Η Καταλανική Εταιρεία

ΣΙΚΕΛΙΚΟΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΛΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Η Ύστερη Βυζαντινή Περίοδος
Εισαγωγή

Σημαντική για την κατανόηση μιας ιστορικής περιόδου είναι η καταγραφή και ερμηνεία των γεγονότων που σημάδεψαν και επηρέασαν αποφασιστικά την ιστορική της εξέλιξη. Παρακάτω εξιστορούνται γεγονότα, οι εξωτερικές και εσωτερικές εξελίξεις στο Βυζαντινό κράτος και η πολιτική των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων κατά την περίοδο αυτή. Τα χρονολογικά όρια για το χωρισμό της Βυζαντινής ιστορίας σε περιόδους είναι κατά γενική ομολογία συμβατικά. Αρκετοί ιστορικοί τοποθετούν την έναρξη της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου στον 11ο αιώνα, όταν συντελέστηκαν ριζικές μεταβολές στην εσωτερική ζωή της Αυτοκρατορίας (διοίκηση, δικαιοσύνη, οικονομία, στρατό), καθώς και στο εδαφικό της status quo.

Παρ’ όλα αυτά επιλέχτηκε ως χρονολογία έναρξης της Υστεροβυζαντινής περιόδου το 1204, έτος κατά το οποίο συνέβη το σημαντικότερο ίσως μέχρι τότε γεγονός για την Αυτοκρατορία. Η Κωνσταντινούπολη, το κέντρο της Αυτοκρατορίας, χάθηκε πρώτη φορά για τους Βυζαντινούς, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία καταλύθηκε από τους Λατίνους σταυροφόρους και αντικαταστάθηκε από μια νέα, Λατινική, για 57 χρόνια.

Επιπλέον, η περίοδος της Λατινοκρατίας επηρέασε ασφαλώς την εσωτερική εξέλιξη της Αυτοκρατορίας με την εισαγωγή φεουδαρχικών στοιχείων σε όλους τους τομείς της Βυζαντινής ζωής. Τη σταδιακή εξασθένιση των δομών του Βυζαντινού κράτους αφενός και τη μείωση των εδαφών του από τις Τουρκικές εισβολές αφετέρου ακολούθησε η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα χέρια των Οθωμανών το 1453, οπότε και τοποθετούμε το τέλος της Βυζαντινής περιόδου.

 

Ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης

Λίγο μετά τη στέψη του σε Αυτοκράτορα τον Ιανουάριο του 1259 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος έπρεπε να αντιμετωπίσει την εναντίον του συμμαχία που είχε συνάψει ο Μιχαήλ Β’ της Ηπείρου με το βασιλιά Μανφρέδο της Σικελίας και τον πρίγκηπα Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο της Αχαΐας. Οι σύμμαχοι είχαν κερδίσει επιπλέον την υποστήριξη των Σέρβων και των Αλβανών. Ο Μιχαήλ κατάφερε να φανεί αντάξιος των περιστάσεων. Έθεσε επικεφαλής των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων τον αδελφό του Ιωάννη που νίκησε τις δυνάμεις των συμμάχων στη μάχη της Πελαγονίας το φθινόπωρο του 1259.

Επόμενο βήμα του Μιχαήλ ήταν πλέον η προσπάθεια ανακατάληψης της Κωνσταντινούπολης. Για να εξασφαλιστεί από ενδεχόμενη αντίδραση της Βενετίας που στήριζε τη Λατινική Αυτοκρατορία σύναψε με τη Γένοβα τη συνθήκη του Νυμφαίου (13 Μαρτίου 1261). Με αυτήν παραχώρησε στους Γενουάτες εμπόρους ιδιαίτερα προνόμια με αντάλλαγμα την πολεμική βοήθεια εναντίον της Βενετίας και θεμελίωσε έτσι τη δύναμη της Γένουας στην Ανατολή. Η βοήθεια όμως της Γένουας δεν κρίθηκε τελικά απαραίτητη.

Ο Βυζαντινός στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος επωφελήθηκε από την απουσία Λατινικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη και στις 25 Ιουλίου 1261 κατά τη διάρκεια αναγνωριστικής επιχείρησης προς τα σύνορα με τη Βουλγαρία με ξαφνική επίθεση κατέλαβε την πόλη χωρίς αντίσταση. Ύστερα λοιπόν από 57 χρόνια Λατινικής κυριαρχίας η πόλη του Μ. Κωνσταντίνου ήταν πάλι Βυζαντινή. Στις 15 Αυγούστου 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος έκανε θριαμβευτικά την είσοδό του στην πόλη και στέφθηκε για δεύτερη φορά Αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία.

 

Διοίκηση

Όσον αφορά τον τομέα της διοίκησης η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε φυσικά κάποιες αλλαγές κυρίως στις Ευρωπαϊκές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Η συγκέντρωση αυξημένων εξουσιών στα χέρια των διοικητών των επαρχιών και η κατάληψη των θέσεων αυτών από εκπροσώπους της αριστοκρατίας ενίσχυσε τη δύναμή της και συνέβαλε στη χαλάρωση του συγκεντρωτικού χαρακτήρα του κράτους. Στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Η’ παρατηρούνται επίσης αλλαγές στην Αυτοκρατορική υπηρεσία, η οποία δέχτηκε Λατινικές επιδράσεις.

 

Ένωση των Εκκλησιών

Η απομάκρυνση του δυτικού κινδύνου με τη συμμετοχή του βασικού αντιπάλου του Μιχαήλ Η’ Καρόλου Ανδεγαυού της Σικελίας στη Σταυροφορία του Λουδοβίκου της Γαλλίας εναντίον των Μουσουλμάνων της Τυνησίας το 1270 αποδείχτηκε προσωρινή. Αμέσως μετά το πέρας της Σταυροφορίας ο Κάρολος έσπευσε να πραγματοποιήσει τις αποφάσεις της συμφωνίας του Viterbo (1267) κατά του Βυζαντίου.

Ενίσχυσε για το λόγο αυτό τους Λατίνους της Πελοποννήσου, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισε τη συμμαχία των Ελλήνων αντιπάλων του Μιχαήλ Η’, του άρχοντα δηλαδή της Θεσσαλίας Ιωάννη και του δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου. Απέναντι στην ισχυρή αντιβυζαντινή συμμαχία ο Μιχαήλ Η’ ανέλαβε έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Πέτυχε να συμμαχήσει με την Ουγγαρία εναντίον της Σερβίας και με τους Τατάρους της Χρυσής Ορδής κατά των Βουλγάρων. Τον Κάρολο Ανδεγαυό όμως μόνο με τη βοήθεια του Πάπα μπορούσε να εξουδετερώσει.

Προώθησε λοιπόν εκ νέου ενωτικές διαπραγματεύσεις που αυτή τη φορά κατέληξαν στην Ένωση των δύο Εκκλησιών στη Λυών το 1274. Εκεί, ο μέγας λογοθέτης Γεώργιος Ακροπολίτης ορκίστηκε εκ μέρους του Αυτοκράτορα ότι αναγνωρίζει τόσο το Παπικό πρωτείο όσο και την πίστη των Δυτικών. Την Ένωση των Εκκλησιών επισφράγισε η υπογραφή της Λατινικής ομολογίας πίστεως από το Μιχαήλ και το γιο του και συμβασιλέα Ανδρόνικο τον Απρίλιο του 1277.

Παρόλο που η Ένωση δεν έγινε δεκτή από το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου και του λαού και προκάλεσε βαθιά κρίση στο εσωτερικό του κράτους έφερε πολιτικά οφέλη στην Αυτοκρατορία. Ο Κάρολος Ανδεγαυός κάτω από την πίεση του Πάπα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του κατά του Βυζαντίου και να δεχτεί πολεμική εκεχειρία ως την 1η Μαΐου 1276, ενώ και η Βενετία ανανέωσε το 1275 τη συνθήκη της με το Βυζάντιο. Η διπλωματία του Μιχαήλ Η’ είχε πετύχει για άλλη μια φορά το στόχο της.

 

Σχέσεις με Βασίλειο Σικελίας

Την εξωτερική πολιτική του Μιχαήλ Η’ καθόρισε σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του η σχέση του με το εχθρικό βασίλειο της Σικελίας. Αυτό που κυρίως προσπαθούσε να αποτρέψει ήταν η συμμαχία του βασιλιά της Σικελίας Μανφρέδου με τον Πάπα κατά του Βυζαντίου. Για να το καταφέρει στηρίχτηκε κυρίως στη διπλωματία, καθώς η δεινή οικονομική κατάσταση του κράτους δεν του επέτρεπε να αναλάβει μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η αντιπάθεια του προκαθήμενου της Ρωμαϊκής Εκκλησίας προς τον οίκο των Hohenstaufen που βασίλευε στη Σικελία διευκόλυνε αρχικά το Μιχαήλ, που προσπάθησε επιπλέον να δελεάσει τον Πάπα Ουρβανό Δ’ (1261-64) με φιλενωτικές προτάσεις.

Η κατάσταση όμως άλλαξε το 1266 όταν με την υποστήριξη του ίδιου του Πάπα κατέλαβε ο αδελφός του βασιλιά της Γαλλίας Κάρολος Ανδεγαυός το κράτος της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας. Τον επόμενο χρόνο (1267) με τη βοήθεια του Πάπα Κλήμεντα Δ’ (1265-68) ο Κάρολος έκλεισε τη συμφωνία του Viterbo με τον Τιτουλάριο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνο Β’ εναντίον του Βυζαντίου, στην οποία προσχώρησαν και τα άλλα Ελληνικά, Λατινικά και Σλαβικά κράτη της Βαλκανικής.

Η απελπιστική θέση στην οποία βρέθηκε τότε ο Μιχαήλ τον ώθησε να αναλάβει έντονη διπλωματική δραστηριότητα κυρίως προς το Γάλλο βασιλιά που πείστηκε ότι εκείνο που προείχε στη δεδομένη στιγμή ήταν η εκδίωξη των απίστων από τους Αγίους Τόπους και όχι ο αλληλοσπαραγμός των Χριστιανικών δυνάμεων. Η συμμετοχή του Καρόλου στη Σταυροφορία του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Θ’ στην Τύνιδα το 1270 ανέβαλε προσωρινά τα σχέδια του πρώτου κατά του Βυζαντίου.

 

Επιχειρήσεις στα Βαλκάνια

Βασικοί στόχοι της εξωτερικής πολιτικής του Μιχαήλ Η’ μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (25 Ιουλίου 1261) ήταν αφενός η αντιμετώπιση των επιθετικών σχεδίων των Δυτικών που απέβλεπαν πάντα στην κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αφετέρου η αποκατάσταση της Βυζαντινής κυριαρχίας σε όλα τα προ του 1204 εδάφη της.

Μετά τη νίκη των Βυζαντινών στρατευμάτων στη μάχη της Πελαγονίας (1259) ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας απελευθέρωσε τον αιχμάλωτό του Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο της Αχαΐας, αφού ζήτησε και πήρε ως αντάλλαγμα τη Μονεμβασία, το Μυστρά, τη Μάνη και το Γεράκι (τέλη 1261). Ο Γουλιέλμος ωστόσο προσπάθησε αμέσως μετά την απελευθέρωσή του να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Για να τον αντιμετωπίσει ο Μιχαήλ έστειλε στρατό στην Πελοπόννησο.

Ταυτόχρονα, Αυτοκρατορικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Βουλγαρία, κατέλαβαν τα σημαντικά λιμάνια της Αγχιάλου και της Μεσημβρίας στα δυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου και επέκτειναν τη Βυζαντινή κυριαρχία στο εσωτερικό της (1262). Επίσης, με επέμβαση στην Ήπειρο το 1264 ο αδελφός του Αυτοκράτορα Ιωάννης Παλαιολόγος ανάγκασε το δεσπότη Μιχαήλ Β’ να δεχτεί την ειρήνη και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Στην Πελοπόννησο ωστόσο οι δυνάμεις του Μιχαήλ Η’ δε γνώρισαν την ίδια επιτυχία.

Ηττήθηκαν το 1264 από τις αντίστοιχες Φραγκικές στο Μακρυπλάγι. Η ταυτόχρονη σχεδόν ήττα του στόλου των Γενουατών που ήταν με το μέρος των Βυζαντινών την άνοιξη του 1263 σε ναυμαχία κοντά στις Σπέτσες από τον αντίστοιχο Βενετικό έγινε αιτία να αλλάξει ο Μιχαήλ τη στάση του απέναντι στις δύο ναυτικές Ιταλικές δημοκρατίες. Υπέγραψε συμφωνίες και με τις δύο (με τη Γένουα το 1267 και τη Βενετία το 1268) προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να εκμεταλλευτεί το μεταξύ τους ανταγωνισμό και να τις απομακρύνει από κάθε εχθρική συμμαχία εναντίον του.

 

Ανατολική Πολιτική

Με την εξωτερική του πολιτική ο Μιχαήλ Η’ έδειξε σαφώς το ενδιαφέρον του για τις δυτικές κτήσεις της Αυτοκρατορίας, καθώς στράφηκε εξ ολοκλήρου στην αντιμετώπιση των δυτικών εχθρών του κράτους αφήνοντας τις ανατολικές επαρχίες στο έλεος των Τουρκικών εισβολών. Εκτός από τον ισχυρό δυτικό αντίπαλο στη στάση αυτή οδήγησε το Μιχαήλ Η’ και η μεγάλη αντίδραση του πληθυσμού των ανατολικών επαρχιών στην ενωτική του πολιτική και στην τύφλωση του μικρού Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη (1261), το θρόνο του οποίου είχε σφετεριστεί ο Παλαιολόγος.

Ο λαός της περιοχής δεν μπορούσε βέβαια να ξεχάσει την ευημερία που είχε γνωρίσει επί της βασιλείας των Λασκαριδών. Για να καταπολεμήσει την αντίδραση ο Μιχαήλ Η’ επέβαλε βαρείς φόρους στους Βυζαντινούς της Μικρασίας, κατάργησε την ατέλεια των ακριτών, των ντόπιων δηλαδή στρατιωτών που φυλούσαν τα ανατολικά σύνορα του κράτους, τους οποίους και αντικατέστησε με ξένους μισθοφόρους. Αποτέλεσμα των μέτρων αυτών ήταν να μην μπορούν να πληρώσουν οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας τους φόρους, να προσφεύγουν για να γλυτώσουν ακόμη και στους Τούρκους, ενώ το σύστημα άμυνας των συνόρων άρχισε να καταρρέει σταδιακά.

Μέχρι το 1278 οι Τούρκοι επέκτειναν την κυριαρχία τους σε όλη τη ΝΑ Μικρά Ασία. Ανησυχώντας μήπως χάσει και τη ζωτική για την Αυτοκρατορία Βιθυνία ο Μιχαήλ διέταξε προς το τέλος της βασιλείας του την κατασκευή οχυρώσεων στην περιοχή. Πήγε μάλιστα και ο ίδιος το 1280 για να επιβλέψει τα έργα και τότε μόνο διαπίστωσε την εγκατάλειψη της περιοχής. Δε δίστασε όμως να αποδώσει αυτή την κακοδαιμονία σε όλους εκείνους που αντέδρασαν στη θρησκευτική του πολιτική.

 

Πολιτική Απέναντι στους Ανθενωτικούς

Η Ένωση των Εκκλησιών, αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής του Μιχαήλ Η’ το 1274, προκάλεσε το διαχωρισμό του Βυζαντινού λαού σε Ενωτικούς και Ανθενωτικούς. Ένας λοιπόν από τους κύριους στόχους της εσωτερικής πολιτικής του Βυζαντινού Αυτοκράτορα ήταν η αποκατάσταση της ενότητας αυτής. Έπρεπε για το λόγο αυτό να έρθει αντιμέτωπος με όλες εκείνες τις ομάδες που αντιδρούσαν στην ενωτική του πολιτική.

Ιδιαίτερα έντονη ήταν η αντίδραση των μοναχών κυρίως των ανατολικών επαρχιών, πυρήνας των οποίων ήταν οι Αρσενιάτες, οπαδοί του καθαιρεμένου από το Μιχαήλ Η’ πατριάρχη Αρσενίου, που είχε αντιταχθεί στο σφετερισμό του θρόνου από τον Παλαιολόγο. Τα κηρύγματά τους έβρισκαν πρόσφορο έδαφος στο λαό που πέραν των δογματικών διαφορών δεν μπορούσε να ξεχάσει εύκολα τις δύσκολες μέρες της Λατινικής κατοχής. Ο Μιχαήλ Η’ έσπευσε να πάρει μέτρα.

Σε τομογραφία του ενωτικού Πατριάρχη Ιωάννη Βέκκου και της συνόδου της Κωνσταντινούπολης, το Φεβρουάριο του 1277, δηλωνόταν ότι η Ένωση ήταν αποδεκτή και ορίζονταν ποινές για όλους εκείνους που επέμεναν να την απορρίπτουν. Η εφαρμογή των ποινών ήταν άμεση. Πολλοί ανθενωτικοί έχασαν τις περιουσίες τους, εξορίστηκαν ή ακόμη και τυφλώθηκαν. Παρ’ όλα αυτά η αντίδραση δε σταμάτησε και συντέλεσε μαζί με την αλλαγή της παπικής πολιτικής ως προς το ζήτημα της Ένωσης στην αποκήρυξή της λίγο μετά το θάνατο του Μιχαήλ (+1282).

 

Σχέσεις με Βενετία – Γένουα

Καθοριστική για το μέλλον της Αυτοκρατορίας ήταν η πολιτική του Ανδρόνικου Β’ προς τις ναυτικές Ιταλικές δυνάμεις Βενετία και Γένουα. Ενώ ο Μιχαήλ Η’ είχε καταφέρει να ισοσταθμίσει την παρουσία των δυνάμεων αυτών στην οικονομική ζωή της Αυτοκρατορίας, ο Ανδρόνικος Β’ προσκολλήθηκε αποκλειστικά στη Γένουα, η οποία θα κάλυπτε επιπλέον το κενό που είχε επιφέρει στην άμυνα του Βυζαντίου η διάλυση του Βυζαντινού στόλου λόγω οικονομικής ένδειας.

Η Βενετία κυριαρχούσε ήδη στα νότια του Αιγαίου Πελάγους, ενώ η Γένουα εδραιώθηκε από τον Ανδρόνικο Β’ στο Βόρειο Αιγαίο, την Προποντίδα και τη Μαύρη Θάλασσα. Η αύξηση ωστόσο της δύναμης της Γένουας προκάλεσε την αντίδραση της Βενετίας. Αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ των δύο δυνάμεων το 1294. Σ’ αυτόν ενεπλάκη και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία που πήρε το μέρος των Γενουατών. Έτσι από Βενετο-Γενουατικός ο πόλεμος μεταβλήθηκε σύντομα σε σύγκρουση μεταξύ Βενετίας και Βυζαντίου.

Όταν μάλιστα το 1299 οι Γενουάτες έκλεισαν ειρήνη με τους Βενετούς και αποχώρησαν από τον πόλεμο, το Βυζάντιο έπρεπε μόνο του πλέον χωρίς στόλο να αντιμετωπίσει τους ισχυρούς Βενετούς. Δεν έμενε λοιπόν στον Ανδρόνικο Β’ παρά να υποχωρήσει. Το 1302 συμφωνήθηκε εκεχειρία μεταξύ των δύο δυνάμεων και οι Βενετοί απέκτησαν νέα προνόμια εις βάρος πάντα του βυζαντινού εμπορίου.

Η αδυναμία λοιπόν του Βυζαντινού κράτους και η άστοχη πολλές φορές πολιτική των Αυτοκρατόρων του έναντι των Ιταλικών δυνάμεων όπως του Ανδρόνικου Β’ στη συγκεκριμένη περίπτωση βοήθησε τις τελευταίες να κυριαρχήσουν αποκλειστικά στην οικονομική ζωή του υστεροβυζαντινού κράτους.

 

Εκκλησιαστική Πολιτική

Το Μιχαήλ Η’ διαδέχτηκε στον Αυτοκρατορικό θρόνο ο γιος του Ανδρόνικος Β’ που είχε ήδη στεφθεί συναυτοκράτορας από τον πατριάρχη Ιωσήφ Α’ το Νοέμβριο του 1272. Πρώτη ενέργεια του νέου Αυτοκράτορα ήταν να αποκηρύξει την Ένωση της Βυζαντινής με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία που είχε πραγματοποιήσει ο πατέρας του, ο Μιχαήλ Η’, το 1274 και είχε προκαλέσει μεγάλο διχασμό στην Αυτοκρατορία. Άλλωστε η Ένωση, την οποία είχε ήδη αποκηρύξει ο πάπας Μαρτίνος Δ’, δεν είχε κανένα νόημα για τους Βυζαντινούς μετά την απομάκρυνση του Λατινικού κινδύνου με το Σικελικό Εσπερινό (1282).

Η απόρριψη της Ένωσης αντανακλούσε επιπλέον τις προσωπικές θρησκευτικές πεποιθήσεις του Ανδρόνικου Β’ και τη διάθεσή του να ακολουθήσει μια αυστηρά ορθόδοξη γραμμή. Δεν είναι τυχαίο ότι στα χρόνια της βασιλείας του η Εκκλησία και τα μοναστήρια γνώρισαν μεγάλη άνθιση. Έτσι, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1282 ο Αυτοκράτορας ζήτησε από τον ενωτικό Πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο να παραιτηθεί. Ο Πατριάρχης υπάκουσε και στις 26 Δεκεμβρίου 1282 αποσύρθηκε στη μονή της Παναχράντου.

Στον Πατριαρχικό θρόνο αποκαταστάθηκε ο ανθενωτικός Ιωσήφ Α’ που είχε καθαιρεθεί από το Μιχαήλ Η’, όταν υπογράφτηκε η Ένωση της Λυών (1274). Ταυτόχρονα αφέθηκαν ελεύθεροι οι φυλακισμένοι και εξόριστοι ανθενωτικοί που άρχισαν να συρρέουν στην Κωνσταντινούπολη. Η Αγία Σοφία αποκαθάρθηκε με αγιασμό και ξαναεγκαινιάστηκε, ενώ με Πατριαρχικό διάταγμα απαγορεύτηκε να μετέχουν οι ενωτικοί επίσκοποι στα ιερά μυστήρια για τρεις μήνες. Τέλος, με σύνοδο τον Ιανουάριο του 1283 ο τέως Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος καταδικάστηκε και εξορίστηκε στην Προύσα.

Με αυτόν τον τρόπο κατευνάστηκε, αλλά δεν εξαλείφθηκε τελείως η αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας και της κοινωνίας γενικότερα. Οι Αρσενιάτες συνέχισαν τον αγώνα τους κατά της παραβίασης των κανόνων της Εκκλησίας και ταλαιπώρησαν τον Ανδρόνικο Β’ μέχρι το 1310, όταν τελικά συμφιλιώθηκαν με την επίσημη Εκκλησία. Ως προς τον τομέα της διοίκησης της Εκκλησίας ο Ανδρόνικος Β’ προώθησε αναδιοργάνωση των επισκοπών, ενώ με Χρυσόβουλλο το 1312 έθεσε τις μονές του Αγίου Όρους κάτω από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

 

Οικονομία – Στρατός

Ο Ανδρόνικος Β’ παρέλαβε μια Αυτοκρατορία που εμφάνιζε πολλά συμπτώματα παρακμής. Η εξασθένιση ήταν ιδιαιτέρως έκδηλη στον τομέα των οικονομικών, από τον οποίο εξαρτιώταν και ο στρατιωτικός, πολιτικός και κοινωνικός τομέας γενικότερα. Οι συνεχείς προσπάθειες του Μιχαήλ Η’ να αντιμετωπίσει τα επιθετικά σχέδια των Δυτικών κατά του Βυζαντίου είχαν ως αποτέλεσμα να εξαντληθούν τα οικονομικά αποθέματα της Αυτοκρατορίας. Ο μισθοφορικός στρατός που συντηρούσε αποτελούσε αβάσταχτο βάρος για τους φορολογουμένους.

Έπρεπε λοιπόν να μειωθούν ριζικά οι στρατιωτικές δυνάμεις. Οι ιππείς περιορίστηκαν σε τρεις χιλιάδες, ενώ ο στόλος διαλύθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου. Αποτέλεσμα της κατάργησης του στόλου ήταν η ναυτική εξάρτηση του κράτους από τη Γένουα προς την οποία έδειξε ιδιαίτερη εύνοια ο Ανδρόνικος Β’. Τις ελλείψεις στην άμυνα προσπάθησε να καλύψει με ετήσιες χορηγίες στους εχθρούς του κράτους, ενώ για να αντιμετωπίσει την οικονομική ένδεια έλαβε δραστικά μέτρα.

Περιόρισε τα φορολογικά προνόμια των μεγαλογαιοκτημόνων, αύξησε τους φόρους και εισήγαγε νέο φόρο σε είδος, το σιτόκριθο. Με τα μέτρα αυτά κατάφερε να αυξήσει τα έσοδα του κράτους σε 1.000.000 υπέρπυρα. Παρόλο που επρόκειτο για ποσό πολύ μικρό σε σχέση με τα έσοδα από την φορολογία στους προηγούμενους αιώνες ήταν υπέρογκο για τις δυνατότητες των μικρών και μεσαίων φορολογουμένων. Την κατάσταση επιδείνωσε η νόθευση του Βυζαντινού νομίσματος που προκάλεσε την αύξηση των τιμών και επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τη θέση των λαϊκών τάξεων.

Η γενική εξασθένιση του κράτους προκάλεσε επιπλέον την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και ευνόησε τη δημιουργία κεντρόφυγων τάσεων, που δεν πρέπει ωστόσο να σχετισθούν με ανάλογα δυτικά φαινόμενα. Μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Ανδρόνικου Β’ στον τομέα της δικαιοσύνης το 1296 δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Δύση – Βαλκάνια

Η στρατιωτική και οικονομική αδυναμία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ανάγκασε τον Ανδρόνικο Β’ να στηριχτεί κυρίως στη διπλωματία για να εξασφαλίσει τα σύνορα του κράτους. Μετά το θάνατο της συζύγου του Άννας της Ουγγαρίας ξαναπαντρεύτηκε το 1284 την Ειρήνη Μομφερρατική και κατοχύρωσε για τον εαυτό του τα δικαιώματα της γυναίκας του στο βασίλειο της Θεσσαλονίκης.

Το ίδιο επιχείρησε να πετύχει με το γάμο του γιου του Μιχαήλ Θ’ με την Κατερίνη Courtenay, κόρη του Τιτουλάριου Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Φιλίππου και εγγονή του Βαλδουΐνου B’, την οποία θεωρούσαν οι Δυτικοί Τιτουλάρια Αυτοκράτειρα της Κωνσταντινούπολης. Ο γάμος ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε. Πάντως η Δύση με πρωτοστάτες τη Γαλλία και το βασίλειο της Νεάπολης αν και πάντα διατηρούσε τα σχέδιά της εναντίον του Βυζαντίου δεν αποτελούσε τότε σοβαρό κίνδυνο για την Αυτοκρατορία.

Οι άλλοι αντίπαλοι του Βυζαντίου στα Βαλκάνια, τα κράτη δηλαδή της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, βρίσκονταν σε διαμάχη μεταξύ τους. Από αυτήν επωφελήθηκε ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας για να επέμβει δυναμικά σε αυτά το 1290. Ο Ανδρόνικος Β’ όμως δεν κατάφερε τελικά να επιβάλει την κυριαρχία του στις περιοχές αυτές λόγω της επέμβασης των Σέρβων. Ο βασιλιάς των τελευταίων Milutin επιτέθηκε εναντίον των Βυζαντινών το 1296, τους νίκησε και κατέλαβε το Δυρράχιο.

Καθώς ο Ανδρόνικος Β’ δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις Σερβικές δυνάμεις, αποφάσισε να συνάψει ειρήνη με το βασιλιά της Σερβίας. Αυτή υπογράφτηκε την άνοιξη του 1299 ύστερα από μακρές διαπραγματεύσεις τις οποίες διεύθυνε ο Θεόδωρος Μετοχίτης. Ο Milutin πήρε για γυναίκα την πεντάχρονη κόρη του Ανδρόνικου Β’ Σιμωνίδα και για προίκα τα εδάφη που είχε καταλάβει πάνω από τη γραμμή των πόλεων Αχρίδα – Πρίλαπος και Stip.

 

Μικρά Ασία

Το ενδιαφέρον του Μιχαήλ Η’ για τα δυτικά εδάφη της αυτοκρατορίας, η παραμέληση του συστήματος άμυνας στα ανατολικά σύνορα του κράτους και η γενικότερη ένδεια της αυτοκρατορίας που έκαναν έντονα την εμφάνισή τους στα χρόνια του Ανδρόνικου Β’ ευνόησαν την επέκταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Γύρω στα 1300 όλη η Βυζαντινή ενδοχώρα της Μικράς Ασίας είχε υποταχθεί στους Τούρκους που ίδρυσαν εκεί μικρές ηγεμονίες.

Μόνο κάποιες πόλεις παρέμεναν ακόμη Βυζαντινές όπως η Νίκαια, η Νικομήδεια, η Προύσα, οι Σάρδεις, η Φιλαδέλφεια, η Μαγνησία, η Ηράκλεια του Πόντου, η Φώκαια και η Σμύρνη. Ο Ανδρόνικος Β’ ενδιαφέρθηκε για την αναδιοργάνωση της άμυνας στην περιοχή. Το 1293 διόρισε διοικητή του στρατού της Ανατολής τον ικανό στρατηγό Αλέξιο Φιλανθρωπηνό που στασίασε όμως κατά του Αυτοκράτορα και γι’ αυτό τυφλώθηκε (1295).

Το Φιλανθρωπηνό διαδέχτηκε το 1297 ο Ιωάννης Ταρχανειώτης που πήρε μέτρα για την εξυγίανση της περιοχής. Καθώς όμως τα μέτρα του συνάντησαν σύσσωμη την αντίδραση των μεγαλογαιοκτημόνων και του κλήρου των ανατολικών επαρχιών, αναγκάστηκε να αποχωρήσει το 1300. Η ήττα των Βυζαντινών από τα Τουρκικά στρατεύματα στη μάχη του Βαφέως το 1302 έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τον Ανδρόνικο Β’. Από αυτήν πίστεψε ότι θα τον έβγαζαν οι μισθοφόροι της Καταλανικής Εταιρείας, τους οποίους προσέλαβε το 1304 για να αντιμετωπίσει την Τουρκική προέλαση.

Τα νέα όμως προβλήματα που οι Καταλανοί προκάλεσαν στο Βυζαντινό κράτος και ο εμφύλιος που ξέσπασε λίγο αργότερα μεταξύ του Ανδρόνικου Β’ και του εγγονού του Ανδρόνικου Γ’ επέτρεψαν την εξάπλωση των Οθωμανών κυρίως Τούρκων στη Μικρά Ασία. Το 1326 έπεσε στα χέρια τους η Προύσα που έγινε και η πρωτεύουσα της ηγεμονίας τους.

 

ΟΙ ΣΙΚΕΛΙΚΟΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΙ (1282)

Εισαγωγή

Η Ένωση των Εκκλησιών (1274) που επιβλήθηκε στους Βυζαντινούς, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής του Μιχαήλ, δεν επρόκειτο να διαρκέσει πολύ. Εκτός από την αντίδραση στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας συνάντησε και την έντονη αντίδραση των ηγεμόνων της Θεσσαλίας και της Ηπείρου που προβλήθηκαν έτσι ως πρόμαχοι της Ορθοδοξίας. Εκείνο όμως που κατέστησε ουσιαστικά αποτυχημένη την ενωτική πολιτική του Μιχαήλ Η’ ήταν η αλλαγή της Παπικής πολιτικής.

Μετά το θάνατο του Πάπα Γρηγορίου Ι’ (1271-76) το 1276 ο διάδοχός του Νικόλαος Γ’ (1277-80), αν και φάνηκε να δυσπιστεί ως προς τη δυνατότητα του Μιχαήλ Η’ να επιβάλει την Ένωση στο Βυζάντιο, προώθησε την ενωτική πολιτική. Δε συνέβη όμως το ίδιο και με τον επόμενο Πάπα, το Γάλλο Μαρτίνο Δ’ (1281-1285). Ο Μαρτίνος, υποστηρικτής του Καρόλου Ανδεγαυού και των κατακτητικών σχεδίων του εναντίον του Βυζαντίου, εγκατέλειψε τη φιλενωτική πολιτική των προκατόχων του.

Ευνόησε επιπλέον την υπογραφή της συνθήκης του Ορβιέτο τον Ιούλιο του 1281 κατά του Βυζαντίου από τον Κάρολο Ανδεγαυό, το δόγη της Βενετίας και τον Τιτουλάριο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Φίλιππο Κουρτεναί. Όλα έδειχναν ότι οι δυτικές δυνάμεις ενωμένες ξανά θα έδιναν το τελειωτικό χτύπημα στο Βυζαντινό κράτος. Η διπλωματική όμως ευστροφία του Μιχαήλ Η’ έδρασε για άλλη μια φορά.

Με την επανάσταση που υπέθαλψε ο ίδιος στη Σικελία και η οποία ονομάστηκε Σικελικός Εσπερινός, επειδή ξέσπασε το Μάρτιο του 1282 στο Παλέρμο την ώρα του εσπερινού, εξολόθρευσε το Σικελό αντίπαλό του και έδωσε πνοή ζωής στην Αυτοκρατορία. Λίγο αργότερα ο ανορθωτής της Αυτοκρατορίας πέθανε αφήνοντας το θρόνο στο γιο του Ανδρόνικο Β’.

 

Σικελικοί Εσπερινοί

Σικελικoί Εσπερινοί (Vespri Siciliani) ήταν η ονομασία της επανάστασης των Σικελών το 1282 ενάντια στο καθεστώς του Καρόλου του Ανδεγαυού, Γάλλου ευγενή βασιλέα ο οποίος με Παπική συναίνεση είχε καταλάβει το Βασίλειο της Σικελίας 1268 και εμφανιζόταν ως ο επίδοξος κατακτητής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος σε συνεργασία με τον Πέτρο Γ΄ της Αραγωνίας πιστεύεται ότι αναμείχθηκαν στην λαϊκή εξέγερση και τελικά η Σικελία πέρασε στον έλεγχο της Αραγονίας, ενώ σημαντική ήταν και η προδιάθεση των Σικελών να εκδιώξουν τους κυβερνήτες τους.

Η εξέγερση ονομάστηκε έτσι επειδή ξεκίνησε κατά τη διάρκεια των Εσπερινών της Μεγάλης Δευτέρας, στις 30 Μαρτίου 1282. Ήταν η απαρχή του Πολέμου των Εσπερινών που κράτησε για 20 χρόνια, μέχρι δηλαδή το 1302.

Η Εξέγερση

Η ανταρσία, όπως προαναφέρθηκε, ξεκίνησε τη Δευτέρα του Πάσχα του έτους 1282 από την εκκλησία της Αγίας Τριάδος, που τότε βρισκόταν λίγο έξω από το Παλέρμο, και διαδόθηκε στο νησί. Επί έξι εβδομάδες σφαγιάζονταν Γάλλοι στρατιώτες και κάτοικοι. Τα περιστατικά που οδήγησαν, ως αφορμές και όχι ως αίτια, στην ένοπλη αντι-Ανδεγαυική εξέγερση δεν εξακριβώνονται πλήρως. Οι σχετικές βέβαια εισηγήσεις παρουσιάζουν κάποιες ομοιότητες. Μονάχα ένα χωριό με το όνομα Σπερλίγκα προστάτεψε Γάλλους στρατιώτες στο τοπικό κάστρο από ψαμμίτη.

Σύμφωνα με τον επιφανή Βυζαντινολόγο Στήβεν Ράνσιμαν, οι ντόπιοι Σικελοί στο ναό της Αγ. Τριάδος γιόρταζαν την εορτή, όταν Γάλλοι αξιωματούχοι πέρασαν από εκεί για να λάβουν μέρος και άρχισαν να πίνουν. Ένας λοχίας, ονόματι Ντρουέ, έσυρε μια νεαρή παντρεμένη γυναίκα από το πλήθος, την οποία παρενόχλησε. Αμέσως ο σύζυγός της επιτέθηκε στον Ντρουέ, πληγώνοντάς τον θανάσιμα με ένα μαχαίρι. Μόλις οι υπόλοιποι Γάλλοι επιχείρησαν να εκδικηθούν το σύντροφό τους, το Σικελικό πλήθος κινήθηκε εναντίον τους, σκοτώνοντάς τους όλους. Εκείνη τη στιγμή στην πόλη άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες, σημαίνοντας τον Εσπερινό της Μ. Δευτέρας.

 

Άμεσα Επακόλουθα

Αφού εξελέγησαν ηγέτες της επανάστασης, εστάλησαν αγγελιαφόροι κατά μήκος και πλάτος της νήσου για να καλέσουν τους στασιαστές σε άμεση δράση, προτού ο καταπιεστής οργανώσει επαρκή αντίσταση. Πήρε σχεδόν ένα δεκαπενθήμερο οι επαναστάτες να αποκτήσουν τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της Σικελίας, ενώ συνολικά χρειάστηκαν έξι εβδομάδες ώστε να ελέγχεται πλήρως το νησί. Αξιομνημόνευτη η εξαίρεση της Μεσσήνης, δεδομένης της καλής της οχύρωσης και του ότι η δεσπόζουσα οικογένεια, οι Ρίζο, παρέμεινε πιστή στον Κάρολο.

Όμως στις 28 Απριλίου κι αυτή είχε υποκύψει σε ανοιχτή εξέγερση, την ώρα που η πρώτη ενέργεια των νησιωτών ήταν να κάψουν το στόλο του Καρόλου που βρισκόταν στο λιμάνι.

 

Σε Συνάρτηση με την Ακεραιότητα του Βυζαντίου

Η επανάσταση αυτή ήταν αποφασιστικής σημασίας για το Βυζάντιο, που διήνυε κρίσιμη περίοδο μετά την πρόσφατη ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261). Πλέον ο θανάσιμος δυτικός κίνδυνος από τους Ανδεγαυούς του Καρόλου εξανεμίστηκε. Ο Κάρολος σχεδίαζε την εκ νέου κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης με θρησκευτικές προφάσεις, διότι δεν είχε πραγματοποιηθεί η συνομολογημένη ένωση των Εκκλησιών από τη σύνοδο της Λυόν (1274), διαπραγμάτευση του Μιχαήλ που συνάντησε σφοδρότατες αντιδράσεις στον ορθόδοξο πληθυσμό. Με τη Σικελική όμως επανάσταση το βασίλειο του Καρόλου αποδυναμώθηκε, μετά και το θάνατο του τελευταίου (1284).

 

Το Κίνημα του Σικελικού Εσπερινού στα 1282 και η Ιστορική Άποψη περί της Συμβολής του Βυζαντίου στην Εξάπλωσή του

Το 1282 το Πάσχα έπεφτε νωρίς, στις 29 Μαρτίου. Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα το νησί της Σικελίας φαινομενικά ήταν ήρεμο. Στο λιμάνι της Μεσσήνης ήταν αγκυροβολημένη μια μεγάλη αρμάδα των Ανζού. Βασιλικοί πράκτορες, δίχως να ενδιαφέρονται για την έχθρα των σκυθρωπών χωρικών, περιόδευαν ανά το νησί και επιτάσσαν όσα αποθέματα δημητριακών έβρισκαν και συγκέντρωναν αγέλες βοοειδών και χοίρων για να εξασφαλίσουν τα τρόφιμα της εκστρατείας, καθώς και άλογα για τους ιππότες.

Ο βασιλικός Βικάριος και κυβερνήτης του νησιού Χεριβέρτος της Ορλεάνης, ήταν εγκατεστημένος στη Μεσσήνη, στο φρούριο του Ματεργκριφόν, τον «Τρόμο των Ελλήνων», χτισμένο έναν αιώνα πριν, από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Στο Παλέρμο, ο δικαστικός εκπρόσωπος Ιωάννης του Σαιν Ρεμύ, ετοίμαζε τη γιορτή στο παλάτι των Νορμανδών Βασιλέων. Κανένας από τους Γάλλους αξιωματούχους και κανένας από τους στρατιωτικούς που διοικούσαν τα σαράντα δύο φρούρια για τον έλεγχο της ενδοχώρας δεν είχε παρατηρήσει κάτι περισσότερο από τη συνηθισμένη εχθρότητα που τους έδειχναν οι υποτελείς.

Μεταξύ όμως των Σικελών, οι οποίοι γιόρταζαν την Ανάσταση του Χριστού με τα παραδοσιακά τους τραγούδια και χορούς στους δρόμους, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη και εκρηκτική. Η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος βρίσκεται μισό μίλι νοτιοανατολικά, πίσω από το παλιό τείχος του Παλέρμο, στο χείλος του μικρού φαραγγιού του ποταμού Ορέτο. Είναι εσωτερικά και εξωτερικά ένα αυστηρό κτίσμα.

Τον θεμέλιο λίθο, τον έβαλε το 1177 ο Βάλτερ Όφαμιλ ή Βάλτερ «του Μύλου», ο Αγγλογεννημένος Αρχιεπίσκοπος του Παλέρμο, μια μέρα που την είχε κάνει δυσοίωνη η έκλειψη του Ηλίου. Ανέκαθεν τη δεύτερη μέρα του Πάσχα σ’ αυτήν την εκκλησία γινόταν κατά το έθιμο, πανηγύρι, και αυτή τη χρονιά, τη Δευτέρα (του Πάσχα), είχε φθάσει από την πόλη και τα γύρω χωριά, όπως συνηθιζόταν, πλήθος κόσμου, για να παρακολουθήσει την ακολουθία του Εσπερινού.

Φλυαρούσαν και τραγουδούσαν στην πλατεία και ο καθένας περίμενε να αρχίσει η λειτουργία. Ξαφνικά έφθασε μια ομάδα Γάλλων αξιωματούχων για να πάρει μέρος στη γιορτή. Τους υποδέχθηκαν ψυχρά, με εχθρικά βλέμματα, αυτοί όμως επέμεναν να αναμιχθούν με το πλήθος. Είχαν πιει πολύ, συμπεριφέρονταν ανέμελα και γρήγορα άρχισαν να πειράζουν με οικειότητα τις νέες γυναίκες, γεγονός που προσέβαλε τους Σικελούς. Ανάμεσά τους, ένας λοχίας που τον έλεγαν Ντρουέ, τράβηξε μια νέα παντρεμένη γυναίκα από το πλήθος και την παρενοχλούσε με τις φιλοφρονήσεις του.

Αυτό δεν μπόρεσε να το ανεχτεί ο άνδρας της. Τράβηξε το μαχαίρι του, έπεσε πάνω στον Ντρουέ και τον σκότωσε. Οι Γάλλοι έτρεξαν να εκδικηθούν για το θάνατο του συντρόφου τους, και ξαφνικά βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ένα πλήθος εξαγριωμένων Σικελών, που ήταν όλοι οπλισμένοι με στιλέτα και σπαθιά. Από τους Γάλλους δεν επέζησε ούτε ένας. Εκείνη τη στιγμή οι καμπάνες της εκκλησίας του Αγίου Πνεύματος και όλες οι εκκλησίες της πόλης σήμαιναν τους Εσπερινούς.

Οι καμπάνες ηχούσαν και αγγελιαφόροι ξεχύθηκαν στους δρόμους του Παλέρμο καλώντας τους άνδρες να εξεγερθούν εναντίον του καταπιεστή. Και με μιας οι δρόμοι γέμισαν εξαγριωμένους, οπλισμένους άνδρες που φώναζαν «θάνατο στους Γάλλους» – moranu li Franchiski- στη Σικελική τους διάλεκτο. Σκότωναν όποιον Γάλλο έβρισκαν μπροστά τους. Όρμησαν στα πανδοχεία όπου σύχναζαν Γάλλοι και στα σπίτια όπου κατοικούσαν δίχως να λυπηθούν κανέναν, ούτε άνδρα ούτε γυναίκα ή παιδί. Σικελές κοπέλες που είχαν παντρευτεί Γάλλους, χάθηκαν μαζί με τους άνδρες τους.

Οι διαδηλωτές μπήκαν στα μοναστήρια των Δομινικανών και των Φραγκισκανών και άρπαξαν όλους τους ξένους μοναχούς και τους διέταξαν να προφέρουν τη λέξη «τσιτσιρί», της οποίας τον ήχο δεν μπορούσαν ποτέ να προφέρουν σωστά οι Γαλλόφωνοι. Όποιον αποτύχαινε στη δοκιμή, τον σκότωναν. Ο δικαστικός εκπρόσωπος Ιωάννης του Σαιν Ρεμύ, κλείστηκε στο παλιό βασιλικό παλάτι, αλλά οι περισσότεροι άνδρες της φρουράς του έλειπαν για τη γιορτή στην πόλη. Οι λίγοι που είχαν απομείνει δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν το παλάτι και τον ίδιο.

Είχε τραυματιστεί στο πρόσωπο σε μια αψιμαχία στην είσοδο του παλατιού, πριν καταφέρει να ξεφύγει με δύο αυλικούς από ένα παράθυρο μέσα από τους στάβλους. Εκεί βρήκαν άλογα και έφυγαν καλπάζοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς το κάστρο Βικάρι, στο δρόμο προς το εσωτερικό του νησιού. Εκεί ενώθηκαν με άλλους φυγάδες που είχαν γλιτώσει από τη σφαγή. Ως το άλλο πρωί είχαν σκοτωθεί περίπου 2.000 Γάλλοι, άνδρες και γυναίκες, και το Παλέρμο βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των επαναστατών.

Η οργή τους είχε κοπάσει αρκετά, τόσο ώστε να σκέφτονται το μέλλον. Συναθροίστηκαν αντιπρόσωποι από κάθε περιφέρεια και κάθε επάγγελμα, και ανακήρυξαν το νησί τους Κοινότητα εκλέγοντας ως αρχηγό τους έναν εξέχοντα ιππότη, τον Ρογήρο Μαστράντζελο. Διόρισαν τρεις υπαρχηγούς, τον Ερρίκο Μπαβέριο, τον Νικόλαο της Ορτολέβα και τον Νικόλαο της Επντεμόνια καθώς και πέντε συμβούλους να τους βοηθούν. Η σημαία των Ανζού κατέβηκε και αντικαταστάθηκε παντού με τον Αυτοκρατορικό αετό, ένα έμβλημα που είχε παραχωρηθεί από τον Φρειδερίκο ΙΙ στην πόλη των παιδικών του χρόνων.

Πρέσβεις στάλθηκαν με μια επιστολή στον Πάπα, ζητώντας του να πάρει υπό την προστασία του τη νέα Κοινότητα. Η είδηση της ανταρσίας διαδόθηκε αμέσως σ’ όλο το νησί. Όλη την άγρια νύχτα της Δευτέρας έτρεχαν αγγελιαφόροι από το Παλέρμο, σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά παρακινώντας τους κατοίκους να χτυπήσουν, πριν ο τύραννος προλάβει να αντεπιτεθεί. Την Τρίτη, οι άνδρες βγήκαν από το Παλέρμο και βάδισαν προς το Κάστρο του Βικάρι, όπου είχαν καταφύγει ο δικαστικός εκπρόσωπος με τους φίλους του.

Η φρουρά ήταν πολύ μικρή για να μπορέσει να αντισταθεί και ο εκπρόσωπος προσφέρθηκε να παραδώσει το κάστρο, αν του επέτρεπαν να φτάσει στην ακτή και να φύγει για την πατρίδα του, την Προβηγκία. Οι διαπραγματεύσεις είχαν αρχίσει, όταν ένας από τους πολιορκητές έριξε ένα βέλος και σκότωσε τον Ιωάννη του Σαιν Ρεμύ. Αυτό ήταν το σύνθημα για γενική σφαγή όλων όσων βρίσκονταν μέσα στο κάστρο. Όλη την εβδομάδα έφθαναν ειδήσεις για εξεγέρσεις και σφαγές Γάλλων. Η πρώτη πόλη που ακολούθησε το παράδειγμα του Παλέρμο ήταν το Κορλεόνε, είκοσι μίλια νοτιότερα.

Μετά τη σφαγή των Γάλλων, κι αυτή η πόλη αυτοανακηρύχθηκε Κοινότητα. Στις 3 Απριλίου, ο αρχηγός της Βονιφάτιος έστειλε τρεις απεσταλμένους στο Παλέρμο να φέρουν την είδηση και να προτείνουν Κοινή δράση. Οι δύο Κοινότητες αποφάσισαν να στείλουν στρατό προς τρεις κατευθύνσεις: δυτικά, εναντίον του Τράπανι, νότια κατά της Καλτανισέτας και ανατολικά εναντίον της Μεσσήνης, για να ξεσηκώσουν το υπόλοιπο νησί και να συγχρονίσουν τις προσπάθειές τους. Μόλις οι επαναστάτες πλησίαζαν σε μια περιοχή, οι Γάλλοι τρέπονταν σε φυγή ή σφάζονταν.

Μόνο σε δύο πόλεις γλίτωσαν. Ο αναπληρωτής-Δικαστής της Δυτικής Σικελίας Γουλιέλμος Πορσελέ, που ζούσε στο Καλαταφίμι, είχε κερδίσει την αγάπη των Σικελών με την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη του. Αυτός και η οικογένειά του έφθασαν με τιμητική συνοδεία στο Παλέρμο και τους επιτράπηκε να μπαρκάρουν για την Προβηγκία. Η πόλη της Σπερλίγκα στο Κέντρο του νησιού καμάρωνε για την αμερόληπτη στάση της. Οι κάτοικοί της δεν έβλαψαν τη Γαλλική φρουρά της και την άφησαν να αποσυρθεί σώα στη Μεσσήνη.

Η Μεσσήνη δεν είχε επαναστατήσει. Ο Βικάριος Χεριβέρτος της Ορλεάνης είχε μια ισχυρή φρουρά. Ο μεγάλος στόλος των Ανζού ήταν αραγμένος στο λιμάνι της. Η Μεσσήνη ήταν η μόνη πόλη στο νησί στην οποία η κυβέρνηση του Καρόλου είχε παραχωρήσει κάποια προνόμια και η οικογένεια του τοπικού ηγεμόνα Ρίζο υποστήριζε το καθεστώς. Στις 13 Απριλίου, δεκαπέντε μέρες μετά τους Εσπερινούς, όταν όλο το δυτικό και κεντρικό τμήμα του νησιού βρισκόταν στα χέρια των στασιαστών, η Κοινότητα του Παλέρμο έστειλε μια επιστολή στον λαό της Μεσσήνης ζητώντας του να προσχωρήσει στο κίνημα.

Οι Μεσσηνέζοι όμως ήταν επιφυλακτικοί. Με τον Χεριβέρτο και τη φρουρά του να κυριαρχούν από το Κάστρο του Ματεργκριφόν, και με τα βασιλικά πλοία αγκυροβολημένα στην προκυμαία, προτιμούσαν να μην το διακινδυνεύσουν. Αντίθετα, στις 15 Απριλίου μια μονάδα στρατού από τη Μεσσήνη, υπό τον τοπικό ιππότη Γουλιέλμο Κυριόλο, κινήθηκε νότια προς τη γειτονική πόλη της Ταορμίνα για να την προστατέψει από τη μανία των επαναστατών. Ταυτόχρονα ο Χεριβέρτος έστελνε τον Μεσσηνέζο ευγενή Ριχάρδο Ρίζο με επτά ντόπιες γαλέρες να πολιορκήσει το λιμάνι του Παλέρμο, και αν ήταν δυνατόν, να επιτεθεί στο οχυρό της.

Οι Παλερμιτάνοι ύψωσαν βιαστικά στα τείχη τη σημαία της Μεσσήνης με τον σταυρό, δίπλα στη δική τους σημαία στα τείχη, για να δείξουν ότι θεωρούσαν τους Μεσσηνέζους αδελφούς τους, και οι ναύτες του Ριχάρδου αρνήθηκαν να πολεμήσουν εναντίον τους. Οι γαλέρες έμειναν έξω από το λιμάνι διατηρώντας μια πολιορκία αναποτελεσματική και χωρίς ενθουσιασμό. Στη Μεσσήνη, η κοινή γνώμη ήταν υπέρ της επανάστασης. Πολλοί από τους κατοίκους της ήταν πρώην κάτοικοι του Παλέρμο και είχαν μετοικήσει στη Μεσσήνη όταν αυτή έγινε διοικητικό κέντρο. Η προτίμησή τους έκλινε προς την γενέθλια πόλη τους.

Ο Χεριβέρτος είχε αρχίσει να χάνει την αυτοπεποίθηση του. Αποφάσισε να εξασφαλίσει την Ταορμίνα και έστειλε μια μονάδα Γάλλων υπό τον Ναπολιτάνο Μικελέτο Γκάττα, να αντικαταστήσει τη ντόπια φρουρά. Ο Γουλιέλμος Κυριόλο και οι άνδρες του προσβλήθηκαν από την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης. Χτυπήθηκαν με τους Γάλλους και τους έπιασαν όλους αιχμαλώτους. Δύο-τρεις μέρες αργότερα, στις 28 Απριλίου, η Μεσσήνη προσχώρησε στην επανάσταση. Οι περισσότεροι από τους Γάλλους είχαν ήδη καταφύγει στο Κάστρο του Ματεργκριφόν και η σφαγή ήταν μικρότερης κλίμακας από αυτήν του Παλέρμο.

Ο Χεριβέρτος αποκλείστηκε ο ίδιος στο κάστρο και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το στόλο, ο οποίος πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Η Μεσσήνη κηρύχθηκε από τους κατοίκους της Κοινότητα, υπό την προστασία της Αγίας Εκκλησίας. Εξέλεξαν αρχηγό τους τον Βαρθολομαίο Μανισκάλκο, ο οποίος είχε παίξει καίριο ρόλο στην οργάνωση της επανάστασης. Την ίδια ημέρα, από την Αυλή του Βασιλιά Καρόλου στη Νεάπολη, έφθασαν στη Μεσσήνη τρεις διακεκριμένοι άνδρες της. Ήταν ο Βαλδουίνος Μουσσόνε, ένας πρώην δικαστής και οι Βάλδος και Ματθαίος Ρίζο.

Ο Μουσσόνε αμέσως ρίχθηκε στον αγώνα, στο πλευρό της Κοινότητας και ο Μανισκάλκο, το άλλο πρωί του παρέδωσε την αρχηγία. Ένας από τους νεότερους Ρίζο, ο γιατρός Παρμενίων, προσπάθησε να πείσει τους θείους του Βάλδο και Ματθαίο, να προσχωρήσουν στην επανάσταση, αλλά αυτοί, καθώς και η υπόλοιπη οικογένεια, έμειναν πιστοί στον Κάρολο και κατέφυγαν στο φρούριο κοντά στον Χεριβέρτο. Εκεί βρήκαν τον Χεριβέρτο έτοιμο να εγκαταλείψει τον αγώνα.

Ύστερα από μια πρώτη επίθεση που έγινε κατά του φρουρίου, διαπραγματεύτηκε με τον Μουσσόνε, και εξασφάλισε για τον εαυτό του και τη συνοδεία του ασφαλή έξοδο. Του δόθηκαν δύο γαλέρες, υπό τον όρο να πλεύσει κατευθείαν στο λιμάνι Αιγκ-Μορτ της Γαλλίας και να υποσχεθεί να μην γυρίσει ποτέ πια στη Σικελία. Ο Χεριβέρτος έδωσε τον λόγο του, αλλά μόλις βγήκε από το λιμάνι διέταξε τις γαλέρες να πλεύσουν προς την Κατώνα, ακριβώς απέναντι από τα στενά. Εκεί βρήκε τον Πέτρο Ρούφο, Κόμητα του Καταντσάρο, ο οποίος ήταν ο πλουσιότερος ευγενής της Καλαβρίας και πιστός στον Κάρολο.

Άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατό για να αντεπιτεθούν εναντίον της Μεσσήνης. Στον πυργοδεσπότη του Ματεργκριφόν Θεοβάλδο του Μεσύ και τους εβδομήντα Γάλλους αξιωματικούς, με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, δόθηκε άδεια εξόδου με τους ίδιους όρους. Τις επιβίβασαν σε άλλο πλοίο με την εντολή να πλεύσουν στο Αιγκ-Μορτ. Τα πιστά μέλη της οικογένειας Ρίζο πιάστηκαν αιχμάλωτοι από την Κοινότητα και φυλακίσθηκαν στον πύργο του Ματεργκριφόν. Εκεί έφεραν με συνοδεία από την Ταορμίνα και τον Μικελέτο Γκάττα με τους Γάλλους του. Αμέσως στάλθηκαν αγγελιαφόροι στο Παλέρμο για να αναγγείλουν τα συμβάντα στη Μεσσήνη και την ίδρυση της αδελφής Κοινότητας.

Τα πλοία της Μεσσήνης που βρίσκονταν ακόμη έξω από το λιμάνι διατάχθηκαν να επιστρέψουν στη βάση τους. Ο επικεφαλής τους Ριχάρδος Ρίζο, κατάφερε να διαφύγει στην Καλαβρία. Όταν ο υπαρχηγός Νικόλαος Πάντσια επέστρεφε στο λιμάνι της Μεσσήνης, συνάντησε το πλοίο που μετέφερε τον πυργοδεσπότη Μεσύ και τη συνοδεία του. Ο Πάντσια μόλις είχε πληροφορηθεί ότι ο Χεριβέρτος της Ορλεάνης είχε αθετήσει την υπόσχεσή του να επιστρέψει στη Γαλλία και υποψιάστηκε ότι ο Μεσύ θα ακολουθούσε το παράδειγμά του.

Το πλοίο καταλήφθηκε, και όλοι οι επιβάτες του ρίχθηκαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Όταν η τάξη αποκαταστάθηκε στη Μεσσήνη, η Κοινότητα εξέλεξε τέσσερις συμβούλους για να βοηθούν τον αρχηγό. Όλοι τους ήταν τοπικοί δικαστές: ο Ρεϊνάλδος Λιμότζια, ο Νικόλαος Σαπορίτο, ο Πέτρος Ανσαλάνο και ο Βαρθολομαίος του Νεοκάστρου, ο οποίος αργότερα έγραψε την ιστορία των μεγάλων γεγονότων. Η επόμενη σημαντική απόφαση ήταν η αποστολή ειδήσεων στην Κωνσταντινούπολη, για να πληροφορηθεί ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ ότι ο μεγάλος του εχθρός είχε κατατροπωθεί.

Δίχως αμφιβολία θα έστελνε, από ευγνωμοσύνη, στους νησιώτες, περισσότερο από το χρυσάφι του. Ήταν δύσκολο να βρεθεί αγγελιαφόρος για να αναλάβει αυτήν την επικίνδυνη αποστολή, αλλά ένας Γενουάτης έμπορος, ο Αλλαφράνκο Κασσάνο πρόσφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες του. Η εθνικότητά του θα τον προστάτευε, αν κάποιο από τα πλοία του Καρόλου τον συνελάμβανε. Έφθασε λίγες βδομάδες αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και ο Αυτοκράτορας τον δέχθηκε αμέσως σε ακρόαση.

Ο Μιχαήλ όταν άκουσε τα νέα, ευχαρίστησε τον Θεό και βιάστηκε να γράψει, στο αυτοβιογραφικό του μνημόνιο που ετοίμαζε για τον γιο του, τη σημαντική φράση «Εάν τολμούσα να ισχυριστώ ότι ήμουν το όργανο του Θεού που έφερε την ελευθερία στους Σικελούς, θα έλεγα μόνο την αλήθεια». Οι πράκτορες και ο χρυσός του είχαν πράγματι παίξει το ρόλο τους στην οργάνωση του κινήματος και το κίνημα δεν είχε μόνο ελευθερώσει τη Σικελία, είχε επίσης σώσει και την Αυτοκρατορία. Η μεγάλη εκστρατεία του Καρόλου κατά της Κωνσταντινούπολης θα έπρεπε τώρα να αναβληθεί για πάντα.

Ο Κάρολος βρισκόταν στη Νεάπολη, όταν τις πρώτες μέρες του Απριλίου, ένας αγγελιαφόρος σταλμένος από τον Αρχιεπίσκοπο του Μονρεάλε του μίλησε για τη σφαγή του Παλέρμο. Εξοργίστηκε, γιατί αυτό σήμαινε την αναβολή για λίγο της εκστρατείας του στην Ανατολή. Στην αρχή όμως δεν πήρε την επανάσταση στα σοβαρά. Τη θεώρησε μια τοπική υπόθεση, με την οποία θα ασχολούταν ο Βικάριός του Χεριβέρτος της Ορλεάνης. Απλώς διέταξε τον υποναύαρχο Ματθαίο του Σαλέρνο να επιτεθεί με τέσσερις γαλέρες κατά του Παλέρμο.

Η διαταγή δόθηκε στις 8 Απριλίου, αλλά όταν ο Ματθαίος έφθασε στο Παλέρμο, βρήκε τη μοίρα της Μεσσήνης να τριγυρίζει μάταια έξω από το λιμάνι και δεν τόλμησε να επιχειρήσει μια επίθεση. Όταν η Μεσσήνη προσχώρησε στην επανάσταση, του επιτέθηκαν τα πλοία της και συνέλαβαν δύο από τις γαλέρες του. Αποσύρθηκε με τις υπόλοιπες στη Νεάπολη. Η εξέγερση της Μεσσήνης και η καταστροφή του στόλου του, έκαναν τον Κάρολο να συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της επανάστασης. «Κύριε και Θεέ μου» αναφώνησε «αφού σε ευχαριστεί να με καταστρέψεις, άσε με τουλάχιστον να πέσω αργά».

Για να επιβραδύνει την πτώση του, άρχισε να ενεργεί αμέσως. Η εκστρατεία της Ανατολής είχε ματαιωθεί. Αντί γι’ αυτή, τα πλοία και οι άνδρες που βρίσκονταν στα Ιταλικά λιμάνια συγκεντρώθηκαν στο στενό της Μεσσήνης και ανέλαβε ο ίδιος την αρχηγία της δύναμης που θα επανέφερε την τάξη στο επαναστατημένο νησί. Είχε την πλήρη υποστήριξη του Πάπα. Όταν, τον Απρίλιο, έφθασε από το Παλέρμο μια αποστολή στο Ορβιέτο για να ζητήσει από την Αγία Έδρα να πάρει υπό την προστασία της τη νέα Κοινότητα, ο Πάπας Μαρτίνος αρνήθηκε να τη δεχθεί σε ακρόαση.

Το νησί έλπιζε ακόμη ότι ο Πάπας Μαρτίνος θα υποχωρούσε. Τις πρώτες μέρες του Μαΐου, η Μεσσήνη και οι υπόλοιπες πόλεις ενώθηκαν με το Παλέρμο και έστειλαν τρεις πρέσβεις στην Αυλή του Πάπα. Παρουσιάστηκαν επίσημα μπροστά σε ολόκληρο το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο ψάλλοντας τρεις φορές «Αμνέ του Θεού, ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου, ελέησον ημάς»,ο Πάπας όμως απάντησε με πικρία επαναλαμβάνοντας τρεις φορές τις λέξεις των Παθών, «Χαίρε, Βασιλεύ των Ιουδαίων – και ερράπισαν αυτόν».

Η πρεσβεία δεν πήρε καμιά άλλη απάντηση από αυτόν. Αντίθετα, στις 7 Μαΐου, της Αναλήψεως, ο Πάπας εξέδωσε Βούλα αναθεματίσματος ενάντια στους κινηματίες Σικελούς και κατά οποιουδήποτε τους πρόσφερε βοήθεια. Με μία δεύτερη Βούλα αναθεμάτιζε τον Μιχαήλ Παλαιολόγο «ο οποίος αυτοαποκαλούταν Αυτοκράτορας των Ελλήνων» και με μια τρίτη τον Γουίδωνα του Μοντεφέλτρο και τους Γιβελλίνους της Βόρειας Ιταλίας.

Ο Κάρολος είχε έναν άλλο καλό φίλο, τον ανιψιό του, Βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο. Τον Απρίλιο έγραψε στη Γαλλική Αυλή για να πληροφορήσει τον Φίλιππο ότι έπρεπε να γίνουν άμεσες κινήσεις προκειμένου να προληφθούν οι σοβαρές συνέπειες από την επανάσταση. Όταν επαναστάτησε η Μεσσήνη, έγραψε ξανά ζητώντας βοήθεια κατά των κινηματιών. Ανταποκρίθηκαν οι ανιψιοί του Πέτρος, Κόμης του Αλενσόν, αδελφός του Φιλίππου και ο Ροβέρτος του Αρτουά, και ετοίμασαν μια αποστολή Γάλλων ευγενών στην Ιταλία.

Ο γιος του Καρόλου, ο Κάρολος του Σαλέρνο, ο οποίος εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στην Προβηγκία, στάλθηκε στο Παρίσι για να συμφωνήσει μια μεγαλύτερη συνεργασία με τη Γαλλική Αυλή. Ο Βασιλιάς της Γαλλίας θεωρούσε μεγαλύτερο κίνδυνο την Αραγωνία. Είχε ήδη προειδοποιήσει τον Κάρολο να φυλάγεται από τον Βασιλιά της, αλλά ο Κάρολος δεν τον είχε ακούσει. Ήταν σίγουρος ότι μεγάλος Αραγώνιος στόλος που είχε συγκεντρωθεί στο λιμάνι του Φάνγκος, προοριζόταν για μια επίθεση κατά της Σικελίας, αντίθετα με τις διαβεβαιώσεις του Βασιλιά Πέτρου ότι θα πήγαινε σε Σταυροφορία στην Αφρική.

Πριν ακόμη πληροφορηθεί την απώλεια της Μεσσήνης για τον Κάρολο, είχε στείλει στον Βασιλιά Πέτρο, ο οποίος βρισκόταν ήδη κοντά στον στόλο του, μια πρεσβεία. Αυτή έφθασε στο λιμάνι του Φάνγκος στις 20 Μαΐου και έδωσε στον Πέτρο μια επιστολή του Φιλίππου με την οποία ζητούσε εγγυήσεις ότι δεν θα χρησιμοποιούσε τον στόλο του εναντίον του Καρόλου. Προειδοποιούσε ότι αν αυτό συνέβαινε, θα το θεωρούσε εχθρική ενέργεια και θα έστελνε στρατό εναντίον της Αραγωνίας.

Η απειλή του ήταν ανώφελη. Ο Πέτρος απάντησε απλώς ότι προετοιμαζόταν, όπως ήδη είχε δηλώσει, για μια εκστρατεία εναντίον της Αφρικής. Στην πραγματικότητα, η Σικελική επανάσταση τον είχε ξαφνιάσει. Την είχαν οργανώσει οι πράκτορές του, αλλά εκείνος υπολόγιζε ότι θα ξεκινούσε πρώτα η εκστρατεία του Καρόλου κατά της Κωνσταντινούπολης. Και τότε, όταν το Βασίλειο της Σικελίας απογυμνωνόταν από τους καλύτερους του στρατιώτες, η Σικελία θα επαναστατούσε και αυτός θα επενέβαινε.

Οι Σικελοί όμως, υποκινούμενοι από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, τον είχαν προλάβει. Όταν πληροφορήθηκε τα νέα της σφαγής του Παλέρμο, δεν έκανε τίποτα. Μόνο μετά την επανάσταση στη Μεσσήνη και την καταστροφή των πλοίων του Καρόλου, αποφάσισε να δράσει. Αλλά και τότε κινήθηκε προσεκτικά. Αποφάσισε πράγματι να πλεύσει προς την Αφρική και να πολεμήσει τους Μαυριτανούς περιμένοντας να δει τι θα συμβεί στη Σικελία. Στις 3 Ιουνίου, επικεφαλής του μεγάλου του στόλου, με πλοία πολεμικά και μεταγωγικά, απέπλευσε από το λιμάνι του Φάνγκος με προορισμό τις ακτές της Αλγερίας.

Για να τηρήσει τα προσχήματα, έστειλε στον Πάπα έναν ειδικό απεσταλμένο, ζητώντας την ευλογία του για τη Σταυροφορία και τη συνήθη άφεση αμαρτιών. Ο Μαρτίνος δεν εξαπατήθηκε. Έδωσε στον απεσταλμένο μια ψυχρή απάντηση. Ο Ελβετός ιππότης Όθων του Γκράντσον, που εκτελούσε χρέη εκπροσώπου του Εδουάρδου της Αγγλίας στο Ορβιέτο, ανέφερε στις 11 Ιουνίου στον Άρχοντά του, πως όλοι στην Αυλή του Πάπα περίμεναν ότι ο Βασιλιάς της Αραγωνίας θα επενέβαινε στη Σικελία. Αλλά ο Πέτρος δεν βιαζόταν. Ο στόλος του έφθασε στο λιμάνι Μαχόν της Μινόρκα, η οποία ήταν ακόμη μουσουλμανικό Εμιράτο, υποτελής όμως στο στέμμα της Αραγωνίας.

Ο Εμίρης έτρεξε να εφοδιάσει, πλουσιοπάροχα, με τρόφιμα τον στόλο, έστειλε όμως μυστικό μήνυμα στην Τύνιδα να προειδοποιήσει τον Βασιλιά της για την εκστρατεία. Όταν ο στόλος έφθασε στο Κόλο, στις Αλγερινές ακτές, ο Πέτρος πληροφορήθηκε ότι ο σύμμαχός του κυβερνήτης της Κωνσταντίνης, της οποίας η απόσπαση από το Βασίλειο της Τύνιδας και ο προσηλυτισμός ήταν ο σκοπός της εκστρατείας, μετά το μήνυμα από την Μαγιόρκα είχε δεχθεί ξαφνική επίθεση από τους Τυνήσιους και είχε θανατωθεί.

Ο θάνατός του στερούσε τη Σταυροφορία από τον στόχο της. Αλλά ο Πέτρος έμεινε με τους στρατιώτες του στο Κόλο, σε βολική απόσταση, περιμένοντας τις εξελίξεις στη Σικελία. Στο μεταξύ οι Σικελοί προετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν την αντεπίθεση του Καρόλου. Ο Κάρολος δεν βιαζόταν. Σκόπευε, όταν αντεπετίθετο, να χτυπήσει σκληρά και αποτελεσματικά. Τα πλοία και οι άνδρες που προορίζονταν για την εκστρατεία στην Ανατολή, είχαν συγκεντρωθεί στην Κατώνα, στα στενά των ακτών της Καλαβρίας.

Ο Πέτρος του Αλενσόν και ο Ροβέρτος του Αρτουά είχαν συγκεντρωθεί εκεί με τους Γάλλους ιππότες τους για να ενωθούν με τον στρατό των Ανζού. Από την Προβηγκία αποσπάστηκαν τμήματα από το εκστρατευτικό σώμα που θα ανέβαινε τον Ροδανό ποταμό για να επανιδρύσει το Βασίλειο της Αρλ. Οι Γουέλφοι της Φλωρεντίας έστειλαν ένα σώμα στρατού υπό τον Κόμητα Γουίδωνα του Μπατιφόλ, με το λάβαρο της πόλης και πενήντα νέους ακολούθους ιπποτών, στους οποίους ο Βασιλιάς Κάρολος είχε υποσχεθεί τον τίτλο του ιππότη.

Πλοία από τη Βενετία, την Πίζα και τη Γένουα νοικιάστηκαν για να αντικαταστήσουν αυτά που είχαν καταστρέψει οι Μεσσηνέζοι. Ένας θαυμάσιος στρατός σχηματίστηκε, του οποίου επικεφαλής τέθηκε, στις 6 Ιουλίου, ο ίδιος ο Βασιλιάς Κάρολος. Δεκαεννέα μέρες αργότερα, πέρασε τα Στενά και στρατοπέδευσε στα αμπέλια, ακριβώς βόρεια της Μεσσήνης. Ο Πάπας Μαρτίνος έλπιζε ότι οι Σικελοί θα τρόμαζαν και θα παραδίδονταν αμαχητί. Εκείνοι, εξακολουθούσαν να ισχυρίζονται πως οι Κοινότητές τους, βρίσκονταν υπό την προστασία του.

Στις 5 Ιουνίου διόρισε τον Καρδινάλιο Γεράρδο της Πάρμας, έναν από τους ικανότερους ανθρώπους του ως Λεγάτο του στο νησί, με την εντολή να εξασφαλίσει την άνευ όρων παράδοσή του. Πέντε μέρες αργότερα, ο Βασιλιάς Κάρολος για να ενισχύσει τις προσπάθειές του, εξέδωσε ένα μακροσκελές διάταγμα, με το οποίο μεταρρύθμιζε το διοικητικό καθεστώς του νησιού.

Απαγορευόταν στους βασιλικούς υπαλλήλους στο μέλλον, κάθε μορφή εκβιασμού, η κατάσχεση αγαθών, ζώων ή πλοίων δίχως αποζημίωση, ο εξαναγκασμός πόλεων και χωριών σε δωροδοκίες, η αναιτιολόγητη φυλάκιση πολιτών ή η κατάσχεση της ιδιοκτησίας τους, εγκλήματα που, όπως προέβλεπε το διάταγμα, είχαν διαπραχθεί πριν από την επανάσταση. Οι υποσχέσεις όμως αυτών των μεταρρυθμίσεων άφησαν τους Σικελούς ασυγκίνητους.

Είχαν υποφέρει πολύ στα χέρια των Ανδεγαυών και είχε πληγεί η υπερηφάνεια τους. Ήταν έτοιμοι να αγωνιστούν έστω και με άνισους όρους. Ήδη στις 2 Ιουνίου οι Μεσσηνέζοι είχαν ματαιώσει την προσπάθεια των Ανδεγαυών να αποβιβαστούν στην Περιοχή του Μιλάτσο, στη βορειοανατολική ακτή του νησιού. Ούτε ελαττώθηκε η αγωνιστικότητά τους όταν, τρεις βδομάδες αργότερα, οι Ανδεγαυοί κατάφεραν να αποβιβαστούν και νίκησαν με πολλές απώλειες της πολιτοφυλακής της Μεσσήνης, όταν αυτή προσπάθησε να τους αποκρούσει.

Το μόνο αποτέλεσμα της ήττας τους ήταν ότι οι Μεσσηνέζοι εισέβαλαν στο Κάστρο του Ματεργκριφόν όπου είχαν φυλακίσει τους Ρίζο, τους έσυραν έξω και τους σκότωσαν, καθώς και το ότι αντικατέστησαν τον δικαστή Βαλδουίνο Μουσσόνε από το αξίωμα του αρχηγού, κρίνοντάς τον ανεπαρκή και συγκρατημένο για την αποστολή του. Στη θέση του εξέλεξαν τον Αλάιμο του Λεντίνι, έναν από τους τρεις Σικελούς ευγενείς που είχαν πάρει αρχηγικό ρόλο στη συνωμοσία του Ιωάννη του Πρότσιντα.

Αποδείχθηκε πιο δραστήριος διοικητής και το μόνο του ελάττωμα, ήταν η υποδούλωσή του στη γυναίκα του Μαχάλντα του Σκαλέττα, μιας κληρονόμου με ταπεινή καταγωγή και μεγάλες φιλοδοξίες. Εκείνη τη στιγμή η Μαχάλντα δεν βρισκόταν στο πλευρό του. Είχε πάει με μερικούς υποτελείς της στην Κατάνη όπου έπεισε με δόλο τη φοβισμένη γαλλική φρουρά να παραδοθεί και, αφού σκότωσε και τον τελευταίο Γάλλο, πήρε τον έλεγχο της πόλης. Ο Αλάιμο εργάστηκε σκληρά για να οργανώσει με κάποια τάξη την οχύρωση της Μεσσήνης.

Ξένοι εθελοντές έρχονταν να ενισχύσουν τις δυνάμεις του. Μεταξύ αυτών αρκετές Γενουατικές γαλέρες και τα πληρώματά τους, που αδιαφορούσαν για το ότι κάποιοι συμπατριώτες τους είχαν προσληφθεί από τον Βασιλιά Κάρολο, καθώς και δώδεκα γαλέρες από την Αγκόνα και απροσδόκητα, δώδεκα γαλέρες από τη Βενετία, των οποίων το πλήρωμα ήταν άνδρες που μισούσαν τον Βασιλιά Κάρολο και την πολιτική του. Η Πίζα είχε υποσχεθεί βοήθεια στους Σικελούς, αλλά οι Πιζάνοι είχαν εμπλακεί σε πόλεμο με τους Γενουάτες και απέσυραν τις γαλέρες που θα τους έστελναν.

Οι μόνοι Πιζάνοι που έλαβαν μέρος στον Σικελικό Πόλεμο ήταν τα πληρώματα που ανήκαν σε τέσσερις γαλέρες μισθωμένες από τον Βασιλιά Κάρολο. Ήταν επικεφαλής των δυνάμεών του και φέρθηκαν πολύ άσχημα στους άνδρες της Μεσσήνης. Προς τις αρχές Αυγούστου, ενώθηκαν με τους αμυνόμενους, πενήντα Αραγώνιοι ευγενείς με τι ακολουθίες τους, που είχαν εγκαταλείψει το στράτευμα του Βασιλιά τους στην Αφρική, για να βοηθήσουν ως εθελοντές τη Σικελική Υπόθεση.

Ο Κάρολος εξαπέλυσε την πρώτη σοβαρή του επίθεση κατά της Μεσσήνης στις 6 Αυγούστου, έχοντας ως πρόθεση να καταλάβει με έφοδο την περιοχή που βρισκόταν στην άκρη της χερσονήσου, που προστάτευε το λιμάνι. Οι αμυνόμενοι, με πολύ λίγες απώλειες, τους απώθησαν. Δύο μέρες αργότερα, οι άνδρες του προσπάθησαν να πάρουν με έφοδο τα οχυρωμένα υψώματα της Καπερρίνα στη βορειοδυτική παρυφή της πόλης, πολύ μακριά από τη θάλασσα.

Μετά από μια αποτυχημένη ημερήσια επίθεση, οι άνδρες του επιτέθηκαν ξανά τη νύχτα, όμως τους αντιλήφθηκαν και τους απώθησαν αστραπιαία δύο γυναίκες, η Ντίνα και η Κλαρένσια, που αναφέρονται τιμητικά στα Χρονικά. Αυτές οι επιτυχίες ενθάρρυναν τους Σικελούς. Ήταν ένας υπερβολικά βροχερός μήνας και η λάσπη εμπόδιζε περισσότερο την επίθεση παρά την άμυνα. Οι πολίτες, γυναίκες και άνδρες άλλαζαν βάρδιες στην υπεράσπιση των οχυρών. Έστελναν πράκτορες στο εχθρικό στρατόπεδο, ειδικά έναν Φραγκισκανό μοναχό, τον Βαρθολομαίο του Πιάτσα, ο οποίος έκανε μια εξονυχιστική επιθεώρηση του στρατού των Ανζού πριν αυτός περάσει τα στενά.

Επίσης, η πόλη είχε επιπλέον αναθαρρήσει από την είδηση ότι Κάποιοι πιστοί είχαν δει την ίδια την Παναγία να ευλογεί την άμυνα. Ο Κάρολος όμως περίμενε. Ο στρατός του ήταν πολυάριθμος και ισχυρός, ο στόλος του υπερείχε αριθμητικά κατά πολύ από τον σικελικό, και θα έρχονταν και άλλες ενισχύσεις. Στένευε τον αποκλεισμό της Μεσσήνης ώσπου να έρθει η στιγμή για την τελική έφοδο. Όταν καταλάγιασε η πρώτη επίθεση, έστειλε στην πόλη τον Παπικό Λεγάτο Καρδινάλιο Γεράρδο.

Οι Μεσσηνέζοι υποδέχθηκαν με τιμές τον αντιπρόσωπο του Ποντίφικα, τον οποίο είχαν ανακηρύξει επικυρίαρχό τους. Ο διοικητής Αλάιμο προσφέρθηκε επίσημα να του παραδώσει τη Μεσσήνη, αν ο Πάπας δήλωνε ότι ήταν προστάτης της Κοινότητας. Ο Καρδινάλιος αποκρίθηκε ότι η εκκλησία θα επέστρεφε την πόλη στο πιστό της τέκνο Κάρολο, στον οποίο ανήκε νόμιμα όλο το νησί. Ο Αλάιμο άρπαξε από τα χέρια του Γεράρδου τα κλειδιά της πόλης, δηλώνοντας με δυνατή φωνή ότι ήταν προτιμότερο να πεθάνει κανείς στη μάχη, παρά να υποταγεί σε έναν μισητό εχθρό. Ο Καρδινάλιος επέστρεψε άπρακτος στο βασιλικό στρατόπεδο.

Μετά την αποτυχία της αποστολής του Παπικού Λεγάτου, ο Κάρολος βιάστηκε να επιτεθεί. Στις 15 Αυγούστου έκανε άλλη μία προσπάθεια να καταλάβει με έφοδο την Καπερρίνα, αλλά απέτυχε. Η πολιορκία στένευε περισσότερο. Οι κάτοικοι ήταν πρόθυμοι να υποφέρουν προκειμένου να επιτύχουν το σκοπό τους, αλλά επειδή τα χωράφια μέσα στα τείχη, τους είχαν δώσει μια εξαιρετικά πλούσια σοδειά σε λαχανικά και φρούτα, και τα νερά του λιμανιού πολύ καλές ψαριές, απέφυγαν τη λιμοκτονία. Μια άλλη επίθεση στα βόρεια τείχη, στις 2 Σεπτεμβρίου, απέτυχε επίσης.

Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Κάρολος διέταξε γενική επίθεση. Η μάχη εκείνη την ημέρα ήταν πιο σφοδρή παρά ποτέ. Παρόλ’ αυτά όμως, οι επιτιθέμενοι δεν σημείωσαν καμιά πρόοδο. Και όταν δύο ευγενείς που στέκονταν δίπλα στον Κάρολο σκοτώθηκαν από πέτρες που τους έριξαν από τα τείχη, σταμάτησε τη μάχη και επέστρεψε στο στρατόπεδό του. Από εκεί έγραψε στον Αλάιμο, υποσχόμενος ότι, εάν τον ανακήρυττε Κύριο της πόλης και του την παρέδιδε, θα αμειβόταν με κληρονομικές κτήσεις όπου τις επιθυμούσε και χρήματα για να καλυφθούν τα έξοδα του πολέμου.

Το μόνο που ζητούσε ο Κάρολος ήταν να του παραδοθούν έξι πολίτες της Μεσσήνης, τους οποίους θα διάλεγε ο ίδιος, για να τιμωρηθούν. Όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι της Μεσσήνης θα συγχωρούνταν. Ο Αλάιμο απέρριψε περιφρονητικά την προσφορά. Ο ίδιος και η κυβέρνησή του συναισθάνονταν τον κίνδυνο, έλπιζαν όμως τώρα σε κάποιο σωτήρα. Όταν ο Πάπας, μέσω του Λεγάτου του, απέρριψε το σχέδιό τους να εξελιχθεί η Σικελία σε έναν συνασπισμό Κοινοτήτων, υπό τη δικαιοδοσία της Αγίας Έδρας, κατάλαβαν ότι έπρεπε να βρουν μια άλλη λύση για το μέλλον του νησιού. Και αυτή η λύση υπήρχε.

Όταν ο Βασιλιάς Πέτρος της Αραγωνίας έστειλε Πρέσβη στον Πάπα Μαρτίνο ζητώντας του να ευλογήσει τη Σταυροφορία του, οι ελπίδες του για μια φιλική απάντηση ήταν ελάχιστες. Ο επικεφαλής της πρεσβείας, ο Καταλανός Γουλιέλμος του Καστελανού, είχε εντολή, επιστρέφοντας, να σταματήσει στο Παλέρμο και να έρθει σε επαφή με τους εκεί επαναστάτες. Οι κάτοικοι του Παλέρμο στο μεταξύ, ήξεραν ότι τίποτε δεν θα έπειθε τον Πάπα να εγκαταλείψει την υπόθεση του Καρόλου. Οι Σικελοί αρχικά ήταν απρόθυμοι να αντικαταστήσουν έναν ξένο ηγεμόνα με έναν άλλο επίσης ξένο. Δεν μπορούσαν όμως να τα βγάλουν πέρα μόνοι.

Σε τελευταία ανάλυση, η Βασίλισσα Κωνσταντία της Αραγωνίας ήταν η αντιπρόσωπος του Οίκου των Χόενστάουφεν και η τελευταία κληρονόμος μιας μεγάλης Δυναστείας Βασιλέων. Ο σύζυγός της βρισκόταν εκεί κοντά με έναν καταπληκτικό στρατό. Η προνοητικότητα και συγχρόνως η νομιμότητα, τους έκαναν να αποδεχθούν τον Πέτρο και την Κωνσταντία ως Βασιλιά και Βασίλισσά τους αντίστοιχα. Όταν ο Γουλιέλμος του Καστελανού απέπλευσε για να συναντήσει τον Άρχοντά του στο Κόλο, πήρε μαζί του τρεις απεσταλμένους από τη Σικελία.

Ο ένας ήταν ευγενής από την Μεσσήνη που ζούσε στο Παλέρμο και λεγόταν Γουλιέλμος και οι άλλοι δύο ήταν δικαστές από το Παλέρμο, αλλά τα ονόματά τους είναι άγνωστα. Η Σικελική αποστολή οδηγήθηκε μπροστά στον Βασιλιά Πέτρο, στο στρατόπεδό του στο Κόλο, και υποκλίθηκε βαθιά σ’ αυτόν περιγράφοντας του την δύσκολη θέση του ορφανεμένου τους νησιού. Η Αρχόντισσα Κωνσταντία είπαν, ήταν η νόμιμη Βασίλισσα στην οποία έπρεπε να δοθεί το στέμμα και μετά από αυτήν, στους γιους της τους Ινφάντες της Αραγωνίας.

Τον ικέτευαν να έρθει να τους σώσει και να φροντίσει να αποδοθούν τα δικαιώματά της στη Βασίλισσά τους. Ο Πέτρος τους υποδέχθηκε με τιμές, δίσταζε όμως να δεσμευθεί. Μετά από τέσσερις ημέρες, έφθασε ένα πλοίο με δύο ιππότες και δύο πολίτες από τη Μεσσήνη, οι οποίοι είχαν ξεφύγει από τον κλοιό της πολιορκίας των Ανζού. Ταυτόχρονα άλλοι τρεις πολίτες από τη Μεσσήνη πήγαν στο Παλέρμο για να αναγγείλουν ότι συμφωνούν με την πρόσκληση του Βασιλιά Πέτρου. Ο Πέτρος εξακολουθούσε να προσποιείται τον δύσπιστο.

Είχε όμως συμβουλευτεί τους αρχηγούς του στρατού του και τους βρήκε πρόθυμους να τον ακολουθήσουν στη Σικελία. Μετά από μια επίδειξη μετριοφροσύνης, δήλωσε ευγενικά ότι αποδέχεται την πρόταση. Θα έπλεε στη Σικελία και θα εγκαθιστούσε τη σύζυγό του στο θρόνο των προγόνων της. Υποσχέθηκε στους νησιώτες ότι θα σεβόταν τις ελευθερίες τους και ότι όλα θα ξαναγίνονταν όπως στις μέρες του Καλού Βασιλιά Γουλιέλμου. Στη συνέχεια, έστειλε ξανά τον Γουλιέλμο του Καστελανού στην Παπική Αυλή με προσεγμένες και ευλαβείς εξηγήσεις για τα κίνητρά του.

Προς τα τέλη Αυγούστου, το Αραγωνικό στρατόπεδο στο Κόλο διαλυόταν. Για τρεις μέρες οι στρατιωτικές αρχές επιβίβαζαν στις αραγμένες γαλέρες και στα μεταγωγικά, άνδρες, άλογα, όπλα και τρόφιμα. Το Σικελικό πλοίο έπλευσε γρήγορα προς το νησί για να αναφέρει στους κατοίκους του ότι το πλήρωμα είχε δει τον Βασιλιά Πέτρο να μπαρκάρει. Περίπου δύο μέρες αργότερα, στις 30 Αυγούστου του 1282, η μεγάλη στρατιά από την Αραγωνία με τον Βασιλιά επικεφαλής, αποβιβαζόταν στο Τράπανι. Η επανάσταση της Σικελίας ήταν πλέον ένας Ευρωπαϊκός πόλεμος.

 

Σικελικός Εσπερινός ή η Ετερογονία του Σκοπού

Ο Σικελικός εσπερινός άλλαξε τον ρού των Ιστορικών γεγονότων. Ο Κάρολος Ντ Ανζού ματαίωσε την εκστρατεία του εναντίον της Κωνσταντινούπολης του Μιχαήλ Παλαιολόγου. Ο “Γάλλος” Πάπας Μαρτίνος τοποθετήθηκε ανοιχτά εναντίον των επαναστατών και υπέρ του Κάρολου των Ανζού. Ένας σοφότερος Πάπας θα είχε κατανοήσει τα αίτια της επανάστασης και την αληθινή επιθυμία των Σικελών να τεθούν κάτω από την Παπική προστασία.

Η αδιαλλαξία του όμως οδήγησε τη Σικελία στα χέρια της Αραγωνίας, αφού οι επαναστατημένοι Σικελοί μην έχοντας άλλη διέξοδο προσέφεραν το θρόνο στον Πέτρο της Αραγωνίας του οποίου η σύζυγος Κωνσταντία είχε κληρονομικά δικαιώματα επ’ αυτού. Η πιθανή σύγκρουση των βασιλιάδων Πέτρου της Αραγωνίας και Καρόλου των Ανζού απεφεύχθη με την αποχώρηση του Κάρολου από τη Σικελία, αφού προηγουμένως έλυσε την πολιορκία της Μεσσήνης

Ας θεωρήσουμε ως καίριο σημείο του προβληματισμού το εξής: Στο παρελθόν εκατομμύρια ανθρώπων οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν ηθικές προθέσεις και επέδειξαν απαράμιλλη αυτοθυσία, μάχονταν για την εγκαθίδρυση της Ουτοπίας, όμως από τη συλλογική τους δράση προέκυπταν αποτελέσματα απ΄ευθείας αντίθετα προς τους κεκηρυγμένους σκοπούς, αποτελέσματα που ανακύκλωναν ακριβώς εκείνα τα φαινόμενα που ήθελε και όφειλε να ξεπεράσει η Ουτοπία: Την κατεξουσίαση ανθρώπου από άνθρωπο, τη λογική της ισχύος μέσα στην αναίμακτη ή αιματηρή ακδίπλωσή της.

Πώς έπρεπε να ερμηνευθεί αυτό το παράδοξο; Πώς λειτουργεί η ετερογονία των σκοπών μέσα στην Ιστορία, ούτως ώστε, συνηθέστατα άλλωστε, και από τις απαρχές ακόμα της ιστορικής δραστηριότητας η φορά της απρόσωπης συνισταμένης να αποκλίνει από τη φορά των προσωπικών συνιστωσών παρμένων χωριστά; Γιατί με άλλα λόγια η συλλογική δράση να μας οδηγεί εκεί που δεν επιθυμούσε κανείς από τους ατομικούς φορείς της; Ας προσπαθήσουμε με βάση τα ιστορικά γεγονότα να δώσουμε μιαν εξήγηση σ΄αυτά τα ερωτήματα.

Όταν το νέο έθνος-κράτος εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια και εν μέρει ως αποτέλεσμα της Μεταρρύθμισης τον 16ο αι. στη δυτική και βόρεια Ευρώπη, ορισμένοι μεταξύ των νομικών που συμμετείχαν στη διατύπωση και την προάσπιση των αξιώσεων και των νόμων αυτών των βασιλείων στην πλειοψηφία τους Μεταρρυθμιστές είτε λόγω αντίθεσης προς την αυθεντία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας είτε, σε μερικές περιπτώσεις λόγω αντίθεσης προς τη συγκεντρωτική πολιτική του βασιλιά της Γαλλίας- άρχισαν να υποστηρίζουν ότι το Ρωμαϊκό δίκαιο.

Παρά την αξίωσή του για οικουμενικό κύρος, δεν ήταν τίποτα γι αυτούς: δεν ήταν Ρωμαίοι, ήταν Φράγκοι, Κέλτες, Σκανδιναυοί, είχαν τις δικές του Φράγκικες, Κέλτικες, Σκανδιναυικές παραδόσεις. Ζούσαν στο Λάνγκντογκ, είχαν τα δικά τους έθιμα από αμνημονεύτων χρόνων. Τι αντιπροσώπευε η Ρώμη γι΄αυτούς; Στη Γαλλία υπήρχαν απόγονοι των Φράγκων κατακτητών, οι προπάτορές τους είχαν υποταχθεί στους Γαλλορωμαίους. Κληρονόμησαν ή επιθυμούσαν να αποδεχθούν μονάχα τους δικούς τους Φράγκικους ή Βουργουνδικούς ή Ελβετικούς νόμους.

Το Ρωμαϊκό δίκαιο δεν είχε τίποτα να τους πεί, δεν ίσχυε γι΄αυτούς. Ας υπακούουν οι Ιταλοί στη Ρώμη. Γιατί θα έπρεπε οι Φράγκοι, οι Τεύτονες, οι απόγονοι των Βίκινγκς πειρατών να αποδεχθούν την κυριαρχία κάποιου μεμονωμένου, οικονομικού, ξένου νομικού κώδικα; Διαφορετικά έθνη, διαφορετικές ρίζες, διαφορετικοί νόμοι, διαφορετικοί λαοί, διαφορετικά ιδεώδη. Καθένας έχει το δικό του τρόπο ζωής. Ποιο δικαίωμα είχε λιγότερο δε ο Πάπας που οι μεταρρυθμίσεις απέρριπταν τις αξιώσεις του για πνευματική εξουσία.

Αυτό διέλυσε τη γοητεία του μοναδικού κόσμου, του μοναδικού οικουμενικού νόμου, και άρα του μοναδικού οικουμενικού σκοπού, για τους ανθρώπους εν γένει, παντού και πάντοτε. Η τέλεια κοινωνία την οποία οι Φράγκοι πολεμιστές ή έστω οι απόγονοί τους θεωρούσαν ιδεώδη, διέφερε ίσως και κατά πολύ από το Ουτοπικό όραμα κάποιου Ιταλού, αρχαίου ή σύγχρονου, και ήταν εντελώς ανόμοια με το όραμα κάποιου Ινδού, Σουηδού, Τούρκου.

Εξ αιτίας αυτού το φάσμα του σκεπτικισμού κάνει δειλά την εμφάνισή του και μαζί μ΄αυτό αρχίζει η αποσύνθεση της πίστης στην έννοια των οικουμενικά έγκυρων σκοπών, τουλάχιστον στην κοινωνική και την πολιτική σφαίρα. Αυτό είχε ως συνακόλουθο την αίσθηση ότι δεν υπήρχε μόνο ιστορικό ή πολιτικό, αλλά και λογικό ρήγμα, στην εν γένει ιδέα κάποιου σύμπαντος ισότιμα αποδεκτού σε κοινότητες με διαφορετική προέλευση, με διαφορετικές παραδόσεις, διαφορετικό χαρακτήρα και νοοτροπία.

Ωστόσο, και πάλι οι συνέπειες αυτής της κατάστασης δεν αναγνωρίστηκαν σε όλη την έκτασή τους εξ αιτίας μάλλον της περιφανούς νίκης στην ίδια χρονική στιγμή των φυσικών επιστημών. Μόνο η επιστημονική γνώση θα μας σώσει, Αυτό ήταν. Αυτό θα είναι εφεξής και το θεμελιώδες δόγμα του Γαλλικού Διαφωτισμού, ενός σπουδαίου απελευθερωτικού κινήματος, που στις μέρες του εξάλειψε μεγάλο μέρος από την ωμότητα, την αδικία, τη δεισιδαιμονία και το σκοταδισμό. Με την πάροδο του χρόνου όμως αυτό το μεγάλο ρεύμα του ορθολογισμού οδήγησε σε αναπόδραστη αντίδραση.

Αποτελεί ιστορική πραγματικότητα πως όποτε ο ορθολογισμός αποκτά μεγάλες διαστάσεις τότε επέρχεται κάποιο είδος συγκινησιακής αντίστασης κάποια “αντίδραση” η οποία εκπηγάζει από ό,τι είναι ανορθολογικό στον άνθρωπο. Αυτό συνέβη στην Ελλάδα τον 4ο και 3ο π.Χ. αιώνα, όταν οι μεγάλες Σωκρατικές σχολές δημιούργησαν τα σπουδαία ορθολογικά συστήματά τους. Τότε ακριβώς μαθαίνουμε από τους ιστορικούς των Ελληνικών λατρειών, οι μυστηριακές θρησκείες, ο αποκρυφισμός ο ανορθολογισμός, οι μυστικισμοί κάθε είδους γνωρίζουν τη μεγαλύτερή τους ακμή.

Με τον ίδιο τρόπο το πανίσχυρο και άτεγκτο οικοδόμημα του Ρωμαϊκού δικαίου, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού και δίπλα σ΄αυτό η σπουδαία νομική-θρησκευτική δομή του αρχαίου Ιουδαισμού είχαν ως επακόλουθο μια σθεναρή συγκινησιακή αντίσταση η οποία έφτασε στο κατακόρυφο με την εμφάνιση και το θρίαμβο του Χριστιανισμού.

Η ΚΑΤΑΛΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Καταλανική Εταιρεία

Η Μεγάλη Καταλανική Εταιρία είχε ιδρυθεί από το Ναϊτη ιππότη Ρογήρο ντε Φλορ μετά τη συνθήκη της Καλταμπελότα (31 Αυγούστου 1302), με την οποία έληξε ο εικοσαετής πόλεμος μεταξύ των οίκων των Ανδεγαυών (Anjou) και της Αραγόνας για την κατοχή της Σικελίας. Αρκετά από τα μέλη της είχαν υποστηρίξει τον βασιλιά Φρειδερίκο Β΄ προκειμένου να διατηρήσει το θρόνο της Σικελίας. Με τη λήξη του πολέμου, οι Καταλανοί και οι Αλμογαβάροι που συνιστούσαν την εταιρία και που είχαν αποτελέσει πια ένα σώμα μισθοφόρων, χρειάστηκαν νέο εργοδότη, τον οποίο βρήκαν στο πρόσωπο του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου.

Ο Ροζέ ντε Φλορ αρχικά ήταν μέλος του τάγματος των Ναϊτών αλλά κατηγορήθηκε από αυτούς για υπεξαίρεση και, αφού διέφυγε, έφτιαξε μισθοφορικό σώμα από Καταλανούς και Αραγωνέζους (Αλμογάβαρους), προσφέροντας τις υπηρεσίες του στον βασιλιά της Σικελίας, Φρειδερίκο Β’. Όμως , μετά την ειρήνη της Καλταμπελότα (31 Αυγούστου 1302), ο Ροζέ και οι μισθοφόροι του έμειναν χωρίς αντικείμενο, ενώ οι Ναΐτες συνέχιζαν να τον καταζητούν.

Έτσι αυτός ήρθε σε συννενόηση με τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο που υπέφερε από έλλειψη αποτελεσματικού στρατού για την αντιμετώπιση της ολοένα διογκούμενης απειλής των Τούρκων στη Μικρά Ασία, ιδιαίτερα μετά την ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Βαφέως. Έτσι, παρόλο που το θησαυροφυλάκιο της Αυτοκρατορίας δεν διέθετε τους πόρους για την πληρωμή των μισθοφόρων Καταλανών, η απελπιστική θέση του Ανδρόνικου τον ανάγκασε να έρθει σε συμφωνία μαζί τους.

Ταυτόχρονα, ο Φρειδερίκος, ικανοποιημένος που έφευγαν, τους παρείχε ναυτικά μέσα για να φτάσουν στον νέο προορισμό τους. Η Κομπανία, αποπλέοντας το καλοκαίρι του 1303 από τη Σικελία, αριθμούσε, σύμφωνα με τον Καταλανό χρονογράφο της Ραμόν Μουντανέρ, 1.500 ιππότες, 4.000 ελαφρά οπλισμένους πεζούς και άλλους 1.000 πεζούς στρατιώτες με τους ακολούθους τους. Ο στρατός αυτός αποτελούντανν από Καταλανούς, Αραγωνέζους, νότιους Ιταλούς και Σικελούς. Τον Σεπτέμβριο του 1303 κατέπλευσαν στην Κωνσταντινούπολη.

Η Καταλανική Εταιρεία ή Μεγάλη Καταλανική Κομπανία ήταν ένα μισθοφορικό σώμα Καταλανών που έδρασε τον 14ο αιώνα στη Σικελία, στις Μικρασιατικές και Ευρωπαϊκές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στις Φραγκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας. Μετά την ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Βαφέως το 1302 από τους Τούρκους η επέκταση των τελευταίων στη Μικρά Ασία συντελούνταν πλέον με ταχύτατους ρυθμούς. Η άμυνα των Βυζαντινών στην περιοχή είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται ήδη από τα χρόνια του Μιχαήλ Η’.

Για να αντιμετωπίσει ο Ανδρόνικος Β’ την Τουρκική εξάπλωση δέχτηκε με ευχαρίστηση την προσφορά του αρχηγού της Καταλανικής Μεγάλης Εταιρείας Ρογήρου de Flor να πολεμήσει με τους μισθοφόρους του εναντίον των Τούρκων. Ακολούθως οι Καταλανοί πέρασαν στη Μικρασιατική όχθη, στρατοπεδεύοντας στην Κύζικο. Το 1304 σημείωσαν ορισμένες επιτυχίες εναντίον των Τούρκων και ο Ροζέ ντε Φλόρ άρχισε να σχεδιάζει τη δημιουργία δικού του πριγκηπάτου στη Μικρά Ασία, στα πλαίσια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Όμως ταυτόχρονα οι Καταλανοί προέβησαν σε λεηλασίες και βιαιότητες σε βάρος των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, καθώς ο Ανδρόνικος αδυνατούσε να εκπληρώσει τους οικονομικούς όρους της συμφωνίας με την Εταιρεία. Κατά τον ίδιο χρόνο, αυξήθηκαν οι υποψίες των Γενοβέζων της συνοικίας του Πέραν, μέσω των οποίων επηρεάστηκε και η Αυτοκρατορική αυλή, για πιθανή συμμετοχή των Καταλανών σε σχεδιαζόμενη εκστρατεία ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τον Φρειδερίκο Γ’ της Σικελίας.

Το 1304 οι Καταλανοί νίκησαν τους Τούρκους που πολιορκούσαν τη Φιλαδέλφεια και ελευθέρωσαν την πόλη. Μετά τη νίκη τους όμως με τη δικαιολογία ότι ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας δεν κατέβαλε τους μισθούς τους εκτράπηκαν σε λεηλασίες και τελικά επιτέθηκαν κατά της Βυζαντινής Μαγνησίας. Σε ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές επιδόθηκαν μετά τη δολοφονία του αρχηγού τους Ρογήρου στο παλάτι του γιου του Ανδρόνικου, Μιχαήλ Θ’ (1305). Το 1305, οι Καταλανοί επέδραμαν στην περιοχή της Καλλίπολης όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί, προκειμένουν να αναγκάσουν τον Ανδρόνικο να καταβάλει τους μισθούς που τους όφειλε.

Ο Ανδρόνικος απένειμε στον Ροζέ ντε Φλορ τον τίτλο του Καίσαρα ο οποίος μάλιστα παντρεύτηκε Ελληνίδα, τη Μαρία. Στις 30 Απριλίου 1305, ο Ροζέ ντε Φλορ δολοφονήθηκε στο στρατόπεδο του Μιχαήλ Θ’, από Αλανούς μισθοφόρους του Ανδρόνικου. Πάντως σήμερα η επικρατέστερη άποψη για το κίνητρο της δολοφονίας θεωρείται πως ήταν η ζήλεια και όχι η εξουδετέρωση του αρχηγού της Εταιρείας με σκοπό την αποδυνάμωσή της.

Μετά από αυτό το γεγονός, οι Καταλανοί άρχισαν τη λεγόμενη «Καταλανική εκδίκηση». Για να εκδικηθούν τους Βυζαντινούς λεηλάτησαν τμήμα της Θράκης και Μακεδονίας χωρίς να εξαιρέσουν τις μονές του Αγίου Όρους συγκεκριμένα κατά της Μονής Χιλανδαρίου. Έπειτα εισέβαλαν στη Θεσσαλία και τελικά, αφού νίκησαν τους Φράγκους του δουκάτου των Αθηνών στον Κηφισό της Βοιωτίας το Μάρτιο του 1311, ίδρυσαν στην Αθήνα δική τους ηγεμονία που διατηρήθηκε ως το 1388.

Το γεγονός έχει καταγραφεί από τους Ραμόν Μουντανέρ και Νικηφόρο Γρηγορά, τον μοναχό Σάββα τον Β’ από τη Μονή Βατοπεδίου και τον μοναχό Δανιήλ τον Β’ από τη Μονή Χιλανδαρίου. Με τη Θράκη ερημωμένη, αποφάσισαν να επιτεθούν στη Θεσσαλονίκη αλλά απέτυχαν. Την Θεσσαλονίκη υπερασπιζόταν ο Βυζαντινός δούκας και στρατηγός Ιωάννης Χανδρηνός που απομάκρυνε τους Καταλανούς από τα εδάφη της Μακεδονίας.

Ο Δούκας των Αθηνών, Γκωτιέ Ε΄ ντε Μπριέν, απέστειλε τον Ροζέ Ντελόρ, Καταλανό ιππότη στην υπηρεσία του, ζητώντας να τους προσλάβει στην υπηρεσία του με σκοπό την καθυπόταξη της Θεσσαλίας. Πράγματι, οι Καταλανοί μπήκαν στην υπηρεσία του και κατέλαβαν ορισμένα φρούρια αλλά ανέκυψαν χρηματικές διαφορές που κατέληξαν σε σύγκρουση, στη Μάχη του Αλμυρού το 1311, κατά την οποία εξολοθρεύτηκε ο στρατός του Δούκα. Ο Πάπας τους ζήτησε να επιστρέψουν τα εδάφη που κατέλαβαν αλλά αυτοί αρνήθηκαν και έτσι το 1318 τους αφόρισε.

Κατά την περίοδο που ακολούθησε, οι Καταλανοί κατέλαβαν και το Δουκάτο Νέων Πατρών (Neopatria, δηλαδή τα Θεσσαλικά εδάφη που άφησε πεθαίνοντας ο Δούκας της Θεσσαλίας, δίχως να αφήσει απογόνους). Η Εταιρεία ζήτησε τελικά να υπαχθεί στην επικυριαρχία του Βασιλείου της Αραγωνίας. Μέχρι και σήμερα, ο ο βασιλιάς της Ισπανίας Χουάν Κάρλος Α΄ έχει τον εθιμικό τίτλο «Δούκας της Αθήνας και Νέων Πατρών».

Η παράξενη πορεία των Καταλανών από τη Μικρά Ασία ως την Αθήνα δείχνει αναμφίβολα την εξασθένιση όχι μόνο του Βυζαντίου, αλλά και των άλλων κρατιδίων του Ελλαδικού χώρου. Επωφελούμενος πάντως από τη στροφή των Καταλανών προς τη Φραγκική Ελλάδα ο Ανδρόνικος Β’ ενίσχυσε τις Βυζαντινές κτήσεις στο Μοριά και διόρισε εκεί μόνιμο διοικητή πρώτα το Μιχαήλ Καντακουζηνό και έπειτα τον Ανδρόνικο Ασάν Παλαιολόγο, ενώ ταυτόχρονα σχεδόν (1318) εξέτεινε τη Βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή της ηγεμονίας της Ηπείρου και του κράτους της Θεσσαλίας.

Η αρχή του τέλους για το Καταλανικό δουκάτο ήρθε το 1379-1380, όταν η Εταιρεία των Ναβαρέζων μισθοφόρων κατέλαβε τη Θήβα και τη Λιβαδειά. Το δουκάτο καταλύθηκε οριστικά το 1388, όταν πέρασε στα χέρια του Ιταλού Νέριο Ατσαγιόλι. Η επικυριαρχία του Στέμματος της Αραγωνίας πάνω στα εδάφη αυτά κράτησε μέχρι το 1391.

 

Η Καταλανική Εκστρατεία Κατά της Ελλάδας του 14ου Αιώνα

Οι Καταλανοί σαν λαός είναι ανάμιξη Βησιγότθων, Φράγκων και Ιβήρων. Ομιλούν τα Καταλανικά, μία γλώσσα που ουσιαστικά είναι μίγμα Ισπανικών και Γαλλικών. Οι Έλληνες ήρθαν σε πρώτη επαφή μαζί τους μέσω του εμπορίου που και οι δύο λαοί με επιτυχία ασκούσαν. Η πρώτη φορά που οι Καταλανοί διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην Ελληνική ιστορία είναι το 1204. Το 1204 είναι ένα έτος το οποίο καθόρισε την μετέπειτα εξέλιξη της Ελληνικής ιστορίας, καθώς τότε συνέβη η άλωση της Κων/πολης από τους δυτικούς.

Ωστόσο η άλωση από τους δυτικούς σε σχέση με την δεύτερη από τους Οθωμανούς, είναι πιο σημαντική για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η πρώτη άλωση προκάλεσε τη διάλυση του Βυζαντινού κράτους (ενώ κατά τη δεύτερη το Βυζαντινό κράτος ήταν ανύπαρκτο) και ο δεύτερος είναι ότι κατά την πρώτη άλωση οι καταστροφές που συνέβησαν στην Πόλη ήταν μεγαλύτερες και χειρότερες, οδηγώντας στην ερήμωση της Πόλης (πριν το 1204 η Πόλη αριθμούσε ένα εκατομμύριο κατοίκους, ενώ μετά μόλις εξήντα χιλιάδες).

Σε αυτή λοιπόν την εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης, γνωστή και ως Δ’ Σταυροφορία, συμμετείχαν με μικρό αριθμό πλοίων και οι Καταλανοί. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έρχονται στην Ελλάδα οι Καταλανοί, αλλά όχι και η μόνη. Αρκετά χρόνια μετά την άλωση του 1204 και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1302, ένα εκστρατευτικό σώμα αποτελούμενο από 6.000 άνδρες, Καταλανοί κυρίως και Αραγονοί κατά δεύτερο λόγο, φτάνει στην Κωνσταντινούπολη.

Αυτό το εκστρατευτικό σώμα, γνωστό ως «Καταλανική Εταιρεία» ή «compania», είχε επιτύχει σημαντικές νίκες στον πόλεμο Αραγονών – Ενετών για την κατάληψη της Σικελίας (εκείνη την περίοδο η Αραγονία και η Καταλονία ήταν ένα ενιαίο βασίλειο). Μετά την κατάληψη της Σικελίας από τους Αραγονούς το 1302, ο ηγεμών της Εταιρείας Roger de Flor αποφάσισε να προτείνει την προσφορά στρατιωτικών υπηρεσιών στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο (με το αζημίωτο πάντα), ώστε να μην μείνει το εκστρατευτικό του σώμα στην Σικελία όπου δεν είχε καμία δουλειά.

Ο Αυτοκράτορας περικυκλωμένος από τους Οθωμανούς και ανήμπορος να τους αντιμετωπίσει δέχτηκε την προσφορά και τους προσέλαβε. Έτσι λοιπόν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη με 36 πλοία και αφού πρώτα σταμάτησαν στην Κέρκυρα, την οποία και λήστευσαν. Όταν εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και αφού προπληρώθηκαν 4 μισθοί τους, οι Καταλανοί είχαν προστριβές με τους Γενοβέζους του Γαλατά.

Έτσι κρίθηκε σκόπιμη η αναχώρηση τους για τη Μ. Ασία. Τον Ιανουάριο του 1303 εγκαθίστανται στην Κύζικο της Μ. Ασίας. Εκεί δημιούργησαν προβλήματα στους κατοίκους λόγω ληστειών και βιασμών γυναικών που προκάλεσαν. Έτσι επισπεύσθηκε η αναχώρησή τους και από εκεί και την άνοιξη του 1303 άρχισαν τις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Πέτυχαν σημαντικές νίκες και συνέβαλαν στην απελευθέρωση πόλεων, όπως η Φιλαδέλφεια, το Νυμφαίο, η Έφεσος κ.α.

Παρόλη όμως την υψηλή αμοιβή τους από τον Αυτοκράτορα απαιτούσαν αμοιβές και από τους κατοίκους των περιοχών που υπερασπίζονταν. Έτσι οι κάτοικοι της Μαγνησίας (πόλη της Μ. Ασίας κοντά στη Σμύρνη) αντέδρασαν έντονα και εκδίωξαν τους Καταλανούς θεωρώντας τους ως εχθρούς. Ο Roger de Flor έθεσε ως υπέρτατο στόχο του την τιμωρία των κατοίκων της Μαγνησίας και την πολιόρκησε. Τότε ο Αυτοκράτορας τον κάλεσε να επιστρέψει στην Θράκη για την αντιμετώπιση των Βουλγάρων.

Ο λόγος ήταν εκτός από τα προαναφερθέντα ότι οι Καταλανοί είχαν διαπράξει ληστρικές επιδρομές κατά της Χίου, της Λέσβου, της Λήμνου και της Κέας (η οποία ήταν ενετική κτήση και αυτό είχε αντίκτυπο στις σχέσεις Βυζαντίου – Ενετών). Εκτός των άλλων ο Αυτοκράτορας είχε μάθει και για τις συναντήσεις που είχε ο Roger de Flor με τοπικούς άρχοντες για τη δημιουργία ανεξάρτητου Καταλανικού κρατιδίου στην Μ. Ασία.

Στρατοπέδευσαν στην Καλλίπολη της Αν. Θράκης και τις γύρω περιοχές. Τότε απαίτησαν υπέρογκες αμοιβές για τη συνέχιση του πολέμου. Ο Αυτοκράτορας μη έχων τα απαιτούμενα χρήματα, τους έδωσε πολύ λιγότερα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κάνουν επιδρομές στα γύρω χωριά και πόλεις. Έτσι οδηγούμαστε στην δολοφονία του ηγέτη τους Roger de Flor από κατοίκους της Αδριανούπολης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την σφαγή από τους Καταλανούς των κατοίκων της Καλλίπολης και της Ραιδεστού.

Στη συνέχεια επιχείρησαν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και της Αδριανούπολης, αλλά απέτυχαν. Έτσι άρχισαν να ληστεύουν, να καίνε, να γκρεμίζουν όποιο χωριό και όποια πόλη βρισκόταν μπροστά τους. Υπολογίζεται ότι περίπου 5.000 χωρικοί της Θράκης σφαγιάστηκαν από τους Καταλανούς, ενώ πολύ περισσότεροι είναι όσοι πωλήθηκαν ως δούλοι στην Καλλίπολη, την οποία είχαν μετατρέψει σε σκλαβοπάζαρο. Στη συνέχεια, οι Καταλανοί πήραν και 3.000 Τούρκους οπλίτες και ξεκίνησαν για τη Μακεδονία το 1307, καθώς η Θράκη είχε ερημωθεί πλέον και δεν τους προσέφερε κέρδη.

Εν τω μεταξύ είχαν καταφθάσει και ενισχύσεις από την Βαρκελώνη. Αφού στρατοπέδευσαν στην Κασσάνδρεια της Χαλκιδικής επιχείρησαν επανειλημμένα να καταλάβουν την Θεσσαλονίκη ανεπιτυχώς. Τη διετία 1307-1309 γνώρισαν την καταστροφική μανία των Καταλανών οι κάτοικοι των περιοχών γύρω από τη Χαλκιδική. Μάλιστα δεν σεβάστηκαν ούτε το Άγιο Όρος, καθώς έκαψαν και λεηλάτησαν πολλές μονές, ενώ οι μοναχοί είχαν τρομοκρατηθεί και όλα αυτά μας τα μαρτυρούν χειρόγραφα της εποχής από το Άγιο Όρος. Όταν ερήμωσαν και αυτές οι περιοχές από τις επιδρομές τους, κινήθηκαν νοτιότερα προς τη Θεσσαλία.

Όταν βρίσκονταν στην Θεσσαλία τους προσέγγισε ο Gautier de Brienne. Ο Gautier de Brienne, τελευταίος Γάλλος δούκας της Αθήνας, φιλοδοξώντας να επεκτείνει τα σύνορά του, προσέλαβε την Καταλανική Εταιρεία. Οι Καταλανοί πράγματι τον βοήθησαν να καταλάβει τη Λαμία (Ζητούνι), το Σιδηρόκαστρο, τα Φάρσαλα, τον Αλμυρό κ.α. Κατόπιν τούτων, ο Gautier de Brienne ανησυχώντας για την ασφάλεια του δουκάτου του, θέλησε να τους διώξει και έτσι σταμάτησε να τους πληρώνει. Τότε εκείνοι στράφηκαν εναντίον του και στη μάχη που έγινε στον Ορχομενό της Κωπαΐδας οι Καταλανοί επικράτησαν.

Έτσι έγιναν κυρίαρχοι του δουκάτου των Αθηνών το 1311. Τότε μετονόμασαν την Αθήνα σε Cetines και επέβαλαν ως επίσημη γλώσσα την καταλανική (ούτε οι Φράγκοι δεν είχαν επιβάλλει τη γλώσσα τους ως επίσημη του κράτους). Επίσης επέβαλαν και τη νομοθεσία που ίσχυε στην πατρίδα τους και υποχρέωσαν τους κατοίκους της περιοχής να συμμετέχουν στις επιδρομές τους, οι οποίες συνεχίστηκαν έχοντας ως ορμητήριο την πόλη της Θήβας. Στη συνέχεια και μέχρι το 1330, κατάφεραν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους προς την Αργολίδα, τη Φθιώτιδα, την Εύβοια και την Φωκίδα.

Επίσης, έκαναν και αρκετές καταστροφικές επιδρομές προς τα νησιά των Κυκλάδων, τα οποία ήταν είτε Ενετικές είτε Φράγκικες κτήσεις. Μετά, το Καταλανικό κράτος παρουσίασε κάμψη, για να περάσει σε Ενετικά χέρια το 1388, οπότε και παύουν να έχουν τον έλεγχο της περιοχής οι Καταλανοί. Στη συνέχεια συναντούμε αποσπασματικές αναφορές για συμμετοχή Καταλανών μισθοφόρων στην άμυνα Ελληνικών πόλεων και αργότερα με την επικράτηση των Οθωμανών στην περιοχή σταματά η οποιαδήποτε αναφορά σε αυτούς.

Αυτή λοιπόν ήταν η δράση των κατά τα άλλα «δημοκρατικών» Καταλανών στην Ελλάδα. Μπορεί στους περισσότερους Έλληνες αυτή η περίοδος να είναι παντελώς άγνωστη, ωστόσο στο εξωτερικό είναι πολύ γνωστή (λόγω των προστριβών που είχαν οι Ιταλοί με τους Καταλανούς) και μάλιστα θεωρείται από πολλούς ξένους ιστορικούς ως «Καταλανική Σταυροφορία». Σίγουρα η απόφαση της Καταλανικής κυβέρνησης να συμμετάσχει στην χρηματοδότηση της κατασκευής ενός μνημείου στη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους είναι μια θετική κίνηση έστω και με καθυστέρηση 700 ετών.

Ωστόσο ακόμα δεν έχει εκφραστεί καμία συγγνώμη επισήμως από τους Καταλανούς προς την Ελλάδα, ενώ και οι Καταλανοί έχουν να λένε με καμάρι για την εκστρατεία των προγόνων τους στην Ελλάδα. Την παρουσία των Καταλανών αποδεικνύουν και μερικές λέξεις που μέχρι σήμερα έχουμε στη γλώσσα μας, όπως π.χ. η παρέα που προέρχεται από το καταλανικό parella.

 

Οι Λεηλασίες του 1305

Έπειτα από μία βαριά ήττα που υπέστη από τους Οθωμανούς το 1302, ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος στράφηκε για βοήθεια στους Αλμογάβαρους πολεμιστές της Καταλανικής Εταιρείας, τον ισχυρότερο μισθοφορικό στρατό της εποχής. Παρά το υπέρογκο ποσό που ζήτησε ο αρχηγός τους, ιππότης Ρογήρος ντε Φλορ, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας τους προσέλαβε, διαπράττοντας αυτό που ο ιστορικός Donald Nicol αποκαλεί «το ακριβότερο από όλα τα λάθη» του Ανδρόνικου.

Όταν, το 1305, ο Ρογήρος δολοφονήθηκε από Ελληνικό χέρι στην Αδριανούπολη, οι Καταλανοί, ανεξέλεγκτοι, καλώντας και τους Τούρκους να περάσουν για πρώτη φορά σε Ευρωπαϊκό έδαφος, ξεχύθηκαν στις Θρακικές πεδιάδες, ρημάζοντας επί δύο χρόνια τα πάντα και αφήνοντας πίσω τους αυτό που οι Βυζαντινοί χρονογράφοι αποκάλεσαν «Σκυθική Έρημο». Στη συνέχεια κινήθηκαν δυτικά, λεηλατώντας την ανατολική Μακεδονία, τη Χαλκιδική και το Αγιον Ορος, και, αφού πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Θεσσαλονίκη, στράφηκαν νότια, καταλύοντας το Γαλλικό δουκάτο των Αθηνών και Θηβών και εγκαθιδρύοντας μία Καταλανική κυβέρνηση που κράτησε 77 ολόκληρα χρόνια (1311-1388).

Αν στη νότια Ελλάδα η ανάμνηση εκείνης της βαρβαρότητας ξεθώριασε και ένα μέρος του Καταλανικού ανθρώπινου δυναμικού απορροφήθηκε από τους ντόπιους πληθυσμούς, στο Άγιο Όρος, όπου η διατήρηση των παραδόσεων έχει μια ξεχωριστή βαρύτητα, φαίνεται πως ποτέ δεν συγχώρησαν την Καταλανική επιδρομή. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με κάποιες Αγιορείτικες παραδόσεις, υπήρξαν και Καταλανοί που προσηλυτίστηκαν στην Ορθοδοξία και έγιναν μοναχοί (Richard Dawkins).

 

Στενοί Δεσμοί με την Ελλάδα

Άλλωστε, ένας από τους κορυφαίους αγιογράφους του 16ου αιώνα, ο Φράγκος ο Κατελάνος από τη Θήβα (παρεκκλήσι Αγίου Νικολάου Μεγίστης Λαύρας, καθολικό Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων), είχε ενδεχομένως, καθώς δηλώνει και το προσωνύμιό του, Καταλανική καταγωγή. Πάντως, ενώ το Καταλανικό δουκάτο Αθηνών και Θηβών στην Ελληνική ιστορία περνάει ως μία απλή παρένθεση, για τους Καταλανούς αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο της δικής τους ιστορίας και καταγράφεται ως μία περίοδος ώσμωσης των δύο πολιτισμών, Ελληνικού και Καταλανικού.

Στη συνείδηση των Καταλανών η εκλεκτική συγγένεια των δύο λαών αποκτά μια σαφέστερη μορφή μετά την κατάρρευση του Φραγκικού καθεστώτος (1975), όταν με το δημοψήφισμα του 1979 η Καταλωνία ανακηρύσσεται αυτόνομη διοικητική περιοχή και αρχίζει να διεκδικεί την εθνική της ταυτότητα. Χαρακτηριστικό της νέας εποχής είναι μία έντονη στροφή προς τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα προς την Ελλάδα, ως αναβίωση και συνέχεια μιας σημαντικής πολιτιστικής κίνησης (τέλη 19ου – αρχές 20ου αιώνα) προσανατολισμένης στη μελέτη και τη διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού.

Άλλωστε, στην Ελλάδα οι σημερινοί Καταλανοί εντοπίζουν τις δικές τους ρίζες, που τους διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες Ιβηρικές εθνότητες, θεωρώντας ότι η ίδρυση, περί το 600 π.Χ., του Εμπορίου (Empurias), αποικίας των Μασσαλιωτών Φωκαέων βορειοανατολικά της Βαρκελώνης, μπόλιασε τον ντόπιο πληθυσμό με Ελληνικό πνεύμα και αίμα.

 

Η “Καταλανική Εταιρεία” και η Οριστική Καταστροφή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού

Στις αρχές του 14ου αιώνα ο Ελλαδικός χώρος ήταν κατακερματισμένος ανάμεσα σε κτήσεις που ανήκαν στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ανδρόνικο ΙΙ Παλαιολόγο και σε Φράγκους φεουδάρχες κληρονόμους των Σταυροφόρων που άλωσαν την Κωνσταντινούπολη το 1204. Ο Αυτοκράτορας είχε υπό τον έλεγχο του την Μακεδονία, την Θράκη, τον Μυστρά, την Κωνσταντινούπολη και μια στενή λωρίδα γης στην Μικρά Ασία που εφαπτόταν στην Βασιλεύουσα.

Ο υπόλοιπος χώρος (Θεσσαλία, Θήβα, Ανδραβίδα, Αθήνα, Πάτρα, Κόρινθος, νησιά του Αιγαίου, Ναύπακτος) βρίσκονταν υπό τον έλεγχο Φράγκων φεουδαρχών που συγγένευαν με ισχυρούς βασιλικούς οίκους της Ευρώπης. Οι περιοχές αυτές ήταν κατάσπαρτες από ισχυρά κάστρα που σταθεροποιούσαν την εξουσία των κατά τόπους βαρόνων και μικρότερων μικρότερων ευγενών, εις βάρος του ντόπιου αγροτικού πληθυσμού.

Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε για τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ανδρόνικο ο σημαντικός κίνδυνος των Οθωμανών Τούρκων. Ο Βυζαντινός στρατός είχε αποδιοργανωθεί πλήρως λόγω έλλειψης χρημάτων ικανών στρατηγών και απωλειών από τους πολέμους με τους Φράγκους, είχε χάσει κατά μεγάλο μέρος το ηθικό και την αλκή του και έτσι οι πλέον αξιόπιστες βυζαντινές στρατιωτικές μονάδες ήταν Αλανοί και Μουσουλμάνοι μισθοφόροι. Έτσι ο Ανδρόνικος μοιραία στράφηκε στην Δύση για να βρει ισχυρότερους συμμάχους.

Την ίδια εποχή στην Σικελία τελείωναν οι “Σικελικοί Εσπερινοί”, ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ βασιλικών οίκων με τελικό έπαθλο το νησί της Σικελίας. Μετά το τέλος του πολέμου και την ειρήνη του Καλταμπελλόττα, ο μισθοφόρος τυχοδιώκτης καταλανικής καταγωγής Ρογήρος ντε Φλορ (παλαιός Ναΐτης ιππότης), όπως και χιλιάδες άλλοι Καταλανοί μισθοφόροι (γνωστοί και ως Αλμαγάβαροι από την εποχή των επιθέσεων τους κατά των Μωαμεθανών της Ισπανίας), βρέθηκαν χωρίς εργοδότη.

Μετά από συνεννοήσεις ο Ανδρόνικος τους έπεισε να συμμαχήσουν μαζί του τάζοντας υψηλές αποδοχές και αξιώματα. Έτσι το 1302 ο Ντε Φλορ μαζί με 5.000 ακόμη Καταλανούς επιβιβάζονται σε 36 πολεμικές γαλέρες και πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη όπου γίνονται δεκτοί με μεγάλες τιμές από τον Αυτοκράτορα. Το 1303 εγκαθίστανται στο Κύζικο Μ. Ασίας και στα επόμενα δύο χρόνια συντρίβουν σε συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις τους επικίνδυνους Οθωμανούς φτάνοντας ως το Ικόνιο, αποδεικνύοντας την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική τους αξία.

Παράλληλα όμως οι Καταλανοί αποσπούσαν με την βία αμοιβές και από τις πόλεις που απελευθέρωναν, ενώ πολλές τις ρήμαζαν και τις λεηλατούσαν. Η συμπεριφορά τους αυτή και οι συνεννοήσεις τους με τοπικούς άρχοντες για δημιουργία ανεξάρτητου Καταλανικού κρατιδίου στην Μ. Ασία, δικαίως τους κατέστησε επικίνδυνους στα μάτια του Αυτοκράτορα που τους κάλεσε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη και δολοφόνησε τον αρχηγό τους Ντε Φλόρ με την ελπίδα ότι οι υπόλοιποι θα διαλύονταν.

Οι Καταλανοί όμως όχι μόνο δεν διαλύθηκαν, αλλά αφού εξέλεξαν νέο τους αρχηγό τον Μπερεγκάρ ντε Ροκαφόρ, λεηλάτησαν όλη την χερσόνησο της Καλλίπολης σφάζοντας ανηλεώς τους κατοίκους της και προκαλώντας συνεχώς τους Βυζαντινούς για μάχη φτάνοντας ως τα τείχη της πρωτεύουσας. Όταν τα Βυζαντινά στρατεύματα αποφάσισαν να αντιπαρατεθούν, ακολούθησε μια καταστροφική μάχη για αυτούς όπου σκοτώθηκαν σχεδόν 20.000 άνδρες ενώ τραυματίστηκε και ο γιος του Αυτοκράτορα.

Μετά από αυτή την μάχη, τα Βυζαντινά εδάφη και οι πληθυσμοί τους, βρέθηκαν στο έλεος της “Καταλανικής Εταιρείας” (η “Κομπανίας” κατά την επί λέξει απόδοση του όρου από τα Ισπανικά). Οι Καταλανοί λεηλάτησαν με μίσος όλη την Θράκη και την Μακεδονία, ληστεύοντας και σκοτώνοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους, γεμίζοντας με τρόμο τους φτωχούς κατοίκους των περιοχών. Εγκαταστάθηκαν την διετία 1307-1309 στην Ποτίδαια Χαλκιδικής προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να καταλάβουν την οχυρή Θεσσαλονίκη.

Από την καταστροφική μανία των Καταλανών δεν ξέφυγε ούτε το Άγιο Όρος όπου από 300 Μονές, μόνο 25 έμειναν αλώβητες, ενώ οι υπόλοιπες βεβηλώθηκαν και καταληστεύτηκαν. Για να γίνει αντιληπτή η σκληρότητα των Καταλανών αναφέρουμε πως όταν ο αρχηγός τους ντε Ροκαφόρ τους εγκατέλειψε αιφνιδιαστικά το 1308, έσφαξαν άλλους δεκαπέντε μικρότερους στην ιεραρχία, αρχηγούς τους για να εκτονώσουν την οργή τους.

Αμέσως μετά την καταστροφή των περιοχών της Μακεδονίας και λόγω της πίεσης του Αυτοκρατορικού στρατού υπό τον ικανό αρχιστράτηγο Χανδρηνό , αναχώρησαν κατέλαβαν και λεηλάτησαν την Θεσσαλία με ευκολία, εισερχόμενοι πλέον στις Φράγκικες κτήσεις. Φτάνοντας στην Θήβα το 1310 μ.Χ. ήρθαν σε συνεννόηση με τον ισχυρό Δούκα της Αθήνας Βάλτερ ντε Μπριεν συνεχιστή του οίκου ντε Λα Ρος και πολέμησαν κατακτώντας πολλά κάστρα (Ζητούνι, Φάρσαλα, Αλμυρός, Σιδηρόκαστρο) για λογαριασμό του.

Τις τάξεις της “Καταλανικής Εταιρείας” είχαν πυκνώσει νέοι εθελοντές από την Καταλονία αλλά και πολλοί Οθωμανοί Τούρκοι. Τον Σεπτέμβριο ο Βάλτερ ντε Μπριεν φοβούμενος την αύξηση της ισχύος της “Εταιρείας”, ζήτησε από τους Καταλανούς να εγκαταλείψουν τα εδάφη του, παραδίδοντας όλα τα κάστρα που κέρδισαν πολεμώντας για λογαριασμό του. Η Καταλανική Εταιρεία ζήτησε να κρατήσει κάποια από αυτά για να εγκατασταθεί μόνιμα, αλλά ο Δούκας αρνήθηκε με προσβλητικό τρόπο και ετοιμάστηκε να συντρίψει τους Καταλανούς καλώντας όλους τους Φράγκους συμμάχους του για βοήθεια, κατά την συνήθεια της εποχής.

Πολύ σύντομα 2000 σιδερόφρακτοι ιππότες και 20.000 πεζοί είχαν μαζευτεί στην Αθήνα, δύναμη τεράστιας ισχύος για τα δεδομένα της εποχής. Οι σιδερόφρακτοι Φράγκοι ιππότες αποτελούσαν την πιο επίλεκτη μονάδα της εποχής καθώς η επίθεση τους ήταν συντριπτικής ισχύος έναντι οποιουδήποτε αντιπάλου και απολάμβανε μεγάλης φήμης τότε. Οι Καταλανοί ήταν πλέον παγιδευμένοι καθώς στην Θεσσαλία προήλαυνε ο ικανός Βυζαντινός στρατηγός Χανδρηνός με σημαντικές δυνάμεις που τους είχε νικήσει στο παρελθόν, έτσι η μάχη κατά των Φράγκων του Βάλτερ στις 15 Μαρτίου 1311, ήταν μονόδρομος.

Οι Καταλανοί διάλεξαν με στρατιωτική σοφία, το πεδίο μάχης να είναι στην πεδιάδα του ποταμού Κηφισσού (της Βοιωτίας) κοντά στην Κωπαΐδα, όπου το έδαφος ήταν ελώδες. Οι δυνάμεις τους (3500 ιππείς, 4000 πεζοί και πολλοί Τούρκοι) παρατάχθηκαν με το έλος μπροστά τους. Ο Βάλτερ ντε Μπριεν έπεσε στην παγίδα διατάσσοντας επέλαση στους ιππότες που τον περιστοίχιζαν. Το βαρύ Φράγκικο ιππικό κόλλησε στην λάσπη και ακολούθησε η μαζική σφαγή του, από τους πεπειραμένους Καταλανούς. Από την Φράγκικη στρατιά πολύ λίγοι επέζησαν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν γλίτωσε ούτε ένας στρατιώτης για να μεταφέρει το νέο της καταστροφής στην Αθήνα. Έτσι οι Καταλανοί κατέλαβαν την Θήβα (την λεηλάτησαν σφάζοντας τους κατοίκους της χωρίς να εξαιρέσουν ούτε τα νήπια) και την Αθήνα το 1311 εγκαθιστώντας μόνιμο δικό τους καθεστώς το οποίο άντεξε ως το 1387, χάρις την αλκή των πολεμιστών του και τις ισχυρές συμμαχίες που σύμπτυξε. Στα χρόνια που ακολούθησαν διεξήγαγαν πολλές επιδρομές και πολέμους στις γύρω περιοχές και στην μέγιστη ακμή τους έλεγχαν όλη την Θεσσαλία και την Στερεά Ελλάδα ως την Κόρινθο.

Οι ανώτεροι αξιωματούχοι των Καταλανών έλαβαν για συζύγους τις γαλαζοαίματες γυναίκες των ευγενών που εξολόθρευσαν στην μάχη της Κωπαΐδας. Η Καταλανική ορίστηκε ως επίσημη γλώσσα του Αθηναϊκού κρατιδίου, ενώ οι Έλληνες κάτοικοι ζούσαν υπό την συνεχή καταπίεση των Καταλανών χωρίς να έχουν δικαίωμα να εμπορεύονται, να μεταβιβάζουν την περιουσία τους στα παιδιά τους και να ασκούν άλλα επαγγέλματα πλην των αγροτικών.

Λίγα χρόνια μετά, εξομάλυναν τις κάκιστες σχέσεις τους με τον Πάπα. Οι δύο επόμενες γενιές που ακολούθησαν όμως, δεν επέδειξαν την στρατιωτική αλκή των προγόνων τους, καθώς μεγάλωσαν στην χλιδή των δεσποτών της Μεσαιωνικής φεουδαρχίας. Μετά την φυσιολογική εξέλιξη της πτώσης του καθεστώτος της Καταλανικής Εταιρείας στην Αθήνα από τον οίκο Ατζαγιόλι το 1387, πολλά μέλη της επέστρεψαν στην Σικελία και στην Καταλονία.

Η ιστορία της “Καταλανικής Εταιρείας” μαρτυρεί την μεγάλη αδυναμία τόσο του Βυζαντινού όσο και των Φραγκικών μικρότερων κρατών να προστατέψουν τα εδάφη τους ακόμη και από την απειλή ανοργάνωτων στιφών μισθοφόρων τυχοδιωκτών. Η επίδραση της Καταλανικής εταιρείας στην τύχη της Μεσαιωνικής Ανατολής ήταν πολύ μεγάλης σημασίας, καθώς λεηλάτησε και κατέστρεψε όλη την Βαλκανική Χερσόνησο (πλην Πελοποννήσου), ενώ συνέτριψε σε δύο πολύνεκρες και αποφασιστικές μάχες, το άνθος του Βυζαντινού στρατού και της Φράγκικης ιπποσύνης.

Έτσι οι Οθωμανοί λίγα χρόνια μετά εκμεταλλεύθηκαν την καταστροφή και την αποδιοργάνωση των Μεσαιωνικών κρατικών οργανισμών των Βαλκανίων, επικρατώντας και επιβάλλοντας την σκοταδιστική και δεσποτική εξουσία τους για τέσσερις αιώνες. Η πρωτόγονη αγριότητα, η ασχήμια και η παντελής έλλειψη ατομικής καθαριότητας χαρακτήριζαν τα μέλη της “Εταιρείας” ενώ μακρινοί απόηχοι της παρουσίας της εντοπίζονται στην λαϊκή δημοτική μας παράδοση.

Ο ιστορικός William Miller θεωρεί ότι η παρουσία της Καταλανικής Εταιρείας στην περιοχή, είχε ίσης σημασίας καταστροφικά αποτελέσματα με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της δύσης το 1204 μ.Χ. Η σημερινή πολιτική ηγεσία της περιοχής της Καταλανίας με πρωτοβουλία του Κάρλες Ντουάρτε επέδειξε αυξημένη πολιτισμική ανθρωπιστική και ιστορική ευαισθησία, χρηματοδοτώντας το 2004 την αναστήλωση της Μονής Βατοπαιδίου προσδοκώντας με αυτή την χειρονομία να εξιλεωθεί 700 χρόνια μετά για τις ανήκουστες καταστροφές που προκάλεσαν στον Ελλαδικό χώρο και στο Άγιο Όρος οι βάρβαροι πρόγονοι τους.