Φιλόσοφοι

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑΖΕΙΝ

Πρώτος χρησιμοποίησε το όνομα φιλοσοφία και ονόμασε τον εαυτό του φιλόσοφο ο Πυθαγόρας. Η ελληνική φιλοσοφία είναι η αρχαιότερη και ξεκίνησε από τον Ορφέα στη Θράκη και από τον Λίνο στη Θήβα. Επόμενος αρχαίος φιλόσοφος ήταν ο Μουσαίος από την Αθήνα, ο οποίος πρώτος έγραψε περί Θεογονίας και Σφαίρας.

Η φιλοσοφία που ξεκίνησε από τον Πυθαγόρα ονομαζόταν Ιταλική, επειδή ο Πυθαγόρας στην Ιταλία, κυρίως, άσκησε τη φιλοσοφία.  Η φιλοσοφία, που ξεκίνησε από τον Αναξίμανδρο, ονομαζόταν Ιωνική, επειδή ο δάσκαλος του Αναξίμανδρου, ο Θαλής, ήταν Ίωνας, με καταγωγή από τη Μίλητο.

Η φιλοσοφία χωρίζεται σε 3 μέρη: φυσικό, ηθικό, διαλεκτικό. Ο Σωκράτης εισήγαγε την ηθική φιλοσοφία. Στην ηθική φιλοσοφία υπήρχαν 10 σχολές: Ακαδημαϊκή, Κυρηναϊκή, Ηλιακή, Μεγαρική, Κυνική, Ερετρική, Διαλεκτική, Περιπατητική, Στωική, Επικούρεια.

Κρότων, περ. 500 π.Χ.

Πυθαγόρειος φιλόσοφος, γιατρός και φυσικός. Ήταν προσωπικός μαθητής του Πυθαγόρα. Συγκαταλέγεται ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν την τύχη να γνωρίζουν από κοντά τον μεγάλο δάσκαλο και να εργαστούν μαζί  του. Θέλοντας ο φιλόσοφος να δείξει τον περιορισμένο ορίζοντα της ανθρώπινης γνώσης παρατηρεί από την αρχή του βιβλίου του πως, ενώ οι θεοί έχουν ξεκάθαρη γνώση για τον αφανή και φανερό κόσμο, οι άνθρωποι μπορούν μόνο συμπεράσματα να συνάγουν από τις παρατηρήσεις τους. Είναι φανερό πως ο Αλκμέων είχε πρόθεση να μιλήσει στο βιβλίο του (που ελάχιστα αποσπάσματά του μόνο σώθηκαν) για πράγματα που ανήκουν στον φανερό ανθρώπινο κόσμο και όχι στον αφανή. Έτσι, η διδασκαλία του περιοριζόταν, καθώς φαίνεται, στην περιοχή της ιατρικής, της φυσιολογίας και της ψυχολογίας.

 

Ο Αλκμέων είναι ο πρώτος που αναγνώρισε τον εγκέφαλο ως κεντρικό όργανο με το οποίο συνδέονται όλες οι αισθήσεις. Η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και στα ζώα είναι πως αυτός κατανοεί, ενώ εκείνα απλώς αισθάνονται.

 

Το ενδιαφέρον του για την ιατρική και τη φυσιολογία τον οδήγησε στη διατύπωση ορισμένων αξιοσημείωτων απόψεων για την υγεία και την αρρώστια: «Ο Αλκμέων ισχυρίζεται πως η υγεία είναι η ισονομία των δυνάμεων, το να έχουν δηλαδή ίσα δικαιώματα μέσα στο σώμα το υγρό, το ξηρό, το ψυχρό, το θερμό, το πικρό, το γλυκό και τα λοιπά, η μοναρχία όμως ανάμεσά τους, δηλαδή η μεμονωμένη κυριαρχία ενός από αυτά, δημιουργεί την αρρώστια. Η υγεία όμως είναι η συμμετρική ανάμιξη των ποιοτήτων». Το ζωντανό σώμα είναι ένα σύστημα που οι βασικές συστατικές δυνάμεις, να και αντίθετες μεταξύ τους, πρέπει να είναι ισότιμες. Όταν αυτές ισορροπούν, το σύστημα λειτουργεί αρμονικά. Η αρμονία διαταράσσεται όταν μια δύναμη αποκτήσει ισχύ πέρα από τα κανονικά μέτρα της. Η δυσαρμονία που τότε προκαλείται είναι η αρρώστια. Η θεραπεία, λοιπόν, που σημαίνει αποκατάσταση της ισορροπίας, η οποία διαταράχθηκε, συνίσταται στο να επαναφερθεί στην τάξη η δύναμη που καταπάτησε την αρχή των ίσων δικαιωμάτων μέσα στη μικρή «πολιτεία» του σώματος.

 

Ο Αλκμέων επιχείρησε ακόμα να δώσει μια ορθολογική εξήγηση της φυσιολογικής κόπωσης του ζωντανού οργανισμού και του θανάτου του. Εξηγούσε την πορεία του σώματος προς τα γηρατειά και τον θάνατο ως συνέπεια μιας σειράς μεταβολών που συμβαίνουν συνεχώς μέσα του. Η γραμμή του βιολογικού χρόνου που διαγράφει κάθε ζωντανός οργανισμός δεν είναι κυκλική και ανακυκλούμενη παρά γραμμική πορεία προς τα εμπρός χωρίς επαναφορά. Αν τα γηρατειά θα ήταν μια άλλη παιδική ηλικία, οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα θα μπορούσαν να ζουν αιώνια, μια και η πορεία της ζωής τους θα ήταν ένας κύκλος, όπου το τέλος θα αποτελούσε μια νέα αρχή και η ζωή θα επαναλαμβανόταν αιώνια νέα. Καθετί, λοιπόν, που γεννιέται και ζει οδηγείται αναγκαστικά στον θάνατο, γιατί η αρχή εδώ δεν μπορεί να προσαφθεί στο τέλος.

Με ανάλογη επιχειρηματολογία ο φιλόσοφος ήθελε να δείξει πως η ψυχή είναι αθάνατη. Ενώ τα ανθρώπινα σώματα χάνονται, γιατί η πορεία τους είναι γραμμικά πεπερασμένη, τα ουράνια σώματα είναι αθάνατα, γιατί κινούνται με συνεχή, αιώνια πορεία κυκλική. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο ήλιος είναι το πιο φανερό παράδειγμα ουράνιου σώματος, που φαίνεται να κινείται με συνεχή και αδιάκοπα ανακυκλούμενη πορεία, εξηγείται ο λόγος του Διογένη Λαέρτιου πως ο Αλκμέων δίδαξε ότι η ψυχή είναι αθάνατη και η κίνησή της είναι συνεχής σαν του ήλιου.

Κλαζομενές, 500 – 428 π.Χ.

Μέγας σοφός της αρχαιότητος. Υιός του πλουσίου και ευγενούς Ηγησιβούλου. Ο Αναξαγόρας μετέφερε τη φιλοσοφία από την Ιωνία στην Αθήνα, όπου και εγκαταστάθηκε, για να γίνει οικείος και φίλος του Περικλέους, του οποίου έγινε και δάσκαλος. Κατηγορήθηκε όμως για αθεΐα από τους αντιπάλους του μεγάλου πολιτικού, και αναγκάσθηκε λίγο πριν από την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου, να εγκαταλείψει την Αθήνα και να επιστρέψει στην Ιωνία, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, πιθανώς στη Λάμψακο. Πέθανε εκεί, ασχολούμενος κυρίως με τα μαθηματικά, τη φυσική, την αστρονομία και την Ιατρική.

 

Πρώτος ο Αναξαγόρας εξέτασε το ζήτημα του τετραγωνισμού του κύκλου. Δυστυχώς από το έργο του «Περί φύσεως» ελάχιστα αποσπάσματα διεσώθησαν, στα οποία ο σοφός περιγράφει ορθά το φαινόμενο των εκλείψεων της σελήνης. Η ύλη, κατά τον Αναξαγόρα, δεν ανάγεται σ’ ένα μόνο στοιχείο. Υπάρχουν πλήθος στοιχεία, όχι τέσσερα, ως υπεστήριζε ο Εμπεδοκλής. Διετύπωσε πρώτος την αντίληψη ότι η αδιαμόρφωτη και ανάμικτη ύλη του Σύμπαντος ετέθη σε τάξη από ένα «Νουν», ο οποίος εδημιούργησε την ενότητα και την αρμονία.

 

Παν ό,τι υπάρχει εις τον Μεγάκοσμο υπάρχει και στον Μικρόκοσμο. Έκαστον όμως πράγμα γίνεται αισθητό ανάλογα με το στοιχείο που μέσα σ’ αυτό υπάρχει. Καθόρισε κατά τρόπο καταπληκτικό για την εποχή του τις αιτίες που προκαλούν τις εκλείψεις του Ήλιου και της Σελήνης και με τις κοσμογονικές θεωρίες του προανάγγειλε τις θεωρίες των Μπυφόν, Λαπλάς και Καντ. Ο Αναξαγόρας μπορεί να θεωρηθεί ο πρόδρομος της συγκριτικής φυσιολογίας.

Μίλητος, 611 – 546 π.Χ.

Διάσημος σοφός της αρχαιότητος, πιθανώς εταίρος και μαθητής του συμπολίτου του Θαλή. Σύμφωνα με μερικούς αρχαίους συγγραφείς ο Αναξίμανδρος εφεύρε πρώτος τον σκιοθηρικόν γνώμονα (Ηλιακόν ωρολόγιον). Ο Ηρόδοτος όμως λέγει ότι το όργανο αυτό ήλθε στην Ελλάδα από τη Βαβυλωνία. Ίσως λοιπόν να το έκανε γνωστό ο Αναξίμανδρος και να το τελειοποίησε. Επίσης λέγεται ότι εχάραξε τον πρώτο γεωγραφικό χάρτη στον οποίο παρέστησε τη Γη με σχήμα κυλίνδρου.

Ο Αναξίμανδρος είναι ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος, ο οποίος εξέθεσε τις γνώμες του σε βιβλίο γραμμένο σε πεζό λόγο και ο πρώτος που μεταχειρίσθηκε το όνομα αρχή, όρος που από τότε επικράτησε στη φιλοσοφία. Ως αρχή των όντων θεωρούσε «λεπτήν» και απέραντον πρώτην ύλην δίχως καμία ιδιότητα, δηλαδή το «Άπειρον», από το οποίο εκπορεύονται και σχηματίζονται οι κόσμοι, και στο οποίο, και πάλιν, άπαντα επιστρέφουν. Λέγεται, ότι κάποτε που παρεπιδημούσε στη Σπάρτη, ειδοποίησε τους κατοίκους της για επικείμενο σεισμό, ο οποίος πράγματι επισυνέβη.

Μίλητος, 585 – 525 π.Χ.

Αρχαίος Έλληνας  φυσικός φιλόσοφος και επιστήμονας από τη Μίλητο. Η ακμή του πέφτει στον 6ο προχριστιανικό αιώνα (πέθανε ανάμεσα στα χρόνια 528 και 525). Ήταν οπωσδήποτε νεότερος από τον συμπολίτη του Αναξίμανδρο, αλλά η παράδοση, που τον παρουσιάζει μαθητή του, σημαίνει απλά πως αυτός συνέχισε τη γραμμή εκείνου στον τομέα της έρευνας του φυσικού κόσμου.

Ο Αναξιμένης θεώρησε ως αρχή των πάντων τον «αέρα», ξεκινώντας από το συγκεκριμένο υλικό σώμα που απλώνεται διάχυτα γύρω μας και που την κινητικότητά του είναι σε θέση ο καθένας να παρατηρεί. Ο «αήρ» είναι το μόνο στοιχείο που κατανέμεται κανονικά μέσα στο χώρο και ως τέτοιο είναι το κατάλληλο για να συνέχει, να περιέχει και να συγκρατεί τα πάντα. Και το πιο σπουδαίο είναι πως ο αέρας αποτελεί την πιο λεπτή ύλη που ταυτίζεται με το «πνεύμα» ή την «ψυχή», την αρχή της ζωής. Ο κόσμος συλλαμβάνεται ως ένας μεγάλος ζωντανός οργανισμός που αναπνέει αέρα και εμψυχώνεται από αυτόν. Και η ανθρώπινη ψυχή δεν είναι παρά μια λεπτή πνοή αέρα που συγκρατεί στη ζωή τον ανθρώπινο οργανισμό. Στο σύστημα του Αναξιμένη παρατηρείται ως κύριο χαρακτηριστικό η μετάθεση των διαφορών της θερμοκρασίας στις διαφορές της πυκνότητάς: θερμότερο – αραιότερο, ψυχρότερο – πυκνότερο. Έτσι όλα τα πράγματα εντάσσονται σε μια ορισμένη βαθμίδα πάνω στην κοσμική κλίμακα θερμοκρασίας, η οποία αντιστοιχεί σ’ έναν ορισμένο βαθμό πυκνότητας της στοιχειακής ύλης (δηλαδή του αέρα).

Η Γη είναι ένα ένα επίπεδο σώμα, μια αβαθής «σκάφη» που αιωρείται στον αέρα. Και τα ουράνια σώματα είναι επίπεδοι δίσκοι που γλιστρούν πάνω στον αέρα. Αυτά αποτελούνται από φωτιά και έχουν έναν πυρήνα από στερεά ύλη που μένει αθέατη. Ο Αναξιμένης πιθανόν να υπήρξε ο πρώτος που παρατήρησε πως η Σελήνη δανείζεται το φως της από την Ήλιο. Εξάλλου εξηγούσε το ουράνιο τόξο ως αποτέλεσμα της αντανάκλασης των ηλιακών ακτινών πάνε σε μάζα συμπυκνωμένου αέρα και με γνήσιο επίσης επιστημονικό ταλέντο περιέγραφε τα ο φαινόμενο του φωσφορισμού της θάλασσας. Φαίνεται πως απέδιδε μια κυρίαρχη θέση στον Ήλιο: ο Ήλιος βρίσκεται στο κέντρο, ανάμεσα στη Σελήνη και στα άστρα, και φωτίζεται προς κάθε κατεύθυνση. Η μυθική πίστη πως ο θεός Ήλιος είναι κυρίαρχος πάνω σε όλα και βλέπει τα πάντα παραχωρεί τη θέση της σε μια επιστημονική άποψη.

Ο δικός μας κόσμος δεν είναι ο μοναδικός κόσμος που υπάρχει. Η αχανής μάζα του αέρα περιέχει ταυτόχρονα αναρίθμητους κόσμους που συνεχώς γεννιούνται και πεθαίνουν, επιστρέφοντας στο αρχικό άπειρο νεφέλωμα.

Η θεωρία του για τον αέρα απηχείται στον Αρχέλαο τον Αθηναίο και εμπνέει ιδιαίτερα τον Διογένη τον Απολλωνιάτη, ο οποίος επιχείρησε, σε μιαν ύστατη προσπάθεια μέσα στα πλαίσια του προσωκρατικού στοχασμού, να επαναφέρει τον Μιλήσιο μονισμό μετά τα πλουραλιστικά συστήματα του Εμπεδοκλή, του Αναξαγόρα και των Ατομικών.

Σκυθία, 589 π.Χ.

Σκύθης από βασιλικό γένος. Ωθούμενος από φλογερή δίψα για γνώση, κατέβηκε στην Ελλάδα και επισκέφθηκε την Αθήνα, για να γίνει φίλος του Σόλωνος, και την Κόρινθο, για να συνδεθεί με τον Περίανδρο. Ο Ηρόδοτος λέγει γι’ αυτόν, ότι διαπλέοντας την Κύζικο είδε μια τελετή προς τιμής της Δήμητρας, και ορκίσθηκε αμέσως να μεταφέρει τη λατρεία της θεάς στην πατρίδα του.

Όταν όμως, επιστρέφοντας στη Σκυθία, αποπειράθηκε να εκπληρώσει το όρκο του, ο αδελφός του Σαύλιος τον εφόνευσε. Ο Ανάχαρσις έγινε γρήγορα περιώνυμος την Ελλάδα, τον κατέταξαν δε μεταξύ των Επτά Σοφών. Ο Κροίσος τον κάλεσε στις Σάρδεις. Πολλοί Έλληνες (Διογένης ο Λαέρτιος, Λουκιανός κ.α.) ασχολήθηκε με τα αποφθέγματά του, και εθαύμασαν της οξύνοιά του, την ευθυβολία της σκέψης του και την οξύτατη αντίληψή του περί τα ελληνικά πράγματα. Από τις επιστολές του, εννέα τον αριθμό, την πέμπτη την μετέφρασε ο Κικέρων.

Κυρήνη, περ. 4ος – 3ος αι. π. Χ.

 

Κυρηναϊκός φιλόσοφος που άκμασε κατά τον 4ο με 3ο π.Χ αιώνα. Διαφορετικά από τον Αρίστιππο, τον ιδρυτή της Κυρηναϊκής Σχολής, που παραδεχόταν ως ηθική αρχή την απόλαυση της στιγμής και τον Θεόδωρο, που δίδασκε πως το κριτήριο βρίσκεται στη χαρούμενη διάθεση του ανθρώπου, ο Αννίκερις πρόβαλλε πιο εκλεπτυσμένες απόψεις για την ηδονή και την απόλαυση: τόνιζε πως η πραγματική χαρά και απόλαυση πετυχαίνονται στην κοινότητα, τη φιλία, την οικογένεια, την ομάδα, την πολιτεία. Πάνω , λοιπόν, από τις ατομικές απολαύσεις και ηδονές, αναγνωρίζονται εδώ οι ευχαριστήσεις της συλλογικής ζωής και οι κοινωνικές αξίες.

 

Η διδασκαλία αυτή ηχούσε σαν απάντηση στην πεσιμιστική θεωρία του Ηγησία του Πεισιθάνατου, που είχε καταστρεπτικές συνέπειες στην Αλεξάνδρεια εξωθώντας πολλούς στην αυτοκτονία. Αντίθετα προς αυτή τη θεωρία, ο Αννίκερις δίδασκε τη χαρά της ζωής και την επιδίωξη της ηδονής μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα.

Σμύρνη, 4ος αιώνας π.Χ.

 

Κωμικός ποιητής. Γεννήθηκε στη Ρόδο ή στη Σμύρνη. Ονομαστός για το πλήθος των κωμωδιών του. Με πρόταση του Δημοσθένη απέκτησε την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη, μολονότι Μικρασιάτης. Έγραφε κωμωδίες και για ξένα θέατρα. Λέγεται ότι έγραψε 260, και σύμφωνα με άλλους 365, μέγα μέρος από τις οποίες παιζόταν στα θέατρα των ελληνικών αποικιών. Οι κωμωδίες του είχαν περισσότερο ρητορικό πάθος από ποιητική αξία, και συχνά επαναλάμβανε τα ίδια θέματα. Αν και όχι εκ γενετής Αθηναίος, χειριζόταν την αττική διάλεκτο με δεξιότητα και χάρη. Από τα έργα του μόνο αποσπάσματα διασώθηκαν.

Αθήνα, 444 – 366 π.Χ.

Επιφανής φιλόσοφος της αρχαίας Ελλάδος. Γεννήθηκε στην Αθήνα, άγνωστο πότε, από πατέρα Αθηναίο και μητέρα καταγόμενη από τη Θράκη. Ήταν σύγχρονος με τον Πλάτωνα και μεγαλύτερος στην ηλικία από αυτόν. Υπήρξε μαθητή του Γοργία και αργότερα φίλος και πιστός θαυμαστής του Σωκράτη. Μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου του, ίδρυσε φιλοσοφική σχολή κοντά στο Γυμνάσιο Κυνόσαργες. Από την ονομασία αυτή οι οπαδοί του ονομάσθηκαν Κυνικοί και η αίρεσή τους Κυνισμός. Ιδιαίτερα ονομαστός μαθητής του υπήρξε ο Διογένης ο Σινωπεύς.

Ο Σωκράτης τον θαύμαζε για τον εγκρατή και σχεδόν ασκητικό του βίο, την ήρεμη ανεξαρτησία του και τη δύναμη του χαρακτήρα του. Στις διαλεκτικές συζητήσεις δοκίμαζε να ανατρέψει τον ορισμό του Σωκράτη για τις γενικές έννοιες. Καταπολεμούσε, δηλαδή, την περί ιδεών θεωρία του Πλάτωνος, και παραδεχόταν σαν πραγματικό μόνο το επί μέρους. Μονάχα αυτό που βλέπουμε, αγγίζουμε ή άλλως πως αισθανόμαστε υπάρχει πραγματικά (αισθησιοκρατική διδασκαλία).

Οι γενικές έννοιες κατά τον Αντισθένη είναι ανύπαρκτες (ίππον μεν ορώ, ιππόττητα δε ουκ ορώ) κάθε δε έννοια εννοεί ένα μόνο πράγμα. Από δω συνάγει ο φιλόσοφος ότι δεν μπορεί σε κανένα υποκείμενο ν’ αποδοθεί διαφορετική έννοια, και οι μόνες σωστές κρίσεις είναι οι ταυτολογικές (Α εστίν Α). δεν είναι ορθό, π.χ., να λέμε ο χρυσός είναι ξανθός, μα ο χρυσός είναι χρυσός, όχι ο άνθρωπος είναι θνητός αλλά το θνητό είναι θνητό.

Γι’ αυτό το λόγο ο Αντισθένης απέρριπτε και τον ορισμό που στηρίζεται πάνω στα ουσιώδη γνωρίσματα. Τα διδάγματα αυτά πρόθυμα σπάσθηκαν οι Κυνικοί. Και από αυτά η τάση των Κυνικών να κάνουν τους εαυτούς των τελείως ανεξάρτητους από τις ανάγκες του έξω κόσμου, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ανάγκες τους, ασκούμενοι να υπομένουν κάθε στέρηση και κάθε πόνο, και θεωρώντας τις απολαύσεις και ιδιαίτερα την ηδονή μέγιστα κακά.

Σελεύκεια, 180-περ.110 αι. π.Χ.

Έλληνας ιστορικός του 1ου μ.Χ. αιώνα από την πόλη Αρτεμίτα, κοντά στον ποταμό Τίγρη, μία από τις πόλεις των Σελευκιδών που είχε διατηρήσει μέσα στο κράτος των Πάρθων τον ελληνικό πολιτισμό. Έγραψε ιστορία του κράτους των Πάρθων με τίτλο Παρθικά, της οποίας το 4ο βιβλίο αναφέρει ο Αθηναίος. Επίσης ο Στράβων, ο οποίος στο ιστορικό του έργο αναφέρει λεπτομέρειες για τους Πάρθους, έχει οπωσδήποτε υπ’ όψιν του το έργο του Απολλοδώρου, τον οποίον και αναφέρει. Ο Απολλόδωρος περιέγραφε στο έργο του την πτώση των ανατολικών περιοχών του κράτους από την κυριαρχία των Σελευκιδών και τις εισβολές ασιατικών νομαδικών λαών.

Κυρήνη, περ. 435 – 355 π.Χ.

O Κυρηναίος. Έλληνας φιλόσοφος, ιδρυτής της Κυρηναϊκής σχολής. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Κυρήνης. Σε ηλικία ήταν λίγο μεγαλύτερος από τον Πλάτωνα. Έζησε περίπου στα 435 – 355 π.Χ. Αρχικά ήταν μαθητής του Πρωταγόρα, του οποίου η θεωρία για τις αισθήσεις τον επηρέασε πολύ. Αργότερα έγινε μαθητής του Σωκράτη, αλλά η διδασκαλία του δεν κατόρθωσε να αλλάξει τις βιοθεωρητικές του αντιλήψεις. Έτσι, μετά τον θάνατο του Σωκράτη, συνέχισε να ζεί ως σοφιστής στην Αθήνα και σε πολλά μέρη της Ελλάδας και για αρκετό διάστημα έζησε μαζί με τον Πλάτωνα στην αυλή του Διονυσίου, τυράννου των Συρακουσών.

Η διδασκαλία του Σωκράτη τον βοήθησε στο να ενισχυθεί η άποψή του ότι η γνώση έχει αξία για τον άνθρωπο μόνον όταν εκπληρώνει πρακτικούς και, κυρίως, ηθικούς σκοπούς.

Κανένα σύγγραμμα του Αριστίππου δεν έφθασε στις ημέρες μας. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει μόνο τίτλους συγγραμμάτων του. Τη διδασκαλία του στη σχολή συνέχισε η κόρη του Αρήτη, η οποία μύησε και τον γιό της Αρίστιππο τον νεότερο, στη διδασκαλία του παππού.

Ο Αρίστιππος αρνείται να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο εκτός από τα προβλήματα που σχετίζονται απευθείας με την ηθική. Για τον λόγο αυτό, συναντούμε σε τούτο τον φιλόσοφο σκέψεις που αφορούν αποκλειστικά την ηθική και, παράλληλα, την ψυχολογία των συναισθημάτων.

Ο Αρίστιππος σκέπτεται όπως ο Ηράκλειτος και υποστηρίζει ότι, καθώς αλλάζουν τα πάντα, έτσι αλλάζει και το ανθρώπινο σώμα. Εξαιτίας αυτής της αλλαγής διαταράσσεται κάποτε η αρμονία που είναι η φυσική κατάσταση του σώματος. Αλλά μπορεί να αποκατασταθεί και πάλι. Η δυσαρμονία δημιουργεί πόνο, η δε αρμονία ηδονή. Επίσης, οι συναισθηματικές καταστάσεις σχετίζονται με τις κινήσεις. Κινήσεις ήρεμες, απαλές προκαλούν ηδονή, ενώ σκληρές και απότομες πόνο. Η τέλεια ακινησία δεν προκαλεί ούτε πόνο ούτε ηδονή. Ο άνθρωπος αξίζει να φθάσει μόνο σε μία από αυτές τις τρεις καταστάσεις, στην ηδονή. Έτσι, κατά τον Αρίστιππο, μοναδικός σκοπός της θέλησης είναι η ηδονή. Με αυτό τον τρόπο, η ηδονή ταυτίζεται με την αρετή. Ό,τι προκαλεί ηδονή είναι καλό, ό,τι προκαλεί πόνο είναι κακό. Οι υπόλοιπες καταστάσεις, έξω από αυτή, πρέπει να μας είναι αδιάφορες.

Στην ερώτηση: «τι είναι αρετή;» ο Αρίστιππος απαντά αδίστακτα: «αρετή είναι η ηδονή». Με αυτή την αντίληψη γίνεται ιδρυτής του ηδονισμού. Ο ηδονισμός αυτός είναι ένα είδος του ευδαιμονισμού που συναντούμε στον Σωκράτη. Στον Σωκράτη, όμως, ευδαιμονία είναι διαρκής ηρεμία και υγεία της ψυχής, αλλά ένα στιγμιαίο ηδονικό συναίσθημα. Δεν τον ενδιαφέρει το είδος και η προέλευση της ηδονής. Σαν είδος, κάθε ηδονή έχει την ίδια αξία με μιαν άλλη, διαφορετικού είδους. Οι ηδονές δεν διαφέρουν ποιοτικά, αλλά διαφέρουν ως προς τον βαθμό της έντασης. Οι υλικές ηδονές (προκαλούνται από τα αισθητήρια) είναι ανώτερες από τις ηθικές, επειδή είναι άμεσες. Επιπλέον, οι ηθικές ηδονές δεν είναι στιγμιαίες, αλλά διαρκείς.

Κατά τον Αρίστιππο, η αρετή δεν είναι τίποτα αλλά παρά μια όσο το δυνατόν πιο έντονη στιγμιαία ηδονή. Για να φθάσει κανείς σε μια τέτοια ηδονή, χρειάζεται φρόνηση. Η έννοια αυτή αποτελεί το σωκρατικό στοιχείο στη φιλοσοφία του Αριστίππου. Μόνο χάρη στη γνώση μπορούμε να γίνουμε ευτυχείς. Έτσι, αποκλειστικά για τον λόγο αυτό, η γνώση είναι μια αξία. Η γνώση απαλλάσσει τον άνθρωπο από προλήψεις, θρησκοληψίες και πάθη. Διδάσκει στον άνθρωπο να επωφελείται, όσο μπορεί καλύτερα, από τα αγαθά της ζωής. Η γνώση χαρίζει σε αυτόν που την κατέχει σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Χάρη σε αυτή τη σιγουριά, ο σοφός δεν παρασύρεται από τις προκλήσεις του έξω κόσμου. Επίσης, κυριαρχεί στις συνθήκες του περιβάλλοντός του και τη χρησιμοποιεί σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες. Τέλος, ο σοφός, εξαιτίας της σιγουριάς που νιώθει, έχει την ικανότητα να είναι κύριος του εαυτού του, ακόμη κι όταν δοκιμάζει την ηδονή. Κατά τον Αρίστιππο και τους οπαδούς του, σοφός είναι αυτός που ξέρει να επωφελείται από τα αγαθά της ζωής. Ένας τέτοιος άνθρωπος επωφελείται από την καλή πλευρά των πραγμάτων καθώς και από τα αντικείμενα και τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του. Αλλά ποτέ, στη διάρκεια της ηδονής, δεν χάνει τον έλεγχο των πράξεών του. Ξέρει να κυριαρχεί στα πάθη του. Ποτέ δεν προσπαθεί να αποκτήσει τα αδύνατα. Και τις μέρες που δεν είναι πολύ ευτυχισμένος, ξέρει να μη χάνει την ψυχική του ηρεμία και ευδιαθεσία.

Ο Αρίστιππος δεν δίνει σημασία στην κοινωνική ζωή, είναι ατομιστής. Κι αυτός, όπως οι σοφιστές, γυρνά από πόλη σε πόλη. Οι περιοδείες του τού επέτρεπαν να μένει αδέσμευτος από κάθε πολιτικοκοινωνική τάξη και να ζει ελεύθερα. Όσο για τη θρησκεία, ήταν τελείως αδιάφορος και θεωρούσε όρο βασικό για τον σοφό άνθρωπο την απαλλαγή από τις παράλογες θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Στάγειρα, 384 – 322 π.Χ.

 

Διάσημος φιλόσοφος, ο τελειωτής της αρχαία ελληνικής φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στα Στάγειρα της Μακεδονίας. Σε ηλικία 18 ετών ήλθε στην Αθήνα και κατατάχθηκε στη Σχολή του Πλάτωνος, τη γνωστή Ακαδημία, κοντά στον οποίο μαθήτευσε επί 20 ολόκληρα έτη. Σ’ αυτό το διάστημα σπούδασε την πλατωνική φιλοσοφία, και έθεσε τα θεμέλια της δικής του.

Το 342, τον κάλεσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος και ανέλαβε την εκπαίδευση του δεκατριετούς Αλεξάνδρου, που διεκόπη μόλις ο Αλέξανδρος άρχισε να παρασκευάζεται για την κατά των Περσών εκστρατεία. Επέστρεψε στην Αθήνα (335), για να βρει όλους τους δημόσιους τόπους κατειλημμένους από τους διαφόρους φιλοσόφους. Για το λόγο αυτό, ο Αριστοτέλης, άρχισε να φιλοσοφεί με τους φίλους του περιπατώντας, γι’ αυτό και η Σχολή του ονομάσθηκε Περιπατητική Σχολή και οι οπαδοί του περιπατητικοί φιλόσοφοι. Όταν οι μαθητές του πύκνωσαν πολύ, τότε δίδασκε καθήμενος και περιστοιχισμένος από αυτούς.

Οργάνωσε τους μαθητές του κατά το πλατωνικό πρότυπο. Αντίθετα, προς τον ιδεαλιστή Πλάτωνα, είναι ο ιδρυτής του θετικισμού στην ελληνική φιλοσοφία και δημιούργησε τις επιστήμες της Λογικής, της Ψυχολογίας, της Ρητορικής, της Φυσικής και Μεταφυσικής. Στα σωζόμενα συγγράμματά του υπάρχουν αποταμιευμένες γνώσεις που προκαλούσε κατάπληξη, για το πώς ήταν δυνατό ένας άνθρωπος να μπορέσει να συγκεντρώσει τέτοιο πλήθος γνώσεων και να τις συναρμολογήσει και να τις οργανώσει, μόνος, σ‘ ένα τέλειο σύστημα. Για την πρωτοφανή διάνοιά του και την εργατικότητά του, τον είχαν θαυμάσει γενναιόδωροι βασιλείς και ηγεμόνες της Ελλάδος και της Ασίας, και πρώτος απ΄ όλους ο Μέγας Αλέξανδρος.

Η μεγαλοφυΐα του Αριστοτέλη κίνησε το φθόνο των συγχρόνων Αθηναίων φιλοσόφων, οι οποίοι ποικιλοτρόπως τον κατασυκοφάντησαν και τον εξύβρισαν. Ακόμα και ο ανιψιός του Καλλισθένης, ο οποίος συνόδευσε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία, κατηγόρησε στον Αλέξανδρο το μεγάλο φιλόσοφο, και εξύφανε εναντίον του ολόκληρη συνωμοσία, που στεφόταν τάχα κατά της ζωής του Αλεξάνδρου. Κουρασμένος και αηδιασμένος από τον πόλεμο που του είχαν στήσει, ιδίως μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, Αθηναίοι φιλόσοφοι, ο Αριστοτέλης κατέφυγε στη Χαλκίδα, όπου είχε ένα εξοχικό σπίτι, και πέθανε εκεί αυτοεξόριστος και πικραμένος.

Ο νεκρός του μεγάλου φιλοσόφου μεταφέρθηκε στη γενέτειρα πόλη του Στάγειρα και οι συμπολίτες του ανήγειραν βωμό, κοντά στον οποίο οι αρχές της πόλεως πήγαιναν να συσκεφθούν. Ακόμα, όρισαν «Αριστοτέλειον εορτήν», που τελούσαν μια φορά κατ’ έτος, και σε μήνα ονόμασαν Αριστοτέλειον. Στη διαθήκη του Αριστοτέλη, που διέσωσε ο Διογένης ο Λαέρτιος, φαίνεται πεντακάθαρα ο χαρακτήρας του Σταγειρίτη σοφού, που τόσοι ζήτησαν να τον σπιλώσουν: ευγνωμοσύνη, φιλανθρωπία, ανεξικακία, ευσέβεια, ευλάβεια προς τις τελευταίες θελήσεις των απερχομένων οικείων του και πρόνοια για τους επιζώντες.

Έργα:

  • Πολιτικά
  • Ηθικά μεγάλα
  • Οικονομικός
  • Περί αρετών και κακιών
  • Αθηναίων πολιτεία – Αποσπάσματα
  • Ηθικά Ευδήμεια
  • Ηθικά Νικομάχεια
  • Μετά τα Φυσικά
  • Μετεωρολογικά
  • Των περί τα ζώα ιστοριών
  • Περί ζώων μορίων
  • Περί ζώων κινήσεως
  • Περί πορείας ζώων
  • Περί ζώων γενέσεως
  • ΟΡΓΑΝΟΝ 1 – Κατηγορίαι
  • Περί ερμηνείας
  • ΟΡΓΑΝΟΝ 2 – Τοπικών
  • ΟΡΓΑΝΟΝ 3 – Περί των σοφιστικών ελέγχων
  • ΟΡΓΑΝΟΝ 4- Αναλυτικών προτέρων
  • ΟΡΓΑΝΟΝ 5 – Αναλυτικών υστέρων
  • Ρητορική
  • Περί ουρανού
  • Περί γενέσεως και φθοράς
  • Περί κόσμου
  • Μικρά φυσικά
  • Περί ποιητικής
  • Ελάσσονα
  • Προβλήματα
  • Περί ψυχής
  • Φυσικά
  • Περί πνεύματος
  • Ρητορική προς Αλέξανδρον
  • Προτρεπτικός

Χίος, 3ος αιώνας π.Χ.

 

Στωικός φιλόσοφος που έζησε τον 3ο π.Χ αιώνα. Ήταν μαθητής του Ζήνωνος από το Κίτιο και του Πολέμωνος της Πλατωνικής Ακαδημίας. Μετά το θάνατο του Ζήνωνος το 264 π.Χ. ίδρυσε τη δική του σχολή στο Κυνόσαργες. Μαθητές του ήταν ο Μιλτιάδης και ο Δίφιλος. Ο Αρίστων δεν εκτιμούσε καθόλου τις θεωρητικές επιστήμες. Γι’ αυτόν σημασία είχε μόνον η ηθική. Πίστευε ότι σκοπός της σπουδής της φιλοσοφίας είναι η ηθική βελτίωση του ανθρώπου. Από την ηθική ενέκρινε μόνο το τμήμα που αναφέρεται στις αρετές και στην αξία των αγαθών. Κατέκρινε την ηθική αυστηρότητα τω παλαιότερων Στωικών. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει σειρά συγγραμμάτων του Αρίστωνος. Αλλά ο Παναίτιος υποστηρίζει ότι ο Στωικός φιλόσοφος είχε γράψει μόνο επιστολές, ενώ τα συγγράμματα που του αποδίδονται ανήκουν στον Περιπατητικό Αρίστωνα.

Πιτάνη, 315 –  241 π.Χ.

 

Γεννήθηκε στην περιοχή Πιτάνη της Αιολίας. Ανήκει στην περίοδο της Ακαδημίας που λέγεται «σκεπτική ή μέση Ακαδημία». Το 268 π.Χ. διαδέχθηκε τον αρχηγό της αρχαιότερης Ακαδημίας, Κράτητα. Αρχικά ήταν μαθητής του μαθηματικού Αυτολύκου, μαζί με τον οποίο έμεινε για ένα διάστημα στις Σάρδεις. Μετά ήρθε στην Αθήνα κι έγινε μαθητής του Θεοφράστου, ο οποίος ήταν στενός φίλος, συνάδελφος και συνεχιστής του έργου του Αριστοτέλη. Ο Κράντωρ, όμως, τον προσέλκυσε στην Ακαδημία, όπου γνώρισε τον Πολέμωνα και τον Κράτητα, οι οποίοι δίδασκαν εκεί. Ο Αρκεσίλαος επηρεάστηκε πολύ από τον Πύρρωνα. Φημιζόταν για την οξυδέρκεια, τον ειρωνικό του τρόπου και τη ρητορική ικανότητα. Στις μέρες μας δεν έχει φθάσει κανένα έργο του. Τη διδασκαλία του τη μαθαίνουμε από τον Διογένη Λαέρτιο, τον Κικέρωνα και τον Σέξτο Εμπειρικό.

Ο Αρκεσίλαος παραδέχεται εξ ολοκλήρου τη θεωρία του Πύρρωνα δίχως να την αλλάξει. Επίσης, καθώς είναι οπαδός της Ακαδημίας, μελετά τη φιλοσοφία του Πλάτωνος και προσπαθεί να αποδείξει τις σκεπτικές πλευρές της σωκρατικής διδασκαλίας. Ο Σωκράτης πάντα υποστήριζε ότι δεν ήξερε τίποτα. Στις ομιλίες του ποτέ δεν ισχυριζόταν κάτι κι έκανε τον συνομιλητή του να ισχυρίζεται ο ίδιος. Και στη συνέχεια, με ορισμένες ερωτήσεις και αντιρρήσεις, τον έκανε να ομολογήσει ότι δεν ξέρει τίποτα. Τη μέθοδο αυτή τη συναντούμε κυρίως στους νεανικούς διαλόγους του Πλάτωνος. Κατά τον Αρκεσίλαο, ο τρόπος αυτός είναι έκφραση της σκεπτικιστικής αρχής ότι «μπορούμε να υποστηρίξουμε με αποδείξεις, υπέρ και κατά, κάθε ισχυρισμό». Και οι δύο αποδείξεις θα έχουν την ίδια ισχύ. Ήδη και ο Αρκεσίλαος χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο στις συζητήσεις του, αλλά όχι όπως ο Σωκράτης, με σκοπό να σπρώξει τον συνομιλητή του να σκεφθεί και να βγάλει ο ίδιος, μονάχος του, συμπέρασμα, αλλά αντίθετα, με σκοπό να τον πείσει να υποστηρίξει τη σκεπτικιστική άποψη. Με αυτό τον τρόπο, ο σκεπτικισμός της Ακαδημίας συνδέθηκε με την εριστική και ελεγκτική διαλεκτική των Μεγαρικών, όπως τη διαμόρφωσε ο Διόδωρος.

Ο Αρκεσίλαος είναι γνωστός για τη γνωσιοθεωρία του, η οποία είναι τελείως αντίθετη από αυτή του Ζήνωνος του Ελεάτη. Σύμφωνα με τους Στωικούς, η αληθινή γνώση στηρίζεται στις αισθήσεις. Πηγή της γνώσης είναι η αίσθηση. Τη σωστή, όμως, γνώση δεν την εξασφαλίζουν όλες οι αισθήσεις, αλλά μόνον οι «καταληπτικές φαντασίες». Η κατάληψη είναι το μέτρο της ορθής γνώσης. Σε αυτή τη θεωρία ο Αρκεσίλαος αντιδρά ως εξής: δεν υπάρχει ένα τέτοιο μέτρο για να κρίνουμε αν η γνώση είναι σωστή ή λανθασμένη, δηλαδή ανταποκρίνεται σε κάτι υπαρκτό ή ανύπαρκτο. Σε περίπτωση διανοητικών ταραχών, ονείρων ή λανθασμένων πληροφοριών των αισθητηρίων οργάνων, μπορεί η «καταληπτική φαντασία» να φαίνεται ξεκάθαρη και εύληπτη, κι όμως στην πραγματικότητα να είναι λανθασμένη. Κι αυτό αποδεικνύει πως ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε αν μια παράσταση είναι λανθασμένη ή όχι. Εξάλλου, υπάρχουν βαθμίδες ανάμεσα σε παραστάσεις καταληπτικές και μη, όπως υπάρχουν βαθμίδες ανάμεσα στη διαύγεια της γνώσης και στην εγκυρότητά της. Για τον λόγο τούτο, το κριτήριο των Στωικών για τη διαπίστωση της ορθής γνώσης δεν ωφελεί σε τίποτα. Η γνωσιοθεωρία του Αρκεσιλάου καταλήγει με αυτή την κριτική κατά της Στοάς.

Όσον αφορά τη θεωρία του περί ηθικής, σε αυτήν είναι λιγότερο απόλυτος. Στην ηθική, στηρίζεται και στη σωκρατική αλλά και στην πλατωνική φιλοσοφία. Για τον λόγο αυτό, δεν δείχνει πλήρη αποχή από την πρακτική ζωή, όπως ο Πύρρων. Κατά τον Αρκεσίλαο, η «εποχή» είναι μια αξία, όχι όμως η μεγαλύτερη. Είναι ανάγκη ο άνθρωπος να παίρνει μέρος στις πράξεις. Ο Αρκεσίλαος δεν θέλει να αρκεστεί μόνο με τις αισθήσεις, για τούτο βάζει ως καθοδηγητές της πράξης, τη «φρόνηση» και την «ευλογία».

Ταρσός, 2ος αιώνας π. Χ.

 

Στωικός φιλόσοφος του 2ου π.Χ. αιώνα από την Ταρσό. Ίσως ήταν μαθητής του Διογένη του Βαβυλωνίου. Κατά τον Πλούταρχο, έφυγε από την Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη Βαβυλώνα, όπου ίδρυσε στωική σχολή.

Αθήνα, 5ος αιωνας π.Χ.

 

Προσωκρατικός φιλόσοφος, γνωστός σαν μαθητής του Αναξαγόρα και δάσκαλος του Σωκράτη. Μ’ αυτό το ρόλο ο Αρχέλαος παρουσιάστηκε από τη δοξογραφική παράδοση σαν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην ιωνική φυσική και την αττική ανθρωπολογία. Ήταν διαδεδομένη η αντίληψη πως ο Αρχέλαος μετέφερε πρώτος στην Αθήνα την ιωνική φυσική, ότι ήταν ο τελευταίος φυσικός και μαζί ο πρώτος που ασχολήθηκε με ηθικά προβλήματα καθώς και ότι διετέλεσε δάσκαλος του Σωκράτη.

Ο Αρχέλαος επεξεργάστηκε το φυσικό σύστημα του Αναξαγόρα, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στο ζήτημα της γένεσης του κόσμου και της ζωής. Όλος ο κόσμος, κατά τον Αρχέλαο, ξεκίνησε από μια αρχέγονη ύλη, ανάμικτη και συμπαγή υλική μάζα, που ένα μέρος της ήταν σύμφυτο με τον νου. Ο νους, δηλαδή, δεν θεωρείται εδώ, όπως στον Αναξαγόρα, μη επιδεκτικός ανάμιξης και καθαρός. Επιπλέον, ενώ ο Αναξαγόρας σκέφθηκε τον νου ως την αρχική κινητήρια δύναμη, ο Αρχέλαος δεχόταν ως κινητική αρχή τον αποχωρισμό, την αυτόματη και μηχανική λειτουργία αποχωρισμού θερμού και ψυχρού στοιχείου. Το θερμό και το ψυχρό είναι αντίθετα – και από την άποψη επίσης πως το θερμό είναι αυτό που κινείται και το ψυχρό αυτό που ηρεμεί. Το θερμό επενεργεί πάνω στο ψυχρό και κάνει τον πάγο να λιώσει και να γίνει νερό. Το νερό γίνεται, με την επενέργεια του θερμού, εν μέρει αέρας (υδρατμοί) και εν μέρει γη. Η γη ισορροπεί στο μέσο και ο αέρας συγκρατεί τα πάντα και ελέγχει το σύμπαν, καθώς αναδίδεται μέσα από την κοσμική καύση. Αρχικά, προτού η γη γίνει ξηρή, μια τεράστια λίμνη απλωνόταν από άκρη σε άκρη. Και οι πρώτοι οργανισμοί γεννήθηκαν ακριβώς μέσα στη λάσπη, καθώς θερμαινόταν η γη στο κάτω μέρος της, όπου αναμιγνυόταν το θερμό και το ψυχρό. Η αρχική λοιπόν κοιτίδα όλων των ζωντανών οργανισμών, των ζώων και των ανθρώπων είναι η λάσπη που αποτέλεσε και την κοινή τροφή όλων. Η ζωή συνεχιζόταν, έπειτα, αυτοδύναμη με τη γένεση του ενός ζώου από το άλλο. Ο αποχωρισμός τελικά των ανθρώπων από τα άλλα ζώα ήταν μια πορεία ανάπτυξης, που εξηγεί την αρχή του πολιτισμού και της πολιτείας.

Κατά τον Αρχέλαο, ο νους είναι ομοιόμορφα κατανεμημένος μέσα από όλα τα ζώα, μόνο που το καθένα απ’ αυτά χρησιμοποιεί τον νου με διαφορετική ένταση. Έτσι, άλλα ζώα αναπτύσσουν μεγαλύτερη ταχύτητα νου και άλλα μικρότερη. Η εξυπνάδα στα ζώα καθορίζεται από το μέτρο της ταχύτητας του νου που ενυπάρχει σε κάθε ζώο.

Φαίνεται πως η θεωρία του για την αρχή του πολιτισμού αποτελούσε μια απόληξη της κοσμογονίας και ζωογονίας του. Προσπαθώντας να ανασυγκροτήσει την αρχική κατάσταση της συλλογικής ανθρώπινης ζωής και τη σύσταση πολιτικής κοινωνίας, διατύπωσε φιλοσοφικές ενοράσεις για τους νόμους, το δίκαιο, τα ήθη, γενικά για την πολιτεία και τον πολιτισμό. Προς αυτή την κατεύθυνση, μάλιστα, φαίνεται πως δέχθηκε την επίδραση του σοφιστή Πρωταγόρα, που ήταν σύγχρονός του και είχε σκεφτεί ειδικά πάνω σε τέτοια ζητήματα. Ο Αρχέλαος εξηγούσε, περιγράφοντας την προέλευση των ηθών, του δικαίου και της πολιτείας, πως το δίκαιο διαμορφώθηκε βαθμιαία και στους επιμέρους λαούς διαφορετικά, ότι το δίκαιο εξαρτάται από τις ισχύουσες απόψεις, από τον νόμο που δεν έχει αναπτυχθεί όμοια παντού.

Αν και ο Αρχέλαος, λοιπόν, εμπνέεται από άλλους φιλοσόφους (από τον Αναξαγόρα πιο πολύ και από τον Πρωταγόρα καθώς και από τον Αναξίμανδρο στην εξήγηση της αρχής της ζωής και τον Εμπεδοκλή ως προς τη λειτουργία των υλικών στοιχείων), ωστόσο αυτός κατόρθωσε να συνθέσει μια αξιόλογη για την εποχή του κοσμογονία και ζωογονία, και ιδιαίτερα μια σοβαρή, καθώς φαίνεται, θεωρία για την αρχή του πολιτισμού.

Πάρος, 7ος αιώνας π.Χ.

 

Ο αρχαιότατος ποιητής Αρχίλοχος γεννήθηκε στην Πάρο, από μητέρα σκλάβα, την Επινώ. Όταν ήταν ακόμη νέος, οι Παριανοί, έστειλαν αριθμό αποίκων, για να εγκατασταθούν στη Θάσο, με αρχηγό τον πατέρα του Τελεσικλή. Φαίνεται όμως πως στη Θάσο οι άποικοι δε βρήκαν τα πλούτη που ήλπιζαν και προτίμησαν να εισβάλουν στη Θράκη, ανοίγοντας πόλεμο με τους Θράκες.

Σε μία απ’ αυτές τις μάχες, ο Αρχίλογος, όπως ο ίδιος λέγει, πέταξε την ασπίδα του κι έφυγε για να σωθεί. Επέστρεψε στην Πάρο ύστερα από την εκστρατευτική περιπέτεια. Ερωτεύθηκε την κόρη του Λυκάμβη, Νεοβούλη, και στάθηκε αφορμή ν’ ανοίξει πλούσια η ποιητική φλέβα του Αρχίλογου.

Όταν όμως ο Λυκάμβης παρασπόνδησε και αρνήθηκε να του δώσει τη Νεοβούλη για σύζυγο, ο ποιητής πόνεσε και ταπεινώθηκε. Γι’ αυτό άρχισε να σατιρίζει αλύπητα το Λυκάμβη και όλη την οικογένεια. Ήταν τόσο φαρμακερά τα λόγια του ποιητού, ώστε για να γλυτώσει ο Λυκάμβης και οι κόρες του, κρεμάστηκαν. Γέρος πια ο Αρχίλογος σκοτώθηκε σ’ ένα πόλεμο των Παρίων κατά των Ναξίων.

Οι Παριανοί τον τίμησαν σαν θεό, και, κατά μια παράδοση, οι θεοί, τιμώρησαν το χέρι που τον σκότωσε. Από τις διάφορες πληροφορίες και γνώμες για τον ποιητή αλλά και από τα συντρίμματα των ποιημάτων του, βεβαιώνεται πώς ο Αρχίλοχος ήταν ξεχωριστός άνθρωπος, που αγαπούσε την αλήθεια περισσότερο από τους συμβατικούς της εποχής του, πως δε φρόντιζε ν’ αρέσει στους άλλους, πως ήταν κάπως τραχύς ανάμεσα στους γλυκερούς του καιρού του, πως είχε υποφέρει και πονέσει πολύ στη ζωή του και πως ήταν προικισμένος με πολλή ζωτικότητα και ανησυχίες, δείγματα ενός ισχυρού ατόμου και μεγάλου ποιητού.

Συρακούσες, 287 – 212 π.Χ.

 

Μέγας σοφός της αρχαιότητος, μαθηματικός φυσικός και μηχανικός. Γεννήθηκε στις Συρακούσες. Ήταν συγγενής ή πολύ οικείος του τυράννου των Συρακουσών Ιέρωνα, στο υιό του οποίου αφιέρωσε το σπουδαιότερο σύγγραμμά του «Ψαμμίτης». Αγαπούσε με αφοσίωση την πατρίδα του και περιφρονούσε όσα πλεονεκτήματα του προσέφερε η ακμάζουσα Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων. Κατά την περίφημη πολιορκία των Συρακουσών από τον Ρωμαίο Μάρκελλο, θέτει στην υπηρεσία της πατρίδας του την επιστημονική του μεγαλοφυΐα. Με θαυμαστές εφευρέσεις αποκρούει το στρατό και το στόλο του πολιορκητού, προξενώντας του μεγάλες ζημίες. Πολλές ήταν οι εφευρέσεις του.

Ο Λουκιανός κατά τον Β’ μ.Χ. αιώνα αναφέρει ότι ο Αρχιμήδης, εκτός των άλλων, επυρπόλησε το ρωμαϊκό στόλο, συγκεντρώσας πάνω σ’ αυτόν τις ακτίνες του ήλιου με κοίλους καθρέπτες. Τέλος θυσιάζει και αυτή τη ζωή του υπέρ των Συρακουσών. Τον σκότωσε βάναυσα ένας στρατιώτης, ενώ καταγινόταν να βρει νέα μηχανήματα, εκείνη δε τη στιγμή, λέγεται, ότι είπε στον οπλίτη που εισέβαλε στο χώρο όπου εργαζόταν το αθάνατο «Μη μου τους κύκλους τάραττε».

Ο τάφος του σώζεται μέχρι σήμερα στις Συρακούσες. Ο ίδιος ο Αρχιμήδης αναφέρει ότι διδάχθηκε αστρονομικά από τον πατέρα του Φειδία. Έδειξε μέγιστη ικανότητα στην κατασκευή αστρονομικών οργάνων. Έγραψε πολλά έργα που τα χαρακτηρίζει πρωτοτυπία και βάθος σκέψης. Ορθά ελέχθη αργότερα ότι, εκείνος που εννοεί τον Αρχιμήδη, θαυμάζει ολιγότερο τις εφευρέσεις των νεωτέρων σοφών.

Τάραντας, 4ος αιώνας π.Χ.

 

Έλληνας επιστήμονας, φιλόσοφος και σημαντικός πυθαγόρειος μαθηματικός από τον Τάραντα της Νότιας Ιταλίας (άκμασε μεταξύ 400 και 350 π.Χ.). Χαρακτηρίζεται μερικές φορές και ως θεμελιωτής της μαθηματικής μηχανικής, αλλά και ως ο σημαντικότερος ίσως μελετητής της ακουστικής στην αρχαία Ελλάδα.

Συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή και οι συμπολίτες του τον θαύμαζαν τόσο για τις γνώσεις, το ήθος και τις προσωπικές του αρετές, ώστε τον εξέλεξαν επτά φορές στρατηγό (κυβερνήτη) του Τάραντα, παρόλο που ο νόμος δεν επέτρεπε την κατάληψη αυτού του αξιώματος για διάστημα μεγαλύτερο από ένα έτος. Για τη ζωή και τα συγγράμματά του έγραψαν πραγματείες ο Αριστοτέλης κι ο Αριστόξενος, ενώ ο Πλάτων, που ήταν στενός του φίλος, βρήκε στο πρόσωπο του Αρχύτα έναν υποστηρικτή όταν αντιμετώπιζε την εχθρότητα του Διονυσίου Β’ των Συρακουσών. Ο ίδιος ο Πλάτων χρησιμοποίησε πολλά από τις εργασίες του στα μαθηματικά και υπάρχουν ενδείξεις ότι και ο Ευκλείδης χρησιμοποίησε πολλά από τα αποτελέσματα του Αρχύτα στο Η’ βιβλίο των Στοιχείων. Τέλος, η παράδοση τον φέρει ως τον πρώτο αερομοντελιστή, αφού αναφέρεται ότι κατασκεύασε ένα ξύλινο περιστέρι, που πετούσε με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα.

Ο Αρχύτας, που ανήκε στη δεύτερη γενιά των μαθητών του Πυθαγόρα, του Έλληνα φιλοσόφου που τόνισε τη σημασία των αριθμών για την ερμηνεία όλων των φαινομένων, προσπάθησε να συνδυάσει την εμπειρική παρατήρηση με την πυθαγόρεια θεωρία. Στη γεωμετρία έλυσε το πρόβλημα διπλασιασμού του κύβου (δήλιο πρόβλημα) χρησιμοποιώντας ημικυλίνδρια σε ένα τρισδιάστατο πρότυπο. Τα συμπεράσματά του σχετικά με τα συνεχή κλάσματα, που εκφράζονται ως α:β=β:γ=γ:δ, τα εφάρμοσε στη μουσική αρμονία.

Ο Αρχύτας πρέπει να συμμετείχε ουσιαστικά στις έρευνες των Πυθαγορείων γύρα από τη μέτρηση των διαστημάτων. Προσπάθησε να καθορίσει τις σχέσεις τους και στα τρία γένη της αρχαίας ελληνικής μουσικής.

Οι μαθητές του όχι μόνο γνώριζαν ότι οι σχέσεις των σύμφωνων διαστημάτων μπορούσαν να παρασταθούν αριθμητικά αλλά και συσχέτιζαν το τονικό ύψος με την ταχύτητα μιας παλμικής κίνησης στον αέρα: όσο μεγαλύτερη ήταν η ταχύτητα αυτή, τόσο οξύτερος και ο φθόγγος. Κατά το βυζαντινό Σχόλιο στα Αρμονικά του Πτολεμαίου, η διδασκαλία του Αρχύτα για τις σχέσεις των μουσικών φθόγγων μεταξύ τους βασιζόταν στην παρατήρηση ότι ο κοντός σωλήνας αυλού δίνει ήχο οξύτερο, και ο μακρύς βαθύτερο. Κατ’ άλλη εκδοχή, οι απόψεις του Αρχύτα για τη σχέση των διαστημάτων στον αυλό επηρέασαν και τον Νικόμαχο στα Αρμονικά του.

Η φήμη του Αρχύτα ως επιστήμονα και μαθηματικού οφείλεται κυρίως στα επιτεύγματά του στη γεωμετρία, την ακουστική και τη θεωρία της μουσικής και όχι στις εξαιρετικά ιδεαλιστικές ερμηνείες του για τις ανθρώπινες σχέσεις και τη φύση της κοινωνίας σύμφωνα με την πυθαγόρεια θεωρία των αριθμών.

Πριήνη, 6ος αιώνας π.Χ.

 

Ένας από τους «Επτά σοφούς» της Ελλάδος.

Γεννήθηκε στην Πριήνη της Ιωνίας, γι’ αυτό και ονομάζεται ως Βίας ο Πριηνεύς.

Ευεργετικός, αφιλοκερδής και φιλοδίκαιος, συνηγορούσε στα δικαστήρια δωρεάν αυτεπαγγέλτως, για να υπερασπίσει τους αδικουμένους. Μετά την κατάκτηση της Πριήνης υπό των Περσών, όταν οι κάτοικοι έφευγαν συναποκομίζοντας ό,τι πολυτιμότερο είχαν, ο Βίας, αν και πλουσιότατος, απεχώρησε από τη γενέτειρα πόλη δίχως να συναποκομίσει τίποτα. Και, όταν τον ρώτησαν είπε: «ό,τι έχω, το φέρω μετ’ εμού». Η φράση αυτή έμεινε παροιμιώδης και στον ελληνικό και στο λατινικό κόσμο.

Ο Πλούταρχος, ο Αριστοτέλης, ο Στοβαίος, ο Διογένης ο Λαέρτιος, αναφέρονται στη σοφία του ανδρός, μια σοφία όχι τόσο θεωρητική, όσο πρακτική, που απέρρεε από τη βαθειά γνώση του σοφού για τον άνθρωπο και τα προβλήματά του. Λίγες μόνο γνώμες του έχουν περισωθεί, ανάμεσα δε σ’ αυτές, ένα απόσπασμα λυρικού ποιήματός του.

Βορυσθένη, 3ος αιώνας π. Χ.

 

Λεπτομέρειες για τη ζωή του μας δίνει ο Διογένης Λαέρτιος. Όπως είπε ο ίδος ο Βίων στον βασιλιά Αντίγονο, καταγόταν από την περιοχή που εκτεινόταν κατά μήκος του ποταμού Βορυσθένη. Ο πατέρας του ήταν απελεύθερος τριχοπώλης (έμπορος παστών ψαριών) και πουλήθηκε ως δούλος μαζί με όλη του την οικογένεια για παράβαση τελωνειακών διατάξεων. Ο αγοραστής ήταν ένας ρήτορας, που συμπάθησε τόσο πολύ τον Βίωνα, ώστε τον έκανε κληρονόμο της περιουσίας του.

Μετά το θάνατο του κυρίου του, ο Βίων εκποίησε την κληρονομιά και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ακροατής αρχικά του φιλοσόφου Κράτη, της Πλατωνικής Ακαδημίας προσχώρησε στη σχολή των Κυνικών και πήρε τα εμβλήματα του Κυνικού φιλοσόφου, τον τρίβωνα και την πήρα. Λίγο αργότερα εγκατέλειψε τους Κυνικούς και έγινε ακροατής του Θεοδώρου του Αθέου, της Κυρηναϊκής σχολής. Τον εγκατέλειψε όμως κι αυτόν και έγινε ακροατής του Θεοφράστου. Κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ο Βίων δίδαξε για ένα διάστημα Φιλοσοφία στη Ρόδο. Συνήθως όμως περνούσε από διάφορες πόλεις κάνοντας διαλέξεις που εντυπωσίαζαν.

Δεν ήταν ποτέ συστηματικός φιλόσοφος: ειρωνευόταν τη Φιλοσοφία, τη Μουσική και τη Γεωμετρία. Αρεσκόταν να διακωμωδεί τα πάντα με τα ευφυολογήματά του, και από την άποψη αυτή θεωρείται πρόδρομος του Λουκιανού. Συνδυάζοντας τις ιδέες που αποκόμισε από τη φοίτησή του στους Κυνικούς και τους Κυρηναϊκούς, παρουσίασε ένα είδος κυνικής-ηδονιστικής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με το δόγμα ηθικής συμπεριφοράς που δίδασκε, ο άνθρωπος πρέπει να απολαμβάνει κάθε είδους ηδονή, όταν του το επιτρέπουν οι συνθήκες τις ζωής, αλλά και να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της ζωής με καρτερία και λιτότητα. Επειδή χρησιμοποιούσε ανθηρό και πολυποίκιλο ύφος, ο Ερατοσθένης είπε γι’ αυτόν ότι, ήταν ο πρώτος που έντυσε τη Φιλοσοφία με ανθηρό (λουλουδάτο) φόρεμα.

Με τον Βίωνα καλλιεργήθηκε ένα νέο φιλολογικό είδος, η Διατριβή, σύνθεση ρητορικού λόγου και διαλόγου, που δίδασκε μέσα από την τέρψη.

Φάληρο, 350 –  283 π.Χ.

 

Αθηναίος πολιτικός που διακρίθηκε ως ρήτορας, συγγραφέας και φιλόσοφος. Για τη ζωή και τη δράση του ειδήσεις παρέχουν ο Διογένης ο Λαέρτιος και το λεξικό Σούδα. Ο πατέρας του ονομάζεται Φανόστρατος. Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραδίδει κάποια είδηση σύμφωνα με την οποία ο Δημήτριος «ήν εκ της Κόνωνος οικίας». Ο Αιλιανός παραδίδει ότι ο Δημήτριος υπήρξε δούλος στο σπίτι του Τιμοθέου, γιού του Κόνωνος. Οι μελετητές θεωρούν αναξιόπιστη την πληροφορία για τη δουλική καταγωγή του και δεχόταν ότι η οικογένειά του είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια του Κόνωνος. Όταν ήταν νέος είχε φημισμένη ομορφιά, για την οποία είχε αποκληθεί Χαριτοβλέφαρος. Ο Διογένης ο Λαέρτιος μαρτυρεί ότι ο Δημήτριος συζούσε με την αριστοκρατικής καταγωγής εταίρα Λαμία. Η παιδεία του ήταν επιμελημένη και υπήρξε μαθητής του Θεοφράστου. Γι’ αυτό χαρακτηρίζεται περιπατητικός φιλόσοφος. Ως πολιτικός, υπήρξε οπαδός της αντιμακεδονικής μερίδας η οποία είχε ταχθεί κατά του Αντιπάτρου. Απέκτησε πολιτική επιρροή από την εποχή που η Αθήνα πέρασε στη δικαιοδοσία του Κασσάνδρου.

Τότε ο Δημήτριος εκλέχθηκε επιμελητής της πόλης και κυβέρνησε την Αθήνα για δέκα χρόνια ως υπεύθυνος απέναντι στον Κάσσανδρο (317-308). Έδειξε μεγάλη δραστηριότητα στον οικονομικό και τον νομοθεσιακό τομέα. Ανέβασε τις ετήσιες προσόδους της πόλης σε 1.200 τάλαντα και θέσπισε νόμους για την περιστολή της πολυτελούς και έκλυτης διαβίωσης. Ο ίδιος όμως, σύμφωνα με τις πληροφορίες, έκανε άσωτη και ακόλαστη ζωή. Το 309 έκανε απογραφή των κατοίκων της Αττικής, η οποία έδειξε ότι στην Αττική κατοικούσαν 21.000 πολίτες, 10.000 ξένοι και 400.000 δούλοι. Η επίδραση της διακυβέρνησής του στο ήθος των πολιτών ήταν ολέθρια. Για να τον κολακεύσουν, οι πολίτες έστειλαν σε διάστημα τριακοσίων ημερών τριακόσιους εξήντα ανδριάντες του, από τους οποίους οι περισσότεροι τον εικόνιζαν έφιππο ή πάνω σε άρμα.

Η πολιτική σταδιοδρομία του Δημητρίου έληξε το 307 π.Χ., όταν ο Δημήτριος Πολιορκητής έκανε απόβαση στον Πειραιά. Αν και κατείχε τη Μουνιχία και διέθετε σημαντική στρατιωτική δύναμη, ο Δημήτριος ο Φαληρεύς τράπηκε σε φυγή στη Θήβα και από κει κατέφυγε στην Αίγυπτο. Οι Αθηναίοι μετά την πτώση του έσπευσαν να καταστρέψουν τους ανδριάντες του, από τους οποίους άλλους έριξαν στη θάλασσα, άλλους πούλησαν και άλλους έκοψαν για να κατασκευάσουν αγγεία, τις λεγόμενες αμίδες. Στην Αίγυπτο φιλοξένησε τον Δημήτριο ο βασιλιάς Πτολεμαίος ο Σωτήρ. Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος, ο Δημήτριος έχασε τη βασιλική εύνοια γιατί είχε συμβουλεύσει τον Σωτήρα να προτιμήσει ως διάδοχο τον Πτολεμαίο τον Κεραυνό. Για τον θάνατο του Φαληρέως υπάρχουν δύο εκδοχές: είτε πέθανε στη φυλακή είτε εξόριστος στην Άνω Αίγυπτο από δάγκωμα δηλητηριώδους φιδιού (280 π.Χ.). Ο Διογένης ο Λαέρτιος παρέχει κατάλογο των συγγραμάτων του, που περιέχει 45 τίτλους. Στον κατάλογο περιλαμβάνονται έργα ρητορικά, πολιτικά, φιλοσοφικά, γραμματικού και φιλολογικού περιεχομένου.

Το έργο του με τον τίτλο Περί της Δεκαετίας παρείχε απολογισμό της δράσης του όταν ήταν επιμελητής της πόλης των Αθηνών. Άλλο σύγγραμά του έφερε τον τίτλο Σωκράτης. Στην πολιτική νομοθεσία ανήκουν τα έργα του Περί της Αθήνησι νομοθεσίας και Περί Των Αθήνησι πολιτειών. Τα έργα του Περί Ρητορικής, Περί Ιλιάδος, Περί Οδυσσείας είχαν τεχνοκρατικό-φιλολογικό περιεχόμενο. Στα συγγράματά του περιλαμβάνεται και το έργο Αισωπίων. Είχε ακόμη συνθέσει παιάνες για τον θεό Σάραπι επειδή ανέκτησε τη χαμένη του όραση μετά από δεήσεις στον θεό αυτόν.

Ενόσω έμενε στην Αλεξάνδρεια, έπεισε τον Πτολεμαίο να ιδρύσει την περίφημη Βιβλιοθήκη. Το ύφος του ήταν φιλοσοφικό, αναμεμιγμένο με «ρητορικήν ευτονίαν» και ασυνήθιστα γλυκερό στους δέκα Αττικούς Ρήτορες. Με τον θάνατό του έρχεται το τέλος της φυσικής ρητορείας και ανοίγεται η εποχή της τεχνητής επιδεικτικής ρητορείας.

Άβδηρα, 470 ή 460 – περ. 370 π.Χ.

 

Μέγας φιλόσοφος της αρχαιότητος. Ο πρώτος που επινόησε την ατομική θεωρία, ή την δέχτηκε από το δάσκαλό του Λεύκιππο, για να τη διαμορφώσει και να την επεκτείνει σε όλα τα φυσικά φαινόμενα, θεμελιώνοντας τη θεωρία επιστημονικά, και ανοίγοντας τις πύλες στις Φυσικές επιστήμες.

Γεννήθηκε στα Άβδηρα από πλουσιότατο πατέρα. Το μερίδιο της πατρικής περιουσίας (100 τάλαντα, ποσό τεράστιο), το δαπάνησε σε μακρά ταξίδια, για να ικανοποιήσει την επιστημονική του περιέργεια. Επεσκέφθη, ανάμεσα στις άλλες χώρες, την Αίγυπτο, τη Βαβυλωνία, την Αραβία, την Αιθιοπία. Έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα στην Αθήνα, όπου μάλιστα άκουσε το Σωκράτη να συζητά, δίχως όμως να έλθει σε γνωριμία με αυτόν. Δεν ήταν καθόλου φιλόδοξος και προτιμούσε το «λάθε βιώσας». Λέγει ο ίδιος, «Ήλθον γαρ, φησίν, εις Αθήνας και ου τις με έγνωκεν». Επέστρεψε στα Άβδηρα, όπου έζησε βίο ερημίτη, συγγράφοντας, ερευνώντας και διδάσκοντας. Ήταν τόσο δυνατός ο έρωτάς του στην επιστημονική έρευνα, ώστε έλεγε ότι προτιμούσε να βρει μια «αιτιολογία» (δηλαδή την επιστημονική εξήγηση ενός φαινομένου), παρά να του δινόταν ο θρόνος του βασιλείου της Περσίας.

Τα συγγράμματά του τα έγραψε στην ιωνική διάλεκτο, και περιλαμβάνουν όλους τους κλάδους της ανθρώπινης γνώσης: μαθηματικά, φυσική, ιατρική, γεωπονία, ηθική, ποίηση, μουσική, ζωγραφική, γραμματική, αισθητική, φωνητική και πολεμική τέχνη. Ο Δημόκριτος υπεστήριξε ότι το «ον» (το σύμπαν), είναι μεν αιώνιο, αναλλοίωτο και άφθαρτο, ωστόσο δεν είναι «απλούν» όπως πίστευαν οι Ελεάτες φιλόσοφοι, αλλά «πολλαπλούν». Αφού, κατά τον Δημόκριτο, το ον είναι πολλαπλούν, σύγκειται, δηλαδή, από απειροελάχιστα τεμάχια ύλης (τα άτομα) που είναι αιώνια, άφθαρτα, αναλλοίωτα και αδιάσπαστα, πρέπει αναγκαστικά αυτά να έλθουν σε σχέση προς άλληλα, για να γεννηθεί εκείνο που ονομάζουμε κίνηση.

Τα άπειρα σε αριθμό και σε σχήμα άτομα στροβιλίζονται στο άπειρο, όπως η σκόνη στον αέρα και, καθώς συνωθούνται, σχηματίζουν απείρους κόσμους, (τον «Μέγα Διάκοσμο»), σ’ ένα από τους οποίους ανήκει και η Γη. Τα πάντα γίνονται κατά μηχανική αναγκαιότητα. Ο Δημόκριτος δίνει σαφή εξήγηση της γεννήσεως των αστερισμών και υποστηρίζει, ακόμα, πως και η ψυχή αποτελείται από λεία, λεπτά και στρογγυλά άτομα, που το σώμα τα εισπνέει από τον αέρα, δίνοντας έτσι και στον ψυχικό βίο καθαρά υλιστική και μηχανική λειτουργία. Από τα «Ηθικά» του περισώθηκαν 230 αποσπάσματα, τα περισσότερα αποφθέγματα. Μόλις μετά δύο χιλιετηρίδες, ο Βάκων και ο Γκασσαντί, ανέσυραν το γίγαντα Δημόκριτο στην επιφάνεια, και μόνο κατά τον ΙΘ’ αιώνα, κατανοήθηκε η υψίστη σημασία της φιλοσοφίας του, η οποία οδήγησε στην ερμηνεία των νόμων του ήχου, του φωτός, της θερμότητας, καθώς και στις χημικές και φυσικές μεταβολές (διάσπαση ατόμου) σε ευρύτατη έκταση. Επί Σωκράτους, η αναζήτηση των φυσικών νόμων για την ερμηνεία και την κατανόηση του όντος, έληξε, για να αναπτυχθεί η φιλοσοφία «της χρήσιμης αρετής» και η πολιτική φιλοσοφία, όπως ο ίδιος ο Δημόκριτος έλεγε.

Ο βίος του σοφού Αβδηρίτη περιβάλλεται από την αχλή του θρύλου και του μυστηρίου, πολλά δε θαυμάσια αναφέρονται, γύρω από τα τελευταία ιδίως χρόνια της ζωής του, από διαφόρους συγγραφείς, όπως η συνάντησή του με τον Ιπποκράτη και ο διάλογος που έλαβε χώρα μεταξύ τους. Όμως, τη γνησιότητα όλων αυτών των βιογραφικών στοιχείων, την αμφισβητεί η κριτική. Πάντως, ένα από τα γνωρίσματα του Δημόκριτου που δεν αμφισβητείται, είναι ότι γελούσε πολύ, και κάθε στιγμή, βλέποντας πόσο μηδαμινά και αστεία ήταν όλα τα σοβαρά και σπουδαία των ανθρώπων, μπροστά στο μεγαλείο του Κόσμου. Γι’ αυτό και ονομάσθηκε «Γελασίνος». Και, ακόμα, ότι οι Αβδηρίτες τον λάτρεψαν σαν θεό και, ύστερα από το θάνατό του, του έστησαν χάλκινο ανδριάντα. Πέθανε σε βαθύτατο γήρας.

Παιανία Αττικής, 384 – 322 π.Χ.

 

Ο μέγιστος των Ελλήνων ρητόρων. Γεννήθηκε στην Παιανία, Α. του Υμηττού, όπου σήμερα το χωριό Λιόπεσι. Η γιαγιά του ήταν Σκύθα, γι’ αυτό και ο Αισχίνης τον λοιδωρεί σαν «Σκύθη με ελληνίζουσα φωνή». Έμεινε ορφανός επτά ετών και την περιουσία, που του άφησε ο πατέρας του (μαχαιροποιός και κλινοποιός το επάγγελμα), τη σφετερίσθηκαν οι επίτροποι και οι κηδεμόνες του ορφανού. Ακόμα και τη μόρφωσή του παραμέλησαν. Εκτός απ’ αυτό, ο ορφανός ήταν και τραυλός στη γλώσσα, με άτονη αναπνοή, και δεν μπορούσε να απαγγείλει απνευστί ένα ολόκληρο στίχο. Επί πλέον ήταν άσχημος στο σώμα και καχεκτικός, γι’ αυτό και δεν εφοίτησε σε παλαίστρα, όπως οι τότε νέοι της Αθήνας. Κατόρθωσε όμως όλα τα φυσικά του ελαττώματα να τα κατανικήσει και να εξελιχθεί σ’ ένα δεινό ρήτορα. Ως συνήγορος στα δικαστήρια είχε μεγάλη πελατεία, όπως μαρτυρούν οι λόγοι που έγραφε μέχρι το 345 για ιδιωτικές υποθέσεις. Αλλά τη μέγιστη φήμη την απέκτησε με τους πολιτικούς λόγους του προς τους Αθηναίους, αρχίζοντας από 29 ετών, να συμβουλεύει, να υποδεικνύει, να προειδοποιεί, να προτρέπει, να καταγγέλλει. Οι λόγοι του κατά του βασιλιά Φιλίππου (οι «Φιλιππικοί»), ο οποίος επωφελούμενος μιας άρρυθμης καταστάσεως εσκόπευε να κυριαρχήσει σε όλη την Ελλάδα, είναι αληθινά μνημεία λόγου, και άφθαστα δείγματα θάρρους, φιλοπατρίας και αγάπης στην ελευθερία.

Ο Δημοσθένης προσπαθούσε να ανυψώσει το φρόνημα των Αθηναίων, που είχε χαλαρώσει εντελώς αυτή την εποχή και μέγιστο μέρος των πολιτών αδιαφορούσε για τις βλέψεις και τις πράξεις του Φιλίππου. Και όταν ο Φίλιππος βάδιζε προς τη Βοιωτία και την Αττική, ο Δημοσθένης, πήγε στη Θήβα και με τη ρητορική του δύναμη κατόρθωσε να ενώσει τις πρώην εχθρικές πόλεις, που αντιτάχθηκαν κατά του Φιλίππου στη μάχη της Χαιρώνειας (338), και ακόμα μετά το θάνατο του Φιλίππου, προέτρεπε τις ελληνικές πόλεις ν’ αντισταθούν στο νεαρό βασιλιά Αλέξανδρο, που αποκαλούσε «Μαργίτην». Αλλά όταν ο Αλέξανδρος τιμώρησε αυστηρά τη Θήβα με γενική καταστροφή και ζήτησε από τους Αθηναίους να του παραδώσουν 10 δημαγωγούς, μέσα στους οποίους και ο Δημοσθένης, οι Αθηναίοι έπεμψαν πρεσβεία στο Μακεδόνα νικητή και πέτυχαν να ανακαλέσει τη διαταγή του. Με την πλήρη επικράτηση του Αλεξάνδρου η φωνή του ρήτορα εσίγησε. Επί πλέον, σε δίκη για την κλοπή των θησαυρών – λαφύρων του Αλεξάνδρου, κατηγορήθηκε για δεκασμό, και μη μπορώντας να πληρώσει το πρόστιμο που του επέβαλαν, φυλακίσθηκε, για ν’ αποδράσει με τη βοήθεια θαυμαστών και φίλων του, και να πάει στην Αίγινα και στην Τροιζήνα, απ’ όπου έστελνε επιστολές στη βουλή και στο δήμο των Αθηναίων, ζητώντας τον επαναπατρισμό του, και μη παύοντας να εξεγείρει διάφορες ελληνικές πόλεις σε πόλεμο κατά των εισβολέων Μακεδόνων. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου στην Ασία (323), ο δήμος ψήφισε την επιστροφή του Δημοσθένη στην Αθήνα. Αλλά και πάλι, μετά τη νέα ήττα των Ελλήνων στην Κρανώνα, ο Μακεδόνας νικητής Αντίπατρος, ζήτησε να καταδικασθεί ο ρήτορας σε θάνατο.

Ο Δημοσθένης καταδιωκόμενος κατέφυγε στον Πόρο, όπου, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού, ήπιε δηλητήριο μέσα στο ναό του Ποσειδώνος, και ξεψύχησε μπροστά στο βωμό, τον Οκτώβριο του 322. Σαράντα χρόνια μετά τον τραγικό θάνατό του, οι Αθηναίοι έστησαν στην αγορά χάλκινο ανδριάντα του Δημοσθένη, στη βάση του οποίου χαράχτηκε το επίγραμμα:

Έργα:

  • Ολυνθιακός
  • Κατά Φιλίππου
  • Περί της ειρήνης
  • Περί Αλοννήσου
  • Περί των εν Χερρονήσω
  • [Φιλίππου] Επιστολή
  • Προς την επιστολήν την Φιλίππου
  • Περί των προς Αλέξανδρον συνθηκών
  • Περί συντάξεως
  • Περί των συμμοριών
  • Υπέρ της Ροδίων ελευθερίας
  • Υπέρ Μεγαλοπολιτών
  • Προς Λεπτίνην
  • Περί του στεφάνου
  • Περί της παραπρεσβείας
  • Κατά Μειδίου
  • Κατά Ανδροτίωνος
  • Κατά Αριστοκράτους
  • Προς Ονήτορα
  • Κατά Τιμοκράτους
  • Κατά Αριστογείτονος
  • Κατά Αφόβου
  • Προς Άφοβον
  • Προς Ζηνόθεμιν
  • Προς Απατούριον
  • Προς Φορμίωνα
  • Προς Λάκριτον
  • Υπέρ Φορμίωνος
  • Προς Πανταίνετον
  • Προς Ναυσίμαχον
  • και Ξενοπείθην
  • Προς Βοιωτόν περί του ονόματος
  • Προς Βοιωτόν περί προικός μητρώας
  • Προς Σπουδίαν
  • Προς Φαίνιππον
  • Προς Λεωχάρη
  • Προς Μακάρτατον
  • Κατά Στεφάνου ψευδομαρτυριών
  • Κατά Ολυμπιοδώρου
  • Κατά Ευέργου και Μνησιβούλου
  • Προς Τιμόθεον
  • Προς Πολυκλέα
  • Περί του στεφάνου της τριηραρχίας
  • Προς Κάλλιππον
  • Προς Νικόστρατον
  • Κατά Κόνωνος
  • Προς Καλλικλέα
  • Κατά Διονυσοδώρου
  • Προς Ευβουλίδην
  • Κατά Θεοκρίνου
  • Κατά Νεαίρας
  • Επιτάφιος
  • Ερωτικός
  • Προοίμια Δημηγορικά
  • Επιστολαί
  • Αποσπάσματα

Αρχαίος κωμικός ποιητής. Έγραψε τον «Οναγόν», έργο που μεταφράσθηκε στη λατινική γλώσσα από τον Μάρκο, για να το μιμηθεί αργότερα ο Πλαύτος στην Αζινάρια.

Σινώπη, περ. 400 – 325 π.Χ.

 

Κυνικός φιλόσοφος. Ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της κυνικής φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στη Σινώπη και νέος ήρθε στην Αθήνα, για να μαθητεύσει στον ιδρυτή της κυνικής φιλοσοφίας Αντισθένη. Ζούσε πότε στην Αθήνα, πότε στην Κόρινθο, όπου και πέθανε στα 323 π.Χ. σε βαθύ γήρας.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μακρότατο κατάλογο των έργων του φιλοσόφου, από τα οποία όμως τίποτα δεν διασώθηκε. Ο ίδιος συνέλεξε αποφθέγματα, ανέκδοτα και λεπτομέρειες από το βίο του μεγάλου κυνικού. Πολλά όμως απ’ αυτά είναι επινοήματα ίσως των μεταγενεστέρων θαυμαστών του. Ο βίος του Διογένη ήτο λιτότατος, οι δε Αθηναίοι τον υπεραγαπούσαν για την ετοιμότητα και την ευφυΐα του, με τις οποίες απαντούσε σε κάθε ερώτηση που του έκαναν, καθώς και για τον αδυσώπητο και τραχύ τρόπο με τον οποίο έσκωπτε τα κακώς έχοντα στην κοινωνία. Τη σκέψη του την απασχολούσαν αποκλειστικά τα ηθικοκοινωνικά προβλήματα, η δε διδασκαλία του, ουσιαστικά, ήταν επαναστατική και ανατρεπτική της υφισταμένης τάξεως.

Ο Διογένης επεδίωκε ριζική μεταβολή και μεταμόρφωση της ανθρώπινης κοινωνίας και της διεφθαρμένης ανθρώπινης φύσεως. Οι άνθρωποι – έλεγε – έχουν πλασθεί από τη φύση με ευγενές μέταλλο, που το ενόθευσαν όμως οι περιστάσεις. Γι’ αυτό, πρέπει να αναχωνευθεί και να ξαναχαραχθεί, για να ξαναγίνει ο άνθρωπος εικόνα του Θεού. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με τη σωκρατική μέθοδο δια της γνώσεως. Ο άνθρωπος πρέπει να σπουδάσει τον εαυτό του και να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση. Έτσι ο άνθρωπος θα αποκτήσει την ύψιστη ευδαιμονία. Κυρίως εξαιρεί την αναγκαιότητα της επιστροφής του ανθρώπου στη φύση, όπως αργότερα ο Ρουσσώ.

Η φύση, λέγει ο Διογένης, εφοδίασε τον άνθρωπο με όλα τα προς το ζην, αλλά αυτός δημιούργησε τεχνητές και ανύπαρκτες επιθυμίες και ανάγκες που τον οδηγούν συχνά στην πονηρία και στη διαφθορά. Ο φυσικός και λιτός βίος είναι ασύγκριτα πιο ηδονικός από το βίο του πολιτισμένου ανθρώπου, ο οποίος κυνηγά τεχνητές ηδονές και ζει βίο αθλιότερο και από εκείνο των ζώων.

Ο Διογένης, κατά την παράδοση, στεγαζόταν μέσα σ’ ένα πιθάρι, με φύλακες τα σκυλιά του, αποδεικνύοντας, έτσι, πως και το σπίτι ακόμα ήταν κάτι το περιττό.

Καριά, 360 – 290 π.Χ.

 

Ο Διόδωρος ήταν γιος του Αμεινία του Ιασεύς από την Καριά και έζησε κατά την βασιλεία του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρος. Ο Στράβων αναφέρει ότι ο Διόδωρος αρνήθηκε το “επίθετο” του πατρός του και υιοθέτησε το “ΚΡΟΝΟΣ” από τον διδάσκαλό του τον Απολλώνιο τον Κρόνο, (Στράβων, xiv., xvii.).

Ο Διόδωρος ήταν ιδιαίτερα φημισμένος  για την μεγάλη δεξιοτεχνία στην διαλεκτική του, για την οποία και κλήθηκε “Ο διαλεκτικός”.  Αυτό πράγματι έγινε το φιλοσοφικό του επώνυμό στον αρχαίο κόσμο. Και το ίδιο ακόμη “επώνυμο” έφεραν οι πέντε κόρες του, Μενεξένη, Αργεία, Θεογνίς, Αρτεμισία και Παντάκλεια, οι οποίες επίσης διακρίθηκαν ως διαλεκτικές.

Απέρριψε την άποψη ότι οι λέξεις είναι ασαφείς, “η αβεβαιότητα στην κατανόηση πάντα οφείλεται σε ομιλητές που εκφράζονται δυσνόητα”, έλεγε.

Ο Διόδωρος υπήρξε ακόλουθος και ένα χρονικό διάστημα προΐστατο της Μεγαρικής σχολής.

Στα πλαίσια της Μεγαρικής σχολής διερευνήθηκαν πάρα πολλές συνθήκες κάτω από τις οποίες μια υποθετική πρόταση, δηλαδή μια πρόταση της μορφής “Αν…, τότε…”, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “αληθής”. Οι πρώτες απόψεις για το θέμα αυτό επίσης αναφέρεται πως διατυπώθηκαν από το Διόδωρο.

Ο πιο γνωστός βέβαια από τους συλλογισμούς του είναι εκείνος με τον οποίο αντιτάχτηκε στην έννοια “δυνατότης”. Κατά το Διόδωρο η δυνατότητα ότι κάτι μπορεί να συμβεί στο μέλλον περικλείει και την αντίθετη δυνατότητα ότι μπορεί να μη συμβεί. Αλλά μετά το γεγονός η δυνατότητα είναι μια αναγκαστική πραγματικότητα. Επομένως χρειάζεται να παραδεχτούμε τη δυνατότητα που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα και κατά συνέπεια στην αναγκαιότητα.

Μάλιστα αναφέρεται ότι ο φιλοσοφικός συλλογισμός με την ονομασία “σωρείτης”, ήταν επινόηση της Μεγαρικής Σχολής και χρησιμοποιείτο συχνά στις συζητήσεις και τα μαθήματα της Σχολής αυτής.

Η πατρότης του σωρείτου, πιθανών να ανήκει στον Διόδωρο τον Κρόνο.

Ας δούμε όμως, τι είναι ο σωρείτης των Μεγαρικών φιλοσόφων:

Ο συλλογισμός αυτός λέει ότι αν αφήσουμε κάτω έναν σπόρο σιταριού αυτό δεν αποτελεί σωρό. Το ίδιο θα συμβεί αν προσθέσουμε έναν δεύτερο τρίτο η τέταρτο σπόρο. Αν αυτό το συνεχίσουμε μέχρι κάποιον αριθμό, κάποτε, σε κάποιον αριθμό θα σχηματιστή ένας σωρός και εμείς αυτό θα το αποδεχθούμε.

Αν για παράδειγμα σωρός είναι οι 500 η οι 1000 σπόροι και το αποδεχθούμε, αυτό σημαίνει ότι σε έναν σπόρο λιγότερο (499 η 999) δεν υπήρχε σωρός.

Επομένως, αν δεχθούμε ότι παρά ένα σπόρο δεν υπήρχε σωρός, ενώ με έναν σπόρο παραπάνω δημιουργήθηκε σωρός, αυτό σημαίνει ότι ένας σπόρος, είναι ικανός να σχηματίσει σωρό.

Τεχνογράφος και ιστοριογράφος. Διδάχθηκε στην Ασιανή Σχολή τη ρητορική, και μετά το πέρας του εμφυλίου πολέμου (30 π.Χ.), πήγε στη Ρώμη, έχοντας ήδη ηλικία 25 ετών. Έμεινε εκεί 22 ολόκληρα έτη, έμαθε τη λατινική γλώσσα, και έγινε φίλος πολλών επιφανών Ρωμαίων συγκλητικών. Ιδιαιτέρους προστάτες είχε τον Ρούφο Μελίτιο και τον Αίλιο Τουβερώνα.

Ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή της ιστορίας της Ρώμης, όμως δεν παραμέλησε και τη διδασκαλία της ρητορικής, που ασκούσε ως επάγγελμα. Δεν είναι γνωστό εάν παρέμεινε στη Ρώμη μετά την αποπεράτωση της ιστορικής αυτής συγγραφής (8ον έτος π.Χ.), που αλλού πήγε και πόσο ακόμα έζησε.

Επικός ποιητής από το έργο του οποίου σώζονται δύο χωλίαμβοι.

Φαίνεται ότι είχε γράψει έπος με τίτλο Θησηίς.

Αποσπάσματα από το έπος του είναι ίσως αυτά που αναφέρονται στον Θησέα του Πλούταρχου.

Ένα Σχόλιο στον Πίνδαρο αναφέρει: «…ως φήσι Δίφιλος ο την Θησηΐδα ποιήσας εν τινι ιαμβείω ούτως…».

Άλλο ένα Σχόλιο, στον Αριστοφάνη, αναφέρει ότι ο Δίφιλος πρώτος συνέθεσε ολόκληρο σκωπτικό ποίημα εναντίον κάποιου Βοίδα, το οποίο χρησιμοποίησαν ως πρότυπο ο Εύπολις και ο Αριστοφάνης στα σκωπτικά τους ποιήματα εναντίον του Σωκράτη.

Ο Εμπεδοκλής (495-435 π.Χ.)  γεννήθηκε στον Ακράγαντα που ήταν δωρική αποικία της Σικελίας. Ήταν ποιητής, γιατρός, πολιτικός, επιστήμονας και εξαιρετικός ρήτορας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που κάποιοι θεωρούσαν αυτόν ως ιδρυτή της ρητορικής τέχνης. Πάντως γεγονός ήταν (είτε υπήρξε ο ιδρυτής της, είτε όχι) ότι ήταν ένας αξιόλογος αντιπρόσωπός της. Συγχρόνως θεωρείτο ως ένας από τους πιο σημαντικούς μυσταγωγούς της εποχής του και του αποδίδουν και πολλά θαύματα. Χαρακτηριζόταν από πολλούς ως άνδρας αξιοθαύμαστος και είχε το προσωνύμιο «κωλυσανέμης»,  αφού κατάφερνε να επηρεάζει τις διαθέσεις του ανέμου.

Καταγόταν από επιφανή αριστοκρατική οικογένεια, η οποία είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου του. Ο πατέρας του ονομαζόταν Μέτωνας και βοήθησε στην κατάργηση της τυραννίας το 470 π.Χ. Ενώ ο παππούς του, ο οποίος είχε το ίδιο όνομα με αυτόν και του άρεσε να εκτρέφει άλογα, είχε κερδίσει τους Ολυμπιακούς ιππικούς αγώνες της 71ης Ολυμπιάδας (496 π.Χ.). Μάλιστα εικάζεται ότι την ίδια χρονιά ο γιος του (ο πατέρας του Εμπεδοκλή) κέρδισε στην πάλη.

Αργότερα όταν μεγάλωσε ο Εμπεδοκλής ασχολήθηκε κι αυτός με την σειρά του με την πολιτική ζωή της πόλης του. Μάλιστα κατάφερε να αντιταχθεί και να ακυρώσει τις προσπάθειες των ολιγαρχικών να καταλύσουν την δημοκρατία. Διέλυσε τη βουλή λοιπόν των χιλίων τρία χρόνια μετά την ίδρυσή της. Σύμφωνα με μία εκδοχή, το 472 δέχτηκε την προσφορά των συμπολιτών του να αναλάβει το βασιλικό αξίωμα. Άλλοι όμως ισχυρίζονται ότι απέρριψε την προσφορά αυτή γιατί προτιμούσε την απλή ζωή και πάνω από όλα αγαπούσε τη δημοκρατία. Έχει λεχθεί για αυτόν από τον Τίμαιο ότι «στην πολιτική ήταν μετριοπαθής και επιεικής, ενώ στην ποίηση αλαζόνας και εγωιστής», απευθυνόμενος σε αυτό που είχε γράψει ο ίδιος ο Εμπεδοκλής για τον εαυτό του, ότι δηλαδή περιφέρεται ανάμεσα στους ανθρώπους σαν αθάνατος θεός, έχοντας αφήσει πίσω του την θνητότητα.

Είχε μακριά μαλλιά, κι ήταν μόνιμα σκυθρωπός, χωρίς να έχει εναλλαγές στο παρουσιαστικό του. Τον ακολουθούσαν μόνιμα νέοι κι ο Παυσανίας ήταν εραστής του. Λένε ότι φορούσε πορφύρα, χρυσό διάδημα και χάλκινα υποδήματα και οι πολίτες τον θωρούσαν ως βασιλιά. Μάλιστα οι επικριτές του τον κατηγορούσαν για αυτό, λέγοντας ότι «έδειχνε προσποιητή αλαζονεία και φορούσε πολυτελή ρούχα». Πάντως όποιος και να ήταν ο τρόπος αμφίεσης του δεν επηρέασε καθόλου το ενάρετο της συμπεριφοράς του, αφού συνήθιζε να προικίζει από την προσωπική του περιουσία τις άπορες συμπατριώτισσες του.

Ήταν μαθητής των: Παρμενίδη, Αναξαγόρα και Πυθαγόρα. Ο Πυθαγόρας όμως τον έδιωξε από την σχολή του γιατί τον κατηγόρησε για λογοκλοπή και για το γεγονός ότι μέσα από την ποίηση του δημοσιοποίησε πυθαγόρειες αλήθειες. Μάλιστα πολλοί κατηγορούσαν τόσο τον Εμπεδοκλή όσο και τον Φιλόλαο, ότι εξαιτίας τους άλλαξε η «πολιτική» της πυθαγόρειας σχολής και ότι μέχρι εκείνους όλοι οι πυθαγόρειοι μπορούσαν να παρακολουθούν τις συζητήσεις. Αποτέλεσμα όμως τις δικής τους απρέπειας και της ανικανότητας στο να μην αποκαλύπτουν το τι λεγόταν μέσα στην σχολή στους αμύητους, ήταν να γίνουν διαχωρισμοί ακόμα και ανάμεσα στους πυθαγορείους και πλέον να μην επεξηγούνται οι εσωτερικές ερμηνείες σε όλους από την αρχή, αλλά μόνο εφόσον αποδείξουν την ικανότητα τους για εχεμύθεια.

Μία άλλη επίπτωση της συμπεριφοράς του ήταν να μη συμμετέχει κανένας ποιητής στην πυθαγόρεια σχολή, αφού «ο Εμπεδοκλής με την ποίησή του δημοσιοποίησε τα μυστικά».

Κάποιοι λένε ότι ο Εμπεδοκλής είχε σαν πρότυπό του στην ποίηση τον Παρμενίδη και άλλοι τον Ξενοφάνη και ότι τον μιμείτο. Ο Εμπεδοκλής πάντως στον τρόπο γραφής του μπορεί να χαρακτηριστεί κυρίως ομηρικός, μια και είχε την ικανότητα να εκφράζεται με περίσσια τέχνη και να χρησιμοποιεί εκπληκτικές μεταφορές.

Έγραψε, τραγωδίες, πολιτικούς λόγους, αλλά και ποιήματα, εκ των οποίων όμως ελάχιστα αποσπάσματα έφτασαν έως τις μέρες μας. Λέγεται ότι ή η αδελφή του ή η κόρη του έκαψαν τα ποιήματα του, αλλά δεν γνωρίζουμε τον λόγο. Ένα από τα πολύ σημαντικά του έργα είναι το «Περί Φύσεως», όπου αναλύει και την κοσμοθεωρία του. Κάποια άλλα έργα του είναι τα: «Καθαρμοί» και «Ιατρικός Λόγος», αν και ειδικά το τελευταίο είναι αβέβαιο ότι είναι γνήσιο.

Ο Εμπεδοκλής αδιαμφισβήτητα είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας αφού συνδύασε την ηράκλεια και την ελεατική προσωκρατική σκέψη. Ο Ηράκλειτος μιλούσε για την αέναη ροή των όντων, ενώ οι Ελεάτες ισχυρίζονταν ότι ο κόσμος είναι το αποτέλεσμα του «Είναι», το οποίο παραμένει ακίνητο και αμετάβλητο, καθώς κι ότι όλη η κίνηση στην ουσία είναι μία ψευδαίσθηση. Ο Εμπεδοκλής από την άλλη ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχει «πραγματική» γένεση και φθορά, αλλά μια διαρκής αλλαγή. Μαζί του άρχισε λοιπόν μία νέα φιλοσοφική εποχή. Μέσα από την ανάλυσή του για την γένεση και την εξέλιξη των οργανικών όντων μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ο πρόδρομος του Δαρβίνου.

Ο κόσμος για αυτόν αποτελείται από 4 βασικά στοιχεία, τα οποία αποκαλεί ριζώματα: πυρ, αέρας, ύδωρ και χώμα. Η ανάμιξη σε διάφορους συνδυασμούς των στοιχείων αυτών και η διάσπασή τους έχει ως αποτέλεσμα τη «γέννηση» ( μέσω της μίξης) και την «φθορά» (μέσω του διαχωρισμού) του κόσμου και των όντων. Ο Εμπεδοκλής αντιστοιχίζει θεούς στα διάφορα στοιχεία. Ο Δίας αντιστοιχείται στη φωτιά, η Ήρα στη γη, ο Αϊδωνέας στον αέρα και η τοπική σικελική θεότητα Νήστι στο νερό. Δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις είναι αυτές που κυριαρχούν στο σύμπαν και επηρεάζουν την όλη κατάσταση: το Νείκος και η Φιλότητα. Η Φιλότητα είναι η δύναμη που ενώνει όλα τα στοιχεία και μέσω αυτής της ενώσεως δημιουργείται ο Σφαίρος, ο οποίος ζει σε μία κατάσταση μακαριότητας. Ωστόσο, μέσα του πάντα καραδοκεί το Νείκος, το οποίο σταδιακά τον διασπάει και οδηγούμαστε στην ακοσμία. Μετά, όμως, χάρη στην φιλότητα, όλα τα στοιχεία έχουν πάλι την τάση να ξαναενωθούν από την αρχή. Αυτή, επομένως, είναι η συνεχόμενη και αέναη παλινδρομούσα κίνηση μεταξύ Φιλότητας και Νείκου.

Ο Εμπεδοκλής πιστεύει πάνω από όλα στον άνθρωπο, αν και συνειδητοποιούσε ότι οι ικανότητές του είναι περιορισμένες και ότι δεν μπορεί να εμπιστεύεται τις αισθήσεις του για να του αποκαλύψουν την αλήθεια. Θεωρεί όμως ότι μέσα από την γνώση και την «ανάμνηση» θα καταφέρει να εξυψωθεί από το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται. Εδώ ακριβώς είναι που μπορούμε να εντοπίσουμε ξεκάθαρα τον πυθαγόρειο επηρεασμό στην φιλοσοφία του, καθώς και στο γεγονός ότι πιστεύει ότι η ψυχή παίρνει την μορφή ζώων και φυτών.

Ήταν ένας εκπληκτικός γιατρός και έκανε πολλά θαύματα. Όπως το να στρέψει τα νερά δύο ποταμών διώχνοντας με αυτόν τον τρόπο έναν λοιμό που είχε πέσει πάνω σε κάποια πόλη. Στους μαθητές του υποσχόταν να τους μάθει τα φάρμακα που σταματούν τα κακά και που απομακρύνουν από πάνω μας τα γερατειά, καθώς και να τους δείξει τον τρόπο ώστε να επηρεάζουν τη βροχή και τους ανέμους. Ένα εκ των πιο σημαντικών θαυμάτων του (που συσχετίζεται και με την παραφιλολογία γύρω από τον δικό του θάνατο) είναι αυτό της άπνοης γυναίκας. Λένε λοιπόν ότι ο Εμπεδοκλής διατήρησε άφθαρτο το σώμα μια ακραγαντινής γυναίκας, της Πάνθειας, που δεν είχε πνοή και σφυγμό για 30 ημέρες και εν συνεχεία την επανάφερε στη ζωή. Μετά από αυτό το γεγονός έκανε θυσία στο χωράφι του Πεισιάνακτος εν παρουσία φίλων που είχαν μαζευτεί για να γλεντήσουν την ανάσταση. Λόγω της κούρασης από το γλέντι όλοι κοιμήθηκαν εκεί, αλλά το πρωί που ξύπνησαν δεν βρήκαν πουθενά τον Εμπεδοκλή. Κάποιος ισχυρίστηκε ότι τα μεσάνυχτα ακούστηκε μία φωνή να καλεί τον Εμπεδοκλή και μετά υπήρξε μία λάμψη. Κάπως λοιπόν έτσι γεννήθηκε η πίστη ότι οι θεοί πήραν κοντά τους τον Εμπεδοκλή τον οποίον θεοποίησαν. Μία άλλη εκδοχή της ίδιας ιστορίας είναι ότι η γυναίκα δεν ήταν νεκρή αλλά απλά ξεγραμμένη από τους γιατρούς και ο Εμπεδοκλής πάρα ταύτα την έσωσε. Μετά λοιπόν από την θυσία που έκαναν για να γιορτάσουν το γεγονός, ο Εμπεδοκλής έπεσε στον ηφαίστειο της Αίτνας για ενισχύσει το πιστεύω ότι ήταν θεός. Πάντως υπάρχουν και πιο απλές εξηγήσεις για το τέλος της ζωής του. Όπως ότι ενώ πήγαινε σε μία γιορτή στη Μεσσήνη έπεσε κι έσπασε το πόδι του, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να αρρωστήσει και να πεθάνει κι ότι υπάρχει ο τάφος του στα Μέγαρα. Ή ότι εξαιτίας γερατειών γλίστρησε στην θάλασσα κι έτσι απεβίωσε. Μια τελική εκδοχή ήταν ότι για πολιτικούς λόγους (λόγω των αντιδράσεων των απογόνων των εχθρών του που δεν τον ήθελαν πλέον στον Ακράγαντα) κατέφυγε στην Πελοπόννησο όπου και θεωρούν ότι πέθανε, χωρίς όμως να γνωρίζουμε για το που βρίσκεται ο τάφος του. Εξίσου υπάρχουν πολλές εικασίες για το πόσο χρονών ήταν όταν απεβίωσε. Ο Αριστοτέλης μας ενημερώνει ότι πέθανε 60 χρονών, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι ήταν 77 ή ακόμα κι ότι έφτασε να γίνει 109. Όποια πάντως και να είναι η αλήθεια για τον τρόπο θανάτου του ή για την ηλικία του, ένα παραμένει αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι ο Εμπεδοκλής είναι ένας από τους ανεπανάληπτος έλληνες φιλοσόφους που τόσο η ζωή όσο και η φιλοσοφία τους εξυμνείται και σχολιάζεται έως τις μέρες μας.

Σάμος, περ. 342 – 271 π.Χ.

 

Γεννήθηκε στη Σάμο από γονείς Αθηναίους κληρούχους.

Διακεκριμένος φιλόσοφος, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ίδρυσε δική του σχολή. Επρέσβευε ότι η μόνη αρχή των πραγμάτων είναι η ύλη. Έξω απ’ αυτήν δεν υπάρχει παρά μόνο το κενόν. Σύμφωνα με την υλιστική αυτή θεωρία του το μόνο απόλυτο αγαθό είναι η «ηδονή», όχι όμως η στιγμιαία, αλλά η διαρκής, το μόνο δε απόλυτο κακό η «αλγηδών». Ο πόνος, δηλαδή, και η χαρά είναι οι δύο πόλοι, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται εναλλασσόμενος ο βίος των θνητών. Για το λόγο αυτό οι πνευματικές ηδονές πρέπει να προτιμώνται από τις σωματικές. Είναι διαρκέστερες και εκλεκτές.

Ιεράπολη Φρυγίας, περ. 50 – 120 μ.Χ.

 

Έλληνας στωικός φιλόσοφος.

Γεννήθηκε στην Ιεράπολη της Φρυγίας.

Υπήρξε σύγχρονος του Νέρωνος και του Τραϊανού, ήταν δε δούλος του Επαφροδίτου, και έζησε στις αρχές ως δούλος στη Ρώμη, όπου άκουσε τα μαθήματα του στωικού φιλοσόφου Μουσωνίου.

Παροιμιώδης ήταν η αταραξία του και η στωικότητά του. Λέγεται, ότι ο κύριός του, για να δοκιμάσει την απάθεια του Επίκτητου, έκοβε τις σάρκες τις κνήμης του με κοπτερό όργανο. Τότε ο δούλος φιλόσοφος στράφηκε και είπε απαθώς στο βασανιστή του: «θα την θραύσης». Και όταν αληθινά, του έσπασε το κόκαλο, ο Επίκτητος συμπλήρωσε: «Σου το είπον». Από τότε έμεινε χωλός.

Απελευθερώθηκε με εξαγορά και έγινε διδάσκαλος της φιλοσοφίας στη Ρώμη, απ’ όπου εκδιώχθηκε περί το 90 μ.Χ., ύστερα από διαταγή του Δομιτιανού. Αποσύρθηκε στη Νικόπολη της Ηπείρου και εκεί συγκέντρωσε τους πολυπληθείς μαθητές του, που είχαν συρρεύσει από τη Ρώμη. Συνέχισε τη διδασκαλία του, θαυμαζόμενος για την απλότητα και την άκρα λιτότητά του.

Ο Επίκτητος υπήρξε ένας από τους πιστότερους ερμηνευτές του καθαρού στωικισμού.

Έργα:

  • Διατριβαί
  • Εγχειρίδιον

Κρήτη, περ. 7ος – 6ος αι. π.Χ.

 

Θεολόγος και θαυματοποιός στην Ελλάδα των αρχαϊκών χρόνων, για τον οποίο όλες οι πληροφορίες που έχουμε παρουσιάζουν τον χαρακτήρα του θρύλου. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στη Φαιστό της Κρήτης και από τα γεγονότα, με τα οποία τον συνδέει η παράδοσ,η εμφανίζεται να έζησε από 150 μέχρι 300 χρόνια. Στην Αθήνα ήταν γνωστός ως φίλος του Σόλωνος, που όχι μόνο καθάρισε την πόλη από το Κυλώνειον άγος, αλλά και προετοίμασε τον λαό για τα νομοθετικά μέτρα του Σόλωνος, που αφορούσαν στη σοβαρότητα της λατρείας και τον εξευγενισμό των σχετικών με το πένθος συνηθειών.

Παραδιδόταν, όμως, και μία δεύτερη επίσκεψή του στην Αθήνα, δέκα χρόνια πριν από την περσική εισβολή. Κατά την επίσκεψη αυτή εγκαινίασε θυσίες που υπέδειξε ο Απόλλων και προείπε την περσική επίθεση, καθώς και μια τρίτη πρόσκλησή του από τον Νικία, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ύστερα από υπόδειξη των Δελφών. Έλεγαν, επίσης, ότι πραγματοποίησε κάθαρση και στη Δήλο και άλλες πόλεις. Τον τάφο του έδειχναν στην πόλη τους οι Αργείοι, λέγοντας ότι το σώμα του το πήραν από τους Λακεδαιμονίους που τον σκότωσαν σε πόλεμο με τους Κνωσίους, διότι δεν προφήτευσε αίσια γι’αυτούς, όσο και οι Σπαρτιάτες μέσα στο παλιό τους εφορείο.

Στον Επιμενίδη αποδίδονταν υπερφυσικές ιδιότητες. Έτσι παραδιδόταν ότι κοιμήθηκε για 50 χρόνια μέσα σε ένα σπήλαιο, ότι μπορούσε να απέχει από κάθε τροφή και ότι ξαναγύρισε περισσότερες φορές στη ζωή ή ότι η ψυχή του μπορούσε, όταν ήθελε, να περιπλανάται έξω από το σώμα του. Τον καθαρμό της Αθήνας από το Κυλώνειον άγος πέτυχε αφήνοντας από τον Άρειο Πάγο (όπου κατοικούσαν οι Ευμενίδες) άσπρα και μαύρα πρόβατα, που έπρεπε να θυσιάσουν οι Αθηναίοι στους θεούς, εκεί που θα πρωτοκάθιζαν. Στον Επιμενίδη αποδίδονταν ακόμη γραπτά κείμενα, μια θεογονία και ένα κείμενο χρησμών.

Όλα αυτά τα στοιχεία κατατάσσουν τον Επιμενίδη στο θρησκευτικό-πρακτικό πνευματικό ρεύμα που επικράτησε στις ελληνικές πόλεις μετά την ακμή του έπους, όπου η λαϊκή, προγονική σοφία συνδυάστηκε με μία ενθουσιαστική θρησκευτικότητα της οποίας οι εκπρόσωποι, όπως ο Αριστέας, ο Άβαρις, ο Επιμενίδης και άλλοι χρησμολόγοι τέθηκαν κάτω από την προστασία του Απόλλωνος Πυθίου και Πατρώου, του θεού που ίδρυσε τις αποικίες, επομένως τις πόλεις και τα γένη τους.

Η παράδοση αυτή, που εκδηλώνεται χαρακτηριστικά στα γνωμικά των «σοφών» -ο Επιμενίδης θεωρήθηκε ένας από τους επτά σοφούς στη θέση του Περιάνδρου- της αρχαϊκής περιόδου, χαρακτηρίστηκε συγγενής με τα σαμανικά θρησκευτικά ρεύματα και συνδέθηκε με επιδράσεις από τις περιοχές του Εύξεινου Πόντου, όπου ιδρύθηκαν κατά τον δεύτερο αποικισμό ελληνικές πόλεις.

Όμως, το πρακτικότερο πνεύμα που επικράτησε σε συνδυασμό με μια λαϊκότερη ηθική παράδοση στη διευρυνόμενη ελληνική κοινωνία, προσφέρει μια καθολικότερη ερμηνεία του ρεύματος αυτού, που καταλήγει στους Ορφικούς και στον Πυθαγόρα.

Η παράδοση ήθελε τον Επιμενίδη γιο της νύμφης Βάλτης και νέον Κούρητα, θεοφιλή και σοφόν περί τα θεία την ενθουσιαστικήν και τελεστικήν σοφίαν (αγαπημένο των θεών και βαθύ γνώστη των θεϊκών πραγμάτων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την άμεση μέθεξη στο θείο και την εξυπηρέτησή της με τελετουργικές πράξεις).

Συρακούσες, 530 –  440 π. Χ.

 

Φιλόσοφος και ποιητής κωμωδιών. Γεννήθηκε στην Κω. Νεαρός μετοίκισε στα Μέγαρα της Σικελίας και ύστερα στις Συρακούσες, όπου φιλόμουσοι και μορφωμένοι τύραννοι, ο Γέλων και ο Ιέρων, υπέθαλπαν δραματικούς και μουσικούς αγώνες, στο μεγαλοπρεπές θέατρο που είχαν οικοδομήσει. Αυτό συνετέλεσε ώστε να διαπρέψει η ποιητική μεγαλοφυΐα του Επίχαρμου. Οι Συρακούσιοι τον αγάπησαν και τον τίμησαν με ανδριάντα. Λόγω του καθεστώτος που, επί πλέον, τον είχε προστατεύσει, ο Επίχαρμος δεν αναμίχθηκε στα πολιτικά, ούτε διακωμώδησε πολιτικές καταστάσεις, όπως ο Αριστοφάνης.

Διακωμωδούσε απλώς ανθρώπινα ελαττώματα και ιδίως τη μωρία, τα ατοπήματα, που επισυμβαίνουν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Πρώτος ο Επίχαρμος διακωμώδησε από σκηνής τον μέθυσο. Εκτός από τη θεατρική του δεινότητα, ο ποιητής, επέδειξε και φιλοσοφικές τάσεις, μορφώθηκε πολύ και επηρεάσθηκε από την πυθαγόρεια φιλοσοφία. Γι’ αυτό και οι κωμωδίες του είναι γεμάτες από φιλοσοφικές ιδέες και αποφθέγματα, που δεν στρέφονταν μόνο στα θέματα της ηθικής, αλλά και στα μεταφυσικά προβλήματα, όπως τη θεογονία, τη δημιουργία του κόσμου, περί ψυχής κλπ. Στον Επίχαρμο αποδίδονται 36 έως 52 κωμωδίες, το περιεχόμενό του δε, ως λέγεται, μόνο με το περιεχόμενο των τραγωδιών του Ευριπίδη μπορεί να συγκριθεί.

Ο Ευριπίδης πολύ ωφελήθηκε από τον Επίχαρμο, ο δε Πλάτων θεωρεί τον Επίχαρμο κορυφαίο των κωμικών για τις φιλοσοφικές γνώμες με τις οποίες διαπότισε όλα τα έργα του, από τα οποία, δυστυχώς, μόνο αποσπάσματα διασώθηκαν.

Κυρήνη, 276 π.Χ. – Αλεξάνδρεια 194 π.Χ.

 

Ο Ερατοσθένης ήταν αρχαίος Έλληνας μαθηματικός, γεωγράφος, αστρονόμος, γεωδαίτης, ιστορικός και φιλόλογος. Θεωρείται ο πρώτος που υπολόγισε το μέγεθος της Γης και κατασκεύασε ένα σύστημα συντεταγμένων με παράλληλους και μεσημβρινούς. Ακόμα κατασκεύασε ένα χάρτη του κόσμου, όπως τον θεωρούσε. Για τις θεωρίες του περί γεωγραφίας κατηγορήθηκε αργότερα από τον Στράβωνα, ότι δεν παρείχε τις αναγκαίες αποδείξεις.

Αν και ο Ερατοσθένης γεννήθηκε στην Κυρήνη (στη σημερινή Λιβύη), έζησε, εργάστηκε και πέθανε στην Αλεξάνδρεια, πρωτεύουσα της πτολεμαϊκής Αιγύπτου.

Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και ισχυριζόταν ότι επίσης σπούδασε για κάποια χρόνια στην Αθήνα. Το 236 π.Χ. ορίστηκε από τον Πτολεμαίο τον Γ΄ τον Ευεργέτη ως βιβλιοθηκάριος της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, διαδεχόμενος τον Ζηνόδοτο. Από το 234 π.Χ. και επί περίπου 40 χρόνια διετέλεσε υπεύθυνος της περίφημης αυτής βιβλιοθήκης, διδάσκοντας στο Μουσείο της.

Δεν νυμφεύθηκε ποτέ. Το 194 π.Χ. τυφλώθηκε και ένα χρόνο αργότερα σταμάτησε να τρώει και πέθανε. Δεν μπόρεσε να αντέξει τη στέρηση της ανθρώπινης γνώσης που του επέβαλε η τύφλωση.

Έκανε αρκετές σημαντικές συνεισφορές στα μαθηματικά και ήταν φίλος του σπουδαίου μαθηματικού Αρχιμήδη. Γύρω στο 225 π.Χ. εφηύρε τον σφαιρικό αστρολάβο, που τον χρησιμοποιούσαν ευρέως μέχρι τον 18ο αιώνα.

Αναφέρεται από τον Κλεομήδη στο Περί της Κυκλικής του Κινήσεως των Ουρανίων Σωμάτων ότι, γύρω στο 240 π.Χ. υπελόγισε την περιφέρεια της Γης χρησιμοποιώντας το ύψος του Ηλίου κατά το θερινό ηλιοστάσιο σε δύο διαφορετικά γεωγραφικά σημεία, που όμως βρίσκονταν στον ίδιο (περίπου) μεσημβρινό: κοντά στην Αλεξάνδρεια και στη νήσο Ελεφαντίνη -όπου ο Ήλιος ήταν στο ζενίθ του ουρανού- κοντά στη Συήνη (σημερινό Ασουάν, Αίγυπτος).

Ο Ερατοσθένης υπολόγισε την περιφέρεια της Γης σε 252.000 στάδια. Δεν ξέρουμε όμως την ακρίβεια της μέτρησης, καθώς δεν ξέρουμε ποιο είδος σταδίου χρησιμοποίησε. Αν χρησιμοποίησε το αττικό στάδιο (184,98 μέτρα), τότε υπολόγισε την περιφέρεια σε 46.615 χιλιόμετρα. Αν χρησιμοποίησε το οδοιπορικό στάδιο (157,50 μέτρα), τότε την υπολόγισε σε 39.690 χιλιόμετρα, που είναι αρκετά καλός υπολογισμός, με δεδομένο ότι σήμερα υπολογίζεται σε 40.007,86 χιλιόμετρα, ενώ στη Γαλλική Επανάσταση είχε οριστεί να είναι 40.000 χιλιόμετρα.

Ήταν ο πρώτος που υποστήριξε ότι η Γη είναι μια σφαίρα που βρίσκεται στο κέντρο του Σύμπαντος, το οποίο περιστρέφεται με συχνότητα εικοσιτεσσάρων ωρών.

Επινόησε επίσης το σύστημα των γεωγραφικών παραλλήλων.

Διατύπωσε την υπόθεση ότι είναι δυνατό να ταξιδέψουμε κατά μήκος μιας γεωγραφικής παραλλήλου, ξεκινώντας από την Ιβηρία και να φτάσουμε έως την Ινδία, διαπλέοντας τον Ατλαντικό Ωκεανό. Ο Στράβων, που διέσωσε και μας μετέφερε την θεωρία αυτή, προσέθεσε μάλιστα, ότι στο ταξίδι αυτό ίσως να συναντούσαμε νέα άγνωστα μέρη ξηράς.

Επίσης, εφηύρε έναν τρόπο υπολογισμού των πρώτων αριθμών γνωστό ως κόσκινο του Ερατοσθένη.

Ο όρος Γεωγραφία αποδίδεται στον Ερατοσθένη.

Ένα από τα πιο σημαντικά πειράματα που πραγματοποιήθηκε στην ιστορία της ανθρωπότητας ήταν η μέτρηση της περιφέρειας της Γης από τον Ερατοσθένη τον 3 π.Χ. αιώνα. Ο Ερατοσθένης πληροφορήθηκε ότι στη Συήνη (σημερινό Ασουάν) ο ήλιος κατά το μεσημέρι του θερινού ηλιοστασίου ρίχνει τις ακτίνες του κάθετα στον ορίζοντα και φωτίζει τον πυθμένα ενός πηγαδιού. Την ίδια στιγμή στην Αλεξάνδρεια οι ακτίνες του ηλίου σχηματίζουν μια γωνία 7,2ο με την κατακόρυφο του τόπου. Στη συνέχεια μέτρησε την απόσταση Αλεξάνδρειας – Συήνης και υπολόγισε, όπως φαίνεται στο σχήμα που ακολουθεί, με αξιοζήλευτη ακρίβεια την περιφέρεια της γης.

Αθήνα, 3ος αιώνας π.Χ.

 

Αθηναίος ποιητής της Μέσης Κωμωδίας. Από τον Αθήναιο είναι γνωστοί οι τίτλοι τριών έργων του:

  • Αίολος
  • Μελίβοια
  • Πελαστής

Κνίδος, περ. 406 – 355 π.Χ.

 

Εξοχότερος από τους μαθηματικούς και αστρονόμους της εποχής του Πλάτωνος, ο Εύδοξος ο Κνίδιος (Κνίδος, Μικρά Ασία, περίπου 400 π.Χ. – Κνίδος, περίπου 350 π.Χ.), προώθησε σημαντικά τη θεωρία των αριθμών πέρα από την πυθαγόρεια παράδοση, αποδεικνύοντας την ύπαρξη ασύμμετρων μεγεθών και επινοώντας διάφορες τεχνικές για τη μέτρηση καμπύλων επιφανειών. Επί πλέον, με το σύστημα των ομόκεντρων σφαιρών που επινόησε, έδωσε την πρώτη συστηματική εξήγηση των κινήσεων του Ηλίου, της Σελήνης και των πλανητών, τονίζοντας για μια ακόμη φορά την επιμονή των αρχαίων Ελλήνων στη σφαιρική τελειότητα. Εισήγαγε επίσης τη γεωμετρία στην επιστήμη της αστρονομίας και τόνισε πρώτος την απαραίτητη αλληλεπίδραση μεταξύ παρατηρήσεων και θεωρίας που χαρακτηρίζει από τότε την ανάπτυξη της αστρονομίας.

Ο Εύδοξος, γιος του Αισχίνη, σπούδασε μαθηματικά και ιατρική σε μια σχολή, της οποίας η φήμη συναγωνιζόταν τη σχολή του Ιπποκράτη του Κώου. Ένας πλούσιος γιατρός, εντυπωσιασμένος από τις ικανότητές του, του πλήρωσε τα έξοδα μετάβασης στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ακαδημία του Πλάτωνος. Έζησε δεκαέξι μήνες στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νεκτανεβώ Α’ (380 – 363 π.Χ.). Στην Ηλιόπολη, ένα σημερινό προάστιο του Καΐρου, μυήθηκε στη σοφία του ιερατείου, η οποία ενέκλειε και την αστρονομία. Εκεί έγραψε και την Οκταετηρίδα, το πρώτο του σημαντικό έργο, το οποίο αναφερόταν σε ένα ημερολόγιο βασισμένο σε έναν οκταετή κύκλο, ίσως μετά από μελέτη του πλανήτη Αφροδίτη. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην περιοχή της θάλασσας της Προποντίδας επαγγελλόμενος τον δάσκαλο και μετά επέστρεψε στην Αθήνα, όπου απέκτησε μεγάλη φήμη σε όλη την Ελλάδα ως νομοθέτης. Τα λίγα βιογραφικά του στοιχεία μας είναι γνωστά κυρίως από τα κείμενα του Διογένη του Λαέρτιου τον 3ο μ.Χ. αιώνα.

Οι δύο βασικές συνεισφορές του Ευδόξου στα μαθηματικά είναι η θεωρία των αναλογιών, που βρίσκεται στο βιβλίο V, και η μέθοδος της εξάντλησης στο βιβλίο ΧΙΙ. Ο φιλόσοφος Πρόκλος αποδίδει τη θεωρία των αναλογιών στον Εύδοξο και ο Αρχιμήδης του αποδίδει τη μέθοδο της εξάντλησης. Είναι επίσης πιθανό ότι η αξιωματική μέθοδος του Ευκλείδη αναπτύχθηκε αρχικά από τον Εύδοξο.

Αν και η γεωμετρική μέθοδος υπολογισμού της απόστασης της Γης από τον Ήλιο και της απόστασης της Γης από τη Σελήνη συνήθως αποδίδεται στον Αρίσταρχο τον Σάμιο (άκμασε στον 3ο π.Χ. αιώνα), υπάρχει μια πιθανότητα να είχε ανακαλυφθεί από τον Εύδοξο. Ο Εύδοξος έδωσε λύση σε ένα άλλο αστρονομικό πρόβλημα, δηλαδή στη μαθηματική εξήγηση των φαινομένων κινήσεων του Ηλίου, της Σελήνης και των πέντε γνωστών πλανητών. Τα επτά ουράνια σώματα είχαν την ακόλουθη σειρά απόστασης από την ακίνητη Γη: Σελήνη, Ερμής, Αφροδίτη, Ήλιος, Άρης, Δίας και Κρόνος.

Ο Εύδοξος κατασκεύασε ένα μοντέλο από 27 σφαίρες. Πάνω στην εξωτερική σφαίρα τοποθέτησε όλα τα σταθερά άστρα για να λάβει υπ’ όψιν του την ημερήσια κίνησή τους από Ανατολάς προς Δυσμάς. Επινόησε ένα σύνολο αλληλοσυνδεδεμένων σφαιρών για κάθε ένα από τα υπόλοιπα ουράνια σώματα, δηλαδή τρεις σφαίρες για τον Ήλιο, τρεις για τη Σελήνη και τέσσερεις για κάθε έναν από τους υπόλοιπους πέντε πλανήτες. Η κίνηση του κάθε πλανήτη ήταν στη μεσαία από τις τρεις σφαίρες της. Η κάθε σφαίρα είχε την κατάλληλη αξονική κλίση και περιστροφική ταχύτητα. Η εξωτερική σφαίρα περιέγραφε την ημερήσια κίνηση από Ανατολάς προς Δυσμάς.

Μετά τον θάνατό του, το 350 π.Χ. περίπου, οι θεμελιώδεις συνεισφορές του Ευδόξου στη γεωμετρία και στη θεωρία αριθμών οδήγησαν τα μαθηματικά των αρχαίων Ελλήνων σε νέες εξελίξεις μεγάλης διάρκειας, όπως φαίνεται, λόγου χάρη, από το έργο του Αρχιμήδη. Ο Εύδοξος εισήγαγε στην αστρονομία την άποψη ότι μια ομοιόμορφη κυκλική κίνηση μπορεί να εξηγήσει τις μη κανονικές κινήσεις όλων των ουρανίων σωμάτων, μία άποψη που, μετά τη συμπλήρωσή της από τις επικυκλοειδείς καμπύλες του Πτολεμαίου, επικράτησε μέχρι τον 17ο αιώνα, δηλαδή την εποχή του Κέπλερ. Η αντίληψη του Ευδόξου για την κυκλική κανονικότητα υπάρχει ακόμη στα σύγχρονα μαθηματικά, όπως, π.χ., στον περιοδικό χαρακτήρα των απειροσειρών.

Πάρος, 5ος αιώνας π.Χ.

 

Ήταν σοφιστής και ελεγειακός ποιητής.

Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αναφέρουν συχνά με το όνομα αυτό κάποιον σοφιστή που ήταν και ποιητής, και ειδικότερα ποιητής ελεγειών. Στα αποσπάσματα που σώζονται από το έργο του, φαίνεται ότι ο Εύηνος καλλιεργούσε την εξελιγμένη μορφή της αρχαίας ελεγείας, η ποίησή του, δηλαδή, είχε στενή σχέση με τον σοφιστικό πεζό λόγο.

Πιθανώς πέθανε λίγο μετά το θάνατο του Σωκράτη.

Ελέα, Ιταλία, (5ος αιώνας π.Χ.)

 

Ο Ζήνων γεννήθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. στην Ελέα της Ιταλίας και υπήρξε μαθητής του Παρμενίδη. Ο Αριστοτέλης τον χαρακτήρισε πατέρα της διαλεκτικής και άσκησε δυναμική κριτική στο έργο του. Ο Πλάτων στον διάλογο του «Παρμενίδης» αναφέρει την επίσκεψη του Ζήνωνα και του δασκάλου του Παρμενίδη στην Αθήνα για τα μεγάλα Παναθήναια. «Οι δύο τους κατέλυσαν το σπίτι του Πυθόδωρου, έξω από τα τείχη, στον Κεραμεικό. Εκεί, πήγε ο Σωκράτης και πολλοί άλλοι μαζί του, θέλοντας να ακούσουν το σύγγραμμα του Ζήνωνα, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ο Παρμενίδης και ο Ζήνων το έφεραν στην Αθήνα. Εκείνη την εποχή ο Σωκράτης ήταν ακόμα πολύ νέος» Πλάτων, Παρμενίδης 127α.

Το περίφημο σύγγραμμα του Ζήνωνα είναι, ίσως, το μοναδικό συγγραφικό έργο του Ελεάτη φιλόσοφου. Η μορφή του συγγράμματος ήταν σαν ένα φιλοσοφικό αινιγματολόγιο με έντονη σπιρτάδα στη γραφή του και πολλά παράδοξα παραδείγματα. Ο Ζήνων, υποστηρίζοντας την θέση του δάσκαλου του -Παρμενίδη- επιμένει στην ύπαρξη του ενός Όντος και απορρίπτει την ύπαρξη πολλών πραγμάτων.

Στους συλλογισμούς του χρησιμοποιούσε την μέθοδο της «ατόπου απαγωγής» για να αποδείξει την ορθότητα των λόγων του. Με μία σειρά αντίθετες σκέψεις οδηγούσε τον ακροατή στο συμπέρασμα που ήθελε να καταλήξει. Ο Σιμπλίκιος στο έργο του εις Φυσικά μας παραδίδει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της σκέψης του Ζήνωνα, “Αν υπάρχουν πολλά, τότε αναγκαία είναι όσα είναι, ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα. Αν όμως είναι όσα είναι, τότε είναι πεπερασμένα. Αν υπάρχουν πολλά, τότε τα πράγματα που υπάρχουν είναι άπειρα, γιατί πάντα υπάρχουν και άλλα πράγματα ανάμεσα στα όσα υπάρχουν, και ανάμεσα σ’ εκείνα πάλι άλλα. Επομένως, τα πράγματα που υπάρχουν είναι άπειρα.”

Υπάρχουν αναφορές από τον Αριστοτέλη πως ο Ζήνων έγραψε ένα ακόμη βιβλίο που συμπεριλάμβανε τα παράδοξα της κίνησης, τα παράδοξα του μεδίμνου και το παράδοξο της θέσης. Ο στόχος των περισσοτέρων παραδειγματικών σκέψεών του ήταν η απόδειξη της ακινησίας των σωμάτων, μια θεωρία εντελώς αντίθετη με την Ηρακλείτια θέση της συνεχούς κίνησης. Εδώ γίνονται σαφής οι διαφορές Ελεατικής και Ιωνικής σχολής. Αν και δεν ξέρουμε τον συλλογισμό που ακολουθούσε στα συγγράμματα του μπορούμε να ορίσουμε πως τα παράδοξα της κίνησης που περιγράφονται από τον Αριστοτέλη στα Φυσικά χωρίζονται σε δύο ζευγάρια : 1) στο “Στάδιο” και τον “Αχιλλέα” όπου ο Ζήνωνας δεχόταν πως ο χώρος και ο χρόνος διαιρούνται επ‘ άπειρον και 2) στο “Βέλος” και τις “Κινούμενες σειρές” όπου δεχόταν ότι ο χώρος και ο χρόνος αποτελούνται από αδιαίρετα κλάσματα. Ο Ζήνωνας μέσα από αυτούς τους συλλογισμούς φαίνεται να ορίζει την ιδέα, πρώτον της απόλυτης κίνησης και δεύτερον της σχετικής κίνησης των σωμάτων.

Ο Ζήνων πέρα από το φιλοσοφικό του έργο αποτελούσε και εξαιρετικό πολιτικό πρόσωπο που αγαπούσε την πατρίδα του και θυσιάστηκε στην προσπάθεια καταστολής της τυραννίας στην πόλη του. Οι μαρτυρίες για τον θάνατο του Ζήνωνα είναι συγκλονιστικές και αναφέρονται από τον Διογένη Λαέρτιο στο 9ο βιβλίο του: “Όπως αναφέρει ο Ηρακλείδης στη “Σατύρου επιτομή”, θέλησε να ανατρέψει τον τύραννο Νέαρχο -άλλοι λένε τον Διομέδοντα- και συνελήφθη. Στη διάρκεια της δίκης, όταν τον ρώτησαν για τους συνεργούς του και για τα όπλα που είχε πάει στη Λιπάρα, αποκάλυψε όλους τους φίλους του τύραννου με σκοπό να τον αφήσει μόνο του. Έπειτα, είπε πως κάτι είχε να του πει για κάποιους κρυφά στο αυτί και τότε του το δάγκωσε και δεν άφησε μέχρι που τον σκότωσαν.

Ο Αντισθένης στις “Διαδοχές” λέει πως, αφού αποκάλυψε τους φίλους, ρωτήθηκε από τον τύραννο, αν υπήρχε και κάποιος άλλος. Τότε απάντησε “εσύ, ο καταστροφέας της πόλης”. Στους παρευρισκόμενους είπε: “Θαυμάζω την δειλία σας, αν εξαιτίας αυτών, που τώρα υπομένω, είστε δούλοι του τύραννου”. Τέλος, έκοψε τη γλώσσα του και του την έφτυσε κατάμουτρα. Ενθαρρυμένοι απ’ αυτό οι συμπολίτες του σκότωσαν τον τύραννο. Τα ίδια σχεδόν λένε οι περισσότεροι. Ο Έρμιππος λέει ότι τον έριξαν σε πέτρες που χρησίμευαν για άλεσμα και κομματιάστηκε.”

Αναμφισβήτητα, ο Ζήνωνας είναι ο πιο επίκαιρος προσωκρατικός φιλόσοφος. Ποτέ στο παρελθόν η φιλοσοφία δεν ασχολήθηκε βαθιά με την Ζηνώνεια παραδοξολογία. Η ενασχόληση του Russell και η γοητεία που άσκησαν σε αυτόν και στο μαθηματικό του παράδοξο ο Ζήνωνας όσο και ο δάσκαλος του Παρμενίδης, ορίζουν την απαρχή μίας σύγχρονης μελέτης στο έργο αυτού του μεγάλου Προσωκρατικού. Είναι φανερό πως ο Ζήνωνας αποφασιστικά επέδρασε στην διαμόρφωση της ατομικής θεωρίας τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο όπως επίσης και τους σοφιστές Γοργία (Περί του μη όντος) και Πρωταγόρα. Η Οντολογική μεθοδολογία του Ζήνωνα και του δάσκαλου του Παρμενίδη εμπνέει τον ώριμο Πλάτωνα και διαμορφώνει όλη την Οντολογία μέχρι τον Πλωτίνο και τους περισσότερους Νεοπλατωνικούς.

Κιτίο Κύπρου, 336 – 264 π.Χ.

 

Ιδρυτής της Στωικής φιλοσοφίας. Για τη ζωή του λίγα είναι γνωστά. Πάντως γεννήθηκε στο Κίτιο της Κύπρου και ήταν υιός του εμπόρου Μνασέου, άσκησε δε και αυτός για λίγο το επάγγελμα του εμπόρου. Στην Αθήνα, ο Ζήνων, βρίσκεται κατά τα έτη 315 – 313, όταν πλησίασε τους κυνικούς φιλοσόφους, η επίδραση των οποίων φαίνεται στα πρώτα του έργα. Στα 310 ίδρυσε δική του σχολή στην Αθήνα, με σκοπό να ανυψώσει και να επεκτείνει την κυνική ηθική των σωκρατικών Αντισθένη και Διογένη, στηρίζοντάς την επιστημονικά και συνδέοντάς την με την ηρακλείτειο φυσική και την αριστοτέλειο λογική.

Οι μαθητές του στην αρχή ονομάζονταν Ζηνώνειοι, έλαβαν δε αργότερα το όνομα Στωικοί, από την Ποικίλη Στοά, όπου συνεσχόλαζαν. Ο Ζήνων, ακαταπόνητος εδίδαξε επί μισόν αιώνα και μέχρι του θανάτου του. Έγραψε πολλά έργα, αλλά χάθηκαν όλα. Οι Αθηναίοι και ζωντανό τίμησαν ιδιαίτερα τον Ζήνωνα, και νεκρό, με την ανέγερση μνημείου, του οποίου η επιγραφή δήλωνε ότι η ζωή του φιλοσόφου υπήρξε εντελώς σύμφωνη και συνεπής με τα διδάγματά του. Ο Ζήνων ζούσε σαν ερημίτης, και τρεφόταν συνήθως με ψωμί, μέλι και σύκα. Έπινε δε μόνο νερό.

Κρήτη, 3ος αιώνας π.Χ.

 

Ηδονικός φιλόσοφος της Κυρηναϊκής Σχολής που ίδρυσε ο Αρίστιππος. Υπήρξε, μαζί με τον Αννίκερι, μαθητής του Κυρηναϊκού φιλοσόφου Παραιβάτου, ενώ δίδαξε στην Αλεξάνδρεια επί της βασιλείας του Πτολεμαίου Α’ του Λάγου. Ο Πτολεμαίος όμως του απαγόρευσε να διδάσκει διότι, όπως αναφέρει ο Κικέρων, πολλοί ακροατές του οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία επηρεασμένοι από την διδασκαλία του. Γι’ αυτό φέρεται στην ιστορία της φιλοσοφίας ως Ηγησίας ο Πεισιθάνατος

Αν και σκοπός της Κυρηναϊκής Σχολής ήταν η αναζήτηση της ηδονής, ο Ηγησίας τη θεωρούσε αδύνατη διότι η επίτευξή της δεν εξαρτάται μόνο από εμάς αλλά και από τον παράγοντα της τύχης. Συνιστούσε στους οπαδούς της να αποβάλουν εκούσια τη ζωή τους και να εξασφαλίζουν την απαλλαγή τους από τα γήινα πράγματα. Η απαλλαγή που επέρχεται με τον θάνατο αποτελεί, για τον φιλόσοφο αυτό, το ύψιστο αγαθό της ηδονής. Το μόνο το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει στη ζωή είναι η ψυχική κατάστασή του να μην αισθάνεται πόνο, λύπη, ή απονία, όπως την αποκαλούσε. Η διδασκαλία του βρήκε μεγάλη απήχηση στην Αλεξάνδρεια.

Εξαιτίας των διδασκαλιών του, ωστόσο, ο Πτολεμαίος υποχρεώθηκε να τον εκδιώξει από την πόλη. Ο Ηγησίας συνέγραψε έργο με τίτλο Αποκαρτερών (δηλ. άνθρωπος που δεν μπορεί πια να υποφέρει τη ζωή), στο οποίο αναφέρεται στα δεινά του ανθρώπινου βίου.

Έφεσος, περ. 540 – 475 π.Χ.

 

Ένας εκ των νεωτέρων Ιώνων φυσιολόγων, ο οποίος λόγω της σκοτεινότητας τους ύφους του ονομάσθηκε Σκοτεινός, και σε αντίθεση προς τον γελαστό Δημόκριτο, Κλαίων. Έλαβε μέρος στους πολιτικούς αγώνες της πατρίδας του στο πλευρό πάντα των αριστοκρατικών. Ο αριστοκρατισμός του μάλιστα έφθασε μέχρι να μισήσει άσπονδα τον «Δήμο» και όσους βρίσκονταν με το μέρος του λαού. Η περιφρόνησή του αυτή εστράφη εναντίον πολλών συγχρόνων του και αρχαιοτέρων φιλοσόφων. Παρ’ όλα αυτά θεωρείται ως ένας από τους πιο βαθυστόχαστους φιλοσόφους της αρχαιότητος, ο νεώτερος μάλιστα κόσμος, με την εξέλιξη της φυσικομαθηματικής επιστήμης, τον θεωρεί, μαζί με τον Δημόκριτο, πρόδρομο των φυσικών επιστημών και της ατομικής εποχής μας.

Ο Ηράκλειτος, σε αντίθεση προς τους Ελεάτες φιλοσόφους που είχαν θεσπίσει την ακινησία του είναι, κήρυξε το αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μη ουδέποτε το αυτό μένειν. Κάθε γέννηση, κατά τον Ηράκλειτο, είναι προϊόν των στοιχείων εκείνων της φύσεως που βρίσκονται σε συνεχή διαπάλη και αντίθεση. Από την πάλη των στοιχείων γεννιέται η αρμονία. Δίχως την «εναντιοδρομία» αυτή, όπως την λέγει, δε θα υπήρχε ζωή. Γι’ αυτό και εκθειάζει τον πόλεμο των στοιχείων ως πατέρα των πάντων, και ως κίνητρό τους το πυρ. Περίσσεια θερμότητας σημαίνει περίσσεια κινήσεως και συνειδήσεως. Περίσσεια ψυχρού, σημαίνει ακινησία και νέκρα. Η εποχή μας έχει ρίξει αρκετό φως στις σκοτεινές θεωρίες του Εφέσιου φιλοσόφου.

Αλικαρνασσός, περ. 480 – 420 π.Χ.

 

Διάσημος Έλληνας ιστορικός που επονομάστηκε «πατήρ της ιστορίας». Γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό, δωρική αποικία, από επίσημο γένος. Επειδή, λόγω φθόνου, ο τύραννος Λύγδαμις, σκότωσε το θείο του Ηρόδοτου ποιητή Πανύασι, ο Ηρόδοτος έφυγε στη Σάμο, νήσο ιωνική, εκεί δε άντλησε τη χάρη του γραψίματός του.

Το 454 ξαναγύρισε στην Αλικαρνασσό, και μαζί με στασιαστές, εξεδίωξε τον τύραννο, αλλά και πάλι εγκατέλειψε την πατρίδα του. Το 445 βρισκόταν στην Αθήνα και ήταν φίλος του Περικλή. Στα 444 μετοίκησε μαζί με άλλους αποίκους στους Θουρίους, πόλη που τόσο αγάπησε, ώστε παρέμεινε οριστικά εκεί, εκεί έγραψε κι εκεί πέθανε. Γι’ αυτό ονομάζεται και «Θούριος». Η γιγαντιαία πάλη των Ελλήνων, και ιδίως των Αθηναίων, τον εντυπωσίασαν βαθύτατα. Γι’ αυτό σκέφθηκε να συγγράψει αυτά τα γεγονότα και να τα παραδώσει στους μεταγενέστερους. Αλλά δεν περιορίστηκε στο να περιγράψει πέντε έξι νικηφόρες μάχες, αντίθετα εξέτασε τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν και τη γεωπολιτική πραγματικότητα και τη σύνθεση της αχανούς περσικής αυτοκρατορίας και των λαών που είχαν συγχωνευθεί κάτω από τη δεσποτεία της.

Το ίδιο έκανε και για τις ελληνικές πόλεις, τις έριδές τους, τις αντιζηλίες τους, τους ανταγωνισμούς των. Έτσι, η ιστορία του προοριζόταν να συμπεριλάβει κάθε ιστορική και γεωγραφική επιστήμη των χρόνων εκείνων. Ήταν μια εποποιία με πολλά επεισόδια που τα χρησιμοποιούσε για να εξάρει και να διαφωτίσει τις κύριες ιδέες. Για να μπορέσει να συγγράψει ένα τέτοιο έργο πιο άρτια, αψηφώντας δαπάνες, κόπους, ταλαιπωρίες και κινδύνους, περιηγήθηκε, από ξηρά και θάλασσα, απώτατες χώρες, που έμελλε να περιγράψει. Έτσι έπλευσε το Βόσπορο, περιηγήθηκε τις ελληνικές πόλεις, προχώρησε προς τη Σκυθία και την Κολχίδα, ύστερα πήγε στην Κύπρο, στη Φοινίκη, στη Βαβυλωνία, την Περσία, για να διασχίσει το μέγα περσικό κράτος, από τις παραλίας μέχρι της πρωτευούσης του, και να περιγράψει με ακρίβεια τη βασιλική οδό: Έφεσος – Σάρδεις – Σούσα. Ακόλουθα περιηγήθηκε την Αίγυπτο, θαύμασε τον ανώτατο πολιτισμό της χώρας αυτής και όλα τα θαυμάσια του Νείλου. Επισκέφθηκε όμοια πολλές ελληνικές χώρες, τη Θασσαλία, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και την υπερπόντια Μεγάλη Ελλάδα. Και όλα αυτά τα ταξίδια δεν τα έκανε για εμπορία και πλουτισμό, αλλά από ακατανίκητη επιστημονική φιλομάθεια και περιέργεια.

Ο Ηρόδοτος δεν είναι μόνο ο «πατέρας της ιστορίας», αλλά και ο ιδρυτής της γεωγραφίας και ο σπουδαιότερος περιηγητής της αρχαιότητος. Επειδή δεν γνώριζε τις γλώσσες των ξένων λαών, είχε μαζί του διερμηνείς, αμαθείς ως επί το πολύ, οι οποίοι όμως τον διευκόλυναν κατά κάποιον τρόπο. Όμως κυρίως βασιζόταν στα μάτια του, και όσα έβλεπε, αυτά και περιέγραφε. Ερωτούσε, ερευνούσε, και έλεγχε τις πληροφορίες που του δίδονταν, κάνοντας επιλογή των ειδήσεων. «Πρέπει να λέγω όσα μου λέγουν, ας μη τα πιστεύω όλα». Έτσι έγραψε και πράγματα που αμφισβητούσε, μα που στάθηκαν χρήσιμα για τους μεταγενέστερους.

Πολλές φορές, νεώτεροι περιηγητές, εθνογράφοι, φυσιογράφοι, θαύμασαν την αλήθεια και την ακρίβεια των περιγραφών του Ηρόδοτου. Η Ιστορία του διαιρέθηκε από τους Αλεξανδρινούς λογίους σε εννέα βιβλία, στα οποία εδόθησαν ως τίτλοι, τα ονόματα των Μουσών: Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία και Καλλιόπη. Μέσα σ’ αυτά τα βιβλία, ο Ηρόδοτος, συμπεριέλαβε όλες τις επιφανείς πράξεις των Ελλήνων και βαρβάρων μέσα στο χρονικό διάστημα των 240 ετών.

Η ιστορία του αρχίζει από την αδικία των βαρβάρων, για να τελειώσει στην τιμωρία τους, δηλαδή στην κάθαρση του δράματος, το πνεύμα δε γενικά που τη διέπει είναι το πνεύμα της Νέμεσης. Νηφάλιος όμως, δεν είναι ποτέ σκληρός προς τους εχθρούς, αλλά ευλαβείται τους ηττημένους, εξαίροντας ακόμα και τις αρετές τους. Μια ευπιστία και παιδική αφέλεια, αν μειώνει το κύρος του σαν ιστορικού όμως, τον κάνει επαγωγό στον αναγνώστη.

Έργα:

  • Ιστοριών Α – Κλειώ
  • Ιστοριών Β – Ευτέρπη
  • Ιστοριών Γ – Θάλεια
  • Ιστοριών Δ – Μελπομένη
  • Ιστοριών Ε – Τερψιχόρη
  • Ιστοριών ΣΤ – Ερατώ
  • Ιστοριών Ζ – Πολύμνια
  • Ιστοριών Η – Ουρανία
  • Ιστοριών Θ – Καλλιόπη

Άσκρη Βοιωτίας, 8ος αιώνας π. Χ.

 

Μεγάλος Έλληνας ποιητής, πατέρας του διδακτικού έπους. Γεννήθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας γι’ αυτό και επονομάζεται Ασκραίος. Με τον Ησίοδο η Ελλάδα του όγδοου και έβδομου αιώνα π.Χ. βγαίνει απ’ το σκότος του μύθου και αρχίζει να φωτίζεται ιστορικά. Καλλιεργητής γης κάτω από τον Ελικώνα, τραγούδησε μεταξύ αλετριού και σχόλης του, και απήγγειλε τις ωδές του σε συναθροίσεις και εορτές, δίνοντας συμβουλές κι οδηγίες στους γεωργούς και τους εμπόρους για την καλλιέργεια των αγρών. Τις γνώσεις αυτές τις είχε μεταφέρει από την πιο προοδευμένη Ιωνία, από την οποία μετανάστευσε ο έμπορος πατέρας του αφού πτώχευσε.

Ο Ησίοδος είναι ο πρώτος ποιητής που ενδιαφέρθηκε για την ζωή των απλών ανθρώπων και αυτός που άνοιξε το δρόμο της γήινης πραγματικότητας και της ειρηνικής εργασίας στους αρχαίους βουκολικούς. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, πέθανε στην Άσκρα, όταν η πολίχνη καταστράφηκε από τους Θεσπιείς, και οι κάτοικοι είχαν καταφύγει στον Ορχομενό. Οι Ορχομένιοι αναζητήσαν τα οστά του ποιητού του έπους «Έργα και Ημέραι», τα μετέφεραν στον Ορχομενό και τα έθαψαν στο κέντρο της αγοράς τους, πλάι στον τάφο του τοπικού τους ήρωα Μινύα. Ο Ησίοδος είναι μεταφρασμένος σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.

Έργα:

  • Θεογονία
  • Έργα και ημέραι
  • Ασπίς Ηρακλέους
  • Αποσπάσματα

Μίλητος, περ. 640 – περ. 546 π.Χ.

 

Ο Θαλής γεννήθηκε στη Μίλητο το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ., τότε που ήκμαζαν οι ελληνικές αποικίες της Ιωνίας. Γιός του Εξαμύα (με ευγενική καταγωγή, από το γένος των Θηβών, Κάδμου και Αγήνορα) και της Κλεοβουλίνας (κόρης του Κλεόβουλου του Λίνδιου). Ήταν σύγχρονος των Λυδών βασιλέων Αλυάττη και Κροίσου, του βα­σιλιά των Περσών Κύρου και του Σόλωνα του Αθηναίου. Φιλόπατρις, ενεργός πολιτικά, αναμείχθηκε με τόλμη στα κοινά της Μιλήτου, και ο Ηρόδοτος μαρτυρεί ότι με δική του πολιτική πρωτοβουλία οι ιωνικές πόλεις συνασπίσθηκαν για να αντιμετωπίσουν από κοινού τον Περσικό κίνδυνο. Αργότερα, ήταν αυτός που έσωσε την γενέτειρα του Μίλητο, εμποδίζοντάς την να συνάψει συμμαχία με τον βασιλιά Κροίσο, αφού ο Κροίσος ηττήθηκε από τους Πέρσες.

Αφού για ένα διάστημα ασχολήθηκε με τα πολιτικά πράγματα, άρχισε να ασχολείται με τη σπουδή της φύσης. Ταξίδεψε πολλές φορές και στην Αίγυπτο και στη Μεσοποταμία, όπου διδάχθηκε γεωμετρία και αστρονομία.

Όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, η ηθική φιλοσοφία του Θαλή, έχει ως πυρήνα της την πίστη στον Θεό, στο θεσμό της οικογένειας, την ευπρέπεια και την αληθινή φιλία. Σημαντική θέση στην πρακτική Φιλοσοφία του κατείχε η αυτογνωσία, η προσωπική καλλιέργεια και μόρφωση, καθώς θεωρούσε τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, αναμφισβήτητο δείγμα της ποιότητας του.

Δεν σώζεται κανένα κείμενο του ίδιου του φιλοσόφου, κάτι που ισχύει άλλωστε για τους περισσότερους αντιπροσώπους της Προσωκρατικής Φιλοσοφίας. Πολύτιμη συνεισφορά στην γνώση μας για τον Θαλή αποτελεί ο Αριστοτέλης και οι μαθητές-σχολιαστές του. Σημαντικές πληροφορίες αντλούμε και από την ιστορία του Ηροδότου, από τον Πλάτωνα και τον σχολιαστή του Πρόκλο. Σημαντικά στοιχεία για την ζωή και φιλοσοφία του Θαλή βρίσκουμε στο έργο του Διογένη του Λαέρτιου “Βίοι Φιλοσόφων” (Βιβλίο 1ο).

Ο Θαλής πέθανε σε προχωρημένη ηλικία παρακολουθώντας αθλητικούς αγώνες, εξαιτίας της ζέστης, της δίψας και της εξάντλησης (Φησὶ δ’ Ἀπολλόδωρος ἐν τοῖς Χρονικοῖς -FGrH 244 F 28- γεγενῆσθαι αὐτὸν κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς τριακοστῆς ἐνάτης Ὀλυμπιάδος. ἐτελεύτησε δ’ ἐτῶν ἑβδομήκοντα ὀκτώ, ἤ, ὡς Σωσικράτης φησίν-FHG iv. 501-, ἐνενήκοντα). Οι συμπολίτες του Μιλήσιοι χάραξαν στον τάφο του το εξής επίγραμμα: `Ει ολίγον το μεν σήμα, το δε κλέος ουρανόμηκες`, δηλαδή: Αν και ο χώρος που πιάνει ο τάφος σου είναι μικρός, η δόξα σου εκτείνεται μέχρι τον ουρανό.

 

Ο Θαλής ο Μιλήσιος (635-550 π.Χ.), με τους συντοπίτες του Αναξίμανδρο (611-546 π.Χ.) και Αναξιμένη (585-528 π.Χ.) και τον Ηράκλειτο τον Εφέσιο (554-484 π.Χ.), αποτελούν την Ιωνική Σχολή φυσικής φιλοσοφίας, που συνέλαβε και εξέφρασε το πρώτο φιλοσοφικό ερώτημα της απαρχής των πάντων.

Όπως λέει ο Νίτσε «ο Θαλής διείδε την ενότητα του Όντος και θέλοντας να την εκφράσει, μίλησε για το νερό». Η φράση αυτή συνοψίζει με θαυμαστό τρόπο το δημιουργικό κίνημα του Μιλήσιου, που επινοεί την αρχή των πάντων και την εκφράζει με μια αναλογία, με ένα στοιχείο της φύσης, χωρίς μύθους και αλληγορίες. Η Ομηρική και πρωτομορφική Ορφική παράδοση, για τη δημιουργία του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου σ’ αυτόν, επηρέασε το Θαλή: τον ενέπνευσε ο πατέρας «ωραιοκύματος» Ωκεανός και η μητέρα Τηθύς (το σπέρμα που γεννά και τελικά γονιμοποιεί, είναι σε υγρή μορφή και παράλληλα το μητρικό-αμνιακό υγρό, είναι το υγρό περιβάλλον που αναπτύσσεται η ζωή). Το νερό ήταν η αρχική ουσία από την οποία εκπορεύτηκαν όλες οι άλλες παραλλαγές των όντων. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι τόσο παράλογος όσο φαίνεται, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Η τροφή όλων των όντων είναι υγρή, η θερμότητα δημιουργείται από το νερό και συντηρείται από αυτό, το νερό είναι το βασικό συστατικό κάθε υγρού στοιχείου (Μετά τα Φυσικά Α 3, 983 b 22).
Το πιο σημαντικό του ισχυρισμού όμως είναι ότι περιέχει, έστω και σπερματικά, την μεγάλη πανανθρώπινη ιδέα ότι όλα είναι ένα, ότι όλα έχουν μια κοινή αφετηρία. Ο Νίτσε μίλησε για μια γιγαντιαία γενίκευση: «ο Θαλής ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε την ενότητα του «είναι». Συνάμα ο Θαλής φαίνεται, από ένα κρίσιμο απόσπασμα του Σιμπλίκιου, να θεωρεί την φύση του ύδατος, άπειρη.

Ο Θαλής εισήγαγε τις λέξεις «ψυχή» και «φύση» στη φιλοσοφία: «απεφήνατο πρώτος την ψυχήν, φύσιν αεικίνητον και αυτοκίνητον». Ακόμα και η πέτρα της Μαγνησίας (μαγνήτης) και το ήλεκτρον, έχουν ψυχή «φασὶν αὐτὸν καὶ τοῖς ἀψύχοις μεταδιδόναι ψυχάς, τεκμαιρόμενον ἐκ τῆς λίθου τῆς μαγνήτιδος καὶ τοῦ ἠλέκτρου», όπως επίσης πιστεύει ότι «τον κόσμον έναν και έμψυχον και δαιμόνων πλήρη», αλλά και ότι «το θείον εστί μήτε αρχή έχον, μήτε τελευτήν».

 

Στη Γεωμετρία, ο Θαλής θεωρείται ο εμπνευστής της απόδειξης των γεωμετρικών προτάσεων, αφού εισήγαγε τον απαγωγικό συλλογισμό και την υπόθεση στην αναζήτηση της αλήθειας. Έτσι, η Γεωμετρία εξελίχθηκε από γνώσεις που προϋπήρχαν στους λαούς της Ανατολής και στην Αίγυπτο, σε Επιστήμη. Η σημαντικότερη, όμως, συμβολή του Θαλή είναι ότι για πρώτη φορά εισήγαγε ένα νέο ρόλο στο γεωμετρικό σχήμα, ένα ρόλο που δεν είχε στο παρελθόν. Στους Αιγυπτιακούς παπύρους και στις Βαβυλωνιακές πινακίδες συναντάμε συχνά χαραγμένα γεωμετρικά σχήματα, με ρόλο επουσιώδη, καθώς τα γεωμετρικά σχήματα χρησίμευαν απλώς για να σημειωθούν σε αυτά οι αριθμητικές τιμές των δεδομένων του εκάστοτε προβλήματος (μήκος, ποσότητα κ.λπ.). Με το Θαλή, φαίνεται ότι το σχήμα γίνεται για πρώτη φορά στην ιστορία, αντικείμενο μελέτης και μαθηματικού στοχασμού. Η χάραξη του σχήματος, ή η θεώρηση του και ο στοχασμός με σκοπό την απόκτηση της γνώσης, η παρατήρηση των βασικών ιδιοτήτων του και στη συνέχεια η δικαιολόγηση του ισχυρισμού (σε ό,τι αφορά τις ιδιότητες) προς τον «άλλο», τον συνομιλητή, αποτελούν ουσιαστικά χαρακτηριστικά του νέου ρόλου του σχήματος, ο οποίος έμελλε να αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα για να γνωρίσει η γεωμετρία, στους δύο αιώνες που επακολούθησαν, αυτή την τόσο εντυπωσιακή ανάπτυξη, που κορυφώθηκε με τη συγγραφή των Στοιχείων από τον Ευκλείδη, γύρω στο 300 π.Χ. Οι γεωμετρικές γνώσεις, που είναι ένα σύνολο θεωρημάτων και λύσεων προβλημάτων, που αποδίδονται από τον Πρόκλο στο Θαλή είναι:

Ο κύκλος διχοτομείται από τη διάμετρο: «Το μεν ουν διχοτομίσθαι τον κύκλον, υπό της διαμέτρου, πρώτον Θαλήν, εκείνον αποδείξαι, φασίν».

Η γωνία που βαίνει σε ημικύκλιο, είναι ορθή (γνωρίζοντας ότι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι 2 ορθές).

Οι παρά τη βάσει γωνίες, ισοσκελούς τριγώνου, είναι ίσες: «Τωι μεν ουν Θαλήι τωι παλαιώι πολλών τε άλλων ευρέσεως ένεκα και τούδε του θεωρήματος χάρις. Λέγεται γαρ δη, πρώτος εκείνος επιστήσαι και ειπείν, ως αρα παντός ισοσκελούς αι προς τηι βάσει γωνίαι ίσαι εισίν».

Σε τεμνόμενες ευθείες, οι κατά κορυφήν γωνίες, είναι ίσες: «Τούτο τοίνυν το θεώρημα δείκνυσιν, ότι δύο ευθειών αλλήλας τεμνουσών, αι κατά κορυφήν γωνίαι, ίσαι εισίν, ευρημένον μεν, ως φησίν Εύδημος, υπό Θαλού πρώτου»

Δύο τρίγωνα, με μια πλευρά ίση και τις προσκείμενες, σε αυτήν, γωνίες ίσες μία προς μία, είναι ίσα (έτσι υπολόγισε την απόσταση πλοίου από λιμάνι, τεχνική που χρησιμοποίησαν αργότερα και οι Ρωμαίοι).

Τα ισογώνια(όμοια) τρίγωνα, έχουν πλευρές ανάλογες: έτσι, χρησιμοποιώντας το μήκος και τη σκιά ενός ραβδιού, υπολόγισε το ύψος της Μεγάλης Πυραμίδας της Αιγύπτου, προκαλώντας, όπως λέει ο Πλούταρχος, το θαυμασμό του Φαραώ Άμασι: «καὶ ἐκμετρῆσαί φησιν αὐτὸν τὰς πυραμίδας ἐκ τῆς σκιᾶς, παρατηρήσαντα ὅτε ἡμῖν ἰσομεγέθεις εἰσίν»

Το περίφημο θεώρημα, που φέρει και το όνομά του: αν δύο τυχαίες ευθείες τέμνονται από δέσμη παραλλήλων ευθειών, τα μεταξύ των παραλλήλων τμήματα, είναι ανάλογα.

 

Ο Ηράκλειτος γράφει: «Θαλής πρώτος αστρολογήσαι». Ο Θαλής ταξιδεύοντας στην Μεσοποταμία και την Αίγυπτο απέκτησε πολλές γνώσεις αστρονομίας και συνεχίζοντας τις παρατηρήσεις του Ουρανού, εξέφρασε την προαναφερόμενη κοσμοθεωρία του, μέρος της οποίας ήταν και τα εξής:

Η Γη είναι επίπεδη, σε σχήμα κυκλικού δίσκου και επιπλέει σε έναν απέραντο Ωκεανό και αποτελεί τη βάση μιας ημισφαιρικής φυσαλίδας αέρα, που είναι ο Ουράνιος Θόλος.

Οι τέσσερεις εποχές του χρόνου, δεν είναι ίσης διάρκειας.

Ο Πολικός αστέρας, είναι ένας αξιόπιστος οδηγός της νύχτας.

Η διάμετρος του Ήλιου είναι ίση με το 1/720 της τροχιάς του γύρω από τη Γη (γεωκεντρικό σύστημα) και το ίδιο και η διάμετρος της Σελήνης είναι ίση με το 1/720 της δικής της τροχιάς.

Ο Ήλιος κατά την περιφορά του γύρω από τη Γη, δεν έχει την ίδια ταχύτητα.

Η έκλειψη του Ηλίου είναι αποτέλεσμα της εισόδου της Γης στη σκιά, της φωτιζόμενης, από τον Ήλιο, Σελήνης.

Η εκλειπτική (φαινόμενη ετήσια τροχιά του Ήλιου), παρουσιάζει λόξωση.

Ο Ήλιος και τα άστρα αποτελούνται από τα ίδια συστατικά που αποτελείται και η Γη.

Στις 28 Μαΐου 585 π.Χ., έγινε στην Ιωνία, έκλειψη Ηλίου. Την έκλειψη αυτή, είχε προβλέψει αρκετό καιρό πριν ο Θαλής, γεγονός που δείχνει το επίπεδο των αστρονομικών του γνώσεων. Αυτό το περιστατικό και πολλά άλλα τον κατέταξαν ανάμεσα στους επτά σοφούς του τότε κόσμου, επί αρχοντίας Δαμασίου στην Αθήνα (582 π.Χ.).

Η ανήσυχη επιστημονική σκέψη του Θαλή και η κριτική παρατήρηση των φυσικών φαινομένων, τον οδήγησαν στην ανακάλυψη του Μαγνητισμού και του Ηλεκτρισμού: είναι ο πρώτος που παρατήρησε ότι ο μαγνήτης (Fe3Ο4) ή επιτεταρτοξεΐδιο του σιδήρου, ασκεί ελκτικές δυνάμεις σε σιδερένια αντικείμενα. με την παρατήρηση ότι το ήλεκτρο (κεχριμπάρι) όταν τρίβεται πάνω σε μάλλινο ρούχο, αποκτά την ιδιότητα να έλκει τρίχες μικρά φτερά κ.λπ., ο Θαλής έθεσε τα θεμέλια του ηλεκτρισμού. Αρκετούς αιώνες μετά η παραγωγή ηλεκτρισμού με τη χρήση της τριβής πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια των ηλεκτροστατικών μηχανών.

Από την εξήγηση που έδωσε ότι οι ετήσιες (μελτέμια) προκαλούν τις πλημμύρες του ποταμού Νείλου, πιθανολογείται ότι πρέπει να ασχολήθηκε και με τη μελέτη μετεωρολογικών φαινομένων, χωρίς όμως να σωθούν οι παρατηρήσεις και οι μελέτες που έκανε.

Σε κάποια εκστρατεία των Λυδών κατά των Περσών και επειδή τα στρατεύματα των Λυδών δεν μπορούσαν να διαβούν τον ποταμό Άλυ, λόγω του μεγάλου πλάτους του και του βάθους του, ο Κροίσος ανέθεσε στο Θαλή να του βρει γρήγορα μια λύση. Ο Θαλής επινόησε μια παράκαμψη για την κοίτη του ποταμού και διοχέτευσε σ’ αυτήν μέρος του, ώστε να δημιουργηθεί ξηρά ανάμεσα στα δυο ρεύματα και να γίνει δυνατή η διάβαση του ποταμού από τα στρατεύματα των Λυδών.

 

Σύμφωνα με όσα λέει ο Πλάτωνας: «ήταν ο πρώτος, στον οποίο δόθηκε το παρωνύμιο «σοφός». Είναι γνωστή και η ιστορία με τον τρίποδα, που έχει γραφτεί από πολλούς αρχαίους συγγραφείς με διάφορες παραλλαγές. Η πιο απλή ιστορία ήταν: Κάποιοι νεαροί Ίωνες, αγόρασαν από Μιλήσιους ψαράδες όλη τους την ψαριά, όταν όμως οι ψαράδες έβγαλαν και ένα τρίποδα που είχε πιαστεί στα δίχτυα τους, οι νεαροί πιάστηκαν στα χέρια, διεκδικώντας τον ο καθένας για τον εαυτό του και αποφάσισαν να ζητήσουν χρησμό από το μαντείο των Δελφών, σε ποιον ανήκει ο τρίποδας. Ο Θεός τους έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: «γόνε της Μιλήτου, ρωτάς το Φοίβο για τον τρίποδα; Στον πιο σοφό απ’ όλους, λέω εγώ να πάει ο τρίποδας». Τον δίνουν λοιπόν στο Θαλή, εκείνος από μετριοφροσύνη σε κάποιον άλλον, εκείνος σε κάποιον άλλον, μέχρι που έφτασε στα χέρια του Σόλωνα. Αυτός είπε πως σοφότερος όλων είναι ο Φοίβος και έστειλε τον τρίποδα στους Δελφούς.

Υπάρχει και μια διαφορετική διήγηση: κάποιος Βαθυκλής από την Αρκαδία, άφησε πεθαίνοντας ένα πολύτιμο κύπελλο, εκφράζοντας την επιθυμία να δοθεί σ’ αυτόν που έκανε τα περισσότερα καλά στους ανθρώπους. Δόθηκε λοιπόν στο Θαλή, εκείνος από μετριοφροσύνη σε κάποιον άλλον, εκείνος σε κάποιον άλλον, μέχρι που έφτασε πάλι στα χέρια του Θαλή. Τότε ο σοφός το έστειλε στο μαντείο του Απόλλωνα στα Δίδυμα, με την εξής αφιέρωση: «Στον προστάτη του λαού του Νείλου με προσφέρει ο Θαλής, που πήρε δύο φορές ετούτο το βραβείο».

Συρακούσες, 3ος αιώνας π.Χ.

 

Ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της βουκολικής μούσας. Γεννήθηκε στις Συρακούσες, αλλά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έζησε στη νήσο Κω, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του ελεγειοποιού Φιλητά και του επιγραμματογράφου Ασκληπιάδη, και συνδέθηκε με φιλία με τον ποιητή Άρατο, στον ο οποίο Θεόκριτος αφιερώνει το έκτο από τα ειδύλλιά του. Ως φαίνεται, στα 270 προσκλήθηκε από τον Πτολεμαίο στην Αλεξάνδρεια, περί δε το 265 βρίσκεται στην αυλή του Ιέρωνα των Συρακουσών, που εκτιμούσε τον ποιητή. Φαίνεται ότι πέθανε στις Συρακούσες.

Ο Θεόκριτος έγραψε ύμνους, επικήδεια μέλη, ελεγείες, Ιάμβος, επιγράμματα και μικρά έτη. Αλλά η δόξα του οφείλεται στη βουκολική ποίηση, που καλλιέργησε και επέκτεινε πολύ πέρα από βουκόλους και βοσκούς, στους γεωργούς και γενικότερα στους αγρότες, τους ψαράδες και σε ανθρώπους των κατωτέρων τάξεων του λαού των πόλεων. Τα ποιήματα του Θεόκριτου εξέδωσε πρώτος ο γραμματικός Αρτεμίδωρος, περί τα 70 π.Χ., και μια σχολιασμένη έκδοση επεξεργάστηκε ο υιός του Θέων. Λείψανα ποιημάτων του Θεόκριτου σώζονται σε παπύρους.

Δήμος Αλιμούντος, περ. 460 – 396 π.Χ.

 

Ο χρονογραφικά πρώτος κριτικός, ιστοριογράφος και άξιος λόγου αττικός πεζογράφος. Γεννήθηκε στο δήμο Αλιμούντος (Ν/Α του Παλαιού Φαλήρου, σημερινό Άλιμο) στα 470 π.Χ. Πολιτογραφημένος Αθηναίος, ήταν υιός του Ολάρου, απογόνου του Ολόρου, βασιλέα της Θράκης, που την κόρη του, Ηγησιπόλη, παντρεύτηκε ο Μαραθωνομάχος Μιλτιάδης. Αλλά και με τους Πεισιστρατίδες είχε συγγένεια. Τα πλούτη του πατέρα του, του επέτρεψαν να λάβει εξαιρετική παιδεία και αγωγή. Είχε δασκάλους το φιλόσοφο Αναξαγόρα και το ρήτορα Αντιφώντα, που την αρετή του εξαίρει στα συγγράμματά του. Εκτός απ’ αυτούς επέδρασαν στην πνευματική του διαμόρφωση και άλλοι σοφοί, που συνέρρεαν τότε στην Αθήνα.

Το 430 προσεβλήθη από τη φοβερή επιδημία που είχε ενσκήψει και που ο ίδιος περιγράφει. Το 424 τον ονόμασαν στρατηγό σε μια εκστρατεία περί τη Θάσο και τη Θράκη, όπου ήταν γνωστός και ασκούσε δύναμη, γιατί στη λεγομένη Σκαπτήν Ύλην, ήταν ιδιοκτήτης μεταλλείων χρυσού. Επειδή απέτυχε στην εκστρατεία αυτή και τον νίκησε ο Βρασίδας στην Αμφίπολη, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Διέφυγε όμως την εκτέλεση, εγκαταλείποντας την πατρίδα του, και αυτοεξορίστηκε επί είκοσι έτη. Η φυγή αυτή ωφέλησε την ιστορία των γραμμάτων, γιατί ο εξόριστος Θουκυδίδης βρήκε καιρό να περιηγηθεί τόπους που είχαν γίνει το θέατρο του πολέμου και, εντελώς απερίσπαστος, να μελετήσει. Φαίνεται ότι θα επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Σικελία, όπως μαρτυρεί η εναργής αφήγηση των πολεμικών γεγονότων στη Σικελία, κατά την ατυχή εκείνη εκστρατεία των Αθηναίων. Έμεινε κοντά στο φιλόμουσο βασιλιά Αρχέλαο της Μακεδονίας αρκετό καιρό. Ύστερα κατέβηκε στην Σκαπτήν Ύλην, και εκεί, γράφοντας την ιστορία του, φαίνεται ότι πέθανε ξαφνικά, όπως μαρτυρεί το έργο του που τελειώνει απότομα. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και τάφηκαν στα «Κιμώνεια μνήματα».

Η σεμνότητα του ήθους του, η άμεμπτη ζωή του, η αυστηρότητα του ύφους του, φαίνοντας καθαρά και στα χαρακτηριστικά της μορφής του. Η ιστορία του Θουκυδίδη μοιάζει με δράμα, που το μεσαίο μέρος του αποτελεί η εκστρατεία των Συρακουσών. Η καταστροφή αυτή επιφέρει και τη λύση του δράματος. Στην εξιστόρηση αυτή, με τρομερή δραματική ομορφιά περιγράφει την εγκατάλειψη του στρατοπέδου, όταν πια οι Αθηναίοι είχαν ηττηθεί κατά θάλασσαν, και δεν υπήρχε ούτε ένας ήρωας για να πεθάνει μαχόμενος, ούτε ένα πτώμα για να βρει ταφή, αλλά αναρίθμητοι νεκροί κινούσαν την λύπη, οι δε τραυματίες και οι άρρωστοι ήταν πιο αξιολύπητοι από τους νεκρούς. Ο Θουκυδίδης, σαν ιστορικός, διάβασε τους προηγουμένους λογογράφους, των οποίων τα έργα κακίζει. Τους ελέγχει αυστηρά, ακόμα και τον Ηρόδοτο, αν και δεν κατονομάζει, και λέγει ότι έγραψαν ιστορία απλώς για τέρψη, και καθένας απ’ αυτούς εξιστορούσε ότι θυμόταν και όσα οι άλλοι του αφηγούνταν.

Σαν κριτικός ιστορικός αποδίδει τα αίτια των όσων συμβαίνουν στον κόσμο, καθώς και τα οδυνηρά αποτελέσματα του πολέμου, όχι στους θεούς, όπως ο Ηρόδοτος, αλλά σε φυσικά αίτια και στην ανθρώπινη φύση που τα ρυθμίζουν όλα, με πρωταγωνιστές τα πάθη, την απληστία, τη φιλοδοξία κλπ. Γι’ αυτό και περιγράφοντας τη μανία των εμφυλίων πολέμων, καταδικάζει τα κίνητρά τους.

Απαλλαγμένος από θρησκευτικές προλήψεις, δεν κάνει την ιστορία θέατρο θαυμάτων και δεν πιστεύει πως τα εκάστοτε φυσικά φαινόμενα (εκλείψεις ηλίου, σεισμοί κλπ.) αποτελούσαν θεία μηνύματα και προειδοποιήσεις. Κατά τους εμφυλίους πολέμους, οπότε το μίσος, η σφαγή, η καταστροφή, ο φόβος, η οργή, έπαιρναν τερατώδεις διαστάσεις (Πελοποννησιακός πόλεμος), ο Θουκυδίδης στέκεται υπεράνω των αγρίων παθών και νηφάλιος, με τόνο ήσυχο και μετρημένο, βλέπει τα πράγματα, θέτοντας πάνω στην πατρίδα, ελευθερία και στόχους, την αλήθεια και μόνο αυτή.

Αθήνα, περ. 547 – 514 π.Χ.

 

Ο νεότερος γιος του Πεισιστράτου, αδελφός του Ιππία, με τον οποίο συμβασίλευσε στην Αθήνα μετά τον θάνατο του πατέρα του (527 π.Χ.). Φαίνεται ότι πρόκειται για μια ιδιόμορφη προσωπικότητα, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα γράμματα και την παιδεία, ακολουθώντας έτσι πιστά ένα τμήμα του προγράμματος του πατέρα του.

Στον διάλογο του Πλάτωνος Ίππαρχος ή Φιλοκερδής, ο Σωκράτης λέει για τον Ίππαρχο ότι επέδειξε πολλά και καλά έργα σοφίας. Πρώτος έφερε στην Αττική τα ομηρικά έπη και καθιέρωσε την απαγγελία τους στα Παναθήναια. Κάλεσε στην Αθήνα σημαντικές προσωπικότητες, τον Ανακρέοντα τον Τήιο και τον Σιμωνίδη τον Κείο, καθώς και τον χρησμολόγο Ονομάκριτο. Ο ίδιος ο Ίππαρχος έγραφε μεταξύ άλλων ποιήματα και μονόστιχα επιγράμματα για στήλες Ερμών με ηθικές συμβουλές, από τα οποία σώζονται δύο. Φιλοδοξούσε με τα ποιήματα αυτά να εκπαιδεύσει τους πολίτες, για αν ανεβάσει το πολιτιστικό τους επίπεδο και να θεωρηθεί ως ένας από τους σοφούς. Ο Αριστοτέλης τον χαρακτηρίζει αφελή, φιλήδονο και φιλόμουσο.

Είναι γνωστό ότι οι Πεισιστρατίδες έκαναν πολλά έργα ανοικοδόμησης. Ένα από αυτά, που αποδίδεται στον Ίππαρχο, ήταν το «Ιππάρχου τειχίον», δηλαδή ένα τείχος που περιέκλειε το άλσος της Ακαδημίας.

Ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα το 514 π.Χ. Τη δολοφονία εξιστορεί στο βιβλίο του ο Θουκυδίδης: Ο Ίππαρχος ερωτεύθηκε τον Αρμόδιο και θέλησε να τον διεκδικήσει από τον εραστή του Αριστογείτονα. Ο Αρμόδιος τον απώθησε και φανέρωσε την πρόθεσή του αυτή στον Αριστογείτονα. Αυτός, πληγωμένος ερωτικά και επειδή φοβόταν ότι ο Ίππαρχος λόγω της δύναμής του θα επιτύχει τον σκοπό του, συνεννοήθηκε με κύκλους αντικαθεστωτικών Αθηναίων και οργάνωσαν  τη δολοφονία του.

Η δολοφονική ενέργεια έγινε την ημέρα των Μεγάλων Παναθηναίων, μόνη ημέρα που οι πολίτες μπορούσαν να συνοδεύσουν την πομπή οπλισμένοι. Ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων σκότωσαν τον Ίππαρχο κοντά στο Λεωκόρειον. Ο Αριστογείτων συνελήφθη από τους φρουρούς, ενώ ο Αρμόδιος σκοτώθηκε επί τόπου.

Η άσχημη αυτή ερωτική περιπέτεια του Ιππάρχου του έδωσε, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, εκ των υστέρων τον τίτλο του τυράννου, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει διοικήσει ποτέ ως τύραννος.

Αθήνα, 436 – 338 π.Χ.

 

Ο τέταρτος σε σειρά στους περίφημους αττικούς ρήτορες. Ήταν υιός του Θεοδώρου του αυλοποιού, και έτυχε καλής και επιμελημένης αγωγής και παιδείας. Φιλομαθής, μαθήτευσε σε ονομαστούς σοφιστές (Γοργίας, Τεισίας), γνώρισε ακόμη την διδασκαλία του Σωκράτη, δεν είχε όμως κλίση στη διαλεκτική, την οποία μάλιστα περιφρονούσε. Στην αρχή ξεκίνησε σαν λογογράφος, από την άσκησή του δε αυτή σώζονται 6 λόγοι (402 – 393 π.Χ.).

Από φυσική δειλία και αδυναμία φωνής δεν έπαιρνε μέρος ούτε σε αγώνες, ούτε και σε δημόσιες συζητήσεις. Το 393 τον κάλεσε ο Κόνων στη Χίο, που μόλις είχε καταλάβει, για να του εμπιστευθεί μια πολιτική διοργάνωση δημοκρατικού τύπου. Το 390 ίδρυσε ρητορική σχολή, που το πρόγραμμά της αποτελούσε ο εναρκτήριος λόγος του κατά των σοφιστών, και με τον οποίο υποσχόταν να αναδείξει μαθητές όχι μόνο σοφούς και ρήτορες, αλλά και άνδρες ικανούς να εννοούν και να πράττουν.

Το πρόγραμμα προσείλκυσε πολλούς μαθητές που φιλοδοξούσαν κυρίως να πολιτευθούν. Από την σχολή του Ισοκράτη βγήκαν διαπρεπείς ρήτορες (Ισαίος, Λυκούργος, Αισχίνης και Υπερείδης) αλλά και άλλοι μυήθηκαν στη ρητορική τέχνη, για να γίνουν δάσκαλοι των απανταχού Ελλήνων, γεγονός που δίκαια έκανε περήφανο τον Ισοκράτη, η φήμη του προσείλκυσε γύρω του ισχυρά πρόσωπα. Σχετίσθηκε με το βασιλέα της Κύπρου Ευαγόρα, τον Αρχίδαμο της Σπάρτης, το Φίλιππο της Μακεδονίας. Την αξία της διδασκαλίας του Ισοκράτη μαρτυρεί και το ότι οι μαθητές του κατέβαλλαν σαν δίδακτρα το μεγάλο ποσόν των χιλίων δραχμών.

Μερικοί από τους μαθητές του ήταν οικότροφοι του φιλοσόφου επί έτη, και όταν έφθανε η στιγμή να αποχωρισθούν το δάσκαλό τους, για να αναχωρήσουν για τις πόλεις τους και τις οικογένειές τους, έκλαιγαν. Στη σχολή του δεν δίδασκε μόνο την ευρυθμία και την περίτεχνη σύνθεση του λόγου, αλλά και πολιτικά. Γι’ αυτό οι λόγοι του είναι υψηλοί, μεγαλόπρεποι και πανελλήνιου σημασία και ενδιαφέροντος. Ενώ για την εξωτερική πολιτική προέτρεπε την κατάκτηση των βαρβάρων λαών, για την εσωτερική, προτιμούσε τη δημοκρατία από την ολιγαρχία, επαινούσε τον Περικλή, όμως θαύμαζε τον Σόλωνα. Γαλήνιος, έκρινε με απάθεια τα πανελλήνια ζητήματα, δίχως να κακολογεί άλλες πόλεις, και συμβούλευε ομόνοια. Επειδή δεν αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική, δεν γνώρισε τις πικρίες του Δημοσθένη και του Υπερείδη, όμως οι συμφορές της πατρίδας τον κατέθλιβαν. Μη θέλοντας πια να τρώει, πέθανε από ασιτία, ύστερα από τη μάχη της Χαιρώνειας, και θάφτηκε με δημόσια έξοδα. Στον τάφο του τοποθετήθηκε σειρήνα σαν σύμβολο της ελκυστικής χάρης που είχε η φυσιογνωμία του και η προσωπικότητά ου. Στήθηκε στο Ολύμπιο η προτομή του με επιγραφή, η οποία και σώζεται μέχρι σήμερα, αλλά και άλλες προτομές του φιλοτεχνήθηκαν. Οι λόγοι του Ισοκράτη διαπρέπουν σε λαμπρότητα και ευγένεια θεμάτων. Ακόμα και σήμερα συναρπάζουν τον αναγνώστη.

Έργα:

  • Προς Ευθύνουν
  • Προς Καλλίμαχον
  • Κατά Λοχίτου
  • Περί του ζεύγους
  • Τραπεζιτικός
  • Αιγινητικός
  • Κατά των σοφιστών
  • Ελένης εγκώμιον
  • Βούσιρις
  • Προς Δημόνικον
  • Προς Νικοκλέα
  • Νικοκλής ή Κύπριοι
  • Ευαγόρας
  • Πανηγυρικός
  • Πλαταϊκός
  • Αρχίδαμος
  • Περί της ειρήνης
  • Αρεοπαγιτικός
  • Φίλιππος
  • Περί της αντιδόσεως
  • Παναθηναϊκός
  • Επιστολαί
  • Αποσπάσματα
  • Αρχαία σχόλια

Ασσό Τρωάδας, 331 – 250 π.Χ.

 

Στωικός φιλόσοφος και διάδοχος του Ζήνωνος στη σχολαρχεία της Στοάς. Καταγόταν από την Άσσο της Τρωάδος. Κατά την παράδοση, υπήρξε πυγμάχος, και όταν έφθασε στην Αθήνα, όλη του η περιουσία ήταν 4 δραχμές. Επιδόθηκε με ζήλο στις φιλοσοφικές σπουδές. Για να κατορθώσει ν’ ακούει τα μαθήματα του Ζήνωνος, αντλούσε νερό και πότισε τους κήπους όλη τη νύκτα. Για το λόγο αυτό τον έλεγαν περιπαικτικά «φρεάντλη» για να εξασφαλίσει το ψωμί του άλεθε το σιτάρι στον πέτρινο χειρόμυλο ενός φούρνου. Ήταν εξαιρετικά ρωμαλέος, και ζούσε με αυστηρότατη λιτότητα, όπως και ο δάσκαλός του Ζήνων.

Αν και ξενοφερμένος και άγνωστης καταγωγής, κέρδισε το σεβασμό και την εκτίμηση των Αθηναίων με την αρετή του και τον ασκητισμό του. Ιδιαίτερα τον εκτιμούσε ο Ζήνων, που τον θεωρούσε σαν τον πιο πιστό και ενάρετο μαθητή του. Σε όσους τον πείραζαν και αυτό γινόταν συχνά, απαντούσε με ψυχραιμία, ετοιμότητα, καλοσύνη και χάρη. Λέγεται, ότι οι συμμαθητές του τον αποκαλούσαν «όνον». «Ναι, απαντούσε, γι’ αυτό ίσως είμαι ο μόνος που μπορώ να σηκώνω το φορτίο του Ζήνωνος». Δεκαεννέα ολόκληρα χρόνια μαθήτευσε στη Στωική σχολή, και όταν ο αρχηγός της πέθανε, κρίθηκε ως ο μόνος άξιος να διαδεχθεί το Ζήνωνα στη σχολαρχεία, θέση που διατήρησε μέχρι το θάνατό του. Η διδασκαλία του δεν ήταν τόσο επαγωγός, γιατί ενώ ήταν δεινός στο γραπτό λόγο, στον προφορικό κάπως υστερούσε.

Η μνήμη του διατηρήθηκε τόσο σεβαστή, ώστε οι Ρωμαίοι, μετά το θάνατό του, έστησαν τον ανδριάντα του Κλεάνθη στη γενέτειρά του Άσσο. Ο θαυμάσιος ύμνος του προς τον Δία, που διασώθηκε ολόκληρος, καθώς και αποσπάσματα από διάφορα φιλοσοφικά του ποιήματα, δείχνουν πως δεν του έλειπαν τα ποιητικά χαρίσματα. Είχε επίσης ζωηρή επίδοση στη μουσική. Πέθανε σε βαθύτατο γήρας, σε ηλικία 99 ετών.

Καρχηδόνα, 187 – 110 π.Χ.

 

Γιός του Θεογνήτου. Στην πατρίδα του ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Σε ηλικία 40 ετών ήλθε στην Αθήνα, όπου έμαθε Ελληνικά και εξελλήνισε το όνομά του, που στη γλώσσα του ήταν Hasdrubal. Έγινε μαθητής του Καρνεάδη επί 19 χρόνια. Καθώς μάλιστα απέβη ένας από τους πιο διακεκριμένους μαθητές του, περιβλήθηκε το αξίωμα του σχολάρχη στην Ακαδημία (127 π.Χ.), αφού προηγουμένως διηύθυνε τη δική του σχολή που ίδρυσε στο Παλλάδιο, όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος. Οι μελέτες του τον εξοικείωσαν με τη διδασκαλία των Περιπατητικών και Στωικών φιλοσόφων, χωρίς όμως ποτέ να μαθητεύσει στις αντίστοιχες σχολές. Τη στωική διδασκαλία μάλιστα τη γνώριζε λεπτομερώς, καθώς αποτελούσε κύριο στόχο της πολεμικής του δασκάλου του Καρνεάδη. Υπήρξε πολυγραφότατος (400 βιβλία κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο), σε αντίθεση με τον διδάσκαλό του, του οποίου τις απόψεις κατεξοχήν αυτός διασώζει.

Ο Κλειτόμαχος επέμενε ότι ο Καρνεάδης ποτέ δεν εκδήλωσε προτίμηση σε καμία επιστημολογική αρχή. Ο Στοβαίος αναφέρει απόφθεγμά του: «Ουδέν των ανθρωπίνων βέβαιον εστί, αλλά πάντα φέρεται φορά τινι παραλόγω». Ως προς τα γνωσιολογικά προβλήματα, έμεινε πιστός στη διδασκαλία του Καρνεάδη, αλλά, όπως ο ίδιος ομολογούσε, δεν μπορούσε να καταλάβει τη γνώμη του δασκάλου του ως προς την ηθική. Ο Κλειτόμαχος παρομοίαζε τη διαλεκτική με τη σελήνη, που άλλοτε αυξάνεται και άλλοτε μειούται.

Λίνδος, 6ος αιώνας π.Χ.

 

Ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, νομοθέτης και ποιητής, τύραννος της Λίνδου για σαράντα χρόνια.

Γεννήθηκε στη Λίνδο και ήταν γιος του Ευαγόρα, σύγχρονος του Περιάνδρου, του Πιττακού και του Σόλωνα, στον οποίο πρόσφερε άσυλο στα χρόνια, που τύραννος στην Αθήνα ήταν ο Πεισίστρατος. Ως τύραννος της Λίνδου σηματοδότησε το πέρασμα της εξουσίας από τη βασιλεία και το αριστοκρατικό πολίτευμα στη δημοκρατία, αφού στην εποχή του το πολίτευμα της Λίνδου απέκτησε φιλελεύθερες και δημοκρατικές βάσεις.

Με το όνομά του συνδέεται η ανακαίνιση του ιερού της Λινδίας Αθηνάς στην ακρόπολη και πιθανώς η κατασκευή του υδραγωγείου στην πόλη. Στα χρόνια του η λινδική κυριαρχία επεκτάθηκε στην απέναντι ακτή της Λυκίας και αναφέρεται ότι από εκεί ο ίδιος ανέθεσε οκτώ ασπίδες με χρυσό στεφάνι στη Λινδία Αθηνά. Του αποδίδονται ποιήματα (άσματα και γρίφοι) και πολλές νουθεσίες, όπως «μέτρον άριστον», «βία μηδέν πράττειν» και «τέκνα παιδεύειν».

Στην ύστερη αρχαιότητα το όνομά του έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης. Στη Ρώμη σώζονται αντίγραφα αγαλμάτων του, ενώ απεικονίζεται και σε ψηφιδωτό δάπεδο του 2ου αι. μ.Χ. στην Κολωνία.

Σολοί (Κύπρος), 3ος αιώνας π.Χ.

 

Ο Κράντωρ ήταν Έλληνας από την Κύπρο, φιλόσοφος της Ελληνιστικής Περιόδου (μαθητής του Πολέμωνα), προσκείμενος στην πλατωνική σκέψη και αναφερόμενος ως ο πρώτος σχολιαστής του Πλάτωνα. Φαίνεται ότι γεννήθηκε περί τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. στους Σολούς της Κιλικίας και πέθανε περί το 275 π.Χ.

Αντίθετα προς την απάθεια των Στωικών και των Κυνικών, ο Κράντωρ συνιστούσε όχι την εκρίζωση των παθών, αλλά τον μετριασμό τους. Υπήρξε ο πρώτος σχολιαστής του πλατωνικού διαλόγου Τίμαιου. Είχε συγγράψει πολλά έργα, τόσο έμμετρα όσο και πεζά. Ο Οράτιος αναφέρει τον Κράντορα ως αναγνωρισμένο δάσκαλο της Ηθικής, στην οποία απέδιδε ιδιαίτερη σημασία και ταξινομούσε τα «αγαθά» με την ακόλουθη σειρά: αρετή – υγεία – ηδονή – πλούτη.

Το έργο του Κράντορα «Περί πένθους» ήταν ένα είδος παρηγοριάς ή παραινέσεως και είχε γίνει ονομαστό στην εποχή του (επαινείται με τα καλύτερα λόγια από τον Κικέρωνα). Γράφτηκε για να παρηγορήσει τον φίλο του Ιπποκλή για τον θάνατο των παιδιών του. Ακόμα, λέγεται ότι συνέθεσε ποιήματα τα οποία σφράγισε και εναπόθεσε στο ναό της Αθηνάς στους Σολούς.

Από τα αποσπάσματα των έργων του που σώθηκαν, διαφαίνεται ότι ο Κράντωρ είχε επιτύχει έντεχνο συνδυασμό της ισοκρατικής ρητορικής και της πλατωνικής φιλοσοφίας.

Θήβα, 4ος αιώνας  π.Χ.

 

Περιώνυμος Κυνικός φιλόσοφος, γιός του Ασκώνδα, μαθητής του Διογένη, τον οποίο ακολουθούσε συνεχώς. Άκμασε περί το 330 π.Χ. Η οικογένειά του ήταν πλούσια, ο ίδιος όμως έζησε φτωχός, διότι, κατά ορισμένους, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς, κατ’ άλλους έριξε τα χρήματά του στην θάλασσα, ενώ υπάρχει και η παράδοση ότι τα κατέθεσε σε τραπεζίτη με τον όρο να τα παραδώσει αυτός στα τέκνα του μόνο αν δεν γίνουν φιλόσοφοι, ειδάλλως να τα μοιράσει στο λαό.

Ο Κράτης πίστευε ότι οι φιλόσοφοι δεν έχουν ανάγκη τα χρήματα. Αν και ήταν άσχημος και κυφός, τον ερωτεύτηκε η Ιππαρχίς, που καταγόταν από ευγενή οικογένεια της Θράκης. Ο αδελφός της Ιππαρχίδος Μητροκλής, αρχικά μαθητής του Ξενοκράτη και του Θεοφράστου, έγινε Κυνικός χάρη στον Κράτη και στα επιχειρήματα που του ανέπτυξε. Έτσι, παρουσίασε στην αδελφή του την εικόνα του νέου του δασκάλου τόσο ζωηρά ώστε αυτή τον αγάπησε και θέλησε να τον παντρευτεί, δεχόμενη τον όρο να ακολουθεί τον βίο του. Ο Κράτης, νυμφευόμενος, προέβη σε πράξη ασυνεπή προς την κυνική διδασκαλία, ονόμαζε δε τον γάμο του «κυνογαμία».

Η σχετική με τον Κράτη ανεκδοτολογία είναι μεγάλη. Στην προσπάθειά του να συμφωνήσει με τα δόγματα της κυνικής φιλοσοφίας θεωρούσε το γάμο ως σχέση που δεν εμποδίζει την ανεξαρτησία, αφού συνάπτεται από ελεύθερα άτομα. Εισερχόταν απρόσκλητος στα σπίτια, γι’ αυτό και απέκτησε το προσωνύμιο «Θυρεπανοίκτης».

Όταν εξορίστηκε ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ο Κράτης τον παρηγόρησε τόσο φιλικά ώστε ο πρώτος καταράστηκε τον προηγούμενο τρόπο ζωής του που τον εμπόδισε να γνωρίσει έναν τέτοιο άνθρωπο.

Έγραψε έργα που φέρουν το συνοπτικό τίτλο Παίγνια και έχουν κυρίως ηθικό χαρακτήρα.

Αθήνα, 3ος αιώνας π.Χ.

 

Αθηναίος φιλόσοφος που φοίτησε στην πλατωνική Ακαδημία με δάσκαλο τον Πολέμωνα. Μετά τον θάνατο του δασκάλου του ανέλαβε επικεφαλής της σχολής.

Ο Κράτης ο Πλατωνικός υπήρξε ο αγαπημένος μαθητής του Πολέμωνα με τον οποίο συμφωνούσε απολύτως στις απόψεις και τον τρόπο ζωής. Μετά τον θάνατο του δασκάλου του, το 270 π.Χ., ο Κράτης έγινε σχολάρχης (= επικεφαλής) της Ακαδημίας την οποία διοίκησε σύμφωνα με το πρότυπο του Ξενοκράτη και του Πολέμωνα. Ο Κράτης ήταν τόσο δεμένος με τον Πολέμωνα, ώστε όταν πέθανε θάφτηκε στον ίδιο τάφο μαζί του, όπως περιγράφει ο Διογένης Λαέρτιος.

Ο Κράτης φαίνεται ότι ήταν φιλόσοφος με μεγάλη φήμη και επιρροή, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος. Όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, το 287 π.Χ., κατέλαβε την Αθήνα, ο Κράτης έπεισε τον Δημήτριο να αποσύρει τον στρατό του από την πόλη.

Έγραψε πολλά έργα φιλοσοφίας, ρητορικής, αλλά και κωμωδίες. Δυστυχώς, τίποτα δεν έχει σωθεί σήμερα για να γνωρίζουμε ποιες ήταν οι φιλοσοφικές του απόψεις. Υποθέτουμε, όμως, ότι ήταν παρόμοιες με τις απόψεις του δασκάλου του, του Πολέμωνα.

Ο πιο σπουδαίος μαθητής του Κράτη ήταν ο Αρκεσίλαος ο οποίος έγινε επικεφαλής της Ακαδημίας και την έστρεψε στον σκεπτικισμό.

Σαμόσατα, 120 μ.Χ. – μετά το 180 μ.Χ.

 

Περιώνυμος σοφιστής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, γι’ αυτό και Σαμοσατεύς ονομάζεται. Τα Σαμόσατα ανήκαν στη Συριακή ή Ασσυριακή Χώρα της Κιμμαγηνής, γι’ αυτό και θεωρούσε τον εαυτό του Ασσύριο και ντυνόταν κατά τον ασσυριακό τρόπο. Επιδόθηκε στα γράμματα και επιθυμούσε να γίνει ρήτορας, που ήταν τότε και το κορύφωμα της παιδείας.

Έμαθε την ελληνική γλώσσα και τη ρητορική και έγινε δικηγόρος στην Αντιόχεια. Αλλά επιθυμώντας φήμη και κέρδος, διδάχθηκε ακόλουθα σοφιστική ρητορική στη Σμύρνη, και σαν σοφιστής άρχισε να επιδεικνύει την τέχνη του σε γιορτές και πανηγύρεις.Περιοδεύεις τη Μικρά Ασία, τη Μακεδονία, και αφού έμεινε αρκετά στην Ελλάδα, πέρασε στην Ιταλία για να καταλήξει στη Ρώμη. Αφού γρήγορα ανεγνώρισε την κενότητα του νέου επαγγέλματος, παραιτήθηκε απ’ αυτό, ετράπη προς τη φιλοσοφία γοητευμένος από τους Πλατωνικούς.

Επειδή ήταν φτωχός περιόδευσε σαν σοφιστής τη Γαλατία, διδάσκοντας και απαγγέλλοντας, για να αποκτήσει πλούτο πολύ. Ύστερα απ’ όλα αυτά, ξανάρθε στην Αθήνα, όπου φιλοσοφούσε και συνέγραφε τους περίφημους Διαλόγους του. Ο Λουκιανός, όπως αναφέρεται, έγραψε 82 έργα, από τα οποία πολλά θεωρούνται ψευδεπίγραφα. Τα ωραιότερα έργα του είναι τα διαλογικά. Γενικά οι υποθέσεις των συγγραφών του θέλγουν για την ποικιλία τους.

Ο Λουκιανός με οξύτατο βλέμμα διείδε τα πλημμελήματα των συγχρόνων του, τη δεισιδαιμονία, τον παρασιτισμό, την προσποίηση των φιλοσόφων, την απειροκαλία των γραμματικών, πράγματα που στιγμάτισε με γελαστούς χαριεντισμούς και δηκτικά σκώμματα. Δεινός ζωγράφος των ανθρωπίνων αδυναμιών, σκώπτει και χλευάζει, όχι απλώς για να κάνει τον αναγνώστη να γελάσει, αλλά για να διδάξει, επιδεικνύοντας τη φωτεινή διαύγεια και το κάλλος της ελληνικής διάνοιας, σε σύγκριση με την ημιβάρβαρη μωρία των συγχρόνων. Πέθανε στην Αλεξάνδρεια.

Έργα:

  • Φάλαρις
  • Ιππίας ή Βαλανείον
  • Διόνυσος
  • Ηρακλής
  • Περί του ηλέκτρου ή των κύκνων
  • Μυίας εγκώμιον
  • Περί του οίκου
  • Πατρίδος εγκώμιον
  • Περί του ενυπνίου ήτοι βίος Λουκιανού
  • Τυραννοκτόνος
  • Αποκηρυττόμενος
  • Ηρόδοτος ή Αετίων
  • Ζεύξις ή Αντίοχος
  • Αρμονίδης
  • Σκύθης ή Πρόξενος
  • Δίκη συμφώνων
  • Υπέρ του εν τη προσαγορεύσει πταίσματος
  • Περί των διψάδων
  • Περί του μη ραδίως πιστεύειν διαβολή
  • Περί της αστρολογίης
  • Περί θυσιών
  • Περί πένθους
  • Περί της Συρίης θεού
  • Προς τον ειπόντα, Προμηθεύς ει εν λόγοις
  • Δημώνακτος βίος
  • Νιγρίνος
  • Συμπόσιον ή Λαπίθαι
  • Βίων πράσις
  • Αναβιούντες ή Αλιεύς
  • Περί παρασίτου, ότι τέχνη ή παρασιτική
  • Ψευδοσοφιστής ή Σολοικιστής
  • Ανάχαρσις ή Περί γυμνασίων
  • Τοξάρις ή Φιλία
  • Εικόνες
  • Υπέρ των εικόνων
  • Ερμότιμος ή Περί αιρέσεων
  • Λεξιφάνης
  • Ευνούχος
  • Κατάπλους ή τύραννος
  • Ζεύς ελεγχόμενος
  • Ζεύς τραγωδός
  • Θεών κρίσις Θεών εκκλησία
  • Τα προς Κρόνον
  • Όνειρος ή Αλεκτρυών
  • Προμηθεύς
  • Διάλογος προς Ησίοδον
  • Ποδάγρα
  • Μένιππος ή Νεκυιομαντεία
  • Τίμων ή Μισάνθρωπος
  • Χάρων ή Επισκοπούντες
  • Δραπέται
  • Δις κατηγορούμενος
  • Φιλοψευδής ή Απιστών
  • Περί ορχήσεως
  • Θεών Διάλογοι
  • Ενάλιοι Διάλογοι
  • Νεκρικοί Διάλογοι
  • Εταιρικοί Διάλογοι
  • Ικαρομένιππος ή Υπερνέφελος
  • Αληθών διηγημάτων Α, Β
  • Πλοίον ή Ευχαί
  • Προς τον απαίδευτον και πολλά βιβλία ωνούμενον
  • Περί των επί μισθώ συνόντων
  • Απολογία
  • Μακρόβιοι
  • Αλέξανδρος ή Ψευδομάντις
  • Περί της Περεγρίνου τελευτής
  • Πως δει ιστορίαν συγγράφειν
  • Ρητόρων διδάσκαλος
  • Ψευδολογιστής ή Περί της αποφράδος
  • Λούκιος ή Όνος
  • Κυνικός
  • Φιλόπατρις ή Διδασκόμενος
  • Επιγράμματα
  • Έρωτες
  • Αλκυών ή Περί μεταμορφώσεων
  • Δημοσθένους εγκώμιον
  • Ωκύπους
  • Χαρίδημος ή Περί κάλλους

Τρωάδα, 4ος αιώνας  π.Χ.

 

Πυθαγόρειος φιλόσοφος.

Έζησε κατά τους χρόνους Αριστοτέλη και επέκρινε τις θεωρίες του.

Γιός του Αατυάνακτος, υπήρξε σχολάρχης της Περιπατητικής Σχολής (διάδοχος του Στράτωνος) επί 44 χρόνια. Ως φιλόσοφος ήταν ασήμαντος.

Συνέγραψε ευτράπελα έργα, οργάνωνε εύθυμα και πολυτελή συμπόσια και ζούσε επιδεικτικά. Βιογραφία του, της οποίας αποσπάσματα διασώθηκαν, έγραψε ο Καρύστιος, ενώ ο Διογένης ο Λαέρτιος μνημονεύει την απολαυστική διαθήκη του.

Οι Αθηναίοι ωφελήθηκαν από τις συμβουλές του, ενώ ο ίδιος διακρίθηκε για το φίλαθλο πνεύμα του και τιμήθηκε από τους Αμφικτύονες στους Δελφούς.

Γάδαρα Συρίας, 2ος – αρχές 1ου αιώνα π.Χ.

 

Επιγραμματοποπιός. Η ακμή του τοποθετείται στα τέλη του 2ου αιώνα και στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ.

Στην Κω, όπου εγκαταστάθηκε το 80 π.Χ., συγκέντρωσε ποιήματα διαφόρων ποιητών και κατάρτισε ένα είδος ανθολογίας που ονόμασε Στέφανον, καθώς συνέκρινε κάθε ποιητή με ένα ορισμένο λουλούδι.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος, τα ποιήματα περιλαμβάνονται στην Παλατινή Ανθολογία. Στα πρώτα του έργα (Περί δοξών, Συμπόσιον, Χάριτες) ο Μελέαγρος ανέπτυξε με ύφος παιγνιώδες τις φιλοσοφικές αρχές του Κυνικού Μενίππου.

Συνέγραψε επίσης ερωτικούς στίχους με τίτλο Παιδικά.

Ερέτρια, 3ος αιώνας π.Χ.

 

Εριστικός φιλόσοφος από την Ερέτρια, που ίδρυσε την Ερετριακή Σχολή (περίπου 339 π.Χ. – περίπου 265 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια μιας στρατιωτικής αποστολής στα Μέγαρα, άρχισε να παρακολουθεί τις παραδόσεις του Στίλπωνος, εκπροσώπου της Μεγαρικής Σχολής, ενώ αργότερα συνδέθηκε με την Ηλειακή Σχολή, που είχε ιδρύσει ο Φαίδων. Ηγέτης της σχολής αυτής αργότερα, τη μετέφερε στην Ερέτρια, όπου έγινε γνωστή ως Ερετριακή Σχολή.

Ο Μενέδημος δεν άφησε συγγράμματα. Οι φιλοσοφικές θέσεις του και ο ρόλος του στο εριστικό κίνημα δεν μπορούν έτσι να ταυτιστούν και να εκτιμηθούν με βεβαιότητα, δεδομένου ότι και οι αρχαίοι δοξογράφοι παρέχουν συγκεχυμένες και αντιφατικές πληροφορίες. Οπωσδήποτε, η επίδραση δύο διαφορετικών κατευθύνσεων της αρχαίας ελληνικής σκέψης – της μεγαρικής και της ηλειακής-, που ξεπήδησαν από τη σωκρατική διδασκαλία, στηρίζουν την υπόθεση ότι, το κέντρο βάρους της φιλοσοφίας του έπεφτε σε θέματα κανονιστικής ηθικής.

Λάρισα, 5ος αιώνας  π.Χ.

 

Με το όνομά του φέρεται διάλογος του Πλάτωνος.

Παρακολούθησε μαθήματα του σοφιστή Γοργία.

Όπως αναφέρει ο Ξενοφών στο έργο του Κύρου Ανάβασις, συμμετείχε στην εκστρατεία του Κύρου εναντίον του βασιλιά της Περσίας, ως ένας από τους πέντε στρατηγούς που διηύθυναν το ελληνικό μισθοφορικό στράτευμα του Κύρου. Μετά τη μάχη στα Κούναξα, όπου φονεύθηκε ο Κύρος, ο Πέρσης σατράπης Τισσαφέρνης τον έστειλε στον βασιλιά, που τον θανάτωσε αφού τον υπέβαλε σε βασανιστήρια επί έναν χρόνο (Ξενοφώντος, Κύρου Ανάβασις, Β, 6, 29).

Χήνα Λακωνίας, 7ος αιώνας π.Χ.

 

Έλληνας φιλόσοφος της εποχής του Σόλωνος, καταγόμενος από τον Χήνα της Λακωνίας.

Όταν η αντίδραση προς την τυραννία, που χαρακτήριζε τον 4ο π.Χ. αιώνα, οδήγησε στο να παραλειφθεί από τον κατάλογο των Επτά Σοφών ο Περίανδρος, τύραννος της Κορίνθου, αντικαταστάθηκε από τον Μύσωνα, όπως μαρτυρεί ο Πλάτων (Πρωταγόρας, 343α).

Το όνομα του Μύσωνος λείπει, ωστόσο, από τον επίσημο κατάλογο των Επτά Σοφών που καθιερώθηκε από την εποχή του Δημητρίου του Φαληρέως (με το Corpus των αποφθεγμάτων τους που αυτός συγκέντρωσε γύρω στα 300 π.Χ.).

Στη φρόνηση του Μύσωνος παρέπεμψε ένας χρησμός του Μαντείου των Δελφών και αποφθέγματά του διέσωσε ο Διογένης ο Λαέρτιος.

Χαλκηδόνα, περ. 400-314  π.Χ.

 

Πλατωνικός φιλόσοφος. Ήταν από τους πρώτους μαθητές του Πλάτωνος και ανέλαβε τη διεύθυνση της Ακαδημίας αμέσως μετά το θάνατο του δεύτερου σχολάρχη της, του Σπευσίππου.

Ασχολήθηκε κυρίως με την φύση των θεών και τη σχέση τους με τα ουράνια σώματα και με την πρακτική άποψη της ηθικής.

Γνώστης της πυθαγόρειας διδασκαλίας περί αριθμών, διατύπωσε πλατωνικά δόγματα με πυθαγόρεια επένδυση. Μαθητές του ήταν ο Πολέμων, ο Ζήνων ο Στωικός, ο Επίκουρος και ο Κράτης.

Κολοφώνα, 6ος αιώνας  π.Χ.

 

Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος ιδρυτής της Ελεατικής σχολής. Γεννήθηκε την Τρίτη ή την τέταρτη δεκαετηρίδα του 6ου π.Χ. αιώνα στην Κολοφώνα.

Όταν οι Πέρσες κατέκτησαν την Ιωνία, στα 546, εκπατρίσθηκε και επί πολλά έτη περιερχόταν στις ελληνικές πόλεις σαν ποιητής και ραψωδός, για να εγκατασταθεί, τέλος, στην Ελέα, αποικία που ίδρυσαν στη Μεγάλη Ελλάδα οι πρόσφυγες της Ιωνίας.

Το φιλοσοφικό του έργο κατεστράφη, και μόνο από μερικά λείψανα του έργου του «Περί φύσεως», διδακτικού έπους, και τις μαρτυρίες του Αριστοτέλη, Θεοφράστου κ.α., γνωρίζουμε τι πίστευε. Ο Ξενοφάνης μεταφέροντας τη φιλοσοφία από την Ανατολή στη Δύση, προσέδωσε σ’ αυτήν καθαρά θρησκευτική χροιά/τολμηρός ελεγκτής της πολυθεϊστικής θρησκείας των Ελλήνων, ύψωσε φωνή εναντίον της, και καταφέρθηκε με δριμύτητα κατά των κοσμογονικών προλήψεων και των ηθικών αρχών της ελληνικής Μυθολογίας.

Ο Ξενοφάνης αγανακτούσε κυρίως και σάρκαζε για το λόγο ότι η Μυθολογία είχε πλάσει ένα πλήθος από θεούς ανθρωπόμορφους, με όλα τα πάθη και τα ελαττώματα των θνητών.

Ότι ο Θεός είναι ένας και αυτός είναι όλος όμμα, όλος ους, όλος νους, και άρχει άσκοπα με την ίδια του τη διάνοια. Όντας αναλλοίωτος και ακίνητος, δεν έχει ανάγκη να μεταναστεύσει από τόπο σε τόπο για να εκτελεί τα θελήματά του. Είναι πανταχού παρών.

Η μόνη αυτή θεότητα του Ξενοφάνη εναρμονίζεται με το Σύμπαν, οπότε ο μονοθεϊσμός του είναι ταυτόχρονα και πανθεϊσμός.

Αθήνα, 430 –  354 π.Χ.

 

Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Αθήνας και ως νέος υπήρξε μαθητής του Σωκράτη. Η αγάπη του για τη στρατιωτική ζωή, συνέπεια ίσως και του θαυμασμού του στο Δωρικό πρότυπο, υπερνίκησε την κλίση του προς τη φιλοσοφία.

Το 401 π.Χ. πήγε στην Περσία, όπου ακολούθησε τον Κύρο στην εκστρατεία του εναντίον του αδελφού του Αρταξέρξη Β΄. Μετά τη μάχη στα Κούναξα εξελέγη από τους Μυρίους Έλληνες μισθοφόρους στρατηγός.

Συνέπραξε με τον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο, τον οποίο θαύμαζε, και στη μάχη της Κορωνείας πολέμησε εναντίον της πατρίδας του. Για τον λόγο αυτό εξορίστηκε και έχασε την περιουσία του που είχε στην Αθήνα.

Οι Λακεδαιμόνιοι του έδωσαν μεγάλο κτήμα στον Σκιλλούντα, κοντά στην Ολυμπία, όπου έζησε από το 394 μέχρι το 370 π.Χ., οπότε εκδιώχθηκε από τους Ηλείους. Τότε κατέφυγε στην Κόρινθο απ’ όπου κατάφερε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με την Αθήνα, στην οποία όμως δεν επέστρεψε ποτέ.

Πέθανε γύρω στο 355 π.Χ. Τα έργα του Ξενοφώντα, ιστορικά, φιλοσοφικά και διδακτικά, είναι, αφ’ ενός, σπουδαία πηγή για τα γεγονότα της εποχής του και, αφ’ ετέρου, σύνθεση ηθικών και παιδαγωγικών στοχασμών, σε πνεύμα απλότητας και αμεσότητας, ενώ χαρακτηρίζονται από τον έντεχνο και διαυγή αττικό λόγο.

Έργα:

  • Κύρου Ανάβασις
  • Ελληνικά
  • Αγησίλαος (Ξενοφώντος)
  • Απολογία Σωκράτους (Ξενοφών)
  • Απομνημονεύματα
  • Οικονoμικός (Ξενοφών)
  • Συμπόσιον
  • Ιέρων ή τυραννικός
  • Λακεδαιμονίων Πολιτεία
  • Αθηναίων Πολιτεία
  • Πόροι ή περί προσόδων
  • Ιππαρχικός (Λόγος)
  • Περί ιππικής
  • Κυνηγετικός
  • Κύρου Παιδεία

Ελέα, Νότια Ιταλία, 540 – 450 π.Χ.

 

Ο Παρμενίδης ήταν λίγο νεότερος από τον Ηράκλειτο. Γεννήθηκε στην Ελέα της νότιας Ιταλίας γύρω στο 520 π.Χ. και η φιλοσοφική του δραστηριότητα καλύπτει το πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Ο Πλάτων του αφιερώνει έναν σημαντικό διάλογο, όπου ο Παρμενίδης εμφανίζεται να επισκέπτεται σε προχωρημένη ηλικία την Αθήνα και να δίνει ένα φιλοσοφικό μάθημα στον νεαρό και άσημο ακόμη Σωκράτη. Η συνάντηση αυτή είναι μάλλον προϊόν της φαντασίας του Πλάτωνα, δείχνει όμως την καθοριστική επίδραση της σκέψης του Παρμενίδη στις νεότερες γενεές των φιλοσόφων.

Προερχόταν από γνωστή οικογένεια, μία από αυτές που ίδρυσαν την πόλη της Ελέας το 540 π.Χ. Αυτός όμως, αντίθετα από τον Ηράκλειτο, μετείχε ενεργά στα κοινά, αφού λέγεται ότι συνέταξε τους νόμους της πατρίδας του. Θα πρέπει στα νιάτα του στην Ελέα να γνώρισε τον Ξενοφάνη, χωρίς να εντυπωσιαστεί από τον ανατρεπτικό διαφωτισμό του. Μόνο στην απόφασή του να εκφραστεί μέσα από ένα μακροσκελές ποίημα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς κάποια επιρροή του Ξενοφάνη. Είναι σίγουρο ότι ο Παρμενίδης γνώριζε τη φιλοσοφία των Πυθαγορείων, αφού γεννήθηκε και έζησε σε μια περιοχή όπου κυριαρχούσε το πυθαγόρειο κίνημα. Ωστόσο, ακόμη κι αν μυήθηκε στη φιλοσοφία από κάποιους Πυθαγόρειους, δεν υιοθέτησε τον τρόπο ζωής τους, ούτε τις αντιλήψεις τους.

Ο Παρμενίδης ενδιαφέρθηκε για τη διάδοση των φιλοσοφικών του ιδεών και συγκέντρωσε γύρω του μαθητές. Οι μεταγενέστεροι αναφέρονται συχνά στην «ελεατική σχολή», εννοώντας κυρίως τον Παρμενίδη, τον νεότερο συμπολίτη του Ζήνωνα και τον Μέλισσο από τη Σάμο. Η σχέση όμως του Παρμενίδη με τους μαθητές του είναι σχέση διανοητικής συγγένειας, δεν θυμίζει σε τίποτε την ιεραρχική οργάνωση της πυθαγόρειας αδελφότητας.

Η φιλοσοφία του Παρμενίδη εμπεριέχεται σε ένα αποκαλυπτικό ποίημα, γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, από το οποίο ευτυχώς διασώθηκαν τα πιο σημαντικά μέρη. Στο ποίημα ένας νέος (ο ίδιος ο Παρμενίδης) διηγείται τη μύησή του στη φιλοσοφία από μία θεά, η οποία αναλαμβάνει να τον κρατήσει μακριά από τις κοινές αντιλήψεις των ανθρώπων, «όπου αληθινή εμπιστοσύνη δεν υπάρχει», και να τον οδηγήσει στην «ατρόμητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας». Το ποίημα του Παρμενίδη χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο εκτενές προοίμιο, σε καθαρά επική γλώσσα, περιγράφεται η ανάβαση του νέου προς τις πύλες της Ημέρας και της Νύκτας, όπου θα συναντήσει τη θεά. Το δεύτερο και κύριο μέρος του ποιήματος είναι ο λόγος της θεάς για τη φύση της αλήθειας. Και το τρίτο και πιο αινιγματικό, από το οποίο έχουν σωθεί λίγα αποσπάσματα, θα πρέπει να ήταν μάλλον μια ανάπλαση κοσμολογικών αντιλήψεων που θυμίζουν προγενέστερους φιλοσόφους.

Στα χρόνια του Παρμενίδη, ο φιλόσοφος είναι ακόμη ελεύθερος να εκφραστεί μέσα από το είδος του λόγου που ο ίδιος θεωρεί πρόσφορο. Η φιλοσοφική πραγματεία σε πεζό λόγο, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, θα καθιερωθεί μόνο μετά τον Αριστοτέλη. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Παρμενίδης επιλέγει τον ποιητικό λόγο, την ίδια στιγμή που ο Ηράκλειτος εκφράζεται με χρησμούς και οι Πυθαγόρειοι αποφεύγουν τη γραφή, έχει σημασία. Η γλώσσα του έπους δεν είναι απλώς υποβλητική, είναι η γλώσσα της παιδείας και της θρησκείας των Ελλήνων, η γλώσσα μέσα από την οποία οι Έλληνες έχουν εμπεδώσει την κοινή τους καταγωγή και τις κοινές τους αξίες. Ο Παρμενίδης εντάσσει τον εαυτό του στην παράδοση του Όμηρου και του Ησίοδου. Φιλοδοξεί μέσα από την καθιερωμένη οδό να μεταδώσει ένα νέο μήνυμα παιδείας: ο φιλοσοφικός λόγος μπορεί να αντικαταστήσει τον μύθο. Τη θέση της Μούσας του ποιητή παίρνει τώρα η θεά του Παρμενίδη. Ο λόγος της είναι υποβλητικός και δογματικός: είναι η ίδια η αποκάλυψη της μοναδικής Αλήθειας. Είναι όμως ταυτοχρόνως ένας λόγος συνεκτικός και αποδεικτικός, ένας λόγος που μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο αν αφυπνιστεί η λογική ικανότητα και το κριτικό πνεύμα του αποδέκτη. Αυτή είναι άλλωστε και η συμβουλή της στον νεαρό Παρμενίδη: «Να κρίνεις με τον λόγο τον επίμαχο έλεγχο που εγώ πρότεινα» (απόσπ. 7).

Οι αρχαίοι δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα ποιητικά χαρίσματα του Παρμενίδη. Τον θεωρούσαν μεγάλο φιλόσοφο αλλά μέτριο ποιητή. Οι αφηρημένες έννοιες και οι αποδεικτικοί συλλογισμοί της παρμενίδειας φιλοσοφίας ασφυκτιούν μέσα στο περίβλημα της επικής ποίησης. Η φιλοσοφία έπρεπε να βρει τον δικό της τρόπο έκφρασης.

Αθήνα, 429-345 π.Χ.

 

O Πλάτων γεννήθηκε στην Αθήνα το 427 π.Χ. και καταγόταν από αριστοκρατική αθηναϊκή οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Αρίστωνας, ο οποίος καταγόταν από το γένος του βασιλιά Κόδρου, και μητέρα του ήταν η Περικτιόνη, η οποία ήταν αδερφή του Χαρμίδη, ενός από τους Τριάκοντα τυρράνους, και ανιψιά του Κριτία, επίσης μέλος των Τριάκοντα, με καταγωγή από το γένος του νομοθέτη Σόλωνος. Αδέρφια του ήταν οι Αδείμαντος και Γλαύκων. Το πρώτο του όνομα ήταν Αριστοκλής, αλλά αργότερα ονομάστηκε Πλάτων γιατί είχε ευρύ στέρνο και πλατύ μέτωπο. Γνώρισε τον Σωκράτη σε ηλικία 20 ετών και έμεινε κοντά του μέχρι τον θάνατο του μεγάλου δασκάλου (399 π.Χ.).

Μετά τη θανάτωση του Σωκράτη για λίγο καιρό κατέφυγε στα Μέγαρα, κοντά στον συμμαθητή του Ευκλείδη. Ύστερα γύρισε στην Αθήνα, όπου για 10 χρόνια ασχολήθηκε με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων, τα οποία φέρουν τη σφραγίδα της σωκρατικής φιλοσοφίας.

Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη, όπου σχετίστηκε με τον μαθηματικό Θεόδωρο, και τέλος στον Τάραντα της Ιταλίας, όπου γνώρισε τους πυθαγόρειους, από τη φιλοσοφική σκέψη των οποίων επηρεάστηκε αποφασιστικά.

Μετά πέρασε στη Σικελία. Στην αυλή του βασιλιά των Συρακουσών Διονυσίου Α΄ γνώρισε τον βασιλικό γυναικάδελφο Δίωνα, με τον οποίον συνδέθηκε φιλικά. Η φιλία όμως αυτή προκάλεσε τις υποψίες του Διονυσίου για συνωμοσία, γι’ αυτό έδιωξε τον Πλάτωνα από τη Σικελία. Στην Αίγινα κινδύνεψε να πουληθεί ως δούλος αλλά τον εξαγόρασε ο Κυρηναίος φίλος του Αννίκερης.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα άνοιξε τη φιλοσοφική σχολή του, την Ακαδημία (387 π.Χ.) που στην είσοδο της είχε γράψει την επιγραφή ‘Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω’, δηλαδή: ‘Κανένας ας μη μπαίνει εδώ, που να μην ξέρει γεωμετρία’ και κατ` επέκταση, τα μαθηματικά, που ήταν τότε ένας κλάδος της φιλοσοφίας.

Η προσπάθεια όμως των δύο φίλων να προσηλυτίσουν στις ιδέες τους τον νέο ηγεμόνα Διονύσιο τον Πρεσβύτερο απέτυχαν. Για τρίτη φορά ήρθε στην αυλή των Συρακουσών το 361 π.Χ., με σκοπό να συμφιλιώσει τον Δίωνα με τον Διονύσιο. Αυτή τη φορά κινδύνεψε και η ζωή του. Τον έσωσε η επέμβαση του πυθαγόρειου Αρχύτα. Αλλά ο Δίωνας δεν γλίτωσε. Δολοφονήθηκε το 353 π.Χ..

Έτσι ο Πλάτωνας έχασε τον άνθρωπο στον οποίο στήριξε τις ελπίδες του για την επιβολή των πολιτικών του ιδεών. Από τότε και μέχρι τον θάνατό του ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και με τη συγγραφή φιλοσοφικών έργων.

Έργα:

  • Απολογία Σωκράτους
  • Συμπόσιον
  • Νόμοι
  • Πολιτεία
  • Φαίδρος
  • Τίμαιος
  • Κριτίας
  • Θεαίτητος
  • Πρωταγόρας
  • Γοργίας
  • Σοφιστής
  • Πολιτικός
  • Φίληβος
  • Παρμενίδης
  • Κρατύλος
  • Φαίδων
  • Ευθύδημος
  • Μενέξενος
  • Λάχης
  • Λύσις
  • Αλκιβιάδης
  • Ερασταί
  • Ευθύφρων
  • Κρίτων
  • Ίων
  • Ιππίας μείζων
  • Ιππίας ελάσσων
  • Ίππαρχος
  • Θεάγης
  • Χαρμίδης
  • Μένων
  • Κλειτοφών
  • Μίνως
  • Επινομίς
  • Όροι
  • Νοθευόμενοι
  • Επιστολαί

Άβδηρα, Θράκη, 490 – 410 π.Χ.

 

Ήταν γιος του Αρτέμωνα (ή του Μαιάνδριου). Οι περισσότερες πληροφορίες δείχνουν ως τόπο γεννήσεως του τα Άβδηρα την Θράκη, αν και υπάρχουν και κάποιοι που ισχυρίζονται ότι γεννήθηκε στον Πόντο. Ο πατέρας του ήταν πολύ πλούσιος και παρέχοντας δώρα καθώς και φιλοξενία στον βασιλιά της Περσίας Ξέρξη κατάφερε να κερδίσει την εύνοια του ώστε να παραχωρηθεί το δικαίωμα στον Πρωταγόρα να του διδάξουν οι πέρσες μάγοι τα μυστικά τους. Αυτό ήταν ένα δικαίωμα που σπάνια παρεχόταν στους αλλοεθνείς.

Ήταν μαθητής του Δημόκριτου και επηρεάστηκε πολύ από τους Ίωνες φιλοσόφους γενικότερα πχ Ηράκλειτο. Ταξίδεψε σε διάφορες ελληνικές πόλεις «πουλώντας» τις γνώσεις του σε όσους μπορούσαν να πληρώσουν το αντίτιμο. Έργα του είναι τα : «Αλήθεια ή Καταβάλλοντες», «Περί θεών», «Περί Πολιτείας» και «Περί της εν αρχή καταστάσεως». Βέβαια μόνο ελάχιστα αποσπάσματα σώζονται στις μέρες μας μέσω κάποιων άλλων συγγραφέων.

Ο Πρωταγόρας ήταν ένας από τους πιο γνωστούς σοφιστές. Ήταν δυνατός ρήτορας και μπορούσε σε κάθε πρόταση να αντιτάσσει την αντίθετή του. Ισχυριζόταν ότι δύο προτάσεις μεταξύ τους αντίθετες ισχύουν για κάθε πράγμα. Επίσης είχε την ικανότητα να μετατρέψει το πιο ασθενές επιχείρημα σε δυνατό. Ήταν ικανός να βγάζει εκπληκτικούς μακροσκελείς λόγους, αλλά και να κάνει σύντομες ερωτήσεις κι απαντήσεις όταν θεωρούσε ότι αυτό που έλεγε ήταν αυταπόδεικτο. Συγχρόνως είχε και την ικανότητα να ακούει προσεχτικά την απάντηση του αντιπάλου του και να τον αφήνει να ολοκληρώνει το σκεπτικό του πριν αποφασίσει να του απαντήσει.

Ασχολήθηκε με την φιλοσοφία και την ρητορική και του απένειμαν το ψευδώνυμο «Λόγος». Θεωρούσε τον εαυτό του δάσκαλο παιδείας και αρετής και υποσχόταν ότι όποιος ερχόταν να μαθητεύσει κοντά του ότι κάθε μέρα θα γινόταν καλύτερος άνθρωπος από ότι ήταν. Μετέτρεπε λοιπόν τους ανθρώπους σε χρηστούς (= χρήσιμους) πολίτες. Επομένως, στην πραγματικότητα μέσα από τα μαθήματα του δίδασκε την πολιτική τέχνη. Άλλωστε ιδιαίτερα σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα η ικανότητα στο λόγο και εξ’ ου η ικανότητα να πείθεις τους άλλους για τα λεγόμενα σου είναι η πιο βασική παιδεία που θα μπορούσε να πάρει κάποιος.

Ο Πρωταγόρας λοιπόν πίστευε ότι ο σοφιστής είναι πάνω από όλα ένας παιδαγωγός: «Ομολογώ σοφιστήν είναι παιδεύειν ανθρώπους». Βέβαια στα παλαιότερα χρόνια η λέξη σοφιστής αποδιδόταν σε όποιον είχε άρτια γνώση της επιστήμης ή της τέχνης του. Μετά τον Πρωταγόρα και όλου του κινήματος των σοφιστών άρχισε η λέξη να συσχετίζεται με τον δημαγωγό και αυτόν που γυρνάει τα δεδομένα με τέτοιο τρόπο ώστε να παρερμηνεύει την αλήθεια σύμφωνα με το συμφέρον του. Ο Πλάτωνας τους αποκαλούσε κάπηλους της παιδείας και τους κατηγορούσε ότι ο στόχος τους δεν ήταν η ανακάλυψη της αλήθειας μέσω της φιλοσοφίας, αλλά μέσω του αντιλόγου και της εριστικής διάθεσης να υπερισχύσουν σε μία συζήτηση. Οι σοφιστές λοιπόν, καθώς ο Πρωταγόρας για τους επικριτές του, εμπορεύονταν δύο πράγματα: «την εξειδικευμένη γνώση και τις μεθόδους επιβολής».

Ο Πρωταγόρας έλεγε ότι είναι σημαντικό κάποιος να αρχίσει να μαθαίνει από νεαρή ηλικία. Αλλά θεωρούσε ότι η παιδεία ούτως ή άλλως μας «ακολουθεί» σε όλη μας την ζωή με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Εννοώντας ότι από πολύ μικρή ηλικία έως και τα βαθιά γεράματα κάποιος ασχολείται με την εκπαίδευσή μας , είτε τον αποκαλούμε τροφό, είτε γονέα, είτε δάσκαλο, είτε αργότερα νόμους της πόλεις. Πάρα ταύτα θεωρούσε άκρως σημαντικό την ύπαρξη ενός εκπαιδευμένου διδασκάλου-σοφιστή, ο οποίος να είναι ικανός να μας παράσχει την γνώση ώστε να αποκτούμε αυτό που θέλουμε από τη ζωή, πείθοντας τους άλλους για το δίκιο των απόψεων μας.

Ήταν ο πρώτος δάσκαλος που έλαβε αμοιβή (100 μνες) για όσα μετέδιδε στους μαθητές του. Αλλά όσο και σοκαριστικό κι αν φαινόταν αυτό σαν γεγονός στους σύγχρονους του, ο Πρωταγόρας ισχυριζόταν ότι έπραττε σωστά, γιατί κάποιος εκτιμάει περισσότερο όσα μαθαίνουμε επί πληρωμή παρά δωρεάν. Από την άλλη πλευρά αν κάποιος στο τέλος τον μαθημάτων, για τον οποιοδήποτε λόγο, δεν ήθελε να τον πληρώσει, μπορούσε να πάει και να καταθέσει σε ένα ναό το αντίτιμα των χρημάτων που του όφειλε. Πρώτος αυτός έκανε αγώνες λόγων και έδειξε στους μαθητές του τον αποτελεσματικό τρόπο που θα μπορούσαν να αντικρούσουν μία άποψη. Από τον Πρωταγόρα λοιπόν προήρθαν οι εριστικοί.

Σε αντίθεση με όλους τους άλλους που χώριζαν τον λόγο σε 7 μέρη, ο Πρωταγόρας τον χώρισε σε 4: ευχή, ερώτηση, απάντηση και προσταγή. Ο Πρωταγόρας , μέσα από το ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, φαίνεται να θεωρεί (σύμφωνα με τον μύθο που παραθέτει) ότι το Δίκαιο δεν είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης του ανθρώπου, αλλά δώρο των θεών που υπάρχει εξ αρχής μέσα σε όλους μας.

Ισχυριζόταν ότι η ύλη είναι ρευστή και ότι οι λόγοι όλων των φαινομένων βρίσκονται μέσα στην ύλη. Επίσης έλεγε ότι οι αισθήσεις αλλοιώνονται ανάλογα με την ηλικία και την γενική σωματική κατάσταση ενός ατόμου. Δεχόταν λοιπόν ως μοναδική πηγή γνώσεων τις αισθήσεις, οι οποίες όμως είναι καθαρά υποκειμενικές ως κριτήριο. Πχ όταν έχει αέρα ο ένας μπορεί να κρυώνει από αυτό το γεγονός, ενώ ο άλλος να το δέχεται γιατί ζεσταινόταν προηγουμένως. Για αυτό άλλωστε θεώρησε ότι μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος και ότι η αλήθεια είναι σχετική.

Έτσι εισήγαγε για πρώτη φορά την έννοια της σχετικότητας και ότι είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο να γνωρίσει την αλήθεια. Θεωρούσε ότι ο καθένας βιώνει την δική του πραγματικότητα και ότι δεν υπάρχουν αλήθειες δεκτές σε όλους. Επομένως, αυτό που ένα πράγμα φαίνεται σε κάθε άνθρωπο, αυτό και είναι στην πραγματικότητα. Αν όμως «όλες οι αντιφάσεις αληθεύουν ταυτόχρονα για το ίδιο υποκείμενο, τότε προφανώς όλα τα πράγματα είναι ένα».

Είχε πάει αρκετές φορές στην Αθήνα και είχε δημιουργήσει επαφές και φιλίες με αξιόλογους αθηναίους όπως ο Ευριπίδης και ο Περικλής. Μάλιστα συνέταξε το σύνταγμα των Θουρίων της Κάτω Ιταλίας μετά από ανάθεση του Περικλή. Αργότερα η ολιγαρχία των τετρακόσιων τον καταδίκασε ως άθεο , βασιζόμενοι στο σύγγραμμά του «Περί Θεών», όπου αναφέρει ότι δεν γνωρίζει αν υπάρχουν ή όχι οι θεοί, ούτε ξέρει τι είδους μπορεί να είναι. Εδώ στην πραγματικότητα μπορούμε να ανιχνεύσουμε την αρχική μορφή ενός πρώιμου Αγνωστικισμού. Οι Αθηναίοι λοιπόν έκαψαν όλα τα βιβλία του και τον «έδιωξαν από όλα τα μέρη της γης». Έτσι, τουλάχιστον, είναι σίγουρο ότι απέφευγε να πλησιάσει την Αθήνα, τις αποικίες της, τις αθηναϊκές τριήρεις ή όσες περιοχές βρισκόντουσαν κάτω από τον έλεγχο της.

Μία άλλη εκδοχή λέει ότι τον καταδίκασαν εις θάνατον και αυτός απέδρασε, αλλά καθώς ταξίδευε για την Σικελία βούλιαξε το καράβι ή πέθανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού λόγω γερατειών. Η χρονολογία του θανάτου του δεν είναι σίγουρη. Από άλλους ακούμε ότι ήταν 70 ετών και από άλλους 90. Το σίγουρο πάντως είναι ότι, είτε συμφωνούμε με τις απόψεις του, είτε όχι, ο Πρωταγόρας υπήρξε πρωτοπόρος και ένας συγκλονιστικός ρήτορας που άφησε το σημάδι του στην ιστορία.

Σάμος, 585 – 500 π.Χ.

 

Έζησε και έδρασε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Το όνομα Πυθαγόρας του το έδωσαν οι γονείς του προς τιμήν της Πυθίας που προφήτευσε την γέννηση του. Ο Πυθαγόρας είναι ένας από τους μεγαλύτερους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και ιδρυτής της Πυθαγόρειας σχολής. Η σχολή των Πυθαγορείων εμφανίζεται συγκροτημένη μέσα στις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδος ως κίνημα πολιτικό και θρησκευτικό. Η φιλοσοφία μετακινείται από την περιοχή της Ιωνίας στην Κάτω Ιταλία, όπου ήκμαζαν οι ελληνικές πόλεις. Ο Κρότωνας, αριστοκρατική πόλη της Μεγάλης Ελλάδος, έγινε το ορμητήριο του “Θιάσου” του Πυθαγόρα που επεδίωκε την ηθική και πνευματική αναγέννηση όλων των λαϊκών στρωμάτων, ανδρών και γυναικών.

Ο Διογένης Λαέρτιος (Βίοι Φιλοσόφων, Βιβλίο Όγδοο) αναφέρει για τον Πυθαγόρα ότι : ” Νεαρός ακόμη, παρακινημένος από τη φιλομάθειά του έφυγε από την πατρίδα του για να μυηθεί σε όλες τις Ελληνικές και βαρβαρικές τελετές. Πήγε και στην Αίγυπτο και τότε ο Πολυτάρκης τον σύστησε με επιστολή του στον Άμαση. Έμαθε τέλεια τα Αιγυπτιακά, όπως λέει ο Αντιφών στο “Περί των εν αρετή πρωτευσάντων” και επισκέφτηκε τους Χαλδαίους και τους Μάγους.

Κατόπιν στην Κρήτη με τον Επιμενίδη κατέβηκε στο Ιδαίον άντρο, αλλά και στην Αίγυπτο είχε μπει στα άδυτα. Έτσι γνώρισε τα μυστικά για τους θεούς. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Σάμο, επειδή όμως βρήκε την πατρίδα του τυραννοκρατούμενη από τον Πολυκράτη, αναχώρησε για τον Κρότωνα της Ιταλίας.”

Ο Ηρακλείδης από τον Πόντο, σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, αναφέρει πως ο Πυθαγόρας έλεγε πως κάποτε υπήρξε Αιθαλίδης και ήταν γιος του Ερμή. Ο Ερμής του ζήτησε να διαλέξει ό,τι ήθελε, εκτός από την αθανασία. Ζήτησε λοιπόν, όσο ζει, να θυμάται όσα του έχουν συμβεί. Έτσι μπορούσε να επαναφέρει στη μνήμη του τα πάντα από τις προηγούμενες ζωές του.

Ο Πυθαγόρας είχε πολλούς και πιστούς μαθητές. Κάθε φορά που έμπαιναν στο σπίτι του τους έλεγε να λένε τα εξής. Που έσφαλα; τι έκανα; τι έπρεπε να κάνω και δεν έκανα; Οι μαθητές του επί πέντε χρόνια παρέμεναν σιωπηλοί και άκουγαν μόνο τις ομιλίες του Πυθαγόρα χωρίς ποτέ να βλέπουν τον ίδιο. Μετά το τέλος αυτής της δοκιμασίας, οι μαθητές του, γίνονταν μέλη του σπιτιού του και είχαν δικαίωμα να τον βλέπουν.

Ο Πυθαγόρας είναι ο πρώτος που ονόμασε τον εαυτό του “φιλόσοφο” και ο πρώτος που ανακάλυψε τα μουσικά διαστήματα από μία χορδή. Ο Πρόκλος (Νεοπλατωνικός φιλόσοφος 410-485 π.Χ.) λέει πως πρώτος ο Πυθαγόρας ανύψωσε την γεωμετρία σε ελεύθερη επιστήμη, γιατί θεώρησε τις αρχές της από πάνω προς κάτω και όχι με βάση τα υλικά αντικείμενα. Ο Απολλώνιος ο λογιστικός αναφέρει ότι πρόσφερε εκατόμβη, όταν βρήκε ότι το τετράγωνο της υποτείνουσας ορθογωνίου τριγώνου ισούται με το τετράγωνο των δύο άλλων.

Ο Πυθαγόρας πέθανε, σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει από την καταδίωξη Κροτωνιατών που φοβήθηκαν την εγκαθίδρυση τυραννίας λόγο της μεγάλης δύναμης που είχε αποκτήσει αυτός και οι μαθητές του στην πόλη. Οι Κροτωνιάτες έσφαξαν αυτόν και τους τετρακόσιους μαθητές του αφού πρώτα έκαψαν το σπίτι του Μίλωνα στο οποίο λίγο πριν είχαν συγκεντρωθεί. Ο Δικαίαρχος αναφέρει πως ο Πυθαγόρας πέθανε στο ιερό των Μουσών στο Μεταπόντιο μένοντας σαράντα μέρες νηστικός.

Ο Πυθαγόρας δεν έγραψε κανένα έργο, έτσι το βάρος της διάσωσης της διδασκαλίας του έπεσε στους μαθητές του. Για τους πυθαγόρειους η ουσία των πραγμάτων βρίσκεται στους αριθμούς και στις μαθηματικές σχέσεις. Γνωστή είναι ακόμη η πυθαγόρεια διδασκαλία της “μιμήσεως” κατά την οποία τα αισθητά υπάρχουν κατ’ απομίμηση ατελή του τέλειου νοητού κόσμου. Έτσι εισάγεται στην Ελληνική φιλοσοφία η αντίληψη των δύο κόσμων, νοητού και αισθητού που επηρέασε, στη συνέχεια, την θεωρία για τον κόσμο των Ιδεών του Πλάτωνα. Η αληθινή πηγή της σοφίας για τους Πυθαγόρειους είναι η τετρακτύς, δηλαδή οι τέσσερις πρώτοι φυσικοί αριθμοί που θεωρείται ότι συνδέονται μεταξύ τους με διάφορες σχέσεις. Πραγματικά, από αυτούς τους τέσσερις αριθμούς, μπορεί κανείς να κατασκευάσει τις αρμονικές αναλογίες της τέταρτης, της πέμπτης και της ογδόης. Οι αναλογίες αυτές δημιουργούν την αρμονία (το άκουσμα για το ωραίο) που για τους Πυθαγόρειους είχε όχι απλώς γενική σημασία, αλλά κυριολεκτικά κοσμική.

Αθήνα, περ. 640 – περ. 560 π.Χ.

 

Ο Σόλων, εξέχον μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας του 6ου αιώνα και ένας από τους «Επτά Σοφούς» της αρχαίας Ελλάδας, έμεινε γνωστός στην ιστορία για τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στο αθηναϊκό πολίτευμα. Αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο ενός πολιτεύματος, της δημοκρατίας, που μόλις είχε κάνει την εμφάνιση του στην παγκόσμια σκηνή και επρόκειτο να κυριαρχήσει στη Δύση ως τις μέρες μας.

Τα στοιχεία που υπάρχουν για τον βίο και την προσωπικότητα του Σόλωνα είναι περιορισμένα, λόγω της έλλειψης γραπτών και αρχαιολογικών ενδείξεων για την Αθήνα του πρώιμου 6ου αιώνα. Οι κύριες αρχαίες πηγές για τον Σόλωνα είναι ο Ηρόδοτος και ο Πλούταρχος, οι οποίοι όμως έγραψαν γι’ αυτόν μερικούς αιώνες αργότερα. Επίσης, εκείνη την περίοδο η ιστορία δεν ήταν συγκροτημένη ως επιστήμη με αυστηρή ερευνητική μεθοδολογία όπως στις μέρες μας. Για παράδειγμα, ο ρήτορας Αισχίνης αποδίδει στον Σόλωνα όλη τη νομοθεσία που διαμορφώθηκε σε επόμενες ιστορικές περιόδους. Κάποιοι σύγχρονοι μελετητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η γνώση μας για τον Σόλωνα είναι βασισμένη σε μεγάλο βαθμό σε φανταστικές κατασκευές. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως κάποια σχετικά ευρήματα από την περίοδο του Σόλωνα υπό την μορφή αποσπασματικών επιγραφών.

Ωστόσο η πλειονότητα θεωρεί ότι ο όγκος των στοιχείων που ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα είναι επαρκής για να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Πλέον έχει διαμορφωθεί ένας κοινός τόπος πληροφοριών όσον αφορά τη ζωή του Αθηναίου νομοθέτη. Ο Σόλων, γιος του Εξηκεστίδη, γεννήθηκε περίπου το 639 π.Χ. Καταγόταν από μια πλούσια, αριστοκρατική οικογένεια της αρχαίας Αθήνας, της οποίας οι ρίζες έφταναν μέχρι τον βασιλιά της Αθήνας Κόδρο. Ωστόσο, παρά τις αριστοκρατικές καταβολές της, ο πλούτος της οικογενείας του προερχόταν κυρίως από το εμπόριο παρά την ιδιοκτησία γης. Αυτός ο παράγοντας έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μεταρρυθμίσεων καθώς ο Σόλων δεν αισθανόταν κάποια αλληλεγγύη με την αριστοκρατική τάξη. Ο πατέρας του φρόντισε επιμελώς την εκπαίδευσή του, δίνοντας του την ευκαιρία να λάβει μια σφαιρική και βαθιά παιδεία. Μετά τον θάνατο του Εξηκεστίδη, ο Σόλων ανέλαβε τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας. Όμως οι επιχειρήσεις του δεν ευοδώθηκαν και μεγάλο μέρος της περιουσίας χάθηκε. Ωστόσο στην περίπτωση του Σόλωνα επιβεβαιώθηκε η ρήση «ουδέν κακό αμιγές καλού». Αυτή η ατυχής εξέλιξη αποτέλεσε το έναυσμα για μια σειρά ταξιδιών στην Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία που πλούτισαν τον Σόλωνα σε εμπειρίες και γνώση. Στη συνέχεια, χρησιμοποίησε τη γνώση αυτή για να κατασκευάσει το νομοθετικό πλαίσιο της αθηναϊκής δημοκρατίας.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Σόλων διακρίθηκε για τη μετριοπάθεια και τη σοφία του. Ειδικότερα, τα μέλη των λαϊκών τάξεων εκτιμούσαν το γεγονός ότι ο Σόλων είχε αποστασιοποιηθεί από τις υπόλοιπες αριστοκρατικές γαιοκτητικές οικογένειες της Αθήνας. Η φήμη του εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο με το ποιητικό έργο του. Ποίηση έγραψε κυρίως για να υπερασπίσει πατριωτικούς σκοπούς και να υπερασπίσει τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του. Έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση για τις ελεγείες. Μεταξύ αυτών ξεχώρισε η ελεγεία, γνωστή ως «Σαλαμίς», η οποία έχει πατριωτικό περιεχόμενο. Παρακινεί τους Αθηναίους να επανακτήσουν το νησί αυτό, το οποίο είχε μεγάλη στρατηγική σημασία. Δυστυχώς, μόλις οκτώ στίχοι σώζονται από αυτή την ελεγεία. Αλλά και το υπόλοιπο έργο του είχε πολιτικό χαρακτήρα. Μέσα απ’ αυτό βρίσκει την ευκαιρία να παραθέσει τις πολιτικές απόψεις του και να καλλιεργήσει τα ιδανικά της φιλοπατρίας και του δικαίου στους συμπατριώτες του. Λόγω του διδακτικού χαρακτήρα των ελεγειών αυτών έμειναν γνωστές ως «γνωμικές». Οι στίχοι του ζέσταναν τις καρδιές των Αθηναίων, οι οποίοι αναζητούσαν άνδρες με ηγετικά προσόντα και ενάρετο χαρακτήρα. Την περίοδο εκείνη η πόλη των Αθηνών ταλανιζόταν από κοινωνικές αναταραχές και εμφύλιες συγκρούσεις, λόγω των μεγάλων ανισοτήτων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Ο Σόλων χρησιμοποιεί τις ελεγείες αυτές για να προτείνει πολιτικές λύσεις για τα πολιτικά προβλήματα της Αθήνας. Εν τέλει, η ποίηση του προκάλεσε τεράστια εντύπωση στους Αθηναίους που του ανέθεσαν την αποστολή της ριζικής αναδιάρθρωσης της νομοθεσίας και του πολιτικού θεσμικού πλαισίου της πόλης. Από το συνολικό ποιητικό έργο του Σόλωνα περίπου 200 στίχοι έχουν διατηρηθεί ως τις μέρες μας. Ίσως ένα μέρος από αυτό να αποτελείται από μετέπειτα προσθήκες από άλλους ποιητές και λανθασμένα να έχει αποδοθεί σ’ αυτόν.

Αθήνα, 408 – 338 π.Χ.

 

Ο Σπεύσιππος ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός και πρώτος σχολάρχης της Πλατωνικής Ακαδημίας για περίπου 10 χρόνια, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα το 347 π.Χ.

Ο Σπεύσιππος ήταν ανιψιός του Πλάτωνα από την αδελφή του Πωτώνη και ο πατέρας του ήταν ο Ευρυμέδοντας ο Μυρρινούσιος. Είχε συνοδεύσει τον Πλάτωνα στο ταξίδι του στη Σικελία το 361 π.Χ. και ήταν σαφής υποστηρικτής του, στην πολιτική φιλικής προσέγγισης και προσεταιρισμού σε πολιτικές προσωπικότητες της εποχής, μεταξύ αυτών και του Διονυσίου του Β´ των Συρακουσών. Ορίστηκε ως διάδοχος και σχολάρχης της Ακαδημίας από τον Πλάτωνα με το σκεπτικό ότι δεν ήταν «ξένος» αλλά Αθηναίος πολίτης. Ανέλαβε μετά το θάνατο του θείου του, σε ηλικία περίπου 60 ετών. Διάδοχος του στην Ακαδήμεια μετά τον θάνατο του, εκλέχτηκε ο Ξενοκράτης

Ως προσωπικότητα υπήρξε φιλάσθενος, ιδιότροπος και αμφιλεγόμενος. Στη φιλάσθενη φύση του, αποδίδεται πιθανότατα, η άρνηση του να διαμένει στους χώρους της Ακαδημίας όταν τη διηύθυνε εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους, ενδεχομένως λόγω του υγρού κλίματος. Η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του φαίνεται και από τη βιογραφία του αλλά και από μία επιστολή του που απευθύνεται στον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Υπήρξε ο πρώτος που εγκωμίασε τον Πλάτωνα και το έργο του, υπαινισσόμενος μάλιστα ότι ήταν γιος του Απόλλωνος.

 

Από τα έργα του Σπεύσιππου, διασώζεται ένα εκτεταμένο τμήμα σε σχέση με τους Πυθαγόρειους αριθμούς, ορισμένα αποσπάσματα από τα υπόλοιπα και αναφορές του σε άλλους φιλοσόφους. Το έργο του «Όμοια» μια συγκριτική μελέτη φυσιολογίας φυτών και ζώων είναι πιθανότατα αντάξιο με το αντίστοιχο έργο του Αριστοτέλη «Περί ζώων ιστορίαι».

Θεωρείται επίσης ως ο πιθανός συγγραφέας του φιλοσοφικού λεξικού Όροι, αντί για τον Πλάτωνα.

 

Ο Σπεύσιππος επηρεασμένος από την πυθαγόρεια σκέψη (όπως και αρκετοί από τους διαδόχους του), προσέδιδε μεγάλη σημασία στο φιλοσοφικό βάρος των πραγματικών αριθμών, μειώνοντας έτσι στην κοσμοθεωρία του, εμμέσως την σημασία των ιδεατών αριθμών και του κόσμου των Ιδεών του Πλάτωνα. Ισχυρή ένδειξη των ανωτέρω ήταν η προσήλωση του στην τελειότητα του αριθμού 10.

Η φιλοσοφία του είχε ως βασικούς πυλώνες το «Εν» και τη «δυάδα». Το «Εν» αντιπροσώπευε την ενότητα και ολότητα του σύμπαντος, ενώ η «δυάδα» την ποικιλομορφία και πολλαπλότητα των μορφών του. Το «Εν» και η «δυάδα», κατά τον Σπεύσιππο, όχι μόνο ήταν οι γεννήτορες κάθε οντότητας (φυσικής ή πνευματικής) στον κόσμο, αλλά στερούντο οιασδήποτε ηθικής αξίας. Εν αντιθέσει οι συνάδελφοι του, αυτοί που αποδέχονταν αυτού του είδους τον δυισμό (Εν, δυάδα), προσέδιδαν σε αυτόν τις έννοιες του καλού και του κακού.

Ο Σπεύσιππος οργάνωσε τον κόσμο, με μαθηματικούς όρους, σε δέκα σφαίρες, με ταξινόμηση βάσει της πνευματικότητας που εμπεριείχοντο σε αυτές. Ανάμεσα στις σφαίρες των πραγματικών αριθμών και τις σφαίρες των αισθητών τοποθέτησε σε περίοπτη θέση τη σφαίρα της ψυχής την οποία θεωρούσε αθάνατη τόσο εν όλω όσο και εν μέρει.

Ο Σπεύσιππος θεωρούσε εκ των ων ουκ άνευ τη γνώση και ταξινόμηση όλων των πραγμάτων, ώστε να περατωθεί με επιτυχία ο ορισμός ενός οποιουδήποτε εξ αυτών. Επομένως ο ορισμός οιασδήποτε έννοιας απαιτούσε μια σφαιρική αντίληψη του κόσμου, και συνακόλουθα την ταξινόμηση της σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες έννοιες.

Τέλος, ο Σπεύσιππος συστηματοποίησε και επεξεργάστηκε τη σκέψη του Πλάτωνα (αν και φαίνεται πως διαφωνούσε σε μερικά σημεία με αυτήν), διαχώρισε το Αγαθό τόσο από το «Εν» όσο και από τη «Θεότητα», ενώ απέρριπτε την «Ηδονή» περισσότερο και από τον δάσκαλο του. Θεωρείται πως η ανασύνθεση και ενσωμάτωση της Πυθαγόρειας σκέψης στον κόσμο των Ιδεών του Πλάτωνα υπήρξε εν πολλοίς καταχρηστική και αντίθετη με το σύστημα σκέψης του. Ωστόσο είναι σαφές πως επηρέασε τον Αριστοτέλη στην συγγραφή του έργου του σε σχέση με την αρχή της Φιλοσοφίας του Πλάτωνος.

Μέγαρα, 360 – 280 π.Χ.

 

Ο Στίλπων ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, που γεννήθηκε στα Μέγαρα το 360 π.Χ. και πέθανε το 280 π.Χ. Υπήρξε μαθητής μερικών οπαδών του Ευκλείδη του Μεγαρικού. Κάποιοι λένε πως υπήρξε μαθητής και του ίδιου του Ευκλείδη, αλλά και του Θρασύμαχου του Κορίνθιου που ήταν φίλος του Ιχθύα, όπως λέει ο Ηρακλείδης. Τόσο πολύ τους ξεπέρασε όλους στην επινοητικότητα και τη σοφιστεία, ώστε λίγο έλειψε να στρέψει όλη η Ελλάδα σ´αυτόν την προσοχή της και να μεγαρίσει. Γι’ αυτόν ο Φίλιππος ο Μεγαρικός λέει επί λέξει τα εξής: «Από τον Θεόφραστο απέσπασε τον Μητρόδωρο τον θεωρητικό και τον Τιμαγόρα από τη Γέλα. Από τον Αριστοτέλη τον Κυρηναϊκό, τον Κλείταρχο και τον Σιμμία. Από τους διαλεκτικούς, απέσπασε τον Παιώνειο από τον Αριστείδη, ενώ τον Δίφιλο τον Βοσποριανό του Ευφάντου και τον Μύρμηκα του Εξαινέτου, που πήγαν για να τον αντικρούσουν, τους έκανε φανατικούς οπαδούς του».

Εκτός απ’ αυτούς πήρε με το μέρος του τον περιπατητικό Φρασίδημο, που ήταν έμπειρος φυσικός, και τον ρήτορα Άλκιμο, που ξεπερνούσε όλους τους Έλληνες ρήτορες. Ο Κράτης και πολλοί άλλοι πιάστηκαν στα δίχτυα του, αλλά κυρίως πήρε με το μέρος του τον Ζήνωνα και τον Φοίνικα. Είχε επίσης σπουδαίες ικανότητες στην πολιτική. Παντρεύτηκε, αλλά είχε και σχέσεις με την εταίρα Νικαρέτη, όπως λέει κάπου και ο Ονήτωρ. Απέκτησε μια κόρη αδιάντροπη, που την παντρεύτηκε ο φίλος του Σιμμίας ο Συρακούσιος. Επειδή η συμπεριφορά της ήταν τελείως ανάρμοστη, κάποιος είπε στον Στίλπωνα πως τον ντροπιάζει. Εκείνος απάντησε: «Όχι περισσότερο απ’ όσο εγώ την τιμώ».

Τον εκτιμούσε, λένε, και ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ, ο οποίος, όταν έγινε κύριος των Μεγάρων του πρόσφερε χρήματα και του ζήτησε να ταξιδέψει μαζί του στην Αίγυπτο. Εκείνος κράτησε ένα μέρος των χρημάτων, όμως αρνήθηκε το ταξίδι και πήγε στην Αίγινα μέχρι που απέπλευσε ο Πτολεμαίος. Αλλά και ο Δημήτριος ο Πολιορκητής ο γιος του Αντίγονου, όταν κατέλαβε τα Μέγαρα, δεν πείραξε το σπίτι του και φρόντισε να του επιστραφούν όσα του είχαν αρπάξει. Όταν του είπε πως θέλει να του φτιάξει κατάλογο των πραγμάτων που έχασε, είπε πως δεν είχε χάσει τίποτε από τα δικά του, γιατί κανείς δεν του αφαίρεσε τη μόρφωση και εξακολο­θεί να έχει ευγλωττία και γνώσεις. Συζητώντας μαζί του σχετικά με το τι ωφελεί τους ανθρώπους, ο Δημήτριος εντυπωσιάστηκε τόσο ώστε επιθυμούσε να τον ακούει.

Λένε πως αυτός ήταν που έκανε για την Αθηνά του Φειδία την ερώτηση: «Η Αθηνά, η κόρη του Δία, ήταν θεός;» του είπαν «ναι» και συνέχισε: «Αυτή όμως δεν είναι του Δία, αλλά του Φειδία». Συμφώνησαν και τότε συμπλήρωσε: «Επομένως δεν είναι θεός». Γι’ αυτά τα λόγια οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο και δεν τα αρνήθηκε, αλλά είπε πως μίλησε σωστά, γιατί η Αθηνά δεν είναι θεός, αλλά θεά, αφού θεοί είναι οι άνδρες. Όμως οι Αρεο­παγίτες τον διέταξαν να φύγει αμέσως από την πόλη. Τότε ο Θεόδωρος ο άθεος, ο επονομαζόμενος θεός, είχε πει κοροϊδευτικά: «Πού το ξέρεις αυτό Στίλπων; σήκωσες το ρούχο της και το είδες;» Η αλήθεια είναι πως ο Θεόδωρος ήταν θρασύτατος, ενώ ο Στίλπων ευπρεπής.

Όταν ο Κράτης τον ρώτησε, αν ευχαριστούν τους θεούς οι ευχές και τα προσκυνήματα, λένε πως είπε: «Μη μου κάνεις τέτοιες ερωτήσεις στον δρόμο, ανόητε, αλλά όταν είμαι μόνος». Την ίδια απάντηση είχε δώσει ο Βίων όταν ρωτήθηκε, αν υπάρχουν θεοί: “Δεν θα απομακρύνεις από κοντά μου τον όχλο, ταλαίπωρε γέρο”.

Ο Στίλπων ήταν απλός, ανεπιτήδευτος και προσαρμοζόταν εύκολα με τους απλούς ανθρώπους. Όταν κάποτε ο Κράτης ο κυνικός δεν απάντησε σε ερώτηση του, αλλά έκλασε, του είπε: «Ήξερα πως θα πεις τα πάντα εκτός απ’ αυτά που πρέπει».

Κάποια φορά ο Κράτης του πρόσφερε ένα ξερό σύκο και συγχρόνως του έκανε μια ερώτηση, αυτός πήρε απλώς το σύκο και το έφαγε κι όταν εκείνος είπε: «Ηρακλή, έχασα το σύκο», του απάντησε: «Όχι μόνο το σύκο,αλλά και την ερώτηση της οποίας το σύκο ήταν προκαταβολή». Κάποιο χειμώνα που είδε τον Κράτητα ζα­ρωμένο από το κρύο, του είπε: «Μου φαίνεται, Κράτη, πως έχεις ανάγκη ρούχου καινού (= καινούριου)».

Λάμψακος, Τρωάδα, περ. 335 – 269 π.Χ.

 

Ο Στράτων ο Λαμψακηνός ήταν ένας φιλόσοφος της Περιπατητικής Σχολής, ο τρίτος κατά χρονική σειρά διευθυντής (σχολάρχης) του Λυκείου του Αριστοτέλους μετά τον θάνατο του Θεοφράστου.

Αφοσιώθηκε ιδιαίτερα στη μελέτη των Φυσικών Επιστημών

Αρνήθηκε την ανάγκη ύπαρξης Θεού που ενέργησε για τη δημιουργία του Σύμπαντος, προτιμώντας την άποψη ότι το Σύμπαν κυβερνάται από την ασυνείδητη δύναμη της φύσης και μόνο.

Ο πατέρας του ονομαζόταν Αρκεσίλαος ή Αρκέσιος. Ο Στράτων γεννήθηκε στη Λάμψακο μεταξύ του 340 και του 330 π.Χ. Πιθανόν είναι ότι γνώρισε τον Επίκουρο όταν ο τελευταίος δίδασκε στη Λάμψακο (310-306 π.Χ.).

Στη συνέχεια μετέβη στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε τη σχολή του Αριστοτέλη, το «Λύκειο», και μετά στην Αίγυπτο ως διδάσκαλος του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου. Στην Αίγυπτο αναφέρεται ότι δίδαξε και τον Αρίσταρχο τον Σάμιο. Επέστρεψε στην Αθήνα μετά τον θάνατο του Θεοφράστου (περ. 287 π.Χ.) και τον διαδέχθηκε ως επικεφαλής του Λυκείου.

Ο Στράτων απεβίωσε μεταξύ του 270 και του 268 π.Χ.

Ο Στράτων αφοσιώθηκε ιδιαίτερα στη μελέτη των φυσικών επιστημών, και για τον λόγο αυτό αποκλήθηκε και Φυσικός. Ο Κικέρων, παρά το ότι εγκωμιάζει τα ταλέντα του, τον μέμφεται ότι παραμέλησε «το πιο σημαντικό» μέρος της φιλοσοφίας, αυτό που αφορά την Αρετή και την Ηθική, παραδίδοντας τον εαυτό του στη διερεύνηση της Φύσης.

Στον μακρό κατάλογο των έργων του που παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, υπάρχουν αρκετοί τίτλοι που αφορούν θέματα της ηθικής φιλοσοφίας, αλλά η μεγάλη πλειονότητα ανήκει στις φυσικές επιστήμες.

Κανένα έργο του δεν σώθηκε και οι απόψεις και θεωρίες του είναι γνωστές μόνο από τις αποσπασματικές αναφορές μεταγενέστερων συγγραφέων.

Αθήνα, 470-399 π.Χ.

 

Ένας από τους σοφότερους άνδρες της αρχαιότητας. Γεννήθηκε στην Αθήνα στα 470 π.Χ., και ήταν υιός του γλύπτη Σωφρονίσκου και της μαίας Φαιναρέτης, από το δήμο Αλωπεκής. Στην αρχή δοκίμασε ν’ ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, οι δε Τρεις Χάριτες, άγαλμα που σωζόταν επί Παυσανία, ήταν έργο δικό του. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε τη γλυπτική, για ν’ αφοσιωθεί στη φιλοσοφία, στην οποία και αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του, διδάσκοντας, όχι σε σχολείο, αλλά συζητώντας σε κάθε σημείο της πόλεως με ανθρώπους κάθε τάξεως και με κύριο στόχο τα ηθικά, θρησκευτικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.

Η διαλεκτική ικανότητά του, η λεπτότητά του και η πνευματική πρωτοτυπία του με τον τέλεια ηθικό χαρακτήρα του, προσέλκυαν τους νέους αριστοκράτες με τους οποίους ιδιαίτερα συνδεόταν. Αντίθετα προς του συγχρόνους του σοφιστές, ο Σωκράτης δεν ελάμβανε αμοιβή για τη διδασκαλία του. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ξεπλήρωσε το καθήκον του προς την πατρίδα, και αγωνίσθηκε με μεγίστη ανδρεία και καρτερία στην Ποτίδαια όπου, και έσωσε τη ζωή του Αλκιβιάδη (432), στο Δήλιο (424) και στην Αμφίπολη (422). Διετέλεσε επιστάτης των Πρυτάνεων και αντιτάχθηκε στην παράνομη ψηφοφορία με την οποία ο δήμος των Αθηναίων καταδίκασε σε θάνατο τους εννέα στρατηγούς, οι οποίοι, αφού νίκησαν στην ναυμαχία των Αργινουσών, αναγκάσθηκαν από την τρικυμία να αφήσουν άταφους τους πεσόντες. Το ίδιο δεν υπάκουσε και στους τριάκοντα τυράννους, που τον διέταξαν να πάει με τέσσερις άλλους να φέρει στην Αθήνα τον Σαλαμίνιο Λέοντα, για να τον θανατώσουν.

Επειδή ο Σωκράτης καταπολεμούσε τις ολέθριες θεωρίες των διαφόρων σοφιστών και κατέκρινε το καθεστώς του δημοκρατικού πολιτεύματος, ονομάζοντας βλακώδη την εκλογή των αρχόντων με κυάμους, δημιούργησε πολλούς εχθρούς, μερικοί από τους οποίους, ως ο Αριστοφάνης, τον συνέχεαν με τους σοφιστές, που τους θεωρούσαν αίτιους των ατυχιών της πόλεως. Έτσι ο σοφός κατηγορήθηκε για ασέβεια από τον πολιτικό Άνυτο, τον ποιητή Μέλητο και το ρήτορα Λύκωνα και, ακόμα, για διαφθορά των νέων. Εισηγητής της κατηγορίας ήταν ο Μέλητος και αυτός τη συνέταξε. Το κείμενο έλεγε: «Αδικεί Σωκράτης ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δεν καινά δαιμόνια εισηγούμενος, αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων, τίμημα θάνατος». Ο Σωκράτης μπορούσε ν’ αποφύγει την καταδίκη αν δεχόταν ν’ απολογηθεί ή αν εκλιπαρούσε το έλεος των δικαστών, όπως συνηθιζόταν τότε. Όχι μόνο ένα τέτοιο δεν έκανε ο Σωκράτης, αλλά και όταν ο σοφός κηρύχθηκε ένοχος, και συζητείτο, σύμφωνα με το Αττικό Δίκαιο, η επιβλητέα ποινή, ο Σωκράτης αγέρωχος και με θάρρος, δήλωσε ότι του ήταν αδύνατο να διακόψει το έργο της διαπαιδαγωγήσεως των νέων, έργο που μέχρι τώρα έκανε σύμφωνα με τη θέληση του θεού. Η υπερήφανη στάση του Σωκράτη ερέθισε τους δικαστές, και ογδόντα απ’ αυτούς, που πριν είχαν δώσει αθωωτική ψήφο, τώρα ψήφισαν και αυτοί υπέρ της θανατικής ποινής.

Επειδή η εκτέλεση της θανατικής ποινής καθυστέρησε, εξ αιτίας της θεωρίας τη Δήλο, ο Σωκράτης έμεινε τριάντα μέρες στη φυλακή, όπου τον επισκέπτονταν οι φίλοι του, όμως αρνήθηκε επίμονα τη σωτηρία του με απόδραση, που του είχαν προετοιμάσει οι φίλοι του, θεωρώντας αυτήν σαν άτιμη πράξη. Έτσι, ήπιε το κώνειο με αδιάσειστη ηρεμία και θεία έξαρση, φιλοσοφώντας ηρεμότατα ακόμα και κατά την ημέρα του θανάτου του. Γρήγορα οι Αθηναίοι μετανόησαν για το θάνατο του σοφού, και με πολλούς τρόπους τίμησαν τη μνήμη του. Λέγεται μάλιστα ότι, όταν παιζόταν στο θέατρο η τραγωδία του Ευριπίδη, που είχε υπόθεση τον άδικο θάνατο του Παλαμήδη, την ώρα που ο χορός τραγουδούσε, λέγοντας «εκάνετε, εκάνετε, τον πάνσοφον, ω Δαναοί, ταν ουδέν αλγύνουσαν αηδόνα μουσάν, των Ελλήνων τον άριστον», το πλήθος των θεατών ξέσπασε σε κλάματα.

Για το χαρακτήρα του Σωκράτη συμφωνούν όλες οι πηγές. Η εξωτερική του μορφή δεν είχε τίποτα από την ελληνική καλλονή και τον τύπο του φυσιογνωμικά εξελιγμένου Έλληνα. Ήταν άσχημος, με μάτια πεταγμένα έξω, μύτη κοντή και χονδρή με σηκωμένα ρουθούνια, παχιά χείλη, κεφάλι φαλακρό και κοιλιά εξογκωμένη., ψυχικά όμως και πνευματικά ήταν τύπος υπέροχος και διακρινόταν για τη λεπτότητά του, την εξυπνάδα του, την πρωτοτυπία του, το χρηστό ήθος, την εγκράτεια και την αυτάρκειά του για τη γαλήνη και τη φαιδρότητα της ψυχής του και, όπως λέγει ο Πλάτων, ήταν «ο άριστος, ο φρονιμότατος και δικαιότατος των Ελλήνων».

Ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτα και όσα γνωρίζουμε γι’ αυτόν προέρχονται από συγγράμματα του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα, και του Αριστοτέλη. Όμως, οι πηγές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική κάπως την εικόνα της φιλοσοφίας του Σωκράτη. Ο Ξενοφών δέχεται το Σωκράτη σαν μεταρρυθμιστή της κοινωνίας, οι άλλοι δε, στηριζόμενοι στον Πλάτωνα, τον παριστάνουν κυρίως σαν ηθικοδιδάσκαλο, και άλλοι, τέλος, συμφωνώντας με τον Αριστοτέλη, δέχονται τον Σωκράτη, όχι σαν ηθικοδιδάσκαλο αλλά σαν διαλεκτικό. Η φιλοσοφία του Σωκράτη, στην επιστημονική της μορφή, είναι διαλεκτική, η οποία στην εφαρμογή της πάνω σε συγκεκριμένα πράγματα γίνεται ηθική. Σαν τους σοφιστές, έτσι και ο Σωκράτης, έχει σαν βάση της φιλοσοφίας του όχι τη φύση, αλλά τον άνθρωπο, κατεβάζοντας με αυτό τον τρόπο, ως είπε ο Κικέρων, τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη γη.

Φλειούς, 320 – 230π.Χ.

 

Ο Τίμων ο Φλιάσιος ήταν σκεπτικός φιλόσοφος. Είναι μαθητής του Στίλπωνα, καθώς και του Πύρρωνα, ιδρυτή του σκεπτικισμού. Ο Τίμων ταξίδεψε στον Ελλήσποντο και αλλού, διδάσκοντας ρητορική και φιλοσοφία. Έχουν διασωθεί λίγα έργα του, τα περισσότερα εξ αυτών: κωμωδίες, δράματα και έπη.

Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουν διασωθεί για τη ζωή του Τίμωνος, είναι γνωστές από τον Διογένη τον Λαέρτιο.

Σε νεαρή ηλικία χάνει τους γονείς του και ασχολείται με τον δραματικό χορό, αλλά, στη συνέχεια, αλλάζει γνώμη και φεύγει για τα Μέγαρα, κατευθυνόμενος προς στον Στίλπωνα. Επέστρεψε ξανά στην πόλη του, αφού υπήρξε μαθητής του Στίλπωνα, και νυμφεύτηκε. Κατόπιν, μαζί με τη γυναίκα του, πήγε στον Πύρρωνα, στην Ήλιδα. Εκεί, μαθήτευσε με τον Πύρρωνα, μέχρι που απέκτησε παιδιά. Τον πρωτότοκο γιο του, Ξάνθο, τον έκανε ιατρό και του κληροδότησε την περιουσία του. Ο Τίμων, ανήμπορος να εξασφαλίσει τα προς το ζην, κατέφυγε για τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα. Όταν δίδαξε στην Χαλκηδόνα, ως σοφιστής, αυξήθηκε το κύρος του. Αφότου απέκτησε οικονομική άνεση, πορεύθηκε προς στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε μέχρι και τον θάνατό του, ενώ πέρασε κι ένα μικρό διάστημα από τη Θήβα.

Ο Τίμων ανέπτυξε σχέσεις με σύγχρονούς του ποιητές όπως τον Αιτωλό, τον Άρατο, αλλά και επιφανείς όπως τον Αντίγονο, τον Πτολεμαίο, οι οποίοι τον τίμησαν και με το παραπάνω.

Τα πεζά του έργα είναι άγνωστα. Η φήμη του προέρχεται από τα ποιήματά του, μεταξύ άλλων συνέθεσε έπη, σατιρικά, δράματα, 36 κωμωδίες. Περισσότερο γνωστά ήταν οι «Σίλλοι» του, στα οποία αφηγείται, ένα φανταστικό ταξίδι του στον Άδη. Από αυτό το έργο έχουν σωθεί 140 στίχοι.

Μεταξύ άλλων συνέγραψε και διδακτικά ποιήματα, φανταστικών παραστάσεων σε ελεγειακό μέτρο, με τίτλο «Ινδαλμοί» .

Σύρος, 6ος αιώνας π.Χ.

 

Ο Φερεκύδης, υιός του Βάβυος, ήταν θεογονιστής ποιητής και φιλόσοφος από τη νήσο Σύρο. Ανέπτυξε τη δική του κοσμολογική θεωρία που επηρεάστηκε από τις ορφικές ιδέες, τη θεωρία του Θαλή, τη μυθολογική Θεογονία του Hσιόδου και τις δοξασίες των ιερέων της αρχαίας Aιγύπτου. Κατ’ αυτόν υπάρχουν τρία κοσμογονικά στοιχεία, ο Ζας, ο Χρόνος και η Χθονίη, τρεις Θεοί που «ήσαν αεί», δηλαδή υπήρχαν ανέκαθεν μέσα στο Σύμπαν και εξ αυτών γεννήθηκε η πρώτη θεϊκή γενεά, η λεγόμενη «Πεντάμυχος». Έγραψε σε ιωνική διάλεκτο.

Ποιητές σαν τον Φερεκύδη, περιγράφοντας τη γένεση και τη ζωή του κόσμου και των θεών έστω και ανεπίγνωστα προσπάθησαν να δώσουν μια εξήγηση της πρώτης αρχής των πραγμάτων.

Τον 6ο π.Χ αιώνα, ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης επέκτεινε την κυριαρχία του και στη Σύρο. Μέσω αυτής της κυριαρχίας ο Φερεκύδης βρέθηκε στη Σάμο, όπου δίδαξε τον μεγάλο Πυθαγόρα. Ήταν τέτοια η αγάπη και η ευγνωμοσύνη του Πυθαγόρα προς το δάσκαλο του, που δε δίστασε όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του Φερεκύδη να έρθει στη Σύρο να πάρει τη σορό του και να επιβάλει να ενταφιαστεί στη Δήλο, αφού οι τότε ιερείς τον υπελάμβαναν ως άθεον και αντιστρατευόμενο κατά της τότε θρησκείας. Μέτρησε τον Ήλιο και θεωρείται ο εφευρέτης το πρώτου ηλιακού ρολογιού.

Κρότων νοτίου Ιταλίας, 470 – 385 π.Χ.

 

Σύμφωνα με τον ιστορικό του 3ου μ.Χ. αιώνα Διογένη Λαέρτιο, γεννήθηκε στον Κρότωνα της νότιας Ιταλίας και όχι στον Τάραντα της νοτίου Ιταλίας.

Πυθαγόρειος φιλόσοφος που έζησε την ίδια εποχή με τον Σωκράτη. Είναι ο πρώτος Πυθαγόρειος που άφησε γραπτό έργο. Θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι ένα μείγμα από όντα άπειρα (χωρίς αρχή και τέλος) και όντα περατά (με αρχή και τέλος), που όλα μαζί συνδέονται αρμονικά.

Δεν γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή του Φιλολάου. Καταγόταν από τη νότιο Ιταλία αλλά έζησε στη Θήβα στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., την ίδια εποχή με τον Σωκράτη. Είναι ο πρώτος Πυθαγόρειος που έγραψε βιβλίο, το Περί φύσεως, τίτλο που χρησιμοποιούσαν για τα έργα τους οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι . Από το βιβλίο αυτό σώθηκαν μερικά αποσπάσματα αλλά λίγα θεωρούνται γνήσια. Υπήρχε μάλιστα η φήμη ότι ο Πλάτων αγόρασε το βιβλίο του Φιλολάου και σύμφωνα με αυτό έγραψε τον Τίμαιο .

Όλος ο κόσμος είναι μια αρμονική σύνθεση του άπειρου με το περατό. Επειδή οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ως αρχή του κόσμου τους αριθμούς, και ο Φιλόλαος ανήκε στους Πυθαγόρειους, άρα το άπειρο και το περατό θα έχουν σχέση με τα μαθηματικά.

Γράφει: «όλα τα πράγματα έχουν αριθμό, διότι χωρίς τον αριθμό δεν μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι». Όσα είναι αντίθετα μεταξύ τους συνδέονται χάρη στην αρμονία, γι αυτό επικρατεί τάξη στον κόσμο. Στο μέσο της σφαίρας του κόσμου υπάρχει η εστία, η οποία πιθανόν είναι η φωτιά (το πυρ), όπως υποστήριζαν οι Πυθαγόρειοι. Έτσι, λοιπόν, στη φιλοσοφία του ο Φιλόλαος συνδέει τα μαθηματικά των Πυθαγορείων με τις απόψεις των Προσωκρατικών για τη φύση. Το νέο στοιχείο που εισάγει είναι η αρμονία που κυριαρχεί στον κόσμο.

Οι Πυθαγόρειοι, όπως λέει ο Αριστοτέλης , είχαν φτιάξει ένα αστρονομικό σύστημα στο οποίο η Γη, οι πλανήτες και οι απλανείς αστέρες (= οι σταθεροί) περιστρέφονταν γύρω από ένα κεντρικό πυρ. Επειδή όμως οι πλανήτες που περιστρέφονταν ήταν εννέα, και οι Πυθαγόρειοι ήθελαν να τους κάνουν δέκα που είναι ο τέλειος αριθμός (ως άθροισμα των τεσσάρων πρώτων, 1+2+3+4=10), γι αυτό προσέθεσαν και μία δεύτερη Γη να περιστρέφεται γύρω από το πυρ. Το σημαντικό σ’ αυτή τη θεωρία είναι ότι η Γη κινείται και ότι ο κόσμος βρίσκεται σε αρμονία και παράγει αρμονική μουσική. Με τον ίδιο τρόπο οι Πυθαγόρειοι μιλούσαν για την «αρμονία των σφαιρών», την ουράνια μουσική που παράγουν οι πλανήτες και οι αστέρες όταν κινούνται, που μόνο όσοι είναι ειδικά εκπαιδευμένοι μπορούν να την ακούσουν.

Ο Πλάτων στον διάλογό του Φαίδων προτείνει στους συνομιλητές να συζητήσουν τη θεωρία του Φιλολάου ότι η ψυχή είναι αρμονία για το σώμα και ότι δεν επιζεί μετά τον θάνατό του. Αυτό, όμως, δεν ισχύει γιατί ο Φιλόλαος ανήκε στους Πυθαγόρειους που υποστήριζαν την αθανασία της ψυχής μετά τον θάνατο του σώματος.

Όπως φαίνεται στα έργα Φίληβος και Τίμαιος, ο Πλάτων επηρεάστηκε από τον Φιλόλαο και χρησιμοποιούσε ως βάση τα μαθηματικά για να ερμηνεύσει τον κόσμο και το σύμπαν.

Σπάρτη, 600 –  Πίσα, 520 π.Χ.

 

Ήταν ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Γεννήθηκε στην Σπάρτη το 600 π.Χ και ήταν υιος του Δαμαγέτου. Διετέλεσε Έφορος το 566 π.Χ. και υπήρξε νομοθέτης, πολιτικός και ελεγειακός ποιητής.

Υπήρξε περιώνυμος για την βραχυλογία του (λακωνισμό) η οποία αποτελούσε κατά τους αρχαίους χρόνους το γνώρισμα των Λακεδαιμονίων. Ήταν άνδρας μοναδικής σοφίας, θαυμαστός για την ευθυκρισία του, ενάρετος, ηθικός, σοβαρός και βαθυστόχαστος.

Όταν τον ρώτησαν τί είναι πιο δύσκολο στον άνθρωπο, απάντησε: «Τα απόρρητα σιωπάν, χολήν ευ διαθέσθαι και αδικούμενον δύνασθαι φέρειν»……το πιο δύσκολο για τον άνθρωπο, είναι να κρατά μυστικά, να συγκρατεί τα νεύρα του και να υποφέρει την αδικία.

Απεβίωσε στην Πίσα της Σικελίας, σε ηλικία 80 ετών από υπερβολική χαρά, όταν αγκάλιασε τον γιο του, ο οποίος γύρισε από τους Ολυμπιακούς αγώνες, νικητής στο άθλημα της πυγμαχίας. Το δε επίγραμμα που χάραξαν στον τάφο του ήταν: «Μακάρι κι εμείς να είχαμε τέτοιο θάνατο».

Μετά τον θάνατό του, οι Σπαρτιάτες, έστησαν άγαλμα στη βάση του οποίου χάραξαν το ακόλουθο επίγραμμα: «Τόνδε δορυστέφανος Σπάρτα Χείλων εφύτευσεν, ος επτά σοφών πρώτος εφύ σοφός», που σημαίνει: «Αυτόν εδώ τον Χίλωνα,  που αναδείχθηκε πρώτος κατά τη σοφία από τους εφτά σοφούς γέννησε η πολεμόχαρη Σπάρτη».

Στην δε προμετωπίδα του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, αναγράφονται τα τρία γνωστότερα ρητά του: «Μηδέν αγάν», (μην υπερβάλλεις στα λόγια ή στις πράξεις) «Γνώθι σ’ αυτόν» (Γνώρισε τον εαυτό σου) και «Εγγύα παρά δ` άττα» (Η εγγύηση φέρνει στην καταστροφή).

Σόλοι ή Ταρσός Κιλικίας, 280 – 206 π.Χ.

 

Ο φιλόσοφος Χρύσιππος ήταν γιος του Απολλωνίου από την Ταρσό, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους της Στωικής σχολής, θεωρούμενος ως ένας από τους θεμελιωτές της. Γεννήθηκε στους Σόλους ή στην Ταρσό της Κιλικίας. Στα νιάτα του είχε ασχοληθεί με τον αθλητισμό. Αργότερα πήγε στην Αθήνα, όπου πήρε μαθήματα από τον Ζήνωνα, τον ιδρυτή της στωικής σχολής, και μετά από τον Κλεάνθη, τον διάδοχο του Ζήνωνα. Επίσης φοίτησε στη «Νέα Ακαδημία», που είχε ιδρύσει στην Αθήνα ο Αρκεσίλαος. Μετά τον θάνατο και του Κλεάνθη, ο Χρύσιππος τον διαδέχθηκε ως ο επικεφαλής της σχολής των Στωικών. Αποκλήθηκε ο «Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης της Στοάς» και έχει λεχθεί ότι «άνευ Χρυσίππου δεν υπάρχει Στοά». Σύμφωνα με την παράδοση, πέθανε από τα γέλια για ένα αστείο που είπε ο ίδιος. Οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον Χρύσιππο τον ανακήρυξαν Αθηναίο δημότη και όταν πέθανε έστησαν τον ανδριάντα του στον Κεραμεικό.

Συνετέλεσε τόσο στη διάδοση, όσο και στη συστηματοποίηση της στωικής φιλοσοφίας, συμπληρώνοντας τα κενά που άφησαν ο Ζήνων και ο Κλεάνθης. Σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Χρυσίππου, οι άνθρωποι οφείλουν να συμμορφώνονται με τους νόμους της Λογικής και να ασκούν την αρετή, η οποία είναι το μόνο αληθινό καλό. Τα άλλα όλα, ασθένεια ή υγεία, πλούτος ή φτώχεια, είναι αδιάφορα. Η ανθρώπινη ευτυχία πηγάζει από την απάθεια σε κάθε επιθυμία και εξωτερική επίδραση. Ως προς αυτό, η στωική Ηθική όπως διαμορφώθηκε από τον Χρύσιππο αγγίζει τα όρια της χριστιανικής ηθικής.

Εκτός από φιλόσοφος, ο Χρύσιππος υπήρξε και αξιόλογος γραμματικός. Πολυγραφότατος, λέγεται ότι δεν περνούσε μέρα κατά την οποία να μην έγραφε τουλάχιστον 500 γραμμές κειμένου. Συνέγραψε περίπου 750 ως 800 έργα (ή αντίστοιχα 705 ρολά παπύρων), μερικά από τα οποία είναι:

  • Περί των προσηγοριών
  • Περί αποφατικών προς Αρισταγόραν
  • Περί των πέντε πτώσεων
  • Περί σολοικισμών
  • Περί της συντάξεως των λεγομένων

Επίσης έγραψε σχόλια πάνω στην ποίηση του Ομήρου, του Ησιόδου και του Πινδάρου. Τα έργα του έχουν όλα χαθεί και μόνο αποσπάσματα έχουν περισωθεί. Κανένα τους πάντως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως καθαρά λογοτεχνικό. Σε πολλά μέρη μοιάζουν με ατελείωτους καταλόγους ποιητών και συγγραφέων κάθε είδους.