Από την Πρωτοελλαδική εποχή μέχρι και τον 17ο αιώνα
Οι Σπέτσες, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, πρωτοκατοικήθηκαν από την Πρωτοελλαδική εποχή, δηλαδή περίπου από το 2.300π.Χ. Μαζί με τα ευρήματα της Πρωτοελλαδικής εποχής βρίσκονται και άλλα των Μυκηναϊκών χρόνων και κατόπιν των πρώτων Βυζαντινών αιώνων.
Ανέκαθεν οι Σπέτσες χρησιμοποιούνταν σαν σταθμός ανεφοδιασμού των πλοίων που κατευθύνονταν προς τις Πελοποννησιακές ακτές. Από το 1200 μέχρι 1460 οι Σπέτσες υπάγονται στους Ενετούς, τους οποίους διαδέχονται οι Τούρκοι
Τον 15ο αιώνα ο πληθυσμός των Σπετσών αποτελείτο κυρίως από Χριστιανούς Αρβανίτες.
Τον 17ο αιώνα ο πληθυσμός του νησιού αυξήθηκε από πλήθος κόσμου που προέρχονταν από τις Πελοποννησιακές περιοχές της Τσακωνίας (Λεωνίδιο – Τυρός), Κυνουρίας, Αργολίδας και την Ερμιονίδα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο αρχικός μεσαιωνικός συνοικισμός των Σπετσών ήταν κτισμένος στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, στην σημερινή περιοχή «Καστέλλι» που θα πει νησιώτικο κάστρο. Ο συνοικισμός ήταν περιτειχισμένος και είχε την ακρόπολη στο λόφο όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός του Αγίου Βασιλείου.
Το 1769 οι Σπέτσες συμμετείχαν στην επανάσταση της Πελοποννήσου, γνωστή ως “Ορλωφικά” και για το λόγο αυτό η πόλη τους καταστράφηκε ολοκληρωτικά στο τέλος του 1770 από τους Τούρκους.
Οι Σπετσιώτες τότε διέφυγαν στις απέναντι περιοχές της Πελοποννήσου, μέχρι το 1774 που πήραν αμνηστία από τους Τούρκους και επέστρεψαν στο νησί, κοντά στην περιοχή της παραλίας της Μπάλτιζας (Παλιό Λιμάνι) και άρχισαν να ασχολούνται με τη ναυτιλία και το θαλάσσιο εμπόριο.
Το 1790 βοήθησαν τον Λάμπρο Κατσώνη και πάλι για το λόγο αυτό υπέστησαν μεγάλες διώξεις από τους Τούρκους.
Τα Προεπαναστατικά χρόνια
Η χρυσή εποχή του νησιού αρχίζει τον 18ο αιώνα και επεκτείνεται στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Την εποχή αυτή σημαντικότατη ανάπτυξη σημείωσε η Ναυτιλία, ναυπηγώντας εκτός των άλλων “Λατινάδικα”, “σαχτούρια”, αλλά και μεγαλύτερα πλοία που έπλεαν σε όλη την Μεσόγειο, μέχρι και την Μαύρη Θάλασσα. Αυτός ήταν ένας σημαντικότατος παράγοντας, για τον οποίο συγκροτήθηκε ισχυρότατος στόλος που διατηρήθηκε μέχρι το 1854.
Το νησί αποκτά μεγάλη Ναυτική και Εμπορική ισχύ και εκμεταλλεύεται πλήρως τη Γαλλική επανάσταση και το Γάλλο-Ισπανικό πόλεμο, σπάζοντας πολλές φορές μεταφέροντας σιτηρά τον αποκλεισμό των λιμανιών της Μεσογείου που είχαν επιβάλει οι Άγγλοι. Η Οικονομική ανάπτυξη των Σπετσών, λόγων των κερδών που αποκόμισαν, ήταν τεράστια για εκείνη την εποχή και οι Σπέτσες ήταν έτοιμες για να προσφέρουν πολύτιμη βοήθειά στον αγώνα της Επανάστασης του 1821 και την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό.
Η συμμετοχή των Σπετσών στην Επανάσταση του 1821
Όταν άρχισε η Επανάσταση του 1821, οι Σπέτσες ήταν το πρώτο από τα τρία μεγάλα ναυτικά νησιά (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά), που ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης, στις 3 Απριλίου του 1821 μετά τη Δοξολογία στον Ναό του Αγίου Νικολάου.
Συγκρότησαν τοπική διοίκηση και αποφάσισαν να γνωστοποιήσουν τα γεγονότα στην Ύδρα, τα Ψαρά και σε όλα τα μέρη με τα οποία οι Σπέτσες βρίσκονταν σε επικοινωνία.
Ταυτόχρονα ο Σπετσιώτικος στόλος ανέλαβε και πέτυχε τον αποκλεισμό δύο σπουδαίων φρουρίων της πελοποννησιακής ακτής της Μονεμβασιάς, υπό την αρχηγία του Γ. Πάνου και του Ναυπλίου με αρχηγό τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.
Τα κάστρα αυτά ήταν πραγματικά απόρθητα στις επιθέσεις από ξηρά. Ο μόνος τρόπος για να “πέσουν” ήταν ο θαλάσσιος αποκλεισμός ώστε να σταματήσει η τροφοδοσία τους από τα τουρκικά και συμμαχικά προς αυτούς πλοία.
Με τις ενέργειες αυτές των Σπετσιωτών επιταχύνεται η προσχώρηση στην Επανάσταση της Ύδρας και των Ψαρών. Συγχρόνως ο στόλος των Σπετσών βύθισε και κυρίεψε τουρκικά πλοία στο Αιγαίο και ενίσχυσε τον αγώνα του Έθνους με τον αποκλεισμό λιμανιών και τη μεταφορά εφοδίων.
Τον Ιούλιο του 1821, Σπετσιώτικα πλοία καταναυμάχησαν κοντά στη Σάμο και πυρπόλησαν μέρος του τουρκικού στόλου και λίγο αργότερα κατόρθωσαν να αποκρούσουν ισχυρό τουρκικό στόλο στον όρμο των Κιτριών της Μάνης.
Στις 23 Ιουλίου του 1821 παραδόθηκε η Μονεμβασιά ύστερα από 4μηνη πολιορκία κατά την οποία οι Σπετσιώτες αγωνίστηκαν ηρωικά.
Και στην άλωση της Τριπολιτσάς οι Σπετσιώτες έπαιξαν επίσης σπουδαίο ρόλο. Έλαβαν μέρος από την αρχή στην πολιορκία της πόλεως και κατά την ημέρα της Άλωσης – 23 Σεπτεμβρίου του 1821 – οι Σπετσιώτες πρώτοι από όλους τους Έλληνες πολιορκητές έφτασαν στα τείχη της πόλης.
Μετά την καταστροφή του Δράμαλη από τον Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια ο αγώνας για τους Τούρκους στην Πελοπόννησο είχε κριθεί. Ελάχιστα ήταν τα φρούρια που πρόβαλλαν αντίσταση και μεταξύ αυτών το περίφημο φρούριο του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο. Το φρούριο αυτό το πολιορκούσε από τη ξηρά ο Δημήτρης Υψηλάντης και από τη θάλασσα η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα με τους Σπετσιώτες να δείχνουν γενναιότητα, αυτοθυσία και να προσπαθούν με τις βάρκες τους και κάτω από καταιγισμό κανονιοβολισμών να αποβιβαστούν και να καταλάβουν το απόρθητο κάστρο.
Ο Τουρκικός στόλος σε μια ύστατη προσπάθεια να ανεφοδιάσει το Ναύπλιο έπλευσε προς τον Αργολικό Κόλπο με σχέδιο να επιτεθεί πρώτα εναντίον των Σπετσών και ύστερα κατά της Ύδρας.
Ο Μέξης ανέλαβε την άμυνα του νησιού μαζί με τα παιδιά του, τους συγγενείς του και 30 άλλους Σπετσιώτες πολεμιστές στήνοντας στο νησί τρία κανονιοστάσια και φροντίζοντας να απομακρύνει τα γυναικόπαιδα από το νησί, μεταφέροντας τα στην Ύδρα, που θεωρούνταν δυσπρόσιτη εξαιτίας του απόκρημνου εδάφους της.
Στις 8 Σεπτεμβρίου τα εχθρικά πλοία εμφανίστηκαν μπροστά από τις Σπέτσες και συγκεκριμένα στην περιοχή ανάμεσα στα νησιά Τρίκερι και Σπετσοπούλα.
Ο άνεμος που ήταν βορειοανατολικός την ημέρα εκείνη ευνοούσε τον εχθρικό στόλο και ο Ελληνικός στόλος αποτελούμενος από Σπετσιώτικα, Υδραίικα και Ψαριανά πλοία με αρχηγό τον Ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη, θέλησε να κινηθεί προς το μυχό του Αργολικού κόλπου σε μια προσπάθεια να παρασύρει εκεί τα εχθρικά πλοία και να τα καταναυμαχήσει.
Ο Μιαούλης ύψωσε και το σχετικό σήμα, ώστε ο στόλος να τον ακολουθήσει. Την ίδια στιγμή όμως οι Σπέτσες έμεναν ανυπεράσπιστες. Τότε οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι Ι. Τσούπας, Δ. Λάμπρου και Ι. Κούτσης μαζί με τον Υδραίο πλοίαρχο Α. Κριεζή δεν υπάκουσαν στις διαταγές του ναύαρχου Μιαούλη και επιτέθηκαν στους Τούρκους αν και η υπεροχή του τουρκικού στόλου σε αριθμό, μέγεθος και οπλισμό ήταν μεγάλη. Λίγο αργότερα και άλλοι Σπετσιώτες πλοίαρχοι ενώθηκαν με τους πρώτους στην προσπάθεια να απωθήσουν τον εχθρό και παρά τον αντίθετο άνεμο, κατέφθασαν και άλλα Ελληνικά πλοία.
Η ναυμαχία συνεχίστηκε μέχρι τις απογευματινές ώρες και ο θόρυβος από τις εκπυρσοκροτήσεις των πυροβόλων των 140 και πλέον πλοίων που έπαιρναν μέρος στη ναυμαχία ήταν τόσο μεγάλος, ώστε σειόταν το έδαφος της Ύδρας. Ο χώρος μεταξύ Ύδρας και Σπετσών είχε καλυφτεί με τόσο καπνό ώστε οι Υδραίοι νόμισαν πως καιγόντουσαν οι Σπέτσες. Η στιγμή ήταν πολύ κρίσιμη και η χρήση των πυρπολικών ήταν δύσκολη λόγω του πυκνού καπνού που κάλυπτε τα πάντα, αν και ο Υδραίος πυρπολητής Πιπίνος είχε ήδη χρησιμοποιήσει με επιτυχία το πυρπολικό του πάνω σε ένα αλγερινό βρίκι.
Την στιγμή αυτή εμφανίζεται ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης, ατρόμητος, αποφασιστικός και με το μαχαίρι στο χέρι πηδάει στη πρύμνη του πυρπολικού του παρασύρει με το θάρρος του το πλήρωμά του και μέσα σε πανδαιμόνιο κανονιοβολισμών εφορμά στο κέντρο του τουρκικού σχηματισμού με στόχο την ανάφλεξη της τουρκικής ναυαρχίδας.
Η τουρκική ναυαρχίδα αναφλέγεται και καταποντίζεται – όπως αναφέρει η παράδοση – μπροστά στο λιμάνι. Οι Τούρκοι εκπλήσσονται από το θάρρος και την παράτολμη αυτή ενέργεια και αρχίζουν να υποχωρούν και έτσι ο τουρκικός στόλος λίγο αργότερα αφήνει τον Αργολικό Κόλπο.
Τον Ιούλιο του 1822 ο Σπετσιώτικος στόλος στάλθηκε στη Σούδα της Κρήτης εναντίον μοίρας του αιγυπτιακού στόλου, τον οποίο κατεδίωξε μέχρι τον Ελλήσποντο. Τον ίδιο χρόνο κατόρθωσαν να αποκρούσουν επίθεση του τουρκικού στόλου στο νησί τους.
Λόγω της έλλειψης ανεφοδιασμού, το Ναύπλιο παραδίδεται στους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822.
Τα επόμενα χρόνια οι Σπετσιώτες συνεχίζουν ακατάπαυστα τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδος μέχρι την άφιξη του Καποδίστρια (1828). Διαπρέπουν κυρίως στις ναυμαχίες της Σάμου, Κω, Γέροντα και στον αγώνα της κατά θάλασσα στήριξης του στενά πολιορκούμενου Μεσολογγίου.
Οι Μεταεπαναστατικοί χρόνοι
Μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 το νησί βρίσκεται για κάμποσα ακόμα χρόνια σε ακμή.
Με τον ερχομό του 20ου αιώνα οι Σπέτσες αρχίζουν να παρακμάζουν και πολλοί Σπετσιώτες αναγκάζονται να το εγκαταλείψουν και να ξενιτευτούν.
Αυτήν την περίοδο, παρά τις δυσκολίες, μια προσωπικότητα έβαλε με τα έργα της γερές βάσεις για την μετέπειτα πολιτιστική και πνευματική ανάπτυξη του νησιού. Ο Σωτήριος Ανάργυρος πρώτος συνέλαβε έγκαιρα τις ανακατατάξεις που θα επέρχονταν και με προσωπική του παρέμβαση δημιούργησε έργα που σφράγισαν για πάντα τη σύγχρονη ιστορία των Σπετσών.
Έτσι πήρε έγκαιρα μέτρα οικολογικής προστασίας του περίφημου πευκοδάσους των Σπετσών αγοράζοντας και αναδασώνοντας τεράστιες εκτάσεις με σκοπό όπως ανέφερε να το προστατέψει από την αλόγιστη υλοτόμηση και την επερχόμενη οικιστική δόμηση πετυχαίνοντας να είναι το φυσικό κόσμημα του νησιού.
Επίσης δημιούργησε πρώτος την υποδομή για την τουριστική ανάπτυξη του νησιού, ανοίγοντας περιφερειακούς δρόμους και κατασκευάζοντας το ξενοδοχείο “Ποσειδώνιο” καθιστώντας τις Σπέτσες παραθεριστικό κέντρο ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων. Βασιλιάδες, Πρίγκιπες, Πρωθυπουργοί και εξέχουσες προσωπικότητες από όλο τον κόσμο βρίσκονταν κάθε καλοκαίρι φιλοξενούμενοι του εξαίσιου αυτού ξενοδοχείου.
Από το 1928 όταν οι Σπέτσες αποτέλεσαν μόνιμο αγκυροβόλιο του Αγγλικού στόλου, στην πελατεία του ξενοδοχείου προστέθηκαν και αξιωματικοί του Αγγλικού ναυτικού, δίνοντας του έτσι μεγαλύτερη αίγλη.
Τέλος οικοδόμησε και ίδρυσε στον τομέα της εκπαίδευσης ένα πρότυπο κολλέγιο, από τα καλύτερα της Ευρώπης, την Αναργύρειο – Κοργιαλένειο Σχολή, που αποτελούσε και έμπνευση του Ελ. Βενιζέλου, προσωπικού του φίλου. Η Σχολή διαπαιδαγώγησε πλήθος λογίων καλλιτεχνών, επιστημόνων και πολιτικών, Ελλήνων, όχι μόνο του Ελλαδικού χώρου αλλά και της διασποράς.
Οι δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι
Οι Σπέτσες είχαν τον φόρο τιμής να δώσουν και στους δύο Παγκοσμίους πολέμους πολλούς αξιωματικούς και ναυτοδιόπους, που πολέμησαν και θυσιάστηκαν πολλοί από αυτούς για τα ιδανικά της πατρίδας, από τα Δαρδανέλια στον πρώτο Παγκόσμιο, μέχρι και τη Μέση Ανατολή στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τιμώμενοι κάποιοι εξ’ αυτών ακόμα και με το Σταυρό του Έθνους για επιχειρήσεις στην Μεσόγειο, στον Ατλαντικό, ακόμα και στον Ινδικό Ωκεανό.
Οι Νεότεροι χρόνοι
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, οι Σπέτσες αρχίζουν να ξεπερνούν σιγά-σιγά τα χρόνια της παρακμής και να αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς, εξαιτίας του τουριστικού κύματος που άρχισε να κατακλύζει την Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά, διατηρώντας όμως τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα.
Οι Σπέτσες αποτελούν σήμερα ένα από τα κορυφαία νησιά στην προτίμηση Ελλήνων και ξένων επισκεπτών από όλο τον κόσμο και έτσι κάθε χρόνο δέχεται χιλιάδες επισκέψεις, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, της Ιστορίας του νησιού, των πανέμορφων παραλιών, της καταγάλανης θάλασσας, των Ιστορικών μουσείων, των παλιών Αρχοντικών και του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα που έχει διατηρήσει.
Η αναπαράσταση της πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας κατά τη Ναυμαχία των Σπετσών, το πρώτο 15θήμερο του Σεπτεμβρίου, συγκεντρώνει δεκάδες χιλιάδες επισκεπτών και ολοκληρώνει τις δραστηριότητες της καλοκαιρινής περιόδου.