Αθλητικοί Αγώνες στην προϊστορία
Εισαγωγή
Αθλητικοί Αγώνες στην προϊστορία
Εισαγωγή
Ο Ιππίας από την Ηλεία, σοφιστής του 5ου αιώνα π.Χ., συγκρότησε τον πρώτο κατάλογο νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Σύμφωνα με αυτόν, το πρώτο αγώνισμα, ο δρόμος, διοργανώθηκε στην Ολυμπία για πρώτη φορά το 776 π.Χ. προς τιμήν του Ολύμπιου Δία. Από μεταγενέστερες αρχαίες πηγές γίνεται γνωστή η μεγάλη σημασία που απέκτησε σταδιακά ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. συγκαταλεγόταν στις μεγαλύτερες και πιο γνωστές πανελλήνιες διοργανώσεις…
Ωστόσο, οι Ολυμπιακοί δεν ήταν οι πρώτοι αγώνες στην ιστορία της Μεσογείου. Στην αρχαία Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία έχουν βρεθεί ανάγλυφα σκαλισμένα σε τάφους βασιλέων και ευγενών που φέρουν αθλητικές σκηνές, από τα οποία φαίνεται ότι οι λαοί αυτών των περιοχών είχαν τη δική τους μακρά παράδοση αθλητικών αγώνων. Δεν είχαν όμως καθιερώσει τακτικές εκδηλώσεις και, όταν συνέβη αυτό, πιθανότατα τις παρακολουθούσαν μόνο οι βασιλείς και η ανώτερη τάξη.
Στη Μινωική Κρήτη ιδιαίτερη μέριμνα δινόταν στη γυμναστική. Τα Ταυροκαθάψια και οι πτώσεις ήταν τα αγαπημένα αθλήματα των Μινωιτών, όπως φανερώνουν οι νωπογραφίες που διακοσμούν τα παλάτια τους. Άλλα αθλήματα ήταν οι αγώνες στίβου, πάλης και πυγμαχίας, όμως τέτοιες δραστηριότητες τελούνταν μάλλον σε τοποθεσίες κοντά στο παλάτι, πιθανόν από μέλη της τάξης των ευγενών.
Όλα τα Μινωικά αγωνίσματα υιοθετήθηκαν από τους Μυκηναίους που εισήγαγαν τις αρματοδρομίες και ορισμένα άλλα αγωνίσματα στίβου. Το άρμα ήταν εξαιρετικά σημαντικό στο Μυκηναϊκό κόσμο, αφού χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στον πόλεμο και στο κυνήγι, αλλά και σε θρησκευτικές και ταφικές τελετές.
Οι πρώτες γραπτές ενδείξεις αθλητικών αγώνων στον Ελληνικό κόσμο βρίσκονται στα Ομηρικά έπη. Ο Όμηρος, στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, παραθέτει ζωηρές περιγραφές των αγώνων που διοργανώθηκαν είτε ως μέρος, για παράδειγμα, των ταφικών τελετών για το νεκρό ήρωα Πάτροκλο είτε με άλλη αφορμή. Η εμφάνιση των πρώτων πόλεων-κρατών οδήγησε στη ραγδαία ανάπτυξη του αθλητισμού. Πολλοί τοπικοί αγώνες θεσμοθετήθηκαν στις πόλεις και τελούνταν κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών.
Ο αθλητισμός έγινε θεσμός, παρέχοντας στα μέλη της πόλης το πρόσχημα για τακτικό συναγωνισμό. Η Ολυμπία αποτέλεσε σύντομα σημαντικό θρησκευτικό κέντρο, όπου διοργανωνόταν μια σειρά αθλητικών αγώνων, οι οποίοι θα εξελίσσονταν σε σύμβολο της πολιτικής και πολιτιστικής ενότητας των Ελλήνων κατά τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων.
Αίγυπτος και Μεσοποταμία
Ο αθλητισμός και το αθλητικό πνεύμα υπήρχαν στη Μεσόγειο πολύ πριν θεσμοθετηθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα τον 8ο αιώνα π.Χ. Ορισμένες λογοτεχνικές και εικονογραφικές πηγές από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, που χρονολογούνται περίπου από το 3000 π.Χ., μαρτυρούν την ύπαρξη αθλητικών δραστηριοτήτων. Σε αυτές τις περιοχές διοργανώνονταν τακτικά αθλητικές συναντήσεις, σε μερικές από τις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η σίτιση των αθλητών. Ωστόσο, είναι ελάχιστες οι ενδείξεις ότι στόχος αυτών των εκδηλώσεων ήταν η αναγνώριση εκείνων που είχαν ιδιαίτερες επιδόσεις.
Οι Φαραώ της Αιγύπτου και οι βασιλείς της Μεσοποταμίας κατέγραψαν το ενδιαφέρον τους για τις αθλητικές δραστηριότητες στους ναούς και τους τάφους τους. Τα αθλήματα στην Αίγυπτο περιλάμβαναν την πάλη, τις ραβδομαχίες, την πυγμαχία, το κυβίστημα (ακροβασία), την τοξοβολία, την ιππασία, την κωπηλασία και διάφορα αγωνίσματα με μπάλα. Τα παλαιότερα ανάγλυφα με παραστάσεις πάλης, όπου οι παλαιστές αναπαρίστανται γυμνοί, χρονολογούνται στο 2400 π.Χ. και διακοσμούσαν τους τάφους του Φθαχοτέπ και του Αχεθοτέπ.
Στο Μπένι Χασάν βρέθηκαν πάνω από 4.000 αναπαραστάσεις σκηνών πάλης, χρονολογημένες στο 2000 π.Χ., όπου απεικονίζονται πλήθος από αθλητικές κινήσεις ή/και στάσεις αθλητών σε ζεύγη. Για παράδειγμα, διακρίνονται παλαιστές με ζώνες, οι οποίοι επιχειρούν να ρίξουν ανάσκελα τον αντίπαλό τους.
Σ’ ένα ανάγλυφο του 12ου αιώνα π.Χ. από το ναό του Ραμσή Γ’ στο Μαντινέ Χαμπού απεικονίζονται Αιγύπτιοι και ξένοι να συναγωνίζονται στην πάλη και τη ραβδομαχία ενώπιον του φαραώ. Υπάρχει σκηνή ανακήρυξης νικητή, μία άλλη που απεικονίζει τη μεσολάβηση ενός αξιωματούχου και ακόμη μία στην οποία ένας Αιγύπτιος παλαιστής με λαβή πνιγμού εξουδετερώνει τον αντίπαλό του και πανηγυρίζει. Μια επιγραφή συνοδεύει την παράσταση και προειδοποιεί: “Πρόσεξε καλά! Ο φαραώ είναι κοντά”.
Οι παραστάσεις πάλης ήταν δημοφιλείς και στη Μεσοποταμία. Σκηνές πάλης, σκαλισμένες σε σφραγίδες και ανάγλυφα όλων των περιόδων, εικονίζουν παλαιστές με ζώνες που αρπάζουν τους αντιπάλους τους από τις δικές τους. Κείμενα σφηνοειδούς γραφής από την ίδια περιοχή αναφέρονται σε διάφορες στάσεις και λαβές. Σύμφωνα με μια άποψη, η πάλη με ζώνες είχε κυρίαρχη θέση στη ζωή ενός πολεμιστή-ήρωα. Στο γνωστό έπος του Γκιλγκαμές, ο ομώνυμος ήρωας αντιμετωπίζει τον Ενκίντου σε έναν αγώνα πάλης, όπου αρπάζουν ο ένας τον άλλον σαν εκπαιδευμένοι παλαιστές.
Πιθανότατα, οι αθλητικές διοργανώσεις περιορίζονταν στη βασιλική αυλή και ο αθλητισμός απασχολούσε κυρίως τα μέλη της ανώτερης τάξης. Τα Αιγυπτιακά κείμενα αποκαλύπτουν τη σπουδαιότητα της φυσικής αγωγής για το Φαραώ και τον περίγυρό του. Έτσι, γίνεται γνωστό ότι ο Τούθμωσης Γ’ στην τοξοβολία ικανοποιούσε τους οπαδούς του με τις εντυπωσιακές επιδόσεις του και τον αριθμό των νικών του, ενώ αλλού γίνεται αναφορά στο βασιλιά της Μεσοποταμίας, ο οποίος επέδειξε την κυνηγετική του δεινότητα ενώπιον των ευγενών του.
Μια επιγραφή για το Φαραώ Αμένοφη B’ περιγράφει πώς προκάλεσε άλλους ευγενείς να τον συναγωνιστούν στην τοξοβολία και σε μια στήλη από την Γκίζα αναγράφεται ότι “τέτοιον άθλο ποτέ κανείς δεν έκανε… μονάχα ο βασιλιάς, ο δοξασμένος”.
Μινωική Κρήτη
Ο πρώτος πολιτισμός στο Αιγαίο που μας παρέχει άφθονες εικονογραφικές πληροφορίες για την αθλητική δραστηριότητα την εποχή του Χαλκού είναι ο Μινωικός. Από τις απεικονίσεις αθλημάτων σε πέτρινα αγγεία, νωπογραφίες και σφραγιδόλιθους φαίνεται ότι οι Μινωίτες ασχολούνταν με την πυγμαχία, την πάλη, τα Ταυροκαθάψια και τα ακροβατικά.
Το γνωστό ανάγλυφο Ρυτό της Αγίας Τριάδας, που χρονολογείται στο 16ο αιώνα π.Χ., χωρίζεται σε ζώνες με αναπαραστάσεις πάλης, Ταυροκαθαψίων και πυγμαχίας. Αν και οι ακριβείς κανόνες της πυγμαχίας και της πάλης δεν είναι γνωστοί, οι στάσεις του σώματος υποδηλώνουν κάποιες συνήθειες. Oι αγώνες γίνονταν πιθανόν ανά ζεύγη, ενώ απουσιάζει η παρέμβαση οποιουδήποτε κριτή, γεγονός που μάλλον αποδίδεται στους περιορισμούς της εικονογράφησης.
Και στα δύο αθλήματα όσοι συμμετέχουν διαθέτουν περίτεχνες κομμώσεις και φορούν σανδάλια και περιδέραια. Οι παλαιστές χρησιμοποιούν ένα ειδικό κράνος με καλύπτρες στα μάγουλα, ενώ οι πυγμάχοι έχουν το κεφάλι ακάλυπτο. Ο νικητής αναπαρίσταται με σηκωμένο το αριστερό χέρι, πιθανότατα σε μια χειρονομία θριάμβου. Ο ηττημένος παρουσιάζεται σε διάφορες στάσεις, είτε γονατιστός είτε καθώς προσπαθεί να αποφύγει τα χτυπήματα του αντιπάλου του.
Οι σωζόμενες παραστάσεις υποδεικνύουν την εντατική προπόνηση και την πολύ αναπτυγμένη αθλητική ικανότητα. Η πασίγνωστη νωπογραφία από τη Θήρα (περίπου 1550 π.Χ.) που παρουσιάζει δύο νεαρά αγόρια να πυγμαχούν αποδεικνύει ότι η προπόνηση ήταν βασικό μέλημα από τη νεαρή ηλικία. Κάθε αγόρι φοράει ζώνη και γάντι πυγμαχίας στο δεξί χέρι μόνο. Οι σκηνές από τα Ταυροκαθάψια φανερώνουν ότι οι αθλητές είχαν απόλυτη ακρίβεια στην κίνηση και μεγάλη εξοικείωση με τους κινδύνους που συνόδευαν τη σωματική επαφή με το ζώο.
Οι ακροβατικές ασκήσεις και οι σκηνές πάλης δείχνουν εξασκημένα κορμιά, με στενή μέση και δυνατούς μύες. Η ακρίβεια στην κίνηση -που φανερώνουν όλες οι παραστάσεις- δείχνει ότι οι αθλητικοί αγώνες ήταν οργανωμένες δραστηριότητες τακτικού χαρακτήρα στους Μινωικούς χρόνους.
Με βάση τα παραπάνω, είναι δυνατόν να αποδοθεί ένας θρησκευτικός χαρακτήρας στις αθλητικές δραστηριότητες της Μινωικής Κρήτης. Φαίνεται ότι αυτές αποτελούσαν είτε μέρος του τυπικού μιας τελετουργικής μύησης (τελετουργία ενηλικίωσης) των νεαρών ευγενών είτε ένα είδος θρησκευτικού θεάματος, που οργανωνόταν από το παλάτι. Τέτοια θεάματα πιθανότατα να παρακολουθούσε μεγάλος αριθμός του πληθυσμού της περιοχής.
Ταυροκαθάψια
Επρόκειτο για ένα περίπλοκο και επικίνδυνο ακροβατικό παιχνίδι, κατά το οποίο κυρίως νέοι και νέες εκτελούσαν θεαματικά άλματα στη ράχη ταύρων που έτρεχαν. Η χρήση των ζώων βέβαια προϋπέθετε τη σύλληψη και το δαμασμό τους. Αν και τα παιχνίδια με ταύρους είναι γνωστά και από άλλους προϊστορικούς πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Ανατολής, στη Μινωική Κρήτη έφτασαν σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας. Ως βάση για την εξέλιξη των Ταυροκαθαψίων θεωρείται το κυβίστημα, που αποτελεί μία μορφή ακροβασίας και κατάγεται από την Αίγυπτο. Οι κυβιστήρες ήταν νέοι που εκτελούσαν με εξαιρετική ευλυγισία θεαματικά γυμνάσματα, ενίοτε και ανάμεσα σε ξίφη.
Τα Ταυροκαθάψια έχουν μελετηθεί πολύ από τους ειδικούς και, με βάση τις παρατηρήσεις του J. C. Younger σε ένα δείγμα 54 παραστάσεων Ταυροκαθαψίων, έχουν διακριθεί τρεις διαφορετικές τεχνικές όσον αφορά τα άλματα. Στην πρώτη, ο αθλητής έπιανε τον ταύρο που κάλπαζε από τα κέρατα, αναποδογύριζε το σώμα του πάνω από το κεφάλι του, πατούσε πάνω στην πλάτη του και μετά γύριζε στον αέρα και προσγειωνόταν πίσω του.
Στη δεύτερη, ο αθλητής πηδούσε -κατά προτίμηση από μια ανυψωμένη θέση- πάνω από το κεφάλι του ταύρου, έπεφτε με τα χέρια πάνω στην πλάτη του ζώου, μετά γυρνούσε στον αέρα και προσγειωνόταν στο έδαφος πίσω από αυτό. Στην τρίτη, η οποία απεικονίζεται σε μία και μόνο παράσταση, ο Ταυροκαθάπτης διακρίνεται πάνω από την ουρά του ταύρου, πιθανόν αφού τον έχει πλησιάσει από το πλάι.
Ίσως η τελευταία αυτή παράσταση να μην αποδίδει μια ρεαλιστική τεχνική, αλλά να υπαγορεύτηκε από τις ανάγκες της εικονογραφίας του σφραγιδόλιθου που απεικονίζεται. Οι περίφημες νωπογραφίες από την Κνωσό, που χρονολογούνται περίπου στα μέσα του 15ου αιώνα π.Χ., φαίνεται ότι αποτελούν ένα συνδυασμό των δύο πρώτων τεχνικών. Οι Ταυροκαθάπτες, όπως απεικονίζονται στις διάφορες παραστάσεις φέροντας πλούσια ενδυμασία, περίτεχνη κόμμωση και κοσμήματα, φαίνεται ότι μάλλον ανήκαν στις τάξεις των ευγενών.
Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, τα Ταυροκαθάψια τελούνταν στο πλαίσιο θρησκευτικών τελετών για την ανάδειξη των ικανότερων αθλητών και ο θρησκευτικός τους χαρακτήρας φαίνεται κυρίως στη χρήση του ταύρου, του ιερού ζώου της Κρήτης. Θεωρείται πλέον πιθανότερο ότι το αγώνισμα αυτό παρουσιαζόταν σε ειδικά περιφραγμένους χώρους στη γύρω περιοχή των ανακτόρων -όπως στα Μάλια όπου υπάρχει ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος στα βορειοδυτικά του συγκροτήματος- παρά στις κεντρικές αυλές τους.
Μυκηναϊκή Ελλάδα
Στη Μυκηναϊκή Ελλάδα (1600-1100 π.Χ.), όπως και στη Μινωική Κρήτη, οι αθλητικοί αγώνες αποτελούσαν αναπόσπαστο στοιχείο των θρησκευτικών τελετών και των τελετών γονιμότητας. Οι Μυκηναίοι διέφεραν από τους Μινωίτες στην αγάπη τους για τον πόλεμο και την έφεσή τους στο κυνήγι, που αποτελούσε ένα είδος αγωνίσματος. Έτσι, ενώ υιοθέτησαν από την Κρήτη το κυβίστημα, τα Ταυροκαθάψια, την πυγμαχία και την πάλη, πρόσθεσαν σε αυτά το δρόμο και την αρματοδρομία.
Το κυβίστημα δεν κατάφερε να γίνει ιδιαίτερα αγαπητό στη Μυκηναϊκή Ελλάδα και τα Ταυροκαθάψια -όπως φαίνεται από απεικονίσεις σε σφραγιδόλιθους, τοιχογραφίες καθώς και στην πήλινη λάρνακα από την Τανάγρα- απέκτησαν το χαρακτήρα ενός ταφικού αγωνίσματος. Αντίθετα, η πυγμαχία και η πάλη αναδείχτηκαν τα πιο δημοφιλή αγωνίσματα για τους Μυκηναίους, που με τη σειρά τους τα μετέδωσαν στην Κύπρο κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή εποχή. Ένα μυκηναϊκό αγγείο από την Κύπρο φέρει παραστάσεις πυγμαχίας, μαζί με την πρώτη αναπαράσταση αγώνα δρόμου, όπου οι δρομείς απεικονίζονται γυμνοί φορώντας κοσμήματα στο κεφάλι.
Το άρμα έγινε γνωστό στους Μυκηναίους από την Ανατολή και αρχικά χρησιμοποιούνταν ευρέως ως μέσο επικοινωνίας από τα μέλη των ανώτερων κοινωνικά τάξεων. Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκε στις πομπές διαφόρων τελετών, στο κυνήγι, στη μετάβαση πολεμιστών στα πεδία μαχών και στις αρματοδρομίες. Είναι πολύ πιθανόν ότι κατά τη Μυκηναϊκή εποχή οι αρματοδρομίες τελούνταν στο πλαίσιο θρησκευτικών και κυρίως ταφικών τελετών.
Για παράδειγμα, η πρωιμότερη παράσταση άρματος στη μυκηναϊκή τέχνη βρίσκεται στις λίθινες επιτύμβιες στήλες του ταφικού κύκλου Α στις Μυκήνες, που χρονολογείται το 16ο αιώνα π.Χ. Επίσης, στη λάρνακα της Τανάγρας, σημαντικό ταφικό μνημείο του 13ου αιώνα π.Χ., απεικονίζονται -εκτός από παραστάσεις πάλης και ταυροκαθαψίων- και παράσταση αρματοδρομίας.
Η άποψη ότι οι Μυκηναίοι καθιέρωσαν τους αγώνες προς τιμήν ενός επιφανούς νεκρού, τα λεγόμενα “επιτάφια άθλα”, στηρίζεται κυρίως στην Ιλιάδα του Ομήρου, όπου τα αγωνίσματα φαίνεται να αποτελούν σημαντικό τμήμα των ταφικών εθίμων. Αυτό υποδηλώνεται από την περιγραφή των αθλητικών αγώνων που διοργανώθηκαν για να τιμηθεί ο νεκρός ήρωας Πάτροκλος.
Ομηρική εποχή
Τα δύο μεγάλα Ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, συνθέσεις της Γεωμετρικής περιόδου (8ος-αρχές 7ου αι. π.Χ.), προσφέρουν μια πλήρη περιγραφή όλων των αθλητικών αγώνων, όπως είναι γνωστοί στην ιστορική περίοδο: αρματοδρομίες, πυγμαχία, πάλη, δρόμος, οπλομαχία, δισκοβολία, τοξοβολία και ακόντιο. Μολονότι αντικατοπτρίζουν έθιμα της Μυκηναϊκής περιόδου που είχαν διατηρηθεί από την παράδοση, τα συγκεκριμένα έπη περιγράφουν επίσης τις συνήθειες και τις αξίες των ανώτερων τάξεων της Γεωμετρικής περιόδου.
Στην Ιλιάδα γίνεται εκτενής αναφορά στους επιτάφιους άθλους που οργάνωσε ο Αχιλλέας, για να τιμήσει το νεκρό αγαπημένο του φίλο Πάτροκλο. Στην Οδύσσεια οι αγώνες διενεργούνται σε μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα, ως μέρος ενός ψυχαγωγικού θεάματος που οργάνωσαν οι Φαίακες προς τιμήν του φιλοξενούμενού τους Οδυσσέα, με την άφιξή του στο νησί τους.
Στην Ομηρική κοινωνία, η αθλητική διάκριση είναι για τον ήρωα το μέσο για να επιδείξει την αρετή του και να κερδίσει την κοινωνική αναγνώριση. Με την άσκηση και το συναγωνισμό ο αθλητής δείχνει όχι μόνο τη σωματική του ρώμη, αλλά και τη γενναιότητα και την ευφυΐα του, και επομένως την αρετή του.
“Αλήθεια, ξένε, δε μου φαίνεσαι να νιώθεις απ’ αγώνες, αγωνιστής δε δείχνεις” (Οδύσσεια, θ 159, μτφ. N. Kαζαντζάκη – I. Kακριδή) λέει ο Ευρύαλος στον Οδυσσέα και εκείνος, θεωρώντας τα λόγια του μεγάλη ταπείνωση και προσβολή της αρετής του, επιβεβαιώνει την υπεροχή του στη δισκοβολία.
Από πολλές απόψεις, το αθλητικό πνεύμα είναι ισοδύναμο με το ηρωικό πνεύμα. Κάθε ήρωας είναι σαν ένας αθλητής που προσπαθεί να ξεπεράσει τους άλλους και να κερδίσει. Η κοινωνία της εποχής περιβάλλει με μεγάλη εκτίμηση τους αθλητές που ασκούνται για την υπεροχή, όπως φαίνεται από τους Φαίακες, που επιβραβεύουν τον Οδυσσέα αναγνωρίζοντας την αξία του δημοσία. Η αρετή και η κοινωνική αναγνώριση αποτελούν τις σημαντικότερες όψεις της ταυτότητας του αθλητή στα ομηρικά χρόνια.
Αγώνες στην Iλιάδα και την Οδύσσεια
Στην Ιλιάδα ο Αχιλλέας οργανώνει τους επιτάφιους αγώνες, για να τιμήσει το νεκρό του φίλο Πάτροκλο. Ορίζει πρώτα τα βραβεία για τους νικητές: όμορφες σκλάβες, άλογα, βόδια, ημιόνους, τρίποδες, λέβητες, χρυσό και σίδηρο. Οι αγώνες γίνονται κοντά στον τάφο του Πατρόκλου. Το κοινό συμμετέχει ενεργά, φωνάζοντας και βάζοντας στοιχήματα υπέρ ορισμένων αθλητών. Οι πρώτες λεπτομερείς και ζωντανές περιγραφές αφορούν στην αρματοδρομία. Καταγράφονται τα ονόματα των πέντε ηνιόχων, όλοι τους Αχαιοί ήρωες που πολεμούσαν στην Τροία.
Από τη συμβουλή του Νέστορα προς το γιο του Αντίλοχο μαθαίνουμε τους κανόνες, αλλά και τα μυστικά που έπρεπε να κατέχει ένας αθλητής, για να αποφεύγει τα λάθη. Με την εκκίνηση, οι ήρωες σηκώνουν ένα σύννεφο σκόνης και φωνάζουν για να παρακινήσουν τα άλογά τους να τρέξουν πιο γρήγορα, ενώ το κοινό στοιχηματίζει υπέρ του πιθανού νικητή. Ο αναγνώστης της Ιλιάδας παρακολουθεί με συγκίνηση τον καλύτερο αθλητή να χάνει την ευκαιρία, καθώς του σπάει το άρμα, αλλά και τον αντικανονικό ελιγμό του Αντιλόχου σε βάρος του Μενελάου. Ο μεταξύ τους διάλογος μετά τον αγώνα αποτελεί την πρώτη δημόσια απολογία για παράβαση κανόνων.
Η πυγμαχία είναι ο επόμενος αγώνας. Ο Αχιλλέας ανακοινώνει τα βραβεία και παλεύουν γι’ αυτά δύο ήρωες, φορώντας δέρματα λιονταριού. Ο αγώνας τελειώνει με ένα καλό χτύπημα του νικητή, του Επειού, ο οποίος σπεύδει να σηκώσει τον αντίπαλό του αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα. Σειρά έχει η πάλη, στην οποία συμμετέχουν ο Οδυσσέας και ο Αίαντας. Νικητής θα είναι αυτός που θα καταφέρει να ρίξει τον άλλον στο έδαφος. Περιγράφονται οι διάφορες τεχνικές για τη ρίψη του αντιπάλου, όπως το να βάζει ο ένας τα γόνατά του ανάμεσα στα πόδια του άλλου, έτσι ώστε αυτός να χάσει την ισορροπία του. Ο αγώνας διακόπτεται ξαφνικά από τον Αχιλλέα, ο οποίος αναγνωρίζει την αρετή και των δύο και τους ανακηρύσσει ισόπαλους.
Στο αγώνισμα του δρόμου ο Οδυσσέας θα αντιμετωπίσει πάλι τον Αίαντα, αλλά και τον Αντίλοχο. Νικητής θα αναδειχτεί ο Οδυσσέας, γιατί έτρεχε πιο ανάλαφρα, σηκώνοντας τα χέρια και τα πόδια πιο ψηλά. Η οπλομαχία, το πιο επικίνδυνο από όλα τα αγωνίσματα, γίνεται μεταξύ του Αίαντα και του Διομήδη, που και οι δύο φορούν πανοπλία. Εδώ, οι θεατές επιχειρούν να παρέμβουν, όταν ο αγώνας γίνεται επικίνδυνος για τη ζωή των αθλητών. Οι αγώνες τελειώνουν με δισκοβολία, τοξοβολία με στόχο και ρίψη ακοντίου. Τελικά, ο αγώνας ακοντίου δεν πραγματοποιείται, γιατί ο Αχιλλέας αναγνωρίζει την αρετή του Αγαμέμνονα και τον ανακηρύσσει νικητή εκτός συναγωνισμού.
Στην Οδύσσεια, ο Αλκίνοος, βασιλιάς των Φαιάκων, ανακοινώνει τους αγώνες προς τιμήν του φιλοξενούμενού του Οδυσσέα. Πριν αρχίσουν, τρώνε και πίνουν, ακούγοντας το Δημόδοκο να τραγουδάει για τις περιπέτειες του Οδυσσέα. Μετά αρχίζουν οι αγώνες του δρόμου, της πάλης, της αρματοδρομίας, της δισκοβολίας και της πυγμαχίας. Αυτή τη φορά συμμετέχουν και Φαίακες, αλλά δεν απονέμονται έπαθλα. Γίνεται μάλιστα γνωστό ότι οι Φαίακες είναι πολύ καλοί στο δρόμο, το χορό, καθώς και εξαιρετικοί ναυτικοί, υστερούν όμως στα άλλα αθλήματα. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί μια πιθανή ένδειξη αθλητικής εξειδίκευσης.
Οι Αθλητικοί Αγώνες ως Ταφικό Έθιμο
Ο ταφικός χαρακτήρας της αρματοδρομίας είναι εμφανής σε παραστάσεις αγγείων του 8ου αιώνα π.Χ., συχνά στις δύο ή τρεις διακοσμητικές ζώνες του ίδιου αμφορέα, όπου προσφιλές θέμα αποτελούν οι μοιρολογήτρες συνοδευόμενες από άρματα.
Αν και αυτή την περίοδο τα αθλήματα δεν ήταν αποκλειστικά μέρος των ταφικών εθίμων, παραμένει αντικείμενο υποθέσεων το πώς συνδέθηκαν με αυτά. Οι διάφορες απόψεις που προσφέρουν εναλλακτικές ερμηνείες για την προέλευση του εθίμου εστιάζουν την προσοχή τους πρώτα στον κληρονόμο του νεκρού πολεμιστή, ο οποίος επιλεγόταν αρχικά με βάση το αποτέλεσμα των αθλητικών αγώνων.
Τέτοιοι αγώνες, που διοργανώνονταν αμέσως μετά το θάνατο του αρχηγού, επέτρεπαν όχι μόνο την έγκυρη επιλογή του διαδόχου, μέσω του ευγενούς συναγωνισμού, αλλά και επέβαλλαν την παύση των εχθροπραξιών, δηλαδή την εκεχειρία. Ο ειρηνικός πλέον συναγωνισμός ίσως ξεπήδησε από ανάγκες που υπαγόρευε ο στρατιωτικός ανταγωνισμός.
Επιπλέον, οι αγώνες που γίνονταν στη μνήμη των νεκρών λειτουργούσαν ως τελετές μύησης, καθορίζοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ζωντανών και νεκρών και αποκαθιστώντας τη συνοχή της κοινότητας. Κατ’ αυτή την έννοια, οι αγώνες συμβόλιζαν την αναγέννηση της ζωής.
Αθλητισμός και Πόλις
Από τον 8ο αιώνα π.Χ., η εμφάνιση των πρώτων πόλεων-κρατών επηρέασε και την εξέλιξη στον αθλητισμό. Διάφορα συστήματα άθλησης αναπτύχθηκαν σε κάθε πόλη-κράτος, τα οποία περιλάμβαναν γυμναστικές ασκήσεις, μουσική εκπαίδευση, γραφή και ανάγνωση.
Όσο υπήρχαν αριστοκρατικά καθεστώτα, η εκπαίδευση αποσκοπούσε στο να αναδειχθούν τα νεαρά μέλη των αριστοκρατικών οικογενειών. Η εκπαίδευση των νέων προσανατολιζόταν αφενός στην ανάπτυξη του σώματος και του νου και αφετέρου στην κατάκτηση της αρμονίας. Η σωματική άσκηση συνοδευόταν από μουσική που, όπως ο χορός και ο αθλητισμός, βοηθούσε στην πραγμάτωση της αρμονικής ισορροπίας σώματος και νου.
Κατά την Αρχαϊκή περίοδο, οι νεοϊδρυθείσες πόλεις-κράτη διοργάνωναν ένα πλήθος τοπικών γιορτών, οι οποίες παρείχαν τη δυνατότητα για συναγωνισμό και την ευκαιρία στους κατοίκους να επιδείξουν δημόσια τις αρετές τους και να αγωνιστούν για να αριστεύσουν. Σταδιακά, οι μουσικοί και οι αθλητικοί αγώνες εξελίχθηκαν σε οργανωμένους τοπικούς εορτασμούς που λάμβαναν χώρα σε τακτική βάση. Τέτοιοι αγώνες συνδέονταν άμεσα με τις λατρείες των θεών ή των ηρώων, τονίζοντας έτσι το θρησκευτικό χαρακτήρα τους.
Κατά τη διάρκεια των αγώνων αθλητές από διάφορες περιοχές συγκεντρώνονταν για να επιδείξουν τις σωματικές και ηθικές τους αρετές, τιμώντας την τοπική θεότητα ή κάποιον ήρωα. Επιδεικνύοντας τη σωματική του αλκή, κάθε αθλητής ικανοποιούσε το συγκεντρωμένο πλήθος, κέρδιζε την αναγνώριση και δόξαζε την πόλη του. Η νίκη του γιορταζόταν με προσφορές τριπόδων και ειδωλίων στον τοπικό θεό, μία σαφή ένδειξη της σημασίας που είχε για τον αθλητή και την πατρίδα του.
Η Επιλογή της Ολυμπίας
Για αιώνες, οι Ολυμπιακοί Αγώνες θεωρούνταν η πλέον σημαντική πανελλήνια γιορτή. Οι διάφοροι μύθοι που αναφέρονται σε αυτούς δε βοηθούν στην ακριβή καταγραφή των λόγων που οδήγησαν στην επιλογή της Ολυμπίας για τη διεξαγωγή των αγώνων ούτε βεβαίως εξηγούν την πορεία της εξέλιξής της σε έναν τόσο σημαντικό ιερό χώρο για τον Ελληνικό κόσμο. Σε αυτή τη διαδικασία πολύτιμος αρωγός είναι η αρχαιολογία.
Με βάση, επομένως, τη μυθολογία, την ιστορία και την αρχαιολογία φαίνεται ότι ήδη από το 10ο αιώνα π.Χ. η Ολυμπία ήταν τόπος λατρείας, γνωστός στην αριστοκρατία της δυτικής Πελοποννήσου. Ο χαρακτήρας των παλαιότερων αφιερωμάτων (ζωόμορφα ειδώλια) αποκαλύπτει αγροτικά και κτηνοτροφικά ενδιαφέροντα, ενώ ειδώλια αλόγων και αρμάτων αντικατοπτρίζουν τα ενδιαφέροντα πλουσιότερων ανθρώπων.
Προφανώς η Ολυμπία εξελίχθηκε σε περιφερειακό λατρευτικό κέντρο για ανθρώπους διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης και ποικίλων συμφερόντων. Σε μια περιοχή που ήταν χωρισμένη σε μικρές τοπικές εδαφικές μονάδες, τα ουδέτερα θρησκευτικά κέντρα λειτουργούσαν ως τόποι συνάντησης της αριστοκρατίας της περιοχής.
Προς το τέλος του 8ου αιώνα π.Χ., προστέθηκε ένας μεγαλύτερος αριθμός πόλεων-κρατών στον κύκλο εκείνων που συμμετείχαν στις λατρευτικές δραστηριότητες στην Ολυμπία. Η ευρύτερη περιοχή της Ήλιδας, όπου βρίσκεται και η Ολυμπία, κατοικήθηκε ξανά (750-700 π.Χ.) και πολλές σκόρπιες εγκαταστάσεις σχηματίστηκαν στην περιοχή. Απ’ αυτή την περίοδο και εξής, το ιερό αναπτύχθηκε σταδιακά σε τόπο γιορτής μείζονος σημασίας, που ενέπνεε το σεβασμό και αποτελούσε πόλο έλξης για πολυάριθμους επισκέπτες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας καθ’ όλη την περίοδο της Αρχαιότητας.
Μύθοι για τους Πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι πρώτοι αγώνες στην Ολυμπία διοργανώθηκαν από ήρωες και θεούς. Στην πρώτη Ολυμπιακή Ωδή του, χρονολογημένη στον 5ο αιώνα π.Χ., ο Πίνδαρος κάνει αναφορά στον Πέλοπα, τον ιδρυτή των αγώνων. Ο Πέλοπας, γιος του Ταντάλου, ήρθε από τη Μικρά Ασία για να συμμετάσχει σε μια αρματοδρομία που είχε οργανώσει ο Οινόμαος, βασιλιάς της Πίσας, στην Πελοπόννησο.
Ο Οινόμαος έλαβε ένα χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο ο γάμος της κόρης του Ιπποδάμειας θα προκαλούσε το θάνατό του. Έβαλε, λοιπόν, να σκοτώσουν όλους τους μνηστήρες που ήρθαν για να πάρουν μέρος στον αγώνα. Ο Πέλοπας, όμως, με δόλο σκότωσε τον Οινόμαο κατά τη διάρκεια της αρματοδρομίας και παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια. Ως βασιλιάς της περιοχής οργάνωσε πρώτος τους αγώνες για να εξαγνιστεί ή, κατά μία άλλη εκδοχή, για να ευχαριστήσει τους θεούς για τη νίκη του.
Η διοργάνωση της αρματοδρομίας αποτυπώθηκε στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Δία, τον 5ο αιώνα π.Χ. Η Ιπποδάμεια λέγεται ότι για τους ίδιους λόγους θεσμοθέτησε τα Ηραία προς τιμήν της Ήρας. Επρόκειτο για αγώνες δρόμου που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια με τη συμμετοχή μόνο γυναικών παρθένων.
Ο Ιδαίος Ηρακλής είναι άλλη μια ηρωική φιγούρα που έχει συνδεθεί με τους πρώτους αγώνες. Ο Ηρακλής ήρθε με τους αδερφούς του, τους Κουρήτες, από την Κρήτη, καθόρισε το μήκος του Σταδίου στην Ολυμπία, οργάνωσε έναν αγώνα δρόμου και στεφάνωσε το νικητή με στεφάνι αγριελιάς. Ο Πίνδαρος επίσης καταγράφει ότι ο Θηβαίος Ηρακλής, γιος του Δία, έφερε την αγριελιά από τις υπερβόρειες χώρες, καθιέρωσε τον αγώνα δρόμου, εισήγαγε τη λατρεία του Δία και καθόρισε τα όρια της Ιερής Άλτης.
Ο ιστορικός Στράβωνας αναφέρει ότι οι αγώνες οργανώθηκαν για πρώτη φορά από τους Ηρακλείδες, μετά την κάθοδο των αιτωλοδωρικών φύλων στην Πίσα. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, τη λατρεία του Ολύμπιου Δία εισήγαγαν οι ομάδες Αιτωλών που κατέλαβαν την Πίσα υπό τον αρχηγό τους Όξυλο και εγκαταστάθηκαν εκεί κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, περίπου το 1200-1100 π.Χ. Αυτή η κατοχή οδήγησε σε συγκρούσεις με τους αυτόχθονες, όπως υποδηλώνει ο μεταγενέστερος ανταγωνισμός ανάμεσα στους Ηλείους που μετανάστευσαν από την Αιτωλία και τους Πισαίους. Σύμφωνα με ένα μύθο των Ηλείων, ο Δίας ανέλαβε τον έλεγχο του ναού και ίδρυσε τους αγώνες.
Αρχαιολογικές Ενδείξεις
Η αρχαιολογική έρευνα έχει δείξει ότι η περιοχή της Ολυμπίας κατοικήθηκε ήδη από την εποχή του Χαλκού. Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής κατασκεύασαν ένα μεγάλο τύμβο, που οριζόταν από έναν περίβολο φτιαγμένο με μεγάλες ποταμίσιες πέτρες.
Μέχρι πρότινος θεωρούνταν μνημείο μυκηναϊκής προέλευσης αφιερωμένο στον ήρωα Πέλοπα, αλλά σήμερα οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι ανάγεται στα τέλη της τρίτης χιλιετίας π.Χ. Δεν είναι γνωστό ούτε πού κατοικούσαν οι δημιουργοί του ούτε γιατί κάποια στιγμή εγκατέλειψαν τη θέση. Αργότερα, περίπου το 2000 π.Χ., κατοίκησαν σε αψιδωτά σπίτια στη βόρεια πλευρά της περιοχής, χτισμένα πιθανότατα όχι με βάση κάποιο σχέδιο, τα οποία περιείχαν ταφικά πιθάρια και άλλα κεραμικά ευρήματα.
Μέχρι περίπου το 1600 π.Χ., όπως μαρτυρούν οι Μυκηναϊκοί τάφοι που βρέθηκαν εκεί που σήμερα έχει ανεγερθεί το Μουσείο της Ολυμπίας, κατοικούσαν στην περιοχή Μυκηναίοι. Ενδείξεις για την ύπαρξη βωμού αφιερωμένου στον Πέλοπα ή λατρευτικών παραδόσεων για την περιοχή της Ολυμπίας σε αυτές τις πρώιμες περιόδους δεν υπάρχουν. Η απόδοση της ίδρυσης των αγώνων σε κάποιο θεοποιημένο ήρωα ήταν συχνό φαινόμενο στη Γεωμετρική περίοδο, καθώς η λατρεία ενός ήρωα ήταν ένα από τα συνηθισμένα μέσα καθορισμού της ταυτότητας της τοπικής κοινότητας.
Είναι βέβαιο ότι η Ολυμπία έγινε θρησκευτικό κέντρο κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο. Από τότε, πολλοί άνθρωποι επισκέπτονταν την περιοχή και αφιέρωναν πήλινα και χάλκινα ειδώλια στις θεότητές της. Τα αναθήματα αυτά έχουν ανασκαφεί σ’ ένα εκτεταμένο στρώμα στάχτης, χρονολογημένο στο 12ο-8ο αιώνα π.Χ. Μεταξύ των ευρημάτων από την Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο συγκαταλέγονται αγγεία, ζωόμορφα ειδώλια (ταύροι και άλογα), άρματα με δύο άλογα καθώς και ηνίοχοι, πολεμιστές με λόγχη, ασπίδα και κράνος και, τέλος, δίφροι, αντικείμενα που συνήθως απονέμονταν στους νικητές ως έπαθλα.
Τα αντικείμενα αυτά βρέθηκαν μέσα σε στρώμα που είχε ισοπεδωθεί κατά τη διάρκεια του καθαρισμού και της αναδιοργάνωσης της θέσης, στις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι προσφορές αυτές συνδέονται αποκλειστικά με τη λατρεία του Δία, πολλές από τις οποίες μάλιστα δεν μπορούν ν’ αποδοθούν σε συγκεκριμένες θεότητες. Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται πιθανό η λατρεία του Δία να εμφανίστηκε στην Ολυμπία κάποια στιγμή μετά το 12ο αιώνα π.Χ.
Ολυμπιακή Φλόγα
Η Ολυμπιακή Φλόγα είναι ένα σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι αναπαράσταση της κλοπής της φωτιάς του Δία από τον Προμηθέα, και οι ρίζες της βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα, όπου μια φωτιά κρατούνταν άσβεστη κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Φλόγα επανήλθε κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928, ενώ η λαμπαδηδρομία εισήχθη κατά τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936.
Αφή της Φλόγας
Η Αφή της Ολυμπιακής Φλόγας γίνεται στο χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας. Για πρώτη φορά έγινε το 1936 για την Ολυμπιάδα του Βερολίνου με τη βοήθεια κοίλου κατόπτρου, το οποίο ανήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είχε κατασκευαστεί στη Γερμανία. Επιστημονικός υπεύθυνος αυτής της πρώτης αφής ήταν ο καθηγητής φυσικής Σαλτερής Περιστεράκης.
Σύμφωνα με το τελετουργικό που έχει καθιερωθεί την αφή κάνει η Πρωθιέρεια στο χώρο του ναού της Ήρας (Ηραίου), που βρίσκεται απέναντι από το ναό του Δία, στο αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας. Εκεί η Πρωθιέρεια ζητά τη βοήθεια του θεού του ήλιου Απόλλωνα ώστε να ανάψει η δάδα απαγγέλλοντας την ακόλουθη επίκληση:
ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
… Ιερά σιωπή…
Να ηχήσει όλος ο αιθέρας, η γη, η θάλασσα και οι πνοές των ανέμων.
Όρη και Τέμπη σιγήστε.
Ήχοι και φωνές πουλιών παύσατε.
Γιατί μέλλει να μας συντροφεύσει ο Φοίβος, ο Φωσφόρος Βασιλεύς.
Απόλλωνα, θεέ του ήλιου και της ιδέας του φωτός,
στείλε τις ακτίνες σου και άναψε την ιερή δάδα
για τη φιλόξενη πόλη της …(όνομα της διοργανώτριας πόλης).
Και συ, ω Δία, χάρισε ειρήνη σ’ όλους τους λαούς της Γης
και στεφάνωσε τους νικητές του Ιερού Αγώνα.
Μετά την αφή η Πρωθιέρεια παραδίδει ανάβει με τη φλόγα τη δάδα του πρώτου λαμπαδηδρόμου, ενώ παράλληλα φυλάει άσβηστη τη φλόγα σε όλη τη διάρκεια της ολυμπιακής τετραετίας σε ειδικό χώρο. Ακολουθεί λαμπαδηδρομία σε πολλές πόλεις της Ελλάδας πριν τελικά παραδοθεί στους εκπροσώπους της διοργανώτριας χώρας.
Η λαμπαδηδρομία συνεχίζεται και η φλόγα φτάνει στο στάδιο τη βραδιά της τελετής έναρξης των αγώνων.
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Γενικά
“Πολλά ενοχλητικά και κουραστικά πράγματα
υπάρχουν στη ζωή· και στους Ολυμπιακούς Αγώνες
δεν είναι το ίδιο άσχημα τα πράγματα;
Δε σε ψήνει η ζέστη; Δε σε τσαλαπατάει το πλήθος;
Δεν είναι δύσκολο να πλυθείς;
Η βροχή δε σε μουσκεύει ως το κόκαλο;
Δε σε πειράζει ο θόρυβος, η φασαρία και οι άλλες ενοχλήσεις;
Κι όμως, μου φαίνεται πως άνετα,
μετά χαράς μάλιστα, τ’ ανέχεσαι όλα αυτά
μόλις σκεφτείς το μοναδικό θέαμα
που θ’ αντικρίσεις”.
Επίκτητος, 1ος αιώνας μ.Χ.
Οι Ολυμπιακοί ήταν οι αρχαιότεροι και σημαντικότεροι από όλους τους Ελληνικούς αγώνες και η σπουδαιότερη θρησκευτική γιορτή προς τιμήν του Ολύμπιου Δία, του πατέρα των θεών. Η φήμη του ιερού της Ολυμπίας διαδόθηκε σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο, ενώ σύντομα οι Ολυμπιακοί Αγώνες έγιναν το σύμβολο της πανελλήνιας ενότητας.
Το έτος 776 π.Χ. σηματοδοτεί την αφετηρία των Ολυμπιακών Αγώνων, στην αρχαία Ολυμπία, προς τιμήν του θεού Δία. Από τότε, οι αγώνες πραγματοποιούνταν κάθε τέσσερα πλήρη χρόνια, δηλαδή ήταν πεντετηρικοί, την πρώτη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Μάλιστα, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τις Ολυμπιάδες ως μονάδα μέτρησης του χρόνου.
Ο όρος Ολυμπιάς χρησιμοποιούταν τόσο για τους ίδιους τους αγώνες όσο και για το χρονικό διάστημα από τη λήξη των αγώνων έως την αρχή των επόμενων. Αρχικά, κρατούσαν μία ημέρα αλλά κατέληξαν στις πέντε, καθώς αυξάνονταν τα αθλήματα. Πρώτος Ολυμπιονίκης στέφθηκε ο Κόροιβος ο Ηλείος, ο οποίος νίκησε στο μοναδικό – αρχικά – αγώνισμα του σταδίου στα 192 μέτρα.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες συνδέονταν έντονα με τη θρησκευτική λατρεία των Αρχαίων Ελλήνων και για το λόγο αυτό ήταν η πιο σημαντική διοργάνωση. Ο Πίνδαρος, στην πρώτη Ολυμπιακή ωδή του, τραγουδά: «Όπως το νερό είναι το πολυτιμότερο από τα στοιχεία και όπως ο χρυσός προβάλλει σαν το πιο ακριβό ανάμεσα σε όλα τα αγαθά και όπως, τέλος, ο ήλιος φωτοβολεί περισσότερο από κάθε άλλο άστρο, έτσι και η Ολυμπία λάμπει σκιάζοντας κάθε άλλον αγώνα».
Με το πέρασμα του χρόνου η θέση και η σημασία της Ολυμπίας διευρύνθηκαν. Από απλός χώρος λατρείας εξελίχθηκε σε ένα ιερό γεμάτο περίτεχνους ναούς -ο μεγαλύτερος από τους οποίους ήταν του Δία- κοσμικά κτήρια και αγάλματα. Νέα αγωνίσματα προστέθηκαν στους Αγώνες και καινούργιες εγκαταστάσεις χτίστηκαν για να εξυπηρετήσουν τους αθλητές που συμμετείχαν σε αυτούς.
Τα Ολύμπια τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια κατά τη διάρκεια των πιο ζεστών ημερών του καλοκαιριού. Στις περίπου πέντε ημέρες που διαρκούσαν, αφιερώνονταν στους βωμούς των θεών θυσίες, με πιο μεγαλειώδη εκείνη των εκατό βοδιών στο βωμό του Δία. Αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν στο Στάδιο και τον Ιππόδρομο, μπροστά σε χιλιάδες θεατές από όλες τις πόλεις του γνωστού ελληνικού κόσμου. Οι νικητές βραβεύονταν με ένα στεφάνι αγριελιάς, τον κότινο, και απολάμβαναν ιδιαίτερες τιμές από την πατρίδα τους.
Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων διεξάγονταν διάφορα αγωνίσματα, όπως το στάδιο, η πάλη, η πυγμαχία, το παγκράτιο, τα ιππικά αγωνίσματα και το πένταθλο (άλμα, δρόμος, ακόντιο, δίσκος, πάλη). Όσοι συμμετείχαν ακολουθούσαν κοινούς κανόνες και συμβάσεις, που είχαν καθιερωθεί για την καλύτερη οργάνωση των αγώνων.
Όλες οι πόλεις ήταν υποχρεωμένες να σταματήσουν τις εχθροπραξίες κατά τη διάρκειά τους και επιτρεπόταν η συμμετοχή μόνο στους Έλληνες πολίτες. Επίσης, υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνες που ρύθμιζαν τόσο τη διαδικασία της προγύμνασης όσο και της διεξαγωγής των αγώνων.
Ολυμπιακοί Αγώνες και Ιδεολογία του Αθλητισμού στην Αρχαία Ελλάδα
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες υπήρξαν θεσπέσιο λατρευτικό-αθλητικό θέσμιο των αρχαίων Ελλήνων, με σύνδρομο ποιοτικό-ηθικό βίωμα, πριν ήδη από την μάχη του Μαραθώνος και τη μάχη των Πλαταιών.
Χαρακτήριζε τους «Έλληνες, ήδη στον όγδοο π.Χ. αιώνα, η εύτολμη και δημιουργική δράση και η συναίσθηση χρέους προς τον άθλο και την άμιλλα, ιδιαίτερα τους πρωτοπόρους μεταξύ τους όπως και η έξοχη μυθολογία τους υπαγόρευε, καίριο στοιχείο του πολιτισμού τους, έργο θαυμαστής ποιητικής φαντασίας, εμψυχωτικής του εξωανθρώπινου κόσμου, εξυψωτικής του ανθρωπίνου βίου. Τα έπη του Ομήρου, διάσπαρτα έστω ακόμη, λάξευαν τη συνείδηση των Ελλήνων προς ηρωικό ήθος. Από τους στίχους της Ιλιάδας ηχούσε το βαρύηχο παράγγελμα «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων».
Ο ηθικά ωραιότερος ήρωας του Ομήρου, δεν καταδεχόταν να ζει ως «άχθος αρούρης», δηλαδή να επιζεί απλώς χωρίς να μεγαλουργεί. Από τους στίχους της Οδύσσειας αντηχούσε η ρητή έξαρση της αξίας του αθλητισμού και η αξιολογική αντιδιαστολή του προς την ενασχόληση αποκλειστικά σε κερδοφόρα εμποροναυτική δράση _ από τον Αλκίνοο (θ 103) και τον Λαοδάμα (θ 147-148) και από τον Ευρύαλο (θ 159-164).
Στην ηθικο-ποιητική αυτή ατμόσφαιρα και ως οιονεί συμπλήρωμα θρησκευτικής λατρείας θεσπίστηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα όπως και οι άλλοι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες, «Ίσθμια», «Νέμεα», «Πύθια». Μάλιστα, ο ιερός χώρος της Ολυμπίας υπήρξε χώρος όχι μόνο αθλητικών αγώνων, αλλά και μαντείου επίσης. Η λειτουργία μαντείου όμως ατόνησε με το πέρασμα του χρόνου και πολύ ενωρίς αναδείχτηκε η Ολυμπία ως χώρος της κορυφαίας αθλητικής πανηγύρεως των Ελλήνων.
Η θέσπιση των Ολυμπιακών αγώνων είναι αδύνατον να ενταχθεί με ακρίβεια σε ορισμένη στιγμή του ιστορικού χρόνου, καθώς είναι βυθισμένη στην αχλύ των θρύλων, με θεούς και ημιθέους φερόμενους ως ιδρυτές και πρώτους Ολυμπιονίκες. Αντανακλούν άλλωστε οι θρύλοι αυτοί και τις πολιτικές περιπέτειες της περιοχής της Ολυμπίας, καθώς η κυριαρχία της εναλλασσόταν μεταξύ των Ηλείων και των Πισατών προπάντων, και μόνο από το 570 π.Χ. εμπεδώθηκε οριστικά η υπαγωγή της Ολυμπίας στην εξουσία των Ηλείων.
Το πιθανότερο λοιπόν είναι, ότι θεσπίστηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες από τους Ηρακλείδες, ύστερα από την «κάθοδο» τους και την επέκταση της παρουσίας των αιτωλοδωρικών φύλων έως την Πισάτιδα. Επικράτησε τότε και η λατρεία του Διός στην Ολυμπία. Και πλάστηκε τότε, φαίνεται, και ο θρύλος, ότι ίδρυσε του Ολυμπιακούς αγώνες ο Ηρακλής, ο Ιδαίος, με τους συνοδούς του από την Κρήτη Κουρήτες. Ως ιδρυτής, εξ άλλου, των Ολυμπιακών αγώνων στην ιστορική πραγματικότητα φέρεται ο βασιλεύς των επήλυδων αυτών αιτωλο-δωρικών φύλων Όξυλος.
Καίρια όμως φαίνεται υπήρξε η ανακαίνισή τους από τον απόγονό του Ίφιτο, καθώς με αυτήν συνδέεται και η θέσπιση της σύνδρομης των αγώνων πανελλήνιας εκεχειρίας, επιτελεσμένη, με την επέμβαση και του Ιερού των Δελφών, από τον Ίφιτον αυτόν και τον βασιλέα της Σπάρτης Λυκούργο και τον βασιλέα της Πίσας Κλεοσθένη.
Χρονική αφετηρία, κάπως στερεή, για την παρακολούθηση της ιστορίας των Ολυμπιακών αγώνων παρέχει το έτος 776 π.Χ., δεκτό συμβατικά ως χρονολογία των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων, εναρκτήρια και της πρώτης Ολυμπιάδας. Μοναδικό αγώνισμα τότε ήταν ο δρόμος ενός σταδίου, 129,27 μέτρων, και ολυμπιονίκης υπήρξε ο Ηλείος Κόροιβος, ενώ η διάρκεια των αγώνων ήταν μια ημέρα μόνο.
Από τους δέκατους τέταρτους Ολυμπιακούς αγώνες, το 724 π.Χ., άρχισε η τέλεση και άλλων αγωνισμάτων, ώστε να γίνουν στους κλασσικούς χρόνους δέκα οκτώ, και η διεξαγωγή τους να διαρκεί πέντε ημέρες, από την 77η Ολυμπιάδα, το 472 π.Χ. και ύστερα . Διαδοχικά είχαν ενταχθεί ο δίαυλος, δηλαδή ο δρόμος δύο σταδίων, το 724 π.Χ., ύστερα η πάλη και το πένταθλο το 708 π.Χ., ύστερα η πυγμαχία το 688 π.Χ., και ύστερα άλλα ακόμη.
Διεξάγονταν οι Ολυμπιακοί αγώνες ανά τετραετία και σε θερινή εποχή πάντοτε, συγκεκριμένα το πενθήμερο από επόμενη του θερινού ηλιοστασίου πανσέληνο. Από την έβδομη Ολυμπιάδα έπαθλο των νικητών καθιερώθηκε, μετά χρησμό του Δελφικού Μαντείου, ο κότινος, δηλαδή στεφάνι από κλαδί της ιερής αγριελιάς, της βλαστημένης έξω από τον οπισθόδομο του ναού του Διός, της «καλλιστεφάνου ελαίας». Τα κλαδιά της έκοβε «παις αμφιθαλής».
Η συνδρομή των Ολυμπιακών αγώνων «εκεχειρία», διάρκειας αρχικά ενός μηνός, ύστερα δύο και τελικά τριών μηνών, άρχιζε με την αναγγελία των αγώνων και συνεχιζόταν και ύστερα από τη λήξη τους, ώστε να γίνεται ακίνδυνα η προσέλευση των αθλητών και των συγγενών τους και των θεατών και η επιστροφή στις πατρίδες τους.
Η αναγγελία των αγώνων γινόταν από τους «σπονδοφόρους», δηλαδή πολίτες Ηλείους, στεφανωμένους με κλαδιά ελιάς, περιερχόμενους τις πόλεις με ραβδί κήρυκα στο χέρι. Στη διάρκεια της «εκεχειρίας» απαγορεύονταν οι μεταξύ Ελλήνων εχθροπραξίες, η διακίνηση οπλοφόρων στην Ηλεία και η εκτέλεση θανατικής ποινής, και αντίστροφα επιτρεπόταν η διέλευση των αθλητών και των άλλων προς και από την Ολυμπία διαμέσου του εδάφους και πόλεων εμπόλεμων προς την πατρίδα τους.
Και ξεκινούσαν τότε από τις διάφορες περιοχές παρουσίας των Ελλήνων, έως και από την Κάτω Ιταλία και Σικελία και τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου και τη Βόρειο Αφρική, αθλητές και συνοδοί τους και θεατές, για να μετάσχουν ή να παρευρεθούν στους Ολυμπιακούς αγώνες και να ζήσουν ολίγες ημέρες, στη μεγαλειώδη αυτή πανήγυρη των Ελλήνων, ενωμένων σε ηθική έξαρση και σε ατμόσφαιρα εορταστική, με υπερνίκηση των μεταξύ τους συγκρούσεων.
Και προσέρχονταν, εκτός από το πλήθος των ανεπισήμων θεατών, και αντιπρόσωποι επίσημοι των πόλεων, οι «θεωροί», αλλά και πανελλήνιες προσωπικότητες διάσημες, ρήτορες, ποιητές και μουσικοί. Η επιτόπια διαμονή, σε ώρα μάλιστα καύσωνος, ενείχε πολλή δυσκολία. Το προς και από την Ολυμπία ταξίδι επίσης ήταν επίπονο ή και πολυήμεο, καθώς γινόταν με ίππους είτε ιπποκίνητες άμαξες ή και πεζή. Φαντάζεσθε, τι ζήλος και τι πίστη εμψύχωνε όσους μετείχαν στον πανελλήνιο αυτό συναγερμό.
Οι αθλητές, Έλληνες μόνο και με παρελθόν άψογο ηθικά, όφειλαν να φθάσουν ένα μήνα πριν από την έναρξη των αγώνων και να προπονηθούν και να δοκιμασθούν επί τόπου στη διάρκεια του μηνός, αλλά και να έχουν υποβληθεί σε προπόνηση προηγουμένως επί δέκα μήνες τουλάχιστον.
Την φροντίδα για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων είχαν οι «Ελλανοδίκες». Το αξίωμά τους αρχικά ήταν ισόβιο, και μάλιστα κληρονομικό, ενωρίς όμως είχε γίνει αιρετό και με κλήρο, ενώ η θητεία τους περιορίσθηκε για μια Ολυμπιάδα. Ο τίτλος τους υποδηλώνει την αποστολή τους και το εθνικό εύρος των αγώνων. Σαν να εκτεινόταν η δικαιοδοσία τους επί τους πανέλληνες. Και σαν να ήταν για ολίγες ημέρες η Ολυμπία οιονεί πρωτεύουσα της Ελλάδος.
Εξ άλλου, ο ιερός χώρος της Ολυμπίας είχε ίσως και ορισμένα μυθικής πηγής δικαιώματα προβαδίσματος προς τις άλλες περιοχές της Πελοποννήσου τουλάχιστον. Ας μη λησμονούμε, ότι με τον χώρος της Ολυμπίας συνδεόταν η δράση του θρυλικού Πέλοπος και ότι η ονομασία ολόκληρης της νοτίως του Ισθμού χερσονήσου υποσήμαινε περιέλευσή της κάπως υπό την κυριαρχία του: Πέλοπος νήσος, Πελοπόννησος.
Οι Ελλανοδίκες, τελικά δέκα, εκλέγονταν μεταξύ των Ηλείων πολιτών, και υποβάλλονταν σε δεκάμηνη εκπαίδευση, ώστε να εκμάθουν τους κανονισμούς των αγώνων και γενικά ν’ αποκτήσουν τα προσόντα για την ορθή και αυστηρή προπόνηση ων αθλητών, για την άψογη διεύθυνση των αγωνισμάτων και ανάδειξη των νικητών, ή και για τη μη άμετρη επιβολή ποινών. Είχαν βοηθούς τον αλυτάρχη και τους αλύτες, αλλά και μαστιγοφόρους και ραβδούχους. Υπό την εποπτεία τους υπηρετούσε και άλλο πολλαπλό προσωπικό για την προετοιμασία και στη διάρκεια των αγώνων.
Η επιτυχία των Ολυμπιακών αγώνων ήταν κύριο μέλημα των υπεύθυνων για τη διακυβέρνηση της Ήλιδας. Η μεγαλοπρεπέστατη σ’ αυτούς εκπροσώπηση των πόλεων, και προπάντων η νίκη των αθλητών κάθε μιας, ήταν μέλημα έντονο των αρχόντων και του λαού της. Η Σπάρτη, από 720 π.Χ. έως 586 π.Χ. είχεν επιτύχει, ώστε από τους 81 γνωστούς ολυμπιονίκες οι 46 να είναι σπαρτιάτες.
Άρχιζαν οι Ολυμπιακοί αγώνες με ιεροτελεστία και με την ορκωμοσία των αθλητών εμπρός στο άγαλμα του Ορκίου Διός. Ορκίζονταν οι αθλητές ότι θα αγωνισθούν τίμια. Ορκίζονταν επίσης και οι γυμναστές, καθώς και οι πατέρες είτε οι πρεσβύτεροι αδελφοί των αθλητών, ότι είχαν αυτοί προπονηθεί επί δέκα μήνες. Αλλά και οι Ελλανοδίκες ορκίζονταν, ότι θα είναι αμερόληπτοι, όπως και ότι δεν θα αποκαλύψουν τους λόγους των αποφάσεών τους. Ακολουθούσε η διεξαγωγή των αγωνισμάτων, ενώ την τρίτη ημέρα γινόταν, ως πράξη λατρείας του Διός, θυσία εκατό βοδιών.
Οι επιδόσεις των αθλητών ήταν συχνά εξαίρετες. Ότι όμως ενδιέφερε, ήταν προπάντων η άμιλλα και η Νίκη, όχι και οι επιδόσεις καθ’ εαυτές, όπως και όσο ενδιαφέρουν στην εποχή μας. Άλλωστε δεν υπήρχαν και χρονόμετρα, ώστε να είχαν μετρηθεί με ακρίβεια οι επιδόσεις των δρομέων. Έχουν όμως περισωθεί περιγραφές είτε αφηγήσεις για επιβλητικές επιτεύξεις αθλητών, ενδεικτικές του θαυμασμού των θεατών γι’ αυτές, και άρα της μεγαλοσύνης των επιδόσεών τους.
Προπάντων εξ άλλου, έως και τους κλασσικούς χρόνους τουλάχιστον, γνήσια και βαθιά ήταν η βίωση των Ολυμπιονικών, ότι μιμούνταν κάπως τους άθλους θεών και ημιθέων, των πρώτων εκείνων ολυμπιονικών του θρύλου, ευφρόσυνα και δοξαστικά για τη γενιά τους. Μαρτυρούν και οι Ολυμπιακοί ύμνοι του Πινδάρου, αριστουργήματα ποιητικά, εξυμνητικά όχι μόνο του Ολυμπιονίκη, αλλά και της γενιάς του και της πατρίδας του, σε τόνο μεταρσιωτικό προς τον κόσμο του μύθου.
Μέγιστο υπήρξε για τους Έλληνες το κύρος των Ολυμπιακών αγώνων και σχεδόν ιστορικά υπερβατό. Τι άλλο σημαίνει, ότι και σε περίοδο πολέμου, του φοβερού αυτού σπασμού της Ιστορίας, ίσχυε η προκήρυξη και μόνη των Ολυμπιακών Αγώνων για να παύσουν οι πολεμικές μεταξύ Ελλήνων επιχειρήσεις;
Τι άλλο σημαίνει, ότι από το 400 π.Χ. περίπου, ο ιστορικός χρόνος άρχισε να μετριέται και η χρονολόγηση των ιστορικών γεγονότων να επιτελείται με βάση τις διαδοχικές Ολυμπιάδες, ονομασμένες η κάθε μια και με το ένδοξο ήδη όνομα του πρόσφατου ολυμπιονίκη στο αγώνισμα του ενός σταδίου; Είναι δυο ηθικοί τίτλοι εξαίσιοι των Ολυμπιακών αγώνων, ότι με την προκήρυξή τους έπαυαν οι μεταξύ Ελλήνων εχθροπραξίες και ότι με αναφορά σ’αυτούς προσδιοριζόταν η χρονολογία των Ελλήνων.
Από τους δύο αυτούς ηθικούς τίτλους φαίνεται ήδη, πόσο ήταν σπουδαίο στοιχείο του Ελληνικού πολιτισμού οι Ολυμπιακοί αγώνες, ως κορυφαία πανηγυρική αναγνώριση της συμβολής του αθλητισμού στην ευόδωση της Ελληνικής παιδείας ή και της επιβολής του αγωνιστικού ήθους στη διάπλαση της Ελληνικής βιοτροπίας-έστω και αν η πανηγυρική αυτή αναγνώριση ενείχε και στοιχεία θρησκευτικά.
Εκφραστικώτατη για την καταξίωση του αθλητισμού στη συνείδηση του λαού των Ελλήνων της κλασικής εποχής είναι η περίφημη πρόσρηση προς τον Διαγόρα, Ολυμπιονίκη από τη Ρόδο και πατέρα Ολυμπιονικών, «Κάτθανε, Διαγόρα, ουκ ες Όλυμπον αναβήσει», ότι υποσημαίνει εξάντληση των ορίων της προσιτής για τον άνθρωπο ευδαιμονίας, από το γεγονός των νικών πατέρα και υιών στους Ολυμπιακούς αγώνες.
Εξ άλλου, ο Πίνδαρος στον ύμνο του για τον Διαγόρα δεν παραλείπει να εξάρει και το σεμνό ήθος του Ρόδιου αυτού ευπατρίδη ως χάρισμά του, έκγονο και της ανατροφής του με την ορθοφροσύνη ενάρετων πατέρων, προφυλακτικής του από τον κίνδυνο της αλαζονείας: «ύβριος εχθράν οδόν ευθυπορεί, σάφα δαής ά τε οι πατέρων ορθαί φρένες εξ αγαθών έχρεον» (Ολυμπιονίκος Ζ΄ 165-168).
Δηλωτικό της ευρύτατης επιβολής του αγωνιστικού ήθους στον βίο των Ελλήνων είναι ότι ακόμη και οι παραστάσεις τραγωδιών, των πνευματικών αυτών μεγαλουργημάτων, ήταν συνυφασμένες με «αγώνα» μεταξύ των ποιητών, ενώ είχαν εξ άλλου και χαρακτήρα «διδασκαλίας». Μάλιστα, πολύ πριν από τον Φρύνιχο και τον Αισχύλο, τους πρώτους μεγάλους ποιητές δράματος, ο ποιητής Ησίοδος φέρεται να έχει νικήσει με ποίημά του και να έχει βραβευθεί στους αγώνες για τον νεκρό βασιλέα της Χαλκίδας Αμφιδάμαντα.
Και τα περίφημα όμως «Πύθια» στην αρχική περίοδό τους ήταν μουσικοί «αγώνες» και μόνο από το 582 π. Χ. έγιναν και αθλητικοί, όταν αναδιοργανώθηκαν με την επέμβαση του Σικυώνιου άρχοντα Κλεισθένους, πάππου εκ μητρός του μεγάλου πολιτικού των Αθηνών Κλεισθένους. Είχαν επίγνωση, άλλωστε, οι αρχαίοι Έλληνες της αξίας του αγωνιστικού ήθους, με συνέπεια και να λάβει πλαστική μορφή η αφηρημένη έννοια του Αγώνος, δηλαδή να στηθεί άγαλμα του Αγώνος στην Ολυμπία τα πρώτα χρόνια του πέμπτου π.Χ. αιώνος.
Η ανά τετραετία συνάθροιση πλήθους Ελλήνων στην Ολυμπία και από τις πιο μακρινές Ελληνικές πόλεις για να παρακολουθήσουν τους Ολυμπιακούς αγώνες έμοιαζε κάποτε και να λειτουργεί ως οιονεί Εθνική Συνέλευση των Πανελλήνων, με παρουσία ή και με απεύθυνση προς αυτή διάσημων ανδρών του πνεύματος και της πολιτικής. Το 476 π.Χ. παρευρέθηκε στους Ολυμπιακούς αγώνες, και συγκέντρωσε την προσοχή και τις επευφημίες του πλήθους υπέρ οιονδήποτε πρωταθλητή, ο πιο ένδοξος τότε πολιτικός της Ελλάδος, ο Αθηναίος Θεμιστοκλής, ο πρωτουργός της νίκης των Ελλήνων στης ναυμαχία της Σαλαμίνας πριν τέσσερα χρόνια.
Στην Ολυμπιάδα του 416 π.Χ. είχε παραστεί με λάμψη πολλή ως «Αχιθέωρος» των Αθηναίων ο ανερχόμενος τότε πολιτικός Αλκιβιάδης. Στην Ολυμπιάδα του 408 π.Χ. ή του 392 π.Χ., εκφώνησε λόγο έξοχο, έκκληση για την ένωση των Ελλήνων, ο μέγας σοφιστής και ρήτωρ Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας. Στην Ολυμπιάδα του 388 π.Χ. εκφώνησε λόγο σφοδρό με άμετρο πολιτικό πάθος ο ρήτωρ Λυσίας. Με προορισμό να εκφωνηθεί στην επικείμενη Ολυμπιάδα έγραψε ο Ισοκράτης, ο Αθηναίος μέγας διδάσκαλος της ρητορικής, τον περίφημο «Πανηγυρικόν», θερμή παραίνεση των Ελλήνων προς ομόνοια.
Χρειάζεται όμως ίσως και να μη αγνοήσομε, ότι και στην ίδια την Ελλάδα των χρόνων της ακμής της υπήρξαν και αντιδράσεις προς την απόδοση μεγάλων, θεωρημένων ως υπέρμετρων, τιμών στους νικητές αθλητικών αγώνων ή και προς τη μονομέρεια της ασχολίας επαγγελματικά με τον αθλητισμό. Η κριτική αυτή συντρέχει με κάποια ρήξη γενικότερα του κύρους του παραδοσιακού πολιτισμού των Ελλήνων, αλλά και με φαινόμενα εκφυλισμού του γνήσιου και αγνού αθλητισμού.
Ο Ξενοφάνης, κριτικός φιλόσοφος, πρόσφυγας στη Σικελία και την Ιταλία, επικριτής και των θεολογικών μύθων των εθνικών ποιητών, πικραμένος και από τη μη αναγνώριση κοινωνικά της σοφίας του, ή και από τις οικονομικές του δυσχέρειες, επικρίνει έντονα την υπερτίμηση της αξίας των αθλητικών νικών. Ο Ευριπίδης, ο κριτικότατος επίσης μέγας τραγικός ποιητής, πικραμένος και αυτός από τη μη επάξια τίμηση του έργου του, αλλά και απογοητευμένος από την εμφάνιση αθλητικού επαγγελματισμού και τον τρόπο ζωής των επαγγελματιών αθλητών, έφθασε να δώσει έκφραση και στην άμετρη γνώμη: «κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα, ουδέν κάκιον εστί αθλητών γένος».
Ο Πλάτων, αντίθετα, Νεμεονίκης ο ίδιος, εξαίρει την παιδευτική αξία του αθλητισμού, ως απαραιτήτου μάλιστα και για την ηθική διάπλαση του ανθρώπου προς καρτερία και θεληματικότητα, εκφράζει όμως την αποδοκιμασία του και αυτός για τη μονομέρεια της παιδείας αποκλειστικά με τον αθλητισμό.
Οι επικρίσεις αυτές και οι επιφυλάξεις με αντικείμενο τον αθλητισμό, σύνδρομες ευρύτερης κριτικής στοιχείων του παραδοσιακού πολιτισμού των Ελλήνων, δεν ίσχυσαν να εξαφανίσουν το κύρος και το γόητρο των Ολυμπιακών Αγώνων. Παρά τις αλλοιώσεις του Ελληνικού πολιτισμού στην Ελληνιστική εποχή και στα πρώτα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας, ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων συνεχίζει τη λειτουργία του, έστω και αν υπέχει κάποιες τροποποιήσεις, έκγονες του ήθους και του ύφους των καιρών.
Αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής στους άλλοτε καθαρά Ελληνικούς Ολυμπιακούς αγώνες και οι Ρωμαίοι, μάλιστα και αυτοκράτορες της Ρώμης, όπως ο Τιβέριος και ο Νέρων, αφού πριν ο Ρωμαίος ηγέτης Σύλλας είχε λεηλατήσει το ιερό της Ολυμπίας και είχε αποπειραθεί να μεταφέρει τους Ολυμπιακούς αγώνες στη Ρώμη. Από τις αρχές του τρίτου μ.Χ. αιώνα, με την επέκταση της ιδιότητας Ρωμαίου πολίτη σε πλήθος λαών της Αυτοκρατορίας, διευρύνθηκε η συμμετοχή μη Ελλήνων στους Ολυμπιακούς αγώνες.
Κάτι καταλυτικό της αρχαίας φυσιογνωμίας τους, αλλά και προμηνυτικό του κατακτημένου στην εποχή μας οικουμενικού χαρακτήρα τους. Έως ότου, με Διάταγμα του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου, απαγορευτικό γενικά των ειδωλολατρικών ιερών, το 393 μ.Χ., επέρχεται και η επίσημη κατάργηση του θεσμού των Ολυμπιακών αγώνων, μετά υπερχιλιετή λειτουργία του.
Υπήρξε κάπως συμβολική για την αλλαγή των καιρών, με τον εμβαπτισμό των παραμεσογειακών λαών στο νάμα της χριστιανικής πνευματικότητας, η επίσημη αυτή κατάλυση των Ολυμπιακών αγώνων, ύστερα από ιστορικά βαρυσήμαντη λειτουργία τους επί 1168 χρόνια. Οι 293 ολυμπιάδες, από το 776 π.Χ., έως το 393 μ.Χ., είχαν αποθέσει τη σφραγίδα τους ανεξίτηλη στην Ιστορία.
Ο Πλάτων, μέγιστος φιλόσοφος και της παιδείας προβαίνει, με ικανά εφόδια και από την εμπειρία, την αποκτημένη στην αθλητική περίοδο του βίου του, σε καίρια και πολύ εμπεριστατωμένη έκθεση της ουσίας και αποτίμηση της αξίας του αθλητισμού. Στο κύριο έργο του Πολιτεία γράφει: «Μετά δη μουσικήν γυμναστική θρεπτέοι οι νεανίαι» (403 c), δηλαδή πρέπει να ανατρέφονται οι νέοι όχι μόνο με καλλιέργεια πνευματική, αλλά και με άσκηση αθλητική. Προσθέτει μάλιστα:«Δει μεν δη ταύτη ακριβώς τρέφεσθαι εκ παίδων δια βίου», δηλαδή πρέπει να αρχίζει η αθλητική άσκηση του ανθρώπου στην παιδική ηλικία του και να συνεχίζεται σε όλη τη ζωή του».
Δεν περιορίζεται ο Πλάτων να επικυρώσει με τον λόγο της φιλοσοφίας την αξία της «γυμναστικής» στη ζωή του ανθρώπου, κάτι σύμφωνο με την πρακτική ήδη των Ελλήνων πριν από αιώνες, αλλά και διερμηνεύει την έκταση της συμβολής της για την ευεξία του ανθρώπου. Προς το σκοπό αυτό υποβάλλει σε κριτική τη γνώριμη στην εποχή του, αλλά και στην εποχή μας, σχηματική αντιπαράθεση της «γυμναστικής» προς τη «μουσική», όπως αντίστοιχα του σώματος προς την ψυχή, ωσάν δηλαδή η «γυμναστική» να επιδρά μόνο στο σώμα, ενώ η «μουσική» επιδρά στην ψυχή.
Χαρακτηρίζει επιπόλαιη τη σχηματική αυτή αντιπαράθεση και τονίζει ότι και η «γυμναστική», όχι μόνο η «μουσική», λειτουργεί ψυχοπλαστικά_ δηλαδή, ότι ο αθλητισμός, εκτός από την έκδηλη και πανθομολογουμένη ευεργετική επενέργεια στη σωματική διάπλαση και στην υγεία του ανθρώπου, έχει επίσης πολύτιμη επενέργεια στην ψυχική του διάπλαση, και ειδικότερα στο θυμικό στοιχείο του, καθώς τον προικίζει με καρτερία και θεληματικότητα, και με ικανότητα να υπομένει ανθεκτικά τις αντιξοότητες και να επιμένει δυναμικά στην προσπάθεια, εφόδιο χρησιμότατο για την επιτυχία στον αγώνα της ζωής.
Ύστερα όμως από την έξαρση της θετικής αξίας του αθλητισμού και για την ψυχική διάπλαση του ανθρώπου, σπεύδει ο Πλάτων να επισημάνει και τον κίνδυνο για τον χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μονομέρεια της αγωγής του με τη γυμναστική τυχόν μόνο, εξ’ ίσου βλαπτική προς τη μονομέρεια της αγωγής του με τη «μουσική» μόνο τυχόν.
Εξηγεί ότι «οι μεν γυμναστική ακράτω χρησάμενοι αγριότεροι του δέοντος αποβαίνουσιν, οι δε μουσική μαλακώτεροι αυ γίγνονται η ως κάλλιον αυτοίς» (410 d), δηλαδή όποιος έχει επιδοθεί αποκλειστικά στον αθλητισμό, χωρίς καθόλου καλλιέργεια του πνεύματος, κινδυνεύει να γίνει άνθρωπος «αγροίκος», ώστε ακαλαίσθητος, σκληροτράχηλος και βίαιος, αλλά και όποιος έχει επιδοθεί αποκλειστικά στην καλλιέργεια του πνεύματος, χωρίς καθόλου αθλητική άσκηση, κινδυνεύει να γίνει άνθρωπος «δειλός».
Ώστε και υπερευαίσθητος, άβουλος και άτολμος_ καθώς ο πρώτος εκτρέφει υπέρμετρα το «άγριον» στοιχείο της ψυχής, τη βουλητική δύναμη, ο δεύτερος εκτρέφει υπέρμετρα το «ήμερον» στοιχείο της ψυχής, την πνευματική ευαισθησία. Και, αφού περιγράψει και αποδοκιμάσει τις δύο αυτές ακρότητες, προτείνει ως παιδευτικό ιδανικό την όχι άμετρη και όχι αναρμόνιστη επίδοση του ανθρώπου και στην αθλητική άσκηση και στην καλλιέργεια του πνεύματος, ώστε ν’ αποκτήσει εναρμονισμένες και τις δύο κύριες ηθικές αρετές: και την ανδρεία και τη σωφροσύνη.
Δεν αγνοούσε ο Πλάτων κάποιες κρίσεις αρνητικές για τον αθλητισμό, και ιδιαίτερα για την απονομή τιμών υπέρμετρων στους πρωταθλητές, ή και γενικά για την αξία των ειδικά χαρακτηρισμένων αθλητών. Οι κρίσεις αυτές άλλωστε ήταν εκφρασμένες από διάσημους Έλληνες, και οι πιο γνωστές από τον ποιητή-φιλόσοφο Ξενοφάνη και από τον φιλοσοφημένο ποιητή Ευριπίδη. Εξ’ άλλου και γνώριζε ο Πλάτων, από άμεση εμπειρία, κάποιες τάσεις άμετρες στη «δίαιτα», δηλαδή στον τρόπο διατροφής και ζωής των αθλητών.
Με τη συνθετική, λοιπόν εκπαιδευτική πρότασή του, εναρμονιστική της «γυμναστικής» προς την «μουσικήν», απαντάει έμμεσα και στους δύο διάσημους ποιητές και αυστηρούς κατηγόρους του αθλητισμού, και προσπαθεί όμως να διορθώσει τον άμετρο μάλλον τρόπο ζωής κάποιων αθλητών και προπάντων να εντάξει τον αθλητισμό στην ακέραιη τροχιά της «ορθής παιδείας».
Προς τον σκοπό αυτό δεν παραλείπει και τις ρητές συμβουλές προς τους αθλητές να αποφεύγουν ότι δεν ταιριάζει γι’ αυτούς και συγκεκριμένα τη «μέθην» (403 e) και την εκζητημένη διατροφή και «δίαιταν», δεκτική του χαρακτηρισμού «υπνώδης….και σφαλερά προς υγιείαν» (403e-404a), αλλά και τα υπερεύχυμα φαγητά και υπερεύγεστα γλυκίσματα και τις ερωτικές τρυφηλότητες (404 cd).
Διαλέπει ο Πλάτων κίνδυνο εκφυλισμού του αθλητισμού από ότι ονομάζει «ποικιλίαν»- σε αντίθεση προς την «απλότητα»- δηλαδή εκτός άλλων από τις επιτηδεύσεις προς θεαματικότητα, και αξιώνει πειστικά να παραμείνει ο αθλητισμός απέριττος και γνήσια υπηρετικός της ανθρωπιστικής παιδείας, «απλή που και επιεικής γυμναστική» (404 b).
Πόσο οι σοφές αυτές παραινέσεις του Πλάτωνος ηχούν επίκαιρα.
Ο Αριστοτέλης, ο μέγας σοφός, μαθητής, μεγαλοφυής του Πλάτωνος, διδάσκει για την αθλητική άσκηση τα ίδια περίπου με τον απαράμιλλο διδάσκαλό του, αλλά με ιδιαίτερη φροντίδα να αποτρέψει τις βλαπτικές συνέπειες από καταχρήσεις της «γυμναστικής». Αποδοκιμάζει την πρόωρη άσκηση των παιδιών με αθλήματα βαριά, ως επιζήμια για την ομαλή σωματική τους ανάπτυξη, αλλά και για την αισθητική τους διάπλαση_ και συνιστά να υποβάλλονται σε αθλήματα ελαφρά τα παιδιά, έως ότου εισέλθουν στην εφηβική τους ηλικία.
Ως επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής, προβάλλει ότι μόλις δύο ή τρεις υπήρξαν Ολυμπιονίκες ως παιδιά και ως άνδρες, ότι δηλαδή κατά κανόνα όσοι έγιναν Ολυμπιονίκες στην παιδική τους ηλικία, δεν άνθεξαν ώστε να συνεχίσουν την πρωταθλητική τους επίδοση, αλλά με την πρόωρη υπερπροπόνησή τους και άκαιρη καταπόνηση του οργανισμού τους αχρηστεύθηκαν για τα επόμενα χρόνια τους.
Και προτείνει ως ορθή παιδεία την ακόλουθη:
”Αφού έχει προηγηθεί στην παιδική ηλικία επίδοση μόνο σε αθλήματα ελαφρά, χωρίς εξαναγκαστικά επιβεβλημένη δίαιτα και δίχως υπέρμετρη καταβολή μόχθου, ήδη με την είσοδο στην εφηβεία επί τρία χρόνια να επακολουθήσει επίδοσή τους σε άλλα μαθήματα, εκθρεπτικά δηλαδή της διάνοιας και της ευαισθησίας, και μόνο ύστερα από την παρεμβολή της τρίχρονης αυτής μαθητείας σε λογισμό και ποίηση και μουσική, με ολοκληρωμένη σχεδόν πια τη σωματική ανάπτυξη, αλλά και με απαρτισμένη σε κάποιο βαθμό την πνευματική διάπλαση, να επιτελείται η ανεμπόδιστη επίδοση και σε αθλήματα βαριά, καθώς και η σύστοιχή της υποβολή σε αναγκαστική δίαιτα”. (Πολιτικά 1338b4-1339a10).
Επιδιώκει ο Αριστοτέλης να αποφεύγεται η μονομέρεια της γυμναστικής αγωγής με παραμέληση της διανοητικής όπως και της αισθητικής αγωγής, θεωρεί μη συμβιβάσιμη της ταυτόχρονη καλλιέργεια του πνεύματος και άσκηση του σώματος («εμποδίζων ο μεν του σώματος πόνος την διάνοιαν, ο δε ταύτης το σώμα», 1339α9-10), ανησυχεί για την πρόωρη δηλαδή σε ηλικία παιδική, πρωταθλητική υπερπρόπονηση, και γενικά είναι πιο συγκρατημένος στην αποτίμηση της αξίας του αθλητισμού και ιδιαίτερα επιφυλακτικός προς την καταχρηστική λειτουργία του σε κοινωνίες στρατοκρατίας, και την υποτιθέμενη συμβολή του για τη διάπλαση ανθρώπων ανδρείων.
Απoδοκιμάζει και ο Αριστοτέλης τον αθλητισμό, αλλά και διαβλέπει οξύτερα κάποιες εκτροπές του παρ’ όσον ο Πλάτων ή και ο Δημόκριτος ίσως. Αυτό εξηγείται και από το επικρατέστερο ήθος της εποχής του Αριστοτέλους. Είναι η εποχή της απαρχής του μετακλασικού Ελληνισμού. Το αγωνιστικό ήθος, το εναρμόνιο με την κοινωνία, στις κυριότερες εκδηλώσεις της εμφανίζεται μειωμένο στην Ελλάδα του Αριστοτέλους. Πολλές άλλες αξίες έχουν τότε προβληθεί στην κοινωνία, ξένες προς το αγωνιστικό ήθος. Η αλκή του σώματος και της ψυχής δεν είναι πια κύρια κοινωνική αξία.
Δεν έχει εκλείψει ακόμη ο αθλητισμός από τη ζωή των Ελλήνων, αλλά δεν έχει πια ο πρωταθλητισμός όποιο γόητρο είχε στους περασμένους αιώνες. Άλλοτε η στέψη ου ολυμπιονίκη συμβόλιζε ή και σήμαινε κάτι σαν μετάληψη αθανασίας όπως εκείνη των μυθικών πρώτων ολυμπιονικών, θεών και ηρώων. Έως τον έκτο ακόμη ή και τον πέμπτο αιώνα π.Χ. οι αθλητικοί αγώνες ήταν σύμφυτοι με την θρησκευτική λατρεία.
Στο πρώτο ήμισυ του πέμπτου π.Χ. αιώνα, θρησκεία και αθλητισμός και ποίηση και τέχνη αποτελούσαν οργανική ενότητα ζωής. Οι πόλεις γκρέμιζαν μέρος από τα τείχη τους για να εισέλθουν σ’ αυτές οι Ολυμπιονίκες σαν ημίθεοι. Ο Πίνδαρος και ο Βακχυλίδης υμνούσαν Ολυμπιονίκες ή πυθιονίκες. Ο Μύρων ο αγαλματοποιός αποθανάτιζε την κίνηση του δισκοβόλου. Ο ομότεχνός του Πολύκλειτος θέσπιζε με το άγαλμα του δορυφόρου τον «κανόνα» του πλαστουργημένου από την άθληση ανθρώπινου σώματος.
Όταν φιλοσοφούσε ο Αριστοτέλης για τον αθλητισμό, δεν υπήρχαν πια η θρησκευτική βίωση και η ποιητική έξαρση των ανθρώπων, οι σύνδρομες των αθλητικών αγώνων. Άρα εξηγείται γιατί ο Αριστοτέλης στην πολιτειολογία του πραγματεύεται για τον αθλητισμό νηφάλια και πρακτικά, δίχως αναφορά σε θρησκευτικά στοιχεία του και χωρίς ποιητικούς εξωραϊσμούς του. Ότι όμως ιδιαίτερα μας ενδιαφέρει σήμερα, είναι ότι και ο ύστατος αυτός φιλόσοφος της κλασσικής Ελλάδος καταφάσκει την έμμονη αξία του αθλητισμού στην καθαρή υπόστασή του ως θεσμού πολύτιμου για την παιδεία, κοινωνική λειτουργία καίρια για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου.
Σε τέτοια έννοια ο αθλητισμός, αποκομμένος από τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, αποτελεί σήμερα θεσμό υπερπολύτιμο για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Εξ’ άλλου, και σήμερα ο αθλητισμός, ο οικουμενικός ήδη, επιβάλλεται να εμπνέεται από την ηθική ευγένεια του αρχαίου ελληνικού αθλητισμού.
Η Γέννηση
Διάφορες μυθολογικές ιστορίες διεκδικούν τη γέννησή τους. Σύμφωνα με την πρώτη ιστορία, ο Ηρακλής καθιέρωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες προς τιμή του πατέρα του, μετά τη νίκη του πέμπτου άθλου του. Ο Ηρακλής, μάλιστα, φέρεται να έφερε την αγριελιά από τη χώρα των Υπερβορείων, την οποία φύτεψε στο Ιερό, καθορίζοντας τα όρια της ιεράς Αλτέως.
Άλλος μύθος, αποδίδει την καθιέρωση των Αγώνων στον Πέλοπα. Ο βασιλιάς Οινόμαος της Πίσας διοργάνωσε αγώνες αρματοδρομίας με σκοπό να παντρέψει την κόρη του, Ιπποδάμεια, με το νικητή. Ωστόσο, οι διαγωνιζόμενοι θα είχαν αντίπαλό τους τον ίδιο και όσοι έχαναν στον αγώνα, θα έχαναν και τη ζωή τους. Ο Πέλοπας, πρίγκιπας της μικρασιατικής Λυδίας, κατάφερε με τη βοήθεια του ηνίοχού του Μυρτίλου να ανατρέψει το άρμα του Οινόμαου και τελικά να τον σκοτώσει. Ο νικητής Πέλοπας για να γιορτάσει τη νίκη του και το γάμο του με την Ιπποδάμεια, καθιέρωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η γυναίκα του ίδρυσε γυναικείους αγώνες προς τιμήν της Ήρας, τα λεγόμενα Ηραία.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτοι που αγωνίστηκαν στην Ολυμπία ήταν οι θεοί. Ο Δίας νίκησε τον Κρόνο στην πάλη, ο Απόλλωνας τον Ερμή στο δρόμο και τον Άρη στην πυγμή.
Τέλος, ο Στράβων θεωρεί ότι τους Αγώνες οργάνωσε ο Όξυλλος, βασιλιάς των Ηρακλειδών, μετά την κάθοδό τους στην Ηλεία, το 1200 π.Χ.
Ιστορικά, υποστηρίζεται ότι το 884 π.Χ. υπήρξε συμφωνία μεταξύ του Ηρακλείδου Ιφίτου, ηγεμόνος της Ήλιδος, του βασιλιά και νομοθέτη της Σπάρτης, Λυκούργο και του βασιλιά της Πίσας, Κλεισθένη. Η συμφωνία αναγνώριζε την Ήλιδα ως ιερό και απρόσβλητο χώρο και επίσης θέσπιζε την εκεχειρία κατά τη διάρκεια των Αγώνων. Από την άλλη, ο Παυσανίας αναφέρει ότι το 776 π.Χ. υπήρξε ανασύσταση και όχι έναρξη των αγώνων.
H Θέσπιση των Αγώνων
Με την πάροδο του χρόνου, ο θεσμός της Ολυμπιακής εκεχειρίας και των Ολυμπιακών αγώνων έγιναν όλο και πιο δημοφιλής σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. Ενώ αρχικά στους αγώνες έπαιρναν μέρος μόνο κάτοικοι της Ήλιδας, σταδιακά διευρύνθηκε ο κανονισμός, ώστε να επιτρέπονται αθλητές από την Αρκαδία, την Λακεδαίμονα και την Μεσσηνία, ακόμα και από όλη την Πελοπόννησο και τα Μέγαρα. Ακολούθησαν οι εκτός Πελοποννήσου πόλεις των Αθηνών και της Ιωνίας.
Μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. όπου και σημειώνεται το τέλος των Ολυμπιακών αγώνων, η συρροή των αθλητών από όλα τα μέρη ήταν μεγάλη. Από τις Αποικίες στην Σικελία και την Μικρά Ασία, την Ρόδο, από την Αίγυπτο (ιδίως την Αλεξάνδρεια), την Κυρήνη και την Φοινίκη, αλλά και από την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έρχονταν αθλητές για να αγωνιστούν στην Ολυμπία. Τελευταίος Ολυμπιονίκης ήταν ο Αρμένιος Αρσακιάδης Artavazd (ή Varaztad).
Από την 37η Ολυμπιάδα (632 π.Χ.) αρχίζουν να παίρνουν μέρος έφηβοι. Ο έφηβος Δαμίσκος από την Μεσσηνία κερδίζει στην 103η Ολυμπιάδα (368 π.Χ.) τον αγώνα δρόμου σε ηλικία δώδεκα ετών. Η παρακολούθηση των αγώνων επιτρεπόταν σε όλους, ελεύθερους και δούλους, ακόμα και βάρβαρους. Μονάχα απαγορευόταν αυστηρά στις γυναίκες, ίσως γιατί ορισμένοι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί. Για όποια μάλιστα τολμούσε να παραβεί τη διαταγή αυτή, υπήρχε η ποινή του θανάτου.
Ωστόσο, μία γυναίκα που ανήκε σε σπουδαία αθλητική οικογένεια και λαχταρούσε να καμαρώσει νικητές μέσα στο στάδιο τους δικούς της, δε δίστασε να ντυθεί άντρας και να περάσει μέσα στους θεατές των αγώνων. Ήταν η Καλλιπάτειρα, κόρη του περίφημου Ρόδιου Ολυμπιονίκη Διαγόρα, αδελφή και μητέρα επίσης νικητών στις Ολυμπιάδες. Αυτή ακριβώς η συγγένειά της με ξεχωριστούς αθλητές έκανε ίσως τους Ελλανοδίκες να της συγχωρήσουνε την παράβαση και να της επιτρέψουνε τιμητικά να παρακολουθήσει τους αγώνες.
Επίσης σημειώνεται μεμονωμένα και τίμηση γυναικών, πράγμα που δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο, αφού η συμμετοχή ήταν καθαρά ανδρικό προνόμιο. Στα ιππικά αθλήματα της αρματοδρομίας και της ιππασίας όμως το βραβείο πήγαινε στον ιδιοκτήτη του αλόγου, που δεν ήταν αναγκαστικά ο ίδιος ο ιππέας που έπαιρνε μέρος. Έτσι έχουμε την Σπαρτιάτιδα Κυνίσκα, θυγατέρα του Αρχίδαμου και αδερφή του Αγησίλαου, που τιμήθηκε με το κλαδί ελιάς και στην οποία έκτισαν ηρώο και αφιέρωσαν ανδριάντες.
Συχνά μπορούσε κάποιος ν’ ανακηρυχθεί Ολυμπιονίκης χωρίς να αγωνιστεί έγκαιρα στο στάδιο ή δίσταζε να λάβει μέρος από φόβο μη νικηθεί. Τέλος, σε περίπτωση που ο αριθμός των αγωνιστών σε κάποιο άθλημα ήτανε περιττός, απόμενε μετά την κλήρωση των ζευγαριών ένας αθλητής που λεγόταν έφεδρος. Αυτός περίμενε με ακμαίες τις σωματικές του δυνάμεις να συναγωνιστεί μ’ εκείνον που ύστερα από αλλεπάλληλους αγώνες θα είχε καταβάλει τους άριστους από κάθε ζεύγος αθλητών.
Σημασία των Ολυμπιακών Αγώνων
Η εμφάνιση των πόλεων-κρατών στον Ελληνικό κόσμο συνοδεύτηκε από την εξάπλωση των οργανωμένων αθλητικών δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονταν με άλλες γιορτές τοπικού ή πανελλήνιου χαρακτήρα. Μεταξύ αυτών των αθλητικών εκδηλώσεων εξείχαν οι Ολυμπιακοί αγώνες, οι οποίοι προσέλκυαν ανθρώπους από όλες σχεδόν τις Ελληνικές πόλεις.
Οι εχθροπραξίες διακόπτονταν κατά τη διάρκεια των Ολυμπίων, γεγονός που πρόσθεσε αίγλη στους αγώνες και εδραίωσε τη φήμη τους σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Κάθε πόλη-κράτος φιλοδοξούσε να υπερηφανεύεται για τους περισσότερους Ολυμπιονίκες και αυτό είχε αποτέλεσμα την κύρωση πολλών νόμων που ενθάρρυναν τον αθλητισμό. Ο Λουκιανός, γύρω στο 170 μ.Χ., πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ότι:
Παρακινούμε τους πολίτες να γυμνάζουν το σώμα τους όχι μόνο για τους αγώνες, για να είναι σε θέση να κερδίσουν τα έπαθλα -άλλωστε πολύ λίγοι απ’ αυτούς πηγαίνουν εκεί-, αλλά και για να κερδίσουν ένα μεγαλύτερο καλό απ’ αυτό για ολόκληρη την πόλη και για τους εαυτούς τους. Πάνω από όλα, όμως, η Ολυμπιάδα ήταν μια θρησκευτική γιορτή και όχι απλώς μια σειρά αθλητικών εκδηλώσεων, όπως συμβαίνει σήμερα.
Η Νίκη ως το Σύμβολο του Πνεύματος και της Ενότητας
Αρχικά, η νίκη αποτελούσε ένα σοβαρό κατόρθωμα, που τιμούσε όχι μόνο τον αθλητή αλλά και την πόλη του. Λίγα χρόνια μετά την Ομηρική εποχή, τα προσωπικά κατορθώματα δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά χωρίς τη συνεισφορά και την αναγνώριση της πόλης του αθλητή. Η νίκη του αθλητή συνδέθηκε άρρηκτα με τη νίκη της πόλης, η οποία συνιστούσε έτσι το μόνο συλλογικό σώμα με δικαίωμα να αποδίδει δόξα και τιμές.
Επίσης, εκείνο που είχε μεγάλη σημασία ήταν η αναγνώριση του προσωπικού κατορθώματος και η πλατιά αναγνώριση της σωματικής και ηθικής αρετής του αθλητή. Η “καρτερία” που επιδείκνυε κατά τη μακρά περίοδο προπόνησης και προσπάθειάς του θεωρούνταν εξαιρετική αρετή. Η ικανότητά του δηλαδή να υποφέρει σιωπηρά και να δείχνει υπομονή στην προπόνηση και την εξάσκηση ήταν μια από τις πιο σημαντικές αρετές που μπορούσε να κατακτήσει και ν’ αναπτύξει στα αθλητικά χρόνια της ζωής του.
“Κέρδισα στην πυγμαχία τρεις φορές με την ικανότητα και την αντοχή των χεριών μου” περηφανεύεται ένας πυγμάχος στην επιγραφή που παρήγγειλε προς τιμήν του. Ο Κικέρων σημειώνει ότι συχνά πρόθυμοι, αλλά όχι καλά εκπαιδευμένοι, πυγμάχοι μπορούσαν να υποφέρουν τα χτυπήματα περισσότερο απ’ όσο τη ζέστη της Ολυμπίας. Ο κύριος στόχος, ωστόσο, όσων συναγωνίζονταν δεν ήταν ν’ αναπτύξουν μια συγκεκριμένη σωματική ικανότητα εις βάρος των άλλων, αλλά να επιτύχουν μια ισορροπημένη ανάπτυξη τόσο των σωματικών όσο και των ηθικών αξιών.
Επιπλέον, η ηθική ανταμοιβή ήταν αυτό που έκανε τη νίκη να αξίζει όλες τις προσπάθειες και το σωματικό πόνο. Οι Ολυμπιονίκες μοιράζονταν το μεγαλείο και την αιώνια δόξα των πρώτων μυθικών ηρώων. Η νίκη ήταν η υψηλότερη τιμή που μπορούσε να πετύχει ένας θνητός, γιατί αποκτούσε φήμη αθάνατη, χάρη στους θεούς που τον ευνόησαν και τον βοήθησαν να κερδίσει. Η εύνοια των θεών και η πλατιά αναγνώριση που απολάμβανε ο νικητής από την πόλη του αποτελούσαν το υψηλότερο έπαθλο για το οποίο άξιζε να γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια στον αγώνα, προκειμένου να κερδηθεί.
Η πρόκληση, τέλος, που αντιμετώπιζε ο Ελληνικός κόσμος ήταν να προάγει τη συνεργασία και να επιδείξει πολιτική ενότητα. Χάρη στην εκεχειρία, όλες οι Ελληνικές πόλεις μπορούσαν να στέλνουν τις επίσημες αποστολές τους, τις θεωρίες, να παρακολουθήσουν τους αγώνες. Οι πόλεις έδιναν μεγάλη σημασία στο ιερό, όπως φαίνεται από τις αποστολές που έστελναν και τους Θησαυρούς που ανέγειραν στην περιοχή.
Εκεί, επίσης, διάβαζαν τα έργα τους οι διάσημοι Έλληνες φιλόσοφοι, ποιητές και ιστορικοί ενώπιον του κοινού. Αυτές οι εθνικές συναντήσεις εξελίχθηκαν σε ονομαστές πανελλήνιες γιορτές και αποτέλεσαν το μέσο για να προαχθεί η πολιτιστική συνείδηση και να ενδυναμωθεί η Ελληνική ταυτότητα.
Αλλαγές στο Αθλητικό Πνεύμα
Η εξάπλωση του Ελληνιστικού πολιτισμού και οι καινούργιες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου προκάλεσαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στο αθλητικό πνεύμα και το ιδεολογικό περιεχόμενο των αγώνων.
Ο αριθμός αθλητικών εκδηλώσεων και θεσμών αυξήθηκε στα Ελληνιστικά κέντρα. Νέοι αγώνες καθιερώθηκαν στις διάφορες πόλεις-κράτη του Ελληνιστικού κόσμου, όπως τα Πτολεμαία στην Αλεξάνδρεια, τα Νικηφόρια στην Πέργαμο, τα Ηράκλεια στη Χαλκίδα. Ο αριθμός επαγγελματιών αθλητών που προέρχονταν από την Αλεξάνδρεια και την Ανατολή αυξήθηκε και γενικεύθηκε η απόδοση χρηματικών επάθλων.
Ο αθλητισμός έγινε ένα σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής και της εκπαίδευσης. Οι Έλληνες που ζούσαν στην Ανατολία και την Αίγυπτο, στην προσπάθειά τους να μη χαθεί ο πολιτισμός τους, έχτισαν αθλητικές εγκαταστάσεις και διατήρησαν τις αθλητικές παραδόσεις τους. Το γυμνάσιο δεν ήταν μόνο χώρος άσκησης για τους Έλληνες, αλλά και ένας τόπος όπου η Ελληνική γλώσσα και τα Ελληνικά έθιμα παρέμεναν ζωντανά.
Ο δεσμός ανάμεσα στη θρησκεία και το αθλητικό ιδεώδες έπαψε να υπάρχει και οι αγώνες εξελίχθηκαν σε κοσμικά γεγονότα. Η νίκη συνδέθηκε περισσότερο με τις προσωπικές προσπάθειες του αθλητή παρά με τη βοήθεια των θεών.
Στη Ρωμαϊκή περίοδο το αθλητικό ιδεώδες άλλαξε για άλλη μια φορά. Για τους Ρωμαίους οι αγώνες ήταν θεάματα, παραστάσεις (ludi) και όχι συναγωνισμός ανάμεσα σε όλους τους πολίτες. Συνήθως οι αθλητές ήταν δούλοι ή μονομάχοι. Οι Ρωμαίοι της υψηλότερης τάξης ήταν απρόθυμοι να επιδεικνύονται δημόσια, γεγονός που φανερώνει ένα αρνητικό πνεύμα απέναντι στον αθλητισμό. Η Ολυμπία έπαψε να είναι το κέντρο του αρχαίου κόσμου και οι αγώνες ως θεσμός τιμούσαν πλέον το Ρωμαίο αυτοκράτορα.
Θρησκευτικός Χαρακτήρας
H πίστη των Ελλήνων, ότι πρώτοι αγωνοθέτες, αλλά και αθλητές ήταν οι θεοί και οι ήρωες, εξηγεί για ποιο λόγο οι αγώνες διεξάγονταν μέσα στους ιερούς περιβόλους των θρησκευτικών κέντρων, της Ολυμπίας, των Δελφών κ.λπ. Oι αγώνες δεν ήταν διασκέδαση, αλλά καθήκον που οι θεοί είχαν υπαγορεύσει στον άνθρωπο για να τον ενισχύουν στην προσπάθειά του να αναπτύξει ισόρροπα λες τις ψυχοσωματικές ικανότητές του, ώστε να γίνει «καλός και αγαθός» πολίτης.
Tη βαθιά πεποίθηση στην ευεργετική επίδραση των αγώνων στη γενική ευεξία, την ειρηνική συνύπαρξη και πρόοδο των μικρών τότε κοινωνιών, μαρτυρούν οι ίδιοι οι αρχαίοι συγγραφείς. Xαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Παυσανία (V 4, 5), σχετική με την αφορμή για αναδιοργάνωση των αγώνων στην Oλυμπία:
«…Eπειδή η Eλλάδα πάθαινε τότε μεγάλες καταστροφές απ εμφύλιους πολέμους και λοιμώδη αρρώστια, ο Iφιτος, βασιλιάς της Ήλιδος, σκέφτηκε να συμβουλευτεί το δελφικό θεό για τον τρόπο απαλλαγής από τις συμφορές. Kαι λένε πως η Πυθία πρόσταξε τον Ίφιτο και τους Hλείους να ανανεώσουν τους Oλυμπιακούς αγώνες».
H σημασία της μαρτυρίας αυτής, καθώς και άλλων συναφών, είναι προφανής. Tο ελιξίριο που προτείνει η Πυθία, τόσο για την ειρήνευση μεταξύ των Eλλήνων, όσο και για την απαλλαγή τους από το λοιμό, δεν είναι άλλο παρά η οργάνωση, ή, πιο ορθά, η αναδιοργάνωση των αγώνων στην Oλυμπία. Eπίσης αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο δελφικός χρησμός αναγνωρίζει τον πανελλήνιο χαρακτήρα του Iερού της Oλυμπίας και της Ήλιδος.
Την Ήλιδα αποκαλούσαν οι αρχαίοι γείτονα Διός, ενώ την Ολυμπία, που είχε τεθεί υπό την προστασία του θεού, θεωρούσαν ως το αρχαιότερο ιερό και τόσο σεβαστό ώστε να του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να πρωτοστατεί στην αντιμετώπιση προβλημάτων ολόκληρου του Ελληνικού κόσμου. Μάλιστα η εκεχειρία, δηλ. η κατάπαυση κάθε εχθροπραξίας κατά τη διάρκεια των αγώνων, που καθιέρωσε ο Ίφιτος από κοινού με τον βασιλιά της Σπάρτης Λυκούργο, έγινε απ’ όλες τις ελληνικές πόλεις – κράτη ομόφωνα αποδεκτή.
Ήδη στη Μινωική Κρήτη αγωνίσματα όπως τα Ταυροκαθάψια και το κυβίστημα, καθώς και αγώνες στίβου, όπως η πάλη, η πυγμή, ο δρόμος κ.ά. ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. Tα αγωνίσματα αυτά, προορισμένα να διασκεδάζουν τους ανθρώπους στις εορταστικές συναθροίσεις τους, είχαν, τα περισσότερα, ως στόχο την επίδειξη δεξιότητας και ακροβατικής ικανότητας και βέβαια αντοχής και ρώμης.
Για τους Μυκηναίους ήρωες η νίκη στους αγώνες δεν συνεπαγόταν μόνο την ισόβια δόξα, αλλά και την μετά θάνατον υστεροφημία. Tο έπαθλο των νικητών ήταν υλικά αγαθά, ζώα, λέβητες κ.λπ.
Όταν, κατά τη Μυκηναϊκή εποχή, πέρασαν τα αγωνίσματα αυτά από την Κρήτη στην κυρίως Ελλάδα, άρχισαν να διεξάγονται βάσει αυστηρών κανονισμών. Στα αγωνίσματα δρόμου, πάλης και πυγμής θα προστεθούν νέα, η οπλομαχία, η τοξοβολία, το ακόντιο και η αρματοδρομία, το κατ’ εξοχήν ευγενές αγώνισμα, προνόμιο των διογενών, Μυκηναίων βασιλιάδων.
Στη θρησκευτική αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων η πίστη στη μετά θάνατον ζωή ήταν ευρέως διαδεδομένη. Ο νεκρός ήταν ιερός, κατά τον Πλούταρχο «και γαρ όσιον τους μεθεστώτας ιερούς νομίζειν». Όπως παρατηρεί ο καθ. Ν. Μπεζαντάκος: «τις περισσότερες φορές οι αγώνες διεξάγονταν για να τιμηθεί κάποιος νεκρός».
Έχοντας, λοιπόν, υπ’ όψιν μας ότι: «στην αρχαία ελληνική θρησκεία ήταν σημαντική η λατρεία των νεκρών, δηλαδή των προγόνων, που ένωνε τους ζωντανούς με τα μέλη της φυλής που είχαν φύγει, η σύνδεση των αγώνων με τα θρησκευτικά ήθη και έθιμα υπήρξε θεμελιακή». Στην περίπτωση των επιφανών νεκρών ήταν συνηθισμένο να διοργανώνονται αθλητικοί αγώνες στα πλαίσια της απόδοσης ιδιαίτερων τιμών.
Οι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν προς τιμή των θεών στους χώρους γύρω από τα ιερά τους και ήταν κατά βάση θρησκευτικοί. Τέτοιοι ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που διοργανώνονταν χάριν του Ολυμπίου Διός, τα Νέμεα χάριν του Δία πάλι και ήταν συνδεδεμένοι με ταφικούς αγώνες όπου οι ελλανοδίκες φορούσαν πένθιμο ένδυμα, τα Πύθια χάριν του Απόλλωνα στους Δελφούς, και τα Ίσθμια στην Κόρινθο χάριν του Ποσειδώνα.
Η ευαρέσκεια των Θεών για τους αγώνες και η παρέμβασή τους με τρόπο αόρατο, αποτέλεσε πίστη που εκφράστηκε και στα ομηρικά έπη. Οι θεοί, σύμφωνα με τον Όμηρο, όπως στις μάχες έτσι και στους αγώνες βοηθούν ή εμποδίζουν τους ήρωες. Την ίδια στην ουσία άποψη εκφράζει και ο Πίνδαρος, όταν τοποθετεί την θεϊκή εύνοια και βοήθεια πρώτες ανάμεσα στους τρεις βασικούς παράγοντες της νίκης, στους γνωστούς του επίνικους.
Η έναρξη των Ολυμπιακών αγώνων ακολουθούσε ένα θρησκευτικό τυπικό, που περιλάμβανε προκαθορισμένες τελετές με θυσίες και δεήσεις στο ιερό του Δία. Η σημασία της φλόγας και η πανελλήνια εκεχειρία τελούσαν υπό το θεϊκό κύρος. Πλήθος αναθηματικών τιμητικών μνημείων και αφιερωμάτων με άμεσες θρησκευτικές αναφορές, ανδριάντες με ενεπίγραφες βάσεις από νικητές αθλητές, οικογένειες και νικήτριες πόλεις, τοποθετούνταν στους περιβόλους του ναού και στους γύρω χώρους του σταδίου.
Για να έχουμε την πραγματική εικόνα θα πρέπει να φανταστούμε πως θα ήταν, αν σήμερα διοργανώνονταν πανελλήνιοι αγώνες γύρω από κάποιο θρησκευτικό κέντρο, όπου θα συνέρεαν χιλιάδες θεατών για να προσκυνήσουν τα θεία, να συμμετάσχουν στις τελετές και να παρακολουθήσουν τους αγώνες, τοποθετώντας γύρω από την εκκλησία τα αφιερώματά τους.
Έτσι, η σταδιακή παρακμή των αγώνων, από τον 4ο π.Χ., αιώνα και μετά, πρέπει να θεωρείται συνδεδεμένη με την ταυτόχρονη θρησκευτική παρακμή, που παρατηρείται την ίδια εποχή, αφού το έλλειμμα πίστης άμβλυνε και την ηθική προσήλωση των αθλητών απέναντι στον όρκο και την ισχύ των ηθικών αξιών.
Tο Αγωνιστικό Πνεύμα
H επανακαθιέρωση των Ολυμπιακών αγώνων δεν ήταν μια απλή επανάληψη των παλαιότερων, που είχαν για κάποιο λόγο διακοπεί. Hταν μάλλον μια ανακαίνιση και συμπλήρωσή τους, τόσο ως προς το πνεύμα, όσο και ως προς το χαρακτήρα τους. Γιατί μετά τον πρώτο χρησμό που έδωσε η Πυθία στον Ίφιτο, ακολούθησε και δεύτερος χρησμός που όριζε το βραβείο της νίκης να μην είναι, όπως παλιά, μηλίτης ή χρηματίτης (ζώα ή άλλα υλικά αγαθά), αλλά στεφανίτης, δηλ. το απέριττο κλαδί της αγριελιάς.
H ευγενέστερη και ιδεαλιστική αυτή αντίληψη των αναδιοργανωμένων αγώνων τότε σηματοδοτεί και την αλλαγή των στόχων τους. H έννοια του άθλου δεν εξαντλείται πια με την πραγμάτωση του ιδανικού των Μυκηναίων ηρώων «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων». Δεν περιορίζεται δηλ. στην αριστεία που ικανοποιεί τη δίψα του Μυκηναίου ήρωα για αναγνώριση και τιμές. O άθλος πλέον αποτελεί για τον άνθρωπο μέσον ανάπτυξης των σωματικών αλλά και των ψυχικών του δυνάμεων προπάντων για χάρη της κοινότητας.
Εισηγητής του νέου αυτού ιδανικού, είναι ο Ηρακλής. Oι άθλοι του, πέραν των απλών πράξεων ανδρείας, αποτελούν προσφορά στον άνθρωπο· τον ευεργετούν και τον καθοδηγούν στο «μη θηριωδώς ζην» (Iσοκρ. Πανηγ. 6, 28).
O Ηρακλής εξοντώνει άγρια θηρία και θηριόμορφους ανθρώπους, υποτάσσοντας τις χαοτικές δυνάμεις της αδάμαστης φύσης στους νόμους και τη θέληση των θεών και της κοινωνικής ζωής. Στο τέλος των μόχθων του γίνεται δεκτός στον Όλυμπο. Αντίθετα, ο κατ’ εξοχήν ήρωας των Μυκηναϊκών χρόνων, ο Αχιλλεύς, γίνεται μετά το θάνατό του, βασιλιάς των σκιών στον Άδη.
Ομφαλός του Ελληνισμού
Εκτός από τους άριστους της αθλούμενης νιότης του Ελληνισμού και τους αναρίθμητους φιλοθεάμονες προσκυνητές έρχονταν και φιλόσοφοι, ποιητές και καλλιτέχνες, ο αιθέρας των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών. Στη θαυμαστή αυτή ευκαιρία της πανελλήνιας σύναξης είχαν την ευκαιρία οι Έλληνες να δουν τα έργα των καλλιτεχνών τους και να ακούσουν τους ποιητές και προπάντων τους σοφούς της Ελλάδος και τους παρορμούσαν σε ομόνοια και ένωση, αφυπνίζοντας και καλλιεργώντας τη συνείδηση ότι τα στοιχεία που τους συνέδεαν –ίδια γλώσσα, θρησκεία και τρόπος ζωής, ίδια ιδανικά– ήταν πολύ περισσότερα από τις διαφορές που τους χώριζαν.
Και στην Ολυμπία ήταν που χαλκεύθηκε, περισσότερο από κάθε άλλο κέντρο η συνείδηση αυτή. Aν οι Δελφοί υπήρξαν, όπως έλεγαν οι αρχαίοι, ομφαλός της γης, ήταν η Ολυμπία ο ομφαλός του Ελληνισμού. Εκεί χτυπούσε η καρδιά της Ελλάδος.
Kατά τον 5ον αι. π.X., εποχή της μέγιστης ακμής του ελληνικού πνεύματος σε όλους τους τομείς, φθάνουν και οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην πλήρη τους άνθηση. Tο ιερό της Ολυμπίας αποκτά και αυτό τότε τη λαμπρή του εικόνα. Στο μέσον της Άλτεως του κυρίως ιερού χώρου δεσπόζει ο περίφημος ναός του Διός, ο «κανόνας» της δωρικής ναοδομίας, με τις επιβλητικές και πολυσήμαντες γλυπτές διακοσμήσεις των δύο αετωμάτων του και το ονομαστό χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός στο σηκό του, έργο του Φειδίου.
Γύρω από το ναό του Διός, άλλοι ναοί και μικρά ιερά, κτίρια διάφορα και ανάμεσά τους, διάσπαρτα χιλιάδες αγάλματα, ανδριάντες και λοιπά αναθήματα, έργα αντιπροσωπευτικά όλων των φάσεων της ελληνικής τέχνης. Mε τον πολλαπλασιασμό των κτιρίων στο Ιερό , κρίθηκε αναγκαία για την εξοικονόμηση χώρου η μετατόπιση του Σταδίου, που έως τα μέσα του 5ου αι. π.X. ήταν μέσα στο Ιερό ανατολικότερα, εκτός του ιερού περιβόλου, στη θέση που βρίσκεται σήμερα. O ελεύθερος χώρος που δημιουργείται καταλαμβάνεται τότε από νέα, περίτεχνα οικοδομήματα και λαμπρά αφιερώματα.
Οικουμενικοί
H εκστρατεία του M. Αλεξάνδρου στην Ανατολή, είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση του Ελληνισμού και τη μεταλαμπάδευση του Ελληνικού πνεύματος ως τα βάθη της Ασίας. O Ισοκράτης, πρώτος αυτός, διακηρύσσει τότε ότι Έλληνες δεν είναι μόνο οι εκ καταγωγής, αλλά όλοι οι μετέχοντες της Ελληνικής παιδείας.
Oταν αργότερα ενσωματώνεται η Ελλάδα στη Ρώμη, οι κατακτητές και προπάντων οι αξιωματούχοι και οι αυτοκράτορες που είχαν Ελληνική παιδεία και πίστευαν τι η καταγωγή τους ήταν κοινή με των Ελλήνων, παίρνουν συχνά μέρος στους αγώνες της Ολυμπίας. Oταν μάλιστα το 212 μ.X. ο Καρακάλλας παρέχει το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους του απέραντου Ρωμαϊκού κράτους, αποκτούν πλέον όλοι το δικαίωμα να διαγωνίζονται στην Ολυμπία. Έκτοτε στους καταλόγους των Ολυμπιονικών εμφανίζονται συχνά και Αιγύπτιοι, Iσπανοί, Σύριοι, Καππαδόκες, Αρμένιοι κ.α. Oι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν γίνει πια Οικουμενικοί.
Η Ολυμπία ανά τους Αιώνες
Η Ολυμπία βρίσκεται σε απόσταση 10 χλμ. από τη θάλασσα στην περιοχή της Ηλείας, στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, πολύ κοντά στη συμβολή των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου.
Η Πελοπόννησος θεωρούνταν το νησί του μυθικού ήρωα Πέλοπα, ο οποίος κατά την παράδοση σχετιζόταν με τη Ολυμπία. Κοντά στο σημείο συμβολής των δύο ποταμών υπήρχε ένας χαμηλός λόφος από πεύκα, ο Κρόνιος, που όφειλε το όνομά του στον πατέρα του Δία, τον Κρόνο. Ο λόφος υψωνόταν στη βόρεια πλευρά του ιερού, την ονομαζόμενη Άλτη, που σημαίνει άλσος στην Ηλειακή διάλεκτο. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι η Άλτη ήταν γεμάτη ελαιόδεντρα.
Στην Ολυμπία οι Έλληνες τιμούσαν σε βωμούς που είχαν ανεγερθεί στην Άλτη το Δία, τον Κρόνο, τη Ρέα, τη Γαία, την Ειλείθυια, τη Θέμιδα, τον Ιδαίο Ηρακλή και άλλες θεότητες. Από τον 6ο αιώνα π.Χ., ναοί, περίτεχνοι βωμοί και αγάλματα κοσμούσαν την Άλτη, που ήταν το κέντρο όλων των θρησκευτικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων.
Η Ολυμπία εξελίχτηκε, με το πέρασμα των αιώνων, από τοπικό λατρευτικό κέντρο σε πανελλήνιο ιερό. Στη Γεωμετρική και Αρχαϊκή περίοδο (10ος-6ος αι. π.Χ.) το ιερό αναμορφώθηκε, για να καλύψει τις αυξανόμενες ανάγκες των επισκεπτών. Στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. χτίστηκε ο πρώτος ναός, αφιερωμένος στην Ήρα. Μια σειρά Θησαυρών αφιερώθηκε στο ιερό από διάφορες ελληνικές πόλεις, ανάμεσά τους και πλούσιες αποικίες.
Στην Κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) το συγκρότημα του ιερού αναδιοργανώθηκε για να περιλάβει το μεγαλοπρεπέστερο ναό της Ολυμπίας, εκείνον του Δία, με το διασημότερο λατρευτικό άγαλμα του πατέρα των θεών, έργο του γλύπτη Φειδία. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν νεοσύστατα κοσμικά κτήρια και αθλητικές εγκαταστάσεις.
Στα Ύστερα Κλασικά χρόνια και κατά την Ελληνιστική περίοδο, η Ολυμπία διακοσμήθηκε με κτήρια που αφιέρωσαν ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας, πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και άλλοι εύποροι δωρητές. Ανεγέρθηκαν καινούργιοι εξελιγμένοι χώροι προπόνησης, όπως το Γυμνάσιο και η Παλαίστρα.
Τη Ρωμαϊκή περίοδο το ιερό απέκτησε διεθνή φήμη και απολάμβανε αυτοκρατορικά προνόμια. Δεν μπόρεσε όμως να αντισταθεί στο γενικότερο κλίμα της πολιτικής κρίσης που χαρακτήριζε τα Υστερορωμαϊκά χρόνια και έτσι η παρακμή του επιταχύνθηκε. Το 393 μ.Χ. ο Θεοδόσιος Α’, αυτοκράτορας της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η Ολυμπία κατά το 10ο-8ο αι. π.Χ.
Εκτεταμένα στρώματα καταστροφής, γεμάτα αναθήματα από το ιερό της Ολυμπίας, καταδεικνύουν την ύπαρξη μιας πρώιμης λατρευτικής παράδοσης, που ανάγεται στο 10ο αιώνα π.Χ. και εξής. Καθώς δε σώζονται κτήρια από τη συγκεκριμένη περίοδο, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αυτές οι παλαιότατες προσφορές τοποθετούνταν κατευθείαν στους βωμούς ή επιδεικνύονταν σε ανοιχτούς χώρους.
Η Ήλιδα διοργάνωσε τα πρώτα Ολύμπια τον 8ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση, οι Ολυμπιακοί Αγώνες τελέστηκαν για πρώτη φορά το 776 π.Χ. και περιλάμβαναν ένα και μοναδικό αγώνισμα, το στάδιο, στο οποίο κέρδισε ο Κόροιβος ο Ήλειος, ο πρώτος γνωστός ολυμπιονίκης. Γύρω στο 700 π.Χ. το ιερό αναμορφώθηκε, το έδαφος ισοπεδώθηκε και πολλά πηγάδια ανοίχτηκαν προς τα ανατολικά. Έγιναν αλλαγές και στο βορινό άκρο του ιερού. Σταδιακά, το πρόγραμμα των Αγώνων επεκτάθηκε και περιέλαβε και αγωνίσματα παίδων.
Η Ολυμπία κατά τον 7ο-6ο αι. π.Χ.
Η εξουσία και η ισχύς της Ήλιδας είχαν εξασθενήσει τον 7ο αιώνα π.X., μετά από μια σειρά συγκρούσεων με τους γείτονές της, ιδιαίτερα με τους Πισαίους στο νότο. Οι τελευταίοι κατέλαβαν το ιερό λίγο αργότερα και από το 676 π.Χ., που απέκτησαν τον έλεγχό του, μέχρι τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. οργάνωναν τους αγώνες.
Οι πρώτες ενδείξεις οικοδομικής δραστηριότητας στην Ολυμπία ανάγονται στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Τότε εμφανίζεται η λατρεία της Ήρας στην Ολυμπία και χτίζεται ο μεγάλος Δωρικός ναός αφιερωμένος σ’ αυτή. Σύμφωνα με την παράδοση, ανεγέρθηκε στην Άλτη περίπου το 600 π.Χ. και δωρητές του ήταν οι Σκιλλούντιοι, σύμμαχοι των Πισαίων που είχαν τον έλεγχο του ιερού εκείνη την εποχή.
Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα δείγματα περίπτερου ναού στην Ελλάδα, με μακρόστενη κάτοψη, 6 κίονες στη στενή πλευρά και 16 στη μακριά. Στο σηκό, που διαιρούνταν σε τρία κλίτη, υπήρχαν τα λίθινα αγάλματα του Δία και της Ήρας. Ο Παυσανίας, που επισκέφτηκε την περιοχή το 2ο αιώνα π.Χ., αναφέρει ότι ένας κίονας στον οπισθόδομο του ναού ήταν κατασκευασμένος από ξύλο. Προφανώς, οι κίονες ήταν αρχικά ξύλινοι και αντικαταστάθηκαν σταδιακά με λίθινους.
Το Πελόπιο βρισκόταν νότια του Ηραίου και αποτελούσε το κενοτάφιο του μυθικού ιδρυτή των αγώνων Πέλοπα. Ο τύμβος διαμορφώθηκε γύρω στο 1100 π.Χ. και ανακαινίστηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. με την προσθήκη ενός περιβόλου, όπου οι πιστοί τιμούσαν τον ήρωα θυσιάζοντας ένα μαύρο κριάρι. Οι Θησαυροί, που χρονολογούνται στην ίδια περίοδο, ήταν ναόσχημα κτήρια πάνω σε άνδηρο, κατασκευασμένα από τους αντιπροσώπους των ελληνικών πόλεων που συμμετείχαν στους αγώνες, με σκοπό τη φύλαξη πολύτιμων αναθημάτων.
Είχαν χτιστεί στη βόρεια πλευρά του ιερού, στους πρόποδες του Κρονίου λόφου. Η Σικυώνα ήταν η πρώτη που αφιέρωσε Θησαυρό, ενώ οι άλλες πόλεις που ακολούθησαν το παράδειγμά της -με τη σειρά των σωζόμενων κτισμάτων και με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά- ήταν: Συρακούσες, Επίδαμνος, Βυζάντιο, Σύβαρη, Κυρήνη, Σελινούντας, Μεταπόντιο, Μέγαρα και Γέλα.
Επίσης, κατασκευάστηκαν κοσμικά μνημεία και αθλητικές εγκαταστάσεις. Το Βουλευτήριο ήταν η έδρα του ανώτατου συμβουλίου, υπεύθυνου για όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με το ιερό και τους Αγώνες. Αποτελούνταν από δύο επιμήκη κτήρια με εσωτερικές κιονοστοιχίες. Εκεί κοντά ήταν ο βωμός και το άγαλμα του Ορκίου Δία, όπου ορκίζονταν οι αθλητές την πρώτη ημέρα των αγώνων.
Το Στάδιο κατασκευάστηκε περίπου το 560 π.Χ. Ήταν ένας απλός δρόμος, χωρίς επιχώσεις, στη νότια πλαγιά του Κρονίου λόφου. Η αφετηρία του, τοποθετημένη στη στενή, δυτική του πλευρά, έβλεπε το μεγάλο βωμό του Δία. Σύντομα αντικαταστάθηκε από νέο Στάδιο, που χτίστηκε περίπου το 500 π.Χ. και σχεδόν στο ίδιο σημείο με το προηγούμενο, αλλά με μια μικρή μετατόπιση προς τα ανατολικά, προκειμένου να υπάρξει χώρος για λατρεία ανατολικά του βωμού του Δία. Η ανάπλασή του μαρτυρά τον αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών στο ιερό αυτή την περίοδο.
Την ίδια εποχή εισήχθησαν στο Ολυμπιακό πρόγραμμα η αρματοδρομία και άλλα ιππικά αγωνίσματα -πιθανόν σε ανάμνηση της νίκης του Μυκηναίου ήρωα Πέλοπα επί του Οινομάου-, που αποτελούσαν παράδοση στη γειτονική Πίσα. Στα 580 π.Χ., η Ήλιδα, συμμαχώντας με τη Σπάρτη, κατέλαβε την Πίσα και απέκτησε ξανά τον έλεγχο του ιερού, τον οποίο και διατήρησε μέχρι τους τελευταίους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το χρονικό διάστημα από το 580 π.Χ. έως τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. αποτελεί την πιο ειρηνική περίοδο για την περιοχή.
Η Ολυμπία κατά τον 5ο αι. π.Χ.
Μετά τους Περσικούς πολέμους, η Ολυμπία έφτασε στο απόγειο της δόξας της. Τα πολυάριθμα αναθήματα που βρέθηκαν εκεί συνηγορούν για το μεγάλο αριθμό συμμετοχών από όλες τις Ελληνικές πόλεις. Στις Ολυμπιάδες αυτού του αιώνα κυριάρχησαν αθλητές από τη Σπάρτη και τον Κρότωνα στην Κάτω Ιταλία. Η νίκη των Ελλήνων κατά των Περσών ενδυνάμωσε την εθνική τους συνείδηση και σύντομα το ιερό έγινε σύμβολο της ενότητάς τους.
Στην Ολυμπία ανεγέρθηκαν νέα κοσμικά και λατρευτικά κτήρια. Ο διάσημος ναός του Δία και τα περίτεχνα αγάλματα που τοποθετήθηκαν στην Άλτη πρόσθεσαν αίγλη στο ιερό. Χτισμένος στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., ο ναός αποτέλεσε το πιο μεγαλοπρεπές μνημείο του ιερού, σύμβολο των θρησκευτικών και φυλετικών δεσμών των Ελλήνων. Ήταν αφιερωμένος στον Ολύμπιο Δία και είχε διακοσμηθεί με φορητά γλυπτά και ανάγλυφα.
Το διασημότερο λατρευτικό άγαλμα της Αρχαιότητας και ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου βρισκόταν στον κύριο χώρο του ναού. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία ήταν δημιουργία του διάσημου γλύπτη Φειδία και παρίστανε το θεό ως κύριο του κόσμου. Ο Ζευς καθόταν ένθρονος, κρατώντας ένα σκήπτρο στο αριστερό χέρι, ενώ μια Νίκη στεκόταν στο δεξιό του.
Την ίδια περίοδο χτίστηκαν νέες αθλητικές εγκαταστάσεις, όπως το Στάδιο και ο Ιππόδρομος. Πρόκειται για την τρίτη και τελευταία φάση του Σταδίου. Ο στίβος μετακινήθηκε 75 μέτρα ανατολικότερα και ήταν φτιαγμένος από πατημένο χώμα, ενώ η απόσταση από τις αφέσεις -τις λίθινες σειρές πλακών για την εκκίνηση και τον τερματισμό- ήταν 186 μ.
Ειδικές θέσεις δεν είχαν κατασκευαστεί, εκτός από εκείνες για τους επόπτες, τους επίσημους καλεσμένους και την ιέρεια της Δήμητρας Χαμύνης, τη μόνη γυναίκα που της επιτρεπόταν να παρακολουθεί τους αγώνες. Ο βωμός της θεάς βρισκόταν στο βόρειο πρανές του Σταδίου, ακριβώς απέναντι από την εξέδρα των Ελλανοδικών.
Στον Ιππόδρομο, που καταλάμβανε μια έκταση μήκους περίπου 780 μ. στα νότια του Σταδίου, διεξάγονταν τα ιππικά αγωνίσματα. Δύο στύλοι, τοποθετημένοι στα δύο άκρα του, έδειχναν αντίστοιχα την αφετηρία/τέρμα και το σημείο στροφής. Ο κυρίως στίβος χωριζόταν στα δύο από έναν πέτρινο ή ξύλινο τοίχο μήκους 390 μ., το έμβολον. Τα άρματα έπρεπε να ανέβουν από τη μια μεριά, να κάνουν στροφή και να επιστρέψουν από την άλλη, διανύοντας έτσι μια συνολική διαδρομή 1.200 μ. Ο ακριβής αριθμός των αρμάτων που συμμετείχαν σε μια αρματοδρομία στην Ολυμπία δεν είναι γνωστός, ωστόσο στα Πύθια, που διοργανώνονταν στους Δελφούς, γνωρίζουμε ότι διαγωνίζονταν δέκα.
Το Πρυτανείο βρισκόταν στα βορειοανατολικά του χώρου και χτίστηκε το 470 π.Χ. Αρχικά ήταν μικρό σε μέγεθος, αλλά με τις σταδιακές ανακαινίσεις, μετασκευές και μεταγενέστερες προσθήκες μεγάλωσε. Εκεί οργανωνόταν η τακτική προσφορά θυσιών στους βωμούς από τους πρυτάνεις, τα μέλη του ιερατείου που ήταν υπεύθυνα για τη λειτουργία του ιερού. Στο Πρυτανείο βρισκόταν κι ο βωμός της Εστίας.
Η Ολυμπία κατά τον 4ο αι. π.Χ.
Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές στη ζωή και τις αξίες των Ηλείων. Η Ήλιδα έπαψε να είναι εύπορη και οι κάτοικοί της έγιναν προσωρινά σύμμαχοι διαφόρων πόλεων-κρατών. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος προκάλεσε την παρακμή πολλών ηθικών αξιών που εξέφραζαν οι αγώνες.
Αυτές οι αλλαγές είναι ιδιαίτερα εμφανείς και στη χωροθέτηση του ιερού: από εδώ και στο εξής το κύριο ιερό διαχωρίζεται από το χώρο διεξαγωγής των αγώνων και το Στάδιο. Η ανέγερση της στοάς της Ηχούς σημείωσε το διαχωρισμό του θρησκευτικού κέντρου από το Στάδιο, το οποίο μεταφέρθηκε ανατολικότερα. Ονομάστηκε στοά της Ηχούς, λόγω της ακουστικής της, και Ποικίλη από τις τοιχογραφίες που την κοσμούσαν εσωτερικά.
Οι αθλητές που γίνονταν αντιληπτοί να παραβαίνουν τους κανόνες κατέβαλλαν πρόστιμο, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την ανέγερση των Ζανών. Πρόκειται για αγάλματα του Δία, τα οποία στήνονταν για να θυμίζουν την τιμωρία αυτών που δε συμμορφώνονταν στους κανόνες των αγώνων.
Στους Ύστερους Κλασικούς χρόνους ανεγέρθηκαν το Μητρώο και ορισμένες Στοές. Χτισμένο το 400 π.Χ. κοντά στους Θησαυρούς, το Μητρώο ήταν ένας ναός αφιερωμένος στη μητέρα των θεών, την Κυβέλη. Ο βωμός της βρισκόταν στη δυτική του είσοδο. Αργότερα, το Μητρώο χρησιμοποιήθηκε για τη λατρεία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Η Νότια Στοά ιδρύθηκε στο νότιο άκρο του ιερού και η αρχική Ιερά Οδός περνούσε μπροστά της. Άλλες στοές χτίστηκαν ως προσόψεις του Βουλευτηρίου και άλλων κτηρίων. Αυτή την εποχή το μήκος του Σταδίου έφτανε τα 212,50 μ., ενώ μεγάλωσε η απόσταση από τις αφέσεις στα 192,28 μ. Η χωρητικότητά του ήταν 45.000 θεατές, οι οποίοι κάθονταν στο χώμα.
Η Ολυμπία κατά την Ελληνιστική περίοδο (3ος-1ος αι. π.Χ.)
Στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), ο Φίλιππος Β’ ανήγειρε στην Ολυμπία το οικογενειακό του μνημείο, το Φιλιππείο. Ο Μακεδόνας βασιλιάς και αργότερα ο γιος του, Αλέξανδρος Γ’ ο Μέγας, τίμησαν το ιερό προσφέροντας πλούσια δώρα και αφιερώματα.
Το ψηλότερο κτήριο από όλα, το Λεωνίδαιο, ανεγέρθηκε στο νοτιοδυτικό άκρο του ιερού. Αφιερωμένο στον Ολύμπιο Δία από τον αρχιτέκτονα Λεωνίδα το Νάξιο, χρονολογείται γύρω στο 330 π.Χ. και προοριζόταν για τη φιλοξενία των επίσημων επισκεπτών. Εξωτερικά το κοσμούσαν τέσσερις ιωνικές κιονοστοιχίες με 138 κίονες. Στο εσωτερικό του υπήρχε ένα κεντρικό δωρικό περιστύλιο με 44 κίονες.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες άρχισαν να γίνονται αθλητικό γεγονός μείζονος σημασίας την εποχή των Επιγόνων, των διαδόχων του Αλεξάνδρου. Χτίστηκαν πρόσθετες αθλητικές εγκαταστάσεις, όπως η Παλαίστρα, το Γυμνάσιο και τα Λουτρά, οι οποίες κάλυπταν τις ανάγκες των πολυάριθμων αθλητών που συγκεντρώνονταν εκεί για να συναγωνιστούν.
Χτισμένη τον 3ο αιώνα π.Χ., η Παλαίστρα πιθανότατα αφιερώθηκε από κάποιον Ελληνιστικό ηγεμόνα. Υπήρξε ο χώρος άσκησης για χιλιάδες πυγμάχους, παλαιστές και άλτες. Το σχεδόν τετράγωνο εσωτερικό της περιβαλλόταν από κιονοστοιχίες όπου στεγάζονταν αποδυτήρια, ελαιοθέσια, το κονιστήριο, λουτρά και αίθουσες με πάγκους για τη διδασκαλία των αθλητών.
Το Γυμνάσιο ανεγέρθηκε το 2ο αιώνα π.Χ. στη βορινή πλευρά της Παλαίστρας. Κι εδώ ο κεντρικός ανοιχτός χώρος περιβαλλόταν από τέσσερις μακριές κιονοστοιχίες. Η διπλή του κιονοστοιχία από βορρά προς νότο, μήκους 220 μέτρων, χρησιμοποιούνταν μάλλον για προπόνηση. Εδώ, οι αθλητές ασκούνταν στο ακόντιο, το δίσκο και το δρόμο. Η μνημειακή του είσοδος, με τη μορφή αμφιπρόστυλου Κορινθιακού προπύλου, βρισκόταν στη νοτιοανατολική γωνία.
Τα Λουτρά χτίστηκαν το 300 π.Χ. κοντά στον ποταμό Κλαδέο (Κλάδεο ή Κλάδαο στις πηγές), αντικαθιστώντας τα παλαιότερα λουτρά της Κλασικής εποχής. Το 200 π.Χ. ανεγέρθηκε μία καμαροσκεπής δίοδος για να ενώσει την είσοδο του Σταδίου με την περιοχή της Άλτης και το 100 π.Χ. τα Λουτρά ανακαινίστηκαν.
Η Ολυμπία κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο (1ος αι. π.Χ.-4ος αι. μ.Χ.)
Η οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη, καθώς και η πολιτική σταθερότητα της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας, προσέδωσαν στον αθλητισμό διεθνή χαρακτήρα. Όταν δόθηκε η Ρωμαϊκή υπηκοότητα σε όλους τους κατοίκους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αθλητές από πολλές περιοχές της, Αιγύπτιοι, Λύκιοι κλπ., μπορούσαν να συμμετάσχουν και να νικήσουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εκτεταμένες επισκευές στο ναό του Δία και άλλα μνημεία έγιναν υπό την αιγίδα των αυτοκρατόρων.
Νέα αφιερωματικά κτίσματα και αθλητικές εγκαταστάσεις ανεγέρθηκαν στην Ολυμπία. Το Νυμφαίο ή Εξέδρα χτίστηκε από τον Ηρώδη τον Αττικό το 150 μ.Χ., για να τιμήσει τη γυναίκα του Ρήγιλλα, ενώ πρόσφερε ταυτόχρονα ένα σημαντικό υδρευτικό έργο για το ιερό. Δύο μέρη αποτελούσαν το κτήριο, μία ορθογώνια δεξαμενή και πίσω της μία ημικυκλική που περιβαλλόταν από μία διώροφη, επίσης ημικυκλική, εξέδρα αποτελούμενη από έντεκα κόγχες. Εκεί, τοποθετήθηκαν αγάλματα της οικογένειας των Αντωνίνων, καθώς και του ίδιου του Ηρώδη και της συζύγου του.
Το 100 μ.Χ. χτίστηκαν νέα Λουτρά, για ν’ αντικαταστήσουν τα παλαιότερα, ενώ δημιουργήθηκαν σε διάφορα σημεία και άλλες εγκαταστάσεις λουτρών. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. δυνατοί σεισμοί προκάλεσαν καταστροφές στην Ολυμπία και χρειάστηκε να γίνουν εκτεταμένες επισκευές και αναστηλώσεις. Οι επιδρομές βαρβαρικών φύλων το 267 μ.Χ., που ερήμωσαν πολλές πόλεις στην Ελλάδα, είχαν αποτέλεσμα την οχύρωση του κεντρικού τμήματος του ιερού με τη χρήση υλικού από τα κατεστραμμένα μνημεία.
Τον 4ο αιώνα μ.Χ., μεγάλες φυσικές καταστροφές προκάλεσαν την κατάρρευση πολλών μνημείων. Παρά το γεγονός αυτό, οι Ολυμπιάδες συνεχίστηκαν, όπως φαίνεται από το όνομα του τελευταίου Ολυμπιονίκη, του Αρμένιου πρίγκιπα Βαρασδάτη. Το 393 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε η τελευταία Ολυμπιάδα, η 293η.
Ο Θεοδόσιος Α’ απαγόρευσε τους αγώνες, ενώ με διάταγμα του Θεοδοσίου Β’, το 426 μ.Χ., η Άλτη γκρεμίστηκε. Χριστιανοί κατοίκησαν τη θέση μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ. και το εργαστήρι του Φειδία μετατράπηκε σε Βασιλική. Το νέο χωριό που χτίστηκε πάνω στα αρχαία ερείπια καταστράφηκε, πιθανότατα από τους Αβάρους, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Η Ολυμπία θάφτηκε κάτω από τις επιχώσεις των δύο ποταμών μέχρι τη στιγμή της ανακάλυψής της από τους αρχαιολόγους στα τέλη του 19ου αιώνα.
Oι Αγώνες
Tο νέο αγωνιστικό πνεύμα που εισήγαγε ο Ηρακλής υιοθέτησε λοιπόν ο Ίφιτος κατά την αναδιοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Και είναι σημαντικό ότι το πρώτο και μοναδικό αγώνισμα που καθιερώνεται το 776 π.X. στην πρώτη Ολυμπιάδα, είναι ο δρόμος ενός σταδίου και όχι το αριστοκρατικό άθλημα των Μυκηναίων, η αρματοδρομία. Μάλιστα ο νικητής του πρώτου αυτού αγωνίσματος, ο Κόροιβος, ήταν, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, μάγειρος.
Αγώνες δρόμου ήταν και τα αγωνίσματα που προστέθηκαν διαδοχικά: το 724 π.X. (14η Ολυμπιάδα) ο δίαυλος (δύο στάδια) και το 720 π.X. (15η Ολυμπιάδα) ο δόλιχος (δώδεκα ή εικοσιτέσσερα στάδια). Tο 708 π.X. (18η Ολυμπιάδα) εισάγεται το πένταθλο και η πάλη, το 688 π.X. (23η Ολυμπιάδα) προστίθεται η πυγμή.
Μόλις κατά το 680 π.X. (25η Ολυμπιάδα) θα καθιερωθεί η αρματοδρομία και στις επόμενες Ολυμπιάδες οι υπόλοιποι ιππικοί αγώνες. O τελικός αριθμός των διάφορων αγωνισμάτων, αυξομειούμενων κατά καιρούς, έφθασε τα είκοσι τρία. Oι Ολυμπιάδες συνεχίσθηκαν ως το τέλος του αρχαίου κόσμου και ως την απαγόρευση της τέλεσής τους, το 393 μ.X. απ το Θεοδόσιο A΄, αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Στους Ολυμπιακούς αγώνες μόνο Έλληνες πολίτες είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν· αποκλείονταν ωστόσο όσοι βαρύνονταν με πράξεις ασέβειας, φόνο ή σύληση του ναού και παραβίαση της ιερής εκεχειρίας.
Oι Έλληνες που κατέκλυζαν το ιερό της Ολυμπίας προέρχονταν όχι μόνο απ την κυρίως Ελλάδα και τα νησιά της, αλλά και απ τις μακρινές αποικίες της, απ τις Ηράκλειες Στήλες (σημ. Γιβραλτάρ) και τη Μεγάλη Ελλάδα (Κάτω Ιταλία) και Σικελία, ως τη Μαύρη Θάλασσα και την Κριμαία.
Η Ολυμπιάδα
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, τη δεύτερη εβδομάδα του Ιουλίου, και διαρκούσαν τέσσερις έως πέντε μέρες τους Κλασικούς χρόνους, αν και στη μακραίωνη ιστορία τους υπήρξαν αυξομειώσεις στη διάρκειά τους.
Μέχρι την 24η Ολυμπιάδα (684 π.Χ.) διεξάγονταν σε μία μόνο μέρα, ενώ άλλες τρεις προστέθηκαν στην 37η Ολυμπιάδα (632 π.Χ.). Με το πέρασμα των αιώνων, οι αγώνες εξελίσσονταν και νέα αγωνίσματα προσθέτονταν στο πρόγραμμά τους. Κατά τη διάρκεια διεξαγωγής τους, οι Έλληνες θυσίαζαν στο Δία και τους άλλους θεούς του ιερού, πραγματοποιούνταν διάφοροι αθλητικοί αγώνες και η διοργάνωση τελείωνε με μεγάλες εορταστικές τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα.
Χρόνος διεξαγωγής των Ολυμπιάδων
Οι Ολυμπιάδες, όπως και οι άλλοι πανελλήνιοι αγώνες, τελούνταν μια φορά στα τέσσερα χρόνια, σύμφωνα με το ελληνικό οκταετές ημερολόγιο. Οι ακριβείς ημερομηνίες των αγώνων υπολογίζονταν με βάση το σεληνιακό 28ήμερο μήνα. Οι αγώνες γίνονταν την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία, που σήμερα συμπίπτει με τα μέσα Ιουλίου. Αυτή ήταν η πιο ζεστή εποχή του χρόνου και πολλοί αθλητές έβρισκαν τη ζέστη αφόρητη.
Ο όρος “Ολυμπιάδα” χρησιμοποιούνταν επίσης για να περιγράψει το χρόνο που μεσολαβούσε μεταξύ δύο Ολυμπιακών Αγώνων. Στο διάστημα ανάμεσα σε δύο Ολυμπιάδες, οι Έλληνες συγκεντρώνονταν στις πανελλήνιες γιορτές που τελούνταν σε άλλα ιερά. Η σειρά των γιορτών ήταν η ακόλουθη:
Έτος | Εποχή | Αγώνες |
540 π.Χ. | Τέλος Καλοκαιριού | 55η Ολυμπιάδα |
539 π.Χ. | Καλοκαίρι | Νέμεα |
538 π.Χ. | Άνοιξη | Ίσθμια |
537 π.Χ. | Καλοκαίρι | Νέμεα |
536 π.Χ. | Άνοιξη | Ίσθμια |
536 π.Χ. | Τέλος Καλοκαιριού | 56η Ολυμπιάδα |
Οι Ολυμπιάδες αποτελούσαν τη βάση ενός εθνικού συστήματος χρονολόγησης και ονομάζονταν σε κάθε διοργάνωσή τους από το νικητή στο αγώνισμα της σταδιοδρομίας. Αργότερα, στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., ο σοφιστής Ιππίας ο Ήλειος αρίθμησε όλες τις Ολυμπιάδες σε σχέση με την πρώτη, το 776 π.Χ. Ο κατάλογος των Ολυμπιάδων συμπληρώθηκε αργότερα από τον Αριστοτέλη, τον Ερατοσθένη, το Φλέγονα τον Τραλλέα και τον Ιούλιο τον Αφρικανό.
Η Περίοδος πριν τους Αγώνες
Όσοι ήθελαν να λάβουν επίσημα μέρος στην Ολυμπιάδα έπρεπε να προπονηθούν στην πατρίδα τους τουλάχιστον δέκα μήνες πριν τους αγώνες. Σύμφωνα με τους κανονισμούς, οι αθλητές έπρεπε να φτάσουν στην Ήλιδα τουλάχιστον ένα μήνα πριν για περαιτέρω προπόνηση και για να γίνουν οι απαραίτητες διατυπώσεις που απαιτούνταν για τη συμμετοχή τους στους αγώνες.
Η αναγγελία των αγώνων γινόταν από τους σπονδοφόρους, πολίτες της Ήλιδας που στεφανωμένοι με κλαδιά ελιάς και κρατώντας το ραβδί του κήρυκα περιόδευαν ως εγγυητές της ιερής εκεχειρίας σε όλες τις ελληνικές πόλεις, ανακηρύσσοντας την κατάπαυση των εχθροπραξιών για τρεις μήνες.
Δύο ημέρες πριν την επίσημη έναρξη των αγώνων, μια πομπή αθλητών και ελλανοδικών ξεκινούσε από την Ήλιδα. Ακολουθώντας την Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ολυμπία, σταματούσαν στην πηγή Πιέρα για μια τελετουργική θυσία και διανυκτέρευαν στους Λετρίνους. Το επόμενο πρωί την πομπή υποδεχόταν το θορυβώδες και ζωηρό πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στο ιερό της Ολυμπίας.
Εισαγωγή των Αγωνισμάτων στο Ολυμπιακό Πρόγραμμα
Προπόνηση στην Πόλη του Αθλητή
Ο αθλητής άρχιζε να προπονείται από την παιδική του ηλικία στην πατρίδα του. Η προπόνηση στόχευε στην ανάπτυξη των σωματικών ικανοτήτων, καθώς και στη βελτίωση της τεχνικής. Οι εκπαιδευτές ανήκαν σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες: τους παιδοτρίβες (που γύμναζαν το σώμα), τους γυμναστές (προπονητές για αθλητικές ασκήσεις, οι οποίοι και ζητούσαν υψηλές αμοιβές) και τους αλείπτες. Δουλειά των τελευταίων ήταν να αλείφουν με λάδι το σώμα των αθλητών, για να κάνουν μασάζ στους μύες.
Το επάγγελμα του προπονητή γνώρισε μεγάλη εξειδίκευση στους αρχαίους χρόνους. Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι οι Έλληνες διαφωνούν περισσότερο για την πλοήγηση των πλοίων παρά για την προπόνηση, γιατί η τεχνική πλοήγησης είναι λιγότερο εξελιγμένη από την προπόνηση. Εάν ένας αθλητής δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στα έξοδα της προπόνησης, ώστε να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες, η πόλη του αναλάμβανε την ευθύνη να προσλάβει προπονητή για να τον επιβλέπει.
Πρώτη και Δεύτερη Μέρα των Αγώνων
Η επίσημη έναρξη των αγώνων γινόταν την πρώτη μέρα. Οι αγώνες άρχιζαν με την εγγραφή των αθλητών και την αναφώνηση του επίσημου όρκου των αγωνιζομένων και των κριτών στο Βουλευτήριο. Στο βωμό του Ορκίου Δία ορκίζονταν πρώτα οι αγωνιζόμενοι ότι γυμνάστηκαν τους προηγούμενους δέκα μήνες και ότι θα ακολουθούσαν τους κανόνες κατά τη διάρκεια των αγώνων και στη συνέχεια οι κριτές ότι θα έκριναν δίκαια. Έπειτα γινόταν η εγγραφή των αθλητών στα ιππικά αγωνίσματα κατά ζεύγη. Ένας λευκός πίνακας, το Λεύκωμα, με τα ονόματα των αγωνιζομένων στηνόταν έξω από το Βουλευτήριο, για να πληροφορεί τους επισκέπτες για το πρόγραμμα των αγώνων.
Πρώτα διαγωνίζονταν οι σαλπιγκτές και οι κήρυκες. Οι νικητές αυτού του διαγωνισμού είχαν την τιμή να εκφωνούν τα ονόματα των Ολυμπιονικών και να σαλπίζουν κατά τη διάρκεια των αγώνων. Μετά πραγματοποιούνταν οι δημόσιες και οι ιδιωτικές θυσίες των αποστολών από τις διάφορες πόλεις στους θεούς προστάτες τους.
Οι θυσίες γίνονταν μπροστά στους βωμούς των περισσοτέρων θεοτήτων, στον Ίππιο Ποσειδώνα, την Ιππία Ήρα, τον Ίππιο Άρη, την Ιππία Αθηνά, τους Διόσκουρους, την Τύχη, τον Ταράξιππο και άλλους. Το απόγευμα, το ζωηρό πλήθος σκόρπιζε στην περιοχή και επισκεπτόταν όλους τους ναούς και τους βωμούς για να συναντηθεί με φίλους και να συζητήσει, να διηγηθεί ιστορίες για παλιούς ολυμπιονίκες ή να ακούσει συγγραφείς και ποιητές να απαγγέλλουν τα έργα τους.
Τη δεύτερη μέρα ξεκινούσαν οι αγώνες, με πρώτο αγώνισμα τη σταδιοδρομία παίδων. Ο κήρυκας καλούσε τους αθλητές που συμμετείχαν και οι ελλανοδίκες έπαιρναν θέση, για να αποφευχθούν τυχόν παρατυπίες στη διάρκεια της κλήρωσης. Ο κριτής πρόσφερε την κάλπη και οι δρομείς έβλεπαν τη σειρά τους διαλέγοντας ένα όστρακο με το ψηφίο που την καθόριζε. Το όνομα του νικητή ανακοινωνόταν από τον κήρυκα, ο οποίος και του απένειμε το φοίνικα. Η πρώτη ουσιαστικά αγωνιστική μέρα ήταν αφιερωμένη στους παίδες, οι οποίοι διαγωνίζονταν στην πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιο μέχρι αργά το απόγευμα. Ακολουθούσαν πολύωροι πανηγυρισμοί για τους νικητές.
Τρίτη έως Πέμπτη Μέρα των Αγώνων
Η τρίτη ημέρα ανήκε στα ιππικά αγωνίσματα και στο πένταθλο. Τα ιππικά αγωνίσματα, που ήταν από τα πιο δημοφιλή των Ολυμπιακών Αγώνων, εντάχθηκαν με την εξής σειρά στο αγωνιστικό πρόγραμμα:
Νωρίς το απόγευμα γινόταν στο Στάδιο ο αγώνας του πεντάθλου, ενός συνδυασμού πέντε διαφορετικών αγωνισμάτων, του άλματος, του δρόμου, του ακοντίου (από τα ελαφρά αγωνίσματα), του δίσκου και της πάλης (από τα βαριά). Η μέρα τελείωνε με τελετές προς τιμήν του Πέλοπα, του μυθικού ιδρυτή των Αγώνων, μπροστά στο Πελόπιο.
Η τέταρτη μέρα ξεκινούσε με τη μεγάλη τελετή, την εκατόμβη, προς τιμήν του Δία, όπου εκατό βόδια, προσφορά των Ηλείων, θυσιάζονταν μπροστά στο βωμό του θεού. Η πομπή που ξεκινούσε από το Πρυτανείο αποτελούνταν από αντιπροσώπους των πόλεων, ιερείς, αθλητές και μέλη της κάθε αποστολής. Ύστερα ακολουθούσαν οι αγώνες δρόμου, με τους δρομείς να διαγωνίζονται στο στάδιο (αγώνας μιας διαδρομής), στο δίαυλο (αγώνας διπλής διαδρομής) και στο δόλιχο (αγώνας αντοχής), καθώς και οι αγώνες πάλης, πυγμαχίας, παγκρατίου και οπλίτη δρόμου.
Την πέμπτη μέρα γινόταν η επίσημη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Μπροστά στους διαφόρους βωμούς γίνονταν θυσίες στις θεότητες της Ολυμπίας. Όλοι οι νικητές συγκεντρώνονταν στο ναό του Δία για την απονομή των στεφάνων από τον πρεσβύτερο των Ελλανοδικών. Το όνομα και η πόλη από την οποία προέρχονταν ανακοινώνονταν από τον κήρυκα ενώπιον όλων. Στο Πρυτανείο, έδρα των αξιωματούχων του ιερού, παρέθεταν οι Ηλείοι γεύμα για να τιμήσουν τους νικητές. Μετά τους πανηγυρισμούς, οι ολυμπιονίκες γυρνούσαν στην πατρίδα τους, όπου τους δέχονταν με ιδιαίτερες τιμές.
Η Απονομή των Βραβείων
Οι νικητές των αγώνων, φορώντας μια κόκκινη μάλλινη ταινία στο κεφάλι και κρατώντας ένα κλαδί φοίνικα στο δεξί χέρι, εισέρχονταν στο ναό του Δία. Η μάλλινη ταινία χρησιμοποιούνταν συνήθως για να κοσμήσει ιερά αντικείμενα και το κλαδί φοίνικα ήταν μνεία στο Θησέα, που ίδρυσε τους αγώνες στη Δήλο, στους οποίους οι νικητές στεφανώνονταν μ’ ένα κλαδί φοινικιάς. Μέσα στο ναό υπήρχαν στεφάνια από αγριελιά, οι λεγόμενοι κότινοι, τοποθετημένα πάνω σε ένα χρυσελεφάντινο τραπέζι.
Ο χάλκινος τρίποδας, πάνω στον οποίο έβαζαν τα στεφάνια σε παλαιότερους χρόνους, φυλασσόταν μέσα στο ναό. Οι νικητές των Ολυμπίων στεφανώνονταν με το πολύτιμο αυτό έπαθλο. Μάλιστα, επικρατούσε η άποψη ότι το στεφάνι προσέδιδε μαγικές ικανότητες στον αθλητή. Ο νικητής γινόταν ο ευνοούμενος των θεών, γιατί είχε κερδίσει με τη βοήθειά τους. Αυτή η τελετή συμβόλιζε τη μυστική επικοινωνία ανάμεσα στη θεότητα και τον άνθρωπο.
Σύμφωνα με την παράδοση, το στεφάνι από αγριελιά πρωτοκαθιερώθηκε ως έπαθλο από τον Ίφιτο, ακολουθώντας ένα χρησμό των Δελφών. Το κλαδί κοβόταν πάντοτε από την ίδια πανάρχαια αγριελιά, την Καλλιστέφανο, που βρισκόταν κοντά στο ναό του Δία. Και οι άλλοι πανελλήνιοι αγώνες ήταν στεφανήτες, στους νικητές δηλαδή δινόταν ως έπαθλο στεφάνι από δάφνη στα Πύθια, από πεύκο στα Ίσθμια και από σέλινο στα Νέμεα.
Ειδικές Τιμές
Με την επιστροφή στην πατρίδα τους οι ολυμπιονίκες δέχονταν χρηματικά βραβεία και τιμητικούς τίτλους. Λέγεται ότι μερικές πόλεις έδιναν στους νικητές για έπαθλο πέντε τάλαντα, αλλά το ποσό διέφερε από πόλη σε πόλη. Οι ολυμπιονίκες ταυτίζονταν με τους ήρωες και τους ημίθεους και δέχονταν πολλές τιμητικές διακρίσεις και προνόμια, τα οποία ποίκιλλαν από περιοχή σε περιοχή. Συνήθως η είσοδός τους στη πόλη ήταν εορταστική και ένδοξη, με το συγκεντρωμένο πλήθος να πετάει λουλούδια και φύλλα δέντρων.
Ο Ολυμπιονίκης εισερχόταν στην πόλη πάνω σε τέθριππο και σε ορισμένες περιπτώσεις γκρεμιζόταν ένα τμήμα του τείχους για την είσοδό του ως ένδειξη ότι τα τείχη δεν ήταν πια αναγκαία για την υπεράσπισή της, αφού διέθετε τέτοιους ήρωες. H υποδοχή των νικητών ήταν ανάλογη με αυτή που επιφυλασσόταν σε στρατηγούς, οι οποίοι επέστρεφαν νικητές από εκστρατείες. Ο Ολυμπιονίκης επισκεπτόταν το ναό του προστάτη θεού της πόλης, θυσίαζε σε αυτόν και του πρόσφερε το στεφάνι του.
Την τελετή ακολουθούσε γιορτή. Οι νικητές είχαν το δικαίωμα να δειπνούν δωρεάν για την υπόλοιπη ζωή τους στο Πρυτανείο. Τους προσφερόταν μια τιμητική θέση στους δημόσιους αγώνες και, μετά τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., εξαιρούνταν από την πληρωμή φορολογίας. Το όνομά τους χαρασσόταν σε στήλες σε δημόσιους χώρους. Στη Σπάρτη οι Ολυμπιονίκες είχαν το δικαίωμα να πολεμούν μαζί με τους βασιλιάδες στον πόλεμο, μια ιδιαίτερα τιμητική διάκριση. Στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, τα προνόμια αυξήθηκαν και οι Ρωμαίοι νικητές στους Ολυμπιακούς Αγώνες μπορούσαν να γίνουν μέλη της Βουλής.
Ο Ολυμπιονίκης διατηρούσε τη φήμη του για πάντα. Στον ιερό χώρο της Ολυμπίας οι νικητές έστηναν τ’ αγάλματα με τ’ όνομά τους, τ’ όνομα της οικογένειάς τους και της πόλης τους. Τα επινίκια, σύνθεση διάσημων ποιητών κατά παραγγελία του νικητή, εξασφάλιζαν την αθάνατη φήμη του.