Περσικοί Πόλεμοι Β’

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΣΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (480 π.Χ. – 479 π.Χ.)

Η δεύτερη Περσική εισβολή στην Ελλάδα διεξήχθη τα έτη 480 π.Χ. και 479 π.Χ. και αποτελεί την πιο σημαντική σύγκρουση Ελλήνων και Περσών κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Δέκα χρόνια πριν τη σύγκρουση, οι Πέρσες επιτέθηκαν στην Ελλάδα, ωστόσο οι Αθηναίοι τους σταμάτησαν στον Μαραθώνα. Ο Ξέρξης συγκέντρωσε πολύ μεγάλο στρατό και στόλο για να κατακτήσει ολόκληρη την Ελλάδα. Παρά τις αρχικές του επιτυχίες σε Θερμοπύλες και Αρτεμίσιο, οι Έλληνες κατάφεραν να σταματήσουν την κάθοδο των Περσών στην Πελοπόννησο χάρη στη νίκη που πέτυχαν στη Σαλαμίνα. Το επόμενο έτος, το Ελληνικό πεζικό διέλυσε τους Πέρσες στη μάχη των Πλαταιών και ο Ελληνικός στόλος νίκησε τους Πέρσες στη Μυκάλη. Μετά τις νίκες τους, οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν και οι Ελληνοπερσικές συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι το 449 π.Χ.

 

Η Περσική Αυτοκρατορία Επιστρέφει στην Ελλάδα

Η μάχη του Μαραθώνα αποτέλεσε όχι το τέλος, αλλά τον ευοίωνο πρόλογο μιας σειράς Ελληνοπερσικών συγκρούσεων, εγκαινιάζοντας τους λεγόμενους Περσικούς πολέμους.

Η ήττα του Περσικού εκστρατευτικού σώματος το 490 π.Χ. δεν είχε σε καμία περίπτωση τερματίσει την Περσική απειλή. εξετάζοντας τα πράγματα με την ψυχρή λογική, το συγκεκριμένο εκστρατευτικό σώμα αποτελούσε κλάσμα των τεράστιων δυνατοτήτων της Περσικής στρατιωτικής μηχανής, της οποίας οι δυνατότητες παρέμειναν στην ουσία ανεπηρέαστες. ο Δαρείος απτόητος άρχισε να σχεδιάζει νέα εκστρατεία, πιο ευρεία αυτή τη φορά.

Όμως, ο θάνατός του το 486 π.Χ. και οι εξεγέρσεις που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο γιος και διάδοχός του Ξέρξης στην Αίγυπτο (485 π.Χ.), και πιθανώς στη Βαβυλώνα, καθυστέρησαν τις προετοιμασίες. πάντως, μέχρι το 481 π.Χ. είχαν δρομολογηθεί εντατικές προετοιμασίες που περιλάμβαναν ναυπήγηση πλοίων και συγκέντρωση προμηθειών και οπλισμού.

Στο πλαίσιο των προετοιμασιών αυτών, κατασκευάστηκαν οι γέφυρες του Ελλησπόντου. Σε Φοίνικες και Αιγυπτίους ανατέθηκε η κατασκευή μιας διπλής γέφυρας από πλοία, που άρχιζε από την Άβυδο και κατέληγε σε ένα ακρωτήριο ανάμεσα στη Σηστό και τη Μάδυτο, μόλις όμως κατασκευάστηκε η γέφυρα, μια θύελλα την κατέστρεψε. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι ο Ξέρξης οργίστηκε και διέταξε να τιμωρήσουν τον Ελλήσποντο με 300 μαστιγώματα και έπειτα έριξε στη θάλασσα αλυσίδες για να τη δέσει. το Περσικό μηχανικό, με αρχιτέκτονα τον Σάμιο Άρπαλο.

Κατασκεύασε τελικά δύο καινούργιες γέφυρες. χρησιμοποιήθηκαν 360 πλοία για τη μία και 314 για την άλλη και άφησαν τρία ανοίγματα, για να περνούν τα πλοία από το Αιγαίο στον Εύξεινο και αντιστρόφως. με αυτό τον τρόπο συντομευόταν χρονικά η περαίωση του μεγάλου σε αριθμό στρατού στο ευρωπαϊκό έδαφος. ανάλογη ζεύξη κατασκευάστηκε και στον Στρυμόνα.

Στην περιοχή των εννέα οδών (τη μεταγενέστερη Αμφίπολη) στη Θράκη. μια διώρυγα σκάφτηκε στη χερσόνησο του Άθω για να τη συνδέσει με τη Χαλκιδική, προκειμένου να μην επαναληφθεί η καταστροφή του Περσικού στόλου κατά την εκστρατεία του Μαρδονίου στη Θράκη το 492 π.Χ. από τις σφοδρές καταιγίδες, που αποτελούσαν μόνιμο φαινόμενο στην περιοχή. Είχε περίπου 2,2 χιλιόμετρα μήκος και το πλάτος της επέτρεπε να περνούν συγχρόνως δύο τριήρεις. το έργο διηύθυναν δύο Πέρσες, ο Βουβάρης και ο Αρταχαίης, και η κατασκευή του άρχισε τρία χρόνια πριν από την εκστρατεία.

Σκληρά εργάστηκε επίσης και η επιμελητεία. τρόφιμα, εφόδια και εξοπλισμός, που συγκεντρώθηκαν με επιτάξεις από όλη την Περσική αυτοκρατορία, μεταφέρθηκαν με μεταγωγικά σε πέντε βάσεις ανεφοδιασμού, που εγκαταστάθηκαν στις πιο κατάλληλες τοποθεσίες. Στη Λευκή ακτή (στη Θρακική παραλία του Ελλησπόντου), στην Τυρόδιζα (στη Βιστωνίδα λίμνη), στον Δορίσκο (στις εκβολές του Έβρου), στην Ηιόνα (στις εκβολές του Στρυμόνα) και τη θέρμη (Θεσσαλονίκη).

Οι πολύχρονες αυτές προετοιμασίες έλαβαν χώρα εντελώς φανερά. αν ο Ελληνικός κόσμος αντιλαμβανόταν ότι σκοπός της κραταιάς Περσικής αυτοκρατορίας ήταν η πλήρης υποταγή της ηπειρωτικής Ελλάδας και κάποιοι από τους Έλληνες είχαν την πρόθεση να υποταχτούν χωρίς αντίσταση, τόσο το καλύτερο για τον Ξέρξη. Το μέλλον των Ελλήνων διαγραφόταν δυσοίωνο.

Μια δεκαετία μετά τον Μαραθώνα, το 480 π.Χ., οι Πέρσες επέστρεφαν, αυτή τη φορά ακολουθώντας χερσαίο δρομολόγιο μέσω της Θράκης και της Μακεδονίας, με επικεφαλής τον ίδιο το μεγάλο Βασιλιά. Κανένας λογικός και ψύχραιμος παρατηρητής των γεγονότων δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει το μαντείο των Δελφών για το χρησμό που έδωσε στους Αθηναίους, όπως μας τον διασώζει ο Ηρόδοτος:

«Δυστυχισμένοι, γιατί κάθεστε; αφήστε τα σπίτια σας και τις ψηλές κορυφές της κυκλικής σας πόλης. φύγετε στην άκρη της γης. γιατί το κεφάλι σας δεν μένει σταθερό ούτε το σώμα ούτε τα κατώτερα μέρη του ούτε τα πόδια ούτε τα χέρια ούτε τίποτα από όσα είναι στη μέση, αλλά όλα είναι αξιοθρήνητα. γιατί κατεδαφίζουν αυτά η φωτιά και ο ορμητικός Άρης, που επιβαίνει σε άρμα από τη Συρία. αυτός θα καταστρέψει και άλλα πολλά τείχη, όχι μόνο τα δικά σας. Θα παραδώσει στην καταστροφική φωτιά πολλούς ναούς των αθάνατων θεών, των οποίων τα αγάλματα στέκουν περιχυμένα από ιδρώτα και τρέμουν από φόβο. από πάνω τους τρέχει μαύρο αίμα, που προαναγγέλλει τις αναπόφευκτες δυστυχίες. αλλά φύγετε από το άδυτό μου και αντιτάξτε θάρρος στις δυστυχίες».

 

Τα Στρατηγικά Σχέδια του Ξέρξη

Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τη στρατηγική των Περσών πέρα από το αυτονόητο, ότι ο Ξέρξης δεν είχε ως αντικειμενικό σκοπό της εκστρατείας του αποκλειστικά την τιμωρία της Αθήνας, αλλά την πλήρη υποταγή της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα κίνητρα της Περσικής εκστρατείας απορρέουν από την προσωπική ιδιορρυθμία και δίψα για δύναμη ενός απόλυτου δεσπότη της ανατολής, δηλαδή του Ξέρξη. Χωρίς να αποκλείει κάποιος αυτό το ενδεχόμενο, οφείλει να επιχειρήσει την αναζήτηση πιο πρακτικών κινήτρων της Περσικής εκστρατείας.

Η Περσική αυτοκρατορία ήταν τεράστια σε έκταση και διέθετε μεγάλο πλούτο, ενώ η ηπειρωτική Ελλάδα ήταν μικρή σε έκταση και συγκριτικά πιο φτωχή. Λίγα πράγματα είχε να προσφέρει στο μεγάλο Βασιλιά, που σε τελική ανάλυση ήταν ο πλουσιότερος και ισχυρότερος άνθρωπος του γνωστού τότε κόσμου. Όμως, η τεράστια επικράτειά του ήταν τρωτή σε εσωτερικές αναταραχές και εξεγέρσεις, όπως δείχνουν η Ιωνική επανάσταση και η εξέγερση στην Αίγυπτο.

Το πιο εύλογο πλεονέκτημα που θα μπορούσε να προκύψει από την κατάκτηση της ορεινής και άγονης Ελλάδας ήταν, όσον αφορά την υψηλή στρατηγική του Περσικού κράτους, η λήψη μέτρων για να αντιμετωπιστεί το γεγονός ότι η αυτοκρατορία δεν θα ήταν ποτέ ασφαλής όταν υπήρχε ο διαρκής κίνδυνος από μια πιθανή επανάσταση των ελληνικών πόλεων της Θράκης και της δυτικής Μικράς Ασίας με την υποστήριξη μιας ανεξάρτητης ηπειρωτικής Ελλάδας.

Μια δεύτερη πιθανότητα σχετίζεται με την ανάγκη κάθε Πέρση βασιλιά να επιβεβαιώσει την εξουσία του μέσα από νέες κατακτήσεις αποκομίζοντας πολεμική δόξα, η οποία θα ήταν ανασχετικός παράγοντας στην αμφισβήτησή του από διάφορους ανταπαιτητές στο αχανές κράτος του. Σύμφωνα με τον Περσικό νόμο, ο Πέρσης βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να ορίσει το διάδοχό του πριν εκστρατεύσει, ώστε να είναι ομαλή η διαδοχή σε περίπτωση θανάτου του.

Αυτό κλήθηκε να κάνει και ο Δαρείος την περίοδο που προετοίμαζε την εκστρατεία στην Ελλάδα μετά τη μάχη του Μαραθώνα. ο πρωτότοκος γιος του Δαρείου δεν ήταν ο Ξέρξης, αλλά ο Αρτοβαζάνης, ο οποίος είχε αναγνωριστεί ως διάδοχος το 507 π.χ. Ωστόσο, η επιλογή του Αρτοβαζάνη αμφισβητήθηκε από κάποιους ευγενείς της βασιλικής αυλής με το επιχείρημα ότι είχε γεννηθεί πριν εισέλθει ο πατέρας του στο δημόσιο βίο, όταν δεν φανταζόταν πως θα ανέβαινε κάποτε στο θρόνο, και η μητέρα του ήταν μια κοινή θνητή, μια αγνώστου ονόματος κόρη του Γωβρύα.

Αντίθετα, ο νεότερος γιος, ο Ξέρξης, ήταν ένας «πορφυρογέννητος» και η μητέρα του, η Άτοσσα, κόρη του ιδρυτή της αυτοκρατορίας Κύρου. Στην ανατολή, αυτά τα επιχειρήματα ήταν πολύ ισχυρά και έτσι δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη ότι, όταν ξέσπασε άγρια διαμάχη στη βασιλική αυλή ανάμεσα στους υποστηρικτές των δύο υποψηφίων για το θρόνο, τελικά επελέγη ο Ξέρξης, ο νεότερος γιος, που προερχόταν όμως από ευγενικής καταγωγής σύζυγο.

Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της ανόδου του Ξέρξη στο θρόνο, υπάρχει μια ισχυρή πιθανότητα ότι είχε πολλά να αποδείξει ως μεγάλος Βασιλιάς. Πέραν όμως της στρατηγικής αναγκαιότητας και των φόβων για εσωτερικές αναταραχές, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο στις πηγές που διαθέτουμε.

Οι Πέρσες δεν εκτίμησαν σωστά το βαθμό συνοχής και ενότητας των πόλεων της ηπειρωτικής Ελλάδας απέναντι στον κοινό κίνδυνο, οπότε ίσως η στρατηγική τους προσανατολιζόταν στο να καταλάβουν κάθε πόλη χωριστά, όπως είχαν πράξει κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις μετά την Ιωνική επανάσταση. γι’ αυτό το λόγο δεν υπήρξε λεπτομερής συνολικός σχεδιασμός της εκστρατείας, πέραν της πρόβλεψης για τη στενή συνεργασία στρατού και στόλου.

Ο στόλος ήταν επιφορτισμένος με το να παρακάμψει τις τυχόν οχυρές τοποθεσίες όπου θα συγκεντρώνονταν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. αυτό τουλάχιστον μπορούμε να συναγάγουμε από μία συζήτηση, που μας παραδίδει ο Ηρόδοτος, του Ξέρξη μετά το τέλος της μάχης των Θερμοπυλών με τον εξόριστο βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατο, ο οποίος είχε καταφύγει στην Περσική αυλή.

Ο εξόριστος βασιλιάς προτείνει στον Ξέρξη να παρακάμψει ο περσικός στόλος τον Ισθμό της Κορίνθου, τον οποίο άρχιζαν να οχυρώνουν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους, και να καταλάβει τα Κύθηρα απειλώντας τις ακτές της Λακωνίας, ώστε να αναγκάσει τους Λακεδαιμόνιους να αποσυρθούν από τον Ισθμό.

Το σχέδιο όμως αυτό δεν έγινε δεκτό, έπειτα από παρέμβαση του αδελφού του βασιλιά και επικεφαλής του στόλου Αχαιμένη, ο οποίος επισήμανε ότι, μετά την απώλεια 400 πλοίων σε μια τριήμερη καταιγίδα στα ανοιχτά της Μαγνησίας κατά την πορεία του στόλου προς το Αρτεμίσιο, το να διατεθούν 300 πλοία για τον περίπλου της Πελοποννήσου θα αποδυνάμωνε σημαντικά τις Περσικές ναυτικές δυνάμεις. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ο διάλογος αυτός αποτελεί επινόηση του Ηροδότου, είμαστε σε θέση να επισημάνουμε τουλάχιστον τη δυνατότητα που είχαν οι Πέρσες για ανάλογα εγχειρήματα.

Ο Μαραθώνας, παρά το ότι είχε ως αποτέλεσμα την ήττα του Περσικού εκστρατευτικού σώματος, αποτελεί απόδειξη για την ευχέρεια που είχε ο στόλος τους να μεταφέρει μεγάλo αριθμό στρατού καθώς και αλόγων. Πέρα όμως από αυτό το ρόλο, ο στόλος ήταν καίριας σημασίας και για αμυντικούς σκοπούς, προστατεύοντας τα νώτα της εκστρατείας. οι Πέρσες δεν ήταν ναυτικός λαός και ο στόλος τους στελεχωνόταν ως επί το πλείστον από τους υποτελείς λαούς που διέθεταν ναυτική εμπειρία, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι το Ελληνικό ναυτικό, με αιχμή του δόρατος τις πρόσφατα κατασκευασμένες Αθηναϊκές τριήρεις, μπορούσε να απειλήσει τις γραμμές επικοινωνίας τους ή ακόμα να προκαλέσει προβλήματα στα μετόπισθεν δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια ακόμα εξέγερση των Ελληνικών πόλεων της δυτικής Μικράς Ασίας.

Μια τρίτη λειτουργία του στόλου που έχει επισημανθεί από τη νεότερη έρευνα είναι αυτή του ανεφοδιασμού του στρατού. Η άποψη αυτή βασίζεται σε δύο αναφορές του Ηροδότου σχετικά με τον Περσικό στόλο. Στην πρώτη μαθαίνουμε ότι κατά την προετοιμασία της εκστρατείας οι πέντε προκεχωρημένες βάσεις που δημιουργήθηκαν στη Θράκη, όπως είδαμε πιο πάνω, εφοδιάστηκαν μέσω πορθμείων και ολκάδων (εμπορικών πλοίων).

Τα εφόδια, όμως, απλά αποθηκεύτηκαν και δεν βλέπουμε κάποια άμεση επαφή στρατού και στόλου. Στη δεύτερη, ανάμεσα στις απώλειες μετά την καταιγίδα στα ανοιχτά της Μαγνησίας, ο Ηρόδοτος καταγράφει, εκτός από τα 400 πολεμικά πλοία, και αναρίθμητα σιταγωγά πλοία και ολκάδες.

Τα εφόδια, όμως, που μετέφεραν τα πλοία αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να προορίζονται για το πολυπληθές προσωπικό του στόλου και όχι για το στρατό ξηράς, ο οποίος είχε τη δυνατότητα εφοδιασμού, είτε από τις προκεχωρημένες βάσεις, είτε από το χερσαίο δρομολόγιο, είτε λεηλατώντας τις περιοχές από τις οποίες περνούσε.

Τέλος, διαπιστώνουμε ότι ο Περσικός στρατός και ο στόλος στο πρώτο μέρος της εκστρατείας λειτουργούσαν συνδυασμένα μεν, αλλά αυτόνομα. ο στρατός κατευθύνεται στις Θερμοπύλες, ενώ ο στόλος στο Αρτεμίσιο, και δεν ενώνονται παρά μόνο μετά το τέλος των δύο συγκρούσεων. Η έλλειψη στοιχείων, συνεπώς, θα πρέπει να μας κάνει επιφυλακτικούς ως προς τη δυνατότητα του στόλου να εφοδιάζει τον Περσικό στρατό.

 

Το Μέγεθος του Περσικού Εκστρατευτικού Σώματος

Tο φθινόπωρο του 481 π.χ. ο Ξέρξης, που επρόκειτο προσωπικά να ηγηθεί της εκστρατείας, διέταξε να συγκεντρωθεί η εκστρατευτική δύναμη στις Σάρδεις, το παραδοσιακό διοικητικό κέντρο της περσικής αυτοκρατορίας στη Mικρά Aσία, προκειμένου να διαχειμάσει και να συγκροτηθεί.

Οι αριθμοί που μας δίνει ο Ηρόδοτος είναι αδύνατον να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα. Ισχυρίζεται ότι το εκστρατευτικό σώμα αποτελείτο συνολικά από 5.283.220 άνδρες, προερχόμενους από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Το πεζικό ανερχόταν σε 1.700.000 και επιπλέον 300.000 αποτελούμενες από στρατιώτες από τη Θράκη και τους Έλληνες που είχαν μηδίσει, είχαν δηλαδή συνταχθεί με το μέρος των Περσών. Το ιππικό αριθμούσε, εκτός από τα πολεμικά άρματα και τις καμήλες, 80.000 ιππείς.

Η σύγχρονη έρευνα έχει περιορίσει αυτούς τους αριθμούς κατά πολύ, βασιζόμενη σε δύο υποθέσεις:

Ο Ξέρξης, όταν αποχώρησε από την Ελλάδα μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, άφησε στον Μαρδόνιο σχεδόν το σύνολο του στρατού που είχε φέρει μαζί του και ο αριθμός 300.000 που μας παραδίδει ο Ηρόδοτος για τον αριθμό του Περσικού στρατού στη μάχη των Πλαταιών ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο αριθμός 110.000 που έχουμε για τον Ελληνικό στρατό δεν είναι απίθανος, όπως και η αναλογία 3:1 με τους Πέρσες. Αν λάβουμε υπόψη μας και τις φρουρές που άφηναν οι Πέρσες στις περιοχές που είχαν καταλάβει στην ηπειρωτική Ελλάδα και στους σταθμούς εφοδιασμού στη Θράκη, οι 400.000 θα ήταν ένα πιθανό νούμερο για τον πεζικό στρατό.

Ο Ηρόδοτος, και πάλι, μας δίνει τον αριθμό των πλοίων που συμμετείχαν στην εκστρατεία. αναφέρει 1.207 τριήρεις και επιπλέον 120 από τους Έλληνες της Θράκης και των νησιών του αιγαίου. Είναι πιθανό ο Ηρόδοτος εδώ να αναφέρεται στο σύνολο της ναυτικής δύναμης των Περσών και όχι στο τμήμα του στόλου που συμμετείχε στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, αλλά ο Αισχύλος, ο οποίος ήταν σύγχρονος των γεγονότων, στην τραγωδία του «Πέρσαι» δίνει τον ίδιο αριθμό για τα Περσικά πλοία στη Σαλαμίνα.

Κάθε πολεμικό πλοίο διέθετε 170 κωπηλάτες και 30 στρατιώτες Πέρσες, Μήδους ή Σκύθες. Η συντριπτική πλειοψηφία των πλοίων προερχόταν από υποτελείς περιοχές και τα πληρώματά τους ήταν Αιγύπτιοι, Έλληνες της Μικράς Ασίας, Κάρες, φοίνικες. Η παρουσία στρατιωτικών αποσπασμάτων περσικής σύνθεσης πιθανόν εγγυόταν την αφοσίωση των πλοίων σε περίπτωση ναυμαχίας.

 

Οι Προετοιμασίες των Ελληνικών Πόλεων

Οι Ελληνικές πόλεις είχαν φυσικά πληροφορηθεί τις Περσικές προπαρασκευές. μπροστά στον Περσικό κίνδυνο, η Αθήνα και η Σπάρτη αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και προσπάθησαν να συνενώσουν γύρω τους, τους υπόλοιπους Έλληνες.

Το Φθινόπωρο του 481 π.Χ. οι δύο πόλεις συγκάλεσαν ένα συνέδριο όλων των Ελληνικών πόλεων στον Ισθμό της Κορίνθου, προκειμένου να λάβουν αποφάσεις για την αντιμετώπιση της Περσικής επίθεσης. Οι 31 Ελληνικές πόλεις που έστειλαν αντιπροσώπους συνήψαν αμυντική συμμαχία εναντίον των Περσών, την οποία σφράγισαν με όρκο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο όρκος περιείχε και μια απειλή εναντίον όσων είχαν την πρόθεση να συνταχθούν με το μεγάλο Βασιλιά, δηλαδή θα Μήδιζαν:

«Όσοι, όντας Έλληνες, παραδόθηκαν στους Πέρσες χωρίς εξωτερική βία, όταν με το καλό αποκατασταθούν τα πράγματα, θα υποχρεωθούν να πληρώσουν στον θεό των Δελφών το ένα δέκατο από όλο το έχειν τους». Ρύθμισαν επίσης τις στρατιωτικές δυνάμεις που θα έπρεπε να προσφέρει η κάθε πόλη και αποφάσισαν να στείλουν πρέσβεις στις πόλεις που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο συνέδριο, δηλαδή στο Άργος, στις Συρακούσες, στην Κέρκυρα και τις πόλεις της Κρήτης.

Η έκκληση όμως αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν αυτό της ηγεσίας της πανελλήνιας συμμαχίας που συστήθηκε. Η αρχιστρατηγία δόθηκε στη Σπάρτη όχι μόνο στην ξηρά, όπως ήταν φυσικό, εφόσον ήταν η πόλη με την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη, αλλά και στη θάλασσα, παρότι η ίδια δεν ήταν ναυτική δύναμη και η Αθήνα ήταν εκείνη που διέθετε το μεγαλύτερο στόλο.

Οι Αθηναίοι παρ’ όλα ταύτα παραμέρισαν όλες τις φιλοδοξίες τους και υποχώρησαν. ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωνίδας ανέλαβε την ηγεσία του στρατού, ενώ στον Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη ανατέθηκε η αρχηγία του στόλου. Την ίδια εποχή πιθανόν αποφασίστηκε στην Αθήνα η ανάκληση όλων των οστρακισμένων. Έτσι επέστρεψαν στην Αθήνα ο Αριστείδης και ο Ξάνθιππος, ενώ ο Ίππαρχος του Χάρμου φαίνεται ότι είχε ήδη καταφύγει στην Περσική αυλή.

Ωστόσο, το πανελλήνιο συνέδριο μάταια προσπάθησε να συντάξει ένα στρατηγικό σχέδιο, καθώς κάθε πόλη ήθελε να επιβάλει το σχέδιο που εξυπηρετούσε καλύτερα τη δική της άμυνα. Οι κύριες αμυντικές που εξετάστηκαν ήταν τρεις:

  • Η γραμμή των Τεμπών, που όμως προϋπέθετε τη συνεργασία των Θεσσαλών, 
  • Αυτή των Θερμοπυλών, που ήταν και η ισχυρότερη, και 
  • Του Ισθμού, που όμως προστάτευε μόνο την Πελοπόννησο. 

Η Αρχή της Εκστρατείας

Ο Περσικός στρατός, αφού συγκεντρώθηκε και διαχείμασε στις Σάρδεις, έπειτα από μια πρώτη συγκέντρωση των τμημάτων από τις ανατολικές Σατραπείες στα Κρίταλα της Καππαδοκίας, αναχώρησε την άνοιξη του 481 π.Χ. για την ηπειρωτική Ελλάδα με επικεφαλής τον ίδιο τον Ξέρξη. Πριν από την αναχώρησή του, ο Ξέρξης έστειλε τους τελευταίους πρέσβεις στην Ελλάδα ζητώντας ‘’γην και ύδωρ’’.

Αρχικά κατευθύνθηκε προς την Άβυδο, περνώντας από την Καρήνη, το Αδραμύττιο και την Άντανδρο. Πριν περαιωθεί στην Ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου θυσίασε χίλια βόδια στην Αθηνά της Τροίας, δηλώνοντας με αυτήν του την ενέργεια την πρόθεσή του να εκδικηθεί τους Έλληνες για την Τρωική εκστρατεία και την καταστροφή του Ιλίου. Στην Άβυδο συνενώθηκε ο στρατός του με το στρατό των δυτικών Σατραπειών. Τότε διόρισε αντιβασιλέα τον Αρτάβανο και έκανε σπονδές ρίχνοντας στη θάλασσα χρυσή φιάλη, χρυσό κρατήρα και έναν ακινάκη (κοντό περσικό ξίφος).

Σύμφωνα με την παράδοση, ο στρατός περνούσε από τις δύο γέφυρες του Ελλησπόντου (από τη δεξιά οι πεζοί και οι ιππείς, από την αριστερή τα βοηθητικά τμήματα και τα υποζύγια) επί επτά συνεχείς μέρες και νύκτες. Από τη Σηστό, ο Περσικός στρατός κατευθύνθηκε στο Δορίσκο. Εκεί ενώθηκε με τον περσικό στόλο ο οποίος είχε διαχειμάσει στα ασφαλή λιμάνια της Κύμης και της Φώκαιας. εκεί έγιναν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η περίφημη καταμέτρηση του Περσικού στρατού και η επιθεώρησή του από τον Ξέρξη, που μάλλον έχει να κάνει με την προσπάθεια σχηματισμού τακτικών μονάδων, οι οποίες αντικατέστησαν τις εθνικές μονάδες της πορείας.

Αφού διόρισε τον Αρυάνδι διοικητή της ναυτικής βάσης της Σηστού και στρατιωτικό διοικητή του Δορίσκου τον Μασκάμη, ο Ξέρξης διέσχισε τη Θράκη και τη Μακεδονία με μεγάλη βραδύτητα. Στο Δορίσκο το στράτευμα χωρίστηκε σε τρεις φάλαγγες με επικεφαλής δύο στρατηγούς η καθεμία. Η πρώτη πήρε τον παραλιακό δρόμο, παράλληλα με το στόλο, η δεύτερη πήρε τον εσωτερικό δρόμο, ενώ η τρίτη, στην οποία βρισκόταν και ο ίδιος ο Ξέρξης, προχωρούσε ανάμεσα στις άλλες δύο, βαδίζοντας με αυτή τη διάταξη ως την Άκανθο.

Η χώρα μέχρι τη θέρμη (κοντά στη σημερινή Θεσσαλονίκη) ήταν υποταγμένη στους Πέρσες και κάλυπτε τις ανάγκες της επιμελητείας, ενώ το Περσικό εκστρατευτικό σώμα συμπλήρωνε τη στελέχωσή του σε ναύτες και στρατιώτες. Στις όχθες του Στρυμόνα οι Πέρσες ιερείς, οι μάγοι, θυσίασαν λευκά άλογα και στις εννέα οδούς, όπου είχε κατασκευαστεί από πριν ζεύξη για τη διάβαση του στρατιωτικού τμήματος που συνόδευε τον Ξέρξη, έθαψαν, ως θυσία, ζωντανούς εννέα νέους και εννέα κόρες από την ντόπια Θρακική φυλή των Ηδωνών.

Ο Περσικός στρατός και ο στόλος ενώθηκαν και πάλι στη θέρμη. χάρη στη διώρυγα του Άθω ο στόλος δεν συνάντησε προβλήματα κατά τον περίπλου της Χαλκιδικής. Από τη Θέρμη η στρατιά του Ξέρξη συνέχισε την πορεία της και εισέβαλε στη Θεσσαλία. οι Θεσσαλοί είχαν ζητήσει βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, προκειμένου να υπερασπιστούν τη γραμμή των Τεμπών. πράγματι, εστάλη ένα σώμα 10.000 οπλιτών με αρχηγούς τον Σπαρτιάτη Ευαίνετο και τον Αθηναίο Θεμιστοκλή.

Το Ελληνικό εκστρατευτικό σώμα έφτασε με πλοία ως το λιμάνι της Άλου στη Φθιώτιδα (πιθανόν λόγω της εχθρικής στάσης των Βοιωτών) και από κει συνέχισαν την πορεία τους προς τα Τέμπη. Οι Θεσσαλοί, όμως, δεν ενώθηκαν μαζί τους, παρακινημένοι πιθανώς από τους φιλικά διακείμενους προς τους Πέρσες Αλευάδες, πλούσιας και ισχυρής οικογένειας που κυβερνούσε τη Λάρισα, και φοβούμενοι την Περσική δύναμη.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Έλληνες αποχώρησαν επιστρέφοντας στον ισθμό απ’ όπου είχαν ξεκινήσει, πριν από την εμφάνιση του Περσικού στρατού. Αμέσως μετά ολόκληρη η Θεσσαλία προσχώρησε στους Πέρσες. Το ίδιο και η Λοκρίδα και η Βοιωτία, εκτός από τις Θεσπιές και τις Πλαταιές. την ίδια περίοδο, το Δελφικό μαντείο προέβλεψε τον αφανισμό των Ελλήνων που τυχόν θα αντιστέκονταν στο μεγάλο Βασιλιά.

Θράκη Μακεδονία και Θεσσαλία Άνοιξη (480 π.Χ.)

Ο Περσικός στρατός, μετά από τρεις μήνες, πέρασε από τον Ελλήσποντο στη Θέρμη και σταμάτησε για λίγο στη Δορισκό για να αναδιοργανωθούν τα εθνικά σώματα σε τακτικά στρατεύματα. Το 480 π.Χ, συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε στους Έλληνες να σταματήσουν τον Ξέρξη στα Στενά των Τεμπών.

Ωστόσο, οι Πέρσες έμαθαν από τον Αλέξανδρο Α’ της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του Περάσματος του Σαρανταπόρου, και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του Περσικού στρατού, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. Τότε, ο Θεμιστοκλής πρότεινε μια διαφορετική στρατηγική στους συμμάχους. Ο Ξέρξης θα αναγκαζόταν να περάσει από τις Θερμοπύλες για να φτάσει στη Νότια Ελλάδα.

Για αυτό, ο Θεμιστοκλής πρότεινε στους Έλληνες να κλείσουν το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, όπου οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι θα αντιμετώπιζαν τον Περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο. Αυτό το σχέδιο έγινε δεκτό από τους Έλληνες. Ωστόσο, οι πόλεις της Πελοποννήσου, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων θα έφευγαν μαζικά στην Τροιζήνα.

 

Θερμοπύλες και Αρτεμίσιο οι Στρατηγικές Επιλογές

Η αποτυχία της εκστρατείας στα Τέμπη προκαλεί σύγχυση στη συμμαχία των Ελληνικών πόλεων. οι συζητήσεις και οι έριδες για τις ευθύνες της αποτυχίας και τα νέα σχέδια των επιχειρήσεων διαρκούν περίπου δύο μήνες. μόνο τον Αύγουστο του 480 π.Χ., όταν οι Πέρσες βρίσκονταν στην Πιερία, πήραν οι Έλληνες την απόφαση να αντισταθούν στο στενό των Θερμοπυλών, στην ξηρά, και στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο, στη θάλασσα, για να υπερασπίσουν την Κεντρική Ελλάδα και ιδιαίτερα την Αττική.

Οι Πέρσες ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τον αμαξιτό δρόμο που ενώνει τη Θεσσαλία με τη Λοκρίδα, περνώντας από το στενό των Θερμοπυλών. Οι εναλλακτικές διαβάσεις ήταν ακόμη πιο δύσκολο να χρησιμοποιηθούν από έναν πολυάριθμο στρατό που είχε ανάγκη μεταγωγικά και εφοδιοπομπές. Στις Θερμοπύλες ακριβώς είχαν οι Έλληνες τη δυνατότητα να σταματήσουν την εισβολή.

Σε μια έκταση εννέα χιλιομέτρων περνούσε κατά την αρχαιότητα ο δρόμος από τρία πολύ στενά σημεία ανάμεσα στο βουνό και στη θάλασσα. Δυτικά κοντά στο βωμό της Δήμητρας, στο κέντρο κοντά σε ένα αρχαίο τείχος των Φωκέων και ανατολικά κοντά στους Αλπηνούς. τα στενά αυτά δεν υπάρχουν σήμερα, γιατί ο Σπερχειός με τις προσχώσεις του έχει διευρύνει την έκταση ανάμεσα στο όρος Καλλίδρομο και τη θάλασσα.

Στην αρχαιότητα τα διαδοχικά αυτά στενά, όπως και τα έλη των θερμών πηγών, αποτελούσαν πολύ δύσκολα σημεία ως προς τη διάβασή τους. Επιπλέον, η εκλογή του ακρωτηρίου Αρτεμισίου στη Βόρεια Εύβοια για τη συγκέντρωση του Ελληνικού στόλου ήταν πολύ επιτυχής, γιατί ο στόλος από τη θέση αυτή προστάτευε την είσοδο του Ευρίπου και, σε μεγάλο μέρος, την ανατολική ακτή της Εύβοιας. Στρατός και στόλος ήταν με τον τρόπο αυτό σε θέση να βοηθηθούν μεταξύ τους αποτελεσματικά.

Στα μέσα Αυγούστου ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας κατέλαβε το στενό με μια μικρή δύναμη. Η δύναμη αυτή αποτελείτο από 300 Σπαρτιάτες οπλίτες, πιθανόν 1.000 Περιοίκους, 500 Τεγεάτες, 500 Μαντινείς, 1.120 Αρκάδες, 400 Κορινθίους, 200 Φλειασίους και 80 Μυκηναίους. Από την Κεντρική Ελλάδα ήταν 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίοι, 1.000 Φωκείς και Οπούντιοι Λοκροί. Στο σύνολο 6.000 στρατιώτες. οι αιτίες που οδήγησαν τους συνασπισμένους Έλληνες να υπερασπίσουν το καίριο αυτό πέρασμα με τόσο περιορισμένες δυνάμεις αποτελούν ένα ερώτημα για την ιστορική έρευνα.

Ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι η δύναμη αυτή αποτελούσε προφυλακή, ενώ το κύριο σώμα επρόκειτο να σταλεί μόλις τελείωναν η γιορτή των Καρνείων στη Σπάρτη (κατά τη διάρκεια της γιορτής αυτής προς τιμήν του Απόλλωνα, οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με το έθιμο, δεν διεξήγαν εκστρατείες) και οι Ολυμπιακοί Αγώνες. το πιθανότερο είναι πάντως ότι το στράτευμα, με επικεφαλής τον Λεωνίδα, ήταν το σύνολο της δύναμης που οι Έλληνες είχαν αποφασίσει να διαθέσουν για την άμυνα των Θερμοπυλών.

Η συγκεκριμένη αμυντική γραμμή ήταν δυνατόν λόγω της γεωγραφίας της, την οποία εξετάσαμε παραπάνω, να κρατηθεί με σχετικά μικρές δυνάμεις. πάντα βέβαια με την προϋπόθεση ότι ο Ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο θα την προστάτευε από τη θάλασσα.

Ήταν κοινή στρατηγική αντίληψη στους Έλληνες, μια αντίληψη που αποδείχτηκε ορθή μια τουλάχιστον φορά. το 353/2 π.Χ. οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να εμποδίσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας να εισβάλει στην Κεντρική Ελλάδα, παρατάσσοντας στις Θερμοπύλες 5.000 οπλίτες και 400 ιππείς. εκτός αυτού, η αποστολή ενός Σπαρτιάτη βασιλιά στις Θερμοπύλες, του Λεωνίδα, είχε πιθανότατα και έναν πολιτικό σκοπό από την πλευρά των Λακεδαιμονίων. οι Έλληνες, ειδικά οι Αθηναίοι, έπρεπε να βεβαιωθούν για την απόφαση της Σπάρτης να αγωνιστεί εναντίον των περσών και να ενθαρρυνθούν στην αντίστασή τους.

Η στάση μάλιστα των Αθηναίων είναι ενδεικτική του αισθήματος ασφαλείας που δημιουργούσε στους Έλληνες η παρουσία του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες και του στόλου στο Αρτεμίσιο. Οι Αθηναίοι ασφαλώς είχαν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται για την άμυνα της γραμμής των Θερμοπυλών, γιατί η πτώση της θα σήμαινε την κατάληψη και την αναπόφευκτη καταστροφή της πόλης τους, αφού δεν υπήρχε άλλη αμυντική γραμμή. Αν λοιπόν οι Αθηναίοι ανησυχούσαν, θα έπρεπε το σύνολο του στρατού τους να βρίσκεται στις Θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα.

Η απουσία του στρατού τους δείχνει ότι θεωρούσαν τη θέση απόρθητη και τις δυνάμεις του Λεωνίδα επαρκείς. Στην άμυνα των Θερμοπυλών, οι Αθηναίοι βοήθησαν στέλνοντας το στόλο τους στο Αρτεμίσιο. Το στρατό τους όμως τον κράτησαν στην Αττική, για να προστατεύσουν τη χώρα τους από ενδεχόμενη απόβαση του περσικού στρατού, όπως είχε συμβεί στη μάχη του Μαραθώνα. ο κίνδυνος αυτός υπήρχε μόνιμα, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά και για όλες τις Ελληνικές πόλεις.

Θα μεγάλωνε, μάλιστα, ιδιαίτερα σε περίπτωση ήττας του Ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο ή αλλού. Άλλωστε, η απουσία του Αθηναϊκού στρατού στις Θερμοπύλες δεν πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι το σύνολο του Αθηναϊκού ανθρώπινου δυναμικού είχε διατεθεί στην επάνδρωση του στόλου. Γιατί και στα Τέμπη είχαν στείλει οι Αθηναίοι στρατό και τον επόμενο χρόνο διέθεσαν στη μάχη των Πλαταιών 8.000 οπλίτες, χωρίς να αναφέρεται πουθενά ότι παρόπλισαν μέρος του στόλου τους. Επομένως, την ίδια οπλιτική δύναμη θα έπρεπε να είχε η Αθήνα και την περίοδο της μάχης των Θερμοπυλών.

Η απόφαση, λοιπόν, για άμυνα στο στενό των Θερμοπυλών δεν ήταν ανεδαφική. Η Ελληνική ηγεσία ίσως υπερεκτίμησε τις δυνατότητες της συγκεκριμένης θέσης και του στρατεύματος του Λεωνίδα, υποτιμώντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες του Περσικού στρατού. Αλλά δεν ήταν αυτά τα βαθύτερα αίτια της μη αίσιας έκβασης της επικείμενης μάχης. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν κάποιοι αστάθμητοι και ως ένα σημείο απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως θα δούμε. αυτοί ήταν η προδοσία του εφιάλτη και η εγκατάλειψη από τους Φωκείς του μονοπατιού της Ανοπαίας.

Ο Λεωνίδας, είτε ανέμενε ενισχύσεις είτε όχι, πήρε όλα τα μέτρα που επέβαλαν οι περιστάσεις μιας τόσο αποφασιστικής σύγκρουσης. εμπρός από το κεντρικό τείχος των Φωκέων τοποθέτησε ένα μικρό Σπαρτιατικό απόσπασμα και πίσω από το τείχος, που επιδιορθώθηκε βιαστικά, εγκατέστησε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Έστειλε στο όρος Καλλίδρομο, για να καλύψει τα πλευρά του και να προστατεύσει το μονοπάτι της Ανοπαίας, τους 1.000 Φωκείς οπλίτες και περίμενε την Περσική επίθεση.

Ήταν βέβαιος ότι η θέση που προστάτευε ήταν απόρθητη. Δεν μπόρεσε μόνο να προβλέψει τη φυγή των Φωκέων, η οποία έκρινε την έκβαση της μάχης. αλλά και αυτό δεν πρέπει να του καταλογιστεί, καθώς ούτε άλλο στράτευμα είχε διαθέσιμο ούτε μπορούσε ουσιαστικά να τους ελέγξει, πέραν της ιδιότητάς του ως επικεφαλής του συμμαχικού στρατού.

Στο μεταξύ, ο Περσικός στρατός πιθανώς δεν πέρασε στη Θεσσαλία από το στενό των Τεμπών, αλλά διαμέσου της χώρας των Περραιβών. Η στρατιά διέσχισε τη Θεσσαλία ακολουθώντας τις όχθες των ποταμών. Ύστερα διέσχισε την Αχαΐα και έπειτα από 13 μέρες, αφότου έφυγε από τη θέρμη, έφτασε ακολουθώντας την παραλιακή οδό στη Μαλίδα και στρατοπέδευσε ανάμεσα στην Αντίκυρα, στην παραλία του Μαλιακού κόλπου, και στην πεδιάδα του Ασωπού, μπροστά στο στενό των Θερμοπυλών.

Ο Περσικός στόλος αναχώρησε από τη θέρμη 11 ημέρες μετά το πεζικό στράτευμα, με το οποίο έφτασε ταυτόχρονα στην έξοδο της Θεσσαλίας.Κατά την πορεία του στόλου, μια ανιχνευτική μοίρα 10 Περσικών πλοίων συνέλαβε κοντά στη Σκιάθο τρεις Ελληνικές τριήρεις που ήταν επιφορτισμένες με το να επιτηρούν τον Περσικό στόλο.

Ο στόλος των Περσών συνέχισε την πορεία του φτάνοντας στην ακτή του Πηλίου, όπου και αγκυροβόλησε στα ανοιχτά της Μαγνησίας, ανάμεσα στην Κασθαναία και στο ακρωτήριο Σηπιάδα, λόγω των απόκρημνων ακτών. Καθώς η ακτή αυτή ήταν απροστάτευτη, μια σφοδρή καταιγίδα που κράτησε τρεις ημέρες είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, 400 Περσικά πλοία, αριθμός που γενικά θεωρείται υπερβολικός.

Η καταστροφή, ωστόσο, πρέπει να ήταν σημαντική. από κει, δύο μέρες μετά την καταιγίδα, κατέφυγε, τελείως αποθαρρημένος, στους Αφέτες, έναν όρμο βορειοανατολικά του Αρτεμισίου στη νότια πλευρά της χερσονήσου των Παγασών. Το ηθικό των Ελλήνων πάντως αναπτερώθηκε, καθώς η καταστροφή αυτή αποδόθηκε στη βοήθεια των θεών.

Τον Αύγουστο, λοιπόν, του 480 π.Χ., ο Περσικός στρατός είχε φτάσει χωρίς αντίσταση μπροστά στο στενό των Θερμοπυλών, ενώ ο Περσικός στόλος, μετά τις καταστροφές λόγω της καταιγίδας, παρέμενε αγκυροβολημένος στους Αφέτες. Είχε φτάσει η ώρα, μια δεκαετία μετά τον Μαραθώνα, ο Ελληνικός Άκμονας να δοκιμάσει την αντοχή του απέναντι στην Περσική σφύρα.

 

Η Μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.)

O Περσικός στρατός παρέμεινε στρατοπεδευμένος στην Τραχίνια, στην ευρύχωρη περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Μέλανα και Ασωπό και σε απόσταση τεσσάρων ως πέντε χιλιομέτρων από τις Θερμοπύλες, επί τέσσερις ημέρες. Ο Ξέρξης καθυστέρησε την προώθησή του στη νότια Ελλάδα για να ξεκουράσει το στρατό του, προπάντων όμως γιατί είχε σχεδιάσει να εξαπολύσει συντονισμένη επίθεση και από ξηρά και από θάλασσα.

Για το λόγο αυτό περίμενε να φτάσει στα στενά του Αρτεμισίου ο στόλος του, που καθυστέρησε ακριβώς τέσσερις μέρες. Κι αυτό εξαιτίας της μεγάλης καταστροφής λόγω της σφοδρής καταιγίδας στις ακτές του Πηλίου. Ίσως να καθυστέρησε την επίθεση με την ελπίδα ότι οι Έλληνες, τρομοκρατημένοι από τον όγκο του περσικού στρατού, θα αποσύρονταν από τα στενά των Θερμοπυλών, όπως είχαν κάνει στα Τέμπη. οι προσδοκίες του όμως ήταν μάταιες.

Όταν έστειλε κήρυκες και ζήτησε από τους Έλληνες που είχε απέναντί του να παραδώσουν τα όπλα, συνάντησε κατηγορηματική άρνηση. Ο Πλούταρχος βάζει στο στόμα του Λεωνίδα τη σύντομη, κατά τη λακωνική συνήθεια, απάντηση, η οποία απηχεί την Ελληνική αποφασιστικότητα: «Μολών Λαβέ»

Κι ο Περσικός στρατός ήρθε, μα είχε να κάνει μ’ ανθρώπους που τιμή τους ήταν να ορίζουν και να φυλάνε Θερμοπύλες, ακόμα κι αν «οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε», όπως έγραψε ο ποιητής Καβάφης.

 

Η Πρώτη Ημέρα της Μάχης

Την πρώτη μέρα ρίχτηκαν στη μάχη οι Μήδοι και οι Κίσσιοι, άνδρες ψηλοί, μακρομούρηδες, αγριωποί, με τις μακριές γενειάδες, τις τιάρες και τις πλεχτές πανοπλίες τους από λαμπερά μέταλλα. Φάνταζαν γίγαντες. Τα κύμβαλά τους ανάσταιναν νεκρούς από την κακοφωνία και το δαιμονιώδη θόρυβο, τα βέλη τους έπεφταν εκατό-εκατό πάνω σε κάθε άνδρα, τα δόρατα και τα σπαθιά τους ήταν δάσος.

Οι Έλληνες μαχητές, Σπαρτιάτες και λοιποί Πελοποννήσιοι και κάμποσοι Βοιωτοί, συσπειρώθηκαν και καλύφθηκαν με τις μεγάλες, βαριές ασπίδες τους. Υπομονετικά περίμεναν κάτω από το χαλάζι των βελών τη σύγκρουση σώμα με σώμα, όπου ήξεραν ότι υπερείχαν, διότι κατείχαν την τέχνη της όσο κανένας άλλος στρατός στον κόσμο. Με λύσσα και μανία οι Μήδοι, που μόνο δειλοί δεν ήσαν, προσπαθούσαν να σπάσουν τη φάλαγγα των Ελλήνων, να βρουν τα κενά της. Έπεσαν όμως πάνω στους ίδιους τους αρχιμάστορες του «κατά φάλαγγας μάχεσθαι».

Ο Λεωνίδας είχε προνοήσει από την πρώτη στιγμή να επισκευάσει το αρχαίο τείχος, που έκανε τη στενωπό των Θερμοπυλών ακόμα πιο στενή. Στο κλειστό, περιορισμένο μέτωπο, οι Μήδοι δε χωρούσαν να αναπτύξουν την αριθμητική τους υπεροχή. Καλά δασκαλεμένοι οι Πελοποννήσιοι οπλίτες, Δωριείς οι περισσότεροι σαν τους Σπαρτιάτες, «σκάντζαραν» συνέχεια τους κουρασμένους των πρώτων γραμμών, με πειθαρχία και ακρίβεια.

Με τυφλή εμπιστοσύνη στην ποιότητα των όπλων τους διότι η δωρική μεταλλουργία ήταν η καλύτερη στον κόσμο, οι Έλληνες αξιοποιούσαν άψογα τα ελαττώματα του περσικού εξοπλισμού σε υλικό. Οι ελληνικές φάλαγγες κράτησαν και οι Μήδοι υποχώρησαν εξαντλημένοι, αφήνοντας λόφους από νεκρούς.

Η μάχη μαινόταν για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, αλλά δεν ήταν συνεχής. Οι δυο πλευρές χτυπούσαν και πετσόκοβαν η μια την άλλη για μερικά δευτερόλεπτα και μετά απομακρύνονταν και πάλι. Ίσως η μια πλευρά να έκανε λίγο πίσω και οι άλλοι να κινούνταν προς τα μπροστά και πάλι.

Έχοντας λίγη ή καθόλου θωράκιση και κρατώντας λεπτές ξύλινες ασπίδες, οι Πέρσες ήταν εύκολοι στόχοι.

Το ελαφρύ πεζικό τους δεν ήταν σχεδιασμένο για μια τέτοια μάχη. Ήταν φτιαγμένοι για ταχύτητα και για να επιτίθενται σε οργανωμένα στρατεύματα στις ανοιχτές πεδιάδες της Ασίας. Κολλημένοι στο στενό πέρασμα, οι Πέρσες δεν μπορούσαν ούτε να κάνουν ελιγμούς ούτε να χρησιμοποιήσουν το ιππικό τους. Η απότομη κλίση του όρους Καλλίδρομου, από τη μια και το Αιγαίο Πέλαγος, από την άλλη, εμπόδιζαν το περσικό ιππικό να κάνει τον ελιγμό της πλευροκόπησης.

Αν δει κανείς τις δυο ελληνικές μάχες, που μελετάμε πιο συχνά, δηλαδή του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών, βλέπει την ικανότητα των Ελλήνων διοικητών στο να επιλέγουν έδαφος, όπου οι Πέρσες δεν μπορούσαν να φέρουν το ιππικό. Στον Μαραθώνα δεν το κατέβασαν από τα πλοία. Ακόμα κι αν το έκαναν, θα τους ήταν εντελώς άχρηστο, επειδή οι Έλληνες είχαν σφηνωθεί σ’ ένα στενό μέτωπο και το ίδιο έγινε και στις Θερμοπύλες.

Σε κάθε επίθεση, όλο και περισσότεροι Πέρσες σφαγιάζονταν. Την πρώτη μέρα ήταν σφαγή. Οι Σπαρτιάτες με τις πλάτες τους σχημάτιζαν ένα τείχος και άφηναν τα κύματα των Περσών να σπάνε πάνω τους. Οι Πέρσες άρχισαν να παίρνουν το μήνυμα ότι ίσως να μην ήταν καλή ιδέα το να εφορμούν κύμα προς κύμα ενάντια σ’ αυτούς, καθένας από τους οποίους είχε την αντίστοιχη με την καλύτερη εκπαίδευση των ειδικών δυνάμεων.

Στο τέλος της πρώτης ημέρας, οι 300 Σπαρτιάτες και οι Έλληνες σύμμαχοί τους σκότωσαν τους εναπομείναντες Πέρσες. Ο Λεωνίδας κατανοεί μια κατάσταση και μετά την πρώτη μέρα της μάχης είπε ότι είχε αυτό ακριβώς που ξεκίνησε να κάνει: «Κρατώ έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς ξηράς που επιτέθηκαν ποτέ στην Ελλάδα, τους έχω δεσμεύσει εδώ και μέχρι τώρα δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να το σταματήσουν».

 

Η Δεύτερη Ημέρα της Μάχης

Τη δεύτερη μέρα της μάχης, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες πήραν τις αντίστοιχες αμυντικές τους θέσεις. Ο Θεμιστοκλής στο στενό του Αρτεμισίου και ο Λεωνίδας με τους 300 Σπαρτιάτες του στο στενό των Θερμοπυλών. Και οι δυο ήταν έτοιμοι για τη δεύτερη περσική επίθεση. Ο ήλιος ανέτειλε τη δεύτερη μέρα και ο Ξέρξης λέει: «Αρκετά με το κατώτερο πεζικό. Θα στείλουμε τους ισχυρούς» και έστειλε τους ισχυρούς του περσικού στρατού, τους σιωπηλούς και μασκοφόρους από το βαρύ πεζικό, που ονομάζονταν Αθάνατοι.

Πίστευε ότι μόλις οι Αθάνατοι έμπαιναν στη δράση, η επίθεσή τους θα τέλειωνε την αντίσταση αμέσως. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν 10.000 άντρες σε σχηματισμό τετραγώνου και προχωρούσαν κατά των Ελλήνων σιωπηλά. Ό,τι και να συνέβαινε έρχονταν κατά πάνω σου. Δεν φορούσαν κράνη, αλλά μια τιάρα στο κεφάλι τους. Η τιάρα ήταν ένα τυλιγμένο ύφασμα, ένα πολύ λεπτό ύφασμα μέσα από το οποίο μπορούσαν να βλέπουν.

Ονομάζονταν Αθάνατοι, επειδή όταν ένας από αυτούς αποστρατευόταν ή πέθαινε, ένας άλλος τον αντικαθιστούσε αμέσως.

Τα στρατεύματα στέκονταν σε απόσταση 45 μέτρων μεταξύ τους, στο στενό των Θερμοπυλών. Οι Πέρσες απρόσωποι και βουβοί. Αλλά η σιωπή δεν ήταν μέρος της σπαρτιάτικης ψυχολογικής στρατηγικής. Τελικά, οι Αθάνατοι άρχισαν να προελαύνουν και έπεσαν πάνω στην ελληνική γραμμή. Όπως και την προηγούμενη μέρα, οι 300 Σπαρτιάτες κι οι υπόλοιποι Έλληνες στρατιώτες κρατούσαν καλά. Οι λόγχες των Αθανάτων δεν μπορούσαν να διαπεράσουν την Ελληνική θωράκιση, ενώ οι αντίστοιχες Ελληνικές δεν είχαν πρόβλημα να βρουν το στόχο τους.

Οι Αθάνατοι φορούσαν λεπτή θωράκιση κάτω από τον χιτώνα τους. Οι επικαλυπτόμενες μεταλλικές φολίδες ήταν παχιές όσο τα χαρτιά της τράπουλας και αδύναμες σε σχέση με τη δύναμη και την ακρίβεια του σπαρτιάτικου δόρατος. Όσο για την περσική ασπίδα, ήταν φτιαγμένη από λυγαριά και ήταν καλή για να αποκρούει ακόντια, στιλέτα ή βέλη, αλλά αδύναμη σε σύγκριση με την Ελληνική, που ήταν ασπίδα από μπρούντζο ή ορείχαλκο. Η λόγχη των Ελλήνων μπορούσε εύκολα να τρυπήσει την ασπίδα από λυγαριά.

Έτσι, βλέπουμε ότι κανένα από τα στρατιωτικά τμήματα των Περσών δεν ήταν ισάξια των Σπαρτιατών στη μάχη εκ του συστάδην. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν είχαν πολεμήσει ποτέ ενάντια σε στρατό Οπλιτών, που ήταν τόσο καλά εκπαιδευμένοι, εξοπλισμένοι και ευέλικτοι ως προς την τακτική, όπως ήταν οι Σπαρτιάτες. Μετά από δυο μέρες, χιλιάδες Πέρσες είχαν σκοτωθεί. Έπειτα από κάθε επίθεση υπήρχαν ένα σωρό νεκροί άντρες εκεί, άντρες που ούρλιαζαν από τον πόνο, που αιμορραγούσαν, αλλά κυρίως άντρες που αποτελούσαν εμπόδιο.

Έπρεπε να τους απομακρύνουν και σε μια από τις επιθέσεις τους, έβγαιναν μπροστά ομάδες και τράβαγαν τους νεκρούς από τη μέση. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας, οι αριθμοί των νεκρών Περσών ήταν τεράστιοι και οι δυνάμεις ξηράς για άλλη μια φορά είχαν παρεμποδιστεί. Όσον αφορά την τακτική, έπειτα από τις δυο πρώτες ημέρες της μάχης των Θερμοπυλών, ο Λεωνίδας θα θεωρούσε ότι βρισκόταν σε πολύ καλή θέση. Είχε αντέξει ό,τι του είχαν στείλει οι Πέρσες και ο ίδιος είχε χάσει λίγους μόνον άντρες.

Η Τρίτη Ημέρα της Μάχης

Έπειτα από δύο μέρες αποτυχημένων προσπαθειών να διασπάσουν την ελληνική άμυνα στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες ανακάλυψαν έναν τρόπο για να περικυκλώσουν το πέρασμα. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς, Λεωνίδας, διέταξε μια τακτική υποχώρηση για τη μεγαλύτερη πολεμική του δύναμη. Περίπου 700 Έλληνες στρατιώτες παρέμειναν, μαζί με 300 Σπαρτιάτες και τον Λεωνίδα, παγιδευμένοι από δεκάδες χιλιάδες Πέρσες στρατιώτες.

Ο Λεωνίδας κάνει την τελευταία του αντίσταση στο στενό των Θερμοπυλών. Για δυο μέρες, απέκρουε με επιτυχία τις περσικές επιθέσεις. Αλλά τώρα οι Πέρσες τον έχουν παγιδεύσει. Τελικά βρήκαν τον τρόπο να τον υπερφαλαγγίσουν και τον έφεραν ακριβώς εκεί που ήθελαν. Αν και το γνώριζαν, οι Σπαρτιάτες με ηρεμία προετοιμάζονται για τη μάχη, καθώς ένας Πέρσης ανιχνευτής τους παρακολουθούσε κρυφά. Είδε τους Σπαρτιάτες να ασκούνται γυμνοί και μετά να ρίχνουν λάδι πάνω τους και να καθαρίζονται, να φτιάχνουν τα μακριά μαλλιά τους και να τα χτενίζουν. Οι Πέρσες το βλέπουν αυτό και δεν καταλαβαίνουν.

Το κοιτούν και το θεωρούν ματαιοδοξία, το κοιτούν και το θεωρούν συμπεριφορά λουτρού. Δεν ξέρουν ότι οι Σπαρτιάτες προετοιμάζουν τα σώματά τους για θάνατο. Καθαροί και έτοιμοι για μάχη, οι Σπαρτιάτες πηγαίνουν στο πεδίο της μάχης για μια τελευταία φορά. Είναι επαγγελματίες πολεμιστές. Έτσι χαρακτήριζαν τον εαυτό τους, έτσι προσδιοριζόταν η θέση τους στην κοινωνία. Φαντάζομαι ότι θα καλοδέχονταν τη μάχη από ψυχολογική και κοινωνική άποψη: «είμαστε αριθμητικά λιγότεροι, αλλά είμαστε καλύτεροι».

Στις «Ιστορίες» του, ο Ηρόδοτος περιέγραψε την τελική μάχη: «Από τη μια μεριά, οι βάρβαροι, γύρω από τον Ξέρξη, προήλαυναν μπροστά, από την άλλη, οι Έλληνες, γύρω από τον Λεωνίδα, διακρίνοντας ότι θα πέθαιναν, προήλασαν πολύ περισσότερο από ό,τι είχαν κάνει νωρίτερα, στο πιο πλατύ μέρος του περάσματος. Γνωρίζοντας ότι ο θάνατος ερχόταν γι’ αυτούς, από αυτούς που κινούνταν γύρω από το βουνό, έδειξαν ενάντια στους βάρβαρους όλη τη δύναμη αντίστασης που είχαν και πάλεψαν σαν τρελοί, χωρίς να νοιάζονται για τίποτα, παρά μόνο για τη στιγμή».

 

Η Τελική Μάχη

Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι συνέβη κατά τη διάρκεια της μάχης. Αλλά, αφού οι Πέρσες τους επιτέθηκαν από μπροστά και από πίσω, οι Έλληνες έσπασαν τους ζυγούς και η φάλαγγα διαλύθηκε. Επειδή η φάλαγγα ήταν η βάση της ελληνικής άμυνας, μόλις αυτή διαλύθηκε, οι Σπαρτιάτες δεν ήταν και τόσο δυνατοί, όσο τις δύο τελευταίες μέρες.

Το πεδίο της μάχης θα γινόταν χαοτικό στο σημείο αυτό και ο καθένας θα πάλευε για τον εαυτό του. Πολλοί θα στράφηκαν στα σπαθιά τους σ’ αυτή τη μάχη εκ του συστάδην. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι όλες οι ελληνικές λόγχες έσπασαν και ότι πάλευαν με ό,τι μπορούσαν. Αναφέρει μάλιστα τη γενναιότητα και την ανδρεία λίγων Σπαρτιατών ονομαστικά. Εκτός από τον Λεωνίδα, ήταν ο υπολοχαγός του, ο Διηνέκης, που φαίνεται ότι ξεχώρισε στη μάχη.

Αλλά, παρά την ανδρεία του και τα χρόνια έντονης και βάναυσης στρατιωτικής εκπαίδευσης, τελικά ήταν θέμα χρόνου, πριν σφαγιαστούν οι Σπαρτιάτες πολεμιστές. Και πράγματι φαίνεται ότι ο χρησμός της Πυθίας για τον Λεωνίδα σύντομα θα εκπληρωνόταν. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάποια στιγμή, νωρίς στη μάχη, ο Λεωνίδας χτυπήθηκε από περσικά βέλη. Μπορούμε να φανταστούμε τον σπουδαίο βασιλιά να είναι ξαπλωμένος και να πεθαίνει και να παρατηρεί τους συντρόφους του να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον.

«Ο Λεωνίδας έπεσε στη μάχη αυτή έχοντας δείξει ότι ήταν άνθρωπος αξίας, όπως οι ήρωες του παρελθόντος. Γινόταν μεγάλη μάχη γύρω από το σώμα του Λεωνίδα. Τέσσερις φορές οι Έλληνες απέκρουσαν τον εχθρό και τελικά πήραν το πτώμα με την ανδρεία τους». 

Ο Ηρόδοτος λέει ότι ο Διηνέκης διέσωσε το πτώμα του Λεωνίδα και με μερικούς εναπομείναντες Σπαρτιάτες υποχώρησε σ’ ένα πιο στενό μέρος του περάσματος. Οι Πέρσες κάλεσαν τους τοξότες τους για μια τελευταία φορά. Αυτοί βρήκαν με ευκολία τους στόχους τους. Κάθε Σπαρτιάτης είχε σφαγιαστεί. Μετά τη σφαγή, ο Ξέρξης περπάτησε στο πεδίο της μάχης. Είχε χάσει σχεδόν 20.000 άντρες μέσα σε τρεις μέρες. Διέταξε να θάψουν τους στρατιώτες του, για να μην αποκαρδιωθεί ο υπόλοιπος στρατός του από τη θέα των πτωμάτων που ήταν σε σήψη.

Ο Ξέρξης διέταξε επίσης να κοπεί το κεφάλι του Λεωνίδα και να τοποθετηθεί πάνω σ’ ένα παλούκι. Το καλό από την καταστροφή αυτή ήταν ο ηρωικός θάνατος των ανθρώπων που κράτησαν το πέρασμα, ώστε οι σύντροφοί τους να ζήσουν και να κερδίσουν χρόνο για τη χώρα τους. Είναι σπουδαία ηρωική ιστορία. Είναι αυτό ακριβώς που θα θυμόντουσαν, έτσι όπως κι εμείς θυμόμαστε στον πολιτισμό μας τους άντρες και τις γυναίκες που πεθαίνουν ενώ θυσιάζονται ηρωικά και κερδίζουν το μετάλλιο της τιμής. Το κρατάμε ως παράδειγμα για την επόμενη γενιά: «Αν σου συμβεί αυτό, αυτό περιμένουμε από σένα». Οι Έλληνες έκαναν το ίδιο πράγμα.

 

Απολογισμός της Μάχης

Οι Θερμοπύλες δεν ήταν νίκη, ήταν ήττα. Πάνω από οτιδήποτε άλλο ήταν ήττα της ελληνικής στρατηγικής, που δεν είχε σαφείς προσανατολισμούς. Για να εμπλέξουν τον περσικό στόλο σε ναυμαχία στα στενά του Αρτεμίσιου, οι επικεφαλής του ελληνικού πολεμικού σχεδιασμού θυσίασαν τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών. Αν στο στρατηγικά και τακτικά προνομιακό εκείνο σημείο είχαν διαθέσει 20-30000 πολεμιστές, το πιο πιθανό είναι ότι οι Περσικοί Πόλεμοι θα είχαν τελειώσει εκεί.

Ο Λεωνίδας διέκρινε ότι η θυσία των γενναίων ανδρών του μπορούσε να λειτουργήσει θετικά. Όχι μόνο για να περισωθεί η τιμή της Σπάρτης αλλά και – ίσως ακόμα πιο σημαντικό – για να περάσει σε φίλους και εχθρούς ένα καίριο μήνυμα : ότι η Περσική αυτοκρατορία δε διέθετε τα ηθικά αποθέματα για να νικήσει τους Έλληνες.

Όλες οι μεγάλες δυνάμεις της Ιστορίας, χωρίς εξαίρεση, έφθασαν στο απόγειο της υλικής τους ισχύος ταυτόχρονα με την ύψιστη ανάπτυξη των ηθικών τους αξιών. Θα μπορούσαμε να πούμε, χωρίς μεγάλο κίνδυνο ιστορικού λάθους, ότι η μέγιστη ακμή μιας μεγάλης δύναμης βασιζόταν πάντα στο χαρακτήρα των ανθρώπων της.

Ο Μαραθώνας και οι Θερμοπύλες εκφράζουν το απόγειο του ηρωικού χαρακτήρα του Έλληνα της κλασικής περιόδου. Οι Πέρσες δεν είχαν να αντιπαρατάξουν τίποτα. Την πληροφορία αυτή ο Ξέρξης την πήρε από τις Θερμοπύλες.

Οι Πέρσες πέρασαν. Όλη η χώρα μέχρι την Αθήνα έπεσε στα χέρια τους. Η Αθήνα, της οποίας οι κάτοικοι είχαν εκκενώσει την πόλη και καταφύγει στην Τροιζήνα δύο μήνες νωρίτερα, πυρπολήθηκε. Τα πάθη των Ελλήνων πήραν τέλος χάρη στην παγίδευση και καταστροφή του περσικού στόλου στο ιερό στενό της Σαλαμίνας, εκεί που σώθηκε ο παγκόσμιος πολιτισμός και που τώρα φιγουράρουν σ’ όλη την έκταση της περιοχής διυλιστήρια, τάνκερ, χοιροστάσια και παράγκες…

Μετά από τη Σαλαμίνα ο Ξέρξης έφυγε καταπτοημένος από το ήθος και την ευφυϊα ενός αντιπάλου, που οι εμπειρίες των Περσών δεν τους είχαν προετοιμάσει να αντιμετωπίσουν. Έμεινε ο αξιόπιστος πολέμαρχος Μαρδόνιος με 80.000 περίπου καλό στρατό. Στις Πλαταιές γνώρισε το τέλος του.

Σχεδόν την ίδια ώρα ο Λεωτυχίδας και ο Ξάνθιππος νίκησαν στη ναυμαχία της Μυκάλης τα υπολείμματα του περσικού στόλου στην πρώτη από ελληνικής πλευράς επιθετική επιχείρηση του πολέμου. Ήταν το έτος 479 π.Χ. Ο τόπος, το ακρωτήρι της Μυκάλης, πανάρχαιης γης της Ιωνίας, που τώρα πια δεν είναι Ελλάδα.

Καμιά αναφορά στους Περσικούς Πολέμους δεν είναι πλήρης χωρίς τη λίγο γνωστή αλλά εξαιρετικά σημαντική πτυχή της αντίστασης της ελληνικής Σικελίας στους Καρχηδόνιους συμμάχους και συνεργάτες των Περσών. Η επιχείρηση αυτή κατά του ελληνισμού δεν περιορίστηκε στην κυρίως Ελλάδα αλλά περιέλαβε και τη Μεγάλη Ελλάδα, χωρίς την υποταγή της οποίας ναυαγούσε το αρχικό σχέδιο του Δαρείου να μην αφήσει ελληνικούς πληθυσμούς εκτός της αυτοκρατορίας του, για να μη συνδράμουν τους εκτός στις εξεγέρσεις τους.

Στο 480 π.Χ. τεράστια δύναμη Καρχηδονιακού στόλου και στρατού αποβιβάστηκε στη Σικελία αλλά υπέστη συντριπτική ήττα από τον τύραννο των Συρακουσών Γέλωνα, ηγέτη σημαντικό, άξιο μεγαλύτερης φήμης και μελέτης, στην αποφασιστική μάχη της Ιμέρας. Είναι σωστό να λεχθεί ότι η μάχη της Ιμέρας, σχεδόν ταυτόχρονα με τη ναυμαχίας της Σαλαμίνας, έκρινε οριστικά την τύχη της Δύσης απέναντι στην επιθετικότητα της Ανατολής.

Η θυσία στις Θερμοπύλες, αντί να καταπτοήσει τους Έλληνες, γιγάντωσε το φρόνημά τους. Αυτό είναι σαφές και ιστορικά αποδεδειγμένο. Μία άλλη συνέπεια της θυσίας, λιγότερη φανερή και σχεδόν ανομολόγητη, είναι οι τύψεις εκείνων που έστειλαν το Λεωνίδα και τους συντρόφους του να πεθάνουν, ενώ με καλύτερη και πιο καθαρή τακτική και στρατηγική αντίληψη θα μπορούσαν να είχαν κάνει τις Θερμοπύλες ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον εισβολέα.

Το αθάνατο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου, γνώστη των πραγμάτων, επιδέχεται πολλές αναγνώσεις.

«Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι»

Ξένε, ανακοίνωσε στους Σπαρτιάτες ότι εδώ βρισκόμαστε, τηρώντας τις διαταγές τους».

Εκείνο το πειθόμενοι δεν είναι μονοσήμαντο. Μπορεί να σημαίνει «εδώ βρισκόμαστε πεσμένοι, πειθαρχώντας στα λόγια τους». (Δε λέει στους νόμους της Σπάρτη). Μπορεί να σημαίνει «επειδή τους πιστέψαμε» … Μπορεί ακόμα και να περιέχει αδιόρατη προειδοποίηση ή και απειλή. «Εμείς ακούσαμε τα λόγια τους. Ας ακούσουν και αυτοί την πράξη μας». Με άλλα λόγια «φανείτε αντάξιοι από δω και πέρα»…

Ο Ηρόδοτος περηφανεύεται ότι ξέρει και αναγράφει τα ονόματα και των τριακοσίων πολεμιστών.

 

Η Ναυμαχία του Αρτεμισίου (480 π.Χ.)

Οι μάχες στο πέρασμα των Θερμοπυλών και η ένδοξη ήττα πολύ συχνά στρέφουν την προσοχή μακριά από τις εξίσου σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα παράλληλα με τις Θερμοπύλες στο Αρτεμίσιο. Όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, η πεποίθηση των Ελλήνων για την ανωτερότητά τους και στη θάλασσα χτίστηκε χάρη στο ναυτικό αγώνα στη Βόρεια Εύβοια.

Η αποστολή του Ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο ήταν, όπως του Ελληνικού στρατού στις Θερμοπύλες, καθαρά αμυντική. να παρεμποδίσει, δηλαδή, τη δίοδο του Περσικού στόλου από το θαλάσσιο στενό της βόρειας Εύβοιας και την είσοδο στον Μαλιακό κόλπο και στον Ευβοϊκό, ώστε να μην μπορέσει να πραγματοποιήσει αποβάσεις στα μετόπισθεν των Θερμοπυλών και να προχωρήσει έπειτα προς τη νοτιότερη Ελλάδα.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι κύρια αποστολή ήταν η άμυνα, η φύση της ναυτικής μάχης και το ότι η υπεροχή των Περσών σε αριθμό πλοίων ήταν σημαντική, αλλά όχι συντριπτική (ο Ελληνικός στόλος αριθμούσε 271 τριήρεις, από τις οποίες οι 127 ήταν Αθηναϊκές, και 9 πεντηκοντόρους), άφηναν περιθώρια και στους Έλληνες για επιθετική πρωτοβουλία. Και άσκησαν την πρωτοβουλία αυτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε από τις τρεις συγκρούσεις που έγιναν στα νερά του Αρτεμισίου οι δύο να έχουν προέλθει από επιθετική ενέργεια του Ελληνικού στόλου.

 

Οι δύο Στόλοι Έτοιμοι για την Μάχη 

Μετά τη σύλληψη των τριών Ελληνικών πλοίων στη Σκιάθο και τη δοκιμασία της καταιγίδας, όπως είδαμε, ο Περσικός στόλος έφτασε στον όρμο των Αφετών τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες της ημέρας που άρχιζε η μάχη των Θερμοπυλών. Οι Αφέτες, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, βρίσκονται βορειοανατολικά του Αρτεμισίου στο σημερινό κόλπο της Ανδριαμής, στη νότια πλευρά της χερσονήσου των Παγασών.

Οι Πέρσες επικεφαλής είχαν ήδη πληροφορηθεί ότι ο Ελληνικός στόλος ναυλοχούσε στο Αρτεμίσιο. Διαπίστωσαν ότι τα Ελληνικά πλοία ήταν λίγα. Απέφυγαν, όμως, να επιτεθούν άμεσα, υπολογίζοντας ότι μια κατά μέτωπον επίθεση θα είχε ως πιθανό αποτέλεσμα τη διαφυγή προς νότο των αντιπάλων.

Αποστολή του Περσικού στόλου ήταν η συντριβή της Ελληνικής ναυτικής δύναμης, προκειμένου μέσω της κυριαρχίας στη θάλασσα με ασφάλεια να παραπλέει τις ακτές και να έχει τη δυνατότητα να διενεργεί αποβάσεις στα μετόπισθεν της όποιας αμυντικής γραμμής των Ελλήνων. Για την επιτυχία αυτού του στόχου τέθηκε σε εφαρμογή ειδικό σχέδιο.

Διακόσια πλοία του Περσικού στόλου στάλθηκαν προς Βορρά με εντολή, αφού περιπλεύσουν αθέατα τη Σκιάθο, να πλεύσουν προς νότο περνώντας την Εύβοια και αφού φτάσουν στον Εύριπο να φράξουν την οδό υποχώρησης των Ελλήνων. Έτσι, καθώς ο Ελληνικός στόλος θα ήταν κυκλωμένος, η κύρια δύναμη των Περσικών πλοίων θα διενεργούσε επίθεση από τους Αφέτες, μόνο αφού λάμβαναν το σήμα ότι τα διακόσια πλοία ήταν στη θέση τους.

Και μόνη η θέα του όγκου του περσικού στόλου επηρέασε το ηθικό των Ελλήνων που στάθμευαν στο Αρτεμίσιο. εκδηλώθηκαν τάσεις για εγκατάλειψη της θέσης, ιδίως από την πλευρά των Πελοποννησίων, με πρωταγωνιστές τους Κορίνθιους, που ζητούσαν σύμπτυξη στον ισθμό. Ο επικεφαλής όμως του αθηναϊκού στόλου Θεμιστοκλής, της ισχυρότερης δηλαδή μοίρας του Ελληνικού στόλου, αντιλήφθηκε το πόσο ολέθρια θα ήταν μια τέτοια ενέργεια.

Το αποτέλεσμα θα ήταν η ανατροπή όλης της αμυντικής γραμμής Θερμοπυλών – Αρτεμισίου. Οι Πέρσες θα ήταν σε θέση να καταλάβουν ολόκληρη την περιοχή έξω από τον Ισθμό. Γι’ αυτό αντέδρασε έντονα και κατάφερε να αποτρέψει την ιδέα της σύμπτυξης.

Στο μεταξύ, τις πρώτες απογευματινές ώρες της ίδιας μέρας έφθασε ένας αυτόμολος από τον Περσικό στόλο Έλληνας από τη Σκιώνη της Χαλκιδικής με το όνομα Σκυλλίας, φέρνοντας πολύτιμες πληροφορίες. ενημέρωσε τους Έλληνες αρχηγούς για τις μεγάλες ζημιές του Περσικού στόλου από την καταιγίδα στην ανατολική Μαγνησία και την προσπάθεια κύκλωσης.

Με βάση τις πληροφορίες αυτές, αποφασίστηκε να παραμείνει ο Ελληνικός στόλος στη θέση του και τη νύκτα, για μη γίνει αντιληπτός από τους Πέρσες, να αποπλεύσει προς νότο. Εκεί θα συναντούσε τα διακόσια Περσικά πλοία και δίνοντας μάχη θα ματαίωνε το σχέδιο του εχθρού για κύκλωσή του.

 

Πρώτη Ημέρα της Ναυμαχίας

Στο στενό του Αρτεμισίου, ο Θεμιστοκλής ήταν έτοιμος να οδηγήσει σχεδόν 200 Ελληνικά πολεμικά πλοία σε μάχη ενάντια σε 800 Περσικά πολεμικά πλοία και κάνει το αναπάντεχο. Αργά το απόγευμα, την πρώτη ημέρα της μάχης, κάνει επίθεση στον κατά πολύ μεγαλύτερο Περσικό στόλο. Είναι μια επικίνδυνη κίνηση. Αν άφηνε τους Πέρσες να σαλπάρουν μέσα στο στενό του Αρτεμισίου, ο Λεωνίδας και οι 300 Σπαρτιάτες θα περικυκλώνονταν και θα γίνονταν κομμάτια.

Χρησιμοποιώντας μια σημαία, για να κάνει σήμα στον στόλο, ο Θεμιστοκλής διέταξε όλα τα Ελληνικά πολεμικά πλοία να υποχωρήσουν αργά σε ένα πιο στενό σημείο του στενού, σχηματίζοντας έτσι έναν κύκλο. Με ένα δεύτερο σήμα, ο Ελληνικός στόλος βγήκε από τον σχηματισμό και επιτέθηκε στους Πέρσες. Στις Ελληνικές ναυμαχίες δεν γινόταν συμπλοκή μεταξύ ανθρώπων, αλλά προσπαθούσαν να κάνουν ελιγμούς με τα πλοία έτσι ώστε να εμβολίσουν και να βυθίσουν τα εχθρικά πλοία.

Ο πιο κοινός τρόπος ήταν να έρθουν στο πλάι υπό γωνία και να διαλύσουν τα κουπιά του άλλου πλοίου, γιατί δεν κινούνταν με πανιά, αλλά με κουπιά. Έτσι, αν έσπαζαν τα κουπιά του άλλου πλοίου, καθώς το ένα πλοίο ερχόταν στο πλάι του άλλου, το πλοίο που έκανε την επίθεση τραβούσε μέσα τα κουπιά του και επέτρεπε στην πλευρά του πλοίου να διαλύσει το άλλο. Τότε το άλλο πλοίο αχρηστευόταν. Στις μάχες αυτές, αυτό που πραγματικά έπαιζε ρόλο, δεν ήταν τόσο το βάρος ή το μέγεθος του πλοίου, αλλά η ταχύτητά του.

Στον περιορισμένο χώρο του Αρτεμισίου, ο πιο μικρός Ελληνικός στόλος προκάλεσε ζημιά σε αρκετά Περσικά πλοία, αιχμαλώτισε 30 εχθρικά σκάφη και πήρε πολλούς αιχμαλώτους. Δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι, γιατί οι Έλληνες έπλευσαν τόσο καλά την πρώτη ημέρα στο Αρτεμίσιο. Οι Έλληνες και οι Πέρσες είχαν τους ίδιους τύπους σκαφών.

Όλοι είχαν τριήρεις κι έτσι κανείς δεν είχε απαραίτητα το πλεονέκτημα της ταχύτητας. Όποιος και αν ήταν ο λόγος, ήταν μια σπουδαία ψυχολογική νίκη για το Ελληνικό ναυτικό και επειδή ο Θεμιστοκλής ξεκίνησε την επίθεσή του αργά μέσα στην ημέρα, ήξερε ότι η μάχη δεν θα διαρκούσε πολύ, διασφαλίζοντας έτσι ότι οι πιθανές απώλειές του θα ήταν ελάχιστες.

Αυτό πρέπει να ήταν πλήρης αιφνιδιασμός για όλους. Οι Πέρσες σίγουρα δεν περίμεναν να χάσουν από τον μικρότερο ελληνικό στόλο, ούτε και οι Έλληνες περίμεναν να είναι τόσο δυνατοί. Και αυτός νομίζω ότι ήταν ο λόγος που ο Θεμιστοκλής το ξεκίνησε τις απογευματινές ώρες. Έτσι, ο Θεμιστοκλής κέρδισε τη μάχη στη θάλασσα και ασφαλώς ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες κέρδιζαν τη μάχη στην ξηρά.

Την πρώτη μέρα της συμπλοκής στις Θερμοπύλες και το Αρτεμίσιο, οι Έλληνες είχαν χειριστεί τους Πέρσες πολύ σκληρά. Ο Ξέρξης είχε σοκαριστεί και είχε ντροπιαστεί από τον Θεμιστοκλή και το αθηναϊκό ναυτικό και είχε χάσει σχεδόν 10.000 άντρες του πεζικού από τον Λεωνίδα και τους Σπαρτιάτες. Οι Πέρσες γύρισαν στον καταυλισμό τους εκείνο το βράδυ γλείφοντας τις πληγές τους και ο Ξέρξης αναρωτιόταν τι θα έκανε γι’ αυτό. Καθώς έπεσε η νύχτα, μια τρομερή καταιγίδα ξέσπασε, φέρνοντας κεραυνούς, άνεμο και βροχή.

Οι αστραπές φώτιζαν τα κουφάρια των πλοίων στη θάλασσα και τα πτώματα στην ξηρά. Ήταν μια πολύ αποκαρδιωτική νύχτα για τους Πέρσες. Πιθανόν να μη κοιμήθηκαν τόσο καλά όσο θα ήθελαν, αν και χρειάζονταν τον ύπνο για τη μάχη της επόμενης ημέρας. Ο Περσικός στόλος, που είχε σταλεί να πλεύσει γύρω από την Εύβοια, έπεσε μέσα σε καταιγίδα και τα 200 πλοία βυθίστηκαν στο Αιγαίο. Ήταν ένας οιωνός, που οι Πέρσες δεν μπορούσαν να αγνοήσουν, ενώ οι Έλληνες τον δέχτηκαν με χαρά, γιατί η επόμενη ημέρα θα έφερνε και άλλη αιματοχυσία.

 

Δεύτερη Ημέρα της Ναυμαχίας

Στο μεταξύ, μακριά από την ακτή, ο Θεμιστοκλής και πάλι οδηγούσε το Αθηναϊκό ναυτικό ενάντια στον Περσικό στόλο στο στενό του Αρτεμισίου. Η τεράστια καταιγίδα το προηγούμενο βράδυ είχε καταστρέψει τα περσικά πλοία, που είχαν σαλπάρει γύρω από την Εύβοια, σε μια προσπάθεια να περικυκλώσουν τον Θεμιστοκλή. Χωρίς Περσικά πλοία που να κατευθύνονται προς τα νώτα του, ο Θεμιστοκλής μπορούσε να συγκεντρώσει τη δύναμή του προς το μέτωπο.

Αλλά και πάλι αριθμητικά ήταν κατώτερος, 5 προς 1. Ενώ οι ακριβείς λεπτομέρειες της ναυμαχίας είναι άγνωστες, οι ελληνικές τριήρεις ήταν και πάλι ικανές να καταστρέψουν πολλά από τα Περσικά πολεμικά πλοία. Έτσι, στο τέλος της δεύτερης ημέρας στη θάλασσα, εξελισσόταν ένα παρόμοιο σενάριο. Οι Πέρσες είχαν προσπαθήσει και πάλι να πέσουν πάνω στον Θεμιστοκλή, αλλά δεν τα πήγαν καλύτερα τη δεύτερη ημέρα.

Το Ελληνικό μέτωπο άντεχε και στην ξηρά και στη θάλασσα. Ήταν άλλη μια ψυχολογική νίκη για τους Έλληνες και άλλο ένα χτύπημα για τον Ξέρξη. Αλλά μια λύση θα γινόταν σύντομα ξεκάθαρη στον Πέρση βασιλιά και θα οδηγούσε σε μια από τις πιο διάσημες και ηρωικές αντιστάσεις στην Ιστορία.

 

Τρίτη Ημέρα της Ναυμαχίας

Οι επιχειρήσεις έλαβαν διαφορετική τροπή την επομένη, τρίτη μέρα των συγκρούσεων. οι Πέρσες ναύαρχοι αποφάσισαν να αναλάβουν επιθετική πρωτοβουλία και περίπου στο μέσο της ημέρας αναχώρησαν από τους Αφέτες με το σύνολο του στόλου τους. Οι Έλληνες απέφυγαν να ναυμαχήσουν στα ανοιχτά του στενού και κράτησαν τα πλοία τους ακίνητα στο Αρτεμίσιο, για να έχουν το πλεονέκτημα του στενού χώρου. με τον τρόπο αυτό ο μεγαλύτερος αριθμητικά Περσικός στόλος θα είχε δυσκολίες στο να κινηθεί και να αναπτυχθεί.

Οι Πέρσες παρέταξαν τα πλοία τους σε μηνοειδή διάταξη (σχήμα μισοφέγγαρου) με πρόθεση να κυκλώσουν τα Ελληνικά πλοία αν προχωρούσαν προς τα έξω ή να τα αποκλείσουν και να χτυπήσουν μέσα στον αιγιαλό του Αρτεμισίου αν παρέμεναν. Οι Έλληνες, όμως, όταν πλησίασαν οι Πέρσες, κινήθηκαν μεν επιθετικά, αλλά προχωρώντας μόνο μέχρι τις προεξοχές της ξηράς στα δύο άκρα του αιγιαλού, ώστε να αποφύγουν την κύκλωση. Η σύγκρουση ξεκίνησε σφοδρή. Τα Περσικά πλοία, βαρύτερα και περισσότερα, συνωστίζονταν στο στενό χώρο με αποτέλεσμα να συγκρούονται μεταξύ τους. επέμεναν όμως στον αγώνα γιατί τους φαινόταν ταπεινωτικό να υποχωρήσουν ενώ διέθεταν την αριθμητική υπεροχή.

Οι απώλειες ήταν βαριές και για τις δύο πλευρές, βαρύτερες όμως για τους Πέρσες. Η ναυμαχία παρέμενε αμφίρροπη και έληξε χωρίς ξεκάθαρο νικητή. Και οι δύο στόλοι αποσύρθηκαν στις βάσεις τους. από την πλευρά των Περσών διακρίθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ από εκείνη των Ελλήνων οι Αθηναίοι και ειδικά ο Κλεινίας, ο πατέρας του Αλκιβιάδη. Άλλωστε, οι Αθηναίοι ήταν αυτοί που είχαν και τις μεγαλύτερες απώλειες, καθώς έπαθαν ζημιές ή καταστράφηκαν τα μισά πλοία τους.

Αυτή η τρίτη σύγκρουση ήταν η κατεξοχήν ναυμαχία του Αρτεμισίου, όχι μόνο από την άποψη ότι έλαβε χώρα κοντά του, αλλά και από το χρόνο που διήρκεσε, τη σφοδρότητα της σύγκρουσης και το μέγεθος των απωλειών. Θα πρέπει να θεωρηθεί ως Ελληνική νίκη. Γιατί όχι μόνο παρέμειναν οι Έλληνες κύριοι του ναυτικού πεδίου, μαζεύοντας τους νεκρούς και τα ναυάγια του στόλου τους, αλλά και εκπλήρωσαν την αμυντική αποστολή τους. Και διατήρησαν τις δυνάμεις τους αξιόμαχες και δεν επέτρεψαν στον αντίπαλο στόλο να εισέλθει στο στενό.

Ο Ελληνικός Στόλος υποχωρεί 

Μετά τη ναυμαχία, ο απεσταλμένος ως σύνδεσμος στο Ελληνικό στρατόπεδο των Θερμοπυλών Αβρώνιχος από την Αθήνα έφερε την είδηση για το θάνατο Λεωνίδα και την κατάληψη του περάσματος. Η παραμονή του Ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο ήταν πλέον και περιττή και επικίνδυνη.

Αποφασίστηκε η άμεση αναχώρηση προς νότο, με εμπροσθοφυλακή τα πλοία της Κορίνθου και οπισθοφυλακή τα Αθηναϊκά.Οι πέρσες είδαν με έκπληξη τον ουσιαστικά νικητή Ελληνικό στόλο να υποχωρεί. πριν όμως αναχωρήσουν, ανανέωσαν τις προμήθειές τους επιτάσσοντας τα κοπάδια και τα τρόφιμα των Ευβοέων, γιατί θεώρησαν καλύτερο να τα πάρουν αυτοί, παρά να μείνουν στον εχθρό. Επιπλέον, ο Θεμιστοκλής συνέλαβε και εφάρμοσε ένα τέχνασμα για να σπείρει τη διχόνοια στον Περσικό στόλο.

Έστειλε τα πιο αξιόπλοα πλοία στα σημεία όπου ήταν πιθανόν να αποβιβαστούν τα Περσικά πληρώματα για προμήθειες και άφησαν χαραγμένα σε βράχους μηνύματα προς τους Ίωνες Έλληνες που υπηρετούσαν στο Περσικό ναυτικό. Τους παρακινούσαν να αυτομολήσουν στους Έλληνες, κι αν δεν ήταν αυτό δυνατό, να πολεμούν χωρίς ζήλο, να δημιουργούν δυσκολίες στους Πέρσες κατά τις ναυμαχίες και να πείσουν τους Κάρες να κάνουν το ίδιο. Με τις εκκλήσεις αυτές απέβλεπε ο Θεμιστοκλής σε διπλό σκοπό.

Να επιτύχει ενδεχομένως προσχωρήσεις των Ιωνικών και Καρικών πλοίων στην Ελληνική πλευρά και να προκαλέσει δυσπιστία για τους Ίωνες και τους Κάρες στην Περσική ηγεσία. Η ναυμαχία στο Αρτεμίσιο έληξε με πλήρη νίκη των Ελλήνων στο στρατηγικό πεδίο. Ο Ελληνικός στόλος είχε εκπληρώσει με επιτυχία την αποστολή του. Η νίκη οφειλόταν σε δύο παράγοντες.

  • Πρώτον, οι Αθηναίοι, που ήταν και οι κύριοι υπεύθυνοι για τον κατά θάλασσα αγώνα, διέθεσαν (σε αντίθεση με τους επιφυλακτικούς Λακεδαιμονίους στις Θερμοπύλες) το σύνολο σχεδόν του στόλου τους. υπήρχαν, λοιπόν, επαρκείς ναυτικές δυνάμεις.
  • Δεύτερον, οι Αθηναίοι είχαν την τύχη να διαθέτουν ένα ικανότατο πολεμικό ηγέτη μεγίστης αξίας, τον Θεμιστοκλή. αυτός κατόρθωνε να επηρεάζει τον ναύαρχο Ευρυβιάδη και να προλαβαίνει δύσκολες καταστάσεις και αστοχίες.

Καθόλου άδικα, από την αρχαιότητα ήδη, το Αρτεμίσιο θεωρήθηκε νίκη κατεξοχήν των Αθηναίων. Θα μπορούσε, τέλος, με πειστικότητα να υποστηριχθεί ότι η ναυμαχία αυτή, ειδικά η σύγκρουση της τελευταίας μέρας, αποτέλεσε μια γενική δοκιμή για την επερχόμενη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Οι Έλληνες έμαθαν στην πράξη και μέσα από τον κίνδυνο ότι τίποτα δεν έχουν να φοβηθούν όσοι έχουν ικανότητες και τολμούν να μάχονται.

 

Η πορεία προς τη Σαλαμίνα 

Με την εγκατάλειψη της θαλάσσιας περιοχής στα βόρεια της Εύβοιας από τον Ελληνικό στόλο και με την κατοχή του στενού των Θερμοπυλών, άνοιξε ο δρόμος για την κατάληψη ολόκληρης της Κεντρικής Ελλάδας από τον Περσικό στρατό και στόλο. Τα πληρώματα των πλοίων λεηλατούν την Εύβοια. Ο στρατός, έπειτα από ανάπαυση μιας μέρας, συνεχίζει την πορεία του καταστρέφοντας στο πέρασμά του πόλεις και χωριά.

Οι Μαλιείς και οι Οπούντιοι Λοκροί υποτάσσονται. οι Φωκείς εγκαταλείπουν τη χώρα τους και ζητούν καταφύγιο στη χώρα των Οζολών Λοκρών (κοντά στη σημερινή Άμφισσα) και στις πλαγιές του Παρνασσού. Στις Άβες πυρπολείται ο ναός του Απόλλωνος. οι Δελφοί και το μαντείο του Απόλλωνα Μηδίζουν για να σωθούν.

Οι Βοιωτικές πόλεις προσχωρούν επίσης στους Πέρσες, εκτός από τις Θεσπιές (στο πνεύμα των 700 πεσόντων στις Θερμοπύλες) και τις Πλαταιές (πιστές στο πνεύμα των Μαραθωνομάχων και τη συμμαχία τους με την Αθήνα). Και οι δύο πόλεις καταστρέφονται από τους εισβολείς.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μέσα σε οκτώ μέρες από τη μάχη των Θερμοπυλών (πιθανώς το χρονικό διάστημα να είναι μεγαλύτερο), ο Ξέρξης έφτασε με το στρατό του στα σύνορα της Αττικής. Ο Περσικός στρατός είναι ακόμα πιο ισχυρός, γιατί έχει ενισχυθεί από τους στρατούς των πόλεων που Μήδισαν και κυρίως από το περίφημο Βοιωτικό ιππικό.

Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση της μικρής Ελλάδας με την Περσική στρατιωτική μηχανή τέλειωσε με το θάνατο των οπλιτών στις Θερμοπύλες και την αμφίρροπη ναυτική σύγκρουση στο Αρτεμίσιο. οι θυσίες, όμως, των Ελλήνων δεν θα πήγαιναν χαμένες. είχε έρθει η ώρα της Σαλαμίνας.

 

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.)

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας τοποθετείται χρονικά στο έτος 480 π.Χ. και αποτελεί την πιο καθοριστική μάχη κατά τη διάρκεια της τρίτης Περσικής εκστρατείας, που οργάνωσε και ηγήθηκε αυτής ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Ξέρξης, εναντίον των Ελληνικών πόλεων, και μια από τις σημαντικότερες της αρχαιότητος, τόσο από στρατιωτικής άποψης όσο και για τη συμβολή της στη διαμόρφωση του ρου της Ιστορίας.

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας και η νίκη των Ελλήνων είναι αξιομνημόνευτη και για μία ακόμη διάστασή της: το συμβολισμό της δικαίωσης του αγώνα για την υπεράσπιση της γης και της ελευθερίας από τις επεκτατικές βλέψεις της απόλυτης εξουσίας.

Μετά την κατάληψη της Αθήνας, ο Ξέρξης εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Φάληρο όπου βρίσκεται αγκυροβολημένος και ο στόλος του. Στην αντίπερα όχθη ο Ελληνικός στόλος παραμένει στο νησί της Σαλαμίνας. Στρατηγικές κινήσεις, αντιθέσεις, διαφωνίες, διλήμματα, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, όλα είναι τοποθετημένα πάνω στη σκακιέρα. Η παρτίδα για τα δύο επιτελεία έχει ήδη ξεκινήσει. Στη Σαλαμίνα επικρατούσε σύγχυση και διγνωμία μεταξύ των ναυάρχων των Ελληνικών πόλεων. Στις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν οι Έλληνες ήταν χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα.

Από τη μια πλευρά οι πόλεις της Πελοποννήσου υποστήριζαν την άποψη ότι ο στόλος έπρεπε να μεταφερθεί στον Ισθμό όπου βρισκόταν και ο Πελοποννησιακός στρατός και να ναυμαχήσει εκεί με τους Πέρσες, καθώς σε περίπτωση ήττας στη Σαλαμίνα δεν θα υπήρχε δυνατότητα διαφυγής και θα βρίσκονταν αποκλεισμένοι από τους Πέρσες, οι οποίοι θα μπορούσαν πλέον να επιτεθούν στην Πελοπόννησο με την υποστήριξη του στόλου τους.

Από την άλλη πλευρά οι Αθηναίοι, οι Αιγινίτες και οι Μεγαρείς διοικητές κυρίως, των οποίων οι πόλεις κινδύνευαν άμεσα, με κύριο εκφραστή τους τον Θεμιστοκλή, ήταν υπέρμαχοι της παραμονής του στόλου στο νησί. Υποστήριζαν ότι η καθοριστική ναυμαχία έπρεπε να δοθεί στο στενό μεταξύ Σαλαμίνας και Αττικής.

Το νησί αυτό, το μόνο εδαφικό τμήμα του Αθηναϊκού κράτους που δεν υποδουλώθηκε στους Πέρσες, χρησίμευε ως καταφύγιο για μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Αττικής, ως στρατιωτική βάση στα νώτα του Περσικού στρατού σε περίπτωση προελάσεως από τον Ισθμό και αποτελούσε, με τις προφυλαγμένες από τους ανέμους ακτές του απέναντι από την Αττική, ιδεώδη βάση για το Ελληνικό ναυτικό που κάλυπτε από τη Θάλασσα τον Ισθμό.

Πέρα από τα επιχειρήματα, οι διαφωνίες και οι φιλονικίες, μεταξύ κυρίως του Θεμιστοκλή από τη μια πλευρά με τον Ευριβιάδη τον Λακεδαιμόνιο και τον Κορίνθιο ναύαρχο Αδείμαντο από την άλλη, ήταν ιδιαίτερα τεταμένες. Μάλιστα μετά από μια έντονη λογομαχία ο Ευρυβιάδης ύψωσε τη ράβδο του να χτυπήσει τον Αθηναίο στρατηγό, και τότε εκείνος αποκρίθηκε ήρεμα το πασίγνωστο «Πάταξον μεν, άκουσον δε!»

Την επόμενη της απόφασης, παρ’ όλα αυτά, οι αντιρρήσεις για την καταλληλότητα της θέσεως, ξαναφούντωσαν. Κατά τη διάρκεια του νέου συμβουλίου που συγκλήθηκε και ενώ η πλειοψηφία ήταν πάλι υπέρ της μεταφοράς προς τον Ισθμό, ο Θεμιστοκλής συνέλαβε ένα ευφυέστατο τέχνασμα.

Έστειλε τον δούλο του Σίκιννο στο Περσικό στρατόπεδο με το μήνυμα ότι τον στέλνει ο Αθηναίος στρατηγός, ο οποίος είναι δήθεν με το πλευρό των Περσών, για να τους ανακοινώσει ότι οι ταραγμένοι Έλληνες σκέφτονται να αποχωρήσουν και πως είναι τώρα μια λαμπρή ευκαιρία για αυτούς να εγκλωβίσουν τον αντίπαλο και να τον κατανικήσουν.

Ο Ξέρξης, που επιθυμούσε να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Ελλάδας όσο το δυνατόν συντομότερα προτού φτάσει και ο χειμώνας θεωρώντας ούτως ή άλλως μοναδική ευκαιρία το γεγονός ότι ο εχθρικός στόλος βρισκόταν κλεισμένος στη Σαλαμίνα, δεν άργησε να πάρει την απόφασή του. Η διαταγή για επίθεση του στόλου δίνεται.

Ο Ελληνικός στόλος αποτελείται -σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- από 365 τριήρεις και 7 πεντηκόντορους. Οι Πέρσες διαθέτουν προς παράταξη περί τα 700 πλοία.

Η ναυμαχία διεξήχθη στις 21-22 Βοηδρομιώνος (28 ή 29 Σεπτεμβρίου) του 480π.Χ. Τη νύχτα μίας από εκείνες τις μέρες, ο Περσικός στόλος απέπλευσε από το Φάληρο με κατεύθυνση προς τα Δυτικά, ενώ τμήμα του Περσικού στρατού αποβιβάσθηκε και κατέλαβε την Ψυτάλλεια με σκοπό, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, την περισυλλογή των Περσών ναυαγών και την εξόντωση των Ελλήνων ναυαγών.

Γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα τα Περσικά πλοία προχωρούσαν κατά μήκος των ακτών της Αττικής με την εξής σειρά: Φοινικικά και Αιγυπτιακά προς το μέρος της Ελευσίνας, κατόπιν τα πλοία της Κύπρου, της Λυκίας, της Κιλικίας και της Παμφυλίας λαμβάνουν θέση στο κέντρο. Και τέλος προς τον Πειραιά, τα Καρικά και τα πλοία της Ιωνίας. Οι Έλληνες πληροφορήθηκαν εγκαίρως τις κινήσεις του Περσικού στόλου από τον Αριστείδη, που ήλθε τη νύχτα από την Αίγινα.

Έτσι οι Πέρσες έχασαν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, όταν σύμφωνα με την περιγραφή του Αισχύλου, άκουσαν ξαφνικά με την ανατολή του ηλίου, τους ήχους από τις σάλπιγγες και τον Παιάνα να αντηχεί από όλα τα Ελληνικά πλοία: “Ω, παίδες Ελλήνων, ίτε Ελευθερούτε πατρίδ’ ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων΄ νύν υπέρ παντών αγών”. 

Είχε λοιπόν ήδη βγει ο ήλιος όταν δόθηκε η διαταγή από τον Ευρυβιάδη, διοικητή των Ελληνικών δυνάμεων, να αναπτυχθεί ο Ελληνικός στόλος προς την κατεύθυνση των Περσών. Τη δεξιά πτέρυγα είχε καταλάβει ο ίδιος ο Ευρυβιάδης με τις μοίρες της Σπάρτης, της Κορίνθου, της Αίγινας και των Μεγάρων. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, «οι Αιγινίτες και οι Μεγαρείς ήταν οι πιο καλοί ναυτικοί μετά τους Αθηναίους».

Οι τριήρεις των μικρότερων Ελληνικών πόλεων τάχθηκαν στο μέσον, ενώ στην αριστερή πλευρά κατέλαβαν θέση με αρχηγό το Θεμιστοκλή, οι Τριήρεις των Αθηναίων, οι οποίες αποτελούν το μισό σχεδόν του Ελληνικού στόλου. Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στην αποφυγή ενδεχόμενου εγκλωβισμού των Ελληνικών Πλοίων εντός του αγκυροβολίου τους.

Πλέοντας όμως ο Ελληνικός στόλος προς τα εμπρός θα συναντούσε σύντομα τον Περσικό, στο μέσο περίπου του στενού, σε χώρο δηλαδή αρκετά ανοικτό και συνεπώς ευνοικότερο για τους Πέρσες, οι οποίοι θα είχαν έτσι την ευχέρεια χρησιμοποιήσεως του συνόλου σχεδόν των πλοίων τους και τη δυνατότητα κυκλωτικών ελιγμών από τα δύο άκρα του Ελληνικού στόλου. Για να αποτραπεί ακριβώς αυτή η συνάντηση των δύο στόλων στο μέσον του στενού, τα Ελληνικά πλοία ανέκοψαν την πορεία τους προς τα εμπρός κι άρχισαν να κινούνται προς τα πίσω.

Κωπηλατώντας ανάποδα προς τη Σαλαμίνα, χωρίς να αναστρέψουν, διατηρώντας σταθερά τις πλώρες προ τον εχθρό, σε τάξη, χωρίς να χαθεί η συνοχή του στόλου, συνεχίσθηκε δε ως μία γραμμή κοντά στις ακτές της Σαλαμίνας, όπου είχαν παραταχθεί οι Αθηναίοι οπλίτες, εκεί ο στόλος παρατεταγμένος σε μέτωπο με στήριγμα προς τα δεξιά την Κυνοσούρα και προς τα αριστερά το σημερινό νησί του Αγίου Γεωργίου, ώστε να αποτρέπεται ο κίνδυνος κυκλώσεως, σταμάτησε για να συγκρουστεί με τον εχθρό.

Η μνημειώδης μάχη σε λίγα λεπτά θα ξεσπούσε, κάτω από το βλέμμα του βασιλιά Ξέρξη, ο οποίος παρακολουθεί από το όρος Αιγάλεω όλες τις κινήσεις.

Ο ελιγμός πέτυχε! Η στενότητα του χώρου και η περιορισμένη έκταση του μετώπου δεν επέτρεπε στους Πέρσες να χρησιμοποιούν στην πρώτη γραμμή περισσότερα πλοία από τα Ελληνικά, τα οποία συνεπώς αντιμετώπιζαν στη σύγκρουση ίσο περίπου αριθμό πλοίων, έτσι στον αγώνα έπαιζε σημαντικό ρόλο η ανδρεία και η επιδεξιότητα των αξιωματικών και των πληρωμάτων, καθώς και η τακτική των αντιπάλων στόλων.

Οι ελεύθεροι πολίτες των Ελληνικών πόλεων στις οποίες η ευψυχία μαζί με την ελευθερία ήταν οι υπέρτατες αξίες, αγωνίζονταν υπέρ βωμών και εστιών με ανδρεία και αυταπάρνηση που ενέτεινε η μεταξύ τους και μεταξύ των πόλεων άμιλλα. Αλλά και οι Πέρσες πολεμούσαν με εξαιρετική γενναιότητα, γιατί ήθελαν να φανούν ευάρεστοι στον Ξέρξη, που παρακολουθούσε τη ναυμαχία από το όρος Αιγάλεω, γιατί φοβόντουσαν την οργή του αν υστερούσαν.

Οι Πέρσες, τώρα, αποβλέποντας στον αιφνιδιασμό των Ελλήνων, κινητοποίησαν το στόλο τους τη νύχτα της παραμονής της μάχης και αφού αποβίβασαν στο μικρό νησί Ψυττάλεια ένα επίλεκτο σώμα, τους «Αθάνατους» (που αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του Ξέρξη) μπήκαν στο στενό και περικύκλωσαν τους Έλληνες. Εκείνοι ωστόσο είχαν πληροφορηθεί έγκαιρα τις κινήσεις του εχθρού από τον Αριστείδη, ο οποίος είχε έρθει κρυφά, την ίδια νύχτα, από την Αίγινα.

Στη τραγωδία «Πέρσαι» του Αισχύλου, ο Αγγελιαφόρος που καταφθάνει στο παλάτι του Ξέρξη για να προλάβει τα νέα της ναυμαχίας στη βασίλισσα αναφέρει ότι η νυχτερινή παράταξη του περσικού στόλου οφειλόταν σε ελληνικό τέχνασμα. Ένας Έλληνας πληροφόρησε τον Ξέρξη πως: «Όταν απλώσει η νύχτα το σκοτάδι, θα ξεφύγουν οι Έλληνες. Θα πιάσουν τα κουπιά και κρυφά θα σκορπιστούν για να σωθούν».

Ο Έλληνας αυτός όμως ήταν ο δούλος Σίκινος του Θεμιστοκλή, που ο ίδιος έστειλε στον Ξέρξη με διαταγές να προσποιηθεί λιποταξία και να του δώσει την ψεύτικη πληροφορία πως οι Έλληνες δεν ήθελαν μάχη και είχαν υποχωρήσει άτακτα στα στενά γύρω από τη Σαλαμίνα.

Ο Ξέρξης, λοιπόν, σκοπεύοντας σε συντριπτική νίκη επί του Ελληνικού στόλου, διέταξε τους ναυάρχους του: «Όταν πάψει ο ήλιος να καίει το χώμα και υψωθεί το σκοτάδι, να παρατάξετε τα καράβια σας, να φράξετε το δρόμο σε τρεις σειρές. Πυκνά. Και μ’ άλλα να τους κυκλώσετε γύρω από το νησί του Αίαντα. Και να φυλάτε τα στενά και τα περάσματα. Αν απ’ τον κλοιό και το χαμό σωθούν οι Έλληνες, βρίσκοντας δρόμο τα καράβια τους, πήρα απόφαση. Θα πεθάνετε!»

Οι Έλληνες όμως, δίχως στην πραγματικότητα να έχουν σκοπό να αποχωρήσουν, γευμάτισαν και ξεκουράστηκαν τη νύχτα, αφήνοντας τους εχθρούς τους άγρυπνους και σε συνεχή εγρήγορση, με τον περσικό και φοινικικό στόλο να ψάχνουν τον Ελληνικό -που ήταν αγκυροβολημένος στην Κυνόσουρα- γύρω από τη Σαλαμίνα.

Στο σημείο αυτό, να αναφέρουμε ότι ο Περσικός στόλος αποτελούνταν από τρία τμήματα, με τους Φοίνικες στο δεξί άκρο, έχοντας το όρος Αιγάλεω ακριβώς πίσω τους. Στο αριστερό τμήμα βρίσκονταν ο ιωνικός στόλος και στο κέντρο πλοία από την Κύπρο, την Καρία και την Κιλικία.

Στον Ελληνικό στόλο, οι Αθηναίοι βρίσκονταν αριστερά (απέναντι στους Φοίνικες), δεξιά βρίσκονταν οι Μεγαρείς και οι Αιγινήτες (οι οποίοι κατείχαν την τιμητική θέση της ελληνικής παράταξης επειδή θεωρήθηκαν πιο ικανοί ναυμάχοι από τους Αθηναίους), ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες είχαν παραταχθεί στο κέντρο.

Ο Ξέρξης, εκτός από το θρόνο που έκτισε στο όρος Αιγάλεω, τοποθέτησε και 400 άντρες του στο νησί Ψυττάλεια (τους «Αθάνατους», όπως είπαμε), που βρίσκονταν στο μέσο του Στενού της Σαλαμίνας, ώστε να σκοτώσουν ή να αιχμαλωτίσουν όσους τυχόν Έλληνες ναυαγούς κατέληγαν σ’ αυτό το μέρος.

Σε κάποιο αρχικό στάδιο, ένα τμήμα από 40 Κορινθιακά πλοία, όπως ήταν παρατεταγμένα στο στενό, ξεκίνησαν να κωπηλατούν βόρεια. Αυτό το γεγονός παρεξηγήθηκε από κάποιους Έλληνες: ερευνητές ισχυρίζονται ότι η ενέργεια αυτή έγινε για να αποφευχθεί κυκλωτική κίνηση από μέρους των Περσών. Όπως έλεγχαν την είσοδο του στενού, τα περσικά πλοία εύκολα θα μπορούσαν να αποδιοργανωθούν ή και να βρουν, κατά λάθος, στεριά και να καθηλωθούν. Επίσης, ήταν παραπάνω από φανερό ότι ο ελληνικός στόλος ήταν έτοιμος για την τελική σύγκρουση, καθώς ήταν ευθυγραμμισμένος απέναντι στον εχθρό.

Σε κάθε περίπτωση, καθώς πλησίαζαν οι Πέρσες, από τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων ακουγόταν ο εξής παιάνας:

Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων:
Νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.

Κι ακριβώς αυτή ήταν η στιγμή που οι Έλληνες εξαπέλυσαν γενική επίθεση. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, δεν τέθηκε ποτέ θέμα αποχώρησης των Κορινθίων, αλλά αυτή η κίνηση έγινε για να πάρουν τα συγκεκριμένα πλοία καλύτερη θέση (λόγω και τον πρωινών ανέμων που επικρατούσαν στο στενό), όπως και για να αποφευχθεί οποιαδήποτε κυκλωτική προσπάθεια των Περσών.

Μετά δε το «άνοιγμα» αυτό, ο Ελληνικός στόλος εκτείνονταν από τη νησίδα του Αγίου Γεωργίου ως την Κυνοσούρα όπου ένα συγκεκριμένο πλοίο επιτάχυνε κατά του κοντινότερου περσικού και το εμβόλισε. Οι Αθηναίοι ισχυρίστηκαν ότι ήταν το πλοίο του Αμεινία από την Παλλήνη, οι Αιγινήτες όμως υποστήριξαν ότι ήταν δικό τους πλοίο. Πάντως, ο Ελληνικός στόλος εξαπέλυσε οργανωμένη μαζική επίθεση κατά της άτακτα παρουσιαζόμενης Περσικής γραμμής.

Έτσι, οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν όταν, με την ανατολή του ήλιου, ολόκληρος ο Ελληνικός στόλος κινήθηκε εναντίον τους. Στο δεξιό άκρο ήταν παραταγμένα τα δεκάξι πλοία των Σπαρτιατών υπό τον Ευρυβιάδη, απέναντι από το στόλο των Ιώνων, και ακολουθούσαν τα πλοία των Αιγινητών και των άλλων Ελληνικών πόλεων, στο αριστερό άκρο, αντιμέτωπες προς τους Φοίνικες, βρίσκονταν οι 180 αθηναϊκές τριήρεις με το Θεμιστοκλή αρχηγό.

Πρώτα επιτέθηκαν τα Αθηναϊκά πλοία και, αμέσως μετά, η ναυμαχία γενικεύτηκε. Στην αρχή, ο αγώνας ήταν αμφίρροπος, αλλά οι αθηναϊκές τριήρεις κατόρθωσαν σύντομα -χάρη στην υπεροχή των πληρωμάτων τους και την επιδέξια τακτική του αρχηγού τους- να τρέψουν σε φυγή τα Φοινικικά πλοία και να κυκλώσουν από τα πλάγια τον υπόλοιπο εχθρικό στόλο.

Τότε ήταν που κρίθηκε κι η τύχη της ναυμαχίας: σύγχυση και αταξία επικράτησε στην Περσική παράταξη και τελικά, οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή προς το Φάληρο, καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες. Όταν δε πλησίαζε το τέλος της ναυμαχίας, ο Αριστείδης, επικεφαλής Αθηναίων οπλιτών, αποβιβάστηκε στην Ψυττάλεια και εξόντωσε μέχρις ενός τους «Αθάνατους». Τη ναυμαχία παρακολούθησε ο Ξέρξης από μια πλαγιά του Αιγάλεω, ίσως το σημερινό Πέραμα, που κατ’ ευφημισμό ονομάζεται «λόφος Ξέρξου».

Καθώς στο πεδίο της σύγκρουσης, η πρώτη γραμμή των περσικών πλοίων υποχώρησε λόγω της ορμής που δέχτηκαν από την Ελληνική επίθεση, χωρίς κάποια σταθερή διάταξη «έπεσε» και η δεύτερη περσική γραμμή στη ναυμαχία και, στη συνέχεια, και η τρίτη. Όλα αυτά όμως έγιναν εντελώς ανοργάνωτα, πάνω στον πανικό της μάχης. Στην αριστερή πλευρά των Ελλήνων, τώρα, ο Πέρσης ναύαρχος Αριαμπίγνης (αδελφός του Ξέρξη) σκοτώθηκε και τα πληρώματά του παρέμειναν χωρίς κάποιον ηγέτη. Λόγω της πίεσης, σταδιακά υποχώρησαν και οι Φοίνικες και πολλά πλοία τους ακινητοποιήθηκαν στην στεριά.

Στο κέντρο της παράταξης, τα Ελληνικά πλοία προωθήθηκαν και κατάφεραν να κόψουν στα δύο τον περσικό στόλο. Παρόλα αυτά, οι Κορίνθιοι πίστεψαν ότι ο στόλος των (αντίπαλων) Αιγυπτίων ήταν αρκετά δύσκολος για να αντιμετωπιστεί κι έτσι άργησαν να μπουν στα πεδία των συγκρούσεων. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η Αρτεμισία, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, στην προσπάθειά της να ξεφύγει εμβόλισε και βύθισε ένα περσικό πλοίο το οποίο, αρχικά, ο Ξέρξης νόμισε ότι ήταν Ελληνικό. Είπε τότε: «Οι άντρες μου έχουν γίνει γυναίκες και οι γυναίκες μου άντρες!»

Στην αρχή η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη και οι Πέρσες κρατούσαν, μάλιστα στη δεξιά πλευρά οι Ίωνες πίεζαν σοβαρά του Λακεδαιμόνιους και τους Αιγινήτες, οι δε Σάμιοι κυρίευσαν μερικές Ελληνικές τριήρεις. Όσο προχωρούσε όμως η ώρα, άρχισε να επικρατεί η εξαιρετική επιδεξιότητα των Ελληνικών πληρωμάτων και η ανώτερη τακτική των Ελλήνων και πρώτα στο αριστερό μέρος τη Ελληνικής παράταξης, όπου βρισκόταν η ισχυρότατη μοίρα των 200 Αθηναίων τριήρεων έχοντας απέναντι της τα πλοία των Φοινίκων.

Η τακτική των Φοινίκων ήταν κυρίως να πολεμούν ρίχνοντας βροχή βελών και ακοντίων από τα ψηλά καταστρώματα τους. Μάλιστα διέθεταν 30 τοξότες σε κάθε πλοίο. Από την άλλη πλευρά οι Αθηναίοι διέθεταν 4 τοξότες και 14 οπλίτες σε κάθε τριήρη, πλεονεκτούσαν όμως στη χρήση του εμβόλου, έτσι εκμεταλλευόμενοι τον κλυδωνισμό των Φοινικικών πλοίων από τον άνεμο και το κύμα, που είχε ως αποτέλεσμα να αστοχούν τα τοξεύματα, ορμούσαν εναντίον τους και είτε έσπαγαν τα κουπιά και ακινητοποιούσαν τα εχθρικά πλοία είτε τα κτυπούσαν με τα έμβολα στα πλευρά.

Έπειτα οι Αθηναίοι οπλίτες πηδούσαν στο κατάστρωμα και εξόντωναν τα εχθρικά πληρώματα ή άφηναν τα πλοία να βυθιστούν από τα ρήγματα των εμβόλων. Ύστερα από την καταβύθιση των πρώτων Φοινικικών πλοίων, η πρώτη γραμμή του Φοινικικού στόλου αποδιοργανώθηκε και τα πλοία άρχισαν να τρέπονται σε φυγή, άλλα προς τις απέναντι ακτές της Αττικής κι άλλα προς τα ανατολικά, πολλά όμως δεν κατάφεραν να απομακρυνθούν γιατί στην προσπάθεια τους αυτή συγκρούσθηκαν μεταξύ τους και βυθίστηκαν.

Σε λίγο η ταραχή και η σύγχυση μεταδόθηκε στο κέντρο και το αριστερό μέρος του Περσικού στόλου, διότι οι Αθηναϊκές τριήρεις, διαθέσιμες μετά την κατανίκη των Φοινίκων άρχισαν να επιτίθενται προς τα εκεί. Η ναυμαχία εξελίχθηκε τότε ραγδαία σε βάρος των Περσών και σε λίγο και ο υπόλοιπος Περσικός στόλος, που είχε συνθλιβεί στην Περιοχή του στενού προς την Κυνοσούρα, άρχισε να τρέπεται σε φυγή με κατεύθυνση το Φάληρο, ενώ καταδιώκονταν από τον Ελληνικό στόλο. Η καταδίωξη εξακολούθησε, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, “μέχρι δείλης”.

Προς το τέλος της Ναυμαχίας, ο Αριστείδης, με Αθηναίους οπλίτες από τους παρατεταγμένους στην ακτή της Σαλαμίνας, έκανε απόβαση στην Ψυτάλλεια και εξόντωσε την εκεί απομονωμένη Περσική φρουρά. Η εξόντωση της συγκεκριμένης φρουράς στοίχισε πολύ στους Πέρσες, ιδίως στον ηθικό παράγοντα, καθώς απαρτιζόταν από ευγενείς και εκλεκτούς πολεμιστές.

Κατά τον Έφορο, οι απώλειες για τους Πέρσες ήταν 200 πλοία, ενώ για τους Έλληνες 40. Η αναλογία όμως σε άνδρες, ήταν βαρύτερη για τους Πέρσες, γιατί αυτοί, καθώς δεν ήξεραν να κολυμπούν, πνίγονταν μετά τη βύθιση των πλοίων τους. Μεγάλο ήταν και το ποσοστό των επιφανών Περσών και άλλων συμμάχων τους που χάθηκαν στη μάχη, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον στρατηγό Αριαβίγνη, αδελφό του Ξέρξη.

Η ναυμαχία στη Σαλαμίνα αποτέλεσε για την Ελληνική πλευρά κυριολεκτικά τον υπέρτατο αγώνα. Ήταν αδιαμφισβήτητα η μάχη η οποία καθόρισε στο μεγαλύτερο βαθμό την τελική έκβαση του πολέμου και που οδήγησε και την τρίτη περσική εκστρατεία σε παταγώδη αποτυχία, βάζοντας τέλος στις φιλοδοξίες των Περσών ηγεμόνων για κατάκτηση του Ελλαδικού χώρου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το βράδυ της επομένης της μάχης, ο Ξέρξης, επικεφαλής του Περσικού στόλου, φοβούμενος μήπως οι Έλληνες πλεύσουν στον Ελλήσποντο και καταστρέφοντες τις γέφυρες που είχε κατασκευάσει τον αποκλείσουν στην Ευρώπη, απέπλευσε από το Φάληρο και παραπλέοντας τις ακτές κατευθύνθηκε προς Βορρά.

Οι συμμαχικές Ελληνικές πόλεις επιτυγχάνοντας έστω και την τελευταία στιγμή να παραμερίσουν -επιτέλους- τις αρκετές «εμφύλιες» διαφορές και τριβές τους, πέτυχαν μια σπουδαία νίκη, που εν συναρτήσει με την τελική συντριβή των Περσών στις Πλαταιές, τους εξασφάλισε την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους για το επόμενο διάστημα, όταν και κατά κόρον αναπτύχθηκε αυτός που σήμερα αποκαλούμε αρχαιοελληνικό πολιτισμό, με τις τόσες εκφάνσεις του και την σπουδαία προσφορά του στο παγκόσμιο στερέωμα.

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας πέρασε γρήγορα στο θρύλο, έγινε θέμα για τους ρήτορες και τους μεγάλους τραγικούς (οι Φοίνισσες του Φρυνίχου και οι Πέρσες του Αισχύλου έχουν ως σημείο αναφοράς τη νίκη των Ελλήνων), αποτέλεσε δίδαγμα για τους λαούς και καθιερώθηκε ως η αφετηρία όχι μόνο της Ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας Ναυτικής ιστορίας. Εκείνο που έγραψε ο Πλούταρχος στο βίο του Θεμιστοκλή, “Ουθ  Έλλησιν ούτε βάρβαρος ενάλιον έργον είργασται λαμπρότερον”, μπορούμε ανεπιφύλακτα να το επαναλάβουμε και σήμερα.

Η ναυμαχία τελείωσε με σοβαρότατες απώλειες για τους Πέρσες: έχασαν τουλάχιστον 200 πλοία και μεγάλο μέρος των πληρωμάτων τους, επειδή δεν γνώριζαν κολύμπι. Αντίθετα, οι Έλληνες έχασαν μόνο 40 πλοία τους. Προφανώς από το θρόνο του, ο Ξέρξης ήταν αυτόπτης μάρτυρας της πανωλεθρίας του στόλου του κι αμέσως μετά σκέφτηκε να κατασκευάσει μια ξύλινη γέφυρα στα στενά της Σαλαμίνας, ώστε να περάσει ο στρατός του απέναντι στην Σαλαμίνα και να επιτεθεί στους Αθηναίους. Όμως ο ελληνικός στόλος φρουρούσε καλά το στενό -ακόμα και μετά τη νίκη του- οπότε αυτό αποδείχτηκε αδύνατο.

Φοβούμενος, λοιπόν, ότι οι Έλληνες θα κλείσουν το Στενό του Ελλησπόντου και θα απομονώσουν το στρατό του στην Ευρώπη, ο Ξέρξης επέστρεψε, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του, στην Περσία. Άφησε βέβαια πίσω τον Μαρδόνιο, με επίλεκτα σώματα πεζικού και ιππικού, όλες όμως οι περσικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Αττική. Ο Μαρδόνιος πέρασε τον επόμενο χειμώνα στη Βοιωτία κι οι Αθηναίοι βρήκαν την ευκαιρία να επιστρέψουν στην κατεστραμμένη τους πόλη.

Πέρα από τις απώλειες σε ανθρώπους και πλοία, η σημασία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας είναι μεγάλη, γιατί αποθάρρυνε τους Πέρσες και τους έκανε να εγκαταλείψουν ουσιαστικά τον αγώνα για την κατάκτηση της ελληνικής χερσονήσου, αν και διάθεταν ακόμα δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες από εκείνες των Ελλήνων. Υπήρξε το σημείο καμπής των Περσικών Πολέμων και σήμανε την αρχή του τέλους των επιθετικών συγκρούσεων των Περσών, οι οποίες απέτυχαν οριστικά με την ήττα στην Μάχη των Πλαταιών.

 

Τα Επακόλουθα της Ναυμαχίας

«Ποτέ σε μια μέρα δεν χάθηκε πλήθος ανθρώπων τόσο μεγάλο», λέει ο Αισχύλος και συνεχίζει με το πλήθος των πτωμάτων που ξεβράστηκαν στις ακτές, το χαμό του άνθους των Περσών, την καταστροφή του στρατού από τους Ελληνικούς εμβολισμούς. Από τους επιφανείς νεκρούς, οι περισσότεροι ήταν πολεμικοί ηγέτες της ξηράς και στεριανοί.

Δεν έχουμε πληροφορίες για τον αριθμό των απωλειών, πέρα από τη βύθιση «άνω των 200» πλοίων του Βασιλικού ναυτικού και ίσως 40 Ελληνικών. το στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι γειτονικές ακτές έγιναν ο τάφος δεκάδων χιλιάδων ανδρών κατά τη φονικότερη και μεγαλύτερη ναυμαχία που γνώρισε η ανθρωπότητα μέχρι τον 20ό αιώνα. Ο μεγάλος Βασιλιάς είχε παραιτηθεί όλων των πλεονεκτημάτων του για να διεκδικήσει την ολοκληρωτική νίκη. Απεκόμισε μια ανεπανάληπτη συντριβή και η διαχείρισή της ήταν εξ ορισμού πρόκληση.

Οι Ελληνικές πηγές συνεχίζουν αμέριμνα να περιγράφουν τον Ξέρξη ως έρμαιο της θεϊκής βούλησης, απόλυτα κυβερνώμενο από ακραία συναισθήματα. ισχυρίζονται ότι το Βασιλικό ναυτικό τράπηκε σε άτακτη φυγή την επόμενη μέρα, την ώρα που ο Ξέρξης έντρομος βάδιζε ολοταχώς για τον Ελλήσποντο, ώστε να προλάβει να περάσει στην ασφάλεια της Ασίας, προτού οι Έλληνες καταστρέψουν τις γέφυρες. Στην πραγματικότητα, το επόμενο πρωί ο Ελληνικός στόλος ετοιμάστηκε να αποκρούσει νέα επίθεση. Όταν βγήκε από τα στενά αποφασισμένος να προκαλέσει αυτός τώρα νέα ναυμαχία, δεν βρήκε κανέναν, λένε οι πηγές.

Από την άλλη, οι ίδιες πηγές περιγράφουν την απόπειρα του Ξέρξη να καλύψει τη σχεδιαζόμενη φυγή του. Ένας μεγάλης κλίμακας αντιπερισπασμός στήθηκε, «εν μία νυκτί» διαβάζουμε, με τη μορφή έργων επιχωμάτωσης του στενού, ώστε να περάσει το Περσικό πεζικό στο νησί δίχως να χρειάζεται η επικράτηση του στόλου. οι εργασίες ήταν αδύνατο να τελειώσουν, καθώς με κανέναν τρόπο δεν θα ήταν ασφαλής η κατασκευή του τόσο κοντά στο Ελληνικό ναυτικό και τις Ελληνικές δυνάμεις, Αν οι φθινοπωρινές μπόρες δεν κατέστρεφαν το χωμάτινο διάδρομο.

Στην επομένη της ναυμαχίας τοποθετούν χρονικά οι πηγές το νέο πολεμικό συμβούλιο υπό τον Ξέρξη, με μια ασυνήθιστη συμμετοχή, της Αρτεμισίας. Εκείνη συμβούλευσε το βασιλιά να δεχτεί την πρόταση του Μαρδόνιου να φύγει στην Ασία, αφήνοντας πίσω εκλεκτό στράτευμα για μια δεύτερη προσπάθεια την άνοιξη. Ο Ξέρξης δεν είχε τίποτα να χάσει. Αν πετύχαινε ο Μαρδόνιος, η νίκη θα ανήκε στο βασιλιά. Αν όχι, η ευθύνη ήταν του Μαρδόνιου. Αυτός που δεν είχε τίποτα να χάσει ήταν ο ίδιος ο Μαρδόνιος, καθώς με την επιστροφή του στα Σούσα σίγουρα θα ζητούνταν ευθύνες από το θερμότερο υποκινητή της εκστρατείας.

Ακόμη κι αν το Βασιλικό ναυτικό είχε κερδίσει στη Σαλαμίνα, πιθανότατα ο Ξέρξης δεν θα συνέχιζε προς τον Ισθμό. οι αρχαίες πηγές δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι, πέρα από τον Ελληνικό νότο, υπήρχε μια τεράστια επικράτεια υπό Περσική κυριαρχία που έπρεπε να διοικηθεί. Δεν θα διαχείμαζε ο μεγάλος Βασιλιάς στη Θεσσαλία, όπως ο Μαρδόνιος. Οι θαλάσσιες επικοινωνίες του δέχθηκαν ένα μεγάλο πλήγμα, αλλά εφόδια βρίσκονταν ακόμη φορτωμένα στα μεταγωγικά του στο Φάληρο, ενώ η ασφάλεια στη θαλάσσια μεταφορά ήταν αδιανόητη, καθώς είχε μπει πια το φθινόπωρο.

Λογικά, ο Ξέρξης θα αποχωρούσε ούτως ή άλλως μετά το όποιο αποτέλεσμα της ναυμαχίας. από την άλλη, η ιστορία δεν γράφεται ούτε με τη λογική ούτε με τις υποθέσεις. Ύστερα από τη συνετή γνώμη του Ευρυβιάδη, ο Ελληνικός στόλος δεν έκανε κίνηση προς τον Ελλήσποντο. Δεν κρίθηκε φρόνιμο να εγκλωβιστεί τέτοιο στράτευμα στην Ευρώπη, δόθηκε όμως μια εξαιρετική ευκαιρία στον Θεμιστοκλή δήθεν να παράσχει μια ευεργεσία στον Ξέρξη (όπως μας λένε οι πηγές με τη γνώση των μεταγενέστερων κατηγοριών επί Μηδισμώ εναντίον του Αθηναίου επικεφαλής).

Ο δαιμόνιος και ακούραστος Σίκιννος μετέφερε ένα δεύτερο μήνυμα του Θεμιστοκλή, με το οποίο ο αποστολέας ισχυριζόταν ότι ο ίδιος ματαίωσε την καταστροφή των γεφυρών για να μην κινδυνεύσει ο βασιλιάς. Κατά περίεργο παιχνίδι της ζωής, ο Ξέρξης θα εύρισκε τις γέφυρες κατεστραμμένες όχι από τους Έλληνες, αλλά από άλλη μια θαλασσοταραχή. Ο κομιστής του μηνύματος αφέθηκε ξανά ανενόχλητος να επιστρέψει στην Ελληνική παράταξη (ούτε τώρα μαθαίνουμε αν έφερε μαζί του απάντηση από την Περσική πλευρά).

Μια σύντομη περιοδεία του Ελληνικού στόλου στο δυτικό και κεντρικό αιγαίο ολοκληρώθηκε με την επιστροφή του στόλου στη Σαλαμίνα. Εκεί έγινε η διανομή των λαφύρων και η επιλογή των αφιερωμάτων στους θεούς. Όταν όψιμα εκπληρώθηκε η επιθυμία των Πελοποννησιακών πληρωμάτων και ο στόλος όντως έπλευσε στον Ισθμό, η ψηφοφορία για το ατομικό αριστείο απέβη άκαρπη. Ο κάθε στρατηγός διέθετε δύο ψήφους, ο καθένας ψήφισε τον εαυτό του για το αριστείο και τον Θεμιστοκλή για τη δεύτερη θέση. Στους Αιγινήτες συνολικά απονεμήθηκε το αριστείο για τη μέγιστη συμβολή στη νίκη.

Από όλους τους τρόπους διαχείρισης των γεγονότων και της συλλογικής μνήμης θα περιοριστούμε μόνο σε δύο. αμφιβολίες για την ακριβή ημερομηνία της μάχης εκφράζονταν ήδη στην αρχαιότητα (μόνο ο Πλούταρχος σε διαφορετικά σημεία παραδίδει δύο διαφορετικές ημερομηνίες). Ωστόσο, στο συλλογικό επίπεδο οι Αθηναίοι έλυσαν το πρόβλημα με έναν τρόπο οικείο σε κάθε εποχή αρκετά μεταγενέστερα, όρισαν την επέτειο της νίκης στις 16 Μουνυχιώνος, ώστε να συμπίπτει με τους εορτασμούς της Αρτέμιδος.

Η θεά είχε κάνει έκδηλη την υποστήριξή της στον Ελληνικό στόλο με μια έκλειψη Σελήνης το βράδυ της ναυμαχίας και για άλλη μια φορά συνδέθηκαν αριστοτεχνικά το ιερό και το κοσμικό. Στην αντίπαλη πλευρά, ο Ξέρξης επέστρεψε στην Ασία με λάφυρα μεγάλης συμβολικής αξίας, όπως τα αγάλματα από την Ακρόπολη της Αθήνας. Η Αχαιμενιδική διοίκηση μπορούσε να ισχυριστεί ότι πέτυχε σε μεγάλο βαθμό τους στρατηγικούς στόχους της εκστρατείας.

Στα Σούσα, η ήττα στη θάλασσα γινόταν αντιληπτή ως ένα ασήμαντο επεισόδιο στην επιτυχημένη προώθηση του μεγάλου Βασιλιά στον Ελληνικό νότο. Στον κατάλογο των υποτελών λαών μετά το 480 π.Χ., οι γραφείς δεν παρέλειψαν να χαράξουν τους Ίωνες της Ασίας και της Ευρώπης, καθώς και τους Έλληνες της Βορείου Ελλάδος.

Λίγες μέρες μετά τη ναυμαχία, το Περσικό πεζικό αποχώρησε από την αττική για να διαχειμάσει στη Θεσσαλία. Εκεί θα γινόταν από τον Μαρδόνιο η διαλογή των επιλέκτων που θα επιχειρούσαν την επόμενη χρονιά να ολοκληρώσουν το έργο του Ξέρξη. Η μοίρα των Ελληνικών πόλεων θα κρινόταν το 479 π.Χ. στην ανοιχτή πεδιάδα των Πλαταιών.