μ.Χ. και ήταν πρίγκιπας της φυλής και δυναστείας των Κουσάν,. Αυτός ένωσε την φυλή των Γιουέζι κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ. και έγινε πρώτος Αυτοκράτορας του Κουσάν. Ο Κουζουλού Καδφιζού διαδέχθηκε στην μεν μία περιοχή, αυτή της φυλής των Κουσάν, έναν από τους πέντε ηγέτες τους, που ήταν ο Ηραίος, στην άλλη περιοχή που ήταν το Ινδοπαρθικό Βασίλειο συνέχισε την εξουσία που πριν κατείχε ο Γονδόφαρις Α’ ή Γονδόφαρης.
Πρωτεύουσά του ήταν η Αλεξάνδρεια στον Καύκασο ή Αλεξάνδρεια η εν Παροπαμισάδες. Η Αλεξάνδρεια αυτή βέβαια είχε γίνει προγενέστερα πρωτεύουσα του Ελληνοϊνδικού Βασιλείου των Ευκρατιδών, όταν αυτοί εκδιώχθηκαν από τη Βακτριανή από τους Γιουέζι το 140 π.Χ.. Αρκετά αργότερα, με την έναρξη της Ισλαμικής περιόδου στο Αφγανιστάν ή κατά τον Μεσαίωνα, σταδιακά μετονομάσθηκε σε Καπίσα – Μπαγκράμ.
Αρχαιολογικά Ευρήματα
Το βροχερό φθινόπωρο του 1978 μια ομάδα Αφγανών και Σοβιετικών αρχαιολόγων, σκάβοντας σε ένα ύψωμα, γνωστό ως Τίλια Τεπέ «Χρυσός Λόφος», βρήκε τυχαία τους τάφους οκτώ αρχαίων που είχαν ζήσει εκείνη την άγνωστη περίοδο, περίπου 2.000 χρόνια πριν. Και μαζί με τα οστά τους βρήκαν και έναν ολόκληρο θησαυρό που τους συνόδευε στη μετά θάνατον ζωή: περισσότερα από 20.000 χειροποίητα αντικείμενα, κυρίως από χρυσό και ημιπολύτιμους λίθους. Ένα θησαυρό με τέτοιο καλλιτεχνικό και περιγραφικό πλούτο ώστε απλώς το να μιλήσεις γι’ αυτόν σήμαινε ότι ήδη άρχιζες να κατανοείς το μακρινό εκείνο παρελθόν.
Προτού όμως προλάβουν οι αρχαιολόγοι να κάνουν γύψινα εκμαγεία των αντικειμένων, προτού αυτά μελετηθούν ή επιδειχθούν κάπου, πόλεμος και σύγχυση έπεσαν πάνω στο Αφγανιστάν. Σήμερα η ανεκτίμητη λεία από τον Τίλια Τεπέ βρίσκεται στην Καμπούλ, αλλά είναι άγνωστο σε ποια κατάσταση και οι μελετητές δεν μπορούν να την προσεγγίσουν. Η μικτή Σοβιετο-Αφγανική αποστολή είχε ως στόχο να εξετάσει τις αρχαιότητες που βρίσκονται θαμμένες στη θρυλική Βακτριανή Πεδιάδα, που κάποτε ήταν ένα σημαντικό σταυροδρόμι στο Δρόμο του Μεταξιού. Αυτός άρχιζε από τα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τελείωνε στις κινέζικες πόλεις, που τις προστάτευε το Σινικό Τείχος.
Ο καταυλισμός των αρχαιολόγων ήταν κοντά στο Σεμπεργκάν, ένα μεγάλο χωριό στην άνυδρη πεδιάδα που απλώνεται ανάμεσα στους γυμνούς λοφίσκους στους πρόποδες του Ιντοκούς (του Ινδικού Καύκασου) και στις στέπες του Αμού Νταριά (του Όξου της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Το Σεμπεργκάν βρίσκεται στα σύνορα του Αφγανιστάν και είναι βουλιαγμένο στη φτώχεια. Βαμβακοχώραφα τελειώνουν δίπλα στα πλιθόκτιστα σπίτια και έμποροι κάθονται στωικά ανάμεσα σε σωρούς από καρπούζια και μελιτζάνες στο κεντρικό παζάρι. Όταν πέφτει η νύχτα, καθετί είναι ακίνητο. Οι γείτονες κουβεντιάζουν ανάμεσα στα σπίτια μέσα στο σκοτάδι και συμμορίες πεινασμένων σκυλιών τριγυρνούν στους δρόμους.
Έτσι τουλάχιστον ήταν μέχρι να αρχίσει ο πόλεμος στο Αφγανιστάν. Έμοιαζε με τη Βακτρία, όπως αυτή θα πρέπει να ήταν κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε την Ελληνιστική. Εννιά χρόνια οι αρχαιολόγοι έσκαβαν στα υψώματα γύρω από το Σεμπεργκάν. Οι ανασκαφές άρχισαν από μια προφανή τοποθεσία που ονομάζεται Γιέμσι Τεπέ, όπου βρίσκονταν τα ερείπια μιας μεγάλης πόλης του 1ου αιώνα μ.Χ. Μέσα στα τείχη οι αρχαιολόγοι βρήκαν μια ακρόπολη που πιθανώς να ήταν το παλάτι του τοπικού ηγεμόνα, ο οποίος έλεγχε μια ομάδα μικρότερων χωριών που σήμερα φαίνονται σαν εξογκώματα στην ηλιοψημένη γη.
Μια ημέρα ο Ελληνικής καταγωγής Σοβιετικός αρχαιολόγος Βίκτορ Ιβάνοβιτς Σαριγιαννίδης βρήκε σε ένα γειτονικό λόφο το θραύσμα ενός πήλινου σκεύους που έμοιαζε με άλλα που είχε δει σε άλλες ανασκαφές, τα οποία όμως είχαν ηλικία τριών χιλιάδων ετών, ανήκαν δηλαδή στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Οι ανασκαφές που ακολούθησαν έφεραν στο φως ένα χωριό του τρίτου αιώνα π.Χ. Κάτω όμως από αυτό εμφανίστηκε το περίγραμμα ενός ογκώδους οικοδομήματος με τείχη και πυργίσκους. Μέσα σ’ αυτό, ανάμεσα σε μια διπλή σειρά κιόνων, υπήρχε ένας πλιθόκτιστος βωμός σκεπασμένος από στάχτες. Σίγουρα αυτός ήταν ένας ναός για τη λατρεία της φωτιάς, που είχε κτιστεί 3.200 χρόνια πριν.
Στα τέλη του 1978, ενώ άρχιζε ο εμφύλιος πόλεμος στο Αφγανιστάν και τα σύννεφα που έρχονταν από το Ιντοκούς γίνονταν όλο και πιο σκοτεινά, προμηνύοντας τις μακρές, βαριές βροχές του χειμώνα, ένα ψιλόβροχο έφερε στην επιφάνεια σκουριασμένα κομμάτια σιδερένιων λωρίδων από τις οποίες προεξείχαν καρφιά. Μόλις ο καιρός καθάρισε, ένας εργάτης βρήκε ξαφνικά ένα δίσκο που έλαμπε ανάμεσα σε σβόλους υγρής γης. Σύντομα ένας τάφος αναδύθηκε κάτω από τα εργαλεία των αρχαιολόγων. Το πρώτο που αντίκρυσαν ήταν το κρανίο μιας νεαρής γυναίκας, ηλικίας 25 – 30 χρονών.
Πιθανόν να ήταν μια πριγκίπισσα γιατί τριγύρω της υπήρχαν στρώματα χρυσών κοσμημάτων και καλλωπιστικών στολιδιών που είχαν καταρρεύσει μαζί με το εξαφανισμένο πλέον ένδυμά της. Οι αρχαιολόγοι έμειναν έκπληκτοι μπροστά στη λαμπρότητα των περίτεχνων αυτών κοσμημάτων.
ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ
Γνωρίζουμε πως τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν, εμφανίστηκαν στη Βακτριανή Πεδιάδα οι πρώτες γεωργικές φυλές. Μια από αυτές πρέπει να έκτισε το ναό της φωτιάς. Κατά τη διάρκεια των επόμενων χιλίων χρόνων ο ναός ξανακτίστηκε αρκετές φορές. Όταν έπαψε να χρησιμοποιείται, οι πλιθόκτιστοι τοίχοι κατέρρευσαν και σχημάτισαν ένα χαμηλό σωρό. Ο Τίλια Τεπέ έμεινε απείραχτος για 600 χρόνια μέχρι που ένα μικρό χωριό κτίστηκε πάνω στα υπολείμματα του ναού, που είχε ξεχαστεί προ πολλού. Το χωριό δεν διάρκεσε πολύ και στο τέλος έγινε και αυτό ερείπια. Έτσι παρέμεινε για 400 χρόνια, μέχρι το 100 μ.Χ., όταν σκάφτηκαν οι «χρυσοί» τάφοι.
Τον καιρό που ο Τίλια Τεπέ στεκόταν έρημος και εγκαταλειμμένος, η Βακτρία πέρασε από τα χέρια της Περσικής δυναστείας των Αχαιμενιδών στον Μέγα Αλέξανδρο. Αξίζει να αναφέρουμε πως ο νεαρός στρατηλάτης παντρεύτηκε μια Βακτριανή πριγκίπισσα, τη Ρωξάνη, θέλοντας να δείξει πως το όνειρό του δεν ήταν να κατακτήσει τους λαούς της Ανατολής αλλά να παντρέψει τον Ελληνισμό με την Ανατολή. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Βακτρία πέρασε στην κυριαρχία των Σελευκιδών που είχαν ως έδρα τους τη Συρία. Η μεγάλη όμως απόστασή της από τα κύρια διοικητικά κέντρα των Σελευκιδών, ο πλούτος και ο μεγάλος πληθυσμός της επέτρεπαν στον εκάστοτε Έλληνα κυβερνήτη της να είναι σχετικά ανεξάρτητος από την κεντρική εξουσία των Σελευκιδών.
Τελικά μετά από μερικές δεκαετίες η Βακτρία έγινε ένα ανεξάρτητο κράτος με Έλληνα ηγεμόνα, γνωστό ως Ελληνο-Βακτριανό βασίλειο. Οι ίδιοι λόγοι που επέφεραν την ανεξαρτητοποίησή της, καθώς και η ανάγκη αντιμετώπισης του νομαδικού κινδύνου, ένωσαν στη Βακτρία και στις άλλες ανατολικές σατραπείες το Ελληνικό με το ντόπιο στοιχείο με αποτέλεσμα να πραγματωθεί σ’ αυτές το όνειρο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Αντίοχος ο Γ’ ήρθε να αποκαταστήσει στη Βακτρία την κυριαρχία των Σελευκιδών, ο τότε Έλληνας σατράπης Ευθύδημος τον αντιμετώπισε με 10.000 ιππείς που στο μεγαλύτερο μέρος τους ανήκαν στην ντόπια αριστοκρατία των Βακτριανών.
Αντλώντας δύναμη από αυτή την πηγή το Ελληνο-Βακτριανό βασίλειο γνώρισε μεγάλες και ένδοξες στιγμές. Η Βακτρία δεν έμοιαζε με το σημερινό βόρειο Αφγανιστάν, με το οποίο ως ένα βαθμό αντιστοιχεί. Εκεί όπου σήμερα υπάρχουν έρημοι και στέπες, υπήρχε μια καταπράσινη γόνιμη χώρα για την οποία ο Στράβωνας αναφέρει ότι ευδοκιμούσαν όλα τα φυτά και τα δέντρα εκτός από την ελιά. Επίσης ήταν το επίκεντρο των μεγάλων εμπορικών δρόμων. Καραβάνια από δασύτριχα άλογα και καμήλες μετέφεραν τα αγαθά και τους θησαυρούς της Ανατολής και της Ινδίας -πολύτιμους λίθους, μετάξι και μπαχαρικά από την Ανατολή και αρωματικές ρητίνες, σανταλόξυλο και εξωτικά ζώα από την Ινδία- για να τα ανταλλάξουν με δυτικά αγαθά.
Οι Έλληνες έδωσαν ιδιαίτερη ώθηση στο εμπόριο κόβοντας σε μεγάλη κλίμακα νομίσματα, που πολλές φορές διακρίνονται και για την καλλιτεχνική τους αξία. Επίσης πολλά από τα καλύτερα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού μεταλαμπαδεύτηκαν και βρήκαν γόνιμο έδαφος στη Βακτρία και στις γύρω περιοχές, φθάνοντας μέχρι και την Ινδία. Οι Έλληνες επέδρασσαν στους ντόπιους σε πολλούς τομείς -στην αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη μεταλλοτεχνία, την κεραμική κ.ά.- αλλά και δέχτηκαν πολλές επιρροές. Αξίζει να αναφέρουμε ότι υπάρχουν παραδείγματα Ελλήνων ηγεμόνων που αν δεν ασπάστηκαν, τουλάχιστον υποστήριξαν ντόπιες θρησκείες, όπως για παράδειγμα ο βασιλιάς Μένανδρος το Βουδισμό.
Την εποχή όμως που το Ελληνο-Βακτριανό βασίλειο άκμαζε, στην άλλη πλευρά της Ασίας συνέβαιναν γεγονότα που θα καθόριζαν τη μοίρα του. Στα σύνορα της Κίνας, εκεί όπου περιπλανώμενες φυλές συγκρούονταν για αιώνες, μια επιθετική ομάδα νομάδων, που ονομάζονταν Κουσανοί, εκδιώχτηκε από τους Ούνους προς τα δυτικά, μέσα στις ερημικές και απέραντες εκτάσεις της νότιας Σιβηρίας. Εκεί οι Κουσανοί συνάντησαν τους Σκύθες, μια άλλη νομαδική φυλή που εποφθαλμιούσε τις πλούσιες πόλεις των οάσεων των εμπορικών δρόμων που οδηγούσαν στο νότο αλλά δεν τολμούσε να δράσει μόνη της. Ενωμένες οι δυο φυλές πήραν θάρρος και διέσχισαν σαν θύελλα τις κεντροασιατικές στέπες αφήνοντας πίσω τους καμένα χωράφια και ανθρώπινη δυστυχία.
Όταν διέσχισαν τον Αμού Νταριά λεηλάτησαν τις πλούσιες Ελληνο-Βακτριανές πόλεις και οι Κουσανοί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Αν και στην αρχή περιφρονούσαν τη ζωή της πόλης και τον Ελληνικό πολιτισμό, οι νομάδες σταδιακά γοητεύτηκαν από τη σαγηνευτική Ελληνική παράδοση. Ξανάκτισαν τις πόλεις που είχαν λεηλατήσει και τελικά έμαθαν τους τρόπους του εμπορίου και έγιναν μεσάζοντες πάνω στους πανάρχαιους εμπορικούς δρόμους. Βολεμένοι στην πεδιάδα του Αμού Νταριά έπαιρναν φόρους από τα καραβάνια και αντάλλασσαν δικά τους αγαθό με αντικείμενα όπως αυτά που βρέθηκαν στις ανασκαφές.
Τελικά από τα ερείπια που οι ίδιοι είχαν προκαλέσει, δημιούργησαν μια μεγάλη Αυτοκρατορία. Για το διάστημα μεταξύ της Ελληνιστικής περιόδου και της άνθησης των Κουσανών, για την οποία υπάρχουν αρκετά στοιχεία, τα αρχαία αρχεία δεν αναφέρουν τίποτα. Καθώς αυτοί οι νομάδες πάσχιζαν να μάθουν τους τρόπους της αστικής ζωής, του εμπορίου και της Αυτοκρατορίας, οι χρονικογράφοι της Ρώμης δεν τους επισκέφθηκαν. Η περίοδος αυτή καλυπτόταν από σκοτάδι μέχρι σήμερα, που οι θησαυροί του Τίλια Τεπέ μας μετέφεραν ξεκάθαρα τους απόηχους εκείνης της εποχής.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΤΑΦΩΝ
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως έξι τάφους προτού διακοπούν από τον εμφύλιο πόλεμο το 1979. Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν πως πρόκειται πιθανότατα για το οικογενειακό κοιμητήριο των κυβερνητών ενός μεγάλου πριγκιπάτου των Κουσανών. Στον τάφο Νο 2 βρέθηκε μια γυναίκα. ηλικίας 30 – 40 χρονών, θαμμένη μέσα σε ένα απέριττο ξύλινο φέρετρο χωρίς σκέπασμα, από το οποίο είχε απομείνει μόνο το περίγραμμα. Όταν θάφτηκε η γυναίκα, ένα σάβανο στολισμένο με χρυσές πούλιες τυλίχτηκε σφιχτά γύρω από το σώμα της. Στο ένα δάχτυλο φορούσε ένα δαχτυλίδι για σφραγίδες που έφερε μια εικόνα της Αθηνάς. Το σαγόνι της είχε συγκρατηθεί στη θέση του με ένα πλατό χρυσό αντιστήριγμα και στο στήθος της υπήρχε ένας Κινέζικος καθρέφτης.
Ο αριθμός των κοσμημάτων, των στολιδιών και των άλλων χρυσών αντικειμένων που βρέθηκαν θαμμένα μαζί της μαρτυρεί ότι κατείχε μια πολύ υψηλή κοινωνική θέση. Στον τάφο Νο 3 υπήρχε μια άλλη γυναίκα, πιθανώς έφηβη. Στον τάφο Νο 4 ήταν θαμμένος ένας ψηλός πολεμιστής, ο μοναδικός άντρας που βρέθηκε. Στον τάφο Νο 5 υπήρχε μια νεαρή γυναίκα. Η σχετική έλλειψη στολιδιών υποδηλώνει ότι ανήκε σε κατώτερη κοινωνική τάξη. Στον τάφο Νο 6 υπήρχε μια άλλη γυναίκα, πιθανώς και αυτή μια πριγκίπισσα. που φορούσε ένα πτυσσόμενο στέμμα: ένα στέμμα κατάλληλο για τη νομαδική ζωή.
Το στέμμα αυτό, όπως και ο πλούτος των αντικειμένων στο δεύτερο τάφο, μαρτυρούν την υψηλή κοινωνική θέση των γυναικών στην κοινωνία των Κουσανών, πράγμα συνηθισμένο άλλωστε στις νομαδικές φυλές. Δυστυχώς ο πόλεμος δεν επέτρεψε στους αρχαιολόγους να ερευνήσουν έναν έβδομο τάφο και αργότερα έγινε γνωστό πως οι βροχές έφεραν στην επιφάνεια έναν όγδοο. Στην αρχή οι τάφοι μπέρδεψαν τους αρχαιολόγους: ήταν πολύ απλοί, σκέτοι λάκκοι με χωμάτινα τοιχώματα και ξύλινες σανίδες για να προστατεύουν τα φέρετρα. Επίσης, βρίσκονταν σε έναν λόφο όπου τίποτα δεν πρόδιδε την παρουσία τους. Αν και οι ντόπιοι γνώριζαν το ύψωμα με το όνομα «Χρυσός Λόφος», είχαν ξεχάσει το γιατί.
Ένας τάφος πρόσφερε κάποιο στοιχείο: τον είχαν συλήσει αρουραίοι και οι κοντινές φωλιές τους ήταν γεμάτες με χρυσές πούλιες. Ίσως οι αρουραίοι να είχαν σύρει λίγο χρυσό στην επιφάνεια, όπου τον βρήκαν κάποιοι αγρότες και από εκεί να πήρε ο λόφος το όνομά του. Γιατί λοιπόν να ταφεί τόσος πλούτος εδώ; κανονικά οι τάφοι θα έπρεπε να είναι μεγαλειώδεις και να βρίσκονται σε κάποια πόλη. Η απάντηση που δόθηκε είναι πως πρόκειται για ένα σκόπιμο καμουφλάζ. Οι τάφοι θα πρέπει να σκάφτηκαν μυστικά για να φιλοξενήσουν τους ντόπιους Κουσανούς κυβερνήτες, που γνώριζαν πολύ καλά την απληστία των άλλων. Όλοι οι τάφοι είναι ορατοί από το Γιέμσι Τεπέ, την κοντινή ακρόπολη που μπορεί να ήταν η τοπική πρωτεύουσα των Κουσανών.
Για να φυλάνε τους τάφους, οι κυβερνήτες είχαν απλώς να κοιτάξουν έξω από τα παράθυρα του παλατιού τους. Ίσως μέσα στα τείχη της πόλης να βρίσκονταν τα επίσημα μαυσωλεία. που θα ήταν όμως άδεια. Όπως και να ‘χει το πράγμα, οι τάφοι φύλαξαν καλά το μυστικό τους και τα πλούτη τους. Γιατί πράγματι έκρυβαν έναν ανεκτίμητο θησαυρό, και από άποψη πραγματικής αξίας αλλά και από αρχαιολογική άποψη. Ο χρυσός της Βακτρίας συγκλόνισε τον κόσμο των αρχαιολόγων. Συγκρίθηκε με τους θησαυρούς του τάφου του βασιλιά Τουταγχαμών στην Αίγυπτο. Τα αντικείμενα δεν βρέθηκαν σε κάποιο παλαιοπωλείο, απομονωμένα από τους ιδιοκτήτες τους ή την εποχή τους, αλλά εκεί όπου είχαν ταφεί.
Σε κανένα άλλο αρχαίο μέρος δεν έχουν βρεθεί επιτόπου τόσο πολλά και διαφορετικά αντικείμενα από τόσους πολλούς και διαφορετικούς πολιτισμούς: κοσμήματα με πρόσωπα Ελλήνων βασιλέων της Βακτρίας ή με Ελληνικούς Θεούς, Κινέζικοι καθρέφτες, ρωμαϊκά νομίσματα, μαχαίρια από τη Σιβηρία. Και η τοπική τέχνη της Βακτρίας, όπως την αποκάλυψαν τα τεχνουργήματα που βρέθηκαν στον Τίλια Τεπέ, είναι ένα ερεθιστικό αμάλγαμα επιρροών. Ποτέ δεν είχε βρεθεί ένα αντικείμενο σαν τη μικρή, στρουμπουλή χρυσή Αφροδίτη, που από άποψη σύλληψης είναι Ελληνική, αλλά έχει τα χαρακτηριστικά μη Ελληνικά φτερά μιας Βακτριανής Θεότητας και ένα Ινδικό σημάδι στο μέτωπο που δείχνει τη συζυγική της κατάσταση.
Τα ευρήματα μας δίνουν επίσης μια ιδέα για την τέχνη των πρώτων Καυσανών που κατοίκησαν στη Βακτρία μετά την κατάλυση του Ελληνο-Βακτριανού βασιλείου. Αυτοί έντυναν τους νεκρούς τους με βαρβαρική μεγαλοπρέπεια, διακοσμώντας τα περίτεχνα ενδύματα με εκατοντάδες χρυσές πούλιες και άλλα αντικείμενα. Συνήθως όμως η τέχνη τους ήταν αδέξια και καθρέφτιζε την πολιτιστική τους σύγχυση. Συχνά ο χρυσός άξιζε μόνο για το βάρος του. Μερικά βραχιόλια ζυγίζουν 300 γραμμάρια. Άλλα κοσμήματα που φοριούνταν στους αστραγάλους ζυγίζουν ένα ολόκληρο κιλό, αλλά στερούνται τέχνης. Καθώς οι Κουσανοί εκλεπτύνονταν πολιτιστικά, η παλιά τέχνη έγινε πάλι της μόδας.
Η καμέα ενός Ελληνο-Βακτριανού κυβερνήτη που βρέθηκε δεμένη σε ένα περιδέραιο ήταν μια παλιότερη πέτρα που ενσωματώθηκε σε ένα μεταγενέστερο σχέδιο. Οι Βακτριανοί τεχνίτες που δούλευαν για τους Κουσανούς ηγεμόνες δεν ήταν λιγότερο δεξιοτέχνες από τους προκατόχους τους, αλλά τους έλειπε μια δική τους ισχυρή πολιτιστική βάση. Δούλευαν για να ευχαριστήσουν τα γούστα των πελατών τους. Από τα χέρια τους βγήκαν έργα αυθεντικής τέχνης. Ακόμη και τα αντικείμενα που έμοιαζαν με τα Ελληνικά ή με εκείνα της Ελληνιστικής περιόδου, στερούνταν το αίσθημα της Ελληνικής τέχνης. Έργα αυθεντικής τέχνης, τα αντικείμενα του Τίλια Τεπέ εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να κρύβουν πολλά από τα μυστικά τους.
Δυστυχώς όμως δεν έχουν πάψει να βρίσκονται σε κίνδυνο. Λόγω του εμφύλιου πολέμου, η αρχαιολογική αποστολή αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο των ανασκαφών στις 8 Φεβρουαρίου 1979. Αμέσως σκοτάδι κάλυψε το θησαυρό και η τύχη του έγινε θέμα συζητήσεων. Από τη στιγμή της ανακάλυψης υπήρχαν φήμες πως ο χρυσός διοχετευόταν έξω από το Αφγανιστάν, μερικοί μάλιστα έλεγαν πως πήγαινε στη Σοβιετική Ένωση. Τελικά όμως αποκαλύφθηκε πως βρίσκεται στην Καμπούλ, όπου φωτογραφήθηκε στα 1982. Έκτοτε όμως αγνοείται η τύχη του. Στο μεταξύ, οι στρατιώτες που υποτίθεται πως φύλαγαν τον τόπο των ανασκαφών σύλησαν τους δυο τάφους της νεκρόπολης, όπου δεν είχαν γίνει ανασκαφές.
Αντικείμενα παρόμοια με αυτά που είχαν βρει οι αρχαιολόγοι, εμφανίστηκαν προς πώληση στην παράνομη αγορά αρχαίων αντικειμένων. Το τι συμβαίνει τώρα στο θησαυρό αφορά τη διεθνή κοινότητα. Αυτά τα αντικείμενα αξίζουν την προσεκτική μελέτη των ειδικών και θα πρέπει να τα δει ολόκληρος ο κόσμος για την ανεκτίμητη γνώση που μας αποκαλύπτουν. Η ιστορία τους δεν είναι απλώς Αφγανική ή Ελληνική ή Σοβιετική. Ο θησαυρός του Τίλια Τεπέ ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ
Πολλά από τα εκθέματα είναι σε μεγάλο βαθμό συγγενή με άλλα πρωτότυπα σκυθικής προέλευσης, όπως το βασιλικό στέμμα ή διάφορα διακοσμημένα μαχαίρια που ανακαλύφθηκαν στους τάφους. Αρκετές από τις σορούς βρέθηκαν με τελετουργικά διαμορφωμένη παραμόρφωση στο κρανίο, μία συνήθης και καλά τεκμηριωμένη πλέον σήμερα πρακτική την οποία ακολουθούσαν οι νομάδες της Κεντρικής Ασίας της περιόδου εκείνης. Η ανεύρεση Ελληνιστικών κοσμημάτων που είχαν μορφή τριτώνων με δελφίνια υποδεικνύει ότι τα ευρήματα έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τα περίφημα χρυσά αντικείμενα των Σκυθών που έχουν ανακαλυφθεί χιλιάδες χιλιόμετρα δυτικότερα από την περιοχή του Τίλια Τεπέ, κοντά στον Εύξεινο Πόντο, εκεί που βρισκόταν η αρχαία Χερσόνησος.
Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ ΤΟΥ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ
Πρόκειται για αρχαιολογικά ευρήματα – έργα τέχνης που προέρχονται από τέσσερις σηµαντικές διαφορετικές θέσεις, οι οποίες ανήκουν στα γεωγραφικά σύνορα του Αφγανιστάν:
ΑΠΩΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ
Ο θησαυρός, τόσο της περιοχής του Τίλια Τεπέ, αλλά και από τρεις ακόμα άλλες σηµαντικές διαφορετικές αρχαιολογικές θέσεις του Αφγανιστάν, που είχε τοποθετηθεί στην Καμπούλ, στο Εθνικό Μουσείο Αφγανιστάν, θεωρήθηκε ότι είχε απολεσθεί ή καταστραφεί κατά τη λεηλασία του μουσείου από τους Ταλιμπάν το 2000. Έτσι, η τύχη του θησαυρού του Τιλιά Τεπέ για πολλά χρόνια παρέμενε άγνωστη, σύμφωνα και με την αγωνιώδη μαρτυρία του πρώτου αρχαιολόγου Βίκτορα Σαριγιαννίδη, που τον έφερε στην επιφάνεια. Τελικά έγινε γνωστό ότι οι πολύτιμοι θησαυροί είχαν διασωθεί χάρη στην εχεμύθεια των συνεργατών του Εθνικού Μουσείου της Καμπούλ.
Μόλις το 2004 η κυβέρνηση της Καμπούλ παραδέχθηκε ότι οι πολύτιμοι θησαυροί δεν είχαν χαθεί και με διεθνή υποστήριξη στάθηκε δυνατόν από το 2006 να παρουσιαστούν με τη μορφή έκθεσης, αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Τορίνο, το Άμστερνταμ, στην Ουάσιγκτον, στο Σαν Φραντσίσκο, το Χιούστον και στην Οττάβα. Ένα μήνα μετά την Αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν, η τύχη των αρχαιοτήτων του Μουσείου της Καμπούλ απασχολεί τον διεθνή Τύπο και διατυπώνονται φόβοι για την τύχη του θησαυρού με τα χρυσά του Τιλιά Τεπέ καθώς και των άλλων συλλογών του μουσείου. Οι αρχαιότητες του Μουσείου της Καμπούλ και όχι μόνο τα χιλιάδες χρυσά του θησαυρού του Τιλιά Τεπέ είναι ελάχιστα γνωστές στη Δύση.
Γι’ αυτό ίσως αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για ένα πάμπλουτο μουσείο που φιλοξενούσε εκθέματα όλων των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν κατά περιόδους στα σκληρά εδάφη του Αφγανιστάν. Ανάμεσά τους σημαντικότατα Ελληνιστικά έργα και μια μοναδική στον κόσμο συλλογή Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών νομισμάτων, τα οποία δεν πρέπει να συγχέονται με τα επίσης σημαντικά χρυσά του Τιλιά Τεπέ, που έφερε στο φως το 1978 ο Ελληνικής καταγωγής Ρώσος αρχαιολόγος κ. Βίκτωρ Σαριγιαννίδης και φυλάσσονταν, για ένα τουλάχιστον διάστημα, στο ίδιο μουσείο.
Ο κ. Βίκτωρ Σαριγιαννίδης γεννήθηκε το 1929 στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, όπου σπούδασε και απεφοίτησε το 1949 από το πανεπιστήμιο με την ειδικότητα του αρχαιολόγου της Εγγύς Ανατολής. Εργάστηκε για ένα χρόνο στο Μουσείο της Σαμαρκάνδης και στη συνέχεια πήγε στη Μόσχα, όπου από το 1955 εργάζεται στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Από το 1949 ο κ. Σαριγιαννίδης συμμετείχε στις ανασκαφές στην Κεντρική Ασία και στο Αφγανιστάν, όπου αποκάλυψε το 1978 τους περίφημους πια βασιλικούς τάφους του 1ου αιώνα μ.Χ. στο Τιλιά Τεπέ με τον θησαυρό των 20.000 χρυσών κοσμημάτων και αντικειμένων.
Παράλληλα, ως προϊστορικός αρχαιολόγος, συνεχίζει τις ανασκαφές στην έρημο Καρα-Κουμ του Τουρκμενιστάν, όπου εντοπίστηκε η προϊστορική Μαργιανή των αρχών της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Φυσιογνωμικά ο κ. Σαριγιαννίδης μοιάζει περισσότερο Έλληνας παρά Ρώσος. Μιλάει ελάχιστα Ελληνικά. Ο ίδιος λέει ότι οι τάφοι του 1ου αιώνα μ.Χ. στο Τιλιά Τεπέ βρέθηκαν τυχαία και χρονολογούνται σε μια περίοδο που δεν είναι της ειδικότητάς του. Εν τούτοις, τα ευρήματα των τάφων του Τιλιά Τεπέ δεν παύουν να είναι συνταρακτικά, όπως δεν παύει η πνευματική ιδιοκτησία τους να ανήκει στον κ. Σαριγιαννίδη. Η αφήγησή του μεταφράζεται από την αδελφή του, κυρία Ίνα Σαριγιαννίδη.
Η ανασκαφή του Τιλιά Τεπέ κράτησε τέσσερις περίπου μήνες. Στον τύμβο (Τεπέ) εντοπίστηκε μια συστάδα εννέα τάφων και ως τον Φεβρουάριο του 1979 οι αρχαιολόγοι πρόφθασαν και ανέσκαψαν τους έξι. Από αυτούς τους έξι τάφους προέρχονται τα περίπου 20.000 χρυσά κοσμήματα, κύπελλα κτλ. Η έρευνα διακόπηκε στα τέλη Φεβρουαρίου του 1979 όταν άρχιζε η περίοδος των βροχών. Η ανασκαφή λοιπόν έκλεισε και οι αρχαιολόγοι μετέφεραν τα ευρήματα στην Καμπούλ αφήνοντας στον τύμβο τρεις ανεξερεύνητους τάφους με την προοπτική να επιστρέψουν το ερχόμενο φθινόπωρο και να συνεχίσουν την έρευνα. Τους πρόφθασε όμως ο πόλεμος.
«Δεν πρόλαβα να τα μελετήσω και να τα δημοσιεύσω» λέει ο κ. Σαριγιαννίδης, «όμως μόλις φύγαμε εμείς, πήγε στην Καμπούλ μια αντιπροσωπεία Ιαπώνων επιστημόνων και δημοσιογράφων και φωτογράφισαν τα χρυσά που είχαμε παραδώσει και φυλάγονταν στο Μουσείο της Καμπούλ. Αυτοί δημοσίευσαν φωτογραφίες των ευρημάτων μου στον Ιαπωνικό Τύπο, αλλά καθώς δεν γνώριζαν τι είναι το κάθε εύρημα με αναζήτησαν και με προσκάλεσαν να πάω στο Τόκιο και να συνεργαστώ μαζί τους, πράγμα που φυσικά δεν δέχθηκα». Οι δημοσιεύσεις στην Ιαπωνία σταμάτησαν ύστερα από παρέμβαση της Σοβιετικής κυβέρνησης, συνεχίστηκαν όμως αλλού.
«Δύο χρόνια μετά την ιστορία με τους Ιάπωνες, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος έγραψε σε μια Αμερικανική εφημερίδα για τις ανασκαφές μου. Και στο δημοσίευμά του υποστήριξε ότι δήθεν εγώ έφερα όλα τα ευρήματα από το Αφγανιστάν στη Μόσχα, στην Εραλδική Αίθουσα του Κρεμλίνου, όπου οι Σοβιετικοί έβγαλαν εκμαγεία, κράτησαν τα αυθεντικά και έστειλαν πίσω στην Καμπούλ αντίγραφα. Το δημοσίευμα κατακρίθηκε από όλον τον επιστημονικό κόσμο ως ψευδές και οι διαδόσεις καταλάγιασαν για ένα μεγάλο διάστημα».
Από τη Σοβιετική εισβολή όμως ως σήμερα το Αφγανιστάν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, το Μουσείο της Καμπούλ έχει πληγεί από οβίδες και πολλές αρχαιότητες έχουν καταστραφεί ή λεηλατηθεί. Είναι φυσικό λοιπόν ο κόσμος να ανησυχεί για την τύχη των αρχαίων του Μουσείου αλλά κυρίως για τα πολύτιμα ευρήματα του Τιλιά Τεπέ. Ο κ. Σαριγιαννίδης υποστηρίζει ότι αρχικά ο θησαυρός των χρυσών φυλάχτηκε στο Μουσείο της Καμπούλ, μετά στο θησαυροφυλάκιο στα υπόγεια της Εθνικής Τράπεζας του Αφγανιστάν και για ένα διάστημα και στο Προεδρικό Μέγαρο. Λέει:
«Αργότερα μετέφεραν τα χρυσά στο Προεδρικό Μέγαρο όπου τα εκθέσανε σε μια αίθουσα και εκεί έδειχναν την έκθεση στους επισήμους. Όταν εμείς οι αρχαιολόγοι φύγαμε την άνοιξη του 1979 από την Καμπούλ, αφήσαμε τα αρχαία στο Μουσείο αφού προηγουμένως καταγράψαμε όλα τα ευρήματα. Υπολογίζαμε να επιστρέψουμε για να συνεχίσουμε την ανασκαφή των υπόλοιπων τριών τάφων φθινόπωρο του 1979. Η εισβολή ανέτρεψε τα σχέδιά μας». Στην Καμπούλ ξαναγύρισε ο Βίκτωρ Σαριγιαννίδης τρία χρόνια αργότερα και λέει: «Όταν επέστρεψα το 1982 στην Καμπούλ για να βγάλω φωτογραφίες των ευρημάτων μου, τα βρήκα όλα στο Μουσείο. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό. Ίσως να τα μετέφεραν επίτηδες όταν έμαθαν πως θα πήγαινα».
Γύρισε στη Μόσχα με τις φωτογραφίες και το 1985 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του για τον θησαυρό στα Αγγλικά. Είναι το «Bactrian Gold» του εκδοτικού οίκου Aurora Art Publishers του Λένινγκραντ. Δέκα χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε στα Ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Αδελφών Κυριακίδη της Θεσσαλονίκης ένα άλλο βιβλίο με τίτλο «Βασιλικοί Τάφοι στη Βακτριανή», το οποίο είχε προλογίσει ο Μανόλης Ανδρόνικος. Πάλι όμως κεντρίστηκε το διεθνές ενδιαφέρον για την τύχη του θησαυρού και έτσι, μετά τους Ιάπωνες και τους Αμερικανούς, ήρθαν και οι Γάλλοι. Το 1989 δημοσιεύθηκε στον Γαλλικό «Monde» ένα μεγάλο άρθρο για τα χρυσά του Τιλιά Τεπέ.
«Σ’ αυτό το άρθρο ο Γάλλος δημοσιογράφος υποστήριζε ότι είχε δει ο ίδιος με τα μάτια του τα Σοβιετικά στρατεύματα να φορτώνουν σε καμιόνια κασόνια με τα χρυσά ευρήματα για να πάνε στη Σοβιετική Ένωση. Πρόκειται για μεγάλο ψέμα και απορώ πώς μια τόσο έγκυρη εφημερίδα το δημοσίευσε», κατέληξε ο ανασκαφέας που πρόσθεσε ότι και αυτή τη διάδοση την διέψευσε η Σοβιετική εφημερίδα «Κουλτούρα». Από την άλλη μεριά στο ερώτημα πώς εξηγείται ότι σε παζάρι του Πακιστάν αλλά και σε παλαιοπωλεία της Ευρώπης εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια διάφορα χρυσά από το Τιλιά Τεπέ.
Ο κ. Σαριγιαννίδης υποστηρίζει ότι θα πρέπει να προέρχονται από τους τρεις ανεξερεύνητους από εκείνον τάφους του τύμβου, οι οποίοι υποθέτει ότι συλήθηκαν μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών αρχαιολόγων. «Έχω πληροφορίες ότι μετά από εμάς λεηλατήθηκαν οι δύο αν όχι και οι τρεις τάφοι που δεν προφθάσαμε να ανασκάψουμε» καταλήγει.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΡΓΙΑΝΗΣ
Σήμερα η τύχη του θησαυρού του Τιλιά Τεπέ παραμένει άγνωστη. Κοντά όμως στην αρχαία Βακτρία, από την άλλη πλευρά των συνόρων που χωρίζουν το Αφγανιστάν από το Τουρκμενιστάν, ο κ. Βίκτωρ Σαριγιαννίδης διεξάγει ανασκαφές στο Καρα-Κουμ. Εκεί αποκαλύφθηκε η αρχαία Μαργιανή, όπου βρέθηκαν ανάκτορο, φρούρια και οικισμοί και ένα τεράστιο νεκροταφείο. Τα ευρήματα χρονολογούνται στην πρώιμη περίοδο του Χαλκού. «Ερευνούμε τώρα ένα τεράστιο νεκροταφείο με 2.500 τάφους, που είναι το μεγαλύτερο της Κεντρικής Ασίας» λέει. Χρονολογικά ο πολιτισμός της Μαργιανής τοποθετείται στο γύρισμα της 3ης προς τη 2η χιλιετία π.Χ. και είναι σχετικός με τον Κρητομυκηναϊκό.
Από τα σημαντικότερα ευρήματα του φετινού φθινοπώρου είναι ένας κυλινδρικός σφραγιδόλιθος από αχάτη, ο οποίος φέρει επιγραφή σε μια άγνωστη γλώσσα, ενώ εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι επίσης ένα χάλκινο κεφάλι αλόγου, ίσως από βασιλικό σκήπτρο, και μια αργυρή σάλπιγγα που πιστεύεται ότι χρησίμευε για την εκπαίδευση αλόγων για παρελάσεις, πράγμα που δείχνει την υψηλή ανάπτυξη του πολιτισμού της Μαργιανής.
Ο ΠΕΡΙΟΔΕΥΩΝ ΘΗΣΑΥΡΟΣ – ΕΚΘΕΣΕΙΣ
Ο θησαυρός περιόδευσε μεταξύ των ετών 2007 – 2009 στο Musée Guimet στο Παρίσι, στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Ουάσιγκτον, το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο, το Μουσείο Καλών Τεχνών τουΧιούστον, στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στην Νέα Υόρκη και αλλού. Κάποια από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα είναι μέρος της περιοδεύουσας έκθεσης με τίτλο «Αφγανιστάν: Κρυμμένοι θησαυροί από το Εθνικό Μουσείο της Καμπούλ» ή «Αφγανιστάν: Σταυροδρόμια του αρχαίου κόσμου», η οποία ήταν από τις πρώτες διεθνείς εμφανίσεις του θησαυρού το 2006 στο «Μουσείο της Γαλλίας Guimet» στο Παρίσι.
Η έκθεση υποστηρίχθηκε από τη National Geographic και συνέχισε επίσης στην «Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον» από τις 25 Μαΐου 2008 – 7 Σεπτεμβρίου 2008. Στη συνέχεια από 24 Οκτωβρίου 2008 ως την 25η Ιανουαρίου του 2009 η συλλογή ήταν στο «Μουσείο Ασιατικής Τέχνης» του Σαν Φρανσίσκο και από τις 22 Φεβρουαρίου ως τις 17 Μαΐου 2009 ταξίδεψε στο «The Museum of Fine Arts» στο Χιούστον και στη συνέχεια στο «Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης» από τις 23 Ιουνίου 2009 ως τις 20 Σεπτεμβρίου 2009.
Εκτέθηκε επίσης στο «Canadian Museum of Civilization» στην Οττάβα, όπου πραγματοποιήθηκε έκθεση από τις 23 Οκτωβρίου 2009, στις 28 Μαρτίου, 2010, επίσης στο «Μουσείο της Βόννης» στη Γερμανία, από 11 Ιουνίου 2010 μέχρι 2 Ιανουαρίου 2011 και επίσης στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, από τις 3 Μαρτίου 2011 έως 3 Ιουλίου 2011.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΟΛΩΝ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε οραματιστεί τη δημιουργία μιας Αυτοκρατορίας που θα ένωνε πολιτικά και πολιτισμικά την Ελλάδα με την Ασία. Δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του λόγω του πρόωρου θανάτου του αλλά και εξαιτίας της αντίδρασης μερίδας των Μακεδόνων, οι οποίοι πίστευαν ότι οι Έλληνες και οι βάρβαροι δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ίσοι. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λεγόταν ότι ο Μένανδρος συνέχισε και, σε μεγάλο βαθμό, ολοκλήρωσε το έργο του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά σε αυτόν τον τομέα. Το Ελληνικό Βασίλειο της Ινδίας αποτέλεσε ένα κράτος με βασικό θεμέλιο την αρμονική σύζευξη διαφορετικών φυλών και πολιτισμών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ινδοί υπήκοοι του Μενάνδρου θεωρούσαν του εαυτούς τους Έλληνες και ως τέτοιοι αντιμετωπίζονταν από τους υπόλοιπους Ινδούς. Πάνω από όλα ο Μένανδρος ήταν ένας εξαιρετικός στρατιωτικός ηγέτης. Κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η σύλληψη φιλόδοξων πολεμικών σχεδίων, τα οποία έφερνε σε πέρας με επιμονή και αποφασιστικότητα. Αποδείχθηκε εξίσου ικανός στη διεξαγωγή αμυντικού πολέμου (αναχαίτιση του Ευκρατίδη) και στην πραγματοποίηση κεραυνοβόλων επιθετικών επιχειρήσεων (προέλαση ως τα Παλίβοθρα). Η διοίκηση και η διατήρηση της συνοχής του πολυφυλετικού στρατεύματός του σε κρίσιμες στιγμές, αποτελεί ένα ακόμα δείγμα των ηγετικών ικανοτήτων του.
Απομονωμένος στην καρδιά της Ασίας, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, ο Μένανδρος δεν έγινε ποτέ ευρέως γνωστός, παρά το μεγαλείο των κατορθωμάτων του. Υπήρξε ο μόνος Έλληνας βασιλιάς, μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, του οποίου το όνομα διατηρήθηκε στη λογοτεχνία των Ινδών. Στον δυτικό κόσμο, όμως, παρέμεινε γενικά αφανής. Μόνο σε μερικούς Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς υπάρχουν λίγες και συχνά αντιφατικές πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πλούταρχος, στο εδάφιο όπου περιγράφει τον θάνατο του Μενάνδρου, αναφέρεται σε αυτόν με τη φράση «κάποιος Μένανδρος».
Δηλαδή, σαν να επρόκειτο για ένα πρόσωπο αμφίβολης ταυτότητας για το οποίο είναι γνωστές μόνο φήμες και αόριστες πληροφορίες. Η Ιστορία δεν στάθηκε δίκαιη απέναντι σε αυτή την τόσο σημαντική προσωπικότητα του Ελληνισμού. Ενώ οι Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας υποτάσσονταν στους Ρωμαίους, ο Μένανδρος δημιουργούσε ένα ισχυρό Ελληνικό κράτος στην κεντρική Ασία, το οποίο σημάδεψε ανεξίτηλα την Ιστορία και τον πολιτισμό των λαών της. Τι απομένει από τη συναρπαστική περιπέτεια των Ελλήνων στην Κεντρική Ασία και στην Ινδία που μόνο σε αδρές γραμμές γνωρίζουμε;
Σίγουρα η ανάμνηση ενός ένδοξου παρελθόντος κατακτήσεων, ανάπτυξης του εμπορίου, μεταφύτευσης της Ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης και του Ελληνικού πολιτισμού σε περιοχές τόσο απομακρυσμένες από τον χώρο της Μεσογείου. Μια απίστευτα ενδιαφέρουσα ιστορία πολιτιστικής διάδρασης μεταξύ Ελληνικών, Ιρανικών και Ινδικών πληθυσμών για την οποία θα επιθυμούσαμε να μάθουμε πολύ περισσότερα από όσα μας επιτρέπουν οι πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας. Ο εκλεκτισμός των μορφών τέχνης που γεννήθηκαν χάρη στη συνάντηση αυτή. Ο θρησκευτικός και φιλοσοφικός συγκρητισμός που έφερε ίσως κοντά τη διδασκαλία του Βούδα με αυτήν του Δημόκριτου.
Και φυσικά η ελπίδα ότι η αρχαιολογική έρευνα στις περιοχές αυτές, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, ενδέχεται να προσφέρει κάποια στιγμή ευρήματα ικανά να φωτίσουν καλύτερα την κοινωνική οργάνωση και τον τρόπο σκέψης μιας μοναδικής ιστορικής περιόδου.