Η Σκόπελος στους αρχαίους χρόνους ονομαζόταν Πεπάρηθος. Οι πρώτοι της κάτοικοι ήταν Κρήτες από την Κνωσό. Κατά τη μυθολογία, αρχηγός των Κρητών ήταν ο Στάφυλος, γιος του Θησέα και της Αριάδνης.
Η Σκόπελος συμμετείχε σε όλους τους πολέμους, και ήταν αποικία των Αθηνών. Το πολίτευμα του νησιού ήταν Δημοκρατικό. Το νησί συμμετείχε επίσης στους Ελληνικούς Αθλητικούς αγώνες. Μάλιστα ο Αγνώντας, ένας Αθλητής της Πεπαρήθου το 569 π.Χ είχε κερδίσει στους αγώνες δρόμου και προς τιμήν του, ο σημερινός κόλπος του Αγνώντα πήρε το όνομα του.
Ακόμη και στο μαντείο των Δελφών οι κάτοικοι της Πεπαρήθου είχαν αφιερώσει ένα άγαλμα του θεού Απόλλωνα , γιατί είχαν κερδίσει τους Κάρες σε μία μάχη.
Η Πεπάρηθος είχε επίσης σημαντικές αρχαίες πόλεις όπως η Κνωσσός, ο Πάνορμος και η Σελινούς. Σήμερα, ένα μεγάλο τμήμα του κάστρου στον Πάνορμο σώζεται. Η Κνωσσός μετονομάστηκε σε Γλώσσα.
Στους βυζαντινούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας. Στα χρόνια της φραγκοκρατίας ήταν τμήμα του δουκάτου της Νάξου, αργότερα όμως την κατέλαβε ο Λικάριος, που υπηρετούσε τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Από τότε παράμεινε ελληνική ως το 1453, για να περάσει έπειτα στην κυριαρχία των Βενετσιάνων.
Καταφύγιο των πειρατών οι πολλοί όρμοι της. Το 1538 ο Τούρκος ναύαρχος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατέλαβε το νησί και έσφαξε τους κατοίκους του. Ξένοι περιηγητές, που επισκέφτηκαν το νησί κατά το 16ο αι. αφηγούνται πως ήταν ακατοίκητο. Αργότερα αποικίστηκε και πάλι αλλά γνώρισε πολλές επιδρομές πειρατών.
Στην προεπαναστατική Ελλάδα, αποτέλεσε το λημέρι των αγωνιστών Νικοτσάρα και Γιάννη Σταθά. Ενσωματώθηκε επίσημα στην Ελλάδα, μαζί με τις υπόλοιπες Σποράδες, το 1823.
Η ανεξαρτησία της Ελλάδος κηρύχτηκε το 1830 με το πρωτόκολλο του Λονδίνου και τα όρια του νέου Ελληνικού κράτους χαράχτηκαν δυο χρόνια αργότερα με τη συνδιάσκεψη του Λονδίνου. Στα όρια του περιελήφθησαν και οι Βόρειες Σποράδες όπου τελείωναν τα βόρεια σύνορα του νεοσύστατου κράτους.
Στους Βαλκανικούς αγώνες και στη μικρασιατική εκστρατεία που ακολούθησε και που κατέληξε σε τραγωδία, η Γλώσσα και γενικότερα η περιοχή με τα στρατευμένα παιδιά της, υπήρξε παρούσα και κατέθεσε το δικό της φόρο αίματος. Δεκαπέντε Γλωσσιώτες έχασαν τη ζωή τους στη δεκαετία 1912-1922. Το ίδιο θα συμβεί και στον Ελληνοϊταλικό και Ελληνογερμανικό πόλεμο του 1940 – 1941. Εκτός αυτών που έπεσαν στο μέτωπο ή πέθαναν από τα τραύματα, υπήρξαν και αρκετοί που γύρισαν ανάπηροι στο νησί.
Το 1940, μια τρομερή επιδημία φυλλοξήρας κατέστρεψε για πάντα τα περίφημα αμπέλια του νησιού.
Στον πρώτο χρόνο της ιταλογερμανικής κατοχής, η Γλώσσα έγινε καταφύγιο για πολλούς από τους άνδρες του Συμμαχικού Εκστρατευτικού Σώματος, μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα το 1941. Ήταν τα συμμαχικά τμήματα που έπιασαν τα περάσματα του Ολύμπου, προκειμένου να καλύψουν κατά την αποχωρησή τους από τη Μακεδονία το Συμμαχικό Εκστρατευτικό σώμα. Οι άνδρες αυτοί, αποκομμένοι εν συνεχεία από τις μονάδες τους και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία, κρύφτηκαν στον Ολυμπο, πέρασαν ομάδες στο Πήλιο και από ‘κει κατέφυγαν στις Σποράδες, όπου πίστευαν ότι θα βρούν τρόπο να περάσουν στα τουρκικά παράλια και στη συνέχεια στη Μέση Ανατολή. Αυτοί οι άνδρες βρήκαν κατ΄αρχήν στέγη και τροφή που τους προσφέραν απλόχερα οι κάτοικοι,και κατόπιν έπρεπε να βρεθούν καϊκια για τη μεταφορά τους.Τους πρώτους που έφτασαν στο Λουτράκι, περίπου εκατό αξιωματικούς και οπλίτες,τους έκρυψαν στα εξοχικά καλύβια και με ένα γλωσσιώτικο καράβι το “Αλμπέρτα” τους προώθησαν προς την Τουρκία. Οσοι έφταναν στο νησί τους αναλάμβανε μια ομάδα που είχε δημιουργηθεί στη Γλώσσα, για να τους κατανέμει σε διάφορα καλύβια και να τους
τροφοδοτεί, για όσο καιρό θα έμεναν στο νησί και στη συνέχεια σε συνεννόηση με τη Σκόπελο και τη Σκιάθο,φρόντιζαν για τη μεταφορά τους
Ακόμη και στα σύγχρονα χρόνια η Σκόπελος παρουσιάζει θαυμαστό πολιτισμό: Οι θρύλοι και η πλούσια παράδοση, όπως επίσης και τα ιστορικά και καλλιτεχνικά μνημεία, τα κάστρα και τα μοναστήρια, οι εκκλησίες με τα περίφημα τέμπλα το επιβεβαιώνουν.
Μυθολογία
Το αρχαίο όνομα του νησιού της Σκοπέλου ήταν Πεπάρηθος, από το όνομα του αδερφού του πρώτου οικιστή της, Σταφύλου, τον Πεπάρηθο. Το όνομα αυτό αναφέρεται επίσης και από τον Θουκυδίδη.
Ο Στάφυλος, πρώτος μυθικός οικιστής της Σκοπέλου (Πεπαρήθου), ήταν γιος του θεού της γονιμότητας, της ευφορίας, της άμπελου και του κρασιού, Διόνυσου και της Αριάδνης, κόρης του βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Θησέας, γιος του Αιγαία, βασιλιά της Αθήνας, στάλθηκε με 7 νέα αγόρια και 7 νέα κορίτσια, στον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, με σκοπό να προσφερθούν για θυσία στον Μινώταυρο ( ένα περίεργο δημιούργημα της φύσης, μισός άντρας, μισό τέρας) που ζούσε στον λαβύρινθο του παλατιού της Κνωσσού, στην Κρήτη. Στην Κρήτη, ο Θησέας γνωρίζει την Αριάδνη, κόρη του Μίνωα. Η Αριάδνη τον ερωτεύεται και τον βοηθά, δίνοντας του ένα κουβάρι μαλλί, να φύγει από τον λαβύρινθο και να σωθεί. Πράγματι ο Θησέας σκοτώνει το Μινώταυρο, βρίσκει την έξοδο, απαγάγει την Αριάδνη και φεύγει από την Κρήτη. Στο νησί της Νάξου όμως εγκαταλείπει την Αριάδνη. Στη Νάξο,ο θεός Διόνυσος βρίσκει την Αριάδνη, την ερωτεύεται και τη μεταφέρει στην Λήμνο. Στην Λήμνο η Αριάδνη και ο Διόνυσος θα αποκτήσουν τέσσερις γιους, τον Θόαντα, τον Ινοπίονα, τον Στάφυλο και τον Πεπάρηθο.
Ελληνιστικοί χρόνοι
Κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων (τέλη 4ου -1ος αι.π.Χ.), η Σκόπελος γίνεται πολλές φορές επίκεντρο στους αγώνες μεταξύ των Διαδόχων καθώς και στη διαμάχη μεταξύ Ρωμαίων και Μακεδόνων.
Στους υστεροκλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, η Πεπάρηθος κόβει χάλκινα νομίσματα και φαίνεται ότι το εμπόριο του κρασιού , ο περίφημος πεπαρήθιος οίνος- εξακολουθεί να ακμάζει.
Αναφορά στο κρασί της Σκοπέλου υπάρχει σε διάφορες πηγές των αρχαίων χρόνων και μάλιστα ο Αριστοτέλης αναφέρεται στο περίφημο «Πεπαρήθιο οίνο» ως φημισμένο και αφροδισιακό κρασί.
Στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, αξίζει να σημειωθεί ότι χτίστηκαν ναοί και οχυρώσεις σε διάφορα σημεία του νησιού, από τα οποία σώζονται σημαντικά ερείπια.
Το 146 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατακτούν τον ελλαδικό χώρο. Κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, η Πεπάρηθος φαίνεται ότι διατήρησε κάποια αυτοτέλεια, όπως μαρτυρούν τα χάλκινα νομίσματα που κόπηκαν εκείνη την περίοδο. Στις αρχαίες πηγές της εποχής πάντως, γίνεται ελάχιστη αναφορά στο νησί της Σκοπέλου· παρόλα αυτά, το όνομα Σκόπελος εμφανίστηκε πρώτη φορά στους ρωμαϊκούς χρόνους, στα κείμενα του Πτολεμαίου (τον 2ο αιώνα μ. Χ), και πιθανότητα οφείλεται στους πολλούς ύφαλους και σκοπέλους που υπάρχουν γύρω από το νησί.
Βυζαντινοί Χρόνοι
Κατά τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους η Σκόπελος φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας. Το νησί γενικά αναφέρεται ελάχιστα στις πηγές της εποχής.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το νησί κατακτάται από τους Βενετούς και αποτελεί τμήμα του Δουκάτου της Νάξου. Στη συνέχεια πέρασε στον ηγεμονικό οίκο των Γκύζι έως το 1276, χρονολογία κατά την οποία η Σκόπελος επανέρχεται τους κόλπους του Βυζαντίου. Κατά την παλαιολόγεια περίοδο που ακολουθεί, το νησί δέχεται επιδρομές και υφίσταται καταστροφές από διάφορους εισβολείς.
Το 1453 η Σκόπελος καταλαμβάνεται από Ενετούς και μέχρι το 1538 αποφεύγει την τουρκική κατοχή. Υπολείμματα της ενετικής κυριαρχίας σήμερα αποτελούν μερικά οικογενειακά ονόματα, λίγα τοπωνύμια και πολλές λέξεις στο σκοπελίτικο λεξιλόγιο.
Το 1538 μ.Χ. η Σκόπελος καταλαμβάνεται και καταστρέφεται από τον Τούρκο αρχιναύαρχο του οθωμανικού στόλου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και έκτοτε αρχίζει η τουρκική κυριαρχία. Το νησί δεν πρέπει πάντως να ερημώθηκε εντελώς, γιατί λίγο μετά το 1538 παρατηρείται άνθηση στην ανέγερση εκκλησιών.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας η Σκόπελος διατηρεί τα προνόμια που απολάμβανε και επί Ενετών και έχει την τύχη να μην υπάρχει μόνιμος τούρκικος πληθυσμός στο νησί. Περιηγητές που επισκέπτονται τη Σκόπελο από τον 16ο έως τον 19ο αι. μιλούν για μια πόλη πολυάριθμη, με μεγάλη οικονομική ευρωστία. Από τον 18ο αι. άλλωστε υπάρχει αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα των κατοίκων του νησιού.
Από το 1750 οι πρώτοι κλέφτες και αρματολοί άρχισαν να έρχονται στο νησί από τον Όλυμπο, την Χαλκιδική και τη Θεσσαλία. Στην προεπαναστατική Ελλάδα, η Σκόπελος αποτέλεσε το λημέρι των αγωνιστών Νικοτσάρα και Γιάννη Σταθά. Αλλά από το 1810 υπήρχαν διαμάχες μεταξύ των ντόπιων και των αρματολών της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Κατά την διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η Σκόπελος έλαβε ενεργό μέρος στον αγώνα οι καπετάνιοι της Σκοπέλου βοήθησαν τους αδερφούς τους όποτε χρειάστηκε η βοήθεια τους. Όταν η επανάσταση απέτυχε στην Θεσσαλία και τη Μακεδονία, 70.000 ψυχές, άντρες, γυναίκες, παιδιά, εγκαταστάθηκαν πάλι στο νησί καταβεβλημένοι από τις επιδημίες και τη φτώχεια.
Τελικά η Σκόπελος έγινε τμήμα του πρώτου Ελληνικού Κράτους, το 1830, στα όρια του οποίου περιελήφθησαν και οι Βόρειες Σποράδες, όπου και τελείωναν τα βόρεια σύνορα του νεοσύστατου κράτους.
Νεότερη ιστορία
Η κοινωνική διάρθρωση της Σκοπέλου ,που υπήρχε στα χρόνια της τουρκοκρατίας, επηρέασε άμεσα τα ήθη και τα έθιμα και διαμόρφωσε σε ένα βαθμό την ιδιαιτερότητα του λαϊκού της πολιτισμού.
Στο νησί υπήρχε έντονος διαχωρισμός των κοινωνικών τάξεων. Άρχουσα τάξη ήταν οι μεγαλοκτηματίες και οι καραβοκύρηδες του νησιού. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το αποτελούσαν μικροκαλλιεργητές, εργάτες και ναυτικοί.
Η κοινωνική αυτή διάρθρωση δεν άλλαξε μετά την Επανάσταση. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. αλλά και στο πρώτο μισό του 20ου, υπήρξε μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα προς την Αμερική, τη Ρουμανία και τη Ρωσία, λόγω της φτώχειας που μάστιζε τα νησιά των Β. Σποράδων και τη Σκόπελο βέβαια.
Στους Βαλκανικούς αγώνες και στη μικρασιατική εκστρατεία που ακολούθησε και που κατέληξε σε τραγωδία, η Γλώσσα και γενικότερα η περιοχή με τα στρατευμένα παιδιά της, υπήρξε παρούσα και κατέθεσε το δικό της φόρο αίματος. Δεκαπέντε Γλωσσιώτες έχασαν τη ζωή τους στη δεκαετία 1912-1922. Το ίδιο θα συμβεί και στον Ελληνοϊταλικό και Ελληνογερμανικό πόλεμο του 1940 – 1941. Εκτός αυτών που έπεσαν στο μέτωπο ή πέθαναν από τα τραύματα, υπήρξαν και αρκετοί που γύρισαν ανάπηροι στο νησί.
Το 1940, μια τρομερή επιδημία φυλλοξήρας κατέστρεψε για πάντα τα περίφημα αμπέλια του νησιού. Στον πρώτο χρόνο της ιταλογερμανικής κατοχής, η Γλώσσα έγινε καταφύγιο για πολλούς από τους άνδρες του Συμμαχικού Εκστρατευτικού Σώματος, μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα το 1941. Ήταν τα συμμαχικά τμήματα που έπιασαν τα περάσματα του Ολύμπου, προκειμένου να καλύψουν κατά την αποχώρησή τους από τη Μακεδονία, το Συμμαχικό Εκστρατευτικό σώμα.
Οι άνδρες αυτοί, αποκομμένοι εν συνεχεία από τις μονάδες τους και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία, κρύφτηκαν στον Όλυμπο, πέρασαν κατά ομάδες στο Πήλιο και από εκεί κατέφυγαν στις Σποράδες, όπου πίστευαν ότι θα βρουν τρόπο να περάσουν στα τουρκικά παράλια και στη συνέχεια στη Μέση Ανατολή. Αυτοί οι άνδρες βρήκαν κατ΄ αρχήν στέγη και τροφή που τους προσέφεραν απλόχερα οι κάτοικοι, και κατόπιν έπρεπε να βρεθούν καΐκια για τη μεταφορά τους.
Τους πρώτους που έφτασαν στο Λουτράκι, περίπου εκατό αξιωματικούς και οπλίτες, τους έκρυψαν στα εξοχικά καλύβια και με ένα γλωσσιώτικο καράβι το Αλμπέρτα τους προώθησαν προς την Τουρκία. Όσοι έφταναν στο νησί τους αναλάμβανε μια ομάδα που είχε δημιουργηθεί στη Γλώσσα, για να τους κατανέμει σε διάφορα καλύβια και να τους τροφοδοτεί, για όσο καιρό θα έμεναν στο νησί και στη συνέχεια σε συνεννόηση με τη Σκόπελο και τη Σκιάθο, φρόντιζαν για τη μεταφορά τους.
Το 1965 ο μεγάλος σεισμός επηρέασε πολύ σημαντικά την ζωή των κατοίκων, υπήρξαν σημαντικές ζημιές σε αρκετά ιστορικά κτήρια και μετακινήσεις κατοίκων από το Παλαιό Κλήμα στο Νέο Κλήμα.
Από τη δεκαετία του ‘80 κυρίως και μετά, αρχίζει η τουριστική ανάπτυξη της Σκοπέλου. Νέοι άνθρωποι παρακινήθηκαν στο να μείνουν στο νησί και πολλοί άλλοι να επιστρέψουν από τα αστικά κέντρα και το εξωτερικό, ιδιαίτερα μάλιστα τους καλοκαιρινούς μήνες.