Απελευθέρωση Ιωαννίνων

1913 –  Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Γενικά

Κατά την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, ο ρόλος του στρατού Ηπείρου ήταν κυρίως αμυντικός αφού το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών τμημάτων είχε αξιοποιηθεί στο μέτωπο της Μακεδονίας. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλονίκης η Οθωμανική Αυτοκρατορία ζητάει ανακωχή λόγω όμως του ότι τα Ιωάννινα δεν είχαν ακόμα απελευθερωθεί η ελληνική πλευρά δέχεται να συμμετάσχει στις συζητήσεις ειρήνης ξεκαθαρίζοντας ότι μέχρι τη σύναψη της συμφωνίας η Ελλάδα θα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση.

Ο Στρατός της Ηπείρου κατά την έναρξη του πολέμου αν και ολιγάριθμος ξεκίνησε να επιχειρεί εναντίον του Τούρκικου στρατού και αρχικά σημείωσε σπουδαίες νίκες καταλαμβάνοντας την Πρέβεζα με την βοήθεια του ελληνικού στόλου (21 Οκτωβρίου – 3 Νοεμβρίου 1912) και κάμπτοντας την αντίσταση του Τουρκικού Στρατού στη μάχη στα Πέντε Πηγάδια. Θεωρητικά πλέον ο δρόμος για την κατάληψη των Ιωαννίνων είχε ανοίξει.

Υπήρχαν όμως τεράστιες δυσκολίες που κώλυαν την επίθεση για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων διότι πέρα από την αριθμητική τους υπεροχή οι Τούρκοι είχαν μετακινηθεί στο Μπιζάνι που όπως αναφέρουν οι ιστορικοί ήταν «ισχυρώς οχυρωμένον». Αυτές οι δυσχέρειες σε συνδυασμό με το δριμύ ψύχος και την έλλειψη εφοδίων είχαν καθηλώσει τον ελληνικό στρατό σε αμυντική θέση.

Μετά την σταθεροποίηση του Μακεδονικού Μετώπου ο κύριος όγκος του στρατού Θεσσαλίας κατεβαίνει για να ενισχύσει το στρατό Ηπείρου. Την αρχιστρατηγία αναλαμβάνει ο Διάδοχος Κωνσταντίνος. Το σχέδιο το οποίο εκπονήθηκε ήταν η επίθεση «δι ελιγμού» και ενώ το σχέδιο προέβλεπε την επίθεση από δεξιά, το Στρατηγείο εσκεμμένα άρχισε να διασπείρει την είδηση ότι η επίθεση θα γινόταν από την αριστερή πλευρά. Η επιτυχία του αιφνιδιασμού σε συνδυασμό με την ικανότητα του πυροβολικού οδηγούν στη πτώση του Μπιζανίου.

Λόγω της πτώσης του Μπιζανίου ο διοικητής των Ιωαννίνων Εσάτ Πασάς αναγκάσθηκε να στείλει απεσταλμένους για παράδοση της πόλης. Η συμφωνία επιτεύχθηκε και η παράδοση της πόλης ορίσθηκε για τις 8 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου. Υπεγράφη και σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης. Το υπέγραφε ο διοικητής της οχυρωμένης τοποθεσίας Τούρκος αντισυνταγματάρχης Βεχήπ Μπέης και οι Έλληνες λοχαγοί Ιωάννης Μεταξάς και Ξενοφών Στρατηγός. Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος εισήλθε στην πόλη στις 22 Φεβρουαρίου και μαζί με το Στράτευμα έγιναν δεκτοί από τους κατοίκους με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις.

 

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Ο Ελληνικός Στρατός του 1912, διαθέτοντας σχετικά περιορισμένες δυνάμεις και όντας υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Έτσι αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, αφού το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι.

Στην Ήπειρο διατέθηκε αρχικά δύναμη μιας μεραρχίας περίπου, υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, με αμυντική κυρίως αποστολή που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, η οποία άρχιζε από το Άκτιο (στον Αμβρακικό κόλπο), περνούσε από την Άρτα και κατέληγε στα Τζουμέρκα, συνολικού αναπτύγματος 150 χιλιομέτρων περίπου.

Παρόλα αυτά, με την έναρξη του πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο (Στρατός Ηπείρου) πέρασαν τον Άραχθο και αφού κατέλαβαν, μετά από σύντομο αγώνα, διάφορα δεσπόζοντα υψώματα στα βορειοδυτικά της Άρτας, προέλασαν προς την Πρέβεζα την οποία απελευθέρωσαν στις 21 Οκτωβρίου και την οργάνωσαν ως βάση εφοδιασμού τους.

Μετά τις παραπάνω επιτυχίες, αλλά και την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, το Υπουργείο Στρατιωτικών ενίσχυσε το Στρατό Ηπείρου με διάφορες μονάδες από το μακεδονικό μέτωπο και το εσωτερικό και μετέβαλε την αποστολή του από αμυντική σε επιθετική.

Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, στη διάρκεια των οποίων τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν στις 28 Οκτωβρίου την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια και συνέχισαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα, άλλα ελληνικά τμήματα, που εξόρμησαν από την περιοχή της Καλαμπάκας, απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου το Μέτσοβο.

Στο μεταξύ όμως οι συνθήκες του αγώνα είχαν μεταβληθεί σημαντικά, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της σοβαρής ενισχύσεως των Τούρκων με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε και οι αντίπαλοι περιορίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών και αγώνα προφυλακών.

Tο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, ύστερα από απόφαση της Κυβερνήσεως να επιδιώξει την απελευθέρωση της Ηπείρου πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με τη IΙ Μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια.

Μετά όμως από αλλεπάλληλες ενέργειες, από 1 μέχρι 3 Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Επακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι της ενισχύσεως του Στρατού Ηπείρου και με τις IV και VI Μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων Μακεδονίας, αφού στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η αποδέσμευση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθερώσεως της Ηπείρου.

Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού Μπιζάνι, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις.

Τελικά σφοδρή επίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων, ιδίως από τη βαθειά ελληνική εισχώρηση στο δεξιό πλευρό τους και την «άνευ όρων» παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλεως των Ιωαννίνων, μετά δύο ημέρες (21 Φεβρουαρίου 1913) από τον Τούρκο Διοικητή Εσσάτ Πασά.

Η νίκη είχε βραβεύσει τις ακαταπόνητες προσπάθειες, τον απαράμιλλο ενθουσιασμό, τη φιλοπατρία και την ακλόνητη πίστη του Έλληνα μαχητή. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής αντιστάσεως στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε πρώτιστα σοβαρή επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά και από την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Ο ενθουσιασμός, με τον οποίο ο λαός των Ιωαννίνων δέχτηκε την είσοδο στην πόλη των ελληνικών στρατευμάτων, κατόπτριζε και τον πανελλήνιο ενθουσιασμό, που ήταν πράγματι πρωτοφανής.

Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, οι IV και VI Μεραρχίες της Στρατιάς Ηπείρου μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιπες κινήθηκαν βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσαν τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα, Αγίους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα, ενώ η Κορυτσά είχε ήδη απελευθερωθεί από τις 7 Δεκεμβρίου 1912.

Ο ακραιφνής ελληνικός πληθυσμός των περιοχών αυτών υποδέχτηκε με απερίγραπτο ενθουσιασμό τα ελληνικά στρατεύματα. Οι απελευθερωτικοί όμως αυτοί αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού Στρατού δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι προαιώνιοι πόθοι και τα όνειρα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου έμειναν τελικά ανεκπλήρωτα, αφού η Βόρεια Ήπειρος περιλήφθηκε με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος, αλλάζοντας απλώς κυρίαρχο.

 

Η Οχυρή Τοποθεσία των Ιωαννίνων 

Το υψίπεδο Ιωαννίνων έχει σχήμα ελλειψοειδές με μέγιστο μήκος 40 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή και μέγιστο πλάτος 22 χιλιόμετρα. Το μέσο υψος του από την επιφάνεια της θάλασσας είναι 500 περίπου μέτρα και στο κέντρο του βρίσκεται η ομώνυμη λίμνη καθώς και η πόλη των Ιωαννίνων.

Περιβάλλεται από υψηλούς, απότομους και δυσπρόσιτους ορεινούς όγκους με την οροσειρά Μιτσικέλι προς τα βορειοανατολικά, τα υψώματα του Δρίσκου προς τα ανατολικά, την Αετοράχη και το όρος Τόμαρος (Ολίτσικας) προς τα νότια και τις λοφοσειρές Χιντζηρέλου και Μεγάλη Τσουκα προς τα δυτικά.

Ενδιάμεσα υπάρχουν τα φύσει οχυρά υψώματα Δουρουτι, Μανολιάσα, Αυγό, Μπιζάνι και Καστρίτσα.

Το χειμώνα το ψύχος είναι δριμύ και οι χιονοπτώσεις πολλές, η δε ομίχλη είναι συνήθης με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η παρατήρηση.

Το οδικό δίκτυο κατά την περίοδο αυτή ήταν πολύ φτωχό. Υπήρχε Λόνο η σκυρόστρωτη οδός Άρτα—Φιλιππιάδα—Ιωάννινα—Ελαία, καθώς και μερικές δευτερεύουσες (καροποίητες) ορεινές οδοί μικρής αποδόσεως.

Η φύσει οχυρή αυτή τοποθεσία των Ιωαννίνων είχε οργανωθεί από τον καιρό της ειρήνης με πολλά μόνιμα και ημιμόνιμα έργα, που είχαν κατασκευαστεί με την ευθύνη του Διοικητή Πυροβολικού του Φρουρίου των Ιωαννίνων Αντισυνταγματάρχη Βεχήπ Μπέη και με την επίβλεψη γερμανικής στρατιωτικής αποστολής, υπό το Στρατηγό Φον Ντερ Γκολτς. Διάφορα πρόχειρα έργα εκστρατείας (πολυβολεία, ορύγματα, συρματοπλέγματα κ.λ.π.) συμπλήρωναν και βελτίωναν την αμυντική ισχύ της τοποθεσίας. Τέλος είχε αναπτυχθεί πνκνό τηλεφωνικό δίκτυο, για την άνετη εξασφάλιση των επικοινωνιών.

Το βάρος της οχυρώσεως είχε δοθεί στο νότιο τομέα και ιδιαίτερα στα υψώματα της Μανολιάσας (Μεγάλη Ράχη, Προφήτης Ηλίας, Καστρί), Αυγού και Μπιζανίου (Μικρό, Μεγάλο Μπιζάνι) για την απαγόρευση του άξονα Άρτα—Ιωάννινα και την εξασφάλιση του συγκοινωνιακού και ανεφοδιαστικού κόμβου των Ιωαννίνων από την κατεύθυνση αυτή, από όπου προβλεπόταν και η μεγαλύτερη απειλή σε περίπτωση πολέμου της Τουρκίας με την Ελλάδα.

 

Μεταφορά Νέων Ενισχύσεων στην Ήπειρο

Μετά την απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών για την άμεση ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου με τις IV και VI Μεραρχίες, άρχισε από τις 12 Δεκεμβρίου η θαλάσσια μεταφορά των μεραρχιών αυτών από τη Θεσσαλονίκη στην Πρέβεζα.

Πρώτη μεταφέρθηκε η IV Μεραρχία, συνολικής δυνάμεως 228 αξιωματικών, 10.068 οπλιτών και 2.300 κτηνών. Η Μεραρχία αμέσως μετά την αποβίβαση της κατευθύνθηκε στη Φιλιππιάδα, που είχε οριστεί ως χώρος συγκεντρώσεως. Εκεί συμπληρώθηκε σε προσωπικό, υλικό και τρόφιμα και στη συνέχεια προωθήθηκε προς τη ζώνη επιχειρήσεων στο χώρο Χάνι Εμίν Αγά—χ. Πέρδικα, όπου έφτασε στις 20 Δεκεμβρίου.

Ακολούθησε η VI Μεραρχία που βρισκόταν στην Κορυτσά. Η μεταφορά και αυτής έγινε θαλασσίως από τη Θεσσαλονίκη, γιατί η οδική κίνηση της μέσω Καστοριάς—Μετσόβου, όπως αρχικά είχε ζητηθεί από το Υπουργείο Στρατιωτικών, κρίθηκε από το Γενικό Στρατηγείο ασύμφορη και επικίνδυνη.

Η VI Μεραρχία, συνολικής δυνάμεως 7.400 αντρών, 1.800 κτηνών και 110 οχημάτων, άρχισε την επιβίβαση της στις 22 Δεκεμβρίου σε 18 ατμόπλοια και μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου είχε αποβιβαστεί στην Πρέβεζα, όπου οι μονάδες της συμπληρώθηκαν από επιστράτους που είχαν φτάσει εκεί από το εσωτερικό. Στη συνέχεια και μέχρι τις 13 Ιανουαρίου η Μεραρχία, με διαταγή του Στρατηγείου Ηπείρου, μεταστάθμευσε στο άκρο δεξιό της διατάξεως του Στρατού Ηπείρου, στην περιοχή των χωριών Κορίτιανη—Πλαίσια—Καλέντζι.

Εκτός από αυτές τις δύο μεραρχίες, στις 29 Δεκεμβρίου, έφτασε στην Πρέβεζα προερχόμενο από τη Χίο και το 7ο Σύνταγμα Πεζικού της II Μεραρχίας (Απόσπασμα Χίου), υπό το Συνταγματάρχη Πεζικού Δελαγραμμάτικα Νικόλαο, που αποτελούνταν από 4 τάγματα Πεζικού και δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες Κρουπ, συνολικής δυνάμεως 28 αξιωματικών και 4.475 οπλιτών.

Μέχρι τις 5 Ιανουαρίου το Απόσπασμα αυτό είχε προωθηθεί στο χ. Μυροδάφνη ως γενική εφεδρεία. Στο ίδιο χρονικό διάστημα προωθήθηκε στο Χάνι Εμίν
Αγά και στην Κανέτα σημαντικός αριθμός πεδινών και βαρέων πυροβόλων.

Από τα πλεονάσματα εξάλλου των επιστράτων, που είχαν διατεθεί για τη συμπλήρωση του προσωπικού των μονάδων, συγκροτήθηκε ένα ανεξάρτητο τάγμα Πεζικού, με αποστολή να εξασφαλίσει τον κάτω ρου του Αχέροντα ποταμού σε συνεργασία με τα εκεί εθελοντικά τμήματα Προσκόπων.

 

Γεγονότα και Επιχειρήσεις από 11 Ιανουαρίου μέχρι 15 Φεβρουαρίου 1913 

Στις 10 Ιανουαρίου ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος έφτασε και εγκατέστησε το Στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση όλων των μονάδων που υπήρχαν στην Ήπειρο, καθώς και τη διεύθυνση των επιχειρήσεων.

Το πρωί της επομένης ο Αρχιστράτηγος συναντήθηκε στο ύψ. Κανέτα με τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη και, αφού ενημερώθηκε για τη γενική κατάσταση και την πρόοδο των επιχειρήσεων, αποφάσισε να επιτεθεί κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας Μπιζανίου, μετά από κατάλληλη ανασυγκρότηση των μονάδων του Στρατού Ηπείρου.

Για τη διατήρηση των δυνάμεων ακμαίων, διέταξε τις μεραρχίες να εξασφαλίσουν στα τμήματα τους την αναγκαία ανάπαυση, τηρώντας στις προφυλακές τους μόνο τις απαραίτητες δυνάμεις, οι οποίες και να εναλλάσσονται.

Στο πλαίσιο της ανασυγκροτήσεως η Μεραρχία Ηπείρου μετονομάστηκε σε VIII Μεραρχία και τη διοίκηση του Τμήματος Στρατιάς Δεξιού (VI και VIII Μεραρχίες) ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης.

Το Απόσπασμα Χίου τέθηκε υπό τις διαταγές της IV Μεραρχίας και το Ανεξάρτητο Τάγμα διατέθηκε στη II Μεραρχία.

Ο Υποστράτηγος Μοσχόπουλος επανήλθε στη διοίκηση της IV Μεραρχίας και ο Υποστράτηγος Καλλάρης στη διοίκηση της II Μεραρχίας.

Συγκροτήθηκε Σύνταγμα Ιππικού Ηπείρου, από την ίλη Ιππικού που βρισκόταν στην Ήπειρο και δύο ακόμη ίλες που έφτασαν από τη Θεσσαλονίκη στις 13 Ιανουαρίου.

Οι μεραρχίες παρέμειναν στις θέσεις τους, με εξαίρεση την προώθηση ενός τάγματος της IV Μεραρχίας στην παρυφή του χωριού Μανολιάσα μέχρι το βράδυ της 12ης Ιανουαρίου, ύστερα από αγώνα και με σημαντικές απώλειες.

Στις 17 Ιανουαρίου το Γενικό Στρατηγείο, μετά από σχετική έγκριση του Υπουργείου Στρατιωτικών, διέταξε την αποστράτευση όλων των εθελοντικών σωμάτων, εκτός από αυτά που βρίσκονταν στην περιοχή του Αχέροντα και του Ολίτσικα, γιατί η παρουσία τους μετά τη σημαντική ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου δεν κρινόταν απαραίτητη. Επιπλέον, επειδή τα σώματα αυτά δεν ήταν πλήρως οργανωμένα στρατιωτικώς και εκπαιδευμένα, είχαν παρουσιάσει αυξημένες απώλειες καθώς και κρούσματα απειθαρχίας, ιδίως σε βάρος των κατοίκων της περιοχής. Οι άντρες, αφού παρέδιναν τον οπλισμό τους στους επικεφαλής αξιωματικούς τους, θα επανέρχονταν στις εστίες τους.

Την ίδια ημέρα επίσης ο Αρχιστράτηγος έστειλε προσωπική επιστολή στον Αρχηγό των τουρκικών δυνάμεων Ιωαννίνων Εσσάτ Πασά, με την οποία του ζητούσε να παραδώσει την πόλη, ώστε να αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία, αφού άλλωστε η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την έναρξη της Συνδια-σκέψεως στο Λονδίνο είχε παραιτηθεί κάθε δικαιώματος από τα εδάφη μεταξύ της Αδριατικής και της Θράκης. Ο στρατός που υπερασπιζόταν τα Ιωάννινα θα ήταν ελεύθερος να μεταφερθεί σε τόπο κοινής αποφάσεως με τον οπλισμό και τα εφόδια του. Η απάντηση του Εσσάτ Πασά δόθηκε μετά από δύο ημέρες και ήταν αρνητική.

Επακολούθησε άμεση ενημέρωση της Κυβερνήσεως και εντατική μεταφορά και συγκέντρωση πυρομαχικών και τροφίμων για τη γενική επίθεση κατά των Ιωαννίνων. Επίσης έγιναν διευθετήσεις στο ορεινό οδικό δίκτυο και διανοίχθηκαν νέοι δρόμοι για τις ανάγκες του πεδινού πυροβολικού. Ο καιρός στο μεταξύ χειροτέρευσε και πυκνό χιόνι κάλυψε την περιοχή, ενώ συχνά η ομίχλη δυσχέραινε την παρατήρηση και οι άντρες υπέφεραν από το δριμύ ψύχος. Το Απόσπασμα Μετσόβου, που είχε από τις 11 Ιανουαρίου προωθήσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του στη γραμμή των χωριών Γότιστα—Δεμάτι—Ιτιά—Τρίστενο—Γρεβενίτι, διατάχθηκε στις 25 Ιανουαρίου να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του, ώστε να έχει ετοιμότητα επιθέσεως για την κατάληψη του Δρίσκου και, σε ευνοϊκές συνθήκες, να συνεχίσει την προέλαση του προς τα νότια της λίμνης Ιωαννίνων.

Στις 6 Φεβρουαρίου, επισκέφθηκε το μέτωπο ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος για να σχηματίσει από κοντά σαφή εικόνα της εκεί καταστάσεως και επιπλέον να συνεννοηθεί προσωπικά με τον Αρχιστράτηγο και να καθορίσουν από κοινού με ποιό τρόπο οι παραπέρα στρατιωτικές επιχειρήσεις θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικότερα το εθνικό συμφέρον.

Ο Πρωθυπουργός μετά τη Φιλιππιάδα, όπου ήταν το Γενικό Στρατηγείο, συνοδευόμενος από τον Αρχιστράτηγο επισκέφθηκε τον τομέα του μετώπου στο Μπιζάνι και στη συνέχεια αναχώρησε για την Πρέβεζα, προκειμένου να επιστρέψει στην Αθήνα.

Στις 9 Φεβρουαρίου, το Γενικό Στρατηγείο κοινοποίησε γενικές οδηγίες προς όλες τις μονάδες για την έγκαιρη μελέτη και προπαρασκευή της επικείμενης επιχειρήσεως. Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, η κύρια προσπάθεια θα κατευθυνόταν προς τον τομέα Μπιζάνι—Κουτσελιό—Καστρίτσα και θα αναλαμβανόταν από τις II, VI, VIII Μεραρχίες και το Απόσπασμα Μετσόβου, με ταυτόχρονη δευτερεύουσα ενέργεια από το Απόσπασμα Ολίτσικα και την IV Μεραρχία προς τα υψώματα Άγιος Νικόλαος και Μανολιάσα αντίστοιχα.

Η όλη ενέργεια θα συνδυαζόταν με προέλαση της III Μεραρχίας και Αποσπάσματος της V Μεραρχίας από την Κορυτσά και τη Φούρκα προς τα νότια.

Στο μεταξύ στις 8 Φεβρουαρίου, έφτασε στην Καλαμπάκα, προερχόμενο από τη Θεσσαλονίκη, το 4ο Σύνταγμα Πεζικού της I Μεραρχίας. Ο διοικητής του, Συνταγματάρχης Παπακυριαζής Ιωάννης, έλαβε εντολή από το Γενικό Στρατηγείο να συγκροτήσει Μικτή Ταξιαρχία από το 4ο Σύνταγμα, το πρώην Απόσπασμα Μήτσα που βρισκόταν στο Μέτσοβο, ένα τάγμα που είχε σταλεί από το εσωτερικό και μια ταχυβόλο πυροβολαρχία, με σκοπό να
διανοίξει τη διάβαση Δρίσκου και να συνδράμει στη γενική επίθεση κατά των Ιωαννίνων, καταλαμβάνοντας την Καστρίτσα.

Από τις 15 Φεβρουαρίου η Ταξιαρχία αυτή τέθηκε στη διάθεση του Τμήματος Στρατιάς Δεξιού. Αποστολή της ήταν να εξασφαλίσει το Μέτσοβο με μικρό τμήμα, ενώ με τις υπόλοιπες δυνάμεις της, αφού εκκαθαρίσει την περιοχή, να περάσει τον Άραχθο και να επιτεθεί κατά των τουρκικών δυνάμεων στα χωριά Δαφνούλα και Δρίσκος και να συνδεθεί με το Τμήμα Στρατιάς Δεξιού. Με άλλη διαταγή συγκροτήθηκε γενική εφεδρεία από το 15ο Σύνταγμα Πεζικού, το Ιο Σύνταγμα Ευζώνων και ένα τάγμα του 17ου Συντάγματος, η οποία συγκεντρώθηκε στα χωριά Αετοράχη και Ελληνικό.

Στις 12 Φεβρουαρίου, εξάλλου, αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα μία μοίρα Πεδινού Πυροβολικού (των δύο πυροβολαρχιών), προερχόμενη από τη θεσσαλονίκη και διατέθηκε στο Διοικητή Πυροβολικού Στρατιάς.

Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα οι Τούρκοι ασχολήθηκαν εντατικά με τη συμπλήρωση της αμυντικής τους οργανώσεως, κυρίως στο Οχυρό Μπιζάνι και στην περιοχή του χωριού Κουτσελιό.

 

ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ

Η Μάχη του Μπιζανίου (16-22 Φεβρουαρίου 1913), υπήρξε η σημαντικότερη σύγκρουση κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στρατού στο μέτωπο της Ηπείρου. Η τοποθεσία Μπιζάνι με τις γειτονικές τοποθεσίες νότια των Ιωαννίνων, αποτέλεσε σημαντικό φυσικό σημείο άμυνας και το επέλεξαν οι Τούρκοι για να καθηλώσουν τον ελληνικό στρατό. Με τον κυκλωτικό ελιγμό όμως, που τελικά κατάφεραν οι Έλληνες, ανάγκασαν τον αντίπαλο σε άμεση παράδοση. Η νίκη στο Μπιζάνι αποτέλεσε το κλειδί για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, καθώς και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου.

Το υψίπεδο νοτίως των Ιωαννίνων είναι πεταλοειδές και από τη φύση του οχυρό: σχηματίζεται από βραχώδη και δυσπρόσιτα υψώματα που το περιβάλλουν. Στην τοποθεσία είχαν κατασκευασθεί μόνιμα οχυρωματικά έργα με την επίβλεψη Γερμανών αξιωματικών, που είχαν αναλάβει τον εκσυγχρονισμό των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.

 

Σχέδιο μάχης 

Το σχέδιο του τουρκικού επιτελείου προέβλεπε σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων και κυρίως στα υψώματα Μπιζάνι και Καστρίτσα. Ο Τούρκος Αρχιστράτηγος Εσσάτ Πασάς είχε στην διάθεσή του 4 μεραρχίες.

Ο ελληνικός στρατός Ηπείρου με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, αποτελούνταν από 4 μεραρχίες, 1 ταξιαρχία και ένα σύνταγμα πεζικού. Το σχέδιο της επίθεσης ήταν σχετικά ριψοκίνδυνο: προέβλεπε την ευρεία υπερκέραση (κύκλωση) από δυτικά της οχυρωμένης τοποθεσίας και την άμεση κατάληψη των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα, θα γίνονταν επιθέσεις στον κεντρικό και τον ανατολικό τομέα του μετώπου, με σκοπό την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των τουρκικών δυνάμεων .

 

Μάχη

Στις 19 φεβρουαρίου τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο παραπλάνησης, με βολές πυροβολικού και επιθέσεις μονάδων πεζικού, από το Α’ τμήμα της ελληνικής Στρατιάς, στον τομέα Μπιζάνι-Κουτσελιό-Καστρίτσα. Το Β’ τμήμα της Στρατιάς συγκεντρώθηκε με μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανωλιάσσα-Άγιος Νικόλαος-Τσούκα. Με το πρώτο φως της επόμενης μέρας, το Β’ τμήμα Στρατιάς εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και βαθιά εισχώρηση στον δυτικό τομέα των επιχειρήσεων το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, μαζί με το 9ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, κατάφερε να φτάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη.

Η είδηση ότι ο ελληνικός στρατός έφτασε έξω από τα Ιωάννινα, ταυτόχρονα καθιστούσε αδύνατη την υποχώρηση των Τούρκων και δημιούργησε πανικό στην διοίκηση του τουρκικού στρατού που ήταν εγκατεστημένη στην πόλη. Οι εύζωνες είχαν φροντίσει να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας έτσι την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της. Με αυτές τις συνθήκες, στις 23.00 της ίδιας μέρας ο Εσσάτ Πασάς έστειλε πρόταση παράδοσης του τουρκικού στρατού, καθώς δεν γνώριζε ότι στο Μπιζάνι και τον υπόλοιπο ανατολικό τομέα οι τουρκικές δυνάμεις διατηρούσαν ακέραιες τις θέσεις τους.

 

Απολογισμός 

Στις 21 Φεβρουαρίου 1913, με την αποδοχή της πρότασης παράδοσης, το Σύνταγμα Ιππικού της Στρατιάς Ηπείρου εισήλθε στα Ιωάννινα.

Οι απώλειες του ελληνικού στρατού κατά την μάχη, ανήλθαν σε 264 νεκρούς και τραυματίες. Η αποφασιστική αυτή νίκη άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων και της Βόρειας Ηπείρου.

 

Πρόσθετες Πληροφορίες 

Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων πέθανε ο Ολυμπιονίκης Κωνσταντίνος Τσικλητήρας

(10 Φεβρουαρίου 1910 στην Αθήνα). Παρόλο που είχε την δυνατότητα να πάρει αναβολή λόγω των αθλητικών του διακρίσεων, αρνήθηκε και κατατάχτηκε εθελοντικά στο στράτευμα.

 

Οι Μανιάτες και η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Στην Ήπειρο διατέθηκε αρχικά δύναμη μιας Μεραρχίας περίπου, υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, με αμυντική κυρίως αποστολή που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, η οποία άρχιζε από το Άκτιο (στον Αμβρακικό κόλπο), περνούσε από την Άρτα και κατέληγε στα Τζουμέρκα, συνολικού αναπτύγματος 150 χιλιομέτρων περίπου.

Παρ’ όλα αυτά, με την έναρξη του πολέμου, οι ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο (Στρατός Ηπείρου) πέρασαν τον Άραχθο και αφού κατέλαβαν, μετά από σύντομο αγώνα, διάφορα δεσπόζοντα υψώματα στα βορειοδυτικά της Άρτας, προέλασαν προς την Πρέβεζα την οποία απελευθέρωσαν στις 21 Οκτωβρίου και την οργάνωσαν ως βάση εφοδιασμού τους.

Μετά τις παραπάνω επιτυχίες, αλλά και την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, το Υπουργείο Στρατιωτικών ενίσχυσε το Στρατό Ηπείρου με διάφορες μονάδες από το μακεδονικό μέτωπο και το εσωτερικό και μετέβαλε την αποστολή του από αμυντική σε επιθετική.

Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, στη διάρκεια των οποίων τα ελληνικά τμήματα κατέλαβαν στις 28 Οκτωβρίου την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια και συνέχισαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα, άλλα ελληνικά τμήματα, που εξόρμησαν από την περιοχή της Καλαμπάκας, απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου το Μέτσοβο.

Στο μεταξύ όμως οι συνθήκες του αγώνα είχαν μεταβληθεί σημαντικά, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της σοβαρής ενισχύσεως των Τούρκων με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε και οι αντίπαλοι περιορίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών και αγώνα προφυλακών.

Tο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, ύστερα από απόφαση της Κυβερνήσεως να επιδιώξει την απελευθέρωση της Ηπείρου πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με τη IΙ Μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια.

Μετά όμως από αλλεπάλληλες ενέργειες, από 1 μέχρι 3 Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Επακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι της ενισχύσεως του Στρατού Ηπείρου και με τις IV και VI Μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων Μακεδονίας, αφού στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η αποδέσμευση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθερώσεως της Ηπείρου.

Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού Μπιζάνι, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις ελληνικές δυνάμεις.

Τελικά σφοδρή επίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων, ιδίως από τη βαθιά ελληνική εισχώρηση στο δεξιό πλευρό τους και την «άνευ όρων» παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλεως των Ιωαννίνων, μετά δύο ημέρες (21 Φεβρουαρίου 1913) από τον Τούρκο Διοικητή Εσσάτ Πασά.

Η νίκη είχε βραβεύσει τις ακαταπόνητες προσπάθειες, τον απαράμιλλο ενθουσιασμό, τη φιλοπατρία και την ακλόνητη πίστη του Έλληνα μαχητή. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής αντιστάσεως στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε πρώτιστα σοβαρή επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά και από την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Ο ενθουσιασμός, με τον οποίο ο λαός των Ιωαννίνων δέχτηκε την είσοδο στην πόλη των ελληνικών στρατευμάτων, κατόπτριζε και τον πανελλήνιο ενθουσιασμό, που ήταν πράγματι πρωτοφανής.

Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, οι IV και VI Μεραρχίες της Στρατιάς Ηπείρου μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιπες κινήθηκαν βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσαν τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα, Αγίους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα, ενώ η Κορυτσά είχε ήδη απελευθερωθεί από τις 7 Δεκεμβρίου 1912.

Ο ακραιφνής ελληνικός πληθυσμός των περιοχών αυτών υποδέχτηκε με απερίγραπτο ενθουσιασμό τα ελληνικά στρατεύματα. Οι απελευθερωτικοί όμως αυτοί αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού Στρατού δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι προαιώνιοι πόθοι και τα όνειρα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου έμειναν τελικά ανεκπλήρωτα, αφού η Βόρεια Ήπειρος περιλήφθηκε με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος, αλλάζοντας απλώς κυρίαρχο.

 

Επίλογος

Η ιστορία δε γράφεται απλά για να γράφεται, γράφεται για να διδάσκει. Και διδάσκει γιατί επαναλαμβάνεται, όχι μέσα από την ομοιότητα αλλά μέσα από την αναλογία των καταστάσεων. Μόνο τότε η ιστορική γνώση μετουσιώνεται σε κληρονομιά της ανθρωπότητας, ως ασφαλής οδηγός για την πρόβλεψη και τη διάγνωση των εξελίξεων, για την αποφυγή των λαθών και την πρόκριση των σωστών επιλογών (άλλο αν ο σύγχρονος άνθρωπος λειτουργεί ως ιδανικός αυτόχειρας, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα…). Και ένα από τα σημαντικότερα διδάγματα της ιστορίας είναι ότι κανένα ιστορικό γεγονός δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται αυτοτελώς, ως μεμονωμένη ημερομηνία και τοπωνύμιο, αλλά στενά συνυφασμένο με το κλίμα της ιστορικής περιόδου στην οποία εντάσσεται και η οποία ουσιαστικά το διαμορφώνει και το προκαλεί. Μέσα από αυτό το πρίσμα θεώρησης των πραγμάτων θα πρέπει, λοιπόν, να εξεταστεί και η απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουαρίου 1913.

Η Ελλάδα του 1912 είχε κατορθώσει, σε λιγότερο από δύο δεκαετίες, να μη θυμίζει σε τίποτα την ατιμασμένη χώρα του 1897, που γλίτωσε την απόλυτη καταστροφή λόγω της επέλασης του τουρκικού στρατού, ο οποίος έφθασε ανενόχλητος έως τη Λαμία, μόνο χάρις στην παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι οικονομικές εξελίξεις, το ενδιαφέρον των ομογενών και η μετατροπή του ελληνικού κράτους- για πρώτη φορά μετά την ανεξαρτησία του το 1830- σε εθνικό κέντρο δημιούργησαν νέες προοπτικές. Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904 – 908) αποκατέστησε το κλονισμένο κύρος του στρατεύματος, ενώ το κίνημα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» στο Γουδί φανέρωσε ότι οι επιθετικές ιδέες για τον εκσυγχρονισμό και την εθνική αποκατάσταση έβρισκαν απήχηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και δυνάμεις. Απέναντι στον παλαιοκομματικό πολιτικό κόσμο πρόβαλαν νέοι πολιτικοί σχηματισμοί, που ενσαρκώθηκαν στο πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τη μεθοδική αναδιοργάνωση του στρατεύματος από το 1906 – 1907, τότε αναμφισβήτητα έχουμε το μέτρο μιας νέας εποχής. Οι ένοπλες δυνάμεις έγιναν ιδιαίτερα αξιόπιστες. Μέσα σε λίγα χρόνια ο στρατός ξηράς απέκτησε σύγχρονο πυροβολικό, υλικό στρατοπέδευσης, επικοινωνιών και μηχανικού, εξαρτύσεις, επαναληπτικά τουφέκια Μάνλιχερ και πολυβόλα. Οργανώθηκε σε μεραρχιακή βάση και η εκπαίδευσή του εναρμονίστηκε με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στο ναυτικό επίσης έπνευσε άνεμος εκσυγχρονισμού. Στα τρία απαρχαιωμένα τρικουπικά θωρηκτά προστέθηκαν, από το 1904 και μετά, τέσσερα μεγάλα και δέκα μικρά αντιτορπιλικά, υποβρύχιο και προπαντός το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ». Σε συνδυασμό με τη βελτίωση της εκπαίδευσης των αξιωματικών, ο στόλος μετατράπηκε σε πολύτιμο εργαλείο διπλωματίας του πολέμου.

Η χώρα λοιπόν εμφανίζεται να έχει τη θέληση αλλά και εν πολλοίς πλέον και τα μέσα να μετάσχει στις αλλαγές που διαδραματίζονται στο γείτονα χώρο της. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ακόμα σε θέση να αναμετρηθεί μόνη της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αντίθετα, είχε πολλά να προσφέρει σε ένα ευρύτερο βαλκανικό συνασπισμό ενάντια στο μεγάλο κοινό εχθρό, αποτελούμενο από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, χώρες με κοινά αλλά και αντικρουόμενα συμφέροντα. Η απαγόρευση των τουρκικών θαλάσσιων μεταφορών ήταν το καίριο διαπραγματευτικό χαρτί της Ελλάδας στη συμμαχία αυτή.

Τα σύννεφα που συσσωρεύονταν πάνω από τη Βαλκανική, με την έξαρση των εθνικιστικών κινημάτων των λαών της, με τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων, που επιδίωκαν να εκμεταλλευτούν την αναταραχή στην περιοχή, με την εσωτερική κρίση του οθωμανικού κράτους κυρίως λόγω της δυναμικής ανάδειξης του κινήματος των Νεοτούρκων, οδηγούσαν σε ολοένα μεγαλύτερη κλιμάκωση, τόσο σε βαλκανικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και επιτάχυναν τις διαβουλεύσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών.

Στην επίσπευση των διαπραγματεύσεων συνέβαλε αποφασιστικά και η ευνοϊκή συγκυρία του ιταλοτουρκικού πολέμου που είχε ξεσπάσει το Σεπτέμβριο του 1911 και είχε λήξει πέντε μήνες αργότερα με την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς, εξασθενώντας σημαντικά τις στρατιωτικές δυνάμεις των Οθωμανών. Τα προβλήματα του εχθρού ερμηνεύθηκαν ως ιστορική ευκαιρία στις βαλκανικές πρωτεύουσες και οδήγησαν στη άμεση σύναψη επιμέρους συμφώνων για τη συνένωση των βαλκανικών κρατών ενάντια στην Κωνσταντινούπολη. Δημιουργήθηκε έτσι ένα έντονο πολεμικό δυναμικό που ονομάστηκε από τον ευρωπαϊκό τύπο της εποχής εκείνης «έβδομη μεγάλη δύναμις».

Όπως ήταν αναμενόμενο, η σύσταση της συμμαχίας αυτής προκάλεσε την ανησυχία και την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων, που έβλεπαν τα συμφέροντά τους στην περιοχή να θίγονται. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το ταυτόχρονο διάβημα που οι Μεγάλες Δυνάμεις επέδωσαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 1912 προς την Αθήνα, τη Σόφια, το Βελιγράδι και την Κετίγκη (πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου) δηλώνοντας ότι δε θα επέτρεπαν οποιαδήποτε εδαφική μεταβολή στο βαλκανικό χώρο.

Τίποτα όμως πλέον δεν ήταν σε θέση να εμποδίσει το έργο της απελευθέρωσης της βαλκανικής χερσονήσου από την τουρκική κυριαρχία. Στις 8 Οκτωβρίου το Μαυροβούνιο κήρυξε πρώτο τον πόλεμο, μετά την αρνητική απάντηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να προβεί σε νέα διαρρύθμιση των συνόρων των δύο κρατών, ενώ λίγες μέρες προηγουμένως η Βουλγαρία ειδοποιούσε την Ελλάδα ότι, μετά την τουρκική επιστράτευση στη Θράκη (26 Σεπτεμβρίου), αποφάσισε να δράσει ένοπλα σε συνεργασία με τη Σερβία και καλούσε την κυβέρνηση της Αθήνας να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις.

Στις 13 Οκτωβρίου οι πρεσβευτές της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη προέβησαν σε κοινή διακοίνωση προς την Πύλη, με την οποία ζητούσαν, εκτός από την ανάκληση της επιστράτευσης, διοικητικές μεταρρυθμίσεις, την επικύρωση της αυτονομίας των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την αναλογική αντιπροσώπευσή τους στο τουρκικό κοινοβούλιο, την αναγνώριση των σχολείων των χριστιανικών κοινοτήτων ως ισοτίμων με τα οθωμανικά, το διορισμό χριστιανών σε δημόσια αξιώματα κα.

Η διακοίνωση αυτή θεωρήθηκε από την Πύλη ως «θρασεία απόπειρα επεμβάσεως εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της αυτοκρατορίας και αναξία απαντήσεως» και, όπως ήταν φυσικό, απορρίφθηκε. Στις 17 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανακαλούσε τους πρεσβευτές της από τις πρωτεύουσες των συμμάχων, που την ίδια ημέρα κήρυσσαν τον πόλεμο εναντίον της. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος είχε ξεσπάσει!

Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, οι προοπτικές είχαν διαμορφωθεί ιδιαίτερα ευνοϊκές για την Ελλάδα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε διασκορπίσει τις ήδη καταπονημένες της δυνάμεις σε πολλά μέτωπα. Το κυριότερο από αυτά βρισκόταν πολύ μακριά από τα ελληνικά σύνορα, στη Θράκη, όπου η προέλαση του ισχυρού βουλγαρικού στρατού (350.000 άνδρες) απειλούσε την Κωνσταντινούπολη. Το μέτωπο της Θεσσαλίας ήταν το πλέον απόμακρο της τουρκικής διάταξης και οι μονάδες που το υπεράσπιζαν ήταν αδύναμες.

Ο ενθουσιασμός επέτρεψε τη γρήγορη επιστράτευση του ελληνικού στρατού, αποδίδοντας μάλιστα πολύ περισσότερους άνδρες από όσους μπορούσε η χώρα να εξοπλίσει. Η συγκρότηση του στρατού απέδωσε ένα αξιοπρεπές εκστρατευτικό σώμα: επτά μεραρχίες πεζικού, μία ταξιαρχία ιππικού, 100.000 άνδρες με 120 πυροβόλα εκστρατείας, 54 πυροβόλα θέσεων και 70 πολυβόλα προς τη Μακεδονία, συν άλλους 15.000 άνδρες προς την Ήπειρο. Τα σχέδια προέβλεπαν σε πρώτη φάση γρήγορη προέλαση στο μακεδονικό μέτωπο, ώστε να αποκτηθούν όσο το δυνατό μεγαλύτερα εδαφικά πλεονεκτήματα σε αμφισβητούμενες από τους συμμάχους περιοχές με απώτερο σκοπό τη Θεσσαλονίκη, το λιμάνι της οποίας ήταν απαραίτητο ως κέντρο ανεφοδιασμού σε συνδυασμό με το διπλωματικό κέρδος που μια τέτοια επιτυχία θα απέφερε.

Για να μην επεκταθούμε, όμως, περαιτέρω σε αλλότρια προς το θέμα μας πολεμικά γεγονότα, ας σημειώσουμε απλά ότι η πρώτη φάση του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου θα ολοκληρωθεί, παρά τις μεγάλες απώλειες στο ελληνικό στράτευμα, επιτυχώς τελικά με την παράδοση στις 26 Οκτωβρίου 1912 της Θεσσαλονίκης από τον Τούρκο διοικητή Χασάν Ταξίν Πασά στους Έλληνες. Μια επιτυχία που στην ουσία όμως προοιώνιζε δεινά για το άμεσο μέλλον (ο φόβος αυτός θα επαληθευτεί δυστυχώς πολύ σύντομα με την κήρυξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου), καθώς η ίδια περιοχή διεκδικείτο και από τους συμμάχους Βούλγαρους.

Στην ανακωχή που υπογράφηκε στην Τσατάλτζα ανάμεσα σε Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία από τη μία πλευρά και Τουρκία από την άλλη, στις 20 Νοεμβρίου 1912 (διήρκεσε μόνο ως τις 5 Ιανουαρίου 1913, λόγω της βίαιης αντίδρασης που γνώρισε στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το κίνημα των Νεοτούρκων η προώθηση σχεδίου ειρήνης από τις Μεγάλες Δυνάμεις) η Ελλάδα δεν συμμετείχε, καθώς εκκρεμούσε η υπόθεση της κατάληψης των Ιωαννίνων.

Έως τότε, το μέτωπο αυτό είχε παραμεληθεί από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Οι δυνάμεις εκεί είχαν και μεγάλο ποσοστό εθελοντικών ή και ημιατάκτων μονάδων. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνική προέλαση πραγματοποίησε μικρές προόδους ως το τέλος Νοεμβρίου (έχοντας αποφέρει την κατάληψη της Πρέβεζας, της πεδιάδας της Άρτας και των εισόδων των στενών οδών που οδηγούσαν στην κοιλάδα των Ιωαννίνων), οπότε και καθηλώθηκε μπροστά από την οχυρωμένη περίμετρο των Ιωαννίνων νοτίως του Μπιζανίου.

Η στασιμότητα αυτή έκρυβε πλήθος από διπλωματικές απειλές. Η υπόθεση της ανεξαρτησίας της αποκομμένης πλέον από την Οθωμανική Αυτοκρατορία Αλβανίας προχωρούσε με ταχείς ρυθμούς στο διπλωματικό πεδίο. Τα Ιωάννινα, η ιδιαίτερη ιστορική σημασία και στρατηγική θέση των οποίων ανήγαν την κατάληψη της πόλης σε μείζον εθνικό θέμα, διέτρεχαν τον ορατό κίνδυνο να συμπεριληφθούν στο νέο επωαζόμενο κράτος. Μπροστά σε αυτή τη δυσοίωνη προοπτική, οι προτεραιότητες άλλαξαν και στην περιοχή μεταφέρθηκε ισχυρή ελληνική δύναμη.

Τα Ιωάννινα το φθινόπωρο του 1912 αποτελούσαν οχυρά περιοχή, όχι βέβαια με την σύγχρονη έννοια του φρουρίου, αλλά πάντως έχοντα κάθε άλλο παρά προσπελάσιμη οχύρωση. Η οχύρωση είχε αρχίσει να εκτελείται πολύ πριν από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων σύμφωνα με τις υποδείξεις του Γερμανού οργανωτή του οθωμανικού στρατού φον Γκολτς, τελειοποιήθηκε και επεκτάθηκε όμως στη διάρκεια του πολέμου από τον αρχηγού του πυροβολικού Ηπείρου αντισυνταγματάρχη Βεχήπ Μπέη. Η τεχνητή προστασία της πόλης δεν περιοριζόταν στον αυτό καθεαυτό χώρο των Ιωαννίνων αλλά επεκτεινόταν περιφεριακώς σε ακτίνα 6 – 10 χιλιόμετρα και σχημάτιζε περίμετρο αναπτύξεως γύρω στα 70 χιλιόμετρα.

Η σοβαρότερη οχύρωση ήταν αυτή του Μπιζανίου, γύρω από το οποίο οργανώθηκε η τουρκική αντίσταση, καθώς από το σημείο αυτό αναμενόταν και η μετωπική ελληνική επίθεση. Αντίθετα στα δυτικά και νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων δεν εκτελέσθηκαν ισχυρά οχυρωματικά έργα, λόγω της φυσικής διαμόρφωσης του χώρου. Στην πραγματικότητα, στον παράγοντα αυτό, στη δύσβατη δηλαδή γεωφυσική διαμόρφωση έγκειτο σε μεγάλο βαθμό και ουσιαστική αμυντική αξία της περιοχής, καθώς το υψίπεδο των Ιωαννίνων περιβάλλεται από όλες τις κατευθύνσεις από όρη και υψώματα, πρόσφορα για την κάλυψή του.

Όσον αφορά το βαρύ πολεμικό υλικό των Οθωμανών, στην περιοχή των Ιωαννίνων ήταν εγκατεστημένα γύρω στα 110 πυροβόλα, αλλά ο εφοδιασμός σε πυρομαχικά ήταν ελλιπέστατος. Η δε κινητή στρατιωτική άμυνα, υπό τις διαταγές του Εσσάτ Πασά, αποτελείτο από δύο μεραρχίες πολύ μικρής δύναμης και από μερικά συντάγματα επιτόπιων εθνοφρουρών οπλισμένων με τουφέκια παλαιού τύπου, καθώς και από μία ίλη ιππικού, στο σύνολό τους 20.000 άνδρες.

Στις δυνάμεις αυτές προστέθηκαν από τις αρχές Δεκεμβρίου, μετά την πτώση του Μοναστηρίου και 15.000 άνδρες, υπό την αρχηγία του Ζεκή Πασά, που οργανώθηκαν σε τέσσερις μεραρχίες πολύ μικρής ισχύος και σχεδόν χωρίς πυροβολικό. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα ήταν η ανυπαρξία σχεδίου άμυνας των Ιωαννίνων, καθώς η τουρκική διοίκηση της πόλης βρισκόταν αποκομμένη από την Κωνσταντινούπολη, λόγω της επέλασης των συμμάχων από όλες τις κατευθύνσεις.

Από την άλλη πλευρά, ως τα τέλη Νοεμβρίου οι ελληνικές επιχειρήσεις στο μέτωπο της Ηπείρου διεξάγονταν, υπό τις διαταγές του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη, από μία μεραρχία. Τη χρονική εκείνη στιγμή κρίθηκε σκόπιμη η ενίσχυση του από άλλες τρεις μεραρχίες, από ένα σύνταγμα ιππικού και από αρκετό βαρύ πυροβολικό.

Παρά την άσχημη κατάσταση του τουρκικού στρατεύματος, με τις ασθένειες να μειώνουν το αριθμό των μαχητών και το ηθικό να είναι κλονισμένο, ως τα μέσα Ιανουαρίου 1913 οι επιθέσεις του ελληνικού στρατού, αν και ήταν ορμητικότατες και αιματηρότατες, απέβησαν ουσιαστικά άκαρπες, αποφέροντας μια ελάχιστη προώθηση προς Βορρά. Αιτία αποτελούσε το γεγονός ότι ο χώρος των επιχειρήσεων κάθε φορά άλλαζε, αλλά το σχέδιο παρέμενε το ίδιο, δηλαδή μετωπική επίθεση, προσκρούοντας στο οχυρό του Μπιζανίου.

Η εξέλιξη αυτή, κάτω και από την πίεση του βουλγαρικού κινδύνου στο μέτωπο της Μακεδονίας, ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να αναθέσει και την αρχηγία του στρατού Ηπείρου στο διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος μετέβη στην Ήπειρο στις 17 Ιανουαρίου 1913. Πραγματοποιήθηκαν διάφορες μεταβολές και εντάθηκε η προσπάθεια για τον προσπορισμό πληροφοριών σε σχέση με τις ενέργειες του εχθρού, ο οποίος συγκέντρωνε δυνάμεις προς το νότιο και το ανατολικό, απογυμνώνοντας έτσι το δυτικό μέτωπο.

Με βάση τις πληροφορίες αυτές επινοήθηκε αιφνιδιαστικό σχέδιο κατάληψης της πόλης των Ιωαννίνων. Για την ευόδωση του σχεδίου αυτού έπρεπε πρώτα να περιέλθει στην ελληνική κυριαρχία το Μπιζάνι, κάτι που θα επιτυγχάνετο όμως όχι με τη μορφή μετωπικών επιθέσεων αλλά με την περικύκλωση και την απομόνωσή του από την πόλη των Ιωαννίνων. Το σχέδιο προέβλεπε επίθεση κατά του Μπιζανίου από το δυτικό μέτωπο, αφ’ ενός διότι προς την κατεύθυνση αυτή κατά την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν μεγάλες τουρκικές δυνάμεις, αφ’ ετέρου διότι τα υψώματα του δυτικού μετώπου δε συνδέονται με το Μπιζάνι. Όρος απαραίτητος για την επιτυχία της επιχείρησης ήταν η αιφνιδιαστική εκτέλεσή της, προκειμένου να μη υποπέσει έγκαιρα στην αντίληψή του τουρκικού αρχηγείου, ώστε να δοθεί η δυνατότητα να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση της πλευρικής αυτής εισβολής.

Για το λόγο αυτό τηρήθηκε μεγάλη μυστικότητα και η προετοιμασία συγκέντρωσης των στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε εσπευσμένα μέσα σε ένα διήμερο, στις 16 και 17 Φεβρουαρίου. Συγχρόνως διετάχθησαν η 3η μεραρχία και το απόσπασμα της 5ης μεραρχίας, που παρέμεναν στο Λιασκοβίκι από το τέλος της επιχείρησης της Κορυτσάς, να προχωρήσουν προς την Κόνιτσα και τη Φούρκα, ώστε να δημιουργήσουν την εντύπωση ελληνικής δράσης και από την κατεύθυνση του Βορρά και να αποσπάσουν την προσοχή των Οθωμανών, αλλά και μακροπρόθεσμα να παρεμποδίσουν την τουρκική υποχώρηση και φυγή. Το ελληνικό στρατηγείο, παράλληλα, διέδωσε την παραπλανητική είδηση ότι θα αποβιβαζόταν στους Αγίους Σαράντα μια ελληνική μεραρχία.

Η διάδοση αυτή, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, έγινε πιστευτή από την τουρκική ηγεσία, που βεβαιώθηκε απατηλώς ότι η ελληνική επίθεση θα γινόταν από τα βόρεια και βορειοδυτικά, με αποτέλεσμα να ακινητοποιηθεί το τουρκικό στρατιωτικό σώμα που είχε εγκατασταθεί στο Δέλβινο και να μην προστρέξει στην υπεράσπιση των Ιωαννίνων.

Αφού κατά την 16η και 17η Φεβρουαρίου συγκεντρώθηκαν οι διάφορες μονάδες στους κατάλληλους τόπους εξόρμησης, επακολούθησε η επίθεση, που πραγματοποιήθηκε σε δύο χρονικές περιόδους. Κατά την πρώτη, στις 18 Φεβρουαρίου, έγινε η προετοιμασία, ώστε τη χαραυγή της 19ης Φεβρουαρίου να βρίσκονται οι φάλαγγες της αριστερής πτέρυγας του ελληνικού στρατεύματος στις θέσεις Βοδίβιτσα – Άγιος Νικόλαος – Σαδόβιτσα, έτοιμες να στραφούν προς ανατολάς. Κατά τη δεύτερη φάση, εκτελέσθηκε η επίθεση, με κατεύθυνση κάθετη προς το δυτικό μέτωπο της οχυράς περιοχής των Ιωαννίνων.

Από το χάραμα της 19 ης, το πυροβολικό εξαπέλυσε σφοδρότατο βομβαρδισμό κατά των τουρκικών οχυρών του νότιου και ανατολικού τομέα, κατά τον οποίο ερρίφθησαν πάνω από 12.000 βλήματα, ενώ από την 8η πρωινή ακολούθησε γενική ακάθεκτη επίθεση από ολόκληρη την αριστερή πτέρυγα προς τη δυτική γραμμή άμυνας των Οθωμανών. Την ίδια στιγμή η δεξιά πτέρυγα και το κέντρο του ελληνικό στρατού άρχισαν να επιτίθενται κατά του νότιου και του ανατολικού τουρκικού μετώπου, με αποτέλεσμα ο εκεί συγκεντρωμένος τουρκικός στρατός να συγκρατείται καθηλωμένος και να αδυνατεί να αποσπάσει την παραμικρή έστω δύναμη για την ενίσχυση του καταρρέοντος δυτικού μετώπου.

Τα τουρκικά οχυρά του δυτικού μετώπου άρχισαν να καταλαμβάνονται το ένα μετά το άλλο από τους Έλληνες και ο τουρκικός στρατός άρχισε να υποχωρεί προς τα Ιωάννινα. Οι Έλληνες τον κατεδίωξαν κατά πόδας, προβαίνοντας και στη καταστροφή των τηλεφωνικών και τηλεγραφικών συρμάτων μεταξύ Μπιζανίου και Ιωαννίνων, ώστε το Μπιζάνι να καταστεί εντελώς απομονωμένο, καθώς ο ελληνικός στρατός είχε βρεθεί στα νώτα του. Το απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου δόθηκε η διαταγή να συνεχιστεί η επίθεση και κατά την επερχόμενη νύχτα αλλά και κατά την επόμενη ημέρα, ώστε να επέλθει πλήρως η περικύκλωση του εχθρού.

Μπροστά στο φάσμα της διαγραφόμενης πανωλεθρίας, ο Εσσάτ Πασάς ζήτησε τη μεσολάβηση του μητροπολίτη, ώστε να επιτύχει την παράδοση της πόλης χωρίς περαιτέρω άσκοπη αιματοχυσία. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 19ης προς 20η Φεβρουαρίου, έφθασε στις ελληνικές προφυλακές του ευζωνικού τάγματος αντιπρόσωπος του Εσσάτ, που παρακάλεσε να συναντήσει αυτοπροσώπως το διάδοχο Κωνσταντίνο για να δηλώσει την άνευ όρων παράδοση όχι μόνο της πόλης των Ιωαννίνων αλλά και των λοιπών οχυρών που είχαν περικυκλωθεί από τον ελληνικό στρατό.

Την πρωία της 20ης Φεβρουαρίου το ελληνικό ιππικό εισήλθε στην πόλη και ο διάδοχος όρισε ως αντιπροσώπους του τους λοχαγούς του επιτελείου του Ιωάννη Μεταξά και Ξ. Στρατηγό, οι οποίοι συναντήθηκαν με το Βεχήπ Μπέη και υπέγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης στους Έλληνες. Σύμφωνα με αυτό, όλα τα οχυρά, το πολεμικό υλικό (ανάμεσά τους και 110 πυροβόλα) καθώς και όλος ο στρατός, που ανερχόταν σε 30.000 άνδρες και 1.000 αξιωματικούς, και η πόλη των Ιωαννίνων παραδίδονταν στους Έλληνες. Την πρωία της 21ης Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η επίσημη πανηγυρική είσοδος του διαδόχου Κωνσταντίνου στα Ιωάννινα.

[Τα Ιωάννινα θα γνωρίσουν άλλη μια σύντομη ξενική κυριαρχία. Κατά τα τέλη Μαΐου 1917, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ιταλικό στράτευμα υπό το στρατηγό Deliponte στα πλαίσια των ανταντικών επιχειρήσεων για την κατάληψη της Θεσσαλίας και της Ηπείρου εισέβαλε από τη Βόρεια Ήπειρο και κατέλαβε τα Ιωάννινα, με αποτέλεσμα η ελληνική στρατιωτική άμυνα της πόλης να αναγκασθεί να αποσυρθεί στην Άρτα. Η ιταλική κατοχή των Ιωαννίνων διήρκεσε μόνο ως το Σεπτέμβριο του 1917, οπότε και ανακαταλήφθηκαν από τον ελληνικό στρατό.] 

Η κατάληψη των Ιωαννίνων θεωρήθηκε, δικαιολογημένα, μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες του πολέμου. Κάθε νίκη όμως, διπλωματική ή στρατιωτική, για να έχει ουσιαστικό αντίκρισμα και να καρποφορήσει για την ευημερία μίας χώρας, πρέπει να αντιμετωπίζεται με σύνεση και σωφροσύνη και να συνοδεύεται από περαιτέρω ορθές πολιτικές επιλογές. Αντίθετα, οι νικηφόροι πολεμικοί αγώνες και των δύο Βαλκανικών Πολέμων θα επισκιαστούν γρήγορα από τον Εθνικό Διχασμό που θα ξεσπάσει το 1915. Κατά παρόμοιο τρόπο, τα εδαφικά και διπλωματικά οφέλη που θα προκύψουν για τη χώρα μας μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα εξανεμιστούν εξαιτίας των λανθασμένων χειρισμών που θα οδηγήσουν στη Μικρασιατική Καταστροφή. Όλες αυτές οι διαπιστώσεις δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να επιβεβαιώνουν την ορθότητα της προλογικής μου σκέψης. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και διδάσκει. Κι αν οι άνθρωποι δεν αφουγκράζονται τα διδάγματά της, αυτό δεν οφείλεται της στη κακή της διδασκαλία, αλλά στη δική μας κακή μαθητεία….