Αναδιάταξη του Στρατού

Η Αναδιοργάνωση του Στρατού μετά το 1897 και η Μεγάλη Εθνική Εξόρμηση 1912-13

Γενικά

Η ατυχής έκβαση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, όπως και το «Μακεδόνικο Ζήτημα», που δημιουργήθηκε στο μεταξύ από τη δράση του Βουλγαρικού Κομιτάτου, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη υπάρξεως ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων. Το 1904 τέθηκαν οι πρώτες υγιείς βάσεις στον τομέα της οργανώσεως του Ελληνικού Στρατού, ενώ η τριετία 1909-1912 υπήρξε η κατ’ εξοχήν περίοδος αναγεννήσεως του από κάθε άποψη.

Αφετηρία της τελευταίας αυτής προσπάθειας αποτέλεσε η στρατιωτική επανάσταση τον Αύγουστο του 1909. Μεταξύ των αιτημάτων των επαναστατών αξιωματικών, μελών του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», το κυριότερο ήταν η αναδιοργάνωση και ο εκσυγχρονισμός του στρατού, ώστε να γίνει το ταχύτερο αξιόμαχος και ικανός για να ανταποκριθεί στις εθνικές απαιτήσεις εκείνης της περιόδου.

Ένα χρόνο περίπου αργότερα, το Νοέμβριο του 1910, μετά από πρόσκληση των επαναστατών, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η παρουσία του οποίου επέδρασε αποφασιστικά στην πολιτική και στρατιωτική κατάσταση της χώρας. Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις, την περίοδο 1904-1912, αφορούσαν κυρίως τη συγκρότηση του στρατού σε μεγάλες μονάδες ομοιόμορφης συνθέσεως, την αναδιοργάνωση της Επιτελικής Υπηρεσίας, το διαχωρισμό του Πυροβολικού κατά είδος και τη συστηματική οργάνωση των Υπηρεσιών Διοικητικής Μέριμνας.

Καταστρώθηκε επίσης Σχέδιο Επιστρατεύσεως και δημιουργήθηκε Σώμα Έφεδρων Αξιωματικών. Επιπλέον, ανανεώθηκε ο οπλισμός με την προμήθεια νέων τυφεκίων και πυροβόλων και έγινε εντατική εκπαίδευση του προσωπικού. Για το σκοπό αυτό μετακλήθηκε το 1911 Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή, η οποία συνέβαλε κατά πολύ στην ποιοτική και επιχειρησιακή βελτίωση του Ελληνικού Στρατού.

Σπουδαιότερη όμως όλων των άλλων προπαρασκευών υπήρξε η ανύψωση του εθνικού φρονήματος. Σπάνια λαός εισήλθε στον πόλεμο με τόσο αναπτερωμένο το ηθικό του όπως ο Ελληνικός το 1912.

 

Οριστική Οργάνωση του Στρατού σε Μεραρχίες και Ταξιαρχίες

Τη λήξη του Πολέμου του 1897 ακολούθησε η σταδιακή διάλυση των νέων μονάδων που είχαν συγκροτηθεί στη διάρκεια της επιστρατεύσεως, καθώς και η απόλυση των εφέδρων. Διατηρήθηκαν μόνο δύο μεραρχίες, με έδρα τη Λαμία και την Αθήνα αντίστοιχα, καθώς και πέντε ταξιαρχίες, ενώ ανεξάρτητα παρέμειναν προσωρινά τα τάγματα Ευζώνων.

Το 1899 οι Διευθύνσεις Μηχανικού ορίστηκαν σε τέσσερις (Αθήνα, Πάτρα, Κέρκυρα και Λάρισα), ιδρύθηκαν τέσσερα στρατιωτικά νοσοκομεία (Λαμία, Χαλκίδα, Πάτρα και Καλαμάτα) και με τη νέα διοικητική διαίρεση της χώρας, κατά την οποία ο αριθμός των νομών αυξήθηκε από δεκαέξι σε είκοσι εξι, συστήθηκαν δέκα νέα στρατολογικά γραφεία.

Τον Ιούνιο του 1900 διατάχθηκε η συγκρότηση δύο συνταγμάτων Ευζώνων. Του 1ου, με τρία τάγματα, στα Τρίκαλα και του 2ου, με δύο τάγματα, στη Λάρισα. Τα υπόλοιπα τάγματα Ευζώνων παρέμεναν ανεξάρτητα. Τον ίδιο χρόνο ψηφίστηκε ο Νόμος «Περί Προσωρινού Οργανισμού του Στρατού», σύμφωνα με τον οποίο ολόκληρη η επικράτεια, από στρατιωτικής απόψεως, αποτελούσε μία περιφέρεια υπό την ενιαία διοίκηση του Γενικού Διοικητή Στρατού, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και Γενικός Επιθεωρητής Στρατού.

Ο Γενικός Διοικητής έφερε το βαθμό του αντιστράτηγου, διέθετε ανάλογο επιτελείο και είχε ως προϊστάμενη αρχή το Υπουργείο Στρατιωτικών. Σε αυτόν υπάγονταν όλες οι μονάδες, καταστήματα και υπηρεσίες, εκτός από τη Χωροφυλακή, τη Διεύθυνση Υλικού Πολέμου, τη Στρατολογική Υπηρεσία, τη Στρατιωτική Δικαιοσύνη, τη Γενική Αποθήκη Υλικού και τη Χαρτογραφική Υπηρεσία, που υπάγονταν απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών.

Επιπλέον, καταργήθηκαν τα αρχηγεία στρατού και συγκροτήθηκαν τρεις μεραρχίες, καθεμία από τις οποίες περιλάμβανε δύο ταξιαρχίες Πεζικού και αριθμό μονάδων από τα άλλα Όπλα. Κάθε ταξιαρχία Πεζικού αποτελούνταν από δύο συντάγματα Πεζικού ή Ευζώνων και ένα ανεξάρτητο τάγμα Ευζώνων.

Το 1903 έγιναν ορισμένες τροποποιήσεις στον Προσωρινό Οργανισμό του Στρατού του 1900 και η σύνθεση των τριών μεραρχιών διαφοροποιήθηκε. Η δύναμη του Ελληνικού Στρατού, η οποία το 1898 ανερχόταν σε 26.108 άνδρες, το 1903 μειώθηκε σε 22.427 άνδρες. Ο Οργανισμός του Στρατού του 1904  Το 1904 ψηφίστηκε νέος Οργανισμός του Στρατού. Σύμφωνα με αυτόν η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις στρατιωτικές περιφέρειες, καθεμία από τις οποίες περιλάμβανε τέσσερα διαμερίσματα.

Σε κάθε περιφέρεια αντιστοιχούσε μία μεραρχία και σε κάθε διαμέρισμα ένα στρατολογικό γραφείο. Το Υπουργείο Στρατιωτικών συγκροτήθηκε από το Γραφείο Υπουργού και δώδεκα τμήματα, ενώ ο Ενεργός Στρατός αποτελέστηκε από τη Γενική Διοίκηση, τα Όπλα (Πεζικό, Ιππικό, Πυροβολικό, Μηχανικό και Μεταγωγικό), τις Υπηρεσίες (Υγειονομική, Κτηνιατρική, Οικονομική, Χαρτογραφική, Στρατολογική, Δικαστική, Μουσική και Θρησκευτική), το Μόνιμο Φρουραρχείο Αθηνών και τα Στρατιωτικά Σχολεία.

Τέλος, συστήθηκε με νόμο ιδιαίτερο Σώμα Γενικών Επιτελών, το προσωπικό του οποίου προοριζόταν για τη διεξαγωγή της επιτελικής υπηρεσίας, τόσο στη διάρκεια της ειρήνης όσο και κατά τον πόλεμο. Η συγκρότηση των μεραρχιών καθορίστηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 9ης Σεπτεμβρίου 1904, σε εφαρμογή του Νόμου «Περί Οργανισμού του Στρατού» του ίδιου έτους.

Το 1909, μετά τη στρατιωτική επανάσταση, καταργήθηκε με νόμο η Γενική Διοίκηση κι ορίστηκε η διοίκηση των στρατιωτικών περιοχών να ασκείται από τους διοικητές των μεραρχιών, οι οποίες στο εξής υπάγονταν απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Σε αυτό υπάγονταν επίσης και όλες οι μη μεραρχιακές μονάδες, τα στρατιωτικά καταστήματα και οι υπηρεσίες που μέχρι τότε υπάγονταν στη Γενική Διοίκηση. Επιπλέον, συστήθηκε Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από τον Αρχηγό της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού και τους διοικητές των μεραρχιών, του οποίου αρμοδιότητα ήταν οι κατ’ έτος προαγωγές και τοποθετήσεις των αξιωματικών.

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους καταργήθηκε το Σώμα Γενικών Επιτελών, επειδή είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι αυτό αποτελούσε προνομιούχο τάξη αξιωματικών. Η Επιτελική Υπηρεσία Στρατού αναδιοργανώθηκε σε τρία τμήματα. Αποστολή της καθορίστηκε η οργάνωση, η εκπαίδευση, ο εξοπλισμός, οι μεταφορές και γενικά η προετοιμασία του στρατού για την εξασφάλιση της άμυνας της χώρας.

 

Η Οργάνωση του Στρατού κατά τα έτη 1910 έως 1912

Το Φεβρουάριο του 1910 ρυθμίστηκε με νόμο ο νέος Οργανισμός του Στρατού. Σύμφωνα με αυτόν η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις στρατιωτικές περιοχές, η καθεμία από τις οποίες ήταν έδρα μεραρχίας και περιλάμβανε έξι διαμερίσματα. Σε κάθε διαμέρισμα λειτουργούσε ένα στρατολογικό γραφείο. Ο Ενεργός Στρατός, σύμφωνα με το νέο Οργανισμό Στρατού, περιλάμβανε τις Γενικές Υπηρεσίες, τα Στρατεύματα, τις Ειδικές Υπηρεσίες, τις Αποθήκες και Καταστήματα και τη Χωροφυλακή.

Άλλες αξιόλογες προσπάθειες στην οργάνωση του στρατού και τη βελτίωση της στρατιωτικής καταστάσεως της χώρας κατά την περίοδο αυτή ήταν οι ακόλουθες:

  • Σύσταση Ανώτατου Μεικτού Επιτελείου: Στις 17 Απριλίου του 1910 συστήθηκε με νόμο Ανώτατο Μεικτό Επιτελείο του Στρατού Ξηράς και Θάλασσας, σκοπός του οποίου ήταν η κατάρτιση κοινού Σχεδίου Επιχειρήσεων για το στρατό και το στόλο, η μέριμνα οργανώσεως και προπαρασκευής για την εφαρμογή του σχεδίου αυτού, η μελέτη μεθοδικής αναπτύξεως των χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων με βάση το σχέδιο αυτό και, τέλος, η αμυντική οργάνωση της χώρας και η περιοδική αντικατάσταση, επισκευή και εκποίηση των άχρηστων πλοίων και υλικών γενικά.
  • Χαρτογραφική Υπηρεσία: Προβλέφθηκε ο καταρτισμός κτηματικού χάρτη, με βάση τον τριγωνισμό που εκτελούσε η Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού και συστήθηκε Χαρτογραφικό Συμβούλιο του Κράτους.
  • Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή: Τον Απρίλιο του 1911 μετακλήθηκε Γαλλική Αποστολή, με επικεφαλής τον Υποστράτηγο Eydoux (Εϋντού), αποτελούμενη από δεκατρείς αξιωματικούς.

Με το νέο Οργανισμό του Στρατού, της 7ης Ιανουαρίου 1912, ο αριθμός των στρατιωτικών περιοχών ορίστηκε σε τέσσερις, καθεμία από τις οποίες περιλάμβανε τρία διαμερίσματα. Κάθε στρατιωτική περιοχή αντιστοιχούσε σε μία μεραρχία και κάθε διαμέρισμα σε ένα σύνταγμα Πεζικού.

Η δύναμη του Ελληνικού Στρατού, στην ειρηνική περίοδο, εξακολουθούσε να παραμένει σταθερή και ανερχόταν στα ίδια επίπεδα του 1903, δηλαδή 22.500 άνδρες.

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1912 κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Επακολούθησε συγκέντρωση, οργάνωση, συγκρότηση και προώθηση των δυνάμεων στα δύο θέατρα επιχειρήσεων Θεσσαλίας και Ηπείρου, ενώ η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού έφθασε περίπου τους 130.000 άνδρες.

 

Οπλισμός – Οχύρωση

Με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Φεβρουαρίου του 1907 ρυθμίστηκε ό,τι αφορούσε το φορητό οπλισμό του στρατεύματος. Σύμφωνα με αυτό εισήχθησαν νέα επαναληπτικά αυστριακά τυφέκια Mannllcher (Μάνλιχερ) υποδείγματος 1903 και διαμετρήματος 6,5 χιλιοστών. Ο εφοδιασμός των μονάδων με τα νέα αυτά τυφέκια άρχισε από τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Οι μονάδες Πεζικού και Μηχανικού εφοδιάστηκαν με μακριά τυφέκια του τύπου αυτού και οι μονάδες Ιππικού, Πυροβολικού, Νοσοκόμων και Μεταγωγικού με αραβίδες Μάνλιχερ.

Επίσης, το 1910 έλαβε χώρα πλήρης ανανέωση των πεδινών και ορειβατικών πυροβόλων. Τα παλιά βραδυβόλα αντικαταστάθηκαν με τα νέα ταχυβόλα πυροβόλα, από τα τελειότερα στο είδος τους την εποχή εκείνη. Η ανανέωση επιτεύχθηκε με την προμήθεια 144 πεδινών πυροβόλων Σνάιντερ, υποδείγματος 1908 και διαμετρήματος 75 χιλιοστών, καθώς και 36 ορειβατικών ταχυβόλων πυροβόλων Σνάιντερ-Δαγκλή, του ίδιου υποδείγματος και διαμετρήματος. Με τις προμήθειες αυτές ήταν δυνατός ο εξοπλισμός 36 πεδινών και 9 ορειβατικών πυροβολαρχιών.

Το σύνολο του οπλισμού που διέθετε ο στρατός το 1912, ανερχόταν σε 115.000 τυφέκια Μάνλιχερ, 112.000 τυφέκια Γκρα, 60 πολυβόλα, 7.640 περίστροφα και πιστόλια, 144 πεδινά και 36 ορειβατικά πυροβόλα. Υπήρχαν επίσης πολλά πεδινά και βαριά πυροβόλα, καθώς και μερικά πολυβόλα, παλιού τύπου.

Παράλληλα με τις προμήθειες οπλισμού και λοιπού πολεμικού υλικού, έγινε στη χρονική περίοδο 1910-12 και η οχύρωση της παραμεθόριας περιοχής της χώρας. Μέχρι τις παραμονές της επιστρατεύσεως του 1912 είχε περατωθεί στη Θεσσαλία η εκτέλεση τεσσάρων συγκροτημάτων οχυρών που κάλυπταν από τα βόρεια τη Λάρισα και περιλάμβαναν πολυβολεία, πυροβολεία, χαρακώματα πεζικού, κωλύματα, σκέπαστρα, ορύγματα συγκοινωνίας και άλλα απαραίτητα έργα.

Κατασκευάστηκαν επίσης τρεις γέφυρες στον Πηνειό ποταμό, καθώς και το απαραίτητο οδικό δίκτυο για την εξυπηρέτηση των έργων οχυρώσεως και άλλων στρατιωτικών σκοπών. Αξιόλογα οχυρωματικά έργα έγιναν και στην Ήπειρο. Το σύνολο όμως της αμυντικής οργανώσεως της περιοχής είχε προσωρινή και ατελή μορφή, αφού δεν ολοκληρώθηκε μέχρι την έναρξη του πολέμου. Τα έργα που έγιναν ήταν κυρίως πυροβολεία κοντά στην Άρτα, οχυρά στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου, καθώς και ορύγματα μάχης για την άμυνα του πεζικού.

 

Εκπαίδευση

Στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας για τη βελτίωση της θέσεως του στρατού, κατά την περίοδο αυτή, δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στην εκπαίδευση των στελεχών και οπλιτών. Τα σχολεία που λειτούργησαν ήταν τα παρακάτω:

  • Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων: Τον Αύγουστο του 1910 αποφασίστηκε η ενοποίηση των Στρατιωτικών Σχολών Ευελπίδων και Υπαξιωματικών σε μία, με τον τίτλο «Σχολή Ευελπίδων και Υπαξιωματικών».
  • Προπαρασκευαστικό Σχολείο Έφεδρων Αξιωματικών – Ουλαμοί Υποψήφιων Έφεδρων Αξιωματικών.
  • Σχολείο Ιππευτικής.
  • Σχολείο Γυμναστικής: Συστήθηκε στην Αθήνα το 1906.
  • Σχολείο Βολής Πεζικού: Συστήθηκε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1907.
  • Σχολείο Βολής Πυροβολικού: Συστήθηκε ομοίως το Νοέμβριο του 1907.
  • Σχολείο Μηχανικού: Από την 1η Αυγούστου 1905 μετονομάστηκε σε Σχολείο Μηχανικού, με υπαγωγή απευθείας στη Γενική Διοίκηση.
  • Προπαρασκευαστική Σχολή Επιτελών: Ιδρύθηκε το Φεβρουάριο του 1910 και η λειτουργία της άρχισε από την 1 η Μαΐου 1911.
  • Σχολείο Λοχαγών: Συστήθηκε το Σεπτέμβριο του 1910 στην Αθήνα.

 

Εκπαίδευση Στελεχών στο Εξωτερικό

Για την αρτιότερη εκπαίδευση και κατάρτιση των στελεχών, εκτός από τη φοίτηση τους στα διάφορα σχολεία του εσωτερικού, αποστέλλονταν και αξιωματικοί στο εξωτερικό. Μετά το 1909, η εκπαίδευση στελεχών στο εξωτερικό καθορίστηκε σε ετήσια βάση, ενώ από τον Αύγουστο του 1911 αποφασίστηκε η αποστολή, μετά από εξετάσεις, φοιτητών της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών στη Στρατιωτική Σχολή της Λυών, οι οποίοι όταν αποφοιτούσαν επιτυχώς ονομάζονταν ανθυπίατροι και κατατάσσονταν οριστικά ως μόνιμοι στον Ελληνικό Στρατό, με δωδεκαετή υποχρέωση.

Εκπαίδευση Στρατεύματος

Από το 1903 εγκαινιάστηκε το σύστημα της υπό τα όπλα διαδοχικής προσκλήσεως των εφέδρων για εκπαίδευση στις κατά τόπους στρατιωτικές μονάδες. Προκειμένου να μειωθεί ο χρόνος της θητείας, ψηφίστηκε στις 5 Νοεμβρίου 1909 ο Νόμος «Περί στρατιωτικής προπαιδεύσεως», σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι νέοι που συμπλήρωναν το 16ο έτος της ηλικίας τους υποχρεώνονταν σε στρατιωτική εκπαίδευση στα κατά τόπους κέντρα προπαιδεύσεως. Η εκπαίδευση γινόταν μία ή δύο φορές την εβδομάδα και όσοι συμπλήρωναν εκατόν είκοσι παρουσίες έκαναν μειωμένη θητεία κατά τέσσερις μήνες.

 

Κανονισμοί- Βιβλιοθήκες

Από το 1899 έως το 1912 κυρώθηκαν και κοινοποιήθηκαν πολλοί κανονισμοί, ενώ, με σκοπό επίσης την επιμόρφωση των αξιωματικών, ιδρύθηκε το 1907 στο Υπουργείο Στρατιωτικών ειδική υπηρεσία με τον τίτλο “Στρατιωτική Βιβλιοθήκη” με αποστολή της την έκδοση κατάλληλου περιοδικού και χρήσιμων βιβλίων για τους αξιωματικούς.

 

Στρατολογία – Επιστράτευση

Στρατολογία

Με σειρά νόμων και διαταγμάτων που εκδόθηκαν κυρίως μετά το 1904 ρυθμίστηκαν πολλά στρατολογικά ζητήματα που αφορούσαν τις στρατιωτικές υποχρεώσεις, το χρόνο της στρατιωτικής θητείας και τις απαλλαγές στρατεύσεως. Γενικά, κατά την περίοδο αυτή, τέθηκαν οι βάσεις για την πραγματοποίηση εθνικής πανστρατιάς. Το 1904 ρυθμίστηκαν με νόμο ο τρόπος εγγραφής όσων δεν ήταν γραμμένοι στους στρατολογικούς καταλόγους, οι λόγοι απαλλαγής, ο τρόπος υποβολής των δικαιολογητικών απαλλαγής και οι υποχρεώσεις που είχαν αμέσως μόλις εξέλιπαν οι σχετικοί λόγοι.

Συγκροτήθηκαν στρατολογικά συμβούλια και καθορίστηκαν οι στρατολογικές υποχρεώσεις γενικά των Ελλήνων πολιτών, ο χρόνος υπηρεσίας στον Ενεργό Στρατό, η κατανομή των κληρωτών στα διάφορα Όπλα, η επιλογή των έφεδρων αξιωματικών, τα αντισηκώματα, οι ποινές των ανυπότακτων και τα σχετικά με την υποχρεωτική άδεια των κληρωτών.

Ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας για τους ικανούς προς κατάταξη ήταν δύο χρόνια στον Ενεργό Στρατό, δέκα στην Εφεδρεία, οκτώ στην Εθνοφρουρά και δέκα στην εφεδρεία της Εθνοφρουράς. Όσοι όμως απαλλάσσονταν για οποιοδήποτε λόγο μεταφέρονταν αμέσως στην Εθνοφρουρά για είκοσι χρόνια και μετά στην Εφεδρεία για δέκα χρόνια.

Επιστράτευση

Μέχρι το 1897 όλες οι επιστρατεύσεις γίνονταν χωρίς κανένα συστηματικό σχεδιασμό. Η πρώτη προσπάθεια συστηματικής ρυθμίσεως της προπαρασκευής του στρατού, σε περίπτωση κηρύξεως της χώρας σε κατάσταση επιστρατεύσεως, έγινε το 1904. Με Βασιλικό Διάταγμα της 25ης Οκτωβρίου του έτους αυτού καθορίστηκαν τα σχετικά καθήκοντα των σχηματισμών, των μονάδων, των στρατολογικών γραφείων, η σύνταξη από το Γενικό Επιτελείο σχεδίου επιστρατεύσεως, η έκδοση διοικητικών οδηγιών, καθώς και η δημιουργία αποθηκών για το υλικό επιστρατεύσεως.

Με νόμο που εκδόθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1910 καθορίστηκε η συγκρότηση σε κάθε περιοχή μιας εφεδρικής μεραρχίας από επιστράτους, ρυθμίστηκε ο τρόπος μεταβάσεως του στρατού στην εμπόλεμη σύνθεση και αποφασίστηκε η δυνατότητα συμμετοχής της εθνοφρουράς στην εμπόλεμη δύναμη και η χρησιμοποίηση της εφεδρείας της για την ασφάλεια στο εσωτερικό της χώρας.

Τον επόμενο χρόνο καταστρώθηκε λεπτομερές Σχέδιο Επιστρατεύσεως που προέβλεπε τη δυναμικότητα της χώρας σε επιστρατευόμενο πληθυσμό, επιτάξιμα κτήνη, οχήματα και κάθε είδους υλικά. Επίσης, ορίστηκε με νόμο ότι, σε περίοδο επιστρατεύσεως, κάθε εδαφικό διαμέρισμα να συγκροτεί και ένα εφεδρικό σύνταγμα.

 

Νόμος – Τάξη – Πειθαρχία

Συμβούλια Τιμής

Με Βασιλικά Διατάγματα του 1897 και 1898 καθορίστηκε η σύσταση Συμβουλίων Τιμής σε κάθε μονάδα ή μεραρχία, τα οποία είχαν σκοπό να εξετάζουν και να εκτιμούν τις πράξεις των αξιωματικών που σχετίζονταν με την τιμή και την αξιοπρέπεια τους. Επίσης, επιλαμβάνονταν τις τυχόν διαφορές μεταξύ των αξιωματικών και η απόφαση τους ήταν υποχρεωτική. Για ζητήματα που πιθανώς να κατέληγαν σε μονομαχία, τα Συμβούλια Τιμής ήταν αναρμόδια.

Ωστόσο έπρεπε να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για το συμβιβασμό των ενδιαφερομένων και την αποφυγή της μονομαχίας. Με τα ίδια διατάγματα καθορίστηκαν ο τρόπος συστάσεως τους και λειτουργίας τους. Πρόεδρος κάθε Συμβουλίου ήταν ο διοικητής της μονάδας και μέλη ο υποδιοικητής και οι τρεις αρχαιότεροι αξιωματικοί.

Δημόσια Ασφάλεια

Τον Οκτώβριο του 1906 ορίστηκε ότι για τη φρούρηση των φυλακών ο στρατός θα διέθετε φρουρά μόνο στις φρουρές που υπήρχε έδρα συντάγματος ή τάγματος. Σε περιπτώσεις σοβαρών ταραχών, ο Γενικός Διοικητής Στρατού, μετά από εντολή του υπουργού Στρατιωτικών, ενίσχυε τη Χωροφυλακή με στρατιωτικό απόσπασμα, δυνάμεως τουλάχιστον λόχου.

Το Δεκέμβριο του 1911 καθιερώθηκαν, για πρώτη φορά, τα δελτία ταυτότητας, με τα οποία εφοδιάστηκαν όλοι οι εν ενεργεία αξιωματικοί. Έφεραν τη φωτογραφία του κατόχου τους, θεώρηση της προϊστάμενης αρχής και ίσχυαν για μία πενταετία.

 

Προαγωγές Αξιωματικών – Υπαξιωματικών

Το Νοέμβριο του 1904 άλλαξε ο τρόπος προαγωγής των αξιωματικών, καθώς και τα απαιτούμενα προσόντα για την προαγωγή κατ’ εκλογή ή κατ’ αρχαιότητα. Οι ανώτεροι προάγονταν μόνο κατ’ εκλογή, ενώ οι κατώτεροι κατ’ εκλογή ή κατά αρχαιότητα. Από το 1912 οι προαγωγές των συνταγματαρχών και υποστράτηγων, αντίστοιχα σε υποστράτηγους και αντιστράτηγους, γίνονταν κατά απόλυτη εκλογή, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Οι προαγωγές των ανθυπασπιστών και υπαξιωματικών καθορίστηκαν με Βασιλικό Διάταγμα της 21ης Φεβρουαρίου 1905. Σύμφωνα με αυτό οι υποψήφιοι για το βαθμό του ανθυπολοχαγού ανθυπασπιστές έπρεπε να είχαν, εκτός από τα άλλα προσόντα διαγωγής και γνώσεων, ενδεκαετή υπηρεσία υπαξιωματικού, από την οποία ένα χρόνο ως ανθυπασπιστές.

Οι υπαξιωματικοί Πεζικού, Ιππικού, Πυροβολικού και Μηχανικού που είχαν δεκαετή ευδόκιμη υπηρεσία, διαγωγή εξαίρετη και τις απαιτούμενες γνώσεις προάγονταν σε ανθυπασπιστές των Όπλων τους. Οι υπαξιωματικοί των λόχων Νοσοκόμων προάγονταν σε ανθυπασπιστές Πεζικού. Εξάλλου, το 1906 καταργήθηκε ο προγενέστερος Νόμος του 1891 «Περί κατατάξεως με το βαθμό του ανθυπολοχαγού Ελλήνων αποφοίτων στρατιωτικών σχολείων του εξωτερικού». Έτσι, ο μόνος τρόπος εισόδου στο στράτευμα, με το βαθμό του ανθυπολοχαγού, απέμεινε η αποφοίτηση από τις Σχολές Ευελπίδων και Υπαξιωματικών.

Τέλος, το Νοέμβριο του 1909 τροποποιήθηκε το όριο ηλικίας των αξιωματικών, ως εξής: αντιστράτηγοι και υποστράτηγοι το 65ο έτος, συνταγματάρχες το 62ο έτος, αντισυνταγματάρχες το 60ο έτος, ταγματάρχες το 58ο έτος, λοχαγοί το 56ο έτος, υπολοχαγοί το 52ο έτος, ανθυπολοχαγοί και ανθυπασπιστές το 50ο έτος. Με τον ίδιο νόμο προβλεπόταν ότι όσοι αποστρατεύονταν αυτεπάγγελτα λόγω ορίου ηλικίας έπαιρναν σύνταξη του αμέσως επόμενου βαθμού.

Όσοι είχαν είκοσι πέντε χρόνια συνολική υπηρεσία και οκτώ χρόνια στον ίδιο βαθμό ή σαράντα χρόνια συνολική υπηρεσία και πέντε χρόνια στον ίδιο βαθμό έπαιρναν τον ανώτερο αποστρατευτικό βαθμό, καθώς και τη σύνταξη του βαθμού αυτού. Οι ανθυπασπιστές, ανεξάρτητα από τα χρόνια υπηρεσίας τους, αποστρατεύονταν με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και σύνταξη υπολοχαγού ή λοχαγού.

 

Στολή

Τα πρώτα χρόνια της περιόδου αυτής έγιναν μόνο ορισμένες παραλλαγές στην ήδη καθιερωμένη στολή των αξιωματικών και οπλιτών. Το 1900 προστέθηκε στη στολή των αξιωματικών η μπέρτα από μάλλινο ύφασμα. Το 1903 ορίστηκε τα διακριτικά του βαθμού και το διακριτικό έμβλημα του Όπλου ή της Υπηρεσίας στη θερινή στολή να φέρονται επί των επωμίδων αντί του περιλαίμιου.

Επίσης, τον επόμενο χρόνο, ορίστηκε το θερινό χιτώνιο των αξιωματικών να κουμπώνει μπροστά με μεταλλικά κουμπιά και όχι με τις μέχρι τότε εσωτερικές ταινίες, που έσφιγγαν το χιτώνιο γύρω από τη μέση. Το πηλήκιο αντικαταστάθηκε από το καλπάκι. Η αλλαγή όμως αυτή συνάντησε σοβαρές αντιδράσεις και καταργήθηκε.

Η μεγάλη ωστόσο καινοτομία της περιόδου αυτής στο θέμα της στολής υπήρξε αναμφισβήτητα η εισαγωγή το 1908, για πρώτη φορά, της χακί στολής ως μοναδικής στολής για τους οπλίτες και ως στολή ασκήσεων και εκστρατείας για τους αξιωματικούς.

Το χιτώνιο της στολής αυτής ήταν το ίδιο με το λευκό θερινό χιτώνιο, αλλά έφερε παραρράμματα γύρω από το περιλαίμιο. Τα κουμπιά ήταν χρυσά ή επάργυρα. Οι επωμίδες κατασκευάζονταν από μάλλινο ύφασμα και έφεραν ως διακριτικά μία χρυσή ή ασημένια ταινία για τους κατώτερους και δύο για τους ανώτερους αξιωματικούς μαζί με τα διακριτικά για το βαθμό τους άστρα.

Το παντελόνι της στολής εκστρατείας ήταν κοντό, έφερε παραρράματα και φοριόταν με κνημίδες από χακί μάλλινο ύφασμα. Το πηλήκιο της στολής εκστρατείας ήταν όμοιο με αυτό της στολής, από σκούρο μπλε χρώμα, με τη διαφορά ότι το γείσο και το υποσιάγωνο ήταν δερμάτινα. Η χλαίνη ήταν και αυτή χρώματος χακί και έφερε επωμίδες όμοιες με αυτές του χιτωνίου. Χρώματος χακί ήταν επίσης και το αδιάβροχο.

Με άλλο διάταγμα ρυθμίστηκε η θερινή στολή εκστρατείας, ενώ από τον Ιούνιο του 1906 ορίσθηκε θερινή στολή και για τους μαθητές της Σχολής Ευελπίδων. Το διακριτικό χρώμα, για το κάθε Όπλο ή Υπηρεσία, ορίστηκε το κόκκινο για το Πεζικό και τους Νοσοκόμους, το βυσσινί για το Ιππικό, το ανοικτό κόκκινο για το Πυροβολικό, το μπλε για το Μηχανικό, το βυσσινί βελούδο για τις Υπηρεσίες Υγειονομική και Κτηνιατρική και το πράσινο βελούδο για τη Φαρμακευτική Υπηρεσία.

Διοικητική Μέριμνα

Ταμείο Εθνικής Άμυνας

Το 1904 συστήθηκε με νόμο ειδικό ταμείο με την επωνυμία «Ταμείο Εθνικής Αμύνης» και έδρα την Αθήνα. Σκοπός του Ταμείου ορίστηκε η συμπλήρωση των αναγκών του Στρατού Ξηράς από τους πόρους του, που διαθέτονταν αποκλειστικά για την προμήθεια του παντοειδούς υλικού πολέμου και την κατασκευή ή ανακαίνιση των στρατιωτικών κτηρίων.

Το 1906 αυξήθηκαν οι πόροι του Ταμείου από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Στρατιωτικών και καθορίστηκε ότι η περιουσία διατίθεται για την προμήθεια υλικού πολέμου, την κατασκευή και ανακαίνιση των απαιτούμενων στρατιωτικών εγκαταστάσεων, την προμήθεια υλικών επιστρατεύσεως, την κατασκευή έργων οχυρώσεως και την αγορά κτηνών για τις ανάγκες του στρατού.

 

Στρατιωτικές Εγκαταστάσεις

Κατά τα έτη 1907 και 1908 επιτράπηκε η απαλλοτρίωση των εκτάσεων που ήταν απαραίτητες για την ανέγερση μόνιμων οχυρώσεων ή στρατιωτικών κτηρίων, πεδίων βολής, αποθηκών και λοιπών εγκαταστάσεων και διατέθηκαν τα απαραίτητα χρήματα τόσο για την αποζημίωση των ιδιοκτητών όσο και για την υλοποίηση των έργων.

Υγειονομική Περίθαλψη

Και στον τομέα της υγείας καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια αυτή την περίοδο. Οργανώθηκαν νοσοκομεία και θεραπευτήρια και έγινε συστηματική εκπαίδευση του νοσηλευτικού προσωπικού. Από το 1907 οργανώθηκαν στρατιωτικά θεραπευτήρια σε όλες τις φρουρές που δεν υπήρχαν ή ήταν πολύ μακριά τα νοσοκομεία, καθώς και κοντά στις παραμεθόριες περιοχές για την εξυπηρέτηση των τμημάτων προκαλύψεως.

 

Οικονομικά

Τα ποσά που διατέθηκαν για στρατιωτικές ανάγκες, κυρίως μετά το 1904 και ιδιαίτερα μεταξύ 1910-12, ήταν πολύ μεγάλα και υπερέβαιναν κατά μέσο όρο το 20% του συνολικού προϋπολογισμού του Κράτους. Τα χρήματα αυτά κυρίως δαπανήθηκαν για την προμήθεια ατομικού οπλισμού, πυροβόλων, πυρομαχικών, οχημάτων, ειδών ιματισμού και υποδήσεως, εξαρτύσεως, στρατοπεδίας, ίππων και ημιόνων, την κατασκευή στρατώνων, αποθηκών, έργων οχυρώσεως και τις λοιπές ανάγκες του στρατού.

Ο Ελληνικός Στρατός το 1912

Α. Ο Στρατός Θεσσαλίας στον οποίο συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων αποτελούνταν από:

  • 1ης έως 7ης Μεραρχίες,
  • 20 συντάγματα πεζικού,
  • 1 σύνταγμα Κρητών,
  • 1 τάγμα Ευζώνων,
  • 3 Τάγματα Εθνοφρουράς,
  • 1 ταξιαρχία ιππικού,
  • 4 συντάγματα πεδινού και
  • 2 μοίρες ορειβατικού πυροβολικού.

 

Επίσης το Μηχανικό αποτελούνταν από:

  • 2 συντάγματα σκαπανέων,
  • 1 τάγμα γεφυροποιών και
  • 2 λόχους τηλεγραφητών.
  • Την δύναμη ενίσχυαν και 4 αεροσκάφη.

Β. Ο Στρατός Ηπείρου, που ο ρόλος του θα ήταν δευτερεύων, αποτελούνταν από την

  • 8η Μεραρχία,
  • 1 σύνταγμα πεζικού,
  • 4 τάγματα Ευζώνων,
  • 1 τάγμα Εθνοφρουράς,
  • 1 Ίλη ιππικού,
  • 1 μοίρα πεδινού,
  • 1 ορειβατικού πυροβολικού,
  • 1 τοπομαχικού πυροβολικού,
  • 1 λόχο μηχανικού.

 

Ο Ελληνικός Στόλος το 1912

Εκτός όμως των παραπάνω προμηθειών και κατασκευών αποθηκών κ.λπ. η κυβέρνηση Θεοτόκη προώθησε τη βελτίωση του Ελληνικού στόλου. Δέκα χρόνια πριν ο Ελληνικός στόλος απαρτιζόταν από απαρχαιωμένα σκάφη, με εξαίρεση τα θωρηκτά που αποκτήθηκαν το 1890 και τα τορπιλοβόλα που είχε αγοράσει η Κυβέρνηση του Τρικούπη. Έτσι το 1900 ιδρύθηκε και το “Ταμείο Εθνικού Στόλου” το οποίο και ενισχύθηκε με 2.500.000 φράγκα που κληροδότησε ο Γεώργιος Αβέρωφ ενώ κατ΄ έτος αντλούσε επίσης 925.000 δραχμές από κονδύλια του προϋπολογισμού.

Τον Νοέμβριο του 1908 ξεκινά η παραγγελία του θωρηκτού καταδρομικού κλάσης “Πίζα”, που ονομάσθηκε “Γ. ΑΒΕΡΩΦ” και κατέπλευσε μόλις το 1911. Επίσης τότε, την ίδια περίοδο (1906) και για πρώτη φορά ξεκίνησε η σύντονη εκπαίδευση του στρατού. Ο Θεοτόκης με μια αποφασιστική ενέργεια κατάργησε όλες εκείνες τις αποσπάσεις των αξιωματικών του στρατού σε άλλες υπηρεσίες, αστυνομία, αποσπάσματα, φύλαξη λιμένων κ.λπ. απελευθερώνοντας χρηματικούς πόρους.

Έτσι το 1907 ξεκινά η εκπαίδευση του στρατού καθώς και των έφεδρων τεσσάρων προηγουμένων κλάσεων. Το 1908 εκπαιδεύονται όλες οι κλάσεις από 1900 μέχρι και 1908. Το δε 1909 συνεχίσθηκε η συμπληρωματική εκπαίδευση τριών κλάσεων 1902, 1904 και 1906.

Στόλος Αιγαίου:

  • Θωρηκτά: 4 (Αβέρωφ, Σπέτσαι,Ψαρά, Ύδρα)
  • Αντιτορπιλλικά: 10[1] (Βέλος, Σφενδόνη, Λόγχη, Νίκη, Ναυκρατούσα, Δόκα, Νέα Γενεά, Ασπίς, Θύελλα, Κεραυνός)
  • Ανιχνευτικά: 4 (Λέων, Πάνθηρ, Αετός, Ιέραξ)
  • Τορπιλλοβόλα: 5 (11, 12, 14, 15, 16)
  • Υποβρύχια: 1 (Δελφίν)
  • Υδροπλάνα: 1
  • Οπλιταγωγά: 1 (Σφακτηρία)
  • Ναρκοθετικά: 1 (Άρης)
  • Ανεφοδιαστικά: 1 (Κανάρης)

 

Μοίρα Ιονίου:

  • Ατμοβάριδες: 2 (Άκτιον, Αμβρακία)
  • Ατμομυοδρόμωνες: 4 (Αλφειός, Αχελώος, Πηνειός, Ευρώτας)
  • Κανονιοφόροι: 3 (Α, Β, Δ)

 

Μοίρα Ευδρόμων:

  • Επίτακτα εξοπλισμένα:
  • Εμπορικά: 5 (Εσπερία, Μυκάλη,Μακεδονία, Αθήναι, Αρκαδία)
  • Βοηθητικά: 3 (Αιγιαλεία, Μονεμβασία, Ναυπλία)

Χωρίς αυτή τη προπαρασκευή όπως σημειώνουν σύγχρονοι στρατιωτικοί αναλυτές η Ελλάδα θα ήταν αδύνατον να βρεθεί έτοιμη στις ραγδαίες εκείνες εξελίξεις παρόλο τον πυρετώδη αγώνα που κατέβαλε στη συνέχεια ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος του 1909 και η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου μεταξύ των ετών 1909 – 1912 με ακόμη επιτάχυνση της εκπαίδευσης και του εξοπλισμού του Ελληνικού στρατού.

Σημειώνεται επίσης ότι και η Οθωμανική Αυτοκρατορία βλέποντας μάλλον θορυβημένη την αύξηση της ελληνικής ναυτικής δύναμης παρήγγειλε το 1910 δύο Γερμανικά καταδρομικά. Η ναυτική όμως υπεροχή και υπεροπλία της Ελλάδας ήταν ήδη δεδομένη έναντι της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε στον τουρκικό στόλο που ήταν αμφίβολος ακόμη και ο απόπλους του λόγω ακριβώς της παντελούς έλλειψης ναυτικής εκπαίδευσης.

Οι Στρατιωτικές Επιχειρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων 1912-13 Συνοπτική Αναφορά

Εισαγωγή

Ο «Ατυχής», όπως χαρακτηρίστηκε εξωραϊσμένα αλλά στην ουσία ταπεινωτικός και καταστρεπτικός Ε/Τ πόλεμος του 1897, άφησε σε ολόκληρο το Έθνος σοβαρές τραυματικές εμπειρίες. Ευτυχώς όμως το πάθημα, κυρίως από την έλλειψη προπαρασκευής, έγινε μάθημα και έτσι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (Α΄ και Β΄) που ακολούθησαν το 1912-13, είχαν αίσια έκβαση και εξεπλήρωσαν ως ένα ικανοποιητικό βαθμό τους πόθους και τα οράματά μας.

 

Η Στρατιωτική Προπαρασκευή

Χρονικά αρχίζει το 1904 και συνεχίζεται έως την έναρξη του Πολέμου. Η μεγάλη, ωστόσο, ώθηση για τη δημιουργία αξιομάχων ΕΔ, δόθηκε στα επόμενα τρία χρόνια (1909-1912), τόσο από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο του 1909 όσο και κυρίως το 1910-1912 από τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο. Μάλιστα αυτός, σε εκδήλωση καλής θελήσεως και ενωτικού πνεύματος, ανεκάλεσε στις ΕΔ τους Πρίγκιπες που είχαν απομακρυνθεί από τον Σ.Σ., ενώ Γενικός Διοικητής του Στρατού ορίσθηκε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος.

Όλες αυτές οι προετοιμασίες εξασφάλισαν, ώστε ο Σ.Ξ., στα πρόθυρα του πολέμου να παρατάξει 7 Μεραρχίες Πεζικού (4 ενεργές και 3 επιστρατευόμενες, 1 Ταξιαρχία Ιππικού, 1 Ανεξάρτητο Σύνταγμα Πεζικού – που αργότερα αναπτύχθηκε σε Μεραρχία – και 8 Τάγματα Ευζώνων. Ένα σύνολο 130 χιλ. ανδρών, 32 χιλ. κτηνών και 5.700 αυτοκινήτων και ζωήλατων.

Αλλά και στο Ναυτικό μετακλήθηκε Αγγλική αποστολή υπό τον Υποναύαρχο Τάφνελ. Και ακόμη αποκτήθηκαν το νεότευκτο θωρακισμένο καταδρομικό «Αβέρωφ» από την Ιταλία – κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια των Τούρκων –, δύο αντιτορπιλικά πρόσφατα ναυπηγηθέντα, τέσσερα μικρότερα σκάφη και ένα υποβρύχιο το «Δελφίν». Γενικά, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι ο στόλος μας υπερείχε ποσοτικά του Τουρκικού, όμως η υψηλή ταχύτητα και η ισχύς πυρός του «Αβέρωφ» έκαναν τη διαφορά.

Η ύπαρξη του στόλου μας, εβάρυνε αποφασιστικά για τη συμμετοχή της χώρας μας στη συμφωνία των Βαλκανικών Κρατών, διότι ήταν ο μόνος που θα απαγόρευε τις θαλάσσιες μεταφορές στο Αιγαίο, από την Μικρά Ασία και την Συρία δυνάμεως περίπου 250 χιλ. ανδρών για την ενίσχυση των Τουρκικών δυνάμεων του Βαλκανικού Μετώπου.

Επίσης, στο Ναυτικό προσκολλήθηκαν πάνω από 95 εμπορικά και επιβατικά πλοία, ενώ αποκτήθηκαν ακόμη τέσσερα αεροσκάφη που υπήχθησαν στο Σ.Ξ.

Θα ήταν εξάλλου παράλειψη, αν δεν γινόταν λόγος για την εθελοντική όσο και συγκινητική στράτευση περίπου έξι χιλιάδων νέων από το Εξωτερικό, αλλά και από την Κύπρο, Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Νησιά και κυρίως από την Κρήτη. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και το Σώμα του Ζακύνθιου Αλεξάνδρου Ρώμα με 1.100 άνδρες, καθώς και του Ιταλού Στρατηγού Ριτσιότι Γκαριμπάλντι, γιού του περιώνυμου Γκιουζέπε Γκαριμπάλντι με 2.300 Ιταλούς, τους γνωστούς ερυθροχίτωνες, τα οποία έδρασαν στην Ήπειρο, στην δύναμη των οποίων είχε ενταχθεί, ως Λοχαγός ο Έλληνας πολιτικός και ποιητής Λορέντζος Μαβίλης ,γεννημένος στην Ιθάκη και μεγαλωμένος στην Κέρκυρα και ο οποίος στις 28-11-1912 έπεσε ηρωικά μαχόμενος στις πλαγιές του Δρίσκου, μεταξύ Ιωαννίνων και Μετσόβου.

 

Η Διεξαγωγή των Επιχειρήσεων

α. Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος

Η Γενική Επιστράτευση του Ε.Σ. κηρύχθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1912 και του Πολέμου στις 4 Οκτωβρίου, ενώ οι Τούρκοι είχαν επιστρατευθεί στις 16 Σεπτεμβρίου. Ο Ε.Σ. είχε κατανεμηθεί, αφενός μεν στη Στρατιά Θεσσαλίας με δύναμη 110 χιλ. υπό τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, αφετέρου δε στο Τμήμα Ηπείρου με δύναμη λίγο πάνω από 10 χιλ. υπό τον Αντιστράτηγο Κων/νο Σαπουντζάκη.

Στον Πόλεμο συμμετείχαν και οι γνωστές Βαλκανικές Χώρες με δύναμη η Βουλγαρία 300 χιλ., η Σερβία 220 χιλ. και το Μαυροβούνιο 35 χιλ. ανδρών. Δηλαδή ένα σύνολο 675 χιλ. ανδρών, που αντιπαρατάχθηκε σε δύναμη 345 χιλ. Τουρκικού Στρατού. Τους Έλληνες αντιμετώπιζαν, στη Μακεδονία ο Χασάν Ταξίν Πασάς με την Ομάδα Αλιάκμονος των 3 και πλέον Μεραρχιών και στην Ήπειρο ο Αλβανός Εσάτ Πασάς με την ομάδα Ιωαννίνων των 2 Μεραρχιών.

Οι επιθετικές ενέργειες των δυνάμεών μας, που έπαιρναν για πρώτη φορά το βάπτισμα του πυρός, άρχισαν το πρωί στις 5 Οκτωβρίου. Τα τμήματά μας διάβηκαν τη μεθόριο γραμμή, τη γνωστή Μελούνα, και κινήθηκαν προς την γενική κατεύθυνση Στενά Σαρανταπόρου – Σερβία – Κοζάνη.

Στις 9 Οκτωβρίου το πρωί εξαπολύθηκε η επίθεση με 3 Μεραρχίες (I, II και III) κατά μέτωπο, δυτικά την IV προς τα Στενά της Πόρτας μεταξύ Πιερίων και Καμβουνίων, ακόμη δυτικότερα την V ΜΠ και την Ταξιαρχία Ιππικού καθώς και το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη, σε ευρεία υπερκερωτική κίνηση από τα Δυτικά. Ανατολικά των Στενών Σαρανταπόρου κατευθύνθηκε η VII ΜΠ με το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντοπούλου προς τα Στενά της Πέτρας μεταξύ Πιερίων και Ολύμπου. Ως εφεδρεία τηρήθηκε η VI ΜΠ.

Εδώ, χάριν της ιστορικής αλήθειας θα σημειώσουμε δύο ατυχή περιστατικά. Το πρώτο αφορά στην βραδεία αναδιάταξη του Πυροβολικού λόγω σοβαρών εδαφικών δυσχερειών, με αποτέλεσμα να μην υποστηριχθούν επαρκώς οι μετωπικά επιτιθέμενες Μεραρχίες και να υποστούν σοβαρές απώλειες και το δεύτερο στην αδράνεια της Ταξιαρχίας Ιππικού και του Αποσπάσματος Γεννάδη να κινηθούν δραστήρια από Δυτικά, να καταλάβουν τον Πόρο της Ζάμπουρδας στον Αλιάκμονα ποταμό και να αποκόψουν την υποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι τελικά διέφυγαν

Η έγκαιρη, εν τούτοις, ενέργεια της IV ΜΠ με τη διάνοιξη των Στενών της Πόρτας, υποχρέωσε τους Τούρκους να υποχωρήσουν προ της απειλής να εγκλωβιστούν κι έτσι οι Δυνάμεις μας στις 10 Οκτωβρίου απελευθέρωσαν τα Σέρβια, όπου οι υποχωρούντες Τούρκοι εσφάγιασαν 75 προκρίτους, κατοίκους και ιερείς, δείγμα της βαρβαρότητάς τους.

Εν συνεχεία, τα τμήματά μας πέρασαν τον Αλιάκμονα και στις 11 Οκτωβρίου εισήλθαν αμαχητί στην πλημμυρισμένη από τη γαλανόλευκη Κοζάνη.

Εν τω μεταξύ, οι πληροφορίες της Κυβερνήσεως για ταχεία κάθοδο των Βουλγάρων προς την Θεσσαλονίκη, ώθησαν τις Δυνάμεις μας προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι ο όγκος της Στρατιάς, πλην της V ΜΠ που κινήθηκε προς την Πτολεμαΐδα (Καϊλάρια), δια των διαβάσεων Βερμίου και Πιερίων κατήλθε στην Πεδιάδα Ημαθίας, κατέλαβε αμαχητί στις 16 Οκτωβρίου την Βέροια και προήλασε προς τα Γιαννιτσά, την Ιερή πόλη των Τούρκων, όπου και δόθηκε η ομώνυμη μάχη.

Η σύγκρουση το πρωί της 19ης Οκτώβρη, με 5 Ελληνικές Μεραρχίες σχεδόν σε παράταξη, υπήρξε πεισματώδης. Επαναλήφθηκε την επομένη και η ισχυρή πίεση την οποία δέχτηκαν οι Τούρκοι μαζί με τον φόβο εγκλωβισμού, τους ανάγκασαν σε υποχώρηση, με αποτέλεσμα περί την μεσημβρία της 20ης Οκτωβρίου οι πρώτες Ελληνικές Μονάδες να εισέλθουν στα Γιαννιτσά.

Μετά τη νικηφόρο μάχη, η Στρατιά συνέχισε την προέλασή της προς την Θεσσαλονίκη και εγκατέστησε το Στρατηγείο της στο χωριό Γέφυρα (Τόπσιν) εγγύς Αξιού Ποταμού, όπου στις 24 Οκτωβρίου δέχτηκε αντιπροσωπεία για συνομιλίες προς παράδοση.

Εν τω μεταξύ, η από Κοζάνη κινηθείσα προς ΒΔ V ΜΠ προς κάλυψη του αριστερού της Στρατιάς, υπέστη στις 24 Οκτωβρίου αιφνιδιασμό στα έλη του Αμυνταίου, που παρ’ ολίγον να καταλήξει σε άτακτη φυγή. Ευτυχώς οι Τούρκοι δεν εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση και τα πράγματα αποκαταστάθηκαν.

Πάντως, στο σημείο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να θυμίσουμε ότι στα 500 χρόνια περίπου απάνθρωπης σκλαβιάς στην Μακεδονία, κυρίως λόγω της γεωγραφικής της θέσεως, είχαν συντελεσθεί μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών και εξισλαμισμοί Ελλήνων Χριστιανών. Αρκετές περιοχές είχαν στην υπόψη περίοδο συμπαγείς Μωαμεθανικούς και όχι μόνο πληθυσμούς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Θεσσαλονίκη, όπου από δημογραφικής πλευράς προηγούνταν οι Εβραίοι και ακολουθούσαν κατά σειρά οι Τούρκοι, οι Έλληνες, οι Βούλγαροι και άλλοι.

Μπορούμε συνεπώς να διατυπώσουμε την άποψη, μιλώντας ιστορικά και όχι συναισθηματικά, πράγμα που μας επιτρέπει το υψηλής στάθμης ακροατήριο, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. στα Γιαννιτσά, αλλά και στην περιοχή της Πτολεμαΐδας, πολεμούσαμε σε εχθρικό περιβάλλον, και εκεί κυρίως πρέπει να αποδοθεί ο αιφνιδιασμός του Αμυνταίου (Σόροβιτς).

Επανερχόμενοι στις συνομιλίες για την παράδοση της Θεσσαλονίκης, τελικά ο Χασάν Ταξίν Πασάς πείσθηκε για το μάταιο του αγώνα και προτίμησε να παραδώσει την πόλη στην Ελληνική Στρατιά, απορρίπτοντας σχετική πρόταση των Βουλγάρων, αλλά και σχετικές νύξεις των Σέρβων.

Το πρωτόκολλο παραδόσεως υπογράφηκε εκ μέρους των Ελλήνων από τους εκπροσώπους της Ελληνικής Στρατιάς Αντ/ρχη Βίκτωρα Δούσμανη και τον Λοχαγό Ιωάννη Μεταξά κι έτσι η Θεσσαλονίκη μετά από 482 χρόνια Τουρκικής σκλαβιάς (από το 1430) απελευθερωνόταν στις 26 Οκτωβρίου ανήμερα της εορτής του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου.

Παραδόθηκαν περίπου 1.000 Αξιωματικοί και 25.000 Οπλίτες, ενώ κυριεύθηκε άφθονο πολεμικό υλικό. Εν τω μεταξύ, ύστερα από Βουλγαρικές παρακλήσεις, ο Κωνσταντίνος καλόπιστα συγκατένευσε και δύο Τάγματά τους καταυλίσθησαν στην Θεσσαλονίκη.

Μετά την κατάληψη της πόλης, όπου έσπευσε σκόπιμα να εγκατασταθεί και ο βασιλέας Γεώργιος Α΄, μέρος της Στρατιάς στράφηκε προς την Δυτική Μακεδονία. Στις 7 Νοεμβρίου απελευθερώθηκε η Φλώρινα, ενώ την ίδια ημέρα οι Σέρβοι καταλάμβαναν το Ελληνικότατο Μοναστήρι. Κατόπιν στις 11 Νοεμβρίου τμήματά μας εισήλθαν στην Καστοριά μετά από αγώνα και στις 7 Δεκεμβρίου καταλάμβαναν την Κορυτσά.

Παράλληλα οι μεν Μαυροβούνιοι κυρίευαν εδάφη στην Β. Αλβανία και πολιορκούσαν την Σκόδρα, ενώ οι Βούλγαροι εισέβαλαν στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, επίσης στη Δυτική Θράκη και σε μεγάλο μέρος της Ανατολικής Θράκης, πολιορκώντας την Ανδριανούπολη.

Ταυτόχρονα με τον αγώνα στον ηπειρωτικό χώρο, δυνάμεις του Ναυτικού με αγήματά τους, συνεργαζόμενες με τμήματα του Στρατού μεταφερόμενες με επίτακτα πλοία, απελευθέρωναν τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων της Ίμβρου και Τενέδου, όχι όμως και τα Δωδεκάνησα που τελούσαν από τις αρχές το 1912 υπό Ιταλική κατοχή.

Η κυριαρχία του στόλου μας στο Αιγαίο ήταν αδιαφιλονίκητη. Και στις δύο φορές που ο Τουρκικός Στόλος επιχείρησε να εξέλθει από τα Στενά του Ελλησπόντου και έλαβαν χώρα οι ναυμαχίες της Έλλης (8 Δεκεμβρίου) και της Λήμνου ( 5 Ιανουαρίου 1913), ο άξιος και εύτολμος Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης τον ανάγκασε, με σοβαρές απώλειες και σημαντικές ζημιές, να ανακρούσει πρύμναν και να καταφύγει στην ασφάλεια των Στενών.

Ένα παράτολμο ναυτικό επεισόδιο της περιόδου, που δείχνει το υψηλό ηθικό και την μαχητικότητα των Ναυτικών μας, ήταν αυτό της καταδρομής του τορπιλοβόλου 11 με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Ν. Βότση τη νύχτα στις 18 Οκτωβρίου στον επιμελώς οχυρωμένο και ναρκοθετημένο λιμένα της Θεσσαλονίκης. Με δύο τορπίλες έπληξε το σχετικά παροπλισμένο ημιθωρηκτό Φέτχ-Ι-Μπουλέντ και το βύθισε.

Ακόμη ναυτικά αγήματα κατέλαβαν τον λαιμό της Χαλκιδικής και απέτρεψαν την είσοδο Βουλγαρικών Στρατευμάτων, ενώ Σώματα Προσκόπων απελευθέρωσαν την Χαλκιδική στις 23 Οκτωβρίου. Σημαντικές επίσης υπηρεσίες προσέφερε και η νεοσύστατη Αεροπορική δύναμη με αναγνωρίσεις και παροχή πληροφοριών για τις κινήσεις του αντιπάλου.

Παράλληλα, στο μέτωπο της Ηπείρου ο Στρατηγός Σαπουντζάκης, με περιορισμένη δύναμη 10 χιλ. περίπου ανδρών τηρούσε μάλλον αμυντική στάση έναντι των υπερτέρων Τουρκικών δυνάμεων, περίπου 20 χιλ. Παρ’ όλα αυτά, βελτίωσε σταδιακά τις θέσεις του, καταλαμβάνοντας μέχρι τέλους Οκτωβρίου το Γρίμποβο (6), την Φιλιππιάδα (12), την Πρέβεζα (21), τα Πέντε Πηγάδια (28) και το Μέτσοβο (31). Από τις 10 Ιανουαρίου 1913, όμως, το κύριο βάρος της προσπάθειας μεταφέρθηκε στην Ήπειρο.

Τη διεύθυνση των επιχειρήσεων ανέλαβε ο Διάδοχος και με σοβαρές ενισχύσεις από την Θεσσαλονίκη που μεταφέρθηκαν με πλοία, στις 20 Φεβρουαρίου εκδηλώθηκε η γενική επίθεση για την εκπόρθηση της φύσει–θέσει οχυρής τοποθεσίας του Μπιζανίου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

Οι τολμηρές διεισδύσεις, κυρίως, των Ευζωνικών Ταγμάτων του Ιατρίδη και Βελισσαρίου από Δυτικά, αλλά και η ισχυρή κατά μέτωπον πίεση, επέφεραν το ποθητό αποτέλεσμα και στις 21 Φεβρουαρίου ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη μετά την συνθηκολόγηση των Τουρκικών Δυνάμεων και την παράδοση περίπου 20.000 ανδρών.

Εν συνεχεία ο Στρατός μας προήλασε στην Β. Ήπειρο και μέσα στην πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου απελευθέρωσε το Αργυρόκαστρο (3), τους Αγίους Σαράντα (3), την Πρεμετή (27 Φεβ.), το Τεπελένι (4) και την Κλεισούρα (3), ενώ η Χειμάρρα είχε απελευθερωθεί στις 5 Νοεμβρίου 1912. Στην προσπάθεια αυτή μεγάλη υπήρξε και η συμμετοχή του Στόλου με αποβατικά αγήματα και κυρίως με υποστήριξη δια πυρών και ανεφοδιασμό από θαλάσσης.

Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913.

β. Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος 

Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος άρχισε στις 16 Ιουνίου 1913 και περατώθηκε στις 18 Ιουλίου. Δηλαδή ένας πόλεμος 30 περίπου ημερών, αρκετά συντομότερος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, αλλά κατά πολύ αιματηρότερος, λόγω αφενός της εξαιρετικά πείσμονος αντιστάσεως των Βουλγάρων, αμυνομένων υπέρ βωμών και εστιών και αφετέρου των θηριωδιών που διέπραξαν σε βάρος του αμάχου πληθυσμού, κυρίως Ελλήνων αλλά και Τούρκων.

Οι Βούλγαροι αλαζόνες και άπληστοι, οραματιζόμενοι την Μεγάλη Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878) και θεωρούντες εαυτούς ως τους Πρώσους των Βαλκανίων, διαθέτοντες συνάμα τον μεγαλύτερο και αρτιότερα εξοπλισμένο και Εκπαιδευμένο Στρατό, 300 χιλ. και πλέον ανδρών.

Μετά από σειρά προηγηθέντων επεισοδίων, επετέθησαν αιφνιδιαστικά και ταυτόχρονα στις 16/17 Ιουνίου, τόσο κατά των Ελλήνων στην Ελευθερούπολη, Νιγρίτα και Παγγαίο, όσο και κατά των Σέρβων στο Ιστιπ και Γευγελή. Ήδη από τις 19 Μαΐου Ελλάς και Σερβία είχαν συνάψει συμφωνία και με απόρρητο (μυστικό) πρωτόκολλο στρατιωτικής συνεργασίας, για την αντιμετώπιση της Βουλγαρικής επιθετικότητας.

Η Ελληνική αντίδραση υπήρξε άμεση. Την επόμενη νύχτα αιχμαλωτίσθηκαν, μετά από αιματηρές συγκρούσεις, όλα τα Βουλγαρικά Τμήματα στην Θεσσαλονίκη. Και το πρωί στις 19 Ιουνίου άρχισε η προέλαση των Δυνάμεών μας προς Κιλκίς και Λαχανά, με Αρχιστράτηγο τον βασιλέα πλέον Κωνσταντίνο, μετά τη δολοφονία του πατρός του Γεωργίου Α΄ στην Θεσσαλονίκη στις 5 Μαρτίου.

Οι Δυνάμεις των Βουλγάρων στην περιοχή, ανέρχονταν σε 70 χιλ. περίπου υπό τον Αντιστράτηγο Ιβάνωφ, διοικητή της 2ης Στρατιάς. Η μάχη διήρκησε επί τριήμερον και ήταν σκληρότατη με μεγάλες απώλειες εκατέρωθεν. Ο αγώνας υπήρξε τόσο πείσμων, ώστε κυριολεκτικά θυσιάστηκαν 10 Δ/τές Συνταγμάτων και Ταγμάτων. Οι αδυσώπητοι Βούλγαροι, υποχωρούντες σε όλα τα μέτωπα προς της χώρα τους, διέπρατταν φοβερά εγκλήματα. Την εκδικητική μανία τους στην Ελλάδα πλήρωσαν ακριβά η Νιγρίτα, οι Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο και προπαντός το μαρτυρικό Δοξάτο Δράμας, αλλά και οι κάτοικοι των χωρίων της περιοχής.

Οι αγριότητες αυτές – οι ξένοι παρατηρητές, ακόμη και οι Τούρκοι, τις ονόμασαν φρικαλεότητες – εξόργισαν τον Κωνσταντίνο σε τέτοιο βαθμό ώστε, παραφράζοντας τον γνωστό Ρωμαίο τιμητή (κήνσορα) Κάτων, που είχε πει για την Καρχηδόνα την ιστορική φράση ότι έπρεπε να καταστραφεί (Cartago delenda est) ανέκραξε: η Βουλγαρία πρέπει να καταστραφεί (Bulgaria delenda est).

Έτσι άλλωστε μπορεί να εξηγηθεί η επιμονή του, να υπογράψουν οι Βούλγαροι συνθηκολόγηση άνευ όρων επί του πεδίου της μάχης και ώθησε τον Στρατό μας, παράτολμα μέχρι την Τζουμαγιά, 90 χιλ. βόρεια από τα σημερινά μας σύνορα, ατενίζοντας την Σόφια. Ο Ελληνικός Στρατός, μετά τις νικηφόρες μάζες 19-21 Ιουνίου στο Κιλκίς Λαχανά, κινήθηκε προς βορρά σε 2 φάλαγγες:

Η αριστερή με τον όγκο των Δυνάμεών μας (5 Μεραρχίες), αφού κατέλαβε με αγώνα στις 23 Ιουνίου τον ζωτικό κόμβο της Δοϊράνης, διέσχισε το Δυτικό Μπέλες. Εκεί οι Σέρβοι από την Γευγελή αδράνησαν, ενώ θα μπορούσαν να αποκόψουν τους υποχωρούντες Βουλγάρους

Ο Στρατός μας κατόπιν κινήθηκε προς Ανατολάς κατά μήκος της κοιλάδας του Στρούμνιτσα πoταμού, του κυριότερου παραποτάμου του Στρυμόνα , στη συμβολή του οποίου με 4 Μεραρχίες, έχοντας καταλάβει το Πετρίτσι, στράφηκε προς Βορρά ακολουθώντας την κοιλάδα του. Ήδη προηγουμένως μια Μεραρχία, αφού κατέλαβε την Στρώμνιτσα, συνέχισε προς Βορρά κατά μήκος των Δυτικών απολήξεων του όρους Όρβηλος προς Πέχτσεβο – Τσάρεβο Σέλο(άνω κοιλάδα Μπρεγκάλνιτσα ,παραποτάμου Αξιού π.).

Η δεξιά φάλαγγα (2 Μεραρχίες και η Ταξιαρχία Ιππικού) δια των διαβάσεων των Κρουσίων πέρασε την πεδιάδα της Ροδοπόλεως και έφθασε στον μέσο ρου του Στρυμώνα. Εκεί στο ύψος του οχυρού Ρούπελ συνενώθηκε με την αριστερή και συνέχισαν την προς βορρά κίνηση κατά μήκος της κοιλάδας του Στρυμώνα. Πιο πριν μία Μεραρχία της κινήθηκε ανατολικότερα του όρους Πιρίν προς το (παλαιό) Νευροκόπι – Μπάνσκο.

Εν συνεχεία, η κυρία φάλαγγα εξεπόρθησε αρχικά την φύσει – θέσει οχυρή τοποθεσία των στενών της Κρέσνας, μήκους 16 χλμ. από 6-10 Ιουλίου και κατόπιν συνέχισε τον επικό αγώνα της στο χώρο του Σιμιτλή 11-14 Ιουνίου και της Τζουμαγιάς 15-18, ενώ οι δευτερεύουσες προσπάθειες Δυτικά του Ορβήλου και Ανατολικά του Πιρίν σημείωναν ικανοποιητική πρόοδο.

Εδώ θα επισημάνουμε μια εξαιρετικά σοβαρή παρασπονδία των Σέρβων «φίλων» μας. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν υποχρέωση βάσει του κοινού σχεδίου να επιχειρούν παράλληλα, καλυπτόμενοι αμοιβαίως, όταν ο Στρατός μας έφθασε στο ύψος του Σιμιτλή, δηλαδή 60 περίπου χιλιόμετρα βορειότερα από τα σημερινά μας σύνορα, πιεζόμενοι από τους Ρώσους ή και έχοντες επιτύχει τους κύριους αντικειμενικούς τους σκοπούς, ανέκοψαν απροειδοποίητα την προχώρησή τους.

Απόρροια τούτου και παρά τις επανειλημμένες αγωνιώδεις εκκλήσεις μας, ήταν να μείνει ακάλυπτο για αρκετό χρόνο το αριστερό μας πλευρό και οι Βούλγαροι, απαγκιστρωμένοι από τους Σέρβους, να στραφούν εναντίον μας και να διατρέξουμε τον έσχατο κίνδυνο συντριβής. Εκεί οι απώλειές μας υπήρξαν βαρύτατες και η καταστροφή αποτράπηκε χάρη στον υπερήρωα Έλληνα μαχητή.

Εν τω μεταξύ, η μεταφερθείσα ατμοπλοϊκώς από την Ήπειρο VIII Μεραρχία απελευθέρωσε την Ξάνθη 12 Ιουλίου, και την Κομοτηνή 15 Ιουλίου, ενώ με τη σύμπραξη Στρατού και Ναυτικού, απελευθερώθηκαν η Καβάλα στις 23 Ιουνίου, η Αλεξανδρούπολη 12 Ιουλίου και το Πόρτο Λάγος 16 Ιουλίου.

Οι νικηφόρες μάχες εντός της Βουλγαρίας και κυρίως η εισβολή, χωρίς σχεδόν αντίσταση, των Ρουμανικών δυνάμεων από βορρά, είχαν σαν αποτέλεσμα τον εξαναγκασμό της σε σύναψη ανακωχής και κατάπαυση του πυρός στις 18 Ιουλίου 1913. Παράλληλα, οι Τούρκοι είχαν ανακτήσει την Ανατολική Θράκη, που είχαν απολέσει από τους Βουλγάρους στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.

Τελικά, στις 28 του ιδίου μηνός υπεγράφη, κάτω από απαράδεκτες παρεμβάσεις κυρίως σε βάρος μας των Μεγάλων Δυνάμεων, στο Βουκουρέστι, συνθήκη Ειρήνης. Η Ελλάδα είχε βεβαίως κερδίσει την Ήπειρο, την Μακεδονία,τα νησιά του Αν. Αιγαίου και την(αυτόνομη) Κρήτη, υποχρεωθείσα όμως να εκκενώσει τα μεγάλης εκτάσεως εντός της Βουλγαρίας σε βάθος καταληφθέντα με τη λόγχη εδάφη, παρά τα κρατούντα στο Διεθνές Δίκαιο του πολέμου, περιορισθείσα τελικώς στα σημερινά προβληματικά μας σύνορα επί του όρους Μπέλες, αντί τουλάχιστον στην κοιλάδα του Στρούμνιτσα ποταμού, όπου οι πόλεις Στρούμνιτσα, Πετρίτσι και το εγγύς Μελένικο, με σημαντικό Ελληνικό πληθυσμό.

Τραγική ήταν η εικόνα που παρουσίαζαν τα καραβάνια των ξεσπιτωμένων Ελλήνων προσφύγων που ακολουθούσαν τους αποχωρούντες Ελληνικούς Σχηματισμούς, προκειμένου να αποφύγουν την εκδικητική μανία των Βουλγάρων.