Η Γεωμετρική Περίοδος Α’

Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α’

Γενικά

Η Γεωμετρική Εποχή είναι μία περίοδος της αρχαίας Ελληνικής ιστορίας που διαρκεί περίπου από το 1100 π.Χ. έως το 700 π.Χ. Η περίοδος, λοιπόν, από τον ΙΒ’ ως τον Η’ αιώνα είναι μία περίοδος μεταβατική, κατά την οποία συνέβησαν εξελίξεις, συντελουμένων των οποίων βρίσκουμε μία διαμορφωμένη κατάσταση στην έναρξη της Αρχαϊκής Εποχής. Η περίοδος αυτή πέρα από ”Σκοτεινοί Αιώνες”, είναι γνωστή και με άλλες ονομασίες, όπως Ομηρική Εποχή, Γεωμετρική Εποχή, λόγω των αλλαγών που σημειώνονται περί το 1050 π.Χ. στην τεχνοτροπία της κεραμικής, ή Εποχή του Σιδήρου, καθώς από το 1100 π.Χ. και εξής γενικεύεται η χρήση του υλικού αυτού για την κατασκευή όπλων ή σκευών.

Η καταστροφή των Μυκηναϊκών ανακτόρων το 1200 π.Χ., δε σήμανε το απότομο τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού, αλλά την απαρχή μίας προϊούσας παρακμής που διήρκεσε ολόκληρο το ΙΒ’ αιώνα. Η έναρξη της πρώτης μεταμυκηναϊκής περιόδου της αρχαίας Ελληνικής ιστορίας, γνωστής ως ”σκοτεινοί αιώνες”, σηματοδοτείται από την ευρεία χρήση του σιδήρου και την αλλαγή στην τεχνοτροπία της κεραμικής, γεγονότα που τοποθετούνται περί το 1100 – 1050 π.Χ., οπότε τελειώνει και η υπομυκηναϊκή φάση. Για την περίοδο αυτή, από το 1200 π.Χ. και εξής, δεν υπάρχουν γραπτές πηγές. Από ιστορικής άποψης, λοιπόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζεται το γεγονός της επανεμφάνισης γραπτών πηγών.

 

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

Σκοτεινοί Χρόνοι

  • Πρώιμοι Σκοτεινοί χρόνοι (Υπομυκηναϊκή περίοδος): 1100-1050 π.Χ.
  • Ύστεροι Σκοτεινοί χρόνοι (Πρωτογεωμετρική περίοδος): 1050-900 π.Χ.

 

Μολονότι πρόσφατες έρευνες έχουν αρχίσει να ανατρέπουν την εντύπωση των λεγόμενων «Σκοτεινών Χρόνων», η γενική εικόνα της περιόδου, ιδιαίτερα κατά τον 11o και εν μέρει το 10ο αιώνα π.Χ. (δηλαδή κατά τη λεγόμενη “Προγεωμετρική περίοδο”), είναι μια εικόνα ένδειας, με λιγοστές εμπορικές επαφές και καλλιτεχνική έκφραση που περιορίζεται στο επίπεδο της αυστηρά γεωμετρικής διακόσμησης των αγγείων, της ειδωλοπλαστικής σε πηλό και της κατασκευής μικρών χάλκινων ειδωλίων και σπανιότερα χρυσών κοσμημάτων.

Ωστόσο, είναι σε αυτήν ακριβώς την περίοδο που λαμβάνουν χώρα εξελίξεις κομβικής σημασίας για τη μετέπειτα Ελληνική ιστορία, όπως η παγίωση της φυλετικής σύνθεσης του πληθυσμού στον Αιγαιακό χώρο, ο Α’ αποικισμός των νησιών και των ακτών της Μικράς Ασίας, η εμφάνιση του πολιτικού μορφώματος της πόλης και η ίδρυση των πρώτων μεγάλων υπαίθριων ιερών.

 

Γεωμετρική Περίοδος

  • Πρώιμη Γεωμετρική περίοδος: 900 – 850 π.Χ.
  • Μέση Γεωμετρική περίοδος: 850 – 760 π.Χ.
  • Ύστερη Γεωμετρική περίοδος: 760 – 700 π.Χ.

 

Η κατάρρευση του Μυκηναϊκού κόσμου σήμανε την αρχή μιας περιόδου αβεβαιότητας και αλλαγών στο χώρο του Αιγαίου. Πολλές δεξιότητες φαίνεται ότι χάθηκαν, ανάμεσά τους η γραφή, η ζωγραφική, η λιθοτεχνία και η μνημειακή αρχιτεκτονική, ενώ σημειώθηκαν ριζικές αλλαγές και στον τομέα των ταφικών εθίμων με την εμφάνιση της καύσης των νεκρών. Αρχαιολογικά ευρήματα και φιλολογικές μαρτυρίες τοποθετούν στους πρώτους αιώνες της περιόδου αυτής μετακινήσεις πληθυσμιακών ομάδων, ανάμεσά τους και την περίφημη «Κάθοδο των Δωριέων», στην κεντρική Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Αναμφίβολα, ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις έπαιξαν οι αλλαγές που επέφερε στην πολεμική τακτική η χρήση του σιδήρου για την κατασκευή όπλων.

Από τον 9ο αιώνα π.Χ. αρχίζουν να βελτιώνονται οι συνθήκες ζωής και να αυξάνεται ο πληθυσμός. Η τέχνη αναπτύσσεται με γοργότερους ρυθμούς, ενώ αρχίζουν να χρησιμοποιούνται ξανά οι παλιοί θαλάσσιοι δρόμοι επικοινωνίας. Ευβοείς και Κυκλαδίτες, αρχικά, Αθηναίοι, Αργείτες, Ρόδιοι και Κορίνθιοι, στη συνέχεια, δραστηριοποιούνται εμπορικά στο Αιγαίο και την Κύπρο, ενώ την ίδια περίοδο Κύπριοι και Φοίνικες έμποροι φέρνουν τα προϊόντα τους στα Αιγαιοπελαγίτικα λιμάνια και την Κρήτη. Οι επαφές αυτές δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του Φοινικικού αλφαβήτου στην Ελλάδα, εξέλιξη που τοποθετείται το αργότερο γύρω στο 800 π.Χ., αφού οι πρωιμότερες επιγραφές σε Ελληνικό αλφάβητο χρονολογούνται γύρω στο 780 – 770 π.Χ.

Λίγο αργότερα, πιθανότατα στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ., καταγράφονται για πρώτη φορά και τα ομηρικά έπη. Τις πρώτες δεκαετίες του 8ου αιώνα π.Χ. συμβαίνουν δύο ακόμη γεγονότα μείζονος ιστορικής σημασίας: η έναρξη του Β’ αποικισμού της Δύσης (Πιθηκούσσες, Κεντρική και Κάτω Ιταλία, Σικελία), που έμελλε να διευρύνει τους ορίζοντες του Ελληνικού κόσμου και πάλι πέρα από τα όρια του Αιγαίου και η έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων το 776 π.Χ., που σηματοδοτεί τη μετεξέλιξη των μεγάλων υπαίθριων ιερών σε θρησκευτικά, αλλά και πολιτικά κέντρα πανελλήνιας εμβέλειας.

 

ΤΟ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ

Κατά τη μετάβαση από τους Μυκηναϊκούς στους σκοτεινούς χρόνους, η Μυκηναϊκή παράδοση όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε, αλλά διατηρήθηκε σε αρκετούς τομείς της ζωής. Κατ’ αρχήν, πολλοί οικισμοί των ιστορικών χρόνων ιδρύθηκαν πάνω ή δίπλα σε Μυκηναϊκές θέσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις παρατηρείται ένα χρονικό κενό στα αρχαιολογικά δεδομένα, με εξαίρεση το νεκροταφείο του Κεραμεικού όπου ανασκάφηκε μια αδιάσπαστη σειρά Υπομυκηναϊκών τάφων. Στην Αττική και την Κρήτη υπήρξε συνέχεια στην εξέλιξη της αγγειογραφίας κατά τους Σκοτεινούς χρόνους, με τη δημιουργία δύο διαφορετικών κεραμικών ρυθμών που αποτελούσαν συνέχεια του Μυκηναϊκού και του Μινωικού αντίστοιχα.

Σε πολλά Μυκηναϊκά και Μινωικά ιερά δε διακόπηκε η λατρεία, γεγονός που πιστοποιείται από τα αναθήματα που παρουσιάζουν άρρηκτη συνέχεια. Σε μερικές περιοχές ιδρύθηκαν για πρώτη φορά ιερά όπου λατρεύονταν τοπικοί μυθικοί ήρωες, όπως ο Ακάδημος στην Αθήνα και ο Οδυσσέας στην Ιθάκη. Η σύνθεση των Ομηρικών Επών οδήγησε σε μια γενική αφύπνιση του ενδιαφέροντος για το Μυκηναϊκό παρελθόν. Ως εκδηλώσεις αυτής της τάσης θεωρούνται οι ηρωικές λατρείες που πιστοποιούνται από την ανάθεση προσφορών σε τάφους και οι πλούσιες “ηρωικές” ταφές στη Σαλαμίνα της Κύπρου.

Τα ίδια τα έπη συνέβαλαν τα μέγιστα ώστε να γίνει κοινό κτήμα των Ελλήνων η ανάμνηση της Μυκηναϊκής εποχής, που ως τότε είχε διατηρηθεί μέσω της προφορικής παράδοσης. Επιπλέον, διέσωσαν λέξεις και τύπους της γλώσσας, καθώς και πολιτειακούς και θρησκευτικούς θεσμούς των Μυκηναϊκών χρόνων που επιβίωσαν με διαφορετικό περιεχόμενο και στους ιστορικούς χρόνους, όπως για παράδειγμα αυτός της βασιλείας. Τέλος, την ίδια εποχή σημειώθηκε αύξηση των εικονιστικών παραστάσεων στην αγγειογραφία κυρίως της Αττικής και πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι αποδίδουν μυθολογικές σκηνές του Τρωικού κύκλου.

 

ΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Η περίοδος που ακολούθησε την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού στην Ελλάδα είναι γνωστή ως Σκοτεινοί Χρόνοι ή Ελληνικός Μεσαίωνας. Η επιλογή του όρου “Ελληνικός Μεσαίωνας” είναι ενδεικτική της μεγάλης ρήξης με το Μυκηναϊκό παρελθόν που σημειώθηκε στους αιώνες μεταξύ του 1050 και 900 π.Χ. Η παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού ξεκίνησε σταδιακά από τα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Γύρω στο 1200 π.Χ. μαρτυρούνται, αρχαιολογικά, καταστροφές στα μεγάλα κέντρα της Πελοποννήσου και της κυρίως Ελλάδας, με συνέπεια να ξεκινήσει κύμα μεταναστεύσεων προς τα παράλια της Μικράς Ασίας και εσωτερικών μετακινήσεων προς τη δυτική Ελλάδα.

Οι αναστατώσεις αυτές προκάλεσαν τη συρρίκνωση του πληθυσμού στην ενδοχώρα. Η ολοκληρωτική καταστροφή των ανακτόρων στα χρόνια μεταξύ του 1150 – 1050 π.Χ. σηματοδότησε το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, αφού οδήγησε στην οριστική κατάλυση των βασικών πολιτικών και οικονομικών δομών της. Η μετάβαση στη νέα εποχή συνοδεύτηκε από τόσο έντονες αλλαγές, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, ώστε οι Έλληνες των ιστορικών χρόνων -που είχαν διατηρήσει την ανάμνηση του παρελθόντος- συνέδεσαν το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού με την “Κάθοδο των Δωριέων”.

Κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. εισήχθη μεν στην Ελλάδα η χρήση του σιδήρου καθώς και νέα ταφικά έθιμα, αλλά δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία που να αποδίδουν τις αλλαγές αυτές στην εμφάνιση ενός νέου φύλου. Σύμφωνα πάντως με την ίδια παράδοση, τη “Δωρική κατάκτηση” ακολούθησε η “Ιωνική μετανάστευση”, δηλαδή η μετακίνηση μεγάλου μέρους των αυτόχθονων κατοίκων της κυρίως Ελλάδας προς το Αιγαίο και τη Μικρά Ασία, γεγονός που επιβεβαιώνεται ως ένα βαθμό και από την κατανομή των γλωσσικών ιδιωμάτων στις περιοχές αυτές.

Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για τα αίτια της πτώσης του Μυκηναϊκού πολιτισμού, ενώ η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την περίοδο που ακολούθησε είναι μάλλον αδύνατη, λόγω της έλλειψης γραπτών πηγών. Η Ελλάδα των Σκοτεινών χρόνων παρουσίαζε μια εικόνα φτώχειας και απομόνωσης σε σύγκριση με την προηγούμενη εποχή, που όμως δεν ήταν ομοιόμορφη για όλες τις περιοχές και κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου. Η Αθήνα και η Κρήτη για παράδειγμα φαίνεται ότι επηρεάστηκαν λιγότερο από τις συνθήκες αυτές. Είναι σίγουρο πάντως ότι η γνώση της γραφής χάθηκε, καθώς και το ενδιαφέρον για την εικονιστική τέχνη.

Οι οικισμοί και τα ιερά κατασκευάζονταν από ευτελή υλικά και έχουν αφήσει ελάχιστα υλικά κατάλοιπα. Μόνο η κεραμική παρουσίαζε αδιάσπαστη συνέχεια με το Μυκηναϊκό παρελθόν, με τη δημιουργία ενός απλουστευμένου εικονογραφικού ρυθμού, του λεγόμενου “Υπομυκηναϊκού”. Παρά την έλλειψη επαρκών στοιχείων πάντως, είναι σίγουρο πως τα χρόνια αυτά ήταν περίοδος επώασης του γεωμετρικού πολιτισμού που αναδύθηκε από την Ελλάδα των Σκοτεινών χρόνων. Ήδη τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης άρχισαν να διαφαίνονται από τα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ., εποχή σταδιακής αποκατάστασης των εμπορικών σχέσεων με την Ανατολή.

 

Ιστορικό Πλαίσιο

Η σταδιακή κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού, που την τοποθετούμε με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα ανάμεσα στο τέλος του 13ου και το τέλος του 12ου αιώνα π.Χ., είναι σημαντικό ιστορικό ορόσημο για την Ελλάδα. Σημασία έχει ακόμη η διαπίστωση ότι στους επόμενους αιώνες, τον 11ο και τον 10ο, σημειώνεται στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής μια σημαντική τεχνολογική αλλαγή: εξαπλώνεται η τεχνική κατεργασίας του σιδήρου και το νέο αυτό μέταλλο υποκαθιστά τον χαλκό σε διάφορες χρήσεις, όπως η κατασκευή όπλων και εργαλείων. Με αυτή την εξέλιξη η ανθρώπινη ιστορία περνάει από την Εποχή του Χαλκού στην Εποχή του Σιδήρου.

Παράλληλα, στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου σημειώνονται πολεμικές επιδρομές και μετακινήσεις πληθυσμών και συντελούνται κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Στην Ελλάδα η αρχή του τέλους της Μυκηναϊκής εποχής σηματοδοτείται από την εγκατάλειψη των κτιριακών συγκροτημάτων που ονομάζουμε ανάκτορα, που ήταν χτισμένα σε οχυρωμένες ακροπόλεις με τα λεγόμενα ”Κυκλώπεια τείχη” από εκεί ένας ηγεμόνας που λεγόταν ἄναξ, πλαισιωμένος από αξιωματούχους, ήλεγχε οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά μια ευρύτερη περιοχή (όπως είναι οι κάμποι της Αργολίδας και της Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο, της Κωπαΐδας στη Βοιωτία ή η κοιλάδα του Ευρώτα στη Λακωνία).

Η αλλαγή του τρόπου διακυβέρνησης, όποια και αν ήταν η αιτία που την προκάλεσε, δημιούργησε χωρίς αμφιβολία νέα πολιτικά δεδομένα και οδήγησε σε μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση, η οποία, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που δεν μας είναι επαρκώς γνωστοί, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη γέννηση ενός νέου πολιτισμού. Τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν πράγματι ότι, με την πάροδο του χρόνου, στη θέση του Μυκηναϊκού πολιτισμού διαμορφώνεται ένας νέος, με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα στην τέχνη οι αλλαγές είναι, όπως θα δούμε, σημαντικές. Τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, από τα πιο απλά ως τα πιο πολυτελή, τα σπίτια όπου κατοικούσαν, οι χώροι λατρείας έχουν ελάχιστες ομοιότητες με εκείνα της προηγούμενης περιόδου.

Η εξήγηση δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με την πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική αλλαγή για την οποία μιλήσαμε. Αλλά η αιτία που προκάλεσε την ανατροπή του συγκεντρωτικού διοικητικού συστήματος το οποίο είχε αναπτυχθεί στα μυκηναϊκά ανάκτορα παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Η απουσία αξιόπιστων ιστορικών μαρτυριών οδήγησε στη διατύπωση υποθέσεων που, παρά το ενδιαφέρον τους, δεν προσφέρουν ικανοποιητική εξήγηση. Ανεξάρτητα πάντως από τις αβεβαιότητες που παραμένουν οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το τέλος του Μυκηναϊκού κόσμου συμπίπτει χρονικά (και ενδεχομένως συνδέεται) με σημαντικές εξελίξεις και ανακατατάξεις που εκδηλώνονται στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.

Γνωρίζουμε πράγματι ότι την ίδια περίπου εποχή η Αίγυπτος συνταράσσεται από τις επιδρομές των «λαών της θάλασσας», ενώ διαλύεται το ισχυρό κράτος των Χετταίων στην κεντρική Μικρά Ασία. Το ερώτημα «τι ήταν αυτό που προκάλεσε μια τόσο σημαντική πολιτική και πολιτιστική αλλαγή» έκανε αρχικά τους ιστορικούς και τους αρχαιολόγους να σκεφτούν ότι η απάντηση βρίσκεται στην αρχαία παράδοση σχετικά με την Κάθοδο των Δωριέων, ενός νέου Ελληνικού φύλου, το οποίο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, εμφανίστηκε πράγματι στην Ελλάδα στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ.

Η σκέψη αυτή φαίνεται καταρχήν απόλυτα δικαιολογημένη. Οι ίδιοι οι αρχαίοι ήταν πεπεισμένοι ότι η Κάθοδος των Δωριέων ήταν ιστορικό γεγονός και τη συνέδεαν με ένα κύμα ταραχών και μεταναστεύσεων που το τοποθετούσαν στα χρόνια μετά τον Τρωικό Πόλεμο. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει συνολικά την περίοδο που μας απασχολεί ο Θουκυδίδης στην «Αρχαιολογία», στην αρχή της ιστορικής του συγγραφής. Είναι δύσκολο να πούμε πόσο αξιόπιστη μπορεί να θεωρηθεί αυτή η ιστορική αναδρομή του Θουκυδίδη, γιατί μας είναι άγνωστο από πού αντλεί τις πληροφορίες του· υποθέτουμε ότι η κυριότερη πηγή του ήταν η επική ποίηση.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εμφάνιση στην Ελλάδα νέων πληθυσμιακών ομάδων (που μπορούμε να τις ταυτίσουμε με τους Δωριείς) ανάμεσα στον 11ο και τον 8ο αιώνα π.Χ. είναι αναμφισβήτητη. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι αν αυτή η μετακίνηση πληθυσμών ήταν μια από τις αιτίες που προκάλεσαν το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού ή συνέπεια της αποσύνθεσής του. Βέβαιο είναι ότι οι Δωριείς απουσιάζουν από τις παλαιότερες μυθολογικές παραδόσεις καθώς και από τα Ομηρικά Έπη, ενώ η μόνη αναντίρρητη μαρτυρία για την παρουσία τους, η Δωρική διάλεκτος, εμφανίζεται στα ιστορικά χρόνια, μετά τον 8ο αιώνα π.Χ.

Αναπάντητο παραμένει επίσης το ερώτημα κατά πόσο η εγκατάσταση των πληθυσμών αυτών είχε τη μορφή βίαιης εισβολής ή βαθμιαίας και ουσιαστικά ειρηνικής διείσδυσης.Οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι δίνουν συχνά στην εποχή ανάμεσα στο τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού και τον 8ο αιώνα π.Χ. την ονομασία «Σκοτεινοί Αιώνες» εξαιτίας των λίγων σχετικά αρχαιολογικών ευρημάτων και της έλλειψης ιστορικών μαρτυριών. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως στοιχεία που φωτίζουν αρκετά ορισμένες πλευρές της σκοτεινής αυτής περιόδου.

Τα αρχαιολογικά λείψανα μαρτυρούν ότι στο τέλος της 2ης και στην αρχή της 1ης χιλιετίας π.Χ. ο πληθυσμός στην Ελλάδα δεν ήταν μόνο μικρότερος από ό,τι στα χρόνια της ακμής του Μυκηναϊκού πολιτισμού αλλά, το κυριότερο, κατοικούσε διάσπαρτος σε μικρούς οικισμούς, σε σπίτια κατασκευασμένα από φθαρτά υλικά που δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν. Οι εμπορικές ανταλλαγές ήταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, περιορισμένες, όπως δείχνει ανάμεσα στα άλλα και το γεγονός ότι τα πολύτιμα μέταλλα απουσιάζουν σχεδόν εντελώς. Από πολιτική άποψη οι οικισμοί της εποχής αυτής φαίνεται ότι αποτελούσαν, μόνοι τους ή μαζί με άλλους γειτονικούς, ανεξάρτητες και αυτοδιοίκητες κοινότητες.

Επικεφαλής της κάθε κοινότητας πρέπει να ήταν ισχυρές οικογένειες που εξουσίαζαν μικρές σχετικά περιοχές, περίπου σαν τα μεσαιωνικά τιμάρια. Φαίνεται ακόμη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αρχηγοί των οικογενειών αυτών (που μπορούμε να τις ονομάσουμε αριστοκρατικές) συμμαχούσαν μεταξύ τους και επέλεγαν έναν κοινό ανώτερο άρχοντα, που ονομαζόταν βασιλεύς και είχε ταυτόχρονα πολιτικές και θρησκευτικές αρμοδιότητες. Αργότερα το σύστημα που περιγράψαμε έδωσε τη θέση του σε μια συλλογικότερη μορφή διακυβέρνησης, καθώς διευρύνθηκε ο αριθμός των ανθρώπων που συμμετείχαν στα κοινά.

 

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Η μετάβαση της Ελλάδας από τους Σκοτεινούς χρόνους στη Γεωμετρική περίοδο ξεκίνησε στα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ., όταν οι εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή -οι οποίες είχαν διακοπεί μετά την κατάρρευση του Μυκηναϊκού κόσμου- άρχισαν σταδιακά να αποκαθίστανται. Η περίοδος που ακολούθησε -από το 900 ως το 700 π.Χ. περίπου- ονομάζεται συμβατικά “Γεωμετρική” από το γεωμετρικό ρυθμό κεραμικής που αναπτύχθηκε αρχικά στην Αθήνα και διαδόθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Παρόλο που ο ρυθμός της ανάκαμψης δεν ήταν ομοιόμορφος για όλες τις περιοχές, κατά τον 8ο αιώνα σημειώθηκε μια κατακόρυφη άνοδος του βιοτικού επιπέδου σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο.

Η αντίθεση σε σχέση με την πενία των προηγούμενων αιώνων ήταν τόσο έντονη, ώστε η περίοδος αυτή συχνά ονομάζεται “Ελληνική Aναγέννηση”. Τα αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν αξιοσημείωτη αύξηση του πληθυσμού που οδήγησε σε μια σειρά εξελίξεων, οι οποίες υποδηλώνουν και αλλαγή στις κοινωνικές δομές. Tο γεγονός πως τα οικιστικά κατάλοιπα της περιόδου αυτής είναι περισσότερα φανερώνει στροφή του πληθυσμού σε μονιμότερες εγκαταστάσεις. Μεγάλο πρόβλημα αποτελούσε η έλλειψη καλλιεργήσιμης γης που οδήγησε αρχικά σε έριδες μεταξύ γειτονικών πόλεων -ή και των πολιτών της ίδιας πόλης- και είχε σαν αποτέλεσμα την ίδρυση αποικιών στη Μικρά Ασία, τη Δύση και σε μικρότερο βαθμό τη Μαύρη Θάλασσα.

Η επαφή των Ελλήνων με τους λαούς της Ανατολής διευκόλυνε τις μεταξύ τους πολιτιστικές ανταλλαγές, με σημαντικότερη τη γνώση της αλφαβητικής γραφής καθώς και την εκ νέου εισαγωγή τεχνικών που είχαν λησμονηθεί κατά τους Σκοτεινούς χρόνους. Η τέχνη παρουσίασε αξιοσημείωτη άνθηση, καθώς ανανεώθηκε το ενδιαφέρον για την απόδοση εικονιστικών σκηνών στην αγγειογραφία και τη μεταλλοτεχνία. Στα χρόνια αυτά ανάγεται και η σύνθεση των Ομηρικών επών, τα οποία γνώρισαν μεγάλη διάδοση σε όλη την Ελλάδα μετά την ανάκτηση της γνώσης της γραφής. Παράλληλα, η φήμη των μεγάλων πανελλήνιων ιερών εξαπλώθηκε, ενώ το 776 π.Χ. έγιναν κατά την παράδοση οι πρώτοι Ολυμπιακοί Aγώνες.

ΠΡΩΙΜΕΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ

Οι πρώτες επαφές της Ελλάδας με τη Μέση Ανατολή μαρτυρούνται αρχαιολογικά ήδη από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. και συνεχίστηκαν μέχρι το 1050 π.Χ. περίπου, όταν κατέρρευσε το υπερπόντιο Μυκηναϊκό εμπόριο.

Ακολούθησε περίοδος σχετικής αλλά όχι απόλυτης απομόνωσης, κατά την οποία εξαφανίστηκαν ο χαλκός και ο χρυσός που χρησιμοποιούνταν ευρέως στα Μυκηναϊκά χρόνια. Ήδη όμως στα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. διαδόθηκε στην Ελλάδα -πιθανώς μέσω της Κύπρου- η τεχνική της επεξεργασίας του σιδήρου. Οι εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή άρχισαν βαθμιαία να αποκαθίστανται, όπως πιστοποιείται από την Ελληνική κεραμική του 10ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκε στην Τύρο και τα εισηγμένα ανατολικά αντικείμενα στην Κρήτη που χρονολογούνται γύρω στο 900 π.Χ.

Tον επόμενο αιώνα οι Έλληνες έμποροι επανεμφανίστηκαν στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο ακολουθώντας το παράδειγμα των Φοινίκων. Ίδρυσαν μάλιστα εμπορικούς σταθμούς στην Ταρσό της Κιλικίας και την Αλ Μίνα της Συρίας για να διευκολύνουν τις εισαγωγές από την Ανατολή. Στην Ελλάδα εισάγονταν κυρίως μέταλλα και χειροποίητα είδη από μέταλλο και ελεφαντόδοντο με αντάλλαγμα γεωργικά προϊόντα και αγγεία. Σε μερικές περιπτώσεις θεωρείται πιθανή η εγκατάσταση ανατολιτών τεχνιτών και φοινίκων εμπόρων στον ελλαδικό χώρο, κυρίως στα Δωδεκάνησα και την Κρήτη.

Οι επαφές με την Ανατολή κορυφώθηκαν κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. και αργότερα και όπως είναι φυσικό τα εισηγμένα αντικείμενα -τα λεγόμενα orientalia- και οι ντόπιες απομιμήσεις τους άσκησαν μεγάλη επιρροή στην τέχνη, κυρίως στα κοσμήματα και την μεταλλοτεχνία. Στα μέσα του αιώνα εισήχθη στην Ελλάδα το Φοινικικό αλφάβητο, τα “Φοινικήια” γράμματα κατά τον Ηρόδοτο. Στην αγγειογραφία τέλος, ο γεωμετρικός χαρακτήρας διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. όταν στην Αθήνα και την Κόρινθο γεννήθηκαν -κάτω από την επίδραση της ανατολικής τέχνης- δύο διαφορετικοί “ανατολίζοντες” ρυθμοί.

 

Χρήση της Αλφαβητικής Γραφής

Σημαντικό στοιχείο της εποχής που εξετάζουμε είναι η χρήση της αλφαβητικής γραφής, η οποία λάμβανε χώρα ήδη από το πρώτο μισό του Η’ αιώνα, χωρίς να ξέρουμε με ακρίβεια το χρόνο εισαγωγής της, ο οποίος σύμφωνα με διάφορες θεωρίες κυμαίνεται από τον ΙΑ’ ως τον Θ’ αιώνα. Οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό μπορεί να δοθεί μόνο μετά την ανακάλυψη κάποιου νέου στοιχείου. Σύμφωνα με μία άποψη, οι Έλληνες παρέλαβαν την αλφαβητική γραφή από τους Φοίνικες. Πρώτη μαρτυρία του γεγονότος αυτού απαντάται στον Ηρόδοτο, ο οποίος αναφέρεται στα φοινικήια γράμματα. Η πληροφορία αυτή επαναλαμβάνεται από το Διόδωρο το Σικελιώτη στη ”Βιβλιοθήκη” του. Στο Ηροδότειο έργο, παρατηρούμε ότι

  • Ο Ηρόδοτος σχετικοποιεί την πληροφορία που μας μεταφέρει και
  • Αναφέρεται σε μεταβολή των φθόγγων.

Όπως είναι γνωστό, οι Έλληνες προσάρμοσαν το Φοινικικό αλφάβητο στις ανάγκες της γλώσσας τους, προσθέτοντας τα διπλά σύμφωνα (Φ, Χ, Ξ, Ψ) και τα φωνήεντα, τα οποία ήταν εφεύρεση των Ελλήνων. Σύμφωνα με άλλες απόψεις, το Ελληνικό αλφάβητο προέρχεται από τις Μυκηναϊκές γραφές (γραμμική Β’). Σύμφωνα με τον Ρότζερ Γούνταρντ, οι δημιουργοί του αλφάβητου συνδύασαν τη συμφωνική γραφή των Φοινίκων με τα Ελληνικά και τη συλλαβική γραφή της Κύπρου. Αυτή η γραφή βρήκε ισχυρό έρεισμα στην Ελλάδα, όπου τότε δεν υπήρχε γραφή. Σύμφωνα με το Μπάρρυ Πάουελ, το Ελληνικό αλφάβητο εφευρέθηκε ειδικά για την καταγραφή των Ομηρικών Επών, όμως οι προτάσεις του βασίζονται σε υποθέσεις οι οποίες δύσκολα μπορούν να αποδειχθούν.

Οι δύο παλαιότερες επιγραφές της Ελληνικής αλφαβητικής γραφής προέρχονται: η πρώτη από μία οινοχόη που βρέθηκε στο Δίπυλο και χρονολογείται περί το 750 – 725 π.Χ. και η δεύτερη από ενεπίγραφο αγγείο, γνωστό ως ποτήρι του Νέστορα, από την αποικία των Πιθηκουσών χρονολογούμενο το 750 – 700 π.Χ. Δεδομένου ότι οι Χαλκιδείς και οι Ερετριείς εγκαταστάθηκαν στις Πιθηκούσες περί το 750 – 725 π.Χ., η επιγραφή αυτή είναι σύγχρονη με την πρώτη γενιά των αποίκων. Εφ’ όσον οι άποικοι, λοιπόν, μετέφεραν μαζί τους τη γραφή, λογικά η χρήση της γραφής θα προηγείται χρονικά στις μητροπόλεις, πιθανώς να είναι παλαιότερη του Η’ αιώνα, στα τέλη του Θ’ αιώνα.

 

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Εισαγωγή

Οι περισσότερες προσπάθειες ανασύνθεσης της Ελληνικής κοινωνίας των Σκοτεινών χρόνων βασίστηκαν κυρίως στον Όμηρο και εν μέρει στον Ησίοδο. Ωστόσο, η κοινωνία που παρουσιάζεται στα Ομηρικά Έπη κατά πάσα πιθανότητα είναι ένας συγκερασμός πολύ διαφορετικών, ακόμα και στην περίπτωση που ήταν σύγχρονες, κοινωνικών μορφών και η χρονολόγησή τους έχει αποτελέσει αντικείμενο ευρείας συζήτησης. Τα δύο έπη υποτίθεται ότι αναφέρονται σε γεγονότα της Μυκηναϊκής εποχής, πριν δηλαδή από τα τέλη του 12ου αιώνα π.Χ. Ωστόσο, από τη λεπτομερή τους μελέτη οι ειδικοί του 20ού αιώνα έχουν καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα.

Τα ίδια τα ποιήματα, που συντέθηκαν από τα μέσα του 8ου ως τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., πηγάζουν από την προφορική επική παράδοση. Τα έπη δεν πρέπει να σχετίζονται ούτε με τα δεδομένα της Μυκηναϊκής εποχής, όπως αυτά διαμορφώνονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα κείμενα της Γραμμικής B’, ούτε και με την κοινωνία της Αρχαϊκής περιόδου. Αντίθετα, μάλλον αναφέρονται στις συνθήκες που επικρατούσαν στους Ύστερους Σκοτεινούς χρόνους. Τα έπη φαίνεται να αντανακλούν την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής αυτής, και συγκεκριμένα εστιάζουν στον κόσμο των ευγενών, τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις τους.

Στα έργα του Ησιόδου, και ιδιαίτερα στο Έργα και Ημέραι, δίνονται πληροφορίες για τη ζωή των χωρικών στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. Λόγω της ασάφειας των παραπάνω πηγών τα στοιχεία τα οποία επιτρέπουν την προσέγγιση των Σκοτεινών χρόνων βασίζονται κυρίως στην ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων, όπως στην ανάλυση και μελέτη σπάνιων κτηρίων, ταφικών εθίμων και καλλιτεχνικών επιτευγμάτων. Η αρχαιολογία παρέχει πλουσιότερες, πιο ενημερωτικές, αν και κάποτε περισσότερο ασαφείς, μαρτυρίες από ό,τι οι γραπτές πηγές. Στο μέτρο που η αρχαιολογική πληροφόρηση είναι ελλιπής είναι δυνατόν να ανατρέξει κανείς σε εθνογραφικές συγκρίσεις.

Έχει γίνει εξάλλου προσπάθεια να προσδιοριστεί η Ομηρική κοινωνία με τη βοήθεια εθνογραφικών παραλλήλων. Η εκδοχή μίας κοινωνίας “Μεγάλων Ανδρών” στη διάρκεια των Σκοτεινών χρόνων -ο όρος προέρχεται από τις παρατηρήσεις ανθρωπολόγων για αρχαϊκές κοινωνίες στη σύγχρονη Bιρμανία και τη Mελανησία και αναφέρεται στην κυρίαρχη θέση των λίγων ισχυρών- θα μπορούσε να ταιριάξει με τα αρχαιολογικά δεδομένα, στη βάση της αστάθειας και του ανταγωνισμού μεταξύ των αρχηγών διάφορων ομάδων. Μερικές πτυχές της Ομηρικής κοινωνίας είναι συνυφασμένες με την ιδέα μίας κοινωνίας των Πρώιμων Σκοτεινών χρόνων όπου κυριαρχούν οι “Μεγάλοι Άνδρες”.

Πρόκειται για μία κοινωνία τοπική, μικρής κλίμακας, πατριαρχική και αγροτική, που τη χαρακτηρίζει ο ανταγωνισμός μεταξύ μεμονωμένων ανθρώπων και ομάδων για την τιμή και την καταξίωση. H τιμή αποκτιόταν μέσω της ανδρείας στη μάχη και της παράθεσης πλουσιοπάροχων γιορτών σε συνδυασμό με τη διαπραγματευτική τους ικανότητα. Υπήρχε ένας έντονος διαχωρισμός μεταξύ της τάξης των αριστοκρατών και του κοινού λαού. Αυτή η εικόνα είναι σύμφωνη με τα αρχαιολογικά δεδομένα, κυρίως τον πλούτο των κτερισμάτων σε ορισμένους τάφους, τουλάχιστον για μερικές περιοχές της Ελλάδας τον 11ο και 10ο αιώνα π.Χ.

Στους Πρώιμους Σκοτεινούς χρόνους ήταν συνηθισμένες οι κοινωνίες των “Μεγάλων Ανδρών”, οι οποίες φαίνεται να σχετίζονταν με έναν αριθμό μη σταθερών εγκαταστάσεων. Αυτές οι κοινωνίες, ωστόσο, παύουν να αποτελούν τον κανόνα και χάνουν τη σπουδαιότητά τους μετά το 10ο αιώνα π.Χ. Είναι δύσκολο να συσχετισθούν με τα δεδομένα από μεγαλύτερες και πιο σταθερές κοινότητες, όπως της Αθήνας, του Άργους και της Κνωσού. Στις κοινωνίες των Σκοτεινών χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου ο κανόνας ήταν η διαφορετικότητα. Ακόμα και οι πιο σταθερές κοινότητες της εποχής αναπτύσσονταν σε πολύ διαφορετικές γραμμές και έτσι δεν μπορούν να ενταχθούν στο ίδιο κοινωνικό μοντέλο.

Η αναγέννηση του 8ου αιώνα π.Χ. ήταν το αποκορύφωμα μίας μακράς περιόδου κοινωνικών εξελίξεων και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για το σχηματισμό των πόλεων – κρατών στην Ελλάδα την Αρχαϊκή εποχή.

 

ΔΟΜΕΣ

Kατά τους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο αναπτύχθηκαν σταδιακά πολύπλοκες κοινωνικές μορφές που απαντούν και στις επόμενες περιόδους. Εκτός από τον οίκο υπήρχαν περιφερειακές ενότητες που εκτείνονταν από την κώμη έως το έθνος, θρησκευτικές ομαδοποιήσεις γύρω από μία τοπική λατρεία, αδελφότητες, δεσμοί μεταξύ των αριστοκρατών και των οπαδών τους. Έτσι το κάθε άτομο, άνδρας ή γυναίκα, ενήλικος ή ανήλικος, συνδεόταν με τους άλλους μέσω πολλαπλών δεσμών, οι οποίοι, αν και του επέβαλλαν περιορισμούς, του παρείχαν συγχρόνως σημαντική υποστήριξη.

Ωστόσο, απουσιάζουν τα απαραίτητα στοιχεία για να διερευνηθούν σε βάθος οι κοινωνικές αυτές μορφές, όσο σημαντικές και αν υπήρξαν. Περισσότερα μπορούν να ειπωθούν για την κοινωνική διαστρωμάτωση. Όπως διαφαίνεται από τα ομηρικά έπη ήταν απλή και περιορισμένης κλίμακας. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ μιας μικρής μερίδας εκλεκτών και της πλειοψηφίας, που ανήκε στην κατώτερη τάξη, ήταν έντονες και οι πιθανότητες για μεταβολή της κοινωνικής θέσης του ατόμου περιορισμένες.

 

Οίκος

Ο οίκος αποτελούσε τη βασική κοινωνική, οικιστική και οικονομική μονάδα στους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο. Ως κοινωνική μονάδα τον πυρήνα του συγκροτούσε μία σχετικά ευρεία οικογενειακή ομάδα, που πολλές φορές περιλάμβανε και τρεις γενεές ανθρώπων. Αρκετά συχνά, όταν οι γιοι παντρεύονταν και αποκτούσαν τις δικές τους οικογένειες παρέμεναν στον πατρικό οίκο, για να διατηρήσουν την ισχύ και τη δύναμή του και να εξασφαλίσουν τη συνέχειά του. Αυτό, ωστόσο, δεν αποτελούσε κανόνα και μπορεί να υπήρχαν περιπτώσεις όπου γαμπροί έγιναν μέλη του οίκου των συζύγων τους.

Στον οίκο ανήκαν επίσης όλα εκείνα τα άτομα που εξαρτιόνταν άμεσα από τον επικεφαλής του οίκου, όπως τα υιοθετημένα μέλη και οι δούλοι. Ο οίκος δηλαδή δεν ήταν ένας θεσμός που βασιζόταν αποκλειστικά και μόνο στη συγγένεια. Όσο μεγαλύτερος και ισχυρότερος ήταν τόσο μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων συνδεόταν με αυτόν. Σε περιπτώσεις μάλιστα σημαντικών οίκων, οι πιο μακρινοί συγγενείς αλλά και άλλοι που δεν είχαν δεσμούς συγγένειας (φίλοι, εταίροι) προσκολλώνταν στον αρχηγό του οίκου ως ακόλουθοί του. Στις δικαιοδοσίες του αρχηγού συμπεριλαμβάνονταν η απόδοση τιμών σε εφέστιες και έρκειες θεότητες, η διαχείριση των αγαθών, από τα οποία εξαρτιόταν η υπόσταση του οίκου, και η διατήρηση της αλληλεγγύης των μελών του.

 

Κοινωνικές Ομάδες

Η φύση των κοινωνικών ομάδων κατά τους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο δεν μπορεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια. Οι κοινωνικές ομάδες συγκροτούνταν στη βάση των συγγενικών σχέσεων και της κοινής καταγωγής. Τη μικρότερη μονάδα συνιστούσε το αριστοκρατικό γένος και τη μεγαλύτερη η φυλή. Η συμμετοχή στις πόλεις ως επί το πλείστον οργανωνόταν στη βάση των φυλών. Ο διαχωρισμός των φυλών, που ανάγεται στην ταραγμένη περίοδο των Πρώιμων Σκοτεινών χρόνων, ξεπερνούσε μερικές φορές τα όρια της πόλεως. Έτσι, ορισμένα ονόματα Ιωνικών φυλών απαντούν και στις δύο ακτές του Αιγαίου και αντίστοιχα στις διάφορες Δωρικές πόλεις στην Πελοπόννησο, τη Ρόδο και την Κρήτη εμφανίζονται τα ίδια ονόματα για τις τρεις Δωρικές φυλές.

Σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, κατά τη διάρκεια ακόμη του 8ου αιώνα π.Χ., δημιουργήθηκε και μία ενδιάμεση ομάδα, η φρατρία ή αδελφότητα. Η φρατρία αποτελούνταν βασικά από μία ομάδα γενών, στα οποία προσκολλώνταν διάφοροι υπηρέτες και ακόλουθοι που δεν ανήκαν σε αυτά αλλά ζητούσαν την προστασία του κυρίαρχου ευγενούς της ομάδας. Η σύνθεση, ωστόσο, τέτοιων ομάδων, είναι αδύνατον να παρέμεινε αναλλοίωτη κατά τη διάρκεια της ταραγμένης περιόδου των μεταναστεύσεων και επανεγκατοικήσεων των Σκοτεινών χρόνων. Είναι αξιοσημείωτο πόσο μικρό ρόλο είχαν οι φυλές και οι φρατρίες στα ομηρικά έπη και σε ποιο βαθμό απουσιάζουν από εκείνα τα μέρη της Ελλάδας που παρέμειναν οργανωμένα σε έθνη και δεν εξελίχθηκαν σε πόλεις.

Mε το σχηματισμό των πόλεων συγκροτήθηκαν “ψευδοσυγγενικές” ομαδοποιήσεις, με κοινές λατρείες, εορτές και τελετουργικά. Πρόκειται πιθανόν για μία διαδικασία όπου αφενός αριστοκράτες κάτοχοι γης προσπαθούσαν να οργανώσουν τους οπαδούς τους και να αναπτύξουν αισθήματα αφοσίωσης προς τα πρόσωπά τους και αφετέρου χωρικοί αναζητούσαν προστασία μέσω της ένταξής τους σε μία ομάδα. Oι ομαδοποιήσεις αυτές γίνονταν δεκτές ως συστατικά μέρη των πόλεων και η συμμετοχή σε αυτές ρυθμιζόταν μέσω των διαδικασιών ενσωμάτωσης.

Αυτές ωστόσο δεν ήταν οι μόνες δραστηριοποιημένες κοινωνικές ομάδες, αφού υστερότερες σποραδικές πηγές διέσωσαν την ανάμνηση και άλλων σχηματισμών που βασίζονταν σε τοπικούς παράγοντες, λατρείες, υποτιθέμενους συγγενικούς δεσμούς ή κοινές αρμοδιότητες και δραστηριότητες. Ιδιαίτερα οι νεότεροι αριστοκράτες φαίνεται ότι είχαν σχηματίσει ομάδες με σκοπό το κυνήγι, τη μάχη ή την πειρατεία. Το ερώτημα κατά πόσο αυτές σχετίζονταν με την ανάπτυξη των φρατριών και τις περαιτέρω υποδιαιρέσεις τους παραμένει, με τα υπάρχοντα δεδομένα, ανοικτό.

Η γιορτή και το συμπόσιο ήταν κοινές δραστηριότητες όλων αυτών των ομάδων και περιλάμβαναν την από κοινού κατανάλωση τροφής και κρασιού. Κάποιες εκδηλώσεις επίσης ενέπλεκαν ολόκληρη την κοινότητα, συχνά σε συνδυασμό με τον εορτασμό ή την ενθάρρυνση της γεωργικής παραγωγής. Αλλά οι περισσότερες ομάδες είχαν προσδιορισμένη συμμετοχή και συνήθως αφορούσαν αποκλειστικά είτε άνδρες είτε γυναίκες. Πολλές από αυτές φαίνεται να σχετίζονταν με σύνθετα τελετουργικά μύησης αγοριών και σε μικρότερο βαθμό κοριτσιών για την ενηλικίωση και τους αντίστοιχους ρόλους τους στην κοινωνία.

 

– Γιορτές και Συμπόσια

Τα Ομηρικά Έπη παρέχουν τις πιο ουσιαστικές πληροφορίες για την κοινωνική ζωή των Σκοτεινών χρόνων και ιδιαίτερα για τον κεντρικό ρόλο του συμποσίου. Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια διακρίνονται αρκετά είδη συμποσίου. Πιο συχνά παρουσιάζονται αυτά που οργανώνουν οι βασιλείς για τους συντρόφους τους και τους φιλοξενούμενους στις βασιλικές αίθουσες ή σε μεγάλες σκηνές, όταν ήταν σε εκστρατεία.

Οι συμποσιαστές κάθονταν σε καρέκλες ή πάγκους και κατανάλωναν κυρίως κρέας και ψωμί. Μαζί με το φαγητό σερβιρόταν κρασί, αλλά η οινοποσία μπορούσε να συνεχιστεί και αργότερα, όπως άλλωστε και η μουσική ψυχαγωγία, οι χορευτικές και ακροβατικές επιδείξεις και η απαγγελία ποιημάτων από κάποιον αοιδό. Πρόκειται στην ουσία για ανδρικές εκδηλώσεις, αν και όχι στον αποκλειστικό βαθμό που θα ισχύσει στα συμπόσια μεταγενέστερων εποχών. Οι οικοδέσποινες μερικές φορές μπορεί να παρευρίσκονταν στο συμπόσιο και να βοηθούσαν στις σπονδές και την προετοιμασία του κρασιού.

Δε φαίνεται, ωστόσο, να συμμετείχαν πλήρως στο γεύμα και την οινοποσία. Οι βασιλείς, οι ευγενείς και οι εταίροι συνήθιζαν να διοργανώνουν ο ένας προς τιμήν του άλλου συμπόσια, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στη χώρα των Φαιάκων. Συμπόσια επίσης οργανώνονταν από όλη την κοινότητα προς τιμήν των βασιλέων, των ευγενών και των καλύτερων πολεμιστών της. Ωστόσο, ο ανώτερος άρχοντας της κοινότητας έπρεπε να δείχνει και ο ίδιος εξαιρετική γενναιοδωρία με το να παραθέτει συμπόσια και να μοιράζει δώρα στους τοπικούς αριστοκράτες, σε φίλους και συντρόφους, σε φιλοξενούμενους και ορισμένες φορές σε όλον το λαό.

Αφορμή για τέτοιες εκδηλώσεις μπορούσε να θεωρηθεί μία οικογενειακή ή δημόσια γιορτή καθώς και η φιλοξενία ενός διακεκριμένου ξένου. Αυτές οι επαναλαμβανόμενες προσκλήσεις προσέδιδαν γόητρο στον εκάστοτε άρχοντα. Η αποδοχή τους επιπλέον αποτελούσε πηγή ηθικών διαπιστευτηρίων προς το πρόσωπό του από τη μεριά των προσκεκλημένων. Η γενναιοδωρία άνοιγε το δρόμο για αναγνώριση και απόκτηση αξιωμάτων. Tα ανταποδοτικά γεύματα διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ βασιλέων, ευγενών και λαού.

 

Κοινωνική Διαστρωμάτωση

Τα αρχαιολογικά, και ιδιαίτερα τα ταφικά, δεδομένα δείχνουν ότι οι κοινωνίες στον ελλαδικό χώρο άρχισαν να αναπτύσσουν ένα ιεραρχικό σύστημα, πιθανόν από τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. Η βασική διάκριση γίνεται ανάμεσα σε μία μερίδα εκλεκτών, τους ευγενείς, και στην κατώτερη τάξη, το λαό. Έξω από τα όρια αυτά, ανάλογα με τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες που διαμορφώνονταν σε κάθε τοπική κοινωνία, υπήρχαν κάποιοι ελεύθεροι, εξαρτημένοι αγροτικοί πληθυσμοί (δουλοπάροικοι) και οι δούλοι.

Από τους χαρακτηρισμούς που συναντώνται στα ομηρικά έπη για τα κοινωνικά στρώματα, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η διάκριση μεταξύ ανώτερου και κατώτερου στρώματος γίνεται με κριτήρια ηθικού και όχι οικονομικού περιεχομένου, μολονότι οι ευγενείς που δεσπόζουν στην πολιτική και κοινωνική ζωή στηρίζουν την κυριαρχία τους φυσικά στον πλούτο και κυρίως στην έγγεια ιδιοκτησία. Οι ευγενείς αποκαλούνται αριστήες ή αγαθοί και οι μη ευγενείς χέρηες ή κάκιστοι, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι όροι αυτοί δηλώνουν και τη διάκριση μεταξύ ανώτερου και κατώτερου κοινωνικού στρώματος με κριτήριο την καταγωγή.

Στα έπη λείπουν οι όροι που θα εξέφραζαν τη διάκριση μεταξύ των στρωμάτων με κριτήριο το εισόδημα, αν και δεν είναι σπάνια η χρήση επιθέτων που δηλώνουν περιστασιακά την κατοχή μεγάλης περιουσίας ή την ένδεια μεμονωμένων προσώπων. O περιορισμός του πλούτου και η μικρή κοινωνική κλίμακα στους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο σήμαινε ότι οι διαφοροποιήσεις ήταν έντονες και οι πιθανότητες για κινητικότητα προς τα ανώτερα στρώματα λιγοστές.

Για να προαχθεί κάποιος από τους πολλούς στην τάξη των αρίστων έπρεπε να αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του όλα τα πλεονεκτήματα, οικονομικά, σωματικά, ψυχικά και ηθικά, που διέκριναν τους ευγενείς. Αλλά την εποχή αυτή δε φαίνεται ότι δίνονταν οι ευκαιρίες για να πλουτίσει ένας μη ευγενής, όπως θα συμβεί σε υστερότερες εποχές με την ανάπτυξη του εμπορίου. Στο έργο του Ησιόδου, που χαρακτηρίζεται από τη σαφή πρόθεσή του να επικρίνει τους ευγενείς, είναι συχνές οι αναφορές στην κοινωνική ένταση της εποχής του και προβάλλεται ο τρόπος και οι αξίες της ζωής των μη ευγενών.

– Ταφικά Έθιμα και Κοινωνική Διαστρωμάτωση

Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες υποδηλώνουν την προοδευτική μετάβαση σε μία ιεραρχημένη κοινωνία, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται μία τάξη αριστοκρατών πιθανόν από τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. Xαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Λευκαντί, όπου βρέθηκαν οι πλούσια κτερισμένες ταφές ενός άνδρα και μίας γυναίκας, που χρονολογούνται γύρω στα μέσα του 10ου αιώνα π.Χ. Το ζευγάρι ήταν θαμμένο κάτω από ένα κτήριο μήκους 50 και πλάτους 14 μέτρων με ξύλινους κίονες στο εξωτερικό του.

Η εξαιρετική αρχιτεκτονική του κτηρίου και ο πλούτος των κτερισμάτων -στα οποία συμπεριλαμβάνονταν αντικείμενα από τη Μέση Ανατολή, που πιστοποιούν και τις επαφές μεταξύ του Ελλαδικού χώρου και της ανατολικής Μεσογείου,- υποδηλώνουν την υψηλή κοινωνική θέση που οι ενταφιασμένοι κατείχαν στη διάρκεια της ζωής τους και ότι πιθανόν να αποτέλεσαν αντικείμενο λατρείας μετά το θάνατό τους. Στην Αθήνα η ποικιλία των ταφικών εθίμων αποκαλύπτει κατά τον καλύτερο τρόπο τη διαφοροποίηση που παρατηρείται στην τοπική κοινωνία με την πάροδο του χρόνου.

Κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο τα ταφικά δεδομένα αφήνουν να διαφανεί μία κοινωνία χωρίς ταξική ιεραρχία, ακόμη και εάν η ανισότητα του πλούτου μεταξύ των ατομικών τάφων μπορεί να είναι μεγάλη και σημαντική. Στην Πρωτογεωμετρική περίοδο έμφαση δίνεται στη διαφορά ηλικίας ή γένους και όχι στη διαφορά πλούτου. Οι τάφοι αποκαλύπτουν ελάχιστα στοιχεία για τις οικογενειακές δομές και δεν υποστηρίζουν την αντίληψη για τη διαμόρφωση κοινωνιών στη βάση οικογενειακών δεσμών. Η πιο σημαντική αλλαγή στις δομές τοποθετείται γύρω στα 900 π.Χ., όταν εμφανίζεται η γεωμετρική τεχνοτροπία.

Οι παιδικές ταφές εξαφανίζονται, οι τάφοι μειώνονται και αυτός ο περιορισμός του δικαιώματος ταφής ακολουθείται από την παρουσία ταφικών σημάτων, όπως μεγάλων κρατήρων ή στηλών, που με την πάροδο του χρόνου γίνονται πιο πλούσια και επιβλητικά. Η βούληση να τονιστούν και να διαφοροποιηθούν οι τάφοι υπονοεί την άμιλλα μεταξύ ομάδων της ίδιας τάξης και τη χρήση της τέχνης ως μέσο κοινωνικής ταυτότητας και διάκρισης. Η επανεμφάνιση ενταφιασμών, παράλληλα με την καύση των νεκρών, στο α’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. προσδίδει μία ποικιλία στις ταφικές συνήθειες διάφορων οικογενειακών ομάδων.

Τα νεκροταφεία αποκαλύπτουν την ύπαρξη ισχυρών οικογενειών, οι οποίες δηλώνουν την υπεροχή τους μέσω του πλούτου των τάφων τους και προαναγγέλλουν τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες των Αρχαϊκών χρόνων. Η εικόνα της Αθηναϊκής κοινωνίας δεν μπορεί να γενικευτεί και για τις υπόλοιπες κοινωνίες στον Ελλαδικό χώρο. Σε δύο άλλες πόλεις με μακρά ιστορία, το Άργος και την Κνωσό, βρέθηκε ένας σημαντικός αριθμός τάφων, που επιτρέπει κάποιες συγκρίσεις. Στο Άργος παρατηρείται μία συνέχεια στις ταφές μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ.

H πληθώρα όπλων ως κτερισμάτων μέχρι το β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. τείνει να αποδείξει την επικράτηση την εποχή αυτή μίας επίλεκτης στρατιωτικής τάξης, η οποία δε φαίνεται να υπάρχει στην Αθήνα στα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. Στην Κνωσό, όπου τα κυριότερα νεκροταφεία είναι σε χρήση ήδη από την Υπομυκηναϊκή εποχή, η ποικιλία των κτερισμάτων αποτελεί τον κανόνα κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών χρόνων και αντανακλά ίσως την εικόνα μίας πόλης με εμπορικές δραστηριότητες.

 

– Αριστοκράτες

Στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας βρισκόταν μία μικρή ομάδα ισχυρών οικογενειών, οι άριστοι, που πρέσβευαν κοινές αξίες ζωής και χαρακτηρίζονταν από μία νοοτροπία που διέφερε χαρακτηριστικά από εκείνη των άλλων μελών της κοινωνίας. Η εξουσία της περιορισμένης αυτής τάξης εκλεκτών βασιζόταν στον πλούτο και την αποκλειστική και αποτελεσματική άσκηση των στρατιωτικών, πολιτικών, δικαστικών και θρησκευτικών τους ρόλων στην κοινότητα. Αφετηρία και κύριο κριτήριο προβολής των ευγενών ήταν η καταγωγή. Οι εκλεκτοί των Ομηρικών επών αναφέρονται συχνά στο γένος και τη φήμη των προγόνων τους.

Μεταξύ των ευγενών υπήρχε η τάση είτε να ανάγουν την καταγωγή τους σε ήρωες και θεούς, είτε να ηρωοποιούν μερικούς από τους προγόνους τους και να τους αποδίδουν υπεράνθρωπες πράξεις. Oι μυθικές τους γενεαλογίες τούς προσέδιδαν Θεϊκή καταγωγή και επικύρωναν την ένταξή τους στην τάξη των αρίστων. Οι χαρακτηρισμοί διογενείς και διοτρεφείς προσιδιάζουν αρχικά σε βασιλείς και αφήνουν να διαφανεί η αντίληψη που είχαν οι ήρωες – ευγενείς για την ανωτερότητά τους, για την καταγωγή τους δηλαδή από τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Οι ευγενείς ήταν οι κατεξοχήν πολεμιστές και η υπεροχή τους αυτή οφειλόταν σε διάφορους παράγοντες.

Από μικρή ηλικία λάμβαναν κατάλληλη εκπαίδευση και διέθεταν πολύ χρόνο στην άσκηση του σώματος και του μαχητικού ήθους τους. Μόνον ευγενείς αναδεικνύονταν αρχηγοί φρατριών και φυλών και έπαιρναν και άλλα αξιώματα. Οι αρχηγοί των φρατριών και φυλών ή άλλοι από τους γεροντότερους και εμπειρότερους ευγενείς συγκροτούσαν τα συμβουλευτικά σώματα. Επίσης τίθεντο επικεφαλής των θρησκευτικών τελετών, που θεωρούνταν απαραίτητες για την ασφάλεια της κοινότητας. Tα πλεονεκτήματα αυτά τροφοδοτούσαν το γόητρο των ευγενών.

Από την εξέχουσα θέση που κατείχαν ως πολεμιστές και παράγοντες της πολιτείας απέρρεε η οικονομική υπεροχή τους. Έναντι των υπηρεσιών που πρόσφεραν σε τομείς τόσο ζωτικούς για την επιβίωση της κοινότητας λάμβαναν μεγαλύτερο μερίδιο κατά τη διανομή γαιών και λαφύρων. Τέλος, λόγω της μεγαλύτερης οικονομικής τους επιφάνειας, μπορούσαν να συγκροτήσουν μεγάλα ποίμνια και να έχουν θήτες και δούλους στη δούλεψή τους.

– Αγρότες

Σημαντική τάξη ήταν οι ιδιοκτήτες μικρών εκτάσεων γης. H κατοχή κλήρου ήταν καθοριστική για να ανήκει κάποιος σε αυτή την κοινωνική τάξη ελεύθερων ανθρώπων, η οποία εξαρτούσε κατά κύριο λόγο τα έσοδά της και την οικονομική της ανεξαρτησία από τη γη. Μία ένδειξη για το κοινωνικό της κύρος αποτελούσε η συμμετοχή της στις συνελεύσεις. Τα ποιήματα του Ησιόδου, ιδιαίτερα το Έργα και Ημέραι, που παρέχει πληροφορίες για τις συνθήκες της αγροτικής ζωής στη Βοιωτία στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., παρουσιάζουν τους μικροϊδιοκτήτες γης να ζουν σε νοικοκυριά, από τα οποία τα πιο εύρωστα μπορεί να είχαν ένα ή δύο σκλάβους, ζώα για αγροτικές δουλειές και άλλα ζωντανά.

Οι περισσότεροι στηρίζονταν στη δική τους εργασία, την εργασία άλλων μελών της οικογένειάς τους και την περιστασιακή βοήθεια των γειτόνων και ευκαιριακών μισθωτών. H δυσχερέστερη μεταβολή της θέσης των αδύνατων αγροτών ήταν κυρίως ο υποβιβασμός τους σε θήτες. Μένοντας χωρίς κλήρο, στερούνταν την αυτονομία τους καθώς εξαρτιόνταν πλέον από τρίτους. Διάφορες διαδικασίες, τόσο δημόσιου όσο και ιδιωτικού χαρακτήρα, μπορούσαν να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ως παράδειγμα αναφέρεται η διανομή της αρχικής πατρικής κτηματικής περιουσίας σε περισσότερους από έναν γιους.

Κατά συνέπεια, η ίδια έκταση γης, που κάποτε είχε διαθρέψει μία μόνο οικογένεια, έφθανε στο σημείο μετά από μερικές γενεές να πρέπει να συντηρήσει περισσότερες. Άλλη περίπτωση ήταν η συνεχής πίεση της ανώτερης τάξης για την αύξηση του αγροτικού της πλεονάσματος προς δική της κατανάλωση και για την απόκτηση ξένων προϊόντων. Ήδη η χρήση από τον Ησίοδο του επιθέτου “δωροφάγοι”, για να χαρακτηρίσει τους βασιλείς, όπως και ο μύθος του γερακιού και του αηδονιού είναι αποκαλυπτικά για την κατάχρηση της πολιτικής δύναμης προς ίδια οικονομικά οφέλη.

 

– Δημιουργοί

Δημιουργοί ονομάζονται στην Οδύσσεια οι μάντεις, οι γιατροί, οι αοιδοί, οι κήρυκες και οι τεχνίτες, όπως οι χαλκουργοί, σκυτοτόμοι, κεραμείς και τέκτονες. Ο όρος αναφέρεται σε μία διακεκριμένη ομάδα ατόμων με βάση όχι την κοινωνική τους θέση αλλά μία κοινή τους ιδιότητα και την προσφορά τους στο κοινωνικό σύνολο. Οι δραστηριότητές τους ήταν εξειδικευμένες και δεν μπορούσαν να περιοριστούν στο πλαίσιο του οίκου. Όπως σημαίνει άλλωστε και η λέξη, οι δημιουργοί εκτελούσαν παραγγελίες και ικανοποιούσαν τις ανάγκες των μελών της κοινότητας, του δήμου. Η δεξιότητά τους τους εξασφάλιζε μία κάπως ιδιαίτερη κοινωνική θέση.

Οι ικανότητές τους θεωρούνταν θείο δώρο. Οι μάντεις όφειλαν την τέχνη τους στον Απόλλωνα, οι αοιδοί στις Μούσες, οι γιατροί στον Ασκληπιό, οι τεχνίτες στον Ήφαιστο και την Αθηνά. Χαρακτηριστικό της ζωής τους ήταν και οι μετακινήσεις τους από τόπο σε τόπο όταν καλούνταν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους έξω από τα όρια της κοινότητάς τους.

 

– Θήτες

Οι θήτες ήταν άνθρωποι ελεύθεροι, χωρίς όμως ιδιοκτησία γης ή άλλους πόρους. Αποτελούσαν μία τάξη καλλιεργητών που εμφανίστηκε σε περιοχές που ίσχυε το καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας. Για να κερδίζουν τα προς το ζειν έθεταν τον εαυτό τους σε εξάρτηση από τους ιδιοκτήτες κλήρων, πουλώντας τους τις υπηρεσίες τους. Στην ποίηση του Ομήρου και του Ησιόδου παρουσιάζονται να μισθώνουν την εργασία τους για μία συγκεκριμένη δουλειά ή για μία εποχή του έτους. Αν υπήρχε ανάγκη εργατικών χεριών, προσλαμβάνονταν συνήθως σε αγροκτήματα, αλλιώς έκαναν ευκαιριακές εργασίες ή επαιτούσαν.

Στην περίπτωση που η εργασία τους ήταν μακροχρόνια αμείβονταν με την παροχή κατοικίας, τροφής και ενδυμασίας, ενώ για τις ευκαιριακές εργασίες η πληρωμή τους γινόταν σε είδος. Ο Ησίοδος στο Έργα και Ημέραι συνιστά να μισθώνουν για το όργωμα έναν άνδρα 40 ετών, γερό και ικανό να σπρώχνει το υνί του αρότρου σε ευθεία γραμμή, και ύστερα από το αλώνισμα να προσλαμβάνουν ένα Θήτη χωρίς οικογένεια και μία γυναίκα άτεκνη για τη συντήρηση και διαφύλαξη της συγκομιδής. Στα Ομηρικά Έπη οι θήτες εμφανίζονται ως ξένοι.

Στην Αττική, για παράδειγμα, υπήρχαν πολυάριθμοι θήτες που κατάγονταν από τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί από την Πελοπόννησο και τη Βοιωτία, την εποχή των μεταναστεύσεων, και δεν είχαν ενσωματωθεί στις Ιωνικές φυλές. Στους θήτες όμως εντάσσονταν και ντόπιοι που ήταν ακτήμονες και είχαν περιέλθει σε ένδεια. Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη άποψη το ουσιαστικό κριτήριο για τον καθορισμό της κοινωνικής θέσης ενός ανθρώπου δεν ήταν η προσωπική του ελευθερία αλλά το αν ανήκε σε κάποιο σύνολο, και συγκεκριμένα η θέση του σε σχέση με τη βασική κοινωνική μονάδα, τον οίκο.

Έτσι έχει υποστηριχθεί ότι η κατώτερη βαθμίδα δεν ήταν αυτή του δούλου, αλλά του θήτη. Στην Οδύσσεια, ο Αχιλλέας από τον Άδη παρουσιάζεται να δηλώνει ότι θα προτιμούσε να ζει και να είναι θήτης στη δούλεψη ενός φτωχού ανθρώπου, παρά να βασιλεύει σε όλους τους νεκρούς του Κάτω Κόσμου. Η ζωή επομένως του θήτη ήταν επισφαλής: δεν ήταν ενταγμένος πουθενά και δεν ανήκε στον αριστοκρατικό οίκο, όπως κάποιος δούλος, που από την άποψη αυτή ήταν σε καλύτερη θέση από εκείνον.

 

– Δουλοπάροικοι

Σε ορισμένες από τις κοινωνίες που ιδρύθηκαν μετά τα τέλη του 12ου αιώνα π.X., είτε από εισβολείς που κατέλυσαν σε περιοχές με Μυκηναϊκό παρελθόν είτε από αποίκους που εγκαταστάθηκαν στο ανατολικό Αιγαίο, ένας σημαντικός αριθμός από τους παλαιότερους κατοίκους υποχρεώθηκαν να καλλιεργούν τη γη, που μοιράστηκε σε κλήρους στους νέους κυρίους της, και να προσφέρουν ένα τμήμα από την αγροτική παραγωγή τους στους ιδιοκτήτες. Oι άνθρωποι που περιέπεσαν σε αυτή την κατηγορία είναι γνωστοί με διάφορα ονόματα σε κάθε περιοχή.

Για παράδειγμα στη Θεσσαλία ονομάζονταν “Πενέσται”, στη Σικυώνα “Κορυνηφόροι”, στο Άργος “Γυμνήται”, στη Λακωνία “Είλωτες” και “Δώλοι”, στην Kρήτη “Κλαρώται”, “Μνωίται”, “Αφαμιώται”, “Δώλοι” και “Οικείς”, στη Λοκρίδα “Οικιάται”.

Λόγω της θέσης τους ήταν δεμένοι με τη γη. Δεν ήταν ελεύθεροι, αλλά ανήκαν στην κοινότητα και οι υποχρεώσεις τους καθορίζονταν από γενικές διατάξεις και όχι από τη θέληση εκείνων που είχαν τη νομή ή την κτήση των κλήρων. Σε αντίθεση με τους δούλους απαγορευόταν η πώλησή τους έξω από τη χώρα, ενώ σε ορισμένες περιοχές δεν επιτρεπόταν ούτε η μετακίνησή τους από τον κλήρο που καλλιεργούσαν. Η αρχαία αντίληψη για τη θέση τους έχει διατυπωθεί επιγραμματικά στο Ονομαστικόν του Πολυδεύκους: “Μεταξύ ελευθέρων και δούλων”.

 

– Δούλοι

Οι δούλοι ανήκαν στην περιουσία ιδιωτών. Αποτελούσαν μέλη του οίκου και ως εκ τούτου εκτός από τις διαδικασίες παραγωγής, όπου χρησιμοποιούνταν σε οικιακές και αγροτικές εργασίες, συμμετείχαν στην κατανάλωση των αγαθών και στις οικογενειακές εορτές. Συνηθισμένη πηγή προέλευσής τους ήταν ο πόλεμος και η πειρατεία. Τα παιδιά των δούλων παρέμεναν δούλοι, σε αντίθεση με τους γόνους ελεύθερων ανδρών με δούλες που ήταν ελεύθεροι. Στα Ομηρικά έπη οι δούλοι δηλώνονται με ειδικότερες ονομασίες που προσδιόριζαν ή την προέλευσή τους από την πολεμική λεία ή τη θέση και την εργασία τους στον οίκο: οικεύς (οικόσιτος δούλος), αμφίπολος (υπηρέτρια), ταμίη (οικονόμος), θαλαμηπόλος.

Η θέση ενός δούλου μπορούσε, στην πράξη, να ποικίλλει σημαντικά μέσα στο πλαίσιο του οίκου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των δούλων που ανήκαν στον οίκο του Οδυσσέα. Αν και η πλειοψηφία τους περιοριζόταν στο να εκτελεί τις εντολές που έπαιρνε, υπήρχε μία προνομιακή ομάδα που έχαιρε της εμπιστοσύνης και της εκτίμησης των κυρίων τους και έπαιρνε μέρος στη διαχείριση του οίκου. Στην τελευταία κατηγορία ανήκε, για παράδειγμα, ο Εύμαιος που όχι μόνο του είχε δοθεί ένα κομμάτι γης και μία σύζυγος, αλλά επιπλέον είχε αποκτήσει και δούλο. Η θέση του θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν ανώτερη ακόμη και από αυτή μερικών ελεύθερων ανθρώπων, όπως των θητών.

 

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ

Στους Σκοτεινούς χρόνους παρατηρείται δημογραφική συρρίκνωση. Oι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από αρχαιολογικές πηγές, ιδιαίτερα τα νεκροταφεία, αφού οι οικισμοί είναι σχεδόν ανύπαρκτοι και τα ίχνη ζωής σπανίζουν στις περισσότερες τοποθεσίες. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς αρκετών αρχαιολόγων, ο πληθυσμός της ηπειρωτικής Ελλάδας πιθανότατα να μειώθηκε κατά τρία τέταρτα. Μικρές, ωστόσο, ανθρώπινες ομάδες φαίνεται να επιζούν στα Nιχώρια της Μεσσηνίας, το Λευκαντί της Εύβοιας, την Αθήνα, το Άργος, την Ασίνη και την Τίρυνθα της Αργολίδας.

Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι διαθέσιμες από τα νεκροταφεία πληροφορίες είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε μονομερή ερμηνεία αυτού του προβλήματος. Άλλοι μη ανιχνεύσιμοι παράγοντες, όπως οι πληθυσμιακές ανακατατάξεις, οι μεταβολές του τρόπου ζωής και οι διαφορετικές αντιλήψεις περί θανάτου, μπορούν να διαφοροποιήσουν τα συμπεράσματα. Ενώ οι Σκοτεινοί χρόνοι χαρακτηρίζονται από δημογραφικό μαρασμό, τον 8ο αιώνα π.Χ. παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού ως αποτέλεσμα εκτενών μεταναστεύσεων στην ύπαιθρο. Αυτή η δημογραφική ανάπτυξη πιθανόν να συνοδευόταν από αντίστοιχη αύξηση της αγροτικής παραγωγής.

Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί το κατά πόσο η πληθυσμιακή αύξηση προηγήθηκε και οδήγησε σε μεγαλύτερη αγροτική παραγωγή, ή εάν οι βελτιώσεις στη γεωργική τεχνολογία και η καλλιέργεια περισσότερων γαιών απέφεραν την αύξηση του πληθυσμού στο βαθμό που θα μπορούσε να τον συντηρήσει η γη. Οι δύο παραπάνω εξελίξεις επέδρασαν η μία στην άλλη: καθώς παραγόταν περισσότερη τροφή ο καλύτερα σιτιζόμενος πληθυσμός αναπαραγόταν γρηγορότερα και καθώς αυξανόταν ο πληθυσμός περισσότεροι άνθρωποι μπορούσαν να παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα τροφής.

Ορισμένοι μελετητές αμφισβήτησαν τις διαστάσεις αυτής της πληθυσμιακής αύξησης. Ξεκινώντας από την υπόθεση ότι έγινε μία σημαντική μεταβολή των ταφικών εθίμων, έχουν διατυπώσει την άποψη ότι η πόλη, που βρισκόταν στη γένεσή της στο β’ μισό του 8ου αιώνα π.X., έδωσε για πρώτη φορά -ύστερα από την Υπομυκηναϊκή εποχή- το δικαίωμα του ενταφιασμού σε όλους τους κατοίκους της, μέσα σε ένα πνεύμα ίσης μεταχείρισης. Υπό αυτό το πρίσμα εξηγείται και η “άνθηση” των νεκροταφείων κατά την εποχή αυτή.

Οι Σκοτεινοί χρόνοι θα ήταν, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, μία εποχή “εκλεκτικού ενταφιασμού”, όπου τα ταφικά έθιμα ίσχυαν μόνο για τους ισχυρούς, ενώ οι κοινοί θνητοί αποτεφρώνονταν χωρίς τελετές και οι στάχτες τους σκορπίζονταν κοντά στους τόπους καύσης που διέθεταν τα νεκροταφεία. Με τη δημογραφική αλλαγή που σημειώθηκε στα τέλη της Γεωμετρικής περιόδου εδραιώθηκαν οι συνθήκες από τις οποίες ανέκυψαν οι νέες πολιτικές μορφές που θα εμφανιστούν στον Ελληνικό χώρο κατά την Αρχαϊκή περίοδο.

 

Μεταναστεύσεις και Μετακινήσεις

Κατά τους Σκοτεινούς χρόνους παρατηρούνται μεταναστεύσεις Ελληνικών φύλων ή τμημάτων τους. Η άφιξη και η εγκατάσταση νέων κατοίκων προκάλεσαν και τη μετανάστευση πολλών από τους παλαιότερους πληθυσμούς σε άλλες περιοχές. Η σύνθεση των διάφορων φυλετικών ομάδων αλλοιώθηκε κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων και επανεγκατοικήσεων. Ωστόσο, παρά τη διάσπασή τους διατήρησαν στοιχεία από το αρχικό οργανωτικό τους σχήμα, όπως φαίνεται από το ότι ορισμένα ονόματα Ιωνικών φυλών βρίσκονταν και στις δύο ακτές του Αιγαίου, ενώ αντίστοιχα στις Δωρικές κοινότητες υπήρχε η διαίρεση στις τρεις φυλές των Υλλέων, των Δυμάνων και των Παμφύλων.

Κάποιες αλλαγές που παρατηρούνται, όπως για παράδειγμα οι νέες τεχνοτροπίες στην κεραμική ή η χρήση του σιδήρου, πιθανόν να σχετίζονται με την εγκατάσταση νέων πληθυσμιακών ομάδων, ιδιαίτερα μάλιστα στη χρονική περίοδο της μετάβασης από την Υπομυκηναϊκή στην Πρωτογεωμετρική εποχή. Ωστόσο, τα υλικά κατάλοιπα δεν επαρκούν για να εξακριβωθεί εάν οι μετακινήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Στην περίπτωση που συμβαίνει το αντίθετο, πιθανότατα και οι νεοτερισμοί στην κεραμική να μπορούν να ερμηνευτούν στο πλαίσιο νέων πειραματισμών των αγγειοπλαστών.

Στην κατηγορία των μετακινούμενων ατόμων ανήκουν, λόγω επαγγέλματος, κάποιοι τεχνίτες και οι έμποροι. Oι περισσότεροι τεχνίτες συνήθως εργάζονταν σε μόνιμα εργαστήρια. Ωστόσο, ορισμένοι απασχολούνταν στα σπίτια πελατών, ενώ άλλοι άλλαζαν συχνά τόπο διαμονής και εργασίας. Στα Ομηρικά Έπη απαντούν τα παραδείγματα του χρυσοχόου Λαέρκη, ο οποίος μεταβαίνει στο παλάτι του Νέστορα για να επιχρυσώσει τα κέρατα της δάμαλης που πρόκειται να θυσιαστεί στην Αθηνά, και του σκυτοτόμου Τύχιου που μεταβαίνει από τη Βοιωτία στη Λοκρίδα για να κατασκευάσει την ασπίδα του Αίαντα.

Η διάδοση, για παράδειγμα, των αρχικών τοπικών παραλλαγών του Πρωτογεωμετρικού ρυθμού και των μεταγενέστερων φάσεών του έχει αποδοθεί είτε σε μετανάστες είτε σε περιοδεύουσες ομάδες αγγειοπλαστών. Oι έμποροι, ως επί το πλείστον μέσω των θαλάσσιων ταξιδιών, προήγαν τις σχέσεις τόσο μεταξύ των παράλιων κοινοτήτων του ελλαδικού χώρου όσο και μεταξύ του Αιγαίου και της κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου και λειτουργούσαν ως φορείς επικοινωνίας και ιδεών.

Η σταδιακή αποκατάσταση των επαφών μεταξύ αυτών των περιοχών, μετά την αποδυνάμωσή τους κατά την Yπομυκηναϊκή περίοδο, αποτελεί ένα από τα κυριότερα στοιχεία εξέλιξης στον Ελλαδικό χώρο κατά τους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο. Η ανάπτυξη του εμπορίου δημιούργησε ευκαιρίες επαφής με άλλους λαούς, διευκόλυνε τις μεταξύ τους πολιτισμικές επιδράσεις και συνέβαλε στην αναγέννηση που παρατηρείται από το β’ τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ.

 

Οικισμοί

Τα αρχιτεκτονικά λείψανα στις περισσότερες από τις θέσεις των Σκοτεινών χρόνων είναι πενιχρά, εξαιτίας κυρίως της πρόχειρης κατασκευής της πλειοψηφίας των κατοικιών, ιδίως στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου συνήθιζαν να τις κτίζουν με ωμές πλίνθους επάνω σε λίθινη κρηπίδα. Τέτοιου είδους κτήρια δεν είχαν πιθανότητες να διασωθούν και τα ίχνη τους χάνονταν, όταν οι μεταγενέστεροι άνοιγαν πλατιά και βαθιά σκάμματα για να τοποθετήσουν ογκώδη θεμέλια. Έτσι είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια η φυσιογνωμία των οικισμών αυτή την εποχή. Εμφανίζονται ως συγκροτήματα χωριών ή συνοικιών, όπου δεν υπάρχει καμία οργάνωση, δρόμοι ή οχυρωματικά τείχη.

Στην Κρήτη, η Κνωσός είναι καλύτερα γνωστή χάρη στα νεκροταφεία της παρά τις κατοικίες της. Το ίδιο ισχύει και για πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως η Αθήνα, η Κόρινθος, η Σπάρτη και το Άργος. Οι περισσότερο καλά διατηρημένοι οικισμοί βρίσκονται εκτός του ηπειρωτικού χώρου, όπως η Ζαγορά στην Άνδρο και το Εμποριό στη Χίο που κτίστηκαν εξ ολοκλήρου από πέτρα, σύμφωνα με το ντόπιο παραδοσιακό σύστημα τοιχοδομίας, και δεν είχαν μεγάλη διάρκεια κατοίκησης. Κτισμένοι ο ένας στις αρχές και ο άλλος προς τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. μαρτυρούν μία δημογραφική αύξηση, που μοιάζει να χαρακτηρίζει αυτόν τον αιώνα.

Στον Όμηρο αναφέρονται πόλεις υπό την έννοια των αστικών οικισμών, στις οποίες υπήρχε ένα κέντρο για τη συνάθροιση των πολιτών. Οι πόλεις αυτές είναι ο μόνος τύπος οικισμού που αναφέρεται στα έπη, ενώ δε γίνεται πουθενά μνεία για χωριά, που πρέπει να υπήρχαν σε πολλά μέρη του Ελληνικού κόσμου -όπως και αργότερα- και στα οποία ζούσε η πλειοψηφία του πληθυσμού. Η ανασκαφή στα Νιχώρια της Μεσσηνίας έδωσε την ευκαιρία για να σχηματιστεί μία εικόνα της ποιμενικής και γεωργικής ζωής ενός μικρού χωριού των Σκοτεινών χρόνων. Ο πληθυσμός του, ο οποίος δεν ξεπερνούσε τα 100 άτομα, ζούσε σε αψιδωτές καλύβες κτισμένες γύρω από ένα κεντρικό κτήριο, την “κατοικία του αρχηγού”.

Τα ανεξάρτητα νοικοκυριά που συγκεντρώνονταν σε μικρούς οικισμούς αποτελούσαν τη βάση για τη σχηματοποίηση ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνικότητα στους Σκοτεινούς χρόνους καθοριζόταν από το διπλό άξονα της συγγένειας και της γειτνίασης. Οι περισσότερες οικογένειες στα χωριά πρέπει να συσχετίζονταν, ενώ πολλές θα είχαν συγγενείς σε γειτονικούς οικισμούς. Με τις ομαδοποιήσεις των χωριών δημιουργήθηκαν οι πρώτοι δήμοι και η πλειοψηφία των οίκων τους συνδεόταν με δεσμούς αίματος και επιγαμίας. Οι οικισμοί των Σκοτεινών χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: σε σταθερούς και ασταθείς.

Oι σταθεροί οικισμοί, των οποίων τα καλύτερα παραδείγματα είναι η Αθήνα, το Άργος και η Κνωσός, συνιστούν θέσεις που η κατοίκησή τους υπήρξε αδιάσπαστη σε όλη τη διάρκεια των Σκοτεινών χρόνων και είχαν μία συνέχεια από την εποχή του Χαλκού μέχρι την Αρχαϊκή περίοδο. Όλες αυτές οι θέσεις θα αποτελέσουν τα κέντρα νεότερων πόλεων – κρατών και είναι γνωστές ως επί το πλείστον λόγω του άφθονου υλικού από τα νεκροταφεία τους. Ο όρος ασταθής οικισμός περιλαμβάνει μία ποικιλία οικισμών, με κοινά χαρακτηριστικά τους την κατοίκηση για σχετικά μικρό διάστημα (από έναν έως τρεις αιώνες) πριν εγκαταλειφθούν και το ότι ποτέ δεν έγιναν το κέντρο κάποιας πόλης – κράτους.

Οικισμοί που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία είναι το Λευκαντί στην Εύβοια, το Καβούσι στην Κρήτη, η Ζαγορά, το Εμποριό και τα Νιχώρια. Επομένως, οι ασταθείς οικισμοί παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις από τους σταθερούς, γεγονός που σημαίνει ότι την εποχή αυτή απαντούσαν ποικίλοι αλλά σύγχρονοι κοινωνικοί σχηματισμοί οι οποίοι, ωστόσο, δεν εξελίσσονταν στο σύνολό τους προς την κατεύθυνση της κοινωνικής οργάνωσης, που είναι γνωστή ως πόλις.

ΔΙΚΑΙΟ

Στους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο οι κανόνες που ρύθμιζαν τις πράξεις των ανθρώπων δε διακρίνονταν σε θείους και ανθρώπινους, αλλά αποτελούσαν ένα ενιαίο, αδιαφοροποίητο σύνολο. Διαμορφώνονταν σιγά σιγά στη συνείδηση των μελών κάθε κοινότητας ως κανόνες ηθικής και δικαίου, γίνονταν δηλαδή εθιμικοί κανόνες. Σε καμία Ελληνική περιοχή δεν υπήρχε γραπτός κώδικας νόμων πριν από τον 7ο αιώνα π.Χ. Ωστόσο, όσες κοινότητες είχαν καθιερώσει μία διαδικασία για τη διευθέτηση των διαφορών που προέκυπταν μεταξύ των μελών τους και για την τιμωρία των παραβατών μπορεί να θεωρηθούν ότι είχαν κάποιο νομικό σύστημα.

Οι δικαστές δίκαζαν με βάση το φυσικό δίκαιο, τις άγραφες διατάξεις, που στο παρελθόν απέβλεπε στη διατήρηση της αλληλεγγύης του γένους. Αλλά με τη διαμόρφωση του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας και την κοινωνική διαφοροποίηση οι άγραφες διατάξεις, λόγω της υποκειμενικότητας και της ελαστικότητας των ανθρώπων που τις εφάρμοζαν, δεν επαρκούσαν. Χρειάσθηκαν σκληροί και μακροχρόνιοι αγώνες για να προχωρήσουν οι Έλληνες από το έθιμο, που το ερμήνευαν οι ιερείς και οι άρχοντες -στις περισσότερες περιπτώσεις βέβαια “κατά το δοκούν” και σύμφωνα με το συμφέρον της κρατούσας τάξης- στο γραπτό νόμο, ο οποίος είχε σταθερότητα και χρησίμευε ως τροχοπέδη στις αυθαιρεσίες των αρχόντων.

Ίχνη κάποιων νομικών διαδικασιών είναι δυνατόν να εντοπιστούν στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Αν και στα Ομηρικά Έπη δεν υπάρχει πλήρης περιγραφή νόμων, παρατηρούνται ορισμένες διαδικασίες που αφορούν στην κρίση όσων κατηγορούνται για αδικήματα καθώς και στην επίλυση αντιδικιών. Το γεγονός ότι οι διαδικασίες αυτές δεν είναι όμοιες σε όλα τα μέρη των επών, μπορεί να οφείλεται στο ότι τμήματά τους συντέθηκαν σε διαφορετικές εποχές ή σε άλλες περιοχές. Έτσι όσες διαδικασίες αναφέρονται από τον Όμηρο δεν μπορούν να χρονολογηθούν με περισσότερη ακρίβεια ή να αποδοθούν σε συγκεκριμένο τόπο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ήταν σε ισχύ στον Ελληνικό κόσμο πριν από τον 7ο αιώνα π.Χ.

 

Απονομή Δικαιοσύνης

Η απονομή της δικαιοσύνης βρισκόταν στην αρμοδιότητα των αριστοκρατών. Αυτοί ασκούσαν άμεσο έλεγχο στα μέλη των οικογενειών τους και στους υποτακτικούς των οίκων τους. Άτομα που δεν ανήκαν στους αριστοκρατικούς οίκους γίνονταν οπαδοί τους με το να αναγνωρίζουν τον αριστοκράτη ως αρχηγό. Οι προστατευόμενοι έβλεπαν στο πρόσωπό του μία μορφή με κύρος και εξουσία, που εκτός των άλλων θα μπορούσε να διευθετεί τις διαφορές τους. Ο αρχηγός ήταν γνώστης των θεμίστων, των άγραφων δηλαδή διατάξεων, που θεμελίωναν την εσωτερική πειθαρχία και αποτελούσαν αρχές άγραφου δικαίου.

Είχε την εξουσία να επιλύει διαφορές που σχετίζονταν με ζητήματα ιδιοκτησίας και άσκησης καθηκόντων, να επιβλέπει την απονομή επιβραβεύσεων αλλά και την επιβολή τιμωρίας. Επιπλέον είχε τη δύναμη να επιβάλλει την απόφασή του σε όποιον είχε ενδοιασμούς να τη δεχτεί. Οι βασιλείς θεωρούνταν οι καταλληλότεροι να αποφανθούν ορθά κατά την εκδίκαση υποθέσεων, στην πράξη όμως μπορεί να μην κατέληγαν πάντοτε στις πιο σωστές αποφάσεις. Η αυθαιρεσία κατά την απονομή της δικαιοσύνης προκαλούσε αφορμές για δυσαρέσκεια. Στα Ομηρικά Έπη πάντως τα σχόλια για τις αποφάσεις των βασιλέων είναι γενικά ευνοϊκά, στο Έργα και Ημέραι όμως του Ησιόδου δίνεται μία αρνητική εικόνα.

Στο ποίημα αυτό ο Ησίοδος παροτρύνει τον αδελφό του Πέρση, σχετικά με τη διανομή της πατρικής τους περιουσίας, να καταλήξουν σε κάποια απόφαση ιδιωτικά και να μην εμπλακούν σε μία δίκη, όπου θα αποφασίσουν οι “δωροφάγοι” βασιλείς που βγάζουν κακές αποφάσεις. Ο βασιλιάς σε αυτή την περίπτωση πρέπει να ήταν ο άρχοντας των Θεσπιών, στην επικράτεια των οποίων ανήκε και το χωριό του Ησιόδου, η Άσκρα. Η συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί καλό παράδειγμα της απλής δικαστικής διαδικασίας που ήταν σε ισχύ στη Βοιωτία για την επίλυση των διαφορών, γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.

Επιπλέον, παρουσιάζει και την ευκολία με την οποία μπορούσε η απόφαση που προερχόταν από έναν μόνο δικαστή να κατηγορηθεί για προκατάληψη ή διαφθορά. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι εμφανίζεται και κάποιο άλλο είδος δικαστικής διαδικασίας, όπου η ετυμηγορία δεν υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα ενός μόνο άνδρα. Πρόκειται για τη δίκη από ένα συμβούλιο γερόντων ή ανδρών σε ηγετική θέση. Το καλύτερο παράδειγμα παρουσιάζεται στηνΙλιάδα, κατά την περιγραφή των σκηνών που κοσμούσαν την ασπίδα του Αχιλλέα, όπου η διεξαγωγή κάποιας δίκης συμπεριλαμβάνεται στις δραστηριότητες μιας πόλης σε περίοδο ειρήνης.

 

Ανθρωποκτονία

Χαρακτηριστικό παράδειγμα διαφοροποίησης στην επιβολή ποινής για το ίδιο αδίκημα αποτελεί η περίπτωση της ανθρωποκτονίας. Εάν ο φονιάς ανήκε σε άλλο γένος, το γένος του θύματος ήταν υποχρεωμένο να εκδικηθεί και το γένος του φονιά να μοιραστεί την ευθύνη. Η οικογένεια του φονευθέντος θα προχωρούσε σε αντεκδίκηση σκοτώνοντας το δράστη ή, σε περίπτωση που αυτός είχε φύγει για να γλιτώσει από την εκδίκηση των συγγενών του θύματος, κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς του. Mε αυτό τον τρόπο κάθε οικογένεια προσπαθούσε να δείξει ότι ήταν υπέρτερη στα ζητήματα τιμής. Πιθανό επακόλουθο αυτού του φαινομένου ήταν η βεντέτα μεταξύ των εμπλεκόμενων οικογενειών.

Άλλη ποινή που μπορούσε να επιβληθεί ήταν η εξορία του δράστη και η απομάκρυνσή του από την κοινότητα. Ως φυγάς, αποκομμένος από την προστασία του γένους, μπορούσε να επιβιώσει σε άλλο τόπο μόνο αν ζητούσε τη βοήθεια κάποιου ξένου ως ικέτης. Mία τρίτη δυνατότητα ήταν να αποδεχτεί η οικογένεια του φονευθέντος κάποια αποζημίωση από το δράστη, με τη μορφή χρυσού ή κάποιου άλλου πολύτιμου υλικού. Παραδείγματα στην Ιλιάδα δείχνουν ότι και οι τρεις ποινές -θανάτωση, εξορία και αποζημίωση- ήταν σε ισχύ, αλλά δεν είναι βέβαιο εάν ίσχυαν όλες συγχρόνως ή, σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, αν επέλεγε τον τρόπο τιμωρίας η οικογένεια του φονευθέντος ή ο ίδιος ο δράστης.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Εισαγωγή

H οικονομία των Σκοτεινών χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου εμφανίζεται πολύ διαφορετική ως προς τη δομή και τις λειτουργίες της από αυτή της Μυκηναϊκής εποχής. H παρακμή των Μυκηναϊκών κρατών και οι μεταναστεύσεις ορισμένων Ελληνικών φύλων στις περιοχές με Μυκηναϊκό παρελθόν προκάλεσαν την πλήρη κατάρρευση της οικονομικής οργάνωσης που είχε δημιουργηθεί γύρω από τα ανάκτορα. Σε αντίθεση με το συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό σύστημα των ανακτόρων, αυτή την εποχή δημιουργείται καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας και η οικονομία αποκτά οικογενειακό χαρακτήρα.

Kατά τον 11ο, 10ο ακόμη και τον 9ο αιώνα π.X. παρατηρείται σημαντική απουσία υλικών καταλοίπων από το μεγαλύτερο μέρος του Ελλαδικού χώρου, γεγονός που οδήγησε αρκετούς μελετητές να θεωρήσουν ότι οφείλεται σε ερήμωση και δημογραφικό μαρασμό. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικά κέντρα τα οποία ή δεν επηρεάστηκαν τόσο από τις νέες συνθήκες, όπως η Αθήνα, ή κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη Μινωική / Μυκηναϊκή παράδοση, όπως η Κρήτη. Οι πρώτες αλλαγές που σηματοδότησαν την αρχή μιας νέας εποχής ξεκίνησαν γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. με την ανανέωση των επαφών με την Κύπρο, μέσω της οποίας πιθανότατα έφτασε η γνώση της επεξεργασίας του σιδήρου στον Ελλαδικό χώρο.

H βαθμιαία αποκατάσταση των επαφών με την Ανατολή αποτελεί ένα από τα κυριότερα στοιχεία της εξέλιξης στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών χρόνων. Γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ. παρατηρείται μία πρώτη άνθιση τόσο στις εμπορικές και πολιτισμικές σχέσεις ανάμεσα στις περιοχές του Αιγαίου όσο και στις ανταλλαγές με την Εγγύς Ανατολή. H αληθινή αναγέννηση, ωστόσο, ξεκίνησε από το δεύτερο τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ. με την αύξηση του πληθυσμού, που πυροδότησε μία σειρά κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, όπως τη μεγαλύτερη εξειδίκευση της εργασίας και την ανάγκη για νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις.

Η εντατικότερη καλλιέργεια της γης δημιούργησε εμπορεύσιμα αποθέματα, τα οποία διοχετεύονταν σε μακρινές αγορές. Παράλληλα, η ανεπάρκεια των εκτάσεων γης και η δημιουργία ενός είδους αριστοκρατίας γαιοκτημόνων έστρεψαν όσους δε διέθεταν κλήρους στο εμπόριο. Η ανάπτυξη του εμπορίου δημιούργησε ευκαιρίες επαφής με άλλους λαούς και διευκόλυνε τις μεταξύ τους πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις. Τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη μελέτη της οικονομίας αυτής της εποχής είναι κυρίως αρχαιολογικά. Πληροφορίες συνάγονται από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ο οποίος ζει κατά τον 8ο με 7ο αιώνα π.Χ., καθώς και από τα Έργα και Ημέραι και τη Θεογονία του Ησιόδου.

Οι πληροφορίες όμως αυτές θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή και επιφύλαξη, καθώς αναφέρονται όχι μόνο στην οικονομική και κοινωνική διάρθρωση της εποχής του ποιητή αλλά και σε προγενέστερες. Έτσι, λόγω της ανεπάρκειας των γραπτών πηγών η έρευνα βασίζεται, ως επί το πλείστον, στη μελέτη των υλικών καταλοίπων, προκειμένου να επιχειρηθεί μία ανασύνθεση της οικονομίας.

 

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Η πλειοψηφία των Ελλήνων των Σκοτεινών χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου, όπως άλλωστε και των προγενέστερων αλλά και μεταγενέστερων εποχών, ζούσε από την αγροτική παραγωγή. Αν και δεν έχουν εντοπιστεί πολλά κατάλοιπα απλών εργαλείων, ειδών νοικοκυριού ή ακόμη και των ίδιων των οικημάτων, ο αγροτικός κόσμος ήταν το θεμέλιο της οικονομικής δραστηριότητας. H γη χρησιμοποιούνταν με κάθε τρόπο, για αγροτικές και κηπευτικές καλλιέργειες, ενώ η σημασία της κτηνοτροφίας φαίνεται από το ότι ο πλούτος υπολογιζόταν συχνά από τον αριθμό των ζώων, ιδιαίτερα των βοοειδών.

Η αγροτική παραγωγή αποτελούσε κύρια πηγή πλούτου είτε όταν καταναλωνόταν στο πλαίσιο του οίκου είτε όταν το πλεόνασμά της γινόταν αντικείμενο εμπορικής ανταλλαγής. Στα Ομηρικά Έπη οι κλήροι και τα κοπάδια των ευγενών συνήθως είχαν την ίδια σημασία στις περιπτώσεις που αναφέρονταν οι περιουσίες τους. Η γεωργία πρέπει να έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο στα κατώτερα στρώματα, καθώς η μέση περιουσία αποτελούνταν από ένα σπίτι και ένα κομμάτι γης. Ίσως ο ποιητής αναφερόταν σε έναν κόσμο όπου οι περιουσίες των περισσότερων ήταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και μόνο οι πλούσιοι είχαν επιπλέον και κοπάδια ζώων.

Εάν είναι έτσι, τότε η συχνή μνεία βοοειδών και αιγοπροβάτων γινόταν όχι γιατί τα ζώα ήταν τόσο κοινά, αλλά γιατί αποτελούσαν ένα είδος περιουσίας με κύρος. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η κτηνοτροφία αποτελούσε τη βασική πηγή διατροφής κατά τους Σκοτεινούς χρόνους, ενώ η καλλιέργεια της γης ήταν απρογραμμάτιστη και σποραδική, έγινε όμως πολύ πιο εντατική και συστηματική κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής περιόδου, μια και ήταν πιο αποτελεσματικός τρόπος για να τραφεί ο ταχύτατα αυξανόμενος πληθυσμός. Η υπόθεση όμως αυτή παραμένει ακόμη ανοιχτή.

Η μελέτη των σκελετικών υπολειμμάτων μιας οικογένειας της Ύστερης Γεωμετρικής περιόδου που τάφηκε στο χώρο της μεταγενέστερης Αθηναϊκής Αγοράς, έδειξε ότι το γάλα και το κρέας κάλυπταν σημαντικό ποσοστό της διατροφής της. Αντίθετα, στα Ομηρικά Έπη οι άνθρωποι γενικά περιγράφονταν ως καταναλωτές κρασιού και άρτου και όχι ως κρεοφάγοι. Αν και το κρέας συμπεριλαμβανόταν σχεδόν πάντα στη διατροφή ενός Ομηρικού ευγενή, δε φαίνεται ότι αποτελούσε τη βάση της δίαιτάς του. Οι περιπτώσεις που καταναλωνόταν το κρέας φαίνεται ότι ήταν ειδικές, όπως στην περίπτωση που δέχονταν επισκέπτες ή μετά από θυσίες προς τους θεούς.

Γι’ αυτό ίσως και γινόταν ιδιαίτερος λόγος για την προετοιμασία του κρέατος, ενώ η αναφορά στην κατανάλωση ψωμιού και κρασιού ήταν πολύ σύντομη. Η επιθυμία των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων για μεγαλύτερη ποικιλία βιοτεχνικών και καλλιτεχνικών προϊόντων, που προέρχονταν είτε από την Ανατολή είτε από τοπικά εργαστήρια, επέφερε την ανάπτυξη του εμπορίου κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. και την αύξηση της αγροτικής παραγωγής σε ορισμένες περιοχές πέρα από τα επίπεδα ικανοποίησης των τοπικών αναγκών ώστε το περίσσευμά της να χρησιμοποιηθεί ως αντάλλαγμα για την απόκτηση των παραπάνω προϊόντων.

Οίκος και Παραγωγή

Βασική οικονομική μονάδα κατά τους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο αποτελούσε, όπως και στις επόμενες περιόδους, ο οίκος. Πρόκειται για το σύνολο αφενός των προσώπων που συνοικούσαν, συνδέονταν με δεσμούς συγγένειας ή επικυριαρχίας και διατελούσαν κάτω από την εξουσία του οικογενειάρχη και αφετέρου των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων που εξασφάλιζαν την υλική ύπαρξή του. Η βασική πηγή πλούτου για κάθε οίκο ήταν η γη, η οποία χρησιμοποιούνταν για διάφορες καλλιέργειες. Ο πλούτος των μεγάλων γαιοκτημόνων υπολογιζόταν με βάση τον αριθμό των ζώων, ιδιαίτερα των βοδιών, που είχαν στα κτήματά τους.

Σημαντικός παράγοντας για τις δραστηριότητες και την οικονομική δύναμη του οίκου ήταν το μέγεθός του. Η παραγωγή τροφής αλλά και η έκταση της καλλιεργήσιμης γης εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τον αριθμό των ατόμων που συμμετείχαν στην οικονομική ζωή του. Σύμφωνα με τα Ομηρικά Έπη, η εργασία δεν περιοριζόταν μόνο στους δούλους και τους κοινωνικά ασθενέστερους. Στην παραγωγή μετείχαν ο επικεφαλής του οίκου, όσοι από την οικογένειά του ήταν σε θέση να εργαστούν καθώς και δούλοι, ενώ την κατανάλωση των αγαθών απολάμβαναν όλα τα μέλη του, εργαζόμενα ή μη. Το ιδεώδες της εποχής ήταν η αυτάρκεια του οίκου.

Ο οίκος, στο βαθμό που ήταν δυνατό, έπρεπε να είναι σε θέση να παράγει ό,τι χρειαζόταν για την ύπαρξή του. Για το σκοπό αυτό επιδιωκόταν ο συνδυασμός γεωργικών και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων με ποικιλία καλλιεργειών και ζώων, ενώ τα μέλη του συμμετείχαν σε διάφορες ασχολίες. Όλες οι εργασίες μεταποίησης των πρώτων υλών που παρήγαν η γη και τα ζώα σε είδη διατροφής και ενδυμασίας καθώς και η κατασκευή ορισμένων εργαλείων, επίπλων ή σκευών, γίνονταν στο εσωτερικό του. Στον καταμερισμό της εργασίας υπήρχε σίγουρα διάκριση ως προς το φύλο. Η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, οι μεταφορές, οι κατασκευές και οι διάφορες επισκευές ήταν αρμοδιότητες των ανδρών.

Oι γυναίκες εκτελούσαν όλο τον κύκλο της παρασκευής της τροφής καθώς και την παραγωγή των ενδυμάτων. Οικιακές δραστηριότητες όπως το γνέσιμο και η υφαντική μαρτυρούνται από την αποκάλυψη μεγάλου αριθμού υφαντικών βαρών και σφονδυλιών κατά τις ανασκαφές των οικισμών. Παρόλο που δεν έχουν διασωθεί υφάσματα, αυτά τα πήλινα ή καμιά φορά λίθινα αντικείμενα βοηθούν στην κατανόηση του τρόπου κατασκευής τους. Από εκεί και πέρα υπήρχαν διαφορές μεταξύ των πλούσιων και φτωχών οικογενειών. Οι οίκοι στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα κατείχαν μικρούς κλήρους και λίγα ζώα, ενώ στις ανώτερες βαθμίδες διέθεταν αφθονότερα τρόφιμα, περισσότερα και πολυτελέστερα είδη ρουχισμού, αντάλλασσαν δώρα.

 

– Συσσώρευση Πλούτου

Για τους ήρωες των ομηρικών επών η αποθησαύριση ήταν θέμα περηφάνιας, προβολής και δύναμης. Tο κύρος ενός πολεμιστή εξαρτιόταν από το μέγεθος του θησαυροφυλακίου του αλλά και από τη λαμπρότητα των δώρων που μπορούσε να κάνει σε φιλοξενούμενούς του της ίδιας κοινωνικής θέσης. O συσσωρευμένος πλούτος, που ήταν κυρίως αποθέματα δημητριακών, πιθάρια με κρασί ή λάδι, υφάσματα και άλλα προϊόντα της οικοτεχνίας καθώς και διάφορα μέταλλα είτε με τη μορφή ακατέργαστων πλίνθων είτε ως όπλα, τρίποδες και λέβητες, φυλασσόταν σε ειδικό δωμάτιο του σπιτιού.

Η αποθήκευση του πλούτου ανιχνεύεται στο αρχαιολογικό υλικό τόσο στα αρχιτεκτονικά λείψανα και τη χονδροειδή κεραμική, όσο και στα πήλινα ομοιώματα αποθηκευτικών χώρων που σχετίζονται ιδιαίτερα με τη φύλαξη καρπών. Μία από τις πιο σημαντικές κατηγορίες χονδροειδών αγγείων είναι οι πίθοι, τα μεγάλα δηλαδή αποθηκευτικά αγγεία. Αυτό το είδος συναντάται ήδη από την εποχή του Χαλκού σε διάφορες περιοχές τόσο της ηπειρωτικής όσο και της νησιωτικής Ελλάδας και χρησιμεύει στην εναποθήκευση κρασιού, λαδιού, δημητριακών και βρόχινου νερού.

Στα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σπιτιών της Ζαγοράς στην Άνδρο ανήκαν οι κτιστοί λίθινοι πάγκοι κατά μήκος ενός ή περισσότερων τοίχων κάποιου δωματίου, σε πολλούς από τους οποίους βρέθηκαν σειρές σφηνωμένων πίθων ή οπές για την υποδοχή τους. Για την αποθήκευση δημητριακών ή νερού χρησιμοποιούνταν και σκαφοειδή πέτρινα δοχεία που βρέθηκαν μέσα σε δωμάτια και αυλές των σπιτιών του ίδιου οικισμού. Στη Σμύρνη βρέθηκαν λείψανα κυκλικής σιταποθήκης που χρονολογούνται στον 8ο αιώνα π.Χ.

Από μία γυναικεία ταφή των μέσων του 9ου αιώνα π.X. στον Άρειο Πάγο της Αθήνας, προέρχεται ένα πήλινο σκεύος που έχει τη μορφή επιμήκους στενής λάρνακας με πώμα, το οποίο επιστέφεται από πέντε μικρογραφίες σιταποθηκών στη σειρά. H λειτουργία του φαίνεται ότι ήταν περισσότερο συμβολική παρά πρακτική. Mάλλον υποδήλωνε ότι η νεκρή ανήκε σε μία ανώτερη κοινωνική τάξη, η οποία αντλούσε τον πλούτο της από τη γεωργική παραγωγή.

 

Γεωργία

Τα ίδια γεωργικά είδη, όπως δημητριακά, ελιές και κλήματα αμπέλου, που είχαν εγκλιματιστεί στην Ελλάδα από την εποχή του Χαλκού, εξακολούθησαν να καλλιεργούνται και κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου. Επίσης δεν άλλαξαν, σε σύγκριση με την προηγούμενη εποχή, τα εργαλεία και η μεθοδολογία των καλλιεργητών. Παρά το γεγονός ότι από τον 11ο αιώνα π.Χ. εμφανίστηκαν στον Ελλαδικό χώρο αντικείμενα από σίδηρο, και ιδιαίτερα όπλα, τα άροτρα εξακολουθούσαν να είναι ξύλινα. Aυτό είχε σαν αποτέλεσμα η άροση να γίνεται με δυσκολία και να μη φτάνει σε βάθος, μολονότι για την έλξη των αρότρων χρησιμοποιούνταν βόδια.

H ανάλυση των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων των οικισμών μπορεί να μας δώσει σαφέστερη εικόνα για τη διατροφή και τις γεωργικές δραστηριότητες των ανθρώπων αυτής της περιόδου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του οικισμού δυτικά του χωριού Καστανάς, δίπλα στον Αξιό ποταμό στη Μακεδονία. H μελέτη των φυτικών λειψάνων έδειξε ότι στην πρώιμη εποχή του Σιδήρου σημειώθηκε μία οπισθοδρόμηση σε ότι αφορά στην ποικιλία των καλλιεργούμενων φυτών. Αντίθετα, βελτιώθηκε σημαντικά η ποιότητα της παραγωγής και αυξήθηκε το μέγεθος των καρπών. Tα σπουδαιότερα δημητριακά ήταν το κριθάρι και το δίκοκκο σιτάρι.

Εκτός αυτών καλλιεργούνταν ακόμη, αλλά σε περιορισμένη έκταση, κεχρί, όσπρια και ελαιοπαραγωγά φυτά. Ελάχιστες είναι οι ενδείξεις καλλιέργειας κηπευτικών ή συλλογής καρπών. Κλήματα αμπέλου και συκιές κάλυπταν ένα μέρος της έκτασης, που ανήκε στον οικισμό. Ενδείξεις μπορούμε να έχουμε επίσης και από τα λιγοστά απομεινάρια νεκρόδειπνων, που βρέθηκαν σε Αθηναϊκούς κυρίως τάφους. Τα απανθρακωμένα φρούτα ήταν σταφύλια και σύκα.

Τα σχήματα των αγγείων της κεραμικής επιβεβαιώνουν έμμεσα το είδος των προϊόντων: κρατήρες και οινοχόες για το κρασί, λήκυθοι και αρύβαλλοι για το ελαιόλαδο, ομοιώματα σιταποθηκών που φανερώνουν το ενδιαφέρον για τα δημητριακά. Υπάρχουν επίσης τα λείψανα κυκλικής σιταποθήκης στη Σμύρνη και τα θεμέλια τριών απροσδιόριστων κτισμάτων στο λόφο της Ξερόπολης στο Λευκαντί της Εύβοιας, τα οποία θα μπορούσαν να είναι σιταποθήκες, ελαιοτριβεία ή ληνοί. Η γεωργία στην εποχή του Σιδήρου παρουσιάζει τη μορφή ενός συστήματος, που λειτουργεί αρμονικά και εγγυάται στον πληθυσμό μία κανονική ζωή από τους καρπούς του δικού του μόχθου.

 

Κτηνοτροφία

Στους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο ο ρόλος και η σημασία της κτηνοτροφίας στην οικονομική ζωή ήταν το ίδιο σημαντικός με εκείνον της γεωργίας. Εκτάσεις που ερημώνονταν ύστερα από καταστροφές δε χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους της περιοχής για γεωργική καλλιέργεια αλλά συνήθως μετατρέπονταν σε βοσκοτόπια, κάτι που δεν απαιτούσε ιδιαίτερη φροντίδα για να πραγματοποιηθεί. Τα είδη των ζώων ήταν ίδια με αυτά που συναντούμε στην Ελλάδα ήδη από τη Νεολιθική εποχή και την εποχή του Χαλκού. Τα αιγοπρόβατα εκτρέφονταν τόσο για το κρέας όσο και για τα άλλα προϊόντα τους (γάλα, μαλλί, προβιές), ενώ τα βοοειδή όχι τόσο για το κρέας τους όσο για το γάλα και την κοπριά.

Από αυτά προέρχονταν και τα περισσότερα ζώα θυσίας. Για τις διάφορες εργασίες χρησιμοποιούσαν βόδια και ιπποειδή, εκτός του αλόγου. Το τελευταίο ήταν ζώο πολυτελείας, το κατείχαν οι πλούσιοι και χρησιμοποιούνταν στον πόλεμο και το κυνήγι. Τα ήμερα πουλερικά ήρθαν ίσως για πρώτη φορά στον Ελλαδικό χώρο κατά τη Γεωμετρική περίοδο. Ένδειξη γι’ αυτό αποτελούν δύο πήλινα ειδώλια πετεινών που βρέθηκαν σε μία παιδική ταφή από την Αθήνα, η οποία χρονολογείται γύρω στα 740 π.Χ. Η περίπτωση της Ζαγοράς στην Άνδρο προσφέρει τη σπάνια ευκαιρία να ερευνηθεί η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και τα προβλήματα διατροφής μέσω της μελέτης των οστών των ζώων.

Από τα οστά εξημερωμένων ζώων που βρέθηκαν στην περιοχή διαπιστώνεται πως τα αιγοπρόβατα ήταν τα περισσότερα, ενώ οι χοίροι και τα βοοειδή βρέθηκαν σε μικρότερες ποσότητες. Παρόμοια εικόνα σχηματίζεται και από τα λιγοστά απομεινάρια νεκρόδειπνων που βρέθηκαν σε αθηναϊκούς κυρίως τάφους αυτής της εποχής. Στα ομηρικά έπη ο πλούτος μετριόταν με κεφάλια βοδιών. Oι ήρωες εμφανίζονταν ως ιδιοκτήτες αναρίθμητων κοπαδιών και οι μεγαλύτεροι γαιοκτήμονες είχαν δούλους ή προσλάμβαναν επαγγελματίες βοσκούς για τη φροντίδα των κοπαδιών τους.

H εικόνα ενισχύεται από τα αναθήματα που προσφέρονταν στα ιερά της Ελλάδας. Στην Ολυμπία οι προσφορές άρχισαν από το τέλος του 10ου αιώνα π.Χ. και ήταν βασικά ομοιώματα ζώων, των οποίων ο αριθμός μειώθηκε στους επόμενους αιώνες. Στο ιερό της Αρτέμιδος στις Φερές της Θεσσαλίας διαπιστώθηκε η ύπαρξη μικρών ορειχάλκινων ομοιωμάτων ζώων που πιθανόν κατασκευάστηκαν στη Μακεδονία.

 

ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ

Η βιοτεχνία στην Ελλάδα των Σκοτεινών χρόνων κάλυπτε τις τοπικές ανάγκες, χωρίς τη δυνατότητα να προβαίνει σε σημαντικές εξαγωγές και να τροφοδοτεί το διαμετακομιστικό εμπόριο. Δεν υπήρχαν ούτε τα ανακτορικά εργαστήρια των μυκηναϊκών χρόνων, ούτε οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που θα μπορούσαν να αντέξουν το κόστος κατασκευών από πολύτιμα υλικά και με επιμελημένη εργασία. Έτσι, σε αυτές τις κοινωνίες διατηρήθηκαν οι κλάδοι που παρήγαν είδη πρώτης ανάγκης. Βασικές ανάγκες της καθημερινής ζωής καλύπτονταν, ως επί το πλείστον, στο εσωτερικό του οίκου.

Στο βαθμό που τα εργαστήρια ανήκαν στο χώρο τροφοδότησης κάποιων αγροτικών νοικοκυριών, δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για κανονικό εμπόριο. Η ανάγκη για προϊόντα που θα παράγονταν τοπικά, όπως ήταν ο οπλισμός και τα μεγάλα γραπτά αγγεία, έκαναν επιτακτική την απεξάρτηση των τεχνιτών από κάποιες μόνο ισχυρές οικογένειες. Έτσι, με τον καιρό τα εργαστηριακά επαγγέλματα άρχισαν να αναπτύσσονται εκτός των ορίων του οίκου. Αν και η δουλειά των τεχνιτών φαίνεται ότι εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τις προτιμήσεις των αριστοκρατών, ιδιαίτερα όσον αφορά στα έργα που γίνονταν κατά παραγγελία, οι τεχνίτες δούλευαν ως ελεύθεροι επαγγελματίες.

Ετοίμαζαν προϊόντα για να αντιμετωπίσουν την όποια ζήτηση, αλλά εκτελούσαν και παραγγελίες πελατών, οι πλουσιότεροι από τους οποίους πρόσφεραν την κατάλληλη πρώτη ύλη. Η διάθεση των έργων τους γίνονταν μέσα στο πλαίσιο του ανταλλακτικού εμπορίου, αλλά δεν πρέπει να υπήρχε καθορισμένη σταθερή τιμή για την αξία τόσο της εργασίας τους όσο και των προϊόντων της τέχνης τους. Από τα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ. και μετά, οι συχνές επαφές με την Ανατολή αύξησαν την ποσότητα των εισαγόμενων πρώτων υλών, οι οποίες μπορούσαν πλέον να καλύψουν περισσότερες παραγγελίες, και παράλληλα διευκόλυναν τις πολιτισμικές επιδράσεις.

Η διεύρυνση των εργασιών και η απομίμηση έργων ανατολικών εργαστηρίων έδωσαν στους τεχνίτες την ευκαιρία να εξασκηθούν, να πλουτίσουν τις γνώσεις και να βελτιώσουν την επιδεξιότητά τους. Tα εργαστήρια περιοχών με έντονη εμπορική δραστηριότητα, όπως η Εύβοια, η Αττική, η Ρόδος, η Σάμος, η Κρήτη, η βορειοανατολική Πελοπόννησος, συνέβαλαν στην τεχνική πρόοδο και την ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Στα Ομηρικά Έπη τα έργα της τέχνης ασκούν μία γοητεία και οι ικανότητες του τεχνίτη θεωρούνται Θείο δώρο. Κάθε επιδέξιος τεχνίτης ονομάζεται γενικά τέκτων, που σημαίνει ξυλουργός, κτίστης, επιπλοποιός.

Διακρίνονται τα επαγγέλματα του χαλκέα, ο κατεξοχήν όρος που δηλώνει την απασχόληση γενικά με τα μέταλλα, του χρυσοχόου, του κεραμέα και του αρματοπηγού. Αναφέρονται επίσης και λίγοι επώνυμοι τεχνίτες όπως ο σκυτοτόμος Τύχης, ο τέκτονας Ικμάλιος, ο χρυσοχόος Λαέρκης, ο ναυπηγός Φέρεκλος καθώς και ο Επειός που κατασκεύασε το Δούρειο Ίππο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την πρόθεση του τεχνίτη – δημιουργού να βγει από την ανωνυμία και να τονίσει το ιδιαίτερο ατομικό του επίτευγμα αποτυπώνεται σε ένα όστρακο από τις Πιθηκούσσες που φέρει την πιο πρώιμη υπογραφή κεραμέα.

 

Εργαστήρια Μεταλλουργίας

Η τεχνική της εξαγωγής καθαρών μετάλλων από μίγματα και χημικές ενώσεις είχε διαμορφωθεί από την εποχή του Χαλκού για τα είδη που ήταν τότε σε χρήση. Νέο βήμα, πολύ σημαντικό στους Σκοτεινούς χρόνους, αποτέλεσε η ανακάλυψη μεθόδων για την εξαγωγή σιδήρου από σιδηρούχα μεταλλεύματα καθώς και για την κατεργασία του καθαρού μετάλλου. Οι σχετικές εφευρέσεις μεταφυτεύτηκαν στην Ελλάδα από την Ανατολή κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. Η χρησιμοποίηση του σιδήρου το 10ο αιώνα π.Χ. γενικεύτηκε σε μεγάλο βαθμό. Εκτός από πόρπες, περόνες και δαχτυλίδια κατασκευάζονταν ξίφη και εγχειρίδια που αποδεικνύουν την εμφάνιση μίας τοπικής βιοτεχνίας και την επικράτηση νέας τεχνολογίας.

Ο κατεξοχήν τεχνίτης στα Ομηρικά Έπη, ο θεός Ήφαιστος, είναι μεταλλουργός. Το εργαστήριό του, που βρίσκεται δίπλα στην κατοικία του στον Όλυμπο, αποτελεί τυπικό παράδειγμα εργαστηρίου επεξεργασίας χαλκού, σιδήρου αλλά και χρυσού. Ίχνη μεταλλουργικών δραστηριοτήτων έχουν σωθεί σε διάφορα μέρη τόσο στον Ελλαδικό χώρο όσο και σε περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν Έλληνες άποικοι. Στο Άργος εντοπίστηκε κλίβανος για την επεξεργασία αργύρου, που χρονολογείται στην πρώιμη Πρωτογεωμετρική περίοδο.

Οι ανασκαφές στο Θορικό της νότιας Αττικής αποκάλυψαν ένα μεγάλο χώρο εφοδιασμένο με κτιστούς λίθινους πάγκους και πολλές λεκάνες λαξευμένες στο δάπεδο και έδειξαν ότι ήδη από τον 9ο αιώνα π.Χ. γινόταν κατεργασία αργύρου από τα γειτονικά μεταλλεία του Λαυρίου. Σε δύο από αυτές τις λεκάνες βρέθηκε μία ουσία γνωστή ως λιθάργυρος, δηλαδή το υπόλειμμα του μολύβδου που κατακαθόταν ύστερα από την εξαγωγή του αργύρου με κυπέλλωση. Tα υπολείμματα από γύψινες μήτρες για την κατασκευή τριπόδων που βρέθηκαν στο Λευκαντί δείχνουν ότι εργαστήρια χαλκουργών πρέπει να υπήρχαν εκεί από τα τέλη του 10ου αιώνα π.Χ. περίπου.

Κατάλοιπα σιδηρουργικών εργασιών βρέθηκαν σε διάφορα σημεία, όπως κοντά στο τείχος της Ζαγοράς στην Άνδρο και υποδηλώνουν την ύπαρξη εργαστηρίων σιδηρουργίας μέσα στην οχυρωμένη πόλη. Πιο εντυπωσιακές όμως είναι οι μεταλλοτεχνικές εγκαταστάσεις του 8ου αιώνα π.Χ., που ανασκάφηκαν στην περιοχή Μετζαβία στις Πιθηκούσσες. Αποτελούνταν από δύο εργαστήρια επεξεργασίας χαλκού, σιδήρου και μολύβδου με τους κλιβάνους τους, καθώς και ένα συνεχόμενο χώρο για κατοικία. Oι δύο κύριοι τρόποι κατασκευής μεταλλικών αντικειμένων ήταν η χύτευση λειωμένου κράματος σε κατάλληλα διαμορφωμένη μήτρα και η σφυρηλάτηση.

Στην τελική διακόσμησή τους εκτός από την εγχάραξη, που συνήθως απέδιδε τις λεπτομέρειες, εφαρμοζόταν και η τεχνική του χτυπητού ανάγλυφου, όπου χρησιμοποιούνταν λίθινες μήτρες για την αποτύπωση των εικονιστικών μοτίβων σε μεταλλικά ελάσματα. Ορισμένες φορές οι μήτρες κάποιου εργαστηρίου μπορεί να προέρχονταν από άλλα εργαστηριακά κέντρα της εποχής, γι’ αυτό και η τεχνοτροπία των παραστάσεων στα προϊόντα του πιθανόν να παρουσιάζει βασικές διαφορές. Για παράδειγμα, δεν αποκλείεται η λίθινη μήτρα που χρησιμοποιήθηκε για τη διακόσμηση ενός χρυσού διαδήματος σε εργαστήριο της Ερέτριας στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. να προερχόταν από την Αττική.

Tα έργα της μεταλλουργίας είναι συχνά ένας αξιόπιστος δείκτης ευημερίας, που μπορεί να οφείλεται είτε σε ενδογενή πλούτο είτε σε επιτυχημένες εμπορικές συναλλαγές. Ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ανάπτυξη της μεταλλουργικής τέχνης και μαρτυρούν τον πλούτο που αρχίζει να συρρέει στις Ελληνικές πόλεις εξαιτίας των συστηματικών επαφών με την Ανατολή, είναι η κατασκευή μεγάλων χάλκινων τριπόδων. Τα σκεύη αυτά πριν από τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. τα βρίσκουμε σχεδόν αποκλειστικά σε ταφές, ενώ από την Ύστερη Γεωμετρική περίοδο στην πλειονότητά τους συναντώνται ως αναθήματα σε ιερά.

Γίνεται έτσι φανερό ότι από τον 8ο αιώνα π.Χ. οι θεοί λαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του υπάρχοντος πλούτου. Ίσως δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι εργαστήρια μετάλλων πολύ συχνά βρίσκονται σε δημόσιους χώρους ή σε άμεση επαφή με Ιερά. Η σχέση αυτή εργαστηρίων και Ιερών έχει βεβαιωθεί ανασκαφικά στην Έγκωμη της Κύπρου, που εγκαταλείφτηκε τον 11ο αιώνα π.Χ., και κατά τη Γεωμετρική περίοδο στην Ολυμπία, τον Ωρωπό, την Τεγέα και την Ερέτρια.

 

Εργαστήρια Κεραμικής

Η αγγειοπλαστική ήταν ένας κλάδος που παρήγε είδη πρώτης ανάγκης χρησιμοποιώντας φθηνές πρώτες ύλες. Κατά τη διάρκεια των πρώιμων χρόνων ήταν ενσωματωμένη στην οικιακή οικονομία, όπως και η υφαντική, ή εξασκούνταν από περιπλανώμενους κεραμείς. Από τη Γεωμετρική όμως περίοδο ανεξαρτητοποιήθηκε και συγκαταλέχθηκε στις επαγγελματικά οργανωμένες χειροτεχνικές επιχειρήσεις. Φαίνεται πως από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. οι κεραμείς είχαν τη δική τους συνοικία σε ορισμένους μεγάλους οικισμούς.

Από τα εργαστήριά τους απέμειναν ελάχιστα ή καθόλου ίχνη, αλλά μπορούν να εντοπιστούν σε θέσεις όπου βρέθηκαν συγκεντρωμένα πολλά κακοψημένα δοκιμαστικά όστρακα, όπως για παράδειγμα στη δυτικότερη συνοικία της Κορίνθου και στο χώρο της μεταγενέστερης Αθηναϊκής Αγοράς. Η μετάβαση από την Υπομυκηναϊκή στην Πρωτογεωμετρική κεραμική χαρακτηρίζεται από την τεχνική πρόοδο που συντελέστηκε στην κατασκευή των γραπτών αγγείων και επιτάχυνε την παραγωγή. Oι τεχνίτες χρησιμοποιούσαν πλέον έναν ταχέως περιστρεφόμενο κεραμικό τροχό με φανερά αποτελέσματα στην ισορροπία και την κομψότητα των σχημάτων.

O πηλός ήταν πολύ καλύτερα καθαρισμένος, το επίχρισμα, όπου χρησιμοποιούνταν, ήταν πολύ καλής ποιότητας ενώ το βερνίκι ήταν μαύρο και στιλπνό. Επιπλέον, η χάραξη των ομόκεντρων κύκλων, που παρέμειναν ως τυπικό διακοσμητικό μοτίβο, δε γινόταν πια με ελεύθερο χέρι αλλά με διαβήτη, του οποίου το ένα σκέλος αποτελούνταν από ένα πινέλο με πολλές άκρες. Τα πολυάριθμα κεραμικά εργαστήρια ακολουθούσαν το καθένα το δικό του δρόμο και εξέφραζαν το ίδιο πνεύμα με διαφορετικούς τρόπους. Η γεωμετρική τέχνη εμφάνιζε αρχικά μικρές διαφοροποιήσεις ανάλογα με τα τοπικά εργαστήρια, οι οποίες γίνονταν όλο και πιο έντονες.

Οπωσδήποτε μέσα στον 8ο αιώνα π.X. διακρίνεται ένα πλήθος εργαστηρίων, στην Αττική, την Εύβοια, τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, που επιτρέπει να ξεχωρίσουμε την τεχνοτροπία της κάθε περιοχής και να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή της.

 

ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ

Στους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο, όπως άλλωστε και σε παλαιότερες εποχές, η ανάγκη να καλυφτούν τα κενά της οικονομίας του οίκου και να αποκτηθούν δούλοι, μέταλλα ή πολύτιμα αντικείμενα με μέσα άλλα, πέραν του πολέμου που πάντα εγκυμονούσε κινδύνους, αναπόφευκτα οδήγησε σε ένα σύστημα ανταλλαγών σε είδος, με αναγνωρισμένες αξίες για τα διάφορα προϊόντα.

Για τα αγαθά που είχαν γίνει αντικείμενα καθημερινών συναλλαγών διαμορφώνονταν τιμές που τις συνέθεταν η γενική αξιολόγηση της χρησιμότητας και της ιεράρχησής τους σε συσχετισμό με άλλες ανάγκες, και οι τρέχουσες πιέσεις των νόμων της προσφοράς και της ζήτησης. Οι ανταλλαγές, ανάλογα με το ρόλο που είχε σε αυτές το κέρδος, μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη, την τεχνική του δώρου και του αντίδωρου, λειτουργούσε η έννοια της ισοδυναμίας των ανταλλασσόμενων αντικειμένων και αποκλειόταν αυτή του κέρδους. Αντίθετα στη δεύτερη, το εμπόριο, το κέρδος αποτελούσε το κίνητρο για αυτού του είδους τις δραστηριότητες.

 

Δώρα

Μία τεχνική ανταλλαγών, η οποία μαρτυρείται αρκετά συχνά στα έπη του Ομήρου και ιδιαίτερα στην Οδύσσεια, είναι ο θεσμός των δώρων. Τα δώρα, απαραίτητα σε μία πληθώρα περιστάσεων, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στους ανώτερους κοινωνικούς κύκλους των Ομηρικών ηρώων. H προσφορά τους, παρόλο που φαινομενικά ήταν μία ελεύθερη και εκούσια πράξη, στην πραγματικότητα ήταν σχεδόν υποχρεωτική. Κάθε δώρο αποτελούσε είτε αντάλλαγμα για την παροχή υπηρεσιών είτε αποζημίωση για να απαλυνθεί κάποια προσβολή είτε, τις περισσότερες φορές, εκδήλωση φιλοφρόνησης προς τους επισκέπτες.

Στην τελευταία περίπτωση μάλιστα δε δινόταν μόνο για ευχαρίστηση, αλλά αποσκοπούσε στο να προκαλέσει κάποιο αντίδωρο, άμεσα ή σε χρόνο μεταγενέστερο, όπως στην περίπτωση που ο δωρητής θα ήταν φιλοξενούμενος του παραλήπτη. Αυτού του είδους οι συναλλαγές δεν είχαν εμπορικό χαρακτήρα, αφού αποκλειόταν κάθε έννοια κέρδους. Αντίθετα, κυριαρχούσε η έννοια της ισοδυναμίας: το αντίδωρο έπρεπε να είναι ανάλογο προς το αρχικό δώρο. Τέτοιου είδους ανταλλαγές γίνονταν έτσι αποδεκτές στο πλαίσιο των αριστοκρατικών αξιών.

Τα δώρα, πέρα από το ρόλο τους στην οικονομία της εποχής, αφού μέσω της ανταλλαγής τους ήταν δυνατόν να καλύπτονται τα κενά της αυτάρκειας του αριστοκρατικού οίκου, είχαν και συμβολικό χαρακτήρα. Αποτελούσαν σημείο αναγνώρισης της ισότητας μεταξύ των αριστοκρατών και η αξία τους ενίσχυε το κύρος τόσο του δωρητή όσο και του παραλήπτη.

 

Εμπόριο

Για την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου ο 12ος και εν μέρει ο 11ος αιώνας π.Χ. έχουν χαρακτηριστεί από πολλούς σύγχρονους ερευνητές ως περίοδος αναστάτωσης και κρίσης, αφού στη διάρκειά τους τοποθετείται μία σειρά από γεγονότα όπως η παρακμή υπαρχόντων κοινωνικών συστημάτων και οι μετακινήσεις διαφόρων λαών. Oι αναταραχές κατέστησαν ανασφαλείς τις θαλάσσιες οδούς και επομένως εμπόδισαν την ομαλή επικοινωνία και το εμπόριο. Οι επαφές, αν και δε σταμάτησαν, μειώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών χρόνων οι εισαγωγές στον Ελληνικό χώρο ήταν αρκετά περιορισμένες.

H έλλειψη ειδών από κεχριμπάρι και ελεφαντόδοντο, πολύτιμων λίθων, σκαραβαίων καθώς και ειδών από ορείχαλκο από τους τάφους αυτής της εποχής οδήγησε αρκετούς μελετητές να υποστηρίξουν ότι οι επαφές μεταξύ του Ελλαδικού χώρου και της Ανατολής είχαν διακοπεί. Σύμφωνα όμως με τα νεότερα στοιχεία της έρευνας, φαίνεται ότι η απομόνωση δεν πρέπει να ίσχυσε τουλάχιστον για την Κύπρο, την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα. Η προοδευτική αποκατάσταση των επαφών με την Ανατολή μετά την αποδυνάμωσή τους, που σημειώθηκε στο τέλος της εποχής του Χαλκού, αποτελεί ένα από τα κυριότερα στοιχεία της εξέλιξης στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών χρόνων.

Η βαθμιαία βελτίωση των συνθηκών ζωής έκανε πιο συστηματικές τις θαλάσσιες επικοινωνίες από τα τέλη του 10ου αιώνα π.Χ. και σε όλη τη διάρκεια του 9ου και του 8ου αιώνα π.Χ. παρά τους κινδύνους που συνέχισαν να ελλοχεύουν. Oι αναπόφευκτες δυσκολίες της αγροτικής οικονομίας πιθανότατα οδήγησαν κάποιους να ασχοληθούν με το εμπόριο. Σημαντικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου υπήρξαν η ανάγκη για πρώτες ύλες καθώς και η επιθυμία των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων να αποκτήσουν αγαθά από άλλα μέρη της Μεσογείου. Από τα εμπορευόμενα είδη υπερείχαν από άποψη όγκου και σημασίας τα μέταλλα και τα αγροτικά προϊόντα.

Άλλα είδη, όπως η Ελληνική γραπτή κεραμική και τα ανατολικά είδη μικροτεχνίας, μεταφέρονταν ως συμπληρωματικό φορτίο αφού δεν ήταν η βάση του ανταλλακτικού εμπορίου. Οι σχέσεις μεταξύ Αιγαιακού χώρου και Ανατολής, καθώς και οι επαφές και ζώνες επιρροής μεταξύ διαφόρων περιοχών του Ελλαδικού χώρου διαφαίνονται περισσότερο από τη μελέτη της κεραμικής και άλλων τέχνεργων. Η αποκατάσταση των επαφών με μακρινές πόλεις είναι ιδιαίτερα εμφανής στην Εύβοια, περιοχή που αναμφίβολα υπήρξε μία από τις βάσεις του Αιγαιακού εμπορίου κατά τους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο.

Κατά το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα π.Χ. στην Εύβοια εισάγονταν αγαθά Φοινικικής προελεύσεως, όπως δείχνουν τα κτερίσματα σε πολλούς τάφους της Πρωτογεωμετρικής περιόδου. Tα μεμονωμένα κινητά ευρήματα ανατολικής προελεύσεως που χρονολογούνται στα τέλη του 10ου και τις αρχές του 9ου αιώνα π.Χ. στο Λευκαντί, μπορούν να ληφθούν ως αποτέλεσμα συναλλαγών Ελλήνων και ανατολιτών εμπόρων στο Αιγαίο. Οι Ευβοείς υπήρξαν οι πρώτοι που επωφελήθηκαν από την αποκατάσταση του εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο μετά τις ταραχές του 12ου αιώνα π.Χ.

Διάφορες εξαγωγές Ευβοϊκών αγγείων στις Κυκλάδες, την Κύπρο, τη Μακεδονία και τη Χαλκιδική μαρτυρούν τις επαφές του νησιού με τις περιοχές αυτές από τις αρχές του 9ου αιώνα π.Χ. Σημαντική ανάκαμψη της εμπορικής δραστηριότητας σημειώνεται στις αρχές της Μέσης Γεωμετρικής περιόδου. Από το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα π.Χ. οι επαφές αυξάνουν όπως γίνεται εμφανές από την παρουσία Ελληνικής κεραμικής στην Κύπρο και τη βόρεια Συρία, καθώς και από τα ανατολικής προέλευσης ορειχάλκινα αντικείμενα και ελάχιστα χρυσά κοσμήματα που βρέθηκαν στην Κρήτη, σε κάποια από τα νησιά του Αιγαίου και σε λίγα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Η αποκατάσταση της επικοινωνίας μεταξύ των Ελληνικών περιοχών αποδεικνύεται ιδιαίτερα από την ευρύτατη διάδοση των αγγείων της Μέσης Γεωμετρικής περιόδου, αλλά και από τη σποραδική παρουσία κορινθιακής κεραμικής στην Άνδρο, την Κνωσό, τη Σμύρνη, την Ιθάκη και τη Βίτσα της Ηπείρου.

 

– Ναυτιλία

Κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων Ελληνικών φύλων, από το τελευταίο τέταρτο του 12ου έως τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ., πραγματοποιήθηκαν μετακινήσεις μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων από την ηπειρωτική Ελλάδα προς την Kρήτη, την Κύπρο και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Oι μετακινήσεις αυτές γίνονταν ως επί το πλείστον διαμέσου της θάλασσας, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα θαλάσσια μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας, σε αντίθεση με τις εμπορικές επαφές, δεν επηρεάστηκαν από τις ανακατατάξεις και αναστατώσεις που συνέβησαν στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου.

Οι Έλληνες επανεμφανίστηκαν δυναμικά στα νερά του Αιγαίου και της Μεσογείου κατά τον 9ο αιώνα π.X., με ανανεωμένο ενδιαφέρον για περιοχές εκτός του Ελλαδικού κορμού και έτοιμοι να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Φοινίκων, οι οποίοι είχαν ήδη ξεκινήσει υπερπόντια ταξίδια προς τη Δύση αποκτώντας φήμη σπουδαίων ναυτικών και εμπόρων. Η διεύρυνση των εμπορικών τους δραστηριοτήτων καθώς και η εγκατάστασή τους σε διάφορα μέρη της λεκάνης της Mεσογείου προϋπέθεταν εμπειρία στη ναυτιλία. Είναι δύσκολο να ειπωθεί με ακρίβεια εάν για την ανάπτυξη των θαλάσσιων εμπορικών οδών χρησιμοποιήθηκαν ναυτικοί ή αστρονομικοί χάρτες, οι οποίοι σήμερα δεν έχουν σωθεί ή αν αρκούσε μόνο η πείρα των ναυτικών.

Υπάρχουν, ωστόσο, ενδείξεις για την ύπαρξη κάποιου είδους χαρτών, όπως θα μπορούσε να διακρίνει κανείς στην Ομηρική περιγραφή της διακόσμησης της ασπίδας του Αχιλλέα, πάνω στην οποία αποδίδονταν οι θέσεις των άστρων. Oι ναυτικές επιδόσεις και τα ενδιαφέροντα των Ελλήνων αντανακλώνται στην εικονογραφία της Γεωμετρικής περιόδου. Κατά τον 8ο αιώνα π.X. παραστάσεις πλοίων εμφανίζονται τόσο σε αγγεία όσο και σε έργα μεταλλοτεχνίας (χάλκινες πόρπες, χάλκινες τριποδικές βάσεις, χρυσά ελάσματα, σιδερένιοι κρατευτές), ενώ σκηνές ναυμαχίας και ναυαγίου απεικονίζονται σε κρατήρες και σκύφους.

Ιδιαίτερα για την Αττική, η συχνότητα απεικόνισης πλοίων και ναυτικών σκηνών στην αγγειογραφία της περιόδου είναι μία άμεση μαρτυρία για την έκταση της εμπορικής δράσης των Αθηναίων και για το ρόλο της ναυσιπλοΐας στη ζωή τους. Oι πληροφορίες των απεικονίσεων συμπληρώνονται από τις πολυάριθμες σχετικές αναφορές στην Ιλιάδακαι την Οδύσσεια. Ο Όμηρος ήταν εξοικειωμένος με τα μέρη και την εξάρτιση των πλοίων και χρησιμοποιούσε πλούσιο και ακριβές λεξιλόγιο για να περιγράψει ποντοπόρα σκάφη, ταξίδια, ναυτικούς χειρισμούς και ναυάγια. Για τον Ησίοδο η επίδοση στο θαλασσινό εμπόριο αποτελούσε μέσο εξόδου από την πενία.

Ωστόσο, η προοπτική αυτή δεν ήταν χωρίς περιορισμούς και κινδύνους καθώς λόγω των καιρικών συνθηκών δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ταξίδια όλες τις εποχές του χρόνου. Η καταλληλότερη περίοδος ήταν κατά τη διάρκεια της άνοιξης και από τα τέλη Αυγούστου μέχρι και το Σεπτέμβριο. Επιπλέον, τα μικρά πλοία δεν άφηναν κέρδη, αλλά σε περίπτωση ναυαγίου το κόστος ήταν ανάλογο του μεγέθους του σκάφους και της ποσότητας του φορτίου.

 

– Μέταλλα

H αναζήτηση ακατέργαστων μετάλλων και μεταλλευμάτων ήταν σημαντική για τις εμπορικές δραστηριότητες κατά τους Σκοτεινούς και ιδιαίτερα τους Γεωμετρικούς χρόνους. Σύμφωνα με τα τελευταία πορίσματα της έρευνας πρέπει να έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην πραγματοποίηση αρκετών ταξιδιών σε υπερπόντιες χώρες. Εκτεταμένο δίκτυο ανταλλαγών για την εξασφάλιση της προμήθειας μετάλλων υπήρχε ήδη από την εποχή του Χαλκού στο χώρο της Μέσης Ανατολής.

Κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού η επέκταση των ανταλλαγών αυτών μπορεί να φανεί από την ύπαρξη χάλκινων ακατέργαστων πλίνθων που είχαν τη μορφή τεντωμένης δοράς βοδιού και σταθερό βάρος γύρω στα 30 κιλά και οι οποίες γεωγραφικά βρέθηκαν διασπαρμένες από τη Σαρδηνία μέχρι τη Bαβυλώνα. Τόσο η διάδοση της επεξεργασίας και της χρήσης του σιδήρου κατά το 12ο αιώνα π.Χ όσο και οι πολιτικές αναστατώσεις στην ίδια την Εγγύς Ανατολή, που είχαν σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό των εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ των διαφόρων περιοχών κατά τον 11ο αιώνα π.Χ., επέφεραν αλλαγές στην προμήθεια των μετάλλων, χωρίς ωστόσo να μειώσουν τη σημασία τους.

Σε όλη τη διάρκεια των Σκοτεινών και Γεωμετρικών χρόνων υπήρχε μεγάλη ζήτηση σιδήρου, χαλκού και κασσίτερου. Τα μέταλλα αυτά ήταν απαραίτητα για πρακτικούς σκοπούς, όπως για την κατασκευή όπλων και εργαλείων και όποιοι είχαν την ανάγκη να εξασφαλίσουν την προμήθειά τους, ήταν διατεθειμένοι να δώσουν ως αντάλλαγμα πρώτες ύλες ή έτοιμα προϊόντα που είχαν επίσης μεγάλη ζήτηση. Λίγα σημεία της ελληνικής γης έδωσαν κατά καιρούς μικρές ποσότητες χρυσού, αργύρου, χαλκού και μολύβδου. Περισσότερα και αποδοτικότερα ήταν τα σιδηρούχα μεταλλεύματα.

Δυστυχώς, δεν είναι γνωστό ποιες πηγές μετάλλων στον Ελλαδικό χώρο χρησιμοποιήθηκαν από τα μέσα του 11ου μέχρι τις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ., με εξαίρεση ίσως κάποιες θέσεις στην Εύβοια που προμήθευσαν με χαλκό τη Χαλκίδα και το Λευκαντί. Οι Έλληνες του Αιγαίου εισήγαν από την Ανατολή χρυσό και μη ευγενή μέταλλα. Ως το τέλος του 9ου αιώνα π.Χ. πιθανόν η προμήθεια του ορείχαλκου να γινόταν από την Κύπρο. Έπειτα, όμως, οι ανάγκες σε χαλκό και κασσίτερο, μέταλλα που συνθέτουν τον ορείχαλκο, μεγάλωσαν σε βαθμό που δεν μπορούσαν πια να καλυφθούν από τις Κυπριακές πηγές.

Αλλά και η ζήτηση σιδήρου από τα Ελληνικά εργαστήρια έγινε πιο έντονη, αφού είχαν αυξηθεί οι ανάγκες σε προϊόντα κατασκευασμένα από το μέταλλο αυτό. Τον 8ο αιώνα π.Χ. η ανακάλυψη των Ετρουσκικών αγορών εξασφάλισε στους Έλληνες επιπλέον πηγές μετάλλων. Η ανάγκη για προμήθεια μετάλλων μέσω της δημιουργίας δικτύων ανταλλαγών οδήγησε από τα τέλη του 9ου αιώνα π.X. στην εγκατάσταση Ελληνικών εμπορικών πρακτορείων στη Μέση Ανατολή (Ταρσό και Αλ Μίνα) και από το δεύτερο τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ. στις εγκαταστάσεις Ελλήνων στην κεντρική Mεσόγειο, αρχικά στις Πιθηκούσσες έξω από τον κόλπο της Nεάπολης και στη συνέχεια στην Κύμη, στα παράλια της Καμπανίας.

 

– Κεραμική

Η κεραμική των Σκοτεινών χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου παρέχει τις περισσότερες πληροφορίες για την επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων περιοχών. Ο επιστημονικός διάλογος σχετικά με τις εμπορικές επαφές και τις μετακινήσεις βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη γεωγραφική κατανομή και την ποσότητα των κεραμικών ευρημάτων, καθώς και στην αναγνώριση των προϊόντων των διαφόρων εργαστηρίων. Για παράδειγμα, ο ευβοϊκός σκύφος που κοσμείται με ημικύκλια αποτελεί την κύρια αρχαιολογική μαρτυρία για την εμπορική δραστηριότητα και την ενεργή παρουσία της Εύβοιας στη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια δύο αιώνων.

Αγγεία που εξάγονταν από τον τόπο παραγωγής τους θα μπορούσαν να έχουν εμπορική σημασία τόσο για το περιεχόμενό τους όσο και ως έργα τέχνης. Η χρήση της κεραμικής για τη μεταφορά εμπορευμάτων δεν οδηγεί αυτομάτως στην αναγνώριση κάποιου ιδιαίτερου προϊόντος. Είναι όμως πολύ πιθανόν τα εμπορεύματα που μεταφέρονταν με αυτό τον τρόπο από το ένα μέρος στο άλλο να ήταν δημητριακά, λάδι ή κρασί. Ιδιαίτερα τα τελευταία, αν κρίνουμε από τα δεδομένα νεότερων περιόδων, πρέπει να εξάγονταν σε μεγάλα, κλειστά και απλά αγγεία. Tα γραπτά αγγεία είναι αποκαλυπτικά για τη λειτουργία της ίδιας της κεραμικής ως εμπορεύσιμου είδους.

Ο εντοπισμός τους καταρχήν σε διάφορες θέσεις αποτελεί ένα στοιχείο για τη δημοτικότητα ορισμένων κεραμικών εργαστηρίων στις περιοχές που βρέθηκαν προϊόντα τους. Ωστόσο, η διασπορά των κεραμικών ευρημάτων δεν μπορεί να δώσει πολλές πληροφορίες για τις συνθήκες του εμπορίου που επικρατούσαν άλλοτε, και αυτό γιατί τα αγγεία αποτελούσαν κατά κανόνα συμπληρωματικό μόνο φορτίο. H σημασία τους ως εμπορικά είδη είναι περιορισμένη, αφού τυχαία σώθηκαν σε μεγάλες ποσότητες, ενώ άλλα πιο σημαντικά αγαθά, από φθαρτά όμως υλικά, δεν άφησαν κανένα ίχνος πίσω τους.

Από την άλλη, η εμπορική αξία των γραπτών αγγείων θα υποβιβαζόταν πολύ, αν θεωρούνταν ότι χρησίμευαν ως μέσα μεταφοράς διαφόρων προϊόντων που δε σώθηκαν. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό από τα ανοιχτά αγγεία, όπως οι σκύφοι, τα οποία δύσκολα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά προϊόντων και έτσι έπρεπε να έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης για αυτό ακριβώς που ήταν.

 

– Εμπορικές Εγκαταστάσεις

Από το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα π.X. παρατηρείται ανάπτυξη του εμπορίου και σταδιακή επέκταση της δράσης των Ελλήνων ναυτικών και εμπόρων εκτός του Αιγαιακού χώρου. Πυκνώνουν οι επαφές με τους λαούς της Ανατολής, από όπου πραγματοποιούνται εισαγωγές χειροποίητων ειδών, χρυσού και μη ευγενών μετάλλων με αντάλλαγμα γεωργικά προϊόντα και αγγεία. Aπό τις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. και έπειτα η ανάγκη για προμήθεια μετάλλων οδηγεί τους Έλληνες εμπόρους, με πρωτοπόρους τους Ευβοείς, προς τους δρόμους της Δύσης, με αποτέλεσμα να πυκνώσουν τα ταξίδια τους στον κόλπο του Τάραντα και την Τυρρηνική θάλασσα.

Η πρόθεση να συστηματοποιηθούν οι επαφές μεταξύ των Ευβοϊκών πόλεων και των περιοχών με ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον όπως και η ανάγκη να εδραιωθούν τα δίκτυα συναλλαγών μεταξύ Ελλήνων και ντόπιων εμπόρων οδήγησαν στην ίδρυση είτε εμπορικών πρακτορείων είτε αποικιών στις περιοχές αυτές. Στη Μέση Ανατολή η σταθερή παρουσία Ελλήνων εμπόρων χρονολογείται από τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. με την ίδρυση εμπορικών πρακτορείων στην Αλ Μίνα της Συρίας και την Ταρσό της Κιλικίας.

Στο χώρο της κεντρικής Mεσογείου οι πρώτες Ελληνικές εγκαταστάσεις εντοπίζονται στη νότια Ιταλία, όπου Ευβοείς άποικοι ίδρυσαν στο δεύτερο τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ. τις Πιθηκούσσες, σε ένα νησί έξω από τον κόλπο της Nεάπολης, και δύο περίπου δεκαετίες αργότερα την Κύμη, στα παράλια της Καμπανίας.

 

 – Περιοχές

Αλ Μίνα

Γύρω στα τέλη του 9ου αιώνα π.X., με την ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων ανάμεσα σε Έλληνες και Ανατολίτες, Έλληνες έμποροι άρχισαν να εγκαθίστανται στις ακτές της Μέσης Ανατολής. Στις πρώτες εγκαταστάσεις τους εντάσσεται η ίδρυση εμπορικού σταθμού, πιθανόν από Ευβοείς, στην πόλη της Αλ Μίνα στις εκβολές του ποταμού Ορόντη, στη βόρεια Συρία. Την εποχή της άφιξης των Ευβοέων η πόλη πρέπει να βρισκόταν υπό την κυριαρχία ενός από τα μικρότερα Αραμαϊκά βασίλεια, που οι λαοί τους είχαν ωθηθεί στην περιοχή νωρίτερα, την πρώτη χιλιετία π.Χ.

Με βάση τα ευρήματα κεραμικής δεν πρέπει να υπήρχε μακρόχρονη εγκατάσταση πριν από την άφιξη των Ελλήνων. Μία πρόσφατη μελέτη της μη Ελληνικής κεραμικής από την Αλ Μίνα έδειξε ότι κανένα αγγείο δε χρονολογείται πριν από τα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ. Η Ελληνική κεραμική που βρέθηκε μαζί της στα χαμηλότερα στρώματα θα μπορούσε να χρονολογηθεί με ασφάλεια γύρω στα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. Η ίδρυση εμπορικού σταθμού στην Αλ Μίνα υπαγορεύτηκε από την πρόθεση να συστηματοποιηθούν οι επαφές ανάμεσα στις ευβοϊκές πόλεις με μεταλλουργικά εργαστήρια και στις χώρες της Ανατολής που διέθεταν μέταλλα.

Η Αλ Μίνα φαίνεται ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της υπήρξε λιμάνι και σταθμός ανεφοδιασμού πλοίων. Η περιοχή της δεχόταν τόσο Μικρασιατικές όσο και Σημιτικές πολιτισμικές επιρροές. Εκεί κατέληγε ο πιο σύντομος και άνετος δρόμος ανάμεσα στη Mεσόγειο και τη Mεσοποταμία. Η πόλη αποτελούσε τόπο συγκέντρωσης αγαθών από την Ανατολή. Στο λιμάνι της διεξαγόταν εμπόριο μετάλλων από την Αρμενία, μπρούντζου από τη βόρεια Συρία, ανατολίτικων ειδών πολυτελείας, όπως ελεφαντοστού, πορφύρας και πολύτιμων υφαντών, αλλά και Ελληνικών προϊόντων από το Αιγαίο.

Η Αλ Μίνα δεν ήταν το μοναδικό λιμάνι που προσέλκυσε τους Έλληνες, όπως μαρτυρούν τα κεραμικά ευρήματα. Μικρότερες ποσότητες Ελληνικών αγγείων του 8ου αιώνα π.Χ., κυρίως Ευβοϊκών και ροδιακών, έχουν βρεθεί σε διάφορα μέρη της Συρίας, της Παλαιστίνης, και της Μεσοποταμίας. Ένα από αυτά είναι το Ρας ελ Μπασίτ, μία παράκτια θέση νοτιότερα της Aλ Mίνα, που πιθανόν να ταυτίζεται με το Ποσείδιο που αναφέρει ο Ηρόδοτος (Ιστορίαι).

 

Πιθηκούσσες

Κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών χρόνων οι επαφές της Ελλάδας με τη Δύση είχαν ατονήσει. Ωστόσο, από τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. περίπου, κεραμικά ευρήματα παρέχουν ενδείξεις συχνής επικοινωνίας με την Ετρουρία. Οι ευβοείς έμποροι είχαν ήδη από το πρώτο τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ. διεισδύσει στο Τυρρηνικό πέλαγος και είχαν εμπορικές επαφές με τους κατοίκους της Ετρουρίας και της Καμπανίας. Οι περιοχές αυτές ήταν ιδιαίτερα ελκυστικές για το φυσικό πλούτο τους σε μεταλλεύματα χαλκού, μολύβδου και ιδιαίτερα σιδήρου.

Ευβοείς, που σύμφωνα με μία αρχαία παράδοση προέρχονταν τόσο από τη Χαλκίδα όσο και από την Ερέτρια, ίδρυσαν τον πρώτο μόνιμο σταθμό τους στην Ίσχια, ένα ηφαιστειακό νησί κοντά στην είσοδο του κόλπου της Νεάπολης. Η αποικία των Πιθηκουσσών βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού σε θέση οχυρή, το ακρωτήριο του Mόντε ντι Bίκο αποτελούσε την ακρόπολή της, το νεκροταφείο βρισκόταν στο παρακείμενο Bάλε Σαν Mοντάνο και πέρα από αυτό υπήρχε ένας σημαντικός πρώιμος οικισμός στο λόφο Mετζαβία. Οι Πιθηκούσσες κατείχαν στρατηγική θέση για το εμπόριο με την Ετρουρία και την Καμπανία και είχαν χαρακτήρα διεθνούς εμπορικού σταθμού.

Aφθονα υπολείμματα κατεργασίας μετάλλων, όπως σκωρίες, κομμάτια ημιεπεξεργασμένου σιδήρου και επιστόμια από φυσερά, που βρέθηκαν τόσο στη Μετζαβία όσο και στο Mόντε ντι Βίκο, μαρτυρούν την ύπαρξη δραστήριων μεταλλουργικών εργαστηρίων και αποδεικνύουν ότι το εμπόριο των μετάλλων ήταν μία προσοδοφόρα επιχείρηση για τους κατοίκους. Οι έμποροι των Πιθηκουσσών προμηθεύονταν σιδηρομετάλλευμα, σύμφωνα με τις αναλύσεις, από το νησί Έλβα, ενώ χαλκό και άργυρο από τις πλούσιες σε μεταλλεύματα περιοχές της βόρειας Ετρουρίας. Η ευρεία διάδοση της Ελληνικής ή εξελληνισμένης κεραμικής αποτελεί την κυριότερη ένδειξη για τις δραστηριότητες αυτές.

Από την Ετρουρία αγόραζαν μεταλλεύματα και σε αντάλλαγμα έδιναν κεραμική, ανατολικά μικροτεχνήματα αλλά και τις γνώσεις τους για την κατεργασία των μετάλλων. Από τις εισαγωγές και μιμήσεις ελληνικής κεραμικής σε περιοχές της νότιας Ετρουρίας και την έλλειψή της από τη βόρεια Ετρουρία φαίνεται ότι οι Πιθηκούσσιοι αποκτούσαν τα μέταλλά τους μέσω των αγορών της νότιας Ετρουρίας και δεν πρέπει να είχαν άμεση πρόσβαση στα μεταλλωρυχεία. Η αποικία έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της στα τέλη του 8ου αιώνα π.X.

Ωστόσο, ο σκληρός ανταγωνισμός που ξέσπασε την ίδια εποχή στην Εύβοια ανάμεσα στην Ερέτρια και τη Χαλκίδα είχε σαν αποτέλεσμα, κατά το Στράβωνα, τη σύγκρουση των Χαλκιδέων και των Ερετριέων της αποικίας που έληξε με την αποχώρηση των τελευταίων. Σύμφωνα με τον ίδιο πάντα συγγραφέα, το νησί εγκαταλείφτηκε αργότερα, μετά από μία ηφαιστειακή έκρηξη και σεισμούς.

– Φοίνικες

Ιδιαίτερα σημαντική για τους Έλληνες της Γεωμετρικής περιόδου ήταν η επαφή με τους Φοίνικες.
Οι Φοίνικες, λαός Σημιτικής καταγωγής, ήταν οργανωμένοι σε ένα σύνολο αυτοδιοικούμενων πόλεων, οι οποίες εκτείνονταν από την Ουγκαρίτ στο βορρά μέχρι τη Τζάφα στο νότο, στη λωρίδα γης μεταξύ του όρους Λιβάνου και της Μεσογείου. H πλεονεκτική θέση της αρχαίας Φοινίκης στο γεωφυσικό χάρτη της Mέσης Aνατολής αλλά και η ανεπάρκεια της γεωργικής παραγωγής της ώθησαν τους κατοίκους της να δραστηριοποιηθούν στη θάλασσα και το εμπόριο.

Σύμφωνα με Εβραϊκές πηγές (Βασιλείς), οι Φοίνικες είχαν σχηματίσει αξιόλογο στόλο και ήταν γνωστοί για τις ναυτικές τους ικανότητες ήδη από τις αρχές του 10ου αιώνα π.Χ. Ο 9ος αιώνας π.Χ. ήταν για τις εμπορικές πόλεις της Φοινίκης περίοδος ανάπτυξης και ευημερίας. Η πολιτισμική τους επίδραση επεκτάθηκε τόσο προς το νότο, στο βασίλειο του Iσραήλ, όσο και προς το βορρά, στην περιοχή της Κιλικίας μέσω της Συρίας. Ωστόσο, η προμήθεια πρώτων υλών από περιοχές της Mέσης Aνατολής και η κατοχύρωση των εμπορικών τους συμφερόντων έπρεπε να εξασφαλιστεί με την καταβολή υψηλών φόρων στη Νεοασσυριακή Αυτοκρατορία.

Kατά τα τέλη του 9ου αιώνα π.X. οι Ασσύριοι επεκτάθηκαν προς τη Μεσόγειο και με αυτό τον τρόπο εμπόδισαν την πρόσβαση των Φοινίκων στις πλουτοπαραγωγικές πηγές, ενώ παράλληλα απαιτούσαν αύξηση των εισφορών τους. Αυτό ανάγκασε τους Φοίνικες να στραφούν προς τα δυτικά αναζητώντας άλλες περιοχές όπου θα μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν εμπορικά. O Ελλαδικός χώρος προσέλκυσε το έντονο ενδιαφέρον των Φοινίκων, ως περιοχή όπου θα μπορούσαν να ανταλλάξουν διάφορα εμπορεύματα με φυσικά και βιοτεχνικά προϊόντα που υπήρχαν εκεί.

Πριν από τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. υπάρχουν ίχνη Φοινικικής παρουσίας στη Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, καθώς και Ελληνικών προϊόντων που φθάνουν στη Μέση Ανατολή. Την ίδια περίπου εποχή, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, οι Φοίνικες εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο ιδρύοντας γύρω στα 820 π.Χ. την πρώτη υπερπόντια αποικία τους στο Κίτιο, στη νοτιανατολική ακτή του νησιού. Σε αυτή θα προστεθούν και άλλες Φοινικικές εγκαταστάσεις τον 8ο αιώνα π.Χ. Κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα π.Χ. τόσο οι Έλληνες όσο και οι Φοίνικες ταξίδευαν και εμπορεύονταν στη κεντρική και ανατολική Mεσόγειο, ενώ οι τελευταίοι είχαν επιπλέον δραστηριοποιηθεί και στις περιοχές δυτικά της Κορσικής και της Σαρδηνίας.

H επέκταση των Φοινίκων στη δυτική Mεσόγειο φανερώνεται από ίχνη των εγκαταστάσεών τους σε διάφορες θέσεις της Ιβηρικής χερσονήσου στις αρχές του αιώνα και στη βόρεια Aφρική, τη Σικελία, τη Σαρδηνία και τη Μάλτα από τα μέσα του αιώνα και εξής. Την ίδια εποχή ωστόσο άρχισε και η εγκατάσταση των Ελλήνων στην κεντρική Μεσόγειο, πρώτα με την ίδρυση των Πιθηκουσσών στη νήσο Ίσχια στον κόλπο της Nεάπολης, γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα π.X., και στη συνέχεια με μία σειρά αποικιών στην ανατολική πλευρά της Σικελίας και την Κάτω Ιταλία. Oι σχέσεις Eλλήνων και Φοινίκων δεν περιορίστηκαν στον εμπορικό μόνο τομέα. Oι πολιτισμικές επιδράσεις ήταν εξίσου σημαντικές.

Καθώς ο πολιτισμός των Φοινίκων ήταν ιδιαίτερα εμπλουτισμένος με στοιχεία από άλλους ανατολικούς λαούς, οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με όλο το φάσμα των πολιτισμών της Mέσης Aνατολής και όχι απλά με τα επιτεύγματα ενός μόνο εθνικού πολιτισμού. Η πιο σημαντική ωστόσο συνέπεια της επαφής των Ελλήνων με τους Φοίνικες, όχι μόνο για την Ελληνική αλλά και την Ευρωπαϊκή ιστορία, ήταν η υιοθέτηση του Φοινικικού αλφαβήτου από τους Έλληνες, οι οποίοι προσαρμόζοντάς το στις απαιτήσεις της γλώσσας τους δημιούργησαν το πρώτο φωνητικό αλφάβητο.

 

ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ

Οι πολεμικές συγκρούσεις που διεξάγονταν μεταξύ των κοινοτήτων, κατά τους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο, στο μεγαλύτερο μέρος τους αφορούσαν στη διένεξη γειτονικών οικισμών, φυλών ή οικογενειών για την κατοχή εκτάσεων γης. Μέσω του πολέμου μία κοινότητα είχε την ευκαιρία να αυξήσει τη δύναμή της, ενώ την ίδια στιγμή έθετε σε κίνδυνο την επιβίωση των γειτόνων της με την καταστροφή ή την προσάρτηση της γης τους, την αρπαγή των κοπαδιών και της γεωργικής παραγωγής τους ή την υποδούλωση των ίδιων των ανθρώπων τους. Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των συρράξεων είχε τη μορφή επιδρομών.

Επιδρομές με σκοπό τη λαφυραγωγία ήταν κοινός τόπος στον Όμηρο και οι ήρωες των Ομηρικών επών συνήθιζαν να καυχώνται για τέτοιου είδους κατορθώματα. Υπάρχουν πολλές αναφορές σε αλώσεις πόλεων, τις οποίες ακολουθούσαν η υποδούλωση των κατοίκων και η διανομή των διαθέσιμων λαφύρων στους νικητές. Τα λάφυρα οποιασδήποτε μορφής αποτελούσαν σημαντικό κίνητρο αλλά και αξιοσημείωτη πηγή πλούτου για τους στρατούς των εμπολέμων. Η απόκτηση αγαθών στον πόλεμο ήταν απόλυτα δικαιολογημένη στην Ιλιάδα, όπου το κύρος των ηγετών εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τον πλούτο που αποδιδόταν σε αυτούς.

Ο αρχηγός είχε το δικαίωμα να πάρει ιδιαίτερο μερίδιο από τα λάφυρα. Η υπεροχή του ήταν πολεμική και τα “οικονομικά” του προνόμια δικαιολογούνταν από την ανδρεία του στη μάχη. Οι νεκροί που θάφτηκαν με μεγάλη λαμπρότητα στο Λευκαντί, την Ερέτρια και τη Σαλαμίνα της Κύπρου πρέπει να ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένοι πολέμαρχοι. Τα αγαθά που τους συνόδευαν στον άλλο κόσμο και τα οποία ήταν τα προσωπικά τους αποκτήματα, τόσο όπλα όσο και άλλες κατηγορίες κτερισμάτων, είναι ενδεικτικά του πλούτου και της κοινωνικής τους δύναμης.

Η αρχή που επικρατούσε πρέσβευε πως ήταν αναμφισβήτητο δικαίωμα των νικητών των πολεμικών επιχειρήσεων να οικειοποιούνται τις περιουσίες των ηττημένων αντιπάλων τους. Γι’ αυτό η πολεμική υπεροχή ήταν ίσως το μόνο μέσο που θα μπορούσε να εξασφαλίσει τον πλούτο και τη διατήρηση του τρόπου ζωής της κάθε κοινότητας.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ

Εισαγωγή

Η Γεωμετρική περίοδος αποτελεί την πρώτη από τις περιόδους στις οποίες διαιρείται η αρχαία Ελληνική ιστορία. Ως αρχή της ορίζεται συμβατικά το έτος 1125 π.Χ., εποχή κατά την οποία, σύμφωνα με την άποψη πολλών ερευνητών, ξεκίνησαν οι μεταναστεύσεις των Ελληνικών φύλων από μεγάλα τμήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας προς τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και την Κύπρο. Οι μετακινήσεις αυτές μεγάλων πληθυσμών που διήρκεσαν περίπου μέχρι το 800 π.Χ. προκάλεσαν πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, οι οποίες χαρακτήρισαν και ως ένα βαθμό καθόρισαν την ιστορική πορεία των Ελληνικών πληθυσμών μέχρι τη Ρωμαϊκή κατάκτηση.

Επειδή οι πληροφορίες που διέθεταν μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες οι ερευνητές της περιόδου ήταν ελάχιστες και αποσπασματικές και λόγω και της γενικότερης πτώσης του βιοτικού και πολιτιστικού επιπέδου που είχε παρατηρηθεί σε σχέση με τους προγενέστερους Μυκηναϊκούς χρόνους, η εποχή είχε χαρακτηριστεί στην παλαιότερη βιβλιογραφία ως οι “Σκοτεινοί Χρόνοι” της Ελληνικής ιστορίας ή ως ο “Ελληνικός Μεσαίωνας”, άποψη όμως που τα τελευταία χρόνια έχει διασκευαστεί. Μετά την κατάρρευση των Μυκηναϊκών κέντρων άρχισαν βαθμιαία αλλά σταθερά να διαμορφώνονται οι παράγοντες εκείνοι που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω ιστορική πορεία της Ελλάδας.

Κατά τους λεγόμενους Μεταβατικούς χρόνους σχηματίστηκε σε μεγάλο βαθμό ο ιστορικός πληθυσμός του Ελληνικού χώρου με τη συγχώνευση Μυκηναϊκών πληθυσμιακών ομάδων και τμημάτων των λαών που εισέβαλαν στον Ελλαδικό χώρο, ενώ παράλληλα διατηρήθηκαν οι αναμνήσεις από το λαμπρό Μυκηναϊκό παρελθόν όπως αυτές αποκρυσταλλώθηκαν στο έπος, δημιουργήθηκε το Ελληνικό αλφάβητο από το Φοινικικό, αναγεννήθηκαν οι τέχνες, εξαπλώθηκε ο Ελληνισμός σε πολλά σημεία της Μεσογείου, διαμορφώθηκε μια ενιαία εθνική, θρησκευτική και ηθική συνείδηση από όλους τους Έλληνες και οργανώθηκε κοινωνικά και πολιτικά ο πληθυσμός της Ελλάδας με βάση το θεσμό της πόλης – κράτους.

 

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ

Κατά τη Γεωμετρική περίοδο παρατηρούνται πολλαπλές μεταναστεύσεις Ελληνικών φύλων ή τμημάτων τους από τις περισσότερο άγονες και δυσπρόσιτες περιοχές της ηπειρωτικής Ελληνικής ενδοχώρας προς τα πεδινότερα και ευφορότερα παράλια του Ελλαδικού κορμού, των νησιών, των Μικρασιατικών παραλίων και της Κύπρου. Για τη γνώση και τη χρονολόγηση των μετακινήσεων αυτών οι ερευνητές της περιόδου καταφεύγουν κυρίως στις ιστοριογραφικές μαρτυρίες, στις ποιητικές δημιουργίες, στις μυθολογικές παραδόσεις και στα αρχεία των πόλεων, τα οποία συνήθως διασώζονται ως κατάλογοι αρχόντων, ιερέων, νικητών σε αγώνες κλπ., καθώς και στα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία άλλοτε έρχονται σε αντίθεση και άλλοτε επιβεβαιώνουν τα παραπάνω δεδομένα.

Για παράδειγμα η κάθοδος των Δωριέων στην Πελοπόννησο χρονολογείται με βάση τους καταλόγους των βασιλέων στη Σπάρτη το 1148 π.Χ. ή το 1104 π.Χ. σύμφωνα με δύο διαφορετικούς υπολογισμούς, οι οποίοι όμως ελάχιστα απέχουν από τις χρονολογίες 1125 π.Χ. ή 1120 π.Χ. που προσφέρουν οι αρχαιολογικές παρατηρήσεις για το ίδιο γεγονός. Η μετανάστευση των Ελληνικών φύλων σύμφωνα με νεότερες έρευνες πρέπει να ξεκίνησε πριν από την Υπομυκηναϊκή εποχή όπως αποδεικνύουν αρκετές καταστροφές και εγκαταλείψεις οικισμών που χρονολογούνται στο τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, περίπου στα 1125 π.Χ.

Πολλοί ιστορικοί συνδέουν τη σαφή μείωση του αριθμού των οικισμών σε σχέση με την παλαιότερη Yστεροελλαδική III Γ’ φάση με τις συνέπειες των εισβολών των νέων επιδρομέων. Ένα μέρος από τους οικισμούς αυτούς προφανώς αφανίστηκε εξαιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων και των λεηλασιών, ενώ ένα άλλο μέρος τους εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους του, οι οποίοι είτε μετανάστευσαν είτε μεταφέρθηκαν από τους κατακτητές σε άλλες περιοχές. Υπάρχει ακόμη η πιθανότητα πολλοί από τους οικισμούς που ιδρύθηκαν από τους εισβολείς να μην άφησαν ίχνη λόγω των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν.

Η σημαντικότερη μεταναστευτική κίνηση σύμφωνα με αρκετούς μελετητές ήταν των Δωριέων και πραγματοποιήθηκε στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι ο Ιωνικός αποικισμός άρχισε αμέσως μετά τη Δωρική μετανάστευση πιθανόν γύρω στα 1000 π.Χ. ή λίγο νωρίτερα, ενώ η κατάκτηση των Κυκλάδων προηγήθηκε του αποικισμού ή έγινε παράλληλα με αυτόν.

 

Τα Αίτια των Μεταναστεύσεων

Τα αίτια του Ελληνικού αποικισμού ήταν σύνθετα. Πρωταρχικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιξαν δημογραφικές και κοινωνικές πιέσεις. Τον 8ο αιώνα π.Χ. μαρτυρείται πρόβλημα «στενοχωρίας», δηλαδή ανεπάρκειας καλλιεργήσιμων γαιών, που οφειλόταν τόσο στην αύξηση του πληθυσμού κατά τα τέλη της Γεωμετρικής περιόδου όσο και στο συνεχές μοίρασμα των κλήρων στους επιγόνους. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού κάθε πόλης είχαν οδηγηθεί σε κατάσταση ένδειας και μια έσχατη λύση ήταν η μετανάστευση (o Ηρόδοτος αναφέρει συγκεκριμένα ότι η αποικία της Κυρήνης στη Βόρεια Αφρική ιδρύθηκε από τους κατοίκους της Θήρας μετά από ένα επεισόδιο σιτοδείας).

Για το λόγο αυτό, οι ελληνικές αποικίες ιδρύονταν κατά κανόνα σε ακατοίκητες μέχρι τότε περιοχές, που όμως βρίσκονταν κοντά σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Ένας άλλος λόγος ήταν η ανάγκη επέκτασης των εμπορικών δραστηριοτήτων της κάθε πόλης και η αναζήτηση νέων πλουτοπαραγωγικών πηγών (κυρίως μεταλλευμάτων). Υπάρχουν αποικίες που είχαν κατ’εξοχήν (ή αποκλειστικά) εμπορικό χαρακτήρα, όπως π.χ. στις Πιθηκούσσες της Ιταλίας, τη Ναύκρατι της Αιγύπτου και το Εμπόριον της Ισπανίας, ενώ γνωρίζουμε ότι γινόταν εκτεταμένη εκμετάλλευση μεταλλοφόρων κοιτασμάτων τόσο στη Δύση όσο και στον Εύξεινο Πόντο (όπου υπήρχαν κοιτάσματα χρυσού και αργύρου).

Τέλος, γνωρίζουμε ότι ορισμένες αποικίες δημιουργήθηκαν ως αποτέλεσμα πολιτικών προβλημάτων στη Μητρόπολη, όπως π.χ. ο Τάρας που ιδρύθηκε από εκδιωχθέντες Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια του Α’ Μεσσηνιακού πολέμου. Η εξασθένιση της κεντρικής πολιτικής εξουσίας των Μυκηναϊκών βασιλείων και η αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης προκάλεσαν τη μετακίνηση των πληθυσμών που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο από τα ορεινά στα πεδινά. Οι πρώτες μετακινήσεις τοποθετούνται περίπου το 1125 π.Χ. και με αυτές συμπίπτει το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού.

Οι μεγάλες ηγεμονίες κατακερματίζονται και καταρρέει η οργάνωση και η λειτουργία των Μυκηναϊκών κρατών έτσι όπως αυτή σκιαγραφείται από τις πινακίδες, ενώ η ολοκληρωτική κατάρρευση του συστήματος που επικρατούσε φανερώνεται και από την εξαφάνιση της Γραμμικής Β’ γραφής. Η δημιουργία όμως μεταναστευτικού κινήματος και η εξασθένιση των Μυκηναϊκών κρατών οφείλεται επίσης και στις αναστατώσεις που προκλήθηκαν στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου από τους ονομαζόμενους Λαούς της θαλάσσης.

Με τα προβλήματα που προκάλεσαν στις θαλάσσιες εμπορικές οδούς πλήγηκε ο κυριότερος κλάδος της ανακτορικής οικονομίας, δεδομένου ότι ένα σημαντικό μέρος της ευημερίας των βασιλείων αυτών εξαρτιόταν από το εμπόριο με την Ανατολή, και παρέλυσε η εξάσκηση επαγγελμάτων που βρίσκονταν κάτω από την άμεση διοίκηση και επίβλεψη των ανακτόρων. Τα έπη της Ιλιάδας και της Οδύσσειας αναφέρονται στη μακροχρόνια εκστρατεία των Μυκηναίων ηγεμόνων στην Τροία, η οποία και θεωρείται ως η τελευταία πολεμική επιχείρηση που ανέλαβαν από κοινού οι ηγεμόνες των αχαϊκών βασιλείων.

Την περίοδο αυτή φαίνεται ότι πολλοί ευγενείς των Μυκηναϊκών κρατών εκμεταλλευόμενοι την απουσία σταθερής ηγεμονίας προσπάθησαν να καταλάβουν την εξουσία. Η στάση του Θερσίτου στην Ιλιάδα, η δολοφονία του Αγαμέμνονα μετά την επιστροφή του, η διαγωγή των μνηστήρων της Πηνελόπης στο ανάκτορο του Οδυσσέα και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις υποδηλώνουν σύμφωνα με αρκετούς μελετητές την αποδυνάμωση της επιβολής των ηγεμόνων στους λαούς τους. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη οι ενδοπολιτειακοί αγώνες για την κατάληψη της εξουσίας οδήγησαν στον εκπατρισμό πολλών ευγενών.

Κατά τον ίδιο ιστορικό οι εσωτερικές αναταραχές παρατηρήθηκαν κυρίως στα πιο γόνιμα και εύφορα μέρη, τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου και επέφεραν επιπλέον μείωση του πληθυσμού εξαιτίας της δημιουργίας ρεύματος φυγάδων.

 

Μετά τα Μυκηναϊκά

Τα τείχη, τα ανάκτορα και οι επιβλητικοί θολωτοί τάφοι έπαψαν να κατασκευάζονται στα Μυκηναϊκά κέντρα ήδη από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ’ περίοδο, δηλαδή κατά το 12ο αιώνα π.Χ. Η απουσία μνημειώδους αρχιτεκτονικής μαρτυρά την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού και την απουσία της ηγετικής εκείνης τάξης για τις ανάγκες της οποίας κατασκευάζονταν αυτά τα έργα. Το σύνολο σχεδόν των γνωστών αρχαιολογικών λειψάνων εκείνης της εποχής αποτελείται από ιδιωτικές οικίες, οι οποίες είχαν λίθινα θεμέλια, ανωδομή από πλίνθους και άλλα ευτελή υλικά που άφησαν ελάχιστα ίχνη και δάπεδο από πατημένο χώμα.

Έχει θεωρηθεί ότι αυτού του είδους οι κατοικίες εξυπηρετούσαν τις στοιχειώδεις ανάγκες στέγασης ενός πληθυσμού όχι ιδιαίτερα εύπορου. Την ίδια εποχή με την καταστροφή του Μυκηναϊκού πολιτισμού πολλοί πολιτισμοί της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου κατέρρευσαν ή παρουσίασαν σημαντικά σημάδια παρακμής. Η έλλειψη εμπορικών επαφών με τους λαούς αυτούς -τους Ασσύριους, τους Βαβυλώνιους και τους Αιγύπτιους- συνέτεινε στη διάλυση της οικονομίας των Μυκηναϊκών κρατών. Αργότερα κατά τη Γεωμετρική περίοδο, μετά το 1050 π.Χ., οι εμπορικές και γενικότερα οι πολιτισμικές επαφές με τους Φοίνικες αποκαταστάθηκαν και έγιναν περισσότερο έντονες.

Μέσω των Φοινίκων οι Έλληνες μπόρεσαν όχι μόνο να γνωρίσουν τη Φοινικική παράδοση αλλά και να υιοθετήσουν στοιχεία από ολόκληρο το σύστημα των πολιτισμών της Μέσης Ανατολής.

 

Ελληνικός Αποικισμός

Από τον 8ο μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ., παρατηρείται ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου αρχικά προς τη Νότιο Ιταλία και τη Σικελία και εν συνεχεία προς ακόμη δυτικότερες περιοχές αλλά και προς ανατολάς μέχρι τον Εύξεινο Πόντο. Το φαινόμενο αυτό, που είναι γνωστό ως Ελληνικός αποικισμός είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση πολυάριθμων νέων πόλεων – αποικιών και τη διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού σε όλη την έκταση του Μεσογειακού κόσμου. Οι μεταναστευτικές κινήσεις, βέβαια, δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στον αρχαίο κόσμο. Ήδη από τα τέλη της Εποχής του Χαλκού παρατηρούνται μεταναστεύσεις πληθυσμών σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο.

Σύμφωνα με την παράδοση, την ίδια περίοδο συμβαίνει στον Ελλαδικό χώρο η περίφημη «Κάθοδος των Δωριέων», δηλαδή η μετακίνηση Δωρικών φύλων από βορειότερες περιοχές στην κεντρική Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα νησιά. Λίγο αργότερα, από τον 11ο αιώνα π.Χ. και εξής, λαμβάνει χώρα ο λεγόμενος «πρώτος αποικισμός», δηλαδή η μετακίνηση ελληνικών φύλων (κυρίως Ιώνων και Αιολών) προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τις Μικρασιατικές ακτές. Η κίνηση αυτή προήλθε μάλλον ως αποτέλεσμα της εκτόπισης πληθυσμών από τους νέους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας και δεν είχε συστηματικό χαρακτήρα.

O «δεύτερος αποικισμός» ήταν πιο οργανωμένος και γινόταν υπό την επίβλεψη των αρχών της κάθε πόλης. Αφού πρώτα ελάμβαναν τον απαραίτητο χρησμό από το μαντείο των Δελφών, οι αρχές όριζαν τον «οικιστή», συνήθως ένα μέλος της αριστοκρατικής τάξης, που ήταν ο αρχηγός της αποστολής και ιδρυτής της αποικίας. Ο “οικιστής” είχε την ευθύνη της οργάνωσης της νέας πόλης, της διανομής των γαιών, της θέσπισης νόμων και της ανέγερσης ναών αφιερωμένων στις θεότητες που λατρεύονταν και στη μητρόπολη. Στην αποστολή έπαιρναν μέρος και άτομα από γειτονικές πόλεις ενώ η επιλογή τους δε γινόταν πάντοτε σε εθελοντική βάση. Οι γυναίκες κατά κανόνα δε συμμετείχαν και οι άποικοι έπαιρναν συζύγους από το γηγενή πληθυσμό.

 

Οι Φάσεις του Ελληνικού Αποικισμού

Ο Ελληνικός αποικισμός χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιόδους.

  • Η πρώτη χρονολογείται από το 775 π.Χ. μέχρι τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. και περιλαμβάνει κυρίως μετακινήσεις από την Εύβοια και την ηπειρωτική Ελλάδα προς την Ιταλία και τη Σικελία, όπου ιδρύονται πολύ σημαντικές αποικίες, όπως η Κατάνη, οι Λεοντίνοι, η Ζάγκλη, τα Υβλαία Μέγαρα, οι Συρακούσες, η Σύβαρις, ο Κρότων, ο Τάρας, κ.ά..
  • Στη δεύτερη φάση (από τις αρχές του 7ου μέχρι τα τέλη του 6ου αι. π.Χ.), λαμβάνουν μέρος περισσότερες Ελληνικές πόλεις ενώ αποικίζονται και νέες περιοχές. Τώρα πλέον Έλληνες και από τις δύο ακτές του Αιγαίου και τα νησιά ιδρύουν αποικίες όχι μόνο στη Δύση (μέχρι τη Γαλατία και την Ισπανία), αλλά και στη Θράκη, την Προποντίδα, τον Εύξεινο Πόντο, ακόμη και τα παράλια της Αφρικής.

Πάντως, η μεγαλύτερη συγκέντρωση αποικιών παρατηρείται στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία. Για το λόγο αυτόν, το Ελληνικό τμήμα της Ιταλικής χερσονήσου αποκαλείται ήδη από την αρχαιότητα «Μεγάλη Ελλάς».

Η Οργάνωση των Αποικιών

Οι διαθέσεις των αυτόχθονων πληθυσμών δεν μας είναι γνωστές παρά σε λίγες περιπτώσεις. Στη Σικελία οι ντόπιοι ήταν μάλλον δεκτικοί στο Ελληνικό στοιχείο και ανέπτυξαν στενές σχέσεις, γεγονός που οδήγησε σε μεγάλης έκτασης εξελληνισμό. Στην Κάτω Ιταλία τα ντόπια φύλα φαίνεται πως ήταν πιο επιφυλακτικά και, έτσι, ο εξελληνισμός που παρατηρείται είναι μικρότερης κλίμακας, παρά το γεγονός ότι η Ελληνική τέχνη επηρέασε έντονα την τέχνη των Ετρούσκων. Το ότι πολλοί μύθοι κάνουν αναφορά στις άγριες συνθήκες που συναντά κανείς στα δυτικά του Ελλαδικού χώρου -π.χ. οι οδυνηρές περιπέτειες του Οδυσσέα- έχουν να κάνουν πιθανότατα με τις δυσκολίες που συναντούσαν οι πρώτοι άποικοι των περιοχών αυτών.

Οι αποικίες διατηρούσαν στενές πολιτικές, οικονομικές και θρησκευτικές σχέσεις με τις Μητροπόλεις και ελάμβαναν συστηματικά μέρος στις μεγάλες εορτές και τους αθλητικούς αγώνες που διοργανώνονταν στα πανελλήνια ιερά (ένας μεγάλος αριθμός Ολυμπιονικών προέρχονταν από τη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία). Όσον αφορά στην πολιτειακή οργάνωση, οι αποικίες είχαν τη δομή της πόλης – κράτους, η εξουσία όμως πολύ σπάνια ξέφυγε από τον έλεγχο της αριστοκρατίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρώτοι άποικοι δημιούργησαν μια κλειστή αριστοκρατική τάξη που έλεγχε απόλυτα τον αγροτικό πλούτο, το εμπόριο και τη νομοθεσία.

Η παρουσία της μεσαίας τάξης, που θα μπορούσε να εγείρει πολιτικές αξιώσεις, ήταν πολύ περιορισμένη. Οι μόνες ανατροπές προήλθαν από φιλόδοξους ευγενείς, που επεδίωξαν και σε αρκετές περιπτώσεις πέτυχαν να συγκεντρώσουν την εξουσία στο πρόσωπό τους και να κυβερνήσουν ως τύραννοι. Μεταξύ των αποικιακών πόλεων-κρατών, πάντως, επικρατούσαν διαμάχες και οι συγκρούσεις -ακόμη και οι ένοπλες- δεν ήταν σπάνιες.

 

Τέχνες και Πολιτισμός στις Αποικίες

Οι αποικίες, και κυρίως αυτές της Μεγάλης Ελλάδας, καλλιέργησαν ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία χτίστηκαν σημαντικότατοι Δωρικοί ναοί και κατασκευάστηκαν σπουδαία λίθινα και χάλκινα γλυπτά. Εδώ έζησαν και εργάστηκαν μεγάλοι διανοητές, όπως ο φιλόσοφος Πυθαγόρας (Κρότων) και ο μαθηματικός Αρχιμήδης (Συρακούσες). Τέχνες, όπως η αγγειογραφία και η ζωγραφική ακολούθησαν την πορεία της Μητροπολιτικής Ελλάδας και άνθισαν κατά την Κλασική και Ελληνιστική περίοδο ενώ η νομισματοκοπία είχε αναχθεί σε επίπεδο υψηλής τέχνης.

Η ανάπτυξη αυτή οφειλόταν στον πλούτο που εξασφάλιζε η έντονη εμπορική δραστηριότητα των αποικιών. Η δραστηριότητα αυτή, ωστόσο, έμελλε να φέρει τους αποίκους αντιμέτωπους με άλλες εμπορικές δυνάμεις της Μεσογείου, αρχικά τους Φοίνικες και τους Καρχηδόνιους και εν συνεχεία τους Ρωμαίους. Η Ρωμαϊκή κατάκτηση στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. θα σημάνει και το τέλος της ανεξαρτησίας των πόλεων – κρατών της Ιταλικής χερσονήσου και της Σικελίας. Ανάλογη μοίρα περίμενε και τις υπόλοιπες Ελληνικές αποικίες τον αιώνα που θα μεσολαβήσει μέχρι την ίδρυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

 

ΠΡΩΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ

Ως πρώτος Ελληνικός αποικισμός αναφέρεται το αποτέλεσμα των πληθυσμιακών μεταναστεύσεων και των ανακατατάξεων που συνέβησαν στον Ελλαδικό χώρο από τα μέσα του 11ου έως τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ.. Οι μετακινήσεις αυτές οδήγησαν στον αποικισμό των νησιών του Αιγαίου της Κύπρου, της Κρήτης, των Επτανήσων και της δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας από Ελληνικά φύλα της ηπειρωτικής Ελλάδας και την ίδρυση νέων πόλεων που αποτέλεσαν τα μετέπειτα χρόνια σημαντικά κέντρα του Ελληνικού πολιτισμού. Ο αποικισμός πραγματοποιήθηκε σε διαδοχικά κύματα και κατά φυλετικές ομάδες και διακρίνεται σε Αιολικό, Ιωνικό, Δωρικό και Αχαϊκό (Αρκαδικό) αποικισμό.

 

Η Κάθοδος των Δωριέων

Σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την ονομασία Δωριείς δηλώνονταν οι κάτοικοι της Δωρίδος που σχηματίστηκαν λίγο πριν το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής από μια φυλετική ομάδα που κατοικούσε στην κεντρική Στερεά Ελλάδα και είχε επικεφαλής το γένος των Ηρακλειδών, από τους Μακεδόνες που είχαν μεταναστεύσει στην ίδια περιοχή και από διάφορα άλλα πληθυσμιακά στοιχεία όπως υποδηλώνει το όνομα Πάμφυλοι που έφερε μια από τις τρεις φυλές των Δωριέων. Αυτή πρέπει να σχηματίστηκε για να πλαισιώσει τις δυνάμεις των Ηρακλειδών τις παραμονές της μεγάλης εξόρμησής τους προσδοκώντας συμμετοχή στη διανομή της λείας.

Η κάθοδος των Δωριέων στην Πελοπόννησο κατά το β’ μισό του 12ου αιώνα π.Χ. είχε το χαρακτήρα στρατιωτικής επιχείρησης με κύριο στόχο την κατάληψη των άλλοτε ισχυρών Μυκηναϊκών κέντρων. Η εξασθένηση των κέντρων αυτών σε συνδυασμό με την αριθμητική υπεροχή και τη φυσική δύναμη των εισβολέων είχε ως πρώτο αποτέλεσμα την κατάληψη των Μυκηνών και της Τίρυνθας και την εγκατάσταση των Δωριέων στο Άργος, στο βορειότερο τμήμα της κοιλάδας του Ευρώτα, στην πεδιάδα του Παμίσου και στην Κορινθία. Οι Δωριείς που έδρασαν στην Πελοπόννησο αποτέλεσαν 4 χωριστά σώματα με ανεξάρτητους αρχηγούς.

Οι Δωριείς με αρχηγό τον Τήμενο κατέλαβαν το Άργος, ενώ εκείνοι με αρχηγούς τους Αριστόδημο, Κρεσφόντη και Αλήτη κατέλαβαν τη Σπάρτη, τη Μεσσηνία και την Κόρινθο αντίστοιχα. Μαζί τους πέρασε στην Πελοπόννησο και ένα τμήμα των Αιτωλών που εγκαταστάθηκε στην Ήλιδα. Με την άφιξη και την εγκατάσταση των Δωριέων στο μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου πολλοί από τους παλαιότερους κατοίκους των περιοχών που καταλήφθηκαν εξαναγκάστηκαν με τη σειρά τους να μεταναστεύσουν, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα διαδοχικές μετακινήσεις πληθυσμών.

Πολλοί Αχαιοί από την Αργολίδα και τη Λακωνία κατέφυγαν στην Αιγιαλεία και ζήτησαν από τους Ίωνες που ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή αυτή να τους δεχτούν ως συνοίκους. Επειδή το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό, έκαναν μάχη, νίκησαν και κατέλαβαν την περιοχή που αργότερα πήρε το όνομα Αχαΐα.

– Άργος

Το τμήμα των Δωριέων που κατευθύνθηκε στην Αργολίδα είχε ως αρχηγό τον Τήμενο. Γύρω στο 1100 π.Χ. μετά από νίκη του κατέλαβε τις Μυκήνες και εγκαταστάθηκε στο Άργος, το οποίο βρισκόταν σε οχυρή θέση, στο δρόμο που οδηγούσε στην ανατολική Πελοπόννησο και εξασφάλιζε την κατοχή όλης της πεδινής Αργολίδας. Αργότερα, οι Δωριείς αυτοί αποίκησαν την Επίδαυρο, την Τροιζήνα, τις Κλεωνές, τον Φλιούντα και τη Σικυώνα, ενώ στα μέσα περίπου του 10ου αιώνα π.Χ. οι Δωριείς της Επιδαύρου αποίκισαν την Αίγινα.

Μερικοί αυτόχθονες κάτοικοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από την περιοχή της Αργολίδας, ενώ οι περισσότεροι παρέμειναν και εντάχθηκαν στο κράτος ως ελεύθεροι αλλά χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Τα προδωρικά αυτά γένη συνέχισαν να καλλιεργούν τα κτήματά τους και να εργάζονται στα εργαστήριά τους και αποτέλεσαν τη φυλή των Υρναθίων, αντίστοιχη με τους περίοικους της Σπάρτης. Η πολιτική αυτή τόσο του Τήμενου όσο και των διαδόχων του σε ιδεολογικό επίπεδο φαίνεται και από την προβολή τους ως διαδόχων του Αγαμέμνονα και κληρονόμων του κράτους που αυτός εξουσίαζε.

Η κατακτητική πολιτική των Δωριέων κατά τους πρώτους αιώνες μετά την εισβολή τους στην Πελοπόννησο συντέλεσε ώστε να δημιουργήσουν ένα ισχυρό κράτος τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσμό. Εξάλλου η Επίδαυρος, η Σικυώνα, η Τροιζήνα, οι Κλεωνές και ο Φλιούς, οι πέντε δηλαδή πόλεις στις οποίες εγκαταστάθηκαν Δωριείς με Τημενίδες αρχηγούς συγκρότησαν θρησκευτική ένωση η οποία είχε ως κέντρο το ιερό του Πυθαέως Απόλλωνα.

 

– Σπάρτη

Σύμφωνα με τη Σπαρτιατική παράδοση οι Δωριείς που έφτασαν στη Λακωνία με αρχηγό τον Αριστόδημο δε χρειάστηκε να πολεμήσουν. Ο βασιλιάς των Αχαιών και μια ομάδα των υπηκόων του αποχώρησαν ακολουθώντας την παρότρυνση ενός προδότη, ο οποίος παρέμεινε με ένα τμήμα των παλαιών κατοίκων στις Αμύκλες, όπου οι Δωριείς τον αναγνώρισαν ως βασιλιά. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν έρχονται σε αντίθεση με την παράδοση αυτή, αφού τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης στη δωρική Σπάρτη αποτελούν πρωτογεωμετρικά αγγεία κατασκευασμένα στις Αμύκλες. Οι Δωριείς που εισέβαλαν στην κοιλάδα του Ευρώτα εγκαταστάθηκαν σε 4 κώμες, την Πιτάνη, τη Μεσόα, την Κυνόσουρα και τις Λίμνες.

Η εγκατάσταση, όπως προκύπτει από τα αρχαιολογικά δεδομένα, είχε ολοκληρωθεί γύρω στο 950 π.Χ. Μετά το θάνατο του Αριστόδημου οι δίδυμοι γιοι του Ευρυσθένης και Προκλής ύστερα από συμβουλή της Πυθίας μοιράστηκαν το θρόνο. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, την οποία δέχονταν οι Λακεδαιμόνιοι και με την οποία ερμηνεύεται ο θεσμός της διπλής βασιλείας στη Σπάρτη, οι δύο γιοι του Αριστόδημου βρίσκονταν επικεφαλής των 4 κωμών που συγκροτούσαν ενιαίο κράτος, αν και φαίνεται ότι η συνένωση των 4 κωμών κάτω από μια ενιαία ηγεσία συνέβη αργότερα.

Oι διάδοχοι του Ευρυσθένη και του Προκλή σχημάτισαν δύο διαφορετικές οικογένειες που ονομάζονταν Αγιάδες και Ευρυπωντίδες και είχαν χωριστό κοιμητήριο, οι πρώτοι σε μια συνοικία της Πιτάνης και οι δεύτεροι στις Λίμνες. Από το γεγονός αυτό και σε συνδυασμό με όσα παραδίδονται σχετικά με τον Ευρυσθένη και τον Προκλή προκύπτει ότι οι 4 κώμες σχημάτιζαν αρχικά δύο αυτόνομες κοινότητες με έδρες την Πιτάνη και τις Λίμνες που συνενώθηκαν αργότερα. Επειδή οι Σπαρτιάτες όπως και οι άλλοι Δωριείς και μετά τη διάσπασή τους χωρίζονταν σε 3 φυλές, έχει παρατηρηθεί ότι οι 4 κώμες προτού συνενωθούν περιλάμβαναν στοιχεία και των 3 φυλών.

 

– Μεσσηνία

Το τμήμα των Δωριέων με αρχηγό τον Κρεσφόντη κατέλαβε χωρίς αντίσταση τη Μεσσηνία. Σύμφωνα με την παράδοση οι Αχαιοί αποσύρθηκαν γιατί οι υποτελείς τους Καύκωνες και Αρκάδες από εχθρότητα προς αυτούς αντιμετώπισαν φιλικά τους Δωριείς. Παράλληλα αναφέρεται ότι ο Κρεσφόντης όχι μόνο δεν εξόντωσε όσους Μεσσηνίους παρέμειναν στη χώρα τους αλλά τους εξομοίωσε με τους Δωριείς. Η πολιτική του όμως αυτή προκάλεσε την αντίδραση των τελευταίων οι οποίοι και τον δολοφόνησαν. Οι Δωριείς της Μεσσήνης σύναψαν φιλικές σχέσεις με τους γείτονές τους Αρκάδες, επειδή και οι δύο λαοί ανησυχούσαν ιδιαίτερα για τη συνεχώς αυξανόμενη στρατιωτική και πολιτική δύναμη των Σπαρτιατιών.

Ο γάμος του Κρεσφόντη με την κόρη του βασιλιά των Αρκάδων υποδήλωνε τη φιλία αυτή, η οποία διατηρήθηκε και μετά το θάνατό του. Παρόλα αυτά οι Σπαρτιάτες, αφού κατέλαβαν την κοιλάδα του Ευρώτα και δεν ήταν πλέον εκτεθειμένοι σε κινδύνους που μπορούσαν να προέλθουν από την πλευρά των Αργείων και των Αρκάδων, εισέβαλαν στη χώρα των Μεσσηνίων. Ο πόλεμος αυτός που είναι γνωστός ως Α’ Μεσσηνιακός πόλεμος άρχισε πιθανόν το 735 π.Χ., διήρκεσε 20 χρόνια και έληξε με την υποταγή των Μεσσηνίων. Κατά τα τελευταία χρόνια του πολέμου οι Αρκάδες και οι Αργείοι έστειλαν βοήθεια στους Μεσσηνίους, ενώ οι Κορίνθιοι συμπολέμησαν με τους Σπαρτιάτες.

 

– Κόρινθος

Η ομάδα των Δωριέων που κατέλαβε την Κόρινθο ήρθε από τη θάλασσα και είχε ως αρχηγό τον Αλήτη. Η θέση της Κορίνθου ήταν καίρια, αφού διέθετε δύο λιμάνια -το Λέχαιο στον Κορινθιακό και τις Κεγχρεές στο Σαρωνικό Κόλπο- και αποτελούσε τη φυσική διασταύρωση των θαλάσσιων δρόμων από την Ανατολή προς τη Δύση και αντίστροφα. Η καταστροφή ή η εγκατάλειψη πολλών οικισμών της Κορίνθου που υπήρχαν ήδη κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ’ περίοδο αποδίδεται από πολλούς ερευνητές στη δράση των Δωριέων στην περιοχή αυτή. Από τους αυτόχθονες κατοίκους της Κορίνθου άλλοι παρέμειναν εκεί και άλλοι μετανάστευσαν.

Όσοι παρέμειναν δεν υποβιβάστηκαν σε κατάσταση δουλείας αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι στα κτήματα ή τα εργαστήριά τους, όπως και στο Άργος, και συναποτέλεσαν με τους Δωριείς τη φυλή των Κυνοκέφαλων. Ίσως στα μέσα του 10ου αιώνα π.Χ. ορισμένοι Δωριείς από την Κόρινθο με συμμάχους τους ομοεθνείς τους από το Άργος και τη Μεσσήνη κατέλαβαν τη Μεγαρίδα και αποπειράθηκαν μάταια να εισβάλουν στην Αττική. Οι Αθηναίοι διατήρησαν ζωντανή την ανάμνηση αυτής της επίθεσης στις παραδόσεις της πόλης, όπως μαρτυρά ο μύθος για την αυτοθυσία του βασιλιά Κόδρου.

– Αττική

Η Αττική και η Εύβοια αποτελούσαν 2 από τις περιοχές οι οποίες διατήρησαν τις συμπαγέστερες μάζες του Μυκηναϊκού πληθυσμού και δεν υπέστησαν καταστροφές και ερημώσεις όπως άλλες περιοχές κατά το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής. Οι Δωριείς δεν κατόρθωσαν ποτέ να κυριεύσουν την Αττική, η οποία εξακολούθησε σε όλη τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων να κατοικείται από Ίωνες. Σύμφωνα με την αττική παράδοση που αναφέρεται στην κατοίκηση αυτή, γενάρχης των Αθηναίων θεωρούνταν ο Ίωνας, ο οποίος διαίρεσε τους Ίωνες της Αττικής σε 4 φυλές: τους Γελέοντες, τους Αιγικορείς, τους Αργαδείς και τους Όπλητες.

Ο γιος του Ξούθος μετά τη νίκη του εναντίον των Θρακών ανακηρύχτηκε από τους Αθηναίους πολέμαρχος. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, η Αττική στα χρόνια του Κέκροπα ήταν χωρισμένη σε επιμέρους κώμες με ιδιαίτερες αρχές. Σε περίπτωση πολέμου οι άρχοντες καθεμιάς από αυτές συνέρχονταν για να συσκεφτούν με το βασιλιά. Ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές τοποθετούν την κατάργηση αυτών των τοπικών αυτοδιοικήσεων στα χρόνια της βασιλείας του Θησέα, στον οποίο αποδίδουν το συνοικισμό της Αττικής με τη δημιουργία κοινού κοινοβουλίου και πρυτανείου.

Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι η σχετική με το Θησέα παράδοση αποτελεί μεταγενέστερη επινόηση και τοποθετούν το συνοικισμό στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ.

 

Άλλες Μεταναστεύσεις

Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής περιόδου, στον Ελλαδικό χώρο μετακινήθηκαν πολλές πληθυσμιακές ομάδες. Οι σημαντικότερες μεταναστεύσεις ήταν των Βοιωτών, Θεσσαλών και Αινιάνων.

 

– Βοιωτοί

Στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. περίπου οι Βοιωτοί από την κεντρική Πίνδο όπου κατοικούσαν μέχρι τότε φαίνεται ότι μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που αργότερα πήρε το όνομα Θεσσαλιώτις. Σύμφωνα με τις Βοιωτικές παραδόσεις ένα μέρος των Βοιωτών με αρχηγό τον Οφέλτα μετανάστευσε ακόμη νοτιότερα και εγκαταστάθηκε στην περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Βοιωτία. Αρχικά οι Βοιωτοί αυτοί κατέλαβαν τη Χαιρώνεια και στη συνέχεια τον Ορχομενό και την Κορώνεια, η οποία για ορισμένους μελετητές αποτέλεσε ένα είδος πρωτεύουσας του βασιλείου και στην περιοχή της οποίας ίδρυσαν το ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς.

Ως αρχηγός των Βοιωτών που κατέλαβαν τη Θήβα αναφέρεται ο Πολεμάτας. Ακόμη και όταν οι Βοιωτοί διασπάστηκαν σε πολλά κρατίδια, κατά τη μεταβολή της οργάνωσής τους από φυλές σε πόλεις, εξακολούθησαν κατά τη διάρκεια όλης της αρχαιότητας να τιμούν την Ιτωνία Αθηνά και να τελούν στο ιερό της κοινή γιορτή, τα λεγόμενα Παμβοιώτια, που σήμαιναν τη συγκέντρωση όλων των Βοιωτών, όπως δήλωνε και το όνομά τους.

 

– Θεσσαλοί

Η προοδευτική εξάπλωση των Θεσσαλών πέρα από τη Θεσσαλιώτιδα όπου κατοικούσαν παρακολουθείται από τα αρχαιολογικά δεδομένα που υπάρχουν στη διάθεση των ερευνητών.

Τα ευρήματα αυτά, κυρίως η κεραμική που χρονολογείται στον 11ο και 10ο αιώνα π.Χ., προέρχονται από διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας και μαρτυρούν 3 τοπικούς πολιτισμούς. Ο πρώτος επιχωριάζει στην κεντρική και δυτική Θεσσαλία και θεωρείται ότι είναι προϊόν των εισβολέων, ενώ ο δεύτερος που παρατηρείται στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας και ο τρίτος στα παράλια του Παγασητικού κόλπου προέρχονται από τα Προθεσσαλικά στοιχεία που δεν είχαν υποκύψει στους νέους επιδρομείς. Από τον 9ο αιώνα π.Χ. η πολιτισμική ενότητα αποκαθίσταται, γεγονός που δείχνει ότι ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της χώρας από τους Θεσσαλούς.

 

– Αινιάνες

Από τη βόρεια Περ(ρ)αιβία ξεκίνησαν οι Αινιάνες που κατέληξαν στην ιστορική Αινίδα έπειτα από μακρινή διαδρομή διαμέσου της κεντρικής Στερεάς και με ενδιάμεσους σταθμούς, η ανάμνηση των οποίων διατηρήθηκε με πολλή σαφήνεια στις παραδόσεις του φύλου αυτού. Η οριστική εγκατάστασή τους στην Αινίδα στην κοιλάδα του Ινάχου, παραπόταμου του Σπερχειού, από όπου εκτόπισαν τους παλαιούς κατοίκους, τους Αχαιούς Ιναχιείς, πιθανόν να έγινε αφού είχε αδειάσει από τους Δωριείς όλη η περιοχή εκτός από το μικροσκοπικό τμήμα που εξακολουθούσε να φέρει το όνομα Δωρίδα.

Σε αντίθεση με τους Δωριείς που κινήθηκαν ως στρατιωτικές φάλαγγες και κατευθύνθηκαν εναντίων στόχων που είχαν οριστεί και επιλεγεί από πριν, οι Αινιάνες αποπειράθηκαν τρεις φορές να εγκατασταθούν σε χώρες που τις θεωρούσαν κατάλληλες, τελικά όμως τις εγκατέλειψαν γιατί δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες τους.

 

ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

Το έπος της Ιλιάδας διατηρεί κάποιες αναμνήσεις από εκστρατείες των Αχαιών με σκοπό τον εποικισμό των μικρασιατικών παραλίων. Από το μύθο διαφαίνεται ότι Αχαιοί πολεμιστές αποβιβάσθηκαν στα παράλια της Τρωάδας και έχοντας ως ορμητήριο τα πλοία τους πολιορκούσαν τους εκεί κατοίκους, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην ακρόπολη του Ιλίου. Τα Μικρασιατικά παράλια αποικίσθηκαν από Ίωνες που προέρχονταν κυρίως από τις περιοχές της Αττικής, από Αιτωλούς που κατοικούσαν στη Θεσσαλία και από Δωριείς της Πελοποννήσου.

 

Ιωνικός Αποικισμός

Ίωνες οι οποίοι προέρχονταν από την Επίδαυρο, την Τροιζήνα, τις Κλεωνές, τη Φλιασία, την Αιγιαλεία και την Αττική αποίκισαν τα παράλια της Μικράς Ασίας που πήραν το όνομα Ιωνία. Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα η Μίλητος θεωρείται από τις αρχαιότερες Ιωνικές εγκαταστάσεις σε μικρασιατικό έδαφος από τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. Όπως μαρτυρούν τα ευρήματα της Πρωτογεωμετρικής κεραμικής της Φώκαιας, των Κλαζομενών και της Σάμου η αποίκιση στις περιοχές αυτές χρονολογείται στο διάστημα 1050 με 900 π.Χ. Κατά την ίδια χρονική περίοδο πρέπει να εποικίστηκαν και πολλές άλλες πόλεις της Ιωνίας.

Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. 12 πόλεις -Σάμος, Χίος, Μίλητος, Φώκαια, Κλαζομεναί, Τέως, Ερυθραί, Έφεσος, Κολοφών, Πριήνη, Λέβεδος και Μυούς- συνενώθηκαν σε μια Αμφικτυονία με πολιτικό και θρησκευτικό χαρακτήρα, το λεγόμενο Πανιώνιο, με κέντρο συνάντησης το ιερό του Ελικωνίου Ποσειδώνα στη Μυκάλη. Επικεφαλής αυτού του κοινού των Ιώνων ήταν ένας αιρετός άρχοντας που εκλεγόταν από το σύνολο των αμφικτυόνων. Παράλληλα, οι 12 πόλεις του Πανιωνίου μετείχαν και σε μια άλλη θρησκευτική ένωση που είχε ως κέντρο τη Δήλο, στην οποία έπαιρνε μέρος και η Αθήνα, η Κέως, η Σίφνος και η Σέριφος.

 

– Οι Γραπτές Μαρτυρίες

Κατά τους ιστορικούς χρόνους η Ελληνική Ιωνία αποτελούνταν από 12 πόλεις που συνιστούσαν το Κοινό των Ιώνων (Ιωνική Δωδεκάπολις): Μίλητος, Μυούς, Πριήνη, Έφεσος, Κολοφώνα, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομενές, Ερυθρές, Φώκαια, και τα νησιά της Σάμου και της Χίου. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, αυτές οι πόλεις ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια ενός μεταναστευτικού κύματος που είχε ξεκινήσει από την Αθήνα και οι γιοι του Αθηναίου βασιλιά Κόδρου είχαν ηγηθεί αυτού. Η αιτία αυτής της μαζικής μετακίνησης, όπως αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς, ήταν η διαφωνία μεταξύ των γιων του Κόδρου για τη διαδοχή στο θρόνο, όπου τελικά επικράτησε ο Μέδωνας.

 

Ηρόδοτος

Τρεις αρχαίοι συγγραφείς μελέτησαν αναλυτικά την Ιωνική Μετανάστευση. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο,2 οι Ίωνες είχαν αρχικά κατοικήσει σε 12 πόλεις στην Αχαΐα της Πελοποννήσου. Αμέσως μόλις εκδιώχθηκαν από τους Αχαιούς, αναζήτησαν καταφύγιο στην Αθήνα. Οι απόγονοί τους μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία, όπου ίδρυσαν 12 πόλεις εις μνήμη του πρώτου τους οικισμού στην Αχαΐα.3 Αυτοί ήταν «πραγματικοί» Ίωνες οι οποίοι γιόρταζαν τα Απατούρια.

Ωστόσο, όπως συνεχίζει ο Ηρόδοτος, δεν ήταν μόνο οι Ίωνες που μετανάστευσαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και οι Άβαντες, καθώς και άνθρωποι από τον Ορχομενό, Κάδμειοι, Δρύοπες, Φωκείς, Μολοσσοί, Πελασγοί από την Αρκαδία, Δωριείς από την Επίδαυρο και «άλλα τε έθνεα πολλά». Μόνο οι Εφέσιοι και οι Κολοφώνιοι δεν γιόρταζαν τα Απατούρια.

 

Στράβωνας

Ο Στράβωνας επιβεβαιώνει ότι οι Ίωνες είχαν αρχικά κατοικήσει στην περιοχή της Αχαΐας. Κατά την εκδοχή του, οι Ίωνες, εξαιτίας του υπερπληθυσμού της Αθήνας κατά τη βασιλεία του Ίωνα, είχαν αποικίσει την Αιγιαλεία. Το όνομα των πρώτων κατοίκων των 12 πόλεων της Αιγιαλείας τότε άλλαξε από «Αιγιαλείς» σε «Ίωνες». Αργότερα, εκδιώχθηκαν από τους Αχαιούς, οι οποίοι είχαν φύγει από τη Λακεδαίμονα εξαιτίας της επιστροφής των Ηρακλειδών. Οι Ίωνες επέστρεψαν στην Αθήνα. Υπό την ηγεσία των Κοδριδών πήγαν μετέπειτα στη Μικρά Ασία όπου ίδρυσαν πάλι 12 πόλεις. Η περιγραφή του Στράβωνα σχετικά με την ίδρυση των Ιωνικών πόλεων συμφωνεί με εκείνη του Φερεκύδη.

Ο Στράβωνας υποστηρίζει ότι οι Ίωνες καθώς και οι μη-Ίωνες συμμετείχαν στην Ιωνική μετανάστευση. Ο αρχηγός τους Άνδροκλος, γιος του Κόδρου, ίδρυσε την Έφεσο. Η Μίλητος ιδρύθηκε από το Νηλέα ο οποίος, όπως υποστήριζαν οι “νεώτεροι ποιηταί”, είχε καταγωγή από την Πύλο, αφού ο παππούς του Μέλανθος, ο πατέρας του Κόδρου, είχε οδηγήσει τους κάτοικους της Πύλου και άλλους ανθρώπους από τη Μεσσηνία στην Αθήνα. Η Κολοφώνα, από την άλλη πλευρά, ιδρύθηκε από τον Ανδραίμονα από την Πύλο. Σε αυτό το σημείο ο Στράβωνας συμφωνεί με τον Μίμνερμο.

Αυτός ο ποιητής, καθώς είχε καταγωγή από την Κολοφώνα, υποστηρίζει, επίσης, ότι οι ιδρυτές της πόλης του είχαν έρθει κατευθείαν από την Πύλο, την πατρίδα του Νηλέα. Εκτός από τη Σάμο, τη Χίο και τις Κλαζομενές, οι περισσότερες Ιωνικές πόλεις ιδρύθηκαν από τους Κοδριδούς. Ακόμη, ο Στράβωνας αναφέρει ότι το νότιο κομμάτι της Ιωνίας είχε νωρίτερα κατοικηθεί από τους Κάρες, ενώ η παράκτια πλευρά μέχρι τη Φώκαια, καθώς και η Χίος και η Σάμος είχαν κατοικηθεί από τους Λέλεγες.

 

Παυσανίας

Η τρίτη κύρια πηγή πληροφοριών για τις μεταναστεύσεις των Ιώνων είναι ο Παυσανίας. Το 7ο Βιβλίο που είναι αφιερωμένο στην Αχαΐα ξεκινάει με μια αναφορά στην Ιωνική μετανάστευση. Η εκδοχή του Παυσανία είναι παρόμοια με εκείνες του Ηροδότου και του Στράβωνα. Επίσης, υποστηρίζει ότι αρχικά οι Ίωνες είχαν καταλάβει την Αχαΐα και είχαν ονομάσει τους εαυτούς τους Αιγιαλείς. Αργότερα, άλλαξαν το όνομά τους σε «Ίωνες» προς τιμήν του βασιλιά τους Ίωνα που είχε υποστηρίξει τους Αθηναίους εναντίον των Ελευσινίων και πέθανε στο πεδίο της μάχης. Ο τάφος του Ίωνα στην Αθήνα.

Για αυτό το λόγο οι Ίωνες πήγαν στην Αθήνα, αφού εξορίστηκαν από τους Αχαιούς, οι οποίοι, υπό την ηγεσία του Ορέστη του γιου του Τισαμενού, εξωθήθηκαν μετά την επιστροφή των Ηρακλειδών στο Άργος. Στο 7ο Βιβλίο του, ο Παυσανίας αναφέρει ότι η Ιωνική μετανάστευση καθοδηγήθηκε από το Νηλέα και άλλους γιους του Κόδρου. Στην εκδοχή του, επίσης, υποστηρίζει ότι διάφορες εθνικές ομάδες από τη Βοιωτία και τη Φωκίδα συμμετείχαν σε αυτή την επιχείρηση. Η πλειονότητα, ωστόσο, ήταν Ίωνες από την Αθήνα. Επιπλέον, ο Παυσανίας τονίζει τη Μεσσηνιακή καταγωγή των Κοδριδών εφόσον ο Μέλανθος, πατέρας του Κόδρου, είχε οδηγήσει τους κατοίκους της Πύλου στην Αθήνα.

Η Μεσσηνιακή καταγωγή των Κοδριδών αναφέρεται, επίσης, από τον Ελλάνικο, ο οποίος παραδίδει το γενεαλογικό τους δέντρο.Ο Κόδρος ήταν Μεσσήνιος από την πλευρά του πατέρα του· από την πλευρά της μητέρας του ήταν Αθηναίος. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι εκτός από μερικές ασήμαντες διαφοροποιήσεις, οι μαρτυρίες που απαντώνται στον Ηρόδοτο, το Στράβωνα και τον Παυσανία είναι σχετικά όμοιες. Σύμφωνα με τον J.N. Cook, οι παραπάνω συγγραφείς παρουσιάζουν την ιστορία του Ιωνικού αποικισμού τον 5ο αιώνα π.Χ. Αυτή η πράξη περιγράφεται ως «Ιωνική αποικία», δηλαδή αποικιστικό κίνημα, οι ηγέτες του οποίου επελέγησαν ύστερα από ένα δελφικό χρησμό.

Ο όρος «Ιωνική Μετανάστευση» είναι σύγχρονος. Χρησιμοποιήθηκε εξαιτίας του μεγάλου αριθμού ατόμων καθώς και της περίπλοκης προϊστορίας των διαφόφων ομάδων που συμμετείχαν.

– Άλλες Γραπτές Πηγές

Εκτός από τις βασικές αναφορές του Ηροδότου, του Στράβωνα και του Παυσανία, η Ιωνική μετανάστευση περιγράφηκε και από άλλες αρχαίες πηγές, οι οποίες έχουν απαριθμηθεί και αναλυθεί από τους Sakellarκαι Vanschoonwinkel.Ο Vanschoonwinkel χωρίζει αυτές τις πηγές σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία παρουσιάζει την Ιωνική μετανάστευση ως εγχείρημα μιας ολόκληρης πόλης, στις περισσότερες περιπτώσεις, της Αθήνας. Όσον αφορά τους ηγέτες, ορισμένες πηγές αναφέρονται στον Ανδροκλή και άλλες στο Νηλέα.

Ορισμένοι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι οι Ίωνες που εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία ήταν Αθηναϊκής καταγωγής, αλλά δεν αναφέρεται το όνομα κανενός ηγέτη. Αυτό, για παράδειγμα, συμβαίνει και με τον Θουκυδίδη, ο οποίος αναφέρει ότι ο Ιωνικός αποικισμός οφειλόταν στον υπερπληθυσμό της Αττικής, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί πρόσφυγες από τους πολέμους και τις εσωτερικές διαμάχες. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι γενικά αποδεκτό ότι η Ιωνική μετανάστευση ξεκίνησε από την Αθήνα, παρόλο που οι άποικοι είχαν διαφορετικές καταγωγές. Ο Μίμνερμος, όπως παραθέτει ο Στράβωνας, δεν αναφέρεται καθόλου στην Αθήνα.

Αυτός ισχυρίζεται ότι οι κάτοικοι της Πύλου πήγαν κατευθείαν στη Μικρά Ασία και ίδρυσαν την Κολοφώνα. Σύμφωνα με την δεύτερη κατηγορία αρχαίων πηγών του Vanschoonwinkel, οι ιδρυτές των Ιωνικών πόλεων προέρχονταν από διάφορες πόλεις, οπότε υπήρχαν περιπτώσεις όπου για την ίδια πόλη δόθηκαν διαφορετικά ονόματα μητροπόλεων. Για παράδειγμα, η Έφεσος λέγεται ότι ιδρύθηκε από ανθρώπους της Αθήνας, της Σάμου και της Αιτωλίας· η Σάμος από ανθρώπους της Αθήνας, της Αρκαδίας, της Εύβοιας και της Αργολίδος. Ορισμένες από αυτές τις υποθέσεις έχουν υιοθετηθεί από το Στράβωνα και τον Παυσανία.

Ωστόσο, ο Σακελλαρίου υποστηρίζει ότι αυτού του είδους οι εκδοχές ανασυστήθηκαν πρόσφατα. Το πρώτο μέρος της μελέτης του Σακελλαρίου αναλύει διεξοδικά τις τοπικές Ιωνικές γραπτές πηγές, καθώς και τους Ιωνικούς θεσμούς, τις λατρευτικές παραδόσεις, τις γιορτές της καθεμιάς Ιωνικής πόλης, τα ονόματα και τα τοπωνύμια. Γνωστές σε όλους του Ίωνες ήταν οι προ Κλεισθένους φυλές, δηλαδή Αιγικορείς, Αργαδείς, Γελεόντες και Όπλητες, καθώς και ο εορτασμός των Απατουρίων. Επίσης, το κοινό των Ιώνων λάτρευε τον Ελικώνιο Ποσειδώνα στο Πανιώνιο στο ακρωτήριο της Μύκαλης.

Από τη στιγμή που το ιερό του Απόλλωνα στις Αιγές και στον Ελικώνα αναφέρεται στην Ιλιάδα και ο Ποσειδώνας αποκτά το επίθετο «Ελικώνιος» επίσης στην Ιλιάδα, η λατρεία του Ελικώνιου Δία στο Πανιώνιο συνδέεται με την Αχαϊκή καταγωγή των Ιώνων. Όσον αφορά τη χρονολόγηση, οι αρχαίοι συγγραφείς αποδίδουν την Ιωνική μετανάστευση στην τέταρτη γενιά μετά τον Τρωικό Πόλεμο και στη δεύτερη γενιά μετά την επιστροφή των Ηρακλειδών. Με όρους απόλυτης χρονολόγησης, ο Σακελλαρίου αποδέχτηκε ως χρονολογία τον 11ο αιώνα π.Χ.

 

Σύγχρονη Έρευνα

Εξαιτίας του αποσπασματικού και μη ολοκληρωμένου χαρακτήρα των αρχαίων πηγών, οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν πολύ διαφορετικές απόψεις σχετικά με την ιστορική αξιοπιστία των πηγών που αφορούν την Ιωνική μετανάστευση. Τα παρακάτω ζητήματα είναι εκείνα που συζητούνται έντονα:

– Το Ζήτημα του Αποικισμού

Η καθαυτό αποδοχή του αποικισμού των παράκτιων περιοχών της Μικράς Ασίας από τους μετανάστες της ηπειρωτικής Ελλάδας. Αυτή η άποψη είναι αποδεκτή σήμερα από την πλειοψηφία των ερευνητών της Ελληνικής διαλεκτολογίας ως ιστορικό γεγονός, καθώς η κατανομή και εξέλιξη της Ιωνικής διαλέκτου δεν επιτρέπει άλλη ερμηνεία.

Χρονολόγηση

Σύμφωνα με τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες στις Κυκλάδες, τη δυτική Ανατολία και τα νησιά κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας, το πιο πιθανό είναι ότι ο Ελληνικός αποικισμός αυτών των περιοχών που αργότερα έγιναν γνωστές με το όνομα Ιωνία έλαβε χώρα κατά την Υπομυκηναϊκή και Πρωτογεωμετρική περίοδο τον 11ο και 10ο αιώνα π.Χ. αντίστοιχα. Αυτή η ημερομηνία ταιριάζει απόλυτα με τους χρονολογικούς υπολογισμούς των αρχαίων πηγών που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ίσως, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο ότι κατά το πρώτο μισό του 11ου αιώνα π.Χ.-μιλώντας με αρχαιολογικούς όρους κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ’ και Υπομυκηναϊκή περίοδο- παρατηρήθηκε στην Πελοπόννησο δραματική μείωση των οικισμών.

Η σημασία των Μυκηναϊκών ευρημάτων στη Μικρά Ασία σχετικά με την Ιωνική μετανάστευση έχει υπερκτιμηθεί από τους Cassola, Σακελλαρίου και Vanschoonwinkel. Αληθεύει, ωστόσο, ότι Μυκηναϊκά αγγεία και όστρακα, καθώς και άλλα αντικείμενα έχουν βρεθεί στη Μικρά Ασία και αυτό ίσως υποδηλώνει ότι υπήρχαν επαφές με το Μυκηναϊκό κόσμο. Εντούτοις, όλα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν ως απόδειξη ύπαρξης ενός Μυκηναϊκού οικισμού.

Ακόμα και τα Μυκηναϊκά αγγεία των αρχών του 14ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκαν σε διαταραγμένο τάφο στην Πύλη των Διωγμών στη Βυζαντινή ακρόπολη Ayasoluk στην Έφεσο δεν δηλώνουν απαραίτητα ότι αυτό το μέρος κατοικούνταν από Μυκηναϊκή Ελληνική κοινότητα κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Είναι πιο πιθανό ότι κάποιοι μεμονωμένοι άνθρωποι ή ομάδες Μυκηναϊκής καταγωγής ζούσαν στη Μικρά Ασία μέσα σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον εξ ολοκλήρου χαρακτηριζόμενο από στοιχεία της Ανατολίας. Ο θολωτός τάφος (που δεν υπάρχει πια) που είχε βρεθεί στην Κολοφώνα μπορεί να ερμηνευθεί με τον ίδιο τρόπο.

Πραγματικά στοιχεία που να μαρτυρούν τη Μυκηναϊκή επιρροή στον πολιτισμό της Μικράς Ασίας, όπως οικιστική αρχιτεκτονική, οικιακά αγγεία και εξοπλισμός, λατρευτικά αντικείμενα, εργαλεία, κτλ., δεν έχουν βρεθεί ως τώρα στη γεωγραφική περιοχή που την 1η χιλιετία π.Χ. ήταν γνωστή ως Ιωνία. Το κεφάλι ενός μεγάλου πήλινου ειδωλίου και ο χάλκινος διπλός πέλεκυς που βρέθηκαν στο Αρτεμίσιο της Εφέσου θεωρήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη Μυκηναϊκών λατρευτικών τελετών στην περιοχή. Ωστόσο, η χρονολόγησή τους αμφισβητείται.

Από στρωματογραφικής απόψεως, ορισμένοι ερευνητές προτιμούν να χρονολογούν αυτά τα ευρήματα στον 7ο αιώνα π.Χ.29 Ασφαλώς χρειάζονται πιο ισχυρές ενδείξεις για να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη Μυκηναϊκής λατρείας στην Έφεσο ή σε κάποια άλλη περιοχή της Ιωνίας. Αντίθετα, η περιοχή του Αρτεμισίου θα μπορούσε κάλλιστα να είχε χρησιμοποιηθεί ως λατρευτικός χώρος κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, καθώς τα Πρωτογεωμετρικά αγγεία που έχουν βρεθεί σε πρόσφατες ανασκαφές φαίνεται να το αποδεικνύουν. Πρόσφατες έρευνες σε Χιττιτικά κείμενα συμπληρώνουν αυτά τα αρχαιολογικά στοιχεία.

Σήμερα φαίνεται σχεδόν απίθανο ότι το βασίλειο του Ahhijawa ή οποιασδήποτε άλλης Ελληνικής πολιτείας βρισκόταν στη Μικρά Ασία κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Η S. Heinhold-Krahmer επιβεβαίωσε ότι η γεωγραφική περιοχή της Ιωνίας είχε κατακτηθεί εκείνη την εποχή από το βασίλειο του Arzawa και των διαδόχων του. Αντίθετα από την Ιωνία, στη νοτιοδυτική Ανατολή, οι περιοχές της Μιλήτου, της Ιασού και του Müsgebi αποτελούσαν εξ ολοκλήρου Μυκηναϊκούς οικισμούς του 14ου και 13ου αιώνα π.Χ. Η Μίλητος και η Ιασός υπήρξαν νωρίτερα Μινωικές αποικίες.

Πιθανώς η πόλη της Μιλήτου ήταν παρόμοια με εκείνη της Millawanda, η οποία, σύμφωνα με τα Χιττιτικά κείμενα, βρέθηκε υπό την επιρροή του βασιλείου του Ahhijawa. Τα αρχαιολογικά δεδομένα από τη Μίλητο επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη. Είναι πολύ πιθανό ότι, σε κείμενα της Γραμμικής Β΄ της Πύλου στη Μεσσηνία, οι εθνικές ονομασίες mi-ra-tija, ki-ni-di-ja, a-*64-ja”(= πιθανώς “a-swi-ja”) αναφέρονται σε γυναίκες από τη Μίλητο, την Κνίδο και την Ασία (*AsFia/Asia/). Υποδηλώνεται ότι αυτές οι γυναίκες ήρθαν στην ηπειρωτική Ελλάδα μέσω δουλεμπορίου.

Καταλήγοντας, η Δυτική Ανατολία, καθώς και οι Μυκηναϊκοί οικισμοί στο νοτιοδυτικό κομμάτι της Μικράς Ασίας δεν συνηγορούν απαραίτητα στο ότι η Δυτική Μικρά Ασία είχε εξελληνιστεί από τη Μυκηναϊκή περίοδο. Τα Μυκηναϊκά ευρήματα από τη Σάμο χρονολογούνται τον 13ο αιώνα π.Χ. Στη Χίο, ένας σημαντικός Μυκηναϊκός οικισμός του 12ου αιώνα π.Χ. καταστράφηκε στα τέλη της Υστεροελλαδικής III Γ’ εποχής. Τα τελευταία Μυκηναϊκά ευρήματα από το Ιωνικό μέρος της Μικράς Ασίας χρονολογούνται από την Μέση και Ύστερη περίοδο της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ’.

Επομένως, η Υστεροελλαδική III Γ (πρώτο μισό του 11ου αιώνα π.Χ.) μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως terminus post quem για τον Ελληνικό αποικισμό της Ιωνίας. Τα Μυκηναϊκά ευρήματα από τις περιοχές της Ιωνίας επιβεβαιώνουν ότι αυτές οι περιοχές ήταν ήδη πολύ οικείες στους Έλληνες, πριν ακόμα αυτοί ξεκινήσουν για να ιδρύσουν αποικίες εκεί.

 

–  Αθηναϊκή και η Αττική Καταγωγή των Ιώνων

Ορισμένοι ιστορικοί, όπως ο Schachermeyr, δέχονται ότι αυτή η εκδοχή αναφέρεται σε ένα ιστορικό γεγονός που βασίζεται στο όνομα «φυλαί» και στον εορτασμό των Απατουρίων, τα οποία ήταν κοινή πρακτική και των Αθηναίων και των Ιώνων. Οι σχεδόν παρόμοιες περιγραφές κυρίως του Ηροδότου και του Θουκυδίδη θεωρούνται ως ένα επιπλέον επιχείρημα υπέρ της Αθηναϊκής καταγωγής των Ιώνων. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η παραδοχή πως η Αθήνα ήταν η Μητρόπολη της Ιωνική Δωδεκάπολης, προερχόταν από παρανοήσεις παλιότερων παραδόσεων, αν όχι επινοήσεις που εξυπηρέτησαν πολιτικά συμφέροντα της Αθήνας.

Αντίθετα στα διάφορα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν οι Cassola, Σακελλαρίου, Prinz και Vanschoonwinkel υπέρ αυτής της άποψης, ο Schachermeyr τόνισε πως ο Ιωνικός αποικισμός ξεκίνησε από την Αθήνα, αφού αυτό το γεγονός ήταν γνωστό πριν από την ανάπτυξη της Αττικής ιστοριογραφίας. Επίσης, ο Ηρόδοτος και ο Ελλάνικος, που παραδέχονταν την αθηναϊκή καταγωγή των Ιώνων, είχαν γεννηθεί στη Μικρά Ασία. Ο Schachermeyr υποστηρίζει ότι αυτοί δεν είχαν κανένα λόγο να εξυπηρετήσουν την πολιτική ιδεολογία της Αθήνας.

Πρόσφατα, οι φιλολογικές παραδόσεις σχετικά με την Αθηναϊκή προέλευση της Ιωνικής Μετανάστευσης επιβεβαιώθηκαν από αρχαιομετρικές αναλύσεις πρωτογεωμετρικών ομάδων κεραμικής από το Αρτεμίσιο της Εφέσου. Ορισμένα από αυτά τα αγγεία κατηγοριοποιήθηκαν ως εισηγμένη κεραμική από την Αθήνα, ενώ άλλα ήταν ξεκάθαρα τοπικά αντίγραφα των Αττικών πρωτότυπων. Η εθνική ονομασία «Ιάονες» και το γεωγραφικό όνομα «Ιαονία» αποτελούν μια παλιότερη μορφή του Ιωνικού ονόματος το οποίο προέρχεται από τη λέξη «ΙάFονες». Αυτή η μορφή επιβεβαιώνεται από το εθνικό «i-ja-wo-ne/Iawones/» σε κείμενα της Γραμμικής Β΄ από την Κνωσσό (4ος αιώνας π.Χ.).

Το Εβραϊκό «jawan», το Αιγυπτιακό «jwn(n)’»και το Περσικό «yauna» προέρχονται, επίσης, από τη λέξη «ΙάFονες». Αυτές οι λέξεις υιοθετήθηκαν πριν την εξάλειψη του δίγαμμα ή είναι δανεισμένες από μια μη-Ιωνική διάλεκτο. Από την άλλη πλευρά, η προέλευση της λέξης «Ίωνες» από τη λέξη «ΙάFονες» δεν μπορεί να αποδειχτεί γλωσσολογικά. Ίσως να έχει συσχετιστεί με τον επώνυμο ήρωα «Ίωνα».

 

– Η Προέλευση των Ιώνων από άλλες Περιοχές και ο Ιωνικός Αποικισμός μέσω της Αθήνας

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου στην Πελοπόννησο χαρακτηρίστηκε από τη μείωση των οικισμών, που ήταν ακόμα πιο έκδηλη στην Αχαΐα και στη Μεσσηνία. Αντίθετα, τα δεδομένα αποδεικνύουν μια συνεχή αύξηση των οικισμών στην Αθήνα από το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου (Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ’ και Υπομυκηναϊκή περίοδος) και ύστερα. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αρχαίες καταγραφές σχετικά με τη Μεσσηνιακή και την Αχαϊκή καταγωγή των Ιώνων ίσως αληθεύουν σε κάποιο βαθμό. Από την άλλη πλευρά, τα αρχαιολογικά ευρήματα της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας μέχρι στιγμής δεν είναι αρκετά ώστε να υποστηρίξουν την άποψη ότι η Ιωνική μετανάστευση ίσως να είχε ξεκινήσει από αυτές τις περιοχές.

Όσον αφορά τη Μεσσηνία, η ανακάλυψη ενός Μυκηναϊκού παλατιού στον Επάνω Εγκλιανό και η ταύτισή του ως pu-ro/Πύλος/ από τα πινάκια της Γραμμικής Β΄, που βρέθηκαν στην περιοχή, επιβεβαιώνει τις αρχαίες παραδόσεις που υποστηρίζουν την άμεση ή έμμεση καταγωγή των Ιώνων από την Πύλο, κυρίως από τη στιγμή που η Μεσσηνία ερήμωσε μετά την καταστροφή του παλατιού στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ. Υπό αυτές τις συνθήκες, τόσο η παράδοση για την άμεση μετανάστευση των κατοίκων της Πύλου στη Μικρά Ασία, όσο και η παράδοση για την υποδοχή των προσφύγων από την Πύλο στην Αθήνα και η ακμή της Δυναστείας των Νηλείδων από την Πύλο στη βασιλεία της Αθήνας ίσως να αληθεύουν.

 

Επίλογος

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι, σήμερα, η έρευνα της Μυκηναϊκής Εποχής και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου της Ιωνίας σημειώνει μεγάλη πρόοδο. Αναμένεται ότι νέα αρχαιολογικά στοιχεία θα ρίξουν περισσότερο φως στη χρονολόγηση καθώς και στο χαρακτήρα της Ελληνικής κτήσης της Ιωνίας. Οι περισσότερες φιλολογικές πηγές περιγράφουν την Ιωνική μετανάστευση ως το μόνο οργανωμένο εγχείρημα που ξεκίνησε από την Αθήνα. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Cook, η παράδοση αναφέρεται σε Ελληνικούς οικισμούς στη Μικρά Ασία πριν από την άφιξη των Ιώνων.

Επίσης, η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα εστιάζει την προσοχή στα ευρήματα των οικισμών της Δυτικής Μικράς Ασίας από την Εποχή του Χαλκού μέχρι την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Αναμφίβολα, η μελλοντική έρευνα για την Ιωνική μετανάστευση πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της την πρόοδο της αρχαιολογικής σκαπάνης στη Δυτική Ανατολία, καθώς και την πρόοδο της έρευνας όσον αφορά τη χρονολογική εξέλιξη της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ’ και της Υπομυκηναϊκής εποχής στο Αιγαίο.