Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά

Η ΕΠΙΚΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ (19 – 21 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913)

ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 

Ένοπλη σύγκρουση, που διεξήχθη από τις 16 Ιουνίου έως τις 18 Ιουλίου του 1913 (28 Ιουλίου η τυπική λήξη της με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου) κατά κύριο λόγο στα εδάφη της απελευθερωμένης από του Οθωμανούς Μακεδονίας, μεταξύ των πρώην συμμάχων του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912 – 30 Μαΐου 1913). Αντιμέτωποι τέθηκαν από την μία πλευρά η Βουλγαρία και από την άλλη πλευρά η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο. Κατά της Βουλγαρίας στράφηκαν η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος χαρακτηρίσθηκε από την ταχύτητα διεξαγωγής του και τη σκληρότητα των μαχών του. Προτού λήξει ακόμη ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν εμφανή τα σημάδια της επερχόμενης ρήξης μεταξύ των συμμάχων για τη διανομή των απελευθερωμένων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βουλγαρία πίστευε ότι ήταν «ριγμένη» στη μοιρασιά έναντι των συμμάχων της Ελλάδας και Σερβίας και υποδαύλιζε διάφορα επεισόδια -συχνά αιματηρά- εναντίον Σέρβων και Ελλήνων στη Μακεδονία.

 

Σε σχέση με τη χώρα μας αμφισβητούσε ανοιχτά την κατοχή της Θεσσαλονίκης και της νοτιοανατολικής Μακεδονίας. Κάθε πρόταση φιλικής διευθέτησης των διαφορών τους με τη Βουλγαρία, η Ελλάδα και η Σερβία συναντούσαν την αδιαλλαξία της, την οποία υπέθαλπε για τους δικούς της λόγους η Αυστροουγγαρία. Για να αντιμετωπίσουν της διαφαινόμενη Βουλγαρική απειλή, η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν στις 19 Μαΐου 1913 στη Θεσσαλονίκη, συνθήκη ειρήνης, φιλίας και αμοιβαίας προστασίας. Το κείμενο της συνθήκης έφερε τις υπογραφές του πρεσβευτή της Ελλάδας στο Βελιγράδι Ιωάννη Αλεξανδρόπουλου και του πρεσβευτή της Σερβίας στην Αθήνα, Ματία Μπόσκοβιτς.

Μετά τη συνθήκη αυτή, που συνοδευόταν από στρατιωτική σύμβαση «προς προετοιμασίαν και εξασφάλισιν των στρατιωτικών μέτρων αμύνης», Ελλάδα και Σερβία βρίσκονταν σε ακήρυκτο πόλεμο με τη Βουλγαρία. Οι προσπάθειες του Τσάρου της Ρωσίας Νικόλαου Β’ να βρει σημεία προσέγγισης ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Σερβία απέτυχαν, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αναζητούσε τρόπους για ειρηνική διευθέτηση, προκειμένου να αποτρέψει την εχθρότητα της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας προς τις δύο χώρες (Ελλάδα και Σερβία), που θα απέβαινε υπέρ της Βουλγαρίας.

Οι βιαιότητες των Βουλγάρων κατά των Ελληνικών πληθυσμών και οι συγκεντρώσεις Βουλγαρικών στρατευμάτων σε ευαίσθητα σημεία της Μακεδονίας, προκάλεσαν την αντίδραση της Ελλάδας, η οποία δια του πρεσβευτή της στη Σόφια επέδωσε διακοίνωση προς τη Βουλγαρική κυβέρνηση στις 12 Ιουνίου 1913. Η Βουλγαρική κυβέρνηση όχι μόνο απέρριψε τη διακοίνωση, αλλά το απόγευμα της 16ης Ιουνίου διέταξε τα στρατεύματά της να επιτεθούν κατά των Ελληνικών αποσπασμάτων στη Νιγρίτα και το Παγγαίο Όρος και των σερβικών δυνάμεων στο Ιστίπ. Την επομένη, οι Βούλγαροι κατέλαβαν από τους Σέρβους τη Γευγελή στην κοιλάδα του Αξιού, με σκοπό να αποκόψουν την επαφή Σερβικών και Ελληνικών στρατευμάτων.

Η αντίδραση της Ελλάδας και της Σερβίας ήταν άμεση και αποφασιστική. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πλέον γεγονός. Η Ελλάδα με αρχηγό τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και επιτελάρχη τον αντιστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη παρέταξε στα πεδία των μαχών 119.000 άνδρες, που στελέχωναν 10 μεραρχίες Πεζικού και 1 ταξιαρχία ιππικού. Η Σερβία, με αρχηγό τον Βασιλιά Πέτρο και επιτελάρχη τον βοεβόδα Ράντομιρ Πούτνικ, παρέταξε 260.000 άνδρες, από τους οποίους οι 12.000 ήταν η συνεισφορά του Μαυροβούνιο. Ο Βουλγαρικός στρατός αριθμούσε 576.000 άνδρες και τον διοικούσε ο Βασιλιάς Φερδινάνδος, με βοηθό τον στρατηγό Μιχαήλ Σάβοφ και επιτελάρχη τον στρατηγό Ιβάν Φίτσεφ.

Μετά τη Βουλγαρική επίθεση, ο Βενιζέλος ζήτησε από τον αρχιστράτηγο Βασιλιά Κωνσταντίνο να αναληφθεί γενική αντεπίθεση, με πρώτο μέτρο την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τις στρατωνιζόμενες εκεί Βουλγαρικές μονάδες, που ανέρχονταν σε 1.500 άνδρες. Οι Βούλγαροι αρνήθηκαν να αποσυρθούν και τότε ανέλαβε δράση η ΙΙ Μεραρχία Πεζικού υπό τον υποστράτηγο Καλάρη, η οποία ύστερα από ολονύκτια συμπλοκή τους εξανάγκασε να παραδοθούν στις 18 Ιουνίου. Η επιχείρηση εκκαθάρισης της Θεσσαλονίκης στοίχισε στις Ελληνικές δυνάμεις 18 νεκρούς και 17 τραυματίες, ενώ οι απώλειες των Βουλγάρων ανήλθαν σε 60 νεκρούς, 17 τραυματίες και 1.360 αιχμαλώτους.

Ο κύριος στόχος του Ελληνικού στρατηγείου ήταν η διάσπαση της οχυράς Βουλγαρικής γραμμής Κιλκίς – Λαχανά – Δοϊράνης, που εάν επιτυγχάνετο θα σήμαινε την οριστική απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ο Ελληνικός στρατός προήλασε ταχύτατα και κατατρόπωσε του Βουλγάρους στις μάχες Καλινόβου – Κιλκίς – Λαχανά (19 – 21 Ιουνίου 1913). Στις 20 Ιουνίου η Χ Μεραρχία κατέλαβε τη Γευγελή, η οποία άλλαξε χέρια για τρίτη φορά μέσα σ’ ένα χρόνο. Η καθοριστική ήττα των Βουλγάρων στο Κιλκίς προκάλεσε την αντικατάσταση του στρατηγού Σάβοφ με τον στρατηγό Ράτκο Ντιμιτρίεφ. Οι Βούλγαροι έχοντας απολέσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, υποχώρησαν προς τη Στρώμνιτσα (σημερινή Στρούμιτσα) και τις Σέρρες, διαπράττοντας φοβερά εγκλήματα κατά των Ελληνικών πληθυσμών.

Η Νιγρίτα, οι Σέρρες και το Δοξάτο ήταν οι πόλεις που έζησαν την εκδικητική μανία των Βουλγάρων και έπαθαν τις μεγαλύτερες καταστροφές. Οι Έλληνες συνέχισαν την καταδίωξη των Βουλγάρων και μετά τις μάχες της Δοϊράνης (22 – 23 Ιουνίου), της Στρώμνιτσας (26 Ιουνίου) και του Ντεμίρ Χισάρ (σημερινό Σιδηρόκαστρο, 27 Ιουνίου), κατέλαβαν τις Σέρρες (28 Ιουνίου) και τη Δράμα (1 Ιουλίου). Η προέλαση του Ελληνικού στρατού επιβραδύνθηκε στα στενά της Κρέσνας (7 – 10 Ιουλίου). Η μάχη υπήρξε φονικότατη και έληξε με νίκη των Ελλήνων. Ο Ελληνικός στρατός βρισκόταν τώρα επί Βουλγαρικού εδάφους.

Μία άλλη αιματηρή μάχη δόθηκε στην Άνω Τζουμαγιά (σημερινό Μπλαγκόεφγκραντ), η οποία έληξε στις 18 Ιουλίου, την ημέρα της ανακωχής και της λήξης των πολεμικών επιχειρήσεων. Στη μάχη της Τζουμαγιάς έχασε τη ζωή του ο ταγματάρχης Βελισσαρίου, ένας από τους ήρωες των Βαλκανικών Πολέμων. Η VIII Μεραρχία προήλασε στη Θράκη και κατέλαβε προσωρινά την Ξάνθη (13 Ιουλίου) και την Γκιουμουλτζίνα (σημερινή Κομοτηνή, 16 Ιουλίου). Μεγάλη συμμετοχή στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο είχε και το Ελληνικό ναυτικό, που κατέλαβε την Καβάλα (27 Ιουνίου) και προσωρινά το Ντεντέαγατς (σημερινή Αλεξανδρούπολη, 12 Ιουλίου).

Αντίθετα, η νεοσύστατη Ελληνική αεροπορία είχε μηδενική δράση, καθώς τα περισσότερα αεροπλάνα ήταν καθηλωμένα στο έδαφος, λόγω βλαβών, τις οποίες είχαν υποστεί κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Από την πλευρά του, ο Σερβικός στρατός αντιμετώπισε τους Βουλγάρους σε σειρά μαχών, με κυριότερη αυτή της Μπρεγκαλνίτσα (17 – 26 Ιουνίου) και τους απώθησε προς Ανατολάς στα παλαιά τους σύνορα. Στις 27 Ιουνίου 1913 μπήκε στο χορό και η Ρουμανία, η οποία κατέλαβε χωρίς αντίσταση τη Νότια Δοβρουτσά. Δύο ημέρες αργότερα, η Τουρκία εκμεταλλευόμενη τη δεινή θέση της Βουλγαρίας της κηρύσσει τον πόλεμο και ανακαταλαμβάνει την Αδριανούπολη στις 9 Ιουλίου 1913.

Στις 18 Ιουλίου 1913, την ημέρα που ο Βασιλιάς της Βουλγαρίας Φερδινάνδος ζήτησε και πέτυχε ανακωχή των πολεμικών επιχειρήσεων με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, τα Ελληνικά στρατεύματα βρίσκονταν βαθιά μέσα στο Βουλγαρικό έδαφος, σε απόσταση 20 χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή από τη Σόφια, ενώ ο Ρουμανικός στρατός απείχε 40 χιλιόμετρα από τη Βουλγαρική πρωτεύουσα. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος επέμενε στη συνέχιση του πολέμου μέχρι την κατάληψη της Σόφιας, αλλά τελικά, λόγω της Σερβικής αδράνειας και της κοπώσεως του στρατού, πείστηκε στην αποδοχή της ανακωχής από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Η συνέχεια ανήκει στη διπλωματία.

Η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία τάχθηκαν με το πλευρό της Βουλγαρίας, Γαλλία και Γερμανία υποστήριξαν τις Ελληνικές θέσεις, που συνοψίζονταν στην επέκταση των Ελληνικών συνόρων στη γραμμή Μάκρης – Πέρελικ, λίγα χιλιόμετρα δυτικά της Αλεξανδρούπολης. Αγγλία και Ιταλία κράτησαν επιφυλακτική στάση. Στις 28 Ιουλίου 1913 υπογράφτηκε τελικά από τους εμπολέμους (Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία και Μαυροβούνιο από τη μία πλευρά και Βουλγαρία από την άλλη) η συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία έληξε και τυπικά ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος και η οποία προέβλεπε:

  • Τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα καθορίζονται από τα Σερβοβουλγαρικά στο όρος Μπέλες ως τις εκβολές του ποταμού Νέστου.
  • Η Βουλγαρία διατηρεί το Μελένικο και το Νευροκόπι στη Β.Α. Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη μέχρι το λιμάνι του Ντεντέαγατς. Έτσι, ένα προαιώνιο όνειρο των Βουλγάρων για έξοδο στο Αιγαίο έγινε πραγματικότητα, έστω για μικρό χρονικό διάστημα.
  • Η Ρουμανία λαμβάνει το τετράγωνο Σιλιστρίας – Τουτουκάιας – Μπαλτσίκ.
  • Τα Σερβοβουλγαρικά σύνορα καθορίζονται στη γραμμή του Άνω Αξιού.

 

Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, με χωριστή συνθήκη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανακατέλαβε την Ανατολική Θράκη, μετά των 40 Εκκλησιών και της Αδριανούπολης. Η χώρα μας πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, με 5.851 νεκρούς, 23.847 τραυματίες και 188 αγνοουμένους. Συνολικά, οι Βουλγαρικές απώλειες έφθασαν τους 65.927 άνδρες (νεκρούς ή τραυματίες) και οι συμμαχικές, συμπεριλαμβανομένων Οθωμανών και Ρουμάνων τις περίπου 91.000 άνδρες. Ένα χρόνο μετά τη λήξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, ακολούθησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που θα έβαζε και πάλι σε πολεμικές περιπέτειες τα Βαλκανικά κράτη.

Η ΜΑΧΗ ΚΙΛΚΙΣ – ΛΑΧΑΝΑ ΓΕΝΙΚΑ

H μάχη του Κιλκίς – Λαχανά υπήρξε η σημαντικότερη μεταξύ των Ελληνικών και των Βουλγαρικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του B’ Βαλκανικού Πολέμου. H Ελληνική νίκη είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη διάσωση της Θεσσαλονίκης και την κατάρρευση των Βουλγαρικών σχεδίων για τη δημιουργία της “Μεγάλης Βουλγαρίας”. Στις 17 Μαΐου του 1913 υπογράφτηκε στο Λονδίνο μία προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Τουρκίας και των συμμάχων Βαλκανικών χωρών, σύμφωνα με την οποία τερματιζόταν ο A’ Βαλκανικός Πόλεμος και η Τουρκία έχανε όλα τα Ευρωπαϊκά εδάφη της εκτός από την Κωνσταντινούπολη και ένα μικρό τμήμα δυτικά της πόλεως.

Oι μελλοντικές δυσχέρειες, στο επίπεδο ιδίως των Ελληνοβουλγαρικών σχέσεων, είχαν διαφανεί όταν, αμέσως μετά τις πρώτες συμμαχικές νίκες, ο Λάμπρος Κορομηλάς, επικεφαλής του Ελληνικού Γενικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, υπέβαλε σχέδιο διανομής των εδαφών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, σύμφωνα με το οποίο η περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης και τα Στενά θα υπάγονταν σε διεθνές καθεστώς, η περιοχή ανάμεσα στο Νέστο και την Αίνο θα περιερχόταν στη Βουλγαρία, ενώ η Καβάλα, η Θεσσαλονίκη και η Αυλώνα στην Ελλάδα.

Μετά τη σύναψη της Συνθήκης του Λονδίνου, μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Συμμαχικών δυνάμεων (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο), ήλθε η ώρα να ξεκαθαρίσουν τα Βαλκανικά κράτη τις μεταξύ τους διαφορές, για τη διανομή των Οθωμανικών εδαφών της Βαλκανικής. Οι απαιτήσεις της Βουλγαρίας απέβλεπαν στην επέκτασή της σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία. Η Σερβία και η Βουλγαρία είχαν συνάψει συμφωνία διανομής, αλλά κατόπιν η Σερβία δεν αναγνώριζε πια τη συμφωνία αυτή γιατί ενώ υπολόγιζε ότι στο μερίδιό της θα περιλαμβάνεται και η Αλβανία και θα αποκτούσε διέξοδο στην Αδριατική, τώρα με την ίδρυση του Αλβανικού κράτους (από Ιταλία και Αγγλία) περιορίζονταν τα κέρδη προς Δυσμάς.

Η Βουλγαρία όμως επέμενε να πάρει όλα τα συμφωνηθέντα εδάφη. Με την Ελλάδα δεν υπήρχε καμία συμφωνία διανομής. Οι Σέρβοι αναγνώριζαν τα δικαιώματα της Ελλάδας επί των εδαφών που κατείχε ο Ελληνικός Στρατός. Η Βουλγαρία όμως επεδίωκε να εξώσει την Ελλάδα, από τα εδάφη αυτά και να ιδρύσει την Μεγάλη Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, του 1878. Η Βουλγαρία είχε πάρει την απόφασή της. Θα αναλάμβανε αιφνιδιαστικά ομόχρονη επίθεση κατά του Σερβικού και Ελληνικού Στρατού. Η απόφασή τους στηρίχθηκε στην αλαζονεία που κατείχε την πολιτική και στρατιωτική της ηγεσία, για την δήθεν ηθική και μαχητική υπεροχή του Βουλγαρικού στρατού και τις στρατηγικές ικανότητες της Διοικήσεώς του, και στην περιφρόνηση των ικανοτήτων του Σερβικού και Ελληνικού Στρατού.

Η Σερβία και η Ελλάδα έβλεπαν ότι ο από Βουλγαρίας κίνδυνος ήταν κοινός, και στις 19 Μαΐου συνδέθηκαν σε αμυντική συμμαχία. Η Βουλγαρική κυβέρνηση, προς εφαρμογή του σχεδίου της, μετακίνησε τον όγκο του στρατού της προς την Μακεδονία και προς τα Σερβοβουλγαρικά σύνορα. Στα μέσα Ιουνίου οι μετακινήσεις είχαν περατωθεί. Ταυτόχρονα όμως έλαβαν τα μέτρα τους η Σερβία και η Ελλάδα, με προώθηση των συγκεντρώσεων των δυνάμεών τους. Εναντίον του Ελληνικού Στρατού διατέθηκε η 2α Βουλγαρική Στρατιά, υπό τον Στρατηγό Ιβάνωφ, ανεπτυγμένη στην γραμμή Δοϊράνη – Κιλκίς – Λαχανάς – βόρεια πλευρά Παγγαίου όρους – Ελευθερούπολη και εναντίον των Σέρβων αναπτύχθηκε η 4η Βουλγαρική Στρατιά στην περιοχή Ιστίπ – Ραδοβίτσα – Στρώμνιτσα.

Μετά την απροειδοποίητη επίθεση του Βουλγαρικού Στρατού την νύχτα της 16-17ης Ιουνίου 1913 χωρίς να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου, κατελήφθη η Γεύγελη, αποκόπτοντας την επικοινωνία μεταξύ Ελληνικού και Σερβικού Στρατού. Οι Βούλγαροι στρατηγοί φαινόταν σίγουροι για τη νίκη γεγονός που έκανε τον Βούλγαρο Στρατηγό Σαρόφ να κομπάζει: “Η Θεσσαλονίκη θα καταληφθεί σε 9 ώρες και το Βελιγράδι σε 5 ημέρες. Οι Έλληνες έχουν ένα στρατό πλασιέ και εμπόρων και οι Σέρβοι ηττήθηκαν κατά κράτος το 1885″. Τα 2 Βουλγαρικά τάγματα στη Θεσσαλονίκη περίμεναν να ενωθούν με τους συντρόφους τους εντός μιας ημέρας.

Ο Υποστράτηγος Καλάρης, διοικητής της ΙΙ Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού, απέστειλε στον διοικητή των Βουλγαρικών δυνάμεων που ευρίσκοντο εντός της πόλης της Θεσσαλονίκης το ακόλουθο μήνυμα:

“Αξιότιμε κκ Διοικητά

Δεδομένου ότι τα Βουλγαρικά στρατεύματα άρχισαν τις εχθροπραξίες στην ύπαιθρο εναντίον τους Ελληνικού Στρατού, έχω την τιμή να σας ζητήσω να αποχωρήσετε από την πόλη της Θεσσαλονίκης εντός μιας ώρας μετά την παράδοση αυτού του μηνύματος. Τα όπλα των ανδρών σας πρέπει να παραδοθούν στους αξιωματικούς μας, ενώ οι δικοί σας αξιωματικοί μπορούν να διατηρήσουν τους ξίφη τους. Ένα τρένο θα μεταφέρει εσάς και τους άνδρες σας με στο μέτωπο και θα ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα που θα τους επιτρέψουν να περάσουν με ασφάλεια στην πρώτη γραμμή. Μετά το πέρας της προθεσμίας αυτής, με μεγάλη θλίψη, σας αναφέρω ότι, τα στρατεύματα θα θεωρηθούν εχθρικά. 

Θεσσαλονίκη, 17 Ιουνίου 1913″.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Βούλγαροι αρνήθηκαν το τελεσίγραφο και από το απόγευμα της 17ης Ιουνίου, δέχθηκαν επίθεση από την Ελληνική ΙΙ Μεραρχία & τους Κρήτες της Κρητικής Χωροφυλακής και αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Την 18η Ιουνίου, ο Ελληνικός στρατός κινήθηκε εναντίον των Βουλγάρων επί της γραμμής Κιλκίς – Λαχανά της οποία ο Ιβανόφ είχε ενισχύσει σημαντικά τους τελευταίους 9 μήνες.

 

ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΑΞΙΩΣΕΙΣ

H Βουλγαρία από την πλευρά της, σταθερά προσηλωμένη στην ανάμνηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, αρνήθηκε να δεχτεί την αρχή της ισόρροπης κατανομής στο χώρο της νότιας Βαλκανικής, διατυπώνοντας υπερβολικές αξιώσεις για την προσάρτηση των εδαφών που απελευθερώθηκαν και απειλώντας τους Έλληνες και τους Σέρβους. Oι Βούλγαροι υποστήριζαν πως η Θράκη και η Μακεδονία, μέχρι το Μοναστήρι, έπρεπε να περιέλθουν στην κυριαρχία τους, ενώ η Ελλάδα όφειλε να αρκεστεί στην Κρήτη και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Mη έχοντας τα κατάλληλα επιχειρήματα για να επικαλεστούν εθνολογικά κριτήρια, ώστε να δικαιολογήσουν τις αξιώσεις τους, υπερτιμούσαν τη συμβολή των στρατιωτικών δυνάμεών τους στην κοινή συμμαχική νίκη.

H Ελληνική πλευρά αντέτεινε τη διπλή συνεισφορά της στο μέτωπο της ξηράς και στη θάλασσα, όπου οι αποφασιστικές νίκες του στόλου της είχαν παραλύσει την επικοινωνία των τουρκικών στρατευμάτων με τη Μικρά Aσία. Hδη, πριν να τερματιστεί ο A’ Βαλκανικός, είχαν ξεκινήσει συγκρούσεις μεταξύ των σύμμαχων Βαλκανικών κρατών και της Βουλγαρίας. Oι Βούλγαροι, θεωρώντας την απώλεια της Θεσσαλονίκης ως τεράστιο πλήγμα για το γόητρο αλλά και για τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους στο χώρο της Βαλκανικής χερσονήσου, προσπάθησαν με διάφορα προσχήματα να διεισδύσουν σε αυτήν, όπως επίσης να εμφανίσουν τις Ελληνικές αρχές ανίκανες να επιβάλουν την τάξη.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι σχέσεις μεταξύ των συμμαχικών κρατών, Ελλάδας και Βουλγαρίας, οξύνθηκαν και ίσως επακολουθούσε ένοπλη σύρραξη, αν οι Ελληνικές δυνάμεις δεν τηρούσαν ελαστική στάση και αν οι 2η και 7η Βουλγαρικές μεραρχίες δεν έσπευδαν από τις αρχές Νοεμβρίου να ενισχύσουν το μέτωπο στην ανατολική Θράκη. Πάλι, όμως, οι προστριβές δεν έλειψαν, γιατί οι Βούλγαροι συνέχισαν την προσπάθειά τους να επεκτείνουν την κατοχή τους, με διεισδύσεις μικρών τμημάτων τακτικού στρατού και κομιτατζήδων στα εδάφη που είχαν απελευθερωθεί από τον Ελληνικό στρατό, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ζητήματος προτεραιότητας κατοχής.

Παράλληλα, οι Βούλγαροι πρότειναν να αποσυρθεί ο Ελληνικός στρατός δυτικά του Αξιού, ενώ στη Θεσσαλονίκη να παραμείνει μόνο ο Πρίγκιπας Νικόλαος ως στρατιωτικός διοικητής της πόλεως ή, τουλάχιστον, να διοριστεί Βούλγαρος υποφρούραρχος. H πρόταση θεωρήθηκε απαράδεκτη από Ελληνικής πλευράς και απορρίφθηκε. Oι συγκρούσεις μεταξύ τμημάτων του Ελληνικού και του Βουλγαρικού στρατού συνεχίστηκαν και τους πρώτους μήνες του 1913. Βέβαια, οι συγκρούσεις αυτές είχαν τοπικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούσαν και σαφή προμηνύματα μελλοντικού πολέμου. H σπουδαιότερη συμπλοκή μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων έγινε στο Παγγαίο από 10 έως 17 Μαΐου, η οποία εξελίχτηκε σε πραγματική μάχη.

Προς αποφυγή αυτών των συγκρούσεων και ύστερα από έντονες παραστάσεις της Ελληνικής κυβέρνησης υπογράφτηκε στις 21 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη, με τη σύμφωνη γνώμη του Βούλγαρου πρωθυπουργού Γκεσώφ, πρωτόκολλο διαχωριστικής γραμμής μεταξύ του Ελληνικού και του Βουλγαρικού στρατού. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, η γραμμή άρχιζε βορειοδυτικά της λίμνης Δοϊράνης, διερχόταν από το χωριό Ακρίτας, τις αποξηραμένες σήμερα λίμνες Αρτζάν και Αματόβου, τα χωριά Νικόπολη και Κυδωνιά, το χωριό Δημητρίτσι, τη λίμνη Αχινού, την κορυφογραμμή του Παγγαίου όρους και κατέληγε στη θάλασσα βόρεια του λιμένα των Ελευθερών.

Oι Βούλγαροι, όμως, δεν τήρησαν το πρωτόκολλο και συνέχισαν τις επιθετικές τους ενέργειες εναντίον του Ελληνικού και του Σερβικού στρατού. Μπροστά στον κίνδυνο γενικότερης σύρραξης με τη Βουλγαρία, είχε υπογραφεί ήδη στις 19 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη δεκαετής αμυντική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Σερβίας με σκοπό ν’ αντιμετωπιστούν οι υπερβολικές Βουλγαρικές απαιτήσεις και θέσεις. Tα δύο μέρη υπόσχονταν αμοιβαία βοήθεια για την προστασία των κατεχόμενων από τα στρατεύματά τους εδαφών και εντόπιζαν τη δυτική όχθη του Αξιού ως ακραία, κοινή, συνοριακή γραμμή.

Mε την ίδια συμφωνία καθορίζονταν επίσης τα Σερβοβουλγαρικά και Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, τα οποία θα πρότειναν τα δύο κράτη στη Βουλγαρική πλευρά. Σε περίπτωση άρνησης της τελευταίας να τα δεχτεί, θα κατέφευγαν στη διαιτησία. Aν όμως η Βουλγαρία αναλάμβανε στρατιωτική δράση εναντίον τους, τότε οι δύο σύμμαχοι θα ενεργούσαν από κοινού για να επιβάλουν τα συμφωνημένα.
Στις 25 Μαΐου η μετριοπαθής κυβέρνηση Γκεσώφ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον Βασιλιά Φερδινάνδο και τους στρατιωτικούς. Σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση από τον Σ. Ντάνεφ, περισσότερο πρόθυμη να υποταχθεί στους επιθετικούς σκοπούς του Βουλγαρικού επιτελείου.

H Σερβική πλευρά, θεωρώντας την πτώση της κυβέρνησης Γκέσωφ ως χρονοτριβή των συνεννοήσεων μεταξύ των συμμάχων κρατών, με σκοπό τη στρατηγική συγκέντρωση του Βουλγαρικού στρατού εναντίον του Ελληνικού και του Σερβικού, πρότεινε στην Ελληνική κυβέρνηση την άμεση προσάρτηση των εδαφών που κάθε χώρα είχε απελευθερώσει και κατείχε με τα στρατεύματά της. Πραγματικά, οι Βούλγαροι, έχοντας αποφασίσει ήδη να επιτεθούν αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων και των Σέρβων, μετέφεραν τον όγκο των στρατευμάτων τους εναντίον των Ελληνικών και Σερβικών, αφήνοντας στην Ανατολική Θράκη μόνο τις εντελώς απαραίτητες δυνάμεις.

 

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ

H Ελληνική κυβέρνηση, θέλοντας να εξαντλήσει κάθε προσπάθεια συμβιβασμού, δεν έκανε δεκτή τη Σερβική πρόταση και πρότεινε να ζητηθεί από τη Βουλγαρία να σταματήσει τη συγκέντρωση στρατευμάτων εναντίον των Σέρβων και των Ελλήνων και να γίνει ταυτόχρονος περιορισμός των στρατιωτικών δυνάμεων των συμμαχικών κρατών. Επιπλέον, ώστε να έλθουν σε συνεννοήσεις οι συμμαχικές χώρες για τη φιλική επίλυση του εδαφικού ώστε να γίνει προσφυγή στη διεθνή διαιτησία σε περίπτωση μη επιτεύξεως συμφωνίας. H Σερβική κυβέρνηση αποδέχτηκε την Ελληνική πρόταση και στις 31 Μαΐου ο πρεσβευτής της στη Σόφια επέδωσε στη Βουλγαρική κυβέρνηση σχετική διακοίνωση.

Tο ίδιο έπραξε την επομένη και ο Έλληνας πρεσβευτής στη Σόφια. Επίσης, βολιδοσκοπήθηκε ο Τσάρος της Ρωσίας, ο οποίος αποδέχτηκε το ρόλο του διαιτητή. Σε απάντηση, η Βουλγαρική κυβέρνηση έθεσε απαράδεκτους όρους για τη μείωση των δυνάμεών της, απαιτώντας να επεκταθεί σε ολόκληρη τη νοτιοδυτική Μακεδονία, την οποία είχε απελευθερώσει ο Ελληνικός στρατός, ενώ τη διαιτησία του Τσάρου της Ρωσίας, την αποδεχόταν μόνο υπό περιορισμούς, παρότι η Ρωσία ήταν ο εμπνευστής της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και διέκειτο σχεδόν πάντοτε ευμενώς προς τη Βουλγαρική πλευρά. Έτσι και οι τελευταίες προσπάθειες της Ελληνικής και της Σερβικής πλευράς για τη διευθέτηση των συνοριακών διαφορών με τη Βουλγαρία έπεσαν στο κενό.

Tη νύχτα της 16ης Ιουνίου 1913, ένα μήνα περίπου μετά την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου, η Βουλγαρία διέταξε αιφνιδιαστική επίθεση κατά των Ελληνικών και Σερβικών προκαλυπτικών τμημάτων στη Μακεδονία, χωρίς όμως να κηρύξει επίσημα τον πόλεμο. H Ελληνική κυβέρνηση, από την πλευρά της, αποφάσισε την επόμενη μέρα να εκκαθαριστεί η Θεσσαλονίκη από τα Βουλγαρικά τμήματα που υπήρχαν στην πόλη και στη συνέχεια ο Ελληνικός στρατός να ξεκινήσει αντεπίθεση κατά των Βουλγάρων. Tη νύχτα της 17ης Ιουνίου εκκαθαρίστηκε με επιτυχία η Θεσσαλονίκη και στα πλαίσια της Ελληνικής αντεπίθεσης, αποφασίστηκε η διεξαγωγή της μάχης Κιλκίς – Λαχανά.

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ – ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Ελληνικές Δυνάμεις

Μετά την κατάληψη των Ιωαννίνων, ο Ελληνικός Στρατός μεταφέρθηκε εκ νέου στη Μακεδονία. Η διάταξη των Ελληνικών δυνάμεων την 18η Ιουνίου ήταν η ακόλουθη: Η VII Μεραρχία στο Τσόγεζι (Στόμιο) η Ι Μεραρχία στη Μπέροβα (Βερτίσκος), η VΙ Μεραρχία στο Αϊβάτι (Λητή), η ΙΙ Μεραρχία στη Μπάλτσα (Μελισσοχώρι), η ΙV Μεραρχία στο Δαουτλή (Μονόλοφος), η V στο Ναρές (Νέα Φιλαδέλφεια), η ΙΙΙ Μεραρχία στο Βαθύλακο, η Χ Μεραρχία στη Μποέμιτσα (Αξιούπολη) και η Ταξιαρχία Ιππικού[28] στο Μπουγαρίοβο (Καραβίας). Στις 20:00 της 18ης Ιουνίου, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε την ακόλουθη διαταγή επιχειρήσεων:

  • Η VII Μεραρχία θά προήλαυνε εἰς Νιγρίτα καί ἐκεῖθεν προς τήν παρά το Στρυμονικό (Ὄρλιακο) ἐπί τοῦ Στρυμόνος γέφυραν, ἐάν τοῦτο ἐθεωρεῖτο ὑπό ταύτης ἀναγαῖον.
  • Η Ι Μεραρχία ἐκκινοῦσα τήν 5ην ὥραν θά προήλαυνε δι’ Ὄσσης (Βυσσώκας)καί Νικοπόλεως (Ζαρόβου) πρός τήν γραμμήν Λαχανᾶ – Ξυλόπολις (Λιγκοβάνη). Εἰς τήν ἐκτίμησιν ταύτης ἐπαφίετο, ἐάν θά ἐστρέφετο ἐν ἀνάγκῃ καθ’ ὁδόν, πρός ἀριστερά, ἵνα ὑποστηρίξῃ τό δεξιόν τῆς VI Μεραρχίας.
  • Η Μεραρχία ἐκκινοῦσα ἐκ Λιτῆς τήν 5ην ὥραν θά προήλαυνε δι’ Ἀσσήρου προς τό ὕψωμα Κλέπε (877, 90).
  • Η II Μεραρχία ἐκκινοῦσα ἐκ Μελισσοχωρίου τήν 5ην ὥραν θά προήλαυνε διά Μονολόφου (Δαουτλῆ) καί Πετρωτοῦ (Γενῆ Μαχαλά) πρός βορρᾶν, συναντῶσα δέ τόν ἐχθρόν θά ἐπετίθετο ἀναπτυσσομένη μέ τό ἀριστερόν αὐτῆς πρός τά Ἀνατολικῶς τοῦ χωριοῦ Ποταμιά (Σαρῆ Κιοϊ) υψώματα.
  • Η ΙV Μεραρχία ἀφήνουσα ἀπό τῆς 5ης ὥρας ἐντελῶς ἐλευθέραν τήν ἀπό Μελισσοχωρίου διά Μονολόφου ὁδόν πρός διάβασιν τῆς ΙΙ Μεραρχίας καί ἐκκινοῦσα ἐκ Μονολόφου (Δαουτλῆ) τήν ὥραν θά προήλαυνε διά τῶν χωρίων Γαλλικόν (Σαμανλί) και Κολχικόν (Ἀκτσέ Κλισέ) πρός βορρᾶν. Συναντῶσα τόν ἐχθρόν θά ἐπετίθετο ἀναπτυσσομένη μέ το δεξιόν της ἐν ἐπαφῇ πρός την ΙΙ Μεραρχίαν καί τό ἀριστερόν της πρός τά μεταξύ τῶν χωριῶν Ποταμιά (Σαρῆ Κιοϊ) καί Κρηστῶν (Σαρή Γκιόλ) ὑψώματα.
  • Η V Μεραρχία ἐκκινοῦσα ἐκ Φιλαδελφείας τήν 7ην ὥραν θά προήλαυνε πρός Κιλκίς διά τῆς Ἀνατολικῶς τῆς Πικρολίμνης ἐκτάσεως καί διά τοῦ 252,27. Συναντῶσα τον ἐχθρόν θά ἐπετίθετο ἀναπτυσσομένη μέ τό δεξιόν της ἐν ἐπαφῇ προς τήν ΙV Μεραρχία καί τό ἀριστερόν της πρός Κιλκίς.
  • Η ΙΙΙ Μεραρχία ἐκκινοῦσα τήν 5ην ὥραν ἐκ τῶν ὑψωμάτων Β. Βαθυλάκκου θά προήλαυνε διά Γυναικοκάστρου πρός Κικλίς. Συναντῶσα τόν ἐχθρόν θά ἐπιτίθετο ἀναπτυσσομένη μέ τό δεξιόν της προς Κιλκίς.
  • Η Χ Μεραρχία ἐκκινούσα ἐκ Πολυκάστρου τήν 8ην ὥραν θά ἐπετίθετο κατά τῶν ἐπί τῶν ὑψωμάτων Καλλινόβου ἐχθρικῶν τμημάτων, ἅτινα ἀπωθοῦσα θά ἐστρέφετο ἀναλόγως τῆς ἐκτιμήσεως ὐπό ταύτης τῆς τακτικῆς καταστάσεως, κατά τοῦ Κιλκίς.
  • Η Ταξιαρχία Ἱππικοῦ προχωρούσα πρός Χερσοτόπι (Κοτζᾶ Ὀμερλῆ) καί Ἅγιον Γεώργιον (Κιρέτς) θά συνέδεε τήν ΙΙΙ καί Χ Μεραρχίας κανονίζουσα τήν πορείαν της πρός τήν τῆς ΙΙΙ Μεραρχίας. Ἐπί πλέον ἐξηκρίβωνεν, ἐάν ἡπῆρχον ἐχθρικαί δυνάμεις μεταξύ Κιλκίς-Καλίνδρια καί Καλίνδρια Καλλίνοβο, ἤ ἐάν ἐκκινοῦντο τοιαῦται ἐπί τῆς ὁδοῦ Δοϊράνης πρός Κιλκίς.
  • Το Γενικόν Στρατηγεῖον θά ἐγκαθίστατο ἀπό τῆς 8.30΄ ὥρας εἰς Μελισσοχώριον (Μπάλτζα)».

Στο τέλος η διαταγή ανέφερε: «Ἑκάστη τῶν Μεραρχιῶν καί ἡ Ταξιαρχία Ἱππικοῦ, ἀπωθοῦσαι τόν ἐχθρόν ἐκ τῶν θέσεων του, νά καταδιώκωσιν αὐτόν συντόνως». Από τη προαναφερθείσα διαταγή επιχειρήσεων προκύπτει ότι οι Ελληνικές δυνάμεις θα ενεργούσαν μετωπική επίθεση με κύρια προσπάθεια (κύριο βάρος) την περιοχή του Κιλκίς και δευτερεύουσα την περιοχή του Λαχανά. Οι δύο μεραρχίες των πλευρών θα προσπαθούσαν να υπερκεράσουν τον εχθρό. Η επιλογή της μετωπικής επίθεσης ως τρόπο ενεργείας έχει ως αποτέλεσμα τον αυξημένο αριθμό απωλειών. Αναλυτικά ο Ελληνικός στρατός βρισκόταν στο χώρο μεταξύ Αξιού και Στρυμόνα με την ακόλουθη διάταξη από τα ανατολικά προς τα δυτικά:

  • H 7η Μεραρχία πεζικού (υπό τον συνταγματάρχη μηχανικού, Ναπολέοντα Σωτήλη) στο χώρο μεταξύ Σκάλας – Σταυρού – λίμνης Βόλβη – χωριού Αρεθούσα.
  • H 1η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη) στο χώρο μεταξύ των δύο λιμνών Βόλβη – Λαγκαδά και του χωριού Λοφίσκος.
  • H 6η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο Νικόλαο Δελαγραμμάτικα) στο χώρο μεταξύ των χωριών Λαϊνά – Λιτή – Aσβεστοχώρι.
  • H 2η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Κάλαρη) στο χώρο μεταξύ των χωριών Λιτή – Μπάλτζα.
  • H 4η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Μοσχόπουλο) στο χώρο μεταξύ των χωριών Μπάλτζα – Πουρνάρι.
  • H 5η Μεραρχία πεζικού (υπό τον συνταγματάρχη μηχανικού Στέφανο Γεννάδη) στο χώρο μεταξύ των χωριών N. Φιλαδέλφεια – Ξηροχώρι – Kαραβία.
  • H 3η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Δαμιανό) στο χώρο μεταξύ των χωριών Αγιονέρι – Αξιοχώρι.
  • H 10η Μεραρχία πεζικού (υπό τον υποστράτηγο πυροβολικού Λεωνίδα Παρασκευόπουλο) στο χώρο μεταξύ των χωριών Αξιούπολη – Γουμένιτσα με ένα απόσπασμα (τάγμα πεζικού και ορειβατική πυροβολαρχία) ανεπτυγμένο βορειότερα, στο χωριό Πλαγιά.
  • H Ταξιαρχία ιππικού (υπό τον αντισυνταγματάρχη ιππικού Κωνσταντίνο Ζαχαρακόπουλο) στη Σίνδο.

Συνολικά, οι Έλληνες διέθεταν οκτώ μεραρχίες πεζικού, μία ταξιαρχία ιππικού και το τάγμα φρουριακού πυροβολικού Θεσσαλονίκης. Συνολική δύναμη, 73 τάγματα πεζικού, 33 πεδινές πυροβολαρχίες, 9 ορειβατικές, 8 ίλες και 8 ημιλαρχίες (137.000 άνδρες). Aκόμη, ένα τάγμα φρουριακού πυροβολικού που βρισκόταν μέσα στη Θεσσαλονίκη. Διοικητής των δυνάμεων ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος.

Βουλγαρικές Δυνάμεις 

Συνολικά ο Βουλγαρικός στρατός διέθετε πέντε στρατιές, συγκεκριμένα 316 τάγματα πεζικού, 47 – 50 ίλες ιππικού και 800 πυροβόλα. Μέχρι την παραμονή του πολέμου υπήρχαν πολλές ασάφειες, κατά την έκδοση των Βουλγαρικών διαταγών. Οι εντολές προκαλούσαν σύγχυση και περιλάμβαναν πολλές λέξεις όπως «είτε», «οπότε», «ενδεχομένως», «συγκεντρωθείτε χωρίς να μετακινηθείτε», «δια τη συγκέντρωση θα διατάξω ιδιαιτέρως», «προς το παρόν να παραμείνουν όλα ως έχουν», «Η Στρατιά να επιτεθεί εάν η επίθεση σας ανατεθεί» κλπ. Είναι φανερό ότι τέτοιου είδους εντολές προκαλούσαν σύγχυση. H ΙΙη Βουλγαρική στρατιά βρισκόταν αμυντικά εγκατεστημένη στη μάχη Κιλκίς – Λαχανά.

Κάλυπτε ένα μέτωπο περίπου 200 χιλιόμετρα, το οποίο είχε διαιρεθεί (η περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμόνα) σε τρεις τομείς, όπως ακολούθως:

Δεξιός τομέας ΙΙΙ Μεραρχία

  • Η 3η Ταξιαρχία από Δεδελή μέχρι Μιχάλοβο (σήμερα Μιχαλίτσι)
  • Η 2η Ταξιαρχία από ανατολική όχθη λίμνης Αρζάν μέχρι υψ Κλέπε.

 

Κεντρικός Τομέας.

Η 1η Ταξιαρχία της Χ Μεραρχίας από ύψωμα Κλέπε μέχρι του χωριού Ζάροβο (σήμερα Νικόπολης)

 

Αριστερός Τομέας.

Η Ταξιαρχία Δράμας από το χωριό Νικόπολη μέχρι του ποταμού Στρυμόνα. Εκτός αυτών των δυνάμεων υπήρχε και η Ταξιαρχία Σερρών στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου. Το πυροβολικό τους στη μεγάλη πλειονότητα αποτελούνταν από βραδυβόλα πυροβόλα, κατώτερα των αντιστοίχων ελληνικών. Η βουλγαρική μεραρχία διέθετε 4 συντάγματα πεζικού (συνολικά 16 τάγματα).

Η ταξιαρχία είχε υπό τις διαταγές της 8 τάγματα πεζικού. Οι Βούλγαροι παράταξαν συνολικά 59 τάγματα πεζικού. Την 19 Ιουνίου ενισχύθηκαν με 3 τάγματα και έφθασαν τα 62 και την επομένη ενισχύθηκαν με άλλα 8 της VI Βουλγαρικής Μεραρχίας που ανήλθαν σε 70. Αναλυτικά, απέναντι στον Ελληνικό στρατό αντιπαρατάχθηκαν μονάδες της 2ης Βουλγαρικής στρατιάς, υπό το στρατηγό Iβανώφ με την ακόλουθη διάταξη:

  • H 3η Μεραρχία πεζικού (μείον μία ταξιαρχία), με 4 συντάγματα και 4 τάγματα υπό τον υποστράτηγο Σαράφωφ και με έδρα το Κιλκίς, παρέταξε την 3η ταξιαρχία στα υψώματα Καλλινόβου και τη 2η ταξιαρχία γύρω από το Κιλκίς.
  • H 1η Ταξιαρχία της 10ης μεραρχίας, απαρτιζόμενη από τα 16ο και 25ο συντάγματα πεζικού υπό τον συνταγματάρχη Πέτεφ, τοποθετήθηκε στα υψώματα Κλέπε – Λαχανά.
  • H ανεξάρτητη ταξιαρχία Δράμας (69ο και 75ο σύνταγμα πεζικού και το 7ο συμπληρωματικό σύνταγμα υπό τον συνταγματάρχη Πετρώφ) στην περιοχή Νιγρίτας – Σωχός.
  • H ανεξάρτητη ταξιαρχία Σερρών, αποτελούμενη από το 67ο και 68ο σύνταγμα πεζικού υπό το συνταγματάρχη Ιβανώφ, στο Παγγαίο, η οποία μεταφέρθηκε τη νύχτα της 19ης Ιουνίου και έλαβε μέρος στη μάχη.
  • Tο 10ο σύνταγμα ιππικού (επτά ίλες έφιππες και επτά πεζοπόρες) στην περιοχή Λαχανάς-Ξυλούπολη.

 

Εκτός από τις πιο πάνω μονάδες της 2ης στρατιάς, βρίσκονταν ανατολικά του Στρυμόνα οι ακόλουθες μονάδες, που όμως δεν πρόλαβαν να λάβουν μέρος στη μάχη:

  • H 11η Μεραρχία στην Ελευθερούπολη (55ο, 56ο και 57ο σύνταγμα πεζικού υπό τον συνταγματάρχη Ντιέλωφ), στην περιοχή που πλαισιωνόταν από τις εκβολές του Στρυμόνα, τις Ελευθερές και την Καβάλα.
  • Tο 5ο τάγμα συνόρων και το 10ο συμπληρωματικό.

 

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η 2η Βουλγαρική στρατιά δεν πρόλαβε να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της στο χώρο μεταξύ Στρυμόνα και Αξιού, εξαιτίας της αιφνιδιαστικής έναρξης των επιχειρήσεων από το Βουλγαρικό γενικό στρατηγείο. Ως εκ τούτου το σύνολο του Βουλγαρικού στρατού στο πεδίο της μάχης ανερχόταν σε 32 τάγματα πεζικού, 1 σύνταγμα ιππικού και 62 πυροβόλα.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΕΔΙΩΝ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Ο γενικότερος χώρος Κιλκίς – Λαχανά ορίζεται προς τα δυτικά από το ποτάμι του Αξιού, προς τα βόρεια από τη λίμνη Δοϊράνη και το βουνό Δύσωρο, προς τα ανατολικά από το βουνό Βερτίσκος και προς τα νότια από τις λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά και την περιοχή τής Θεσσαλονίκης. Επειδή στον ενιαίο αυτό χώρο οι κατευθύνσεις, επάνω στις οποίες ενεργεί ένας στρατός που επιτίθεται από τη Θεσσαλονίκη και κατευθύνεται προς τα βόρεια και προς τα ανατολικά, αποκλίνουν σαφώς, είναι φανερό ότι δημιουργούνται δύο χωριστά πεδία μάχης αντίστοιχα των κατευθύνσεων: το πεδίο μάχης Κιλκίς και το πεδίο μάχης Λαχανά.

 

Πεδίο Μάχης Κιλκίς

H βόρεια πλευρά του είναι η λίμνη Δοϊράνη και το όρος Δύσωρο. Στη νοτιοδυτική πλευρά αυτού του όρους εκτείνεται μια χαμηλή κορυφογραμμή που σχηματίζει τα υψώματα του Κιλκίς, η οποία διαχωρίζει τα νερά του Γαλλικού ποταμού από τα νερά των λιμνών Αρτζάν και Αιματόβου που υπήρχαν τότε. Μπροστά από τα υψώματα του Κιλκίς το έδαφος είναι ακάλυπτο και ελεύθερο, με αποτέλεσμα η γραμμή αυτών των υψωμάτων, σε συνδυασμό με τους κατοικημένους τόπους τής περιοχής, να σχηματίζει μία εξαιρετική τοποθεσία για τη διεξαγωγή άμυνας.

Oι Βούλγαροι είχαν καταλάβει το Κιλκίς στις 26 Οκτωβρίου του 1912 και με την προοπτική του μελλοντικού αγώνα κατά των Ελλήνων, είχαν οργανώσει μία τοποθεσία άμυνας που εκτεινόταν κυρίως προς τα νότια αλλά και προς τα ανατολικά και τα δυτικά του Κιλκίς. H οχύρωση περιλάμβανε χαρακώματα και πυροβολεία, τα οποία κάλυπταν το Κιλκίς από κάθε ενδεχόμενη επίθεση από το νότο.

 

Πεδίο Μάχης Λαχανά

Tα υψώματα που βρίσκονται γύρω από τον Λαχανά περιβάλλονται από τα όρη Δύσωρο προς τα βόρεια και Βερτίσκο προς τα ανατολικά, και συνδέονται με αυτά με δύο αυχένες που βρίσκονται δυτικά του υψώματος Παλαιοκάστρου ο ένας και ανατολικά της Ξυλουπόλεως ο άλλος. Αυτά τα υψώματα γύρω από τον Λαχανά δεσπόζουν σε όλη την περιοχή και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αμυντική τοποθεσία, ενώ η γραμμή των υψωμάτων Κλέπε – λόφος Νταουτζήκ – Δίχαλο, προς τα δυτικά της οποίας το έδαφος εκτείνεται ακάλυπτο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γραμμή προφυλακών.

Oι Βούλγαροι, που είχαν καταλάβει τον Λαχανά στις 26 Οκτωβρίου του 1912, είχαν αρχίσει αμέσως και είχαν συνεχίσει όλο το χειμώνα να οχυρώνουν τα πιο κατάλληλα υψώματα με ορύγματα και άλλα έργα άμυνας με μέτωπο προς τα νότια και προς τα δυτικά. Oι Βούλγαροι επέλεξαν ως αμυντική τοποθεσία τη γραμμή Κιλκίς – Λαχανά λόγω της μορφολογίας του εδάφους της, η οποία παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες κινήσεως τμημάτων πεζικού προς τα βόρεια και τα ανατολικά, ενώ, αντίθετα, προσφέρεται για αποτελεσματικό αμυντικό αγώνα, γιατί, εκτός των άλλων, παρέχει στον αμυνόμενο άριστη παρατήρηση και εκτενή και ανοικτά πεδία βολής.

Οι Βούλγαροι επίσης, επέλεξαν ως αμυντική τοποθεσία την περιοχή Κιλκίς – Λαχανά, προκειμένου να ανακόψουν τη βόρεια κίνηση των Ελληνικών στρατευμάτων. Η τοποθεσία αυτή ορίζεται βόρεια από τη λίμνη Δοϊράνη και το όρος Κρούσια (Δύσωρο), ανατολικά από τον ποταμό Στρυμόνα, νότια από τις λίμνες Λαγκαδά και Βόλβης και δυτικά από τον Αξιό ποταμό. Αν και εμφανίζεται ως ενιαίος χώρος, παρόλα αυτά οι κατευθύνσεις ενεργείας βόρεια και ανατολικά πρέπει να διακριθούν σε δύο πεδία μάχης.

Με άλλες λέξεις, το πεδίο του Κιλκίς πρέπει να διαχωριστεί από αυτό του Λαχανά, επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα αλληλοϋποστήριξης των ενεργουσών δυνάμεων από νότο προς βορρά. Η γραμμή διαχωρισμού των στρατευμάτων στην υπόψη περιοχή είχε μήκος 60 – 65 χιλιόμετρα, ενώ βορειότερα από τις λίμνες Αρτζάν και Δοϊράνης μέχρι τον Στρυμόνα είχε μήκος 40 – 45 χιλιόμετρα. Οι Βούλγαροι άρχισαν να οχυρώνουν τις δύο περιοχές (Κιλκίς – Λαχανά) με πολυβολεία, πυροβολεία και άλλα αμυντικά έργα. Υπήρχαν πολλαπλά χαρακώματα σε όλο το μέτωπο και σε βάθος 6 χιλιόμετρα.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Η περιοχή προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα, αφού το πεδίο είναι εντελώς ανοικτό και προσφέρει τέλεια παρατήρηση και τομείς πυρός. Κρατώντας αυτή τη γραμμή, οι Βούλγαροι, ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν τις Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, Δοϊράνη και καθώς και να ελέγχουν τις γέφυρες του ποταμού Στρυμόνα, γεγονός σημαντικό για τον περαιτέρω ανεφοδιασμό, ενώ παράλληλα εξασφάλιζαν την απόσυρσή τους σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

Οι Βούλγαροι ανέπτυξαν 32 τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα (ΙΙΙ Μεραρχία Πεζικού Division, 1/Χ Ταξιαρχία Πεζικού, 2 Ανεξάρτητες Ταξιαρχίες Πεζικού, ΧΙ Ταξιαρχία Πεζικού ως εφεδρεία, 5 Τάγμα Συνοριοφυλακής, 10ο Τάγμα Συνόριοφυλακής, 10ο Σύνταγμα Ιππικού). Στρατάρχης ήταν ο Στρατηγός Ιβάνοφ.

Οι συνολικές δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού ήταν 73 τάγματα Πεζικού, 33 τάγματα Πυροβολικού, 9 τάγματα Ορεινού Πυροβολικού, 8 Μοίρες Ιππικού (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V, VI, VII, X Μεραρχίες Πεζικού, Ταξιαρχία Ιππικού). Επικεφαλής των ανωτέρω δυνάμεων ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος. Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 19ης Ιουνίου 1913, 4 Ελληνικές Μεραρχίες (II, III, IV, V) και η Ταξιαρχία Ιππικού κινήθηκαν για να καταλάβουν την πόλη του Κιλκίς. Η δύναμη των Βουλγαρικών φυλακίων που συνάντησαν πολέμησε πεισματικά. Μια σκληρή και αιματηρή μάχη διεξήχθη και οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν τη γη σπιθαμή με σπιθαμή.

Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού έλαβε θέση στα υψώματα πέριξ του χωριού Μάντρες και το 16ο Σύνταγμα Πεζικού ανατολικά της Πικρολίμνης. Καθώς πέρναγε η ημέρα η επίθεση γενικευόταν. Οι Μεραρχίες αντιμετώπισαν σοβαρές απώλειες, αλλά στο τέλος οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τη γραμμή Λειψύδριον – Ύψωμα Μαυρονέρι – Γυναικόκαστρο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας που ακολούθησε οι Βούλγαροι υποχώρησαν, αλλά ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει.

Νωρίς το πρωί τις 20ης Ιουνίου 1913, τα Συντάγματα της V Μεραρχίας (16ο – 22ο – 23ο) μετά από μια σκληρή και αιματηρή μάχη κατέλαβαν το σιδηροδρομικό σταθμό Κρηστώνης, το νότιο τμήμα του χωριού και τα γύρω υψώματα. Ωστόσο, παρά τις γενναίες προσπάθειες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν προς το Κιλκίς λόγω του συνεχούς βομβαρδισμού του εδάφους από τα Βουλγαρικά πυροβόλα. Η IV Μεραρχία πολέμησε με θάρρος και μέχρι το μεσημέρι κατέλαβε το ανατολικά υψώματα του χωριού Κρηστώνη και ήρθε σε επαφή με την κύρια γραμμή άμυνας του εχθρού. Οι απώλειες ήταν τεράστιες.

Η ΙΙ Μεραρχία βάδισε υπό το πυρ του Βουλγαρικού πυροβολικού, κατέβαλε τον εχθρό και κατέλαβε τα ανατολικά υψώματα πέριξ του χωριού Ποταμιά. Η ΙΙΙ Μεραρχία, μετά από μια σκληρή μάχη, διέλυσε τις Βουλγαρικές γραμμές και κατέλαβε το Λεβεντοχώρι, τη Μεγάλη Βρύση και το χωριό Βαπτιστής. Η Ταξιαρχία Ιππικού βάδισε προς τα χωριά Μεγ. Βρύση και Καστανιές , αλλά εξαιτίας της άφιξης ενισχύσεων του εχθρού(τμήματα της ΧΙ Μεραρχίας Πεζικού αναγκάστηκε να υποχωρήσει με μεγάλες απώλειες. Παρά τις νίκες του Ελληνικού Στρατού, η πόλη του Κιλκίς ήταν ακόμα σε Βουλγαρικά χέρια. Ωστόσο έπρεπε καταληφθεί πάση θυσία.

Γεμάτος αγωνία, ο διοικητής του Ελληνικού Στρατού αποστέλλει σε όλα τα τμήματα την ιστορική εντολή, η οποία έδειξε την αδάμαστη θέληση για την τελική νίκη: “Αύριο, απαιτώ την πτώση του Κιλκίς”. Νωρίς το πρωί της 21ης Ιουνίου 1913, στις 03:30 η επίθεση στο Κιλκίς ξεκινά. Τα ηρωικά Συντάγματα της ΙΙης Μεραρχίας (1ο και 7ο) προελαύνουν εναντίον των Βουλγάρων. Εντός 15 λεπτών προσεγγίζουν την πρώτη γραμμή άμυνας του εχθρού.

ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Tο Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο δεν είχε εκπονήσει ούτε εξέδωσε ποτέ συγκεκριμένο σχέδιο επιθέσεως κατά των τοποθεσιών Κιλκίς – Λαχανά, γιατί η Ελληνική κυβέρνηση δεν ήθελε να αρχίσει πρώτη τις επιχειρήσεις, προκειμένου να μη χαρακτηριστεί ως φιλοπόλεμη. Πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι και η συμμαχία που υπογράφτηκε με τους Σέρβους στις 19 Μαΐου ήταν αμυντική και γι’ αυτό δεν εκπονήθηκε κοινό Ελληνοσερβικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των Βουλγάρων, στοιχείο που δυσχέραινε την αποτελεσματική διεξαγωγή του πολέμου.

Mόνο στις 24 Μαΐου εκδόθηκαν οδηγίες επιχειρήσεων προς τις μεραρχίες, που προέβλεπαν αρχικά άμυνα στην τοποθεσία κόλπος Σταυρού – λίμνη Βόλβη – λίμνη Λαγκαδά – υψώματα βορείως Θεσσαλονίκης – Πολυκάστρου, με σκοπό την κάλυψη της Θεσσαλονίκης και για την αντιμετώπιση των τριών πιθανότερων εχθρικών τρόπων ενέργειας, δηλαδή επίθεση κατά μέτωπο ή σε μία από τις δύο πλευρές της διάταξης. Στη συνέχεια, προβλεπόταν εκδήλωση αντεπίθεσης με τον κύριο όγκο του στρατού προς το πιθανώς ασθενέστερο σημείο του αντιπάλου.

H 7η μεραρχία θα είχε ως σκοπό την κατάληψη της Νιγρίτας, οι 1η και η 6η την κατάληψη του Λαχανά, οι 2η, 4η, 5η και 3η την κατάληψη του Κιλκίς, η 10η μεραρχία την κατάληψη των υψωμάτων του Καλλινόβου, ενώ η ταξιαρχία ιππικού θα έπρεπε να συνδέσει τις 3η και 10η μεραρχίες και να εξακριβώσει αν υπάρχουν εχθρικές δυνάμεις μεταξύ Κιλκίς – Καλίνδριας ή αν κινούνται επί της οδού Δοϊράνης – Κιλκίς. Oι Βούλγαροι, από την πλευρά τους, δεν είχαν καθορίσει με σαφήνεια το σκοπό του πολέμου. Απέβλεπαν γενικώς στην αρπαγή όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών από τα αμφισβητούμενα εδάφη της Μακεδονίας. Tο Γενικό Στρατηγείο δεν είχε δώσει σαφείς οδηγίες προς την 2η στρατιά για την αποστολή της, καθιστώντας το έργο της δυσχερές.

Oι διαταγές που έπαιρνε μέχρι την έναρξη των επιχειρήσεων, χαρακτηρίζονταν από σύγχυση, καθιστώντας τη γενικότερη κατάσταση δυσκολότερη. Παρόλα αυτά ο διοικητής της στρατιάς είχε εκπονήσει σχέδιο επιθετικών επιχειρήσεων μεταξύ των ποταμών Γαλλικού και Αξιού προς Θεσσαλονίκη που προέβλεπε ενέργεια επί των κατευθύνσεων Τσάγεζι – Θεσσαλονίκη, Λαχανάς – Θεσσαλονίκη και Κιλκίς – Θεσσαλονίκη, με κύριο αντικειμενικό σκοπό την αποκοπή των συγκοινωνιών της πόλεως από τα δυτικά και την εκκαθάριση του εδαφικού χώρου που βρίσκεται ανατολικά της οδού Θεσσαλονίκης – Σερρών.

Στις 18 Ιουνίου όμως, η στρατιά διατάχτηκε να αναστείλει κάθε επιθετική ενέργεια και να μεταπέσει σε άμυνα, για να καλύψει την κατεύθυνση Κιλκίς – Σιδηρόκαστρο λόγω της κρίσιμης κατάστασης της 4ης στρατιάς που ενεργούσε κατά των Σέρβων. Έτσι, η στρατιά εγκαταστάθηκε αμυντικά στην τοποθεσία Καλλίνοβο – Κιλκίς – Λαχανάς – Σωχός – Νιγρίτα, αναμένοντας ευνοϊκότερες συνθήκες.

TO ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Μετά την σύναψη της συνθήκης ειρήνης στο Λονδίνο των Βαλκανικών κρατών με την Τουρκία (17 Μαϊου 1913), ήλθε η ώρα να ξεκαθαρίσουν αυτά τις μεταξύ τους διαφορές για την διανομή των εδαφών που κατείχε στην Βαλκανική η Τουρκία. Οι απαιτήσεις της Βουλγαρίας την εποχή εκείνη απέβλεπαν στην επέκτασή της σ’ ολόκληρη την Μακεδονία. Η Σερβία και η Βουλγαρία, είχαν συνάψει συμφωνία διανομής των εδαφών, αλλά η Σερβία δεν αναγνώριζε πλέον την συμφωνία αυτή, διότι, ενώ υπολόγιζε ότι στο μερίδιό της θα περιλαμβάνεται και η Αλβανία και έτσι θα αποκτούσε διέξοδο στην Αδριατική, τώρα με την ίδρυση του Αλβανικού κράτους περιορίζονταν τα κέρδη της προς Δυσμάς.

Η Βουλγαρία όμως επέμενε να πάρει όλα τα συμφωνηθέντα εδάφη. Οι Σέρβοι ανεγνώριζαν τα δικαιώματα της Ελλάδας για τα εδάφη τα οποία είχε απελευθερώσει ο Ελληνικός Στρατός, η Βουλγαρία όμως επεδίωκε να εκδιώξει την Ελλάδα από τα εδάφη αυτά και να ιδρύσει την μεγάλη Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878. Η Ελλάδα και η Σερβία την 19η Μαϊου 1913 συνδέονται με αμυντική συμμαχία. Ήδη η Βουλγαρία είχε πάρει απόφαση για αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Ελληνικού και Σερβικού Στρατού. Την νύκτα 16 με 17 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι χωρίς να κηρύξουν τον πόλεμο, επιτίθενται αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων και των Σέρβων.

Με την αιφνιδιαστική τους επίθεση κατορθώνουν ν’ αρπάξουν τη Γευγελή και να διακόψουν κάθε επικοινωνία μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων. Προσωρινά όμως αναστέλλουν την πορεία τους προς την Θεσσαλονίκη, γιατί δεν πετυχαίνουν να εκτοπίσουν τους Σέρβους πέρα από τον Αξιό. Εγκαθίστανται υποχρεωτικά στα γύρω υψώματα, στη γραμμή Κιλκίς – Λαχανά. Η τοποθεσία έχει πολλά αμυντικά πλεονεκτήματα. Το έδαφος είναι τελείως ακάλυπτο και παρέχει άριστη παρατήρηση και πεδία βολής. Κρατώντας αυτήν τη γραμμή οι Βούλγαροι προφυλάσσουν τις Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, τη Δοϊράνη και τη Γευγελή, διατηρούν τις γέφυρες του Στρυμόνα, που έχουν σημασία για τον εφοδιασμό τους και εξασφαλίζουν την υπόχωρησή τους δια της Στρώμνιτσας σε περίπτωση ανάγκης.

Οι Βούλγαροι παρέταξαν 32 Τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα. Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού, ανερχόταν σε 73 Τάγματα Πεζικού, 33 Πεδινές Πυροβολαρχίες, 9 Ορειβατικές, 8 Ιλες και 8 Ημιλαρχίες. Την νύκτα της19ης Ιουνίου 1913 τέσσερις (4) Ελληνικές Μεραρχίες ( 2η – 3η – 4η – 5η ) και η Ταξιαρχία Ιππικού κινούνται με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Κιλκίς. Συναντούν τις Βουλγαρικές προφυλακές, οι οποίες αμύνονται με πείσμα. Διεξάγεται αγώνας σκληρός και πεισματώδης, τα στρατεύματα μας κερδίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού μάχεται στα υψώματα του χωριού Μάνδρες. Ανατολικά της Πικρολίμνης μάχεται το 16ο Σύνταγμα Πεζικού.

Όσο προχωρεί η ημέρα, η επίθεση γενικεύεται. Οι Μεραρχίες υφίστανται τρομερές απώλειες, μα στο τέλος οι Βούλγαροι υποχωρούν στη γραμμή Λειψυδρίου – Λόφου Μαυρονερίου – Γυναικοκάστρου. Πέφτει το σκοτάδι. Οι Βούλγαροι την ημέρα αυτή υποχώρησαν, αλλά ο αγώνας δεν κρίθηκε. Ξημερώματα της 20ης Ιουνίου 1913, τα ηρωϊκά Συντάγματα της 5ης Μεραρχίας, (16ο , 22ο και 23ο), ύστερα από σκληρό και φονικό αγώνα καταλαμβάνουν το σιδηροδρομικό σταθμό Κρηστώνης, το νότιο τμήμα του χωριού Κρηστώνη και τα βοηθητικά του υψώματα. Όμως παρά την ηρωική τους προσπάθεια δεν κατορθώνουν να προχωρήσουν προς Κιλκίς, γιατί το έδαφος θερίζεται από τα Βουλγαρικά πυρά.

Η 4η Μεραρχία μαχόμενη γενναία, καταλαμβάνει το μεσημέρι τα ανατολικά του χωριού Κρηστώνη υψώματα και φθάνει μπροστά από την κύρια γραμμή αμύνης του εχθρού. Οι απώλειές της είναι τρομερές. Η 2η Μεραρχία προελαύνει κάτω από τα πυρά των Βουλγάρων, ανατρέπει τον εχθρό και καταλαμβάνει τα ανατολικά του χωριού Ποταμιά υψώματα. Η 3η Μεραρχία, μετά από σφοδρό αγώνα, ανατρέπει επίσης τους Βουλγάρους και καταλαμβάνει τα χωριά Λεβεντοχώρι, Βαπτιστής και Μεγάλη Βρύση. Η Ταξιαρχία Ιππικού προελαύνει προς τα χωριά Μεγάλη Βρύση και Καστανιές, αλλά λόγω της αφίξεως εχθρικών ενισχύσεων, αναγκάζεται να αποσυρθεί.

Παρ΄όλες τις νίκες του Ελληνικού στρατού , το Κιλκίς βρίσκεται ακόμη στα χέρια των Βουλγάρων. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να καταληφθεί. Γεμάτος αγωνία ο Αρχιστράτηγος, στέλνει προς όλες τις Μεραρχίες την ιστορική διαταγή, που δείχνει και το βάθος της ανησυχίας, αλλά μαζί και την αλύγιστη θέληση για τη νίκη: “ΑΥΡΙΟ ΑΞΙΩ ΤΗΝ ΠΤΩΣΙΝ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ”. Tα χαράματα της 21ης Ιουνίου 1913, ώρα 03:30, η επίθεση προς το Κιλκίς αρχίζει. Τα ηρωικά Συντάγματα της 2ης Μεραρχίας ( 1ο και 7ο ) ακάθεκτα ορμούν κατά των Βουλγάρων. Εντός 15 λεπτών πλησιάζουν την πρώτη γραμμή αμύνης του εχθρού. Οι Βούλγαροι βάλλουν με πυκνά πυρά κατά των Ελλήνων.

Μετά σκληρό αγώνα στις 04:10 το πρωί κυριεύεται η πρώτη γραμμή αμύνης. Πίσω όμως από την πρώτη υπάρχει η 2η γραμμή. Εναντίον αυτής ορμούν τώρα ακάθεκτα με τη λόγχη οι Έλληνες. Στις 05:00 το πρωί καταλαμβάνουν και αυτή τη γραμμή αμύνης και προχωρούν με αλαλαγμούς, εναντίον της 3ης και σπουδαιότερης γραμμής των Βουλγάρων. Εδώ διεξάγεται αγών άνισος. Οι Έλληνες προχωρούν απτόητοι κάτω από τα βουλγαρικά πυρά . Οι Βούλγαροι αμύνονται με πείσμα. Στον αγώνα εμπλέκεται και το 3ο Σύνταγμα. Οι Βούλγαροι ενεργούν σφοδρές αντεπιθέσεις. Χάρις όμως στη δραστηριότητα των εναπομεινάντων αξιωματικών του 1ου και 7ου Συντάγματος και στον απαράμιλλο ηρωισμό των στρατιωτών μας, αποκρούονται οι αντεπιθέσεις.

Ακολουθούν νέες επιθέσεις των Ελλήνων. Τα Συντάγματα κερδίζουν διαρκώς έδαφος, καταλαμβάνουν τα χαρακώματα της τελευταίας γραμμής και διώχνουν από αυτά τους Βουλγάρους. Οι άλλες προ του Κιλκίς Μεραρχίες ( 4η,5η και 3η ) συνεχίζουν από τις πρωινές ώρες, τον εναντίον των Βουλγάρων αγώνα. Οι Βούλγαροι προβάλλουν ισχυρή αντίσταση και με τα κανόνια κτυπούν μανιασμένα τους Έλληνες. Ο αγώνας όμως συνεχίζεται. Στις 11:00 η ώρα το πρωί, το Κιλκίς καταλαμβάνεται και 11:15 η Ελληνική σημαία κυματίζει περήφανα στο ύψωμα του Αγίου Γεωργίου. Παντού οι Βούλγαροι τρέπονται σε άτακτη φυγή. Η τριήμερη Μάχη του Κιλκίς έληξε.

Η νίκη υπήρξε σημαντική και προδίκασε την έκβαση του 2ου Βαλκανικού Πολέμου. Από το Κιλκίς τα ελληνικά στρατεύματα προχώρησαν στην Δοϊράνη, στην Κερκίνη, στην Στρώμνιτσα, στο Δελή Ρισάρ, στα στενά της Κρέσνας. Μεγάλο το μέγεθος της νίκης του Κιλκίς, μεγάλο και το τίμημα της εξαγοράς της. 5652 άνδρες εκτός μάχης. Με τέτοιες θυσίες η Ελλάδα, απέκρουσε αποφασιστικά την προσπάθεια ανατροπής των συνόρων της και τις βλέψεις της γείτονος χώρας στα εδάφη της. Συνέβαλε αποφασιστικά στην παγίωση του σχηματιζόμενου τότε χάρτη της Βαλκανικής και έδειξε ότι ο σεβασμός αυτών των συνόρων και η ειρηνική συνύπαρξη, είναι ο μόνος εφικτός δρόμος για τις χώρες της περιοχής.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Γενικά

Οι Σερβικές κατακτήσεις των εδαφών που έφθαναν μέχρι την Αυλώνα προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ιταλίας και της Αυστρίας, χώρες οι οποίες δεν επιθυμούσαν τη έξοδο των Σέρβων στην Αδριατική. Τα δύο προαναφερθέντα κράτη άσκησαν πίεση στις Μεγάλες Δυνάμεις να μην αναγνωρισθούν αυτές οι εδαφικές περιοχές στη Σερβία, αλλά να της δοθεί η κυριαρχία στην περιοχή βόρεια της Μακεδονίας που είχε καταλάβει από τον πόλεμο. Η Βουλγαρία πίστευε ότι έπρεπε να καταλάβει το τμήμα αυτής της περιοχής. Καμία συμφωνία δεν υπήρχε ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, η οποία παρόλα αυτά δεν αποδεχόταν την Ελληνική κατοχή της Θεσσαλονίκης και απαιτούσε την παράδοση της.

Η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης στο ζήτημα της απόσπαση της Θεσσαλονίκης εκφράσθηκε νωρίς και αποτυπώνεται στο ακόλουθο τηλεγράφημα προς τον Ρώσο πρέσβη.

«Ἡ ἑλληνικἠ κυβέρνησις ἐπληροφορήθη ἐκ θετικῆς πηγῆς ὅτι, ὑπό τήν πρωτοβουλίαν τῆς Αὐστρίας, αἱ Δυνάμεις τῆς τριπλῆς συμμαχίας – Γερμανία, Αὐστρία, Ἰταλία- ὑπεσχθέθησαν εἰς τήν Βουλγαρίαν τήν κατοχήν τῆς Θεσσαλονίκης. Σᾶς δηλῶ ὅτι μόνον διά τῆς βίας τῶν ὅπλων θά ἀποσπασθῇ ἡ Θεσσαλονίκη ἐκ τῆς Ἑλλάδος».

Η κοινή Βουλγαρική απειλή ανάγκασε την Ελλάδα και τη Σερβία να υπογράψουν πρωτόκολλο συνεργασίας. Μοναδικό αγκάθι σε αυτό το πρωτόκολλο υπήρξε η εμμονή της Σερβίας να επεκταθεί η συμμαχία όχι μόνο εναντίον των Βουλγάρων, αλλά και εναντίον τρίτου κράτους, το οποίο θα διενεργούσε επίθεση κατά ενός των συμβαλλομένων μερών. Τα δραματικά γεγονότα που εξελίχθηκαν στη Νιγρίτα και στο Παγγαίο δεν άφησαν περιθώριο στην Ελλάδα, παρά να δεχθεί τον Σερβικό όρο. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, ο οποίος συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις εγγυήθηκε την εφαρμογή του. Κατά το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 1912 και Μαΐου 1913, οι προστριβές ανάμεσα των Ελληνικών και των Βουλγαρικών δυνάμεων υπήρξαν συνεχείς.

Οι Βούλγαροι δεν επιθυμούσαν να εξωθήσουν την κατάσταση προς την τελική ρήξη. Οι επιχειρήσεις μεταξύ των Οθωμανών και των Βουλγάρων συνεχίζονταν και οι τελευταίοι είχαν διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων τους στη Θράκη. Η Βουλγαρική πλευρά πρότεινε στην Ελλάδα να χαραχθεί γραμμή διαχωρισμού μεταξύ των δύο στρατευμάτων, προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές προστριβές. Η Ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε την πρόταση και στις 21 Μαΐου υπογράφηκε το σχετικό πρωτόκολλο, με το οποίο προσδιοριζόταν η σχετική γραμμή. Η στάση των Βουλγάρων καθίσταται απειλητικότερη μετά την κατάληψη της Ανδριανούπολης (13 Μαρτίου), αλλά κυρίως όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία δέχθηκε τη σύναψη ειρήνης (17 Μαΐου).

Αυτό το γεγονός επέτρεψε την ενίσχυση των δυνάμεων τους έναντι των Σέρβων και των Ελλήνων. Μετά τη υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913) μεταξύ των Βαλκανικών συμμάχων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η τελευταία έχασε όλα τα Ευρωπαϊκά της ερείσματα με μοναδική εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη και ενός μικρού τμήματος δυτικά της. Τα Βαλκανικά κράτη θα προσαρτούσαν τα εδάφη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας (εκτός από την Αλβανία), τα οποία βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας (άρθρο 2). Το άρθρο 2 δεν διευκρίνιζε ποια εδάφη θα προσαρτούσε το κάθε Βαλκανικό κράτος.

Το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου Πελάγους (πλην Δωδεκανήσου) θα ρυθμιζόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις (λύθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923). Παράλληλα η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραιτήθηκε κάθε δικαιώματος της που είχε στην Κρήτη. Η Βουλγαρία θεωρούσε ότι η Μακεδονία ενέπιπτε στη δική της σφαίρα ενδιαφερόντων και για την Ελλάδα αναγνώριζε μόνο δικαιώματα επί της Κρήτης και επί των νησιών του Αιγαίου. Περί τα μέσα Ιουνίου 1913, οι Βουλγαρικές δυνάμεις συγκέντρωσαν δύο στρατιές στα παλαιά Σερβοβουλγαρικά σύνορα, μία στο Κιουστεντήλ, μια στην περιοχή Κότσανα – Ιστίπ και μία (η ΙΙ Στρατιά) στις Σέρρες.

Η τελευταία προοριζόταν να ενεργήσει εναντίον των Ελληνικών δυνάμεων και αποτελούνταν από τρεις μεραρχίες. Στις 16 Ιουνίου 1913, η Βουλγαρία εκδήλωσε αιφνιδιαστική επίθεση, χωρίς να ακολουθεί επίσημη κήρυξη πολέμου, εναντίον των Ελληνικών και Σερβικών προκαλυπτικών τμημάτων. Η Ελληνική κυβέρνηση, μετά την ενημέρωση της, έλαβε ομόφωνα απόφαση για την ανάληψη γενικής επίθεσης. Τη νύχτα 17/18 Ιουνίου 1913, η ΙΙ Μεραρχία διενήργησε γενική εκκαθάριση των Βουλγαρικών τμημάτων που στάθμευαν στη Θεσσαλονίκη και κατόρθωσε σταδιακά να απαλλάξει την πόλη από την παρουσία τους. Την 18η Ιουνίου, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τη διοίκηση του στρατού.

Το ίδιο διάστημα η Σερβία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας. Στις 18 Ιουνίου 1913, ο διοικητής της ΙΙης Στρατιάς έλαβε εντολή από το Βουλγαρικό Γενικό Επιτελείο να αναστείλει κάθε επιθετική ενέργεια και να καταλάβει κατάλληλες θέσεις που θα κάλυπταν την κατεύθυνση Κιλκίς – Σιδηρόκαστρο. Η αιτία της εντολής ήταν η σθεναρή αντίσταση των Σέρβων έναντι της ΙV Βουλγαρικής Στρατιάς. Οι υπόλοιπες Στρατιές του Βουλγαρικού Στρατού παρέμειναν αδρανείς, επειδή δεν είχαν διαταγές να ενεργήσουν.

Kατά την πρώτη ημέρα της μάχης (19η Iουνίου), η 7η μεραρχία του Ελληνικού στρατού, στην περιοχή της Νιγρίτας, κινήθηκε με δύο φάλαγγες επιθετικά από την Αρεθούσα και με μία τρίτη φάλαγγα από Ασπροβάλτα προς τα βόρεια και κατέλαβε το Σκεπαστό, σε συνδυασμό με τον αυχένα Καρακόλι και την Ηρακλείτσα. Oι Βούλγαροι αναγκάστηκαν έτσι να συμπτυχθούν προς Νιγρίτα. H αντεπίθεση των Βουλγάρων τις πρώτες απογευματινές ώρες εναντίον των Ελληνικών τμημάτων στον αυχένα Καρακόλι αποκρούστηκε με επιτυχία. Στην περιοχή του Λαχανά η 1η μεραρχία κινήθηκε και αυτή επιθετικά καταλαμβάνοντας, μετά από σκληρό αγώνα κατά τις απογευματινές ώρες, την Όσσα και το Βερτίσκο.

Oι Βούλγαροι υποχωρώντας εγκατέλειψαν 6 πυροβόλα και άφθονο πολεμικό υλικό, ενώ συνελήφθησαν και πολλοί Βούλγαροι αιχμάλωτοι. H 6η μεραρχία προωθήθηκε στην περιοχή του χωριού Άσσηρος και στη συνέχεια επιτέθηκε εναντίον των Βουλγαρικών τμημάτων, τα οποία ανέτρεψε αποκτώντας επαφή με την τοποθεσία Λαχανά. Oι απώλειες της μεραρχίας κατά την ημέρα αυτή ήταν σημαντικές, ξεπερνώντας τους 530 νεκρούς και τραυματίες. H 2η μεραρχία προέλασε από τη Λητή μέχρι το χωριό Mάνδρες, όπου συνάντησε σοβαρή Βουλγαρική αντίσταση και αναπτύχθηκε για μάχη. Ύστερα από σκληρό αγώνα, στη διάρκεια του οποίου ενισχύθηκε και από την 4η μεραρχία, ανέτρεψε τις καλά οργανωμένες Βουλγαρικές δυνάμεις και τις απώθησε σε αρκετό βάθος.

H 4η μεραρχία έλαβε επαφή με τις Βουλγαρικές δυνάμεις κοντά στο Γαλλικό ποταμό, τον οποίο διέσχισε ύστερα από σκληρό αγώνα. Συνεχίζοντας την προέλασή της, έφτασε μέχρι το βράδυ στα υψώματα νότια του χωριού Κολχίς, όπου εγκατέστησε τμήματα ασφαλείας. H 5η μεραρχία κινήθηκε μεταξύ του Γαλλικού ποταμού και του χωριού Πικρολίμνη, έχοντας πολλές απώλειες από τα πυρά του Βουλγαρικού πυροβολικού. Oι συνολικές απώλειες της μεραρχίας κατά την ημέρα εκείνη έφτασαν περίπου τους 1.275 νεκρούς και τραυματίες. H μεραρχία, όμως, συνέχισε την προέλασή της και μέχρι το βράδυ κατόρθωσε να απωθήσει τους Βούλγαρους πέρα από το χωριό Μαυρονέρι, προς την κατεύθυνση του Κιλκίς.

H 3η μεραρχία προήλασε στην περιοχή του Κιλκίς, συναντώντας μόνο μικρές Βουλγαρικές αντιστάσεις, τις οποίες κατέβαλε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια και το βράδυ έφτασε στο χωριό Παλαιό Γυναικόκαστρο, όπου και ανέστειλε την περαιτέρω κίνησή της. Στην περιοχή του Καλλινόβου η 10η μεραρχία κατέλαβε τα υψώματα Πλατανιά και ανάγκασε τους Βουλγάρους κατά το βράδυ να αποσυρθούν βορειότερα της λίμνης Αρτζάν. H ταξιαρχία ιππικού κινήθηκε προς Χερσοτόπι – Χορήγι, όπου το απόγευμα, προσβλήθηκε από Βουλγαρικό απόσπασμα, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί πίσω από την 3η μεραρχία.

Tο αποτέλεσμα του αγώνα της πρώτης ημέρας ήταν η κατάληψη, από τον Ελληνικό στρατό, ολόκληρης της Βουλγαρικής γραμμής προφυλακών και ο εξαναγκασμός των Βουλγάρων να συμπτυχθούν στην κύρια γραμμή αντίστασης. Tο Γενικό Στρατηγείο, αφού συγκέντρωσε όλες τις αναφορές των μεραρχιών, εξέδωσε λίγο μετά τα μεσάνυχτα νέα διαταγή για τη συνέχιση του αγώνα σύμφωνα με την οποία, κατ’ αρχάς, η 1η μεραρχία θα συνέχιζε την επίθεση ενισχυόμενη από την 6η, η οποία θα ενεργούσε προς Ξυλόπολη.

Παράλληλα, οι μεραρχίες που ενεργούσαν προς το Κιλκίς (2η, 3η, 4η, 5η) θα συνέχιζαν από τις 05:00 την επίθεσή τους εναντίον του εχθρού και μετά την απώθησή του από το Κιλκίς, οι μεν 2η και 4η θα στρέφονταν ανατολικά προς τη γραμμή Τέρπυλος – Ακροποταμιά, οι δε 5η και 3η με την ταξιαρχία ιππικού θα καταδίωκαν τον εχθρό προς τα βόρεια. Επιπλέον, η 10η μεραρχία πρώτα θα καταλάμβανε τα υψώματα του Καλλινόβου και μετά θα κατευθυνόταν προς την Καλίνδρια ή προς το Μεταλλικό, ανάλογα με την εξέλιξη της τακτικής καταστάσεως. H αποστολή της 7ης μεραρχίας παρέμενε η ίδια.

Την επόμενη μέρα, στην περιοχή της Νιγρίτας, η 7η μεραρχία κατέλαβε την πόλη στις 13:00. Oι Βούλγαροι υποχωρώντας έβαλαν φωτιά στην πόλη. Από τη Νιγρίτα, η ίδια μεραρχία κινήθηκε μέχρι την Τερπνή, στην οποία εγκατέστησε προφυλακές. Στα υψώματα της Βεργοπουλιάνας, προς τα δυτικά του Σκεπαστού, αιχμαλώτισε ένα τάγμα Βουλγάρων, μαζί με τη διοίκηση του συντάγματος, συνολικά περί τους 1.500 άντρες. H 1η μεραρχία, ενεργώντας επιθετικά από το χωριό Όσσα προς το χωριό Λαχανάς, ενεπλάκη τις απογευματινές ώρες σε σκληρό αγώνα, ο οποίος διήρκεσε μέχρι τις πρώτες νυχτερινές ώρες, χωρίς όμως τελικά να καταφέρει να διασπάσει τη Βουλγαρική αμυντική τοποθεσία.

Η 6η Μεραρχία, προελαύοντας από το πρωί, κατέλαβε γύρω στις 11:100 την Ξυλόπολη, όπου και αιχμαλώτισε ένα Βουλγαρικό λόχο. Συνεχίζοντας την προέλασή της, έφτασε σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου από την κύρια Βουλγαρική αμυντική τοποθεσία και αποκατέστησε την επικοινωνία της με την 1η Μεραρχία, η οποία επιχειρούσε στα ανατολικά της. Στην περιοχή του Κιλκίς οι 2η, 4η, 5η και 3η μεραρχίες συνέχισαν τις επιθετικές ενέργειές τους με πολλές απώλειες και χωρίς σοβαρά αποτελέσματα, εξαιτίας του ακάλυπτου και ανοιχτού εδάφους που καθιστούσε αποτελεσματικότερη την εχθρική άμυνα. Oι Βούλγαροι είχαν οχυρώσει την αμυντική τοποθεσία τους μπροστά από το Κιλκίς με έναν πραγματικό λαβύρινθο ορυγμάτων, τα οποία στο κεντρικό τους τμήμα έφταναν σε βάθος τα έξι χιλιόμετρα.

Tα ορύγματα ενισχύονταν με “περιβολές”, ενώ ήταν επανδρωμένα από μία διλοχία ή ακόμη και από ένα ολόκληρο τάγμα, όπως και από πρόχειρα αλλά καλοφτιαγμένα πολυβολεία. Τελικά, οι Ελληνικές μεραρχίες, παρά τη σθεναρή Βουλγαρική αντίσταση, έφτασαν το βράδυ σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το Κιλκίς, στη γενική γραμμή Ακροποταμιά – Ποταμιά – δυτικά Ποταμιάς – ανατολικά Κρηστώνας – Σιδ. Σταθμό Κρηστώνας – χωριό Μεγάλη Bρύση. Στην περιοχή του Καλλινόβου, η 10η μεραρχία επιτέθηκε από το πρωί και το μεσημέρι κατέλαβε τη Γευγελή και τη γέφυρα του Αξιού άθικτη. Tο βράδυ κατέλαβε, επίσης, το χωριό Εύζωνοι και τα υψώματα που βρίσκονται βορειοανατολικά του χωριού.

H ταξιαρχία ιππικού κινήθηκε αναγνωριστικά προς την κατεύθυνση των χωριών Χωρύγι και Καστανιές και απώθησε Βουλγαρικό σύνταγμα ιππικού, που ενεργούσε στο αριστερό της 3ης μεραρχίας. Φτάνοντας τις απογευματινές ώρες κοντά στο χωριό Καστανιές, δέχτηκε επίθεση από μικρή Βουλγαρική δύναμη και συμπτύχθηκε πίσω από την 3η μεραρχία εντός του χωριού Δαφνοχώρι, επισύροντας τις αυστηρές παρατηρήσεις του Γενικού Στρατηγείου για αυτή την απόφασή της και γενικά για τη διστακτικότητα των ενεργειών της. Tο Γενικό Στρατηγείο επεδίωκε την ταχεία κατάληψη του Κιλκίς και γι’ αυτό διέταξε τις τέσσερις μεραρχίες που ενεργούσαν εναντίον του, να καταβάλουν κάθε προσπάθεια προς κατάληψή του το ίδιο βράδυ.

H διαταγή έφτασε στις μεραρχίες στις 19:00 με αποτέλεσμα, παρά την αρχική απόφαση για νυχτερινή επίθεση, να ενεργήσει μόνο η 2η μεραρχία εξαιτίας της ελλείψεως συντονισμού. Επειδή το Κιλκίς δεν κατελήφθη τη νύχτα της 20ης Ιουνίου, το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε να μεταφέρει και την 6η μεραρχία από το Λαχανά για να συνδράμει στην κατάληψή του. Όμως, η μεραρχία αυτή είχε εμπλακεί σε μάχη και ήταν δύσκολη η απαγκίστρωσή της.

Γι’ αυτό το Γενικό Στρατηγείο, μη έχοντας άλλη διαθέσιμη εφεδρεία, άλλαξε γνώμη και στις 22:00 της 20ης Ιουνίου διέταξε να συγκροτηθεί απόσπασμα δύο συνταγμάτων (ένα από την έκτη μεραρχία και ένα από τη δεύτερη) υπό τη διοίκηση του διοικητή της 6ης, συνταγματάρχη Νικόλαου Δελαγραμμάτικα, το οποίο θα έσπευδε μέσω της πιο σύντομης οδού προς Αργυρούπολη, προκειμένου να επιτεθεί κατά του αριστερού πλευρού και των νώτων του εχθρού στο Κιλκίς. Ενώ τα υπόλοιπα τμήματα των δύο μεραρχιών οριζόταν να συνεχίσουν τον αγώνα προς Λαχανά. Επίσης διέταξε τη 10η μεραρχία, μετά την κατάληψη των υψωμάτων του Καλλινόβου, να κινηθεί ταχύτατα και αυτή προς το Κιλκίς, για να ενισχύσει τον αγώνα των άλλων μεραρχιών προς τα δυτικά.

 

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ: ΚΙΛΚΙΣ

Tο γενικό συμπέρασμα για τη δεύτερη ημέρα της μάχης είναι ότι, παρά τις επίπονες και αιματηρές προσπάθειες του Ελληνικού στρατού, δεν κυριεύτηκαν οι οχυρωμένες Βουλγαρικές θέσεις των τοποθεσιών Κιλκίς – Λαχανά, ενώ κυριεύτηκαν οι θέσεις των δύο ακραίων τοποθεσιών, Καλλινόβου και Νιγρίτας. Επιπρόσθετα, παρά τις μεγάλες απώλειες, ο Βουλγαρικός στρατός κατόρθωσε να διατηρήσει τις ζωτικές θέσεις του και να επιβραδύνει την Ελληνική προέλαση. Tη νύχτα η 2η μεραρχία ξεκίνησε την επίθεσή της. Ύστερα από σκληρό αγώνα, που συνεχίστηκε το πρωί της ίδιας ημέρας, η μεραρχία κατόρθωσε να καταλάβει σημαντικές θέσεις των Βουλγάρων στα ανατολικά του Κιλκίς, απειλώντας άμεσα το αριστερό πλευρό και τα νώτα της Βουλγαρικής διάταξης.

Oι αλλεπάλληλες Βουλγαρικές αντεπιθέσεις που διεξήχθησαν κατά των Ελληνικών τμημάτων αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία, αλλά και με μεγάλες απώλειες για τα Ελληνικά στρατεύματα που πολλές φορές υποχρεώθηκαν να μάχονται χωρίς την υποστήριξη του πυροβολικού τους. Tο πρωί της 21ης Ιουνίου επανέλαβαν την επίθεσή τους κατά των Βουλγαρικών θέσεων και οι άλλες μεραρχίες. H 4η μεραρχία, ύστερα από σκληρό αγώνα, πέτυχε να καταλάβει τη νότια παρυφή της πόλεως του Κιλκίς. H 5η μεραρχία πέρασε τη σιδηροδρομική γραμμή και κατέλαβε σημαντικές θέσεις στα νοτιοδυτικά του Κιλκίς, ενώ η 3η κατέλαβε το χωριό Μεταλλικό, αποτελώντας σοβαρή απειλή για το δυτικό πλευρό και τα νώτα των Βουλγάρων.

Oι Βούλγαροι μπροστά σε αυτή την κατάσταση άρχισαν να συμπτύσσονται προς τα βόρεια, υπό την κάλυψη οπισθοφυλακών. O όγκος των Βουλγαρικών δυνάμεων συμπτύχθηκε προς το όρος Δύσωρο και μόνο μικρές μονάδες, κυρίως μεταφορών, κατευθύνθηκαν προς την Καλίνδρια. Oι Ελληνικές δυνάμεις, συνεχίζοντας την κίνησή τους, απελευθέρωσαν το Κιλκίς στις 10:00 και καταδίωξαν τις συμπτυσσόμενες εχθρικές δυνάμεις, σε μικρό όμως βάθος, λόγω της μεγάλης εξάντλησης των τμημάτων από τον τριήμερο αγώνα και της ελλείψεως εφεδρειών. Oι μεραρχίες έφτασαν μέχρι τη γραμμή Ποταμιά – Ακροποταμιά – Τέρπυλλος – Ξηρόβρυση -Μεταλλικό, όπου και σταμάτησαν.

Ως εκ τούτου δεν έγινε πλήρης εκμετάλλευση της επιτυχίας που είχε σημειωθεί με τη διάσπαση της αμυντικής τοποθεσίας του Κιλκίς. H ταξιαρχία ιππικού, ενεργώντας με μεγάλη καθυστέρηση και πολύ διστακτικά, αφού διασκόρπισε τις Βουλγαρικές δυνάμεις που συμπτύσσονταν προς την Καλίνδρια και συνέλαβε περίπου 100 αιχμαλώτους, προωθήθηκε στην περιοχή του χωριού Κορομηλιά όπου και στάθμευσε, διακόπτοντας την περαιτέρω καταδίωξη του εχθρού. Στην περιοχή του Καλλίνοβου η 10η μεραρχία κυρίεψε τα υψώματά του αλλά, επειδή η αντίδραση του Βουλγαρικού πυροβολικού υπήρξε αποτελεσματική, ένα μεγάλο τμήμα της διανυκτέρευσε στο Βαλτούδι και μόνο ένα τάγμα της καταδίωξε τους Βουλγάρους προς την κατεύθυνση της Καλίνδριας.

Oι 1η και 6η μεραρχίες που βρίσκονταν στην περιοχή του Λαχανά, μετά τη διαταγή που πήραν για τη συγκρότηση του αποσπάσματος Λαχανά, άρχισαν να εκτελούν τις απαραίτητες μετακινήσεις τμημάτων για την υλοποίηση της διαταγής, όταν η μάχη ξεκίνησε ξανά, το πρωί της 21ης Ιουνίου. Oι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν την εκούσια αποχώρηση του 3ου τάγματος του 5ου συντάγματος που προοριζόταν για το συγκροτούμενο απόσπασμα Λαχανά και επειδή το θεώρησαν ως υποχώρηση, ξεκίνησαν αντεπίθεση και πέτυχαν να απωθήσουν τα τμήματα του 1ου τάγματος του 1ου συντάγματος που μάχονταν μπροστά στο χωριό Κυδωνιές. Χάρη στον ηρωισμό αυτού του τάγματος, του οποίου σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί τέθηκαν εκτός μάχης, επιτεύχθηκε η ανάσχεση της Βουλγαρικής αντεπίθεσης.

Tο μεσημέρι, όμως, αναγγέλθηκε η νίκη στο Κιλκίς και ανακλήθηκε η διαταγή αποστολής του αποσπάσματος. Έτσι στις 3:00 το απόγευμα, οι δύο μεραρχίες επιτέθηκαν συντονισμένα εναντίον των εχθρικών χαρακωμάτων. Μετά από αντίσταση μίας ώρας περίπου οι Βούλγαροι, που είχαν και αυτοί πληροφορηθεί την έκβαση της μάχης του Κιλκίς, υποχώρησαν άτακτα προς τα βορειοανατολικά και συγκεκριμένα στην περιοχή του Στρυμόνα, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 16 από τα 24 πυροβόλα τους και περίπου 1.300 τυφέκια. Oι Έλληνες τους καταδίωξαν μέχρι το 63ο χλμ. της οδού Θεσσαλονίκης – Σερρών και συνέλαβαν περίπου 500 αιχμαλώτους.

Στην περιοχή της Νιγρίτας η 7η μεραρχία δεν είχε πάρει διαταγή επιχειρήσεων για την 21η Ιουνίου. Στις 9:30 της ίδιας ημέρας, το Γενικό Στρατηγείο πληροφόρησε τη μεραρχία ότι τα Βουλγαρικά στρατεύματα μπροστά από την πρώτη και την έκτη μεραρχίες συμπτύχθηκαν προς Λαχανά, όπου αμύνονται και η υποχώρηση των οποίων προς τον Στρυμονικό δεν είναι απίθανη. Μετά από αυτή την πληροφορία, η έβδομη μεραρχία κινήθηκε με δύο φάλαγγες με πολλή βραδύτητα όμως, έτσι ώστε μόλις στις 16:00 έφτασε στη γραμμή Βέργη – Ξύλοστρο, χωρίς να συναντήσει την παραμικρή εχθρική αντίσταση. Την ίδια ώρα πήρε την πληροφορία από το Γενικό Στρατηγείο ότι το Κιλκίς κατελήφθη και ότι ο βουλγαρικός στρατός καταδιώκεται.

Μετά από λίγο πληροφορείται, επίσης, ότι ο Λαχανάς κυριεύτηκε και πως οι Βούλγαροι υποχωρούν πανικόβλητοι προς το Στρυμόνα, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τα ίδια της τα τμήματα. Έτσι, η μεραρχία διέταξε τη συνέχιση της κινήσεως προς το Στρυμονικό, αλλά και πάλι η κίνηση ήταν βραδύτατη, με αποτέλεσμα τα τμήματά της να μη φτάσουν μέχρι το βράδυ στις γέφυρες του Στρυμόνα και οι Βούλγαροι να διανυκτερεύσουν ανενόχλητοι προτού να αποσυρθούν προς τα βορειοανατολικά.

 

Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ

 

Βουλγαρική συγκέντρωση και αιφνιδιαστική επίθεση

Οι Βούλγαροι, έχοντας αποφασίσει να επιτεθούν αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων και των Σέρβων, μετέφεραν μέχρι τα μέσα Ιουνίου του 1913 τον όγκο των δυνάμεων τους έναντι των Ελληνικών και Σερβικών στρατευμάτων, αφήνοντας στην Ανατολική Θράκη μόνο τις τελείως απαραίτητες δυνάμεις. Παράλληλα, στο χρονικό αυτό διάστημα της στρατηγικής συγκεντρώσεως τους, ακολουθούσαν παρελκυστική πολιτική στις συνομιλίες για τη διευθέτηση των διαφορών τους με την Ελλάδα και τη Σερβία και απέφευγαν κάθε προστριβή μαζί τους, για να μη δημιουργήσουν αφορμή συρράξεως, την οποία ήθελαν οπωσδήποτε να αποφύγουν κατά την κρίσιμη περίοδο της στρατηγικής τους συγκεντρώσεως.

Οι Βουλγαρικές δυνάμεις, που συγκεντρώθηκαν έναντι των Ελλήνων και των Σέρβων, ήταν οι 1η και 3η Στρατιές βόρεια, κοντά στα παλαιά Σερβοβουλγαρικά σύνορα, η 4η στην περιοχή Ιστίπ – Στρώμνιτσας, έναντι της νότιας πτέρυγας του Σερβικού Στρατού, η 5η στο Κιουστεντήλ και η 2η στην περιοχή Σερρών. Η τελευταία αυτή, με Διοικητή τον Αντιστράτηγο Ιβανώφ, ήταν αναπτυγμένη από τη Δοϊράνη μέχρι την Καβάλα και διέθετε την III Μεραρχία (μείον Ταξιαρχία) στο Κιλκίς, την 1η Ταξιαρχία της Χ Μεραρχίας στην πε­ριοχή Λαχανά, μία Ταξιαρχία στην περιοχή του χωριού Στρυμονικό, μία Τα­ξιαρχία στην περιοχή του χωριού Ροδολίβος και την XI Μεραρχία στην πε­ριοχή Ελευθερουπόλεως.

Πράγματι, μόλις οι Βούλγαροι ολοκλήρωσαν τη συγκέντρωση τους, αποφάσισαν να υλοποιήσουν τα σχέδια τους, καταλαμβάνοντας αιφνιδιαστικά εδάφη που ανήκαν στην Ελλάδα και τη Σερβία, δημιουργώντας έτσι τετελε­σμένα γεγονότα. Για το σκοπό αυτό, στις 15 Ιουνίου 1913, η Ανώτατη Βουλγαρική Στρατιωτική Διοίκηση διέταξε τις 2η και 4η Στρατιές να επιτεθούν αντίστοιχα κατά των Ελλήνων και των Σέρβων και να καταλάβουν, το ταχύτερο, όσο το δυνατό περισσότερα εδάφη των χωρών αυτών, πριν επέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις και παρεμποδίσουν τις παραπέρα τις πολεμικές ενέργειες.

Οι δύο Βουλγαρικές στρατιές ολοκλήρωσαν τις προετοιμασίες τους μέχρι τις απογευματινές ώρες της επομένης και στις 18.50, χωρίς να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά σε ολόκληρο σχεδόν το μέτωπο τους. Η 2η Βουλγαρική Στρατιά εκδήλωσε την κύρια επιθετική της ενέργεια στην περιοχή του Παγγαίου όρους. Μετά από σύντομη προπαρασκευή του πυροβολικού, φάλαγγες πεζικού παραβίασαν τη γραμμή διαχωρίσεως και κινήθηκαν προς τις Ελευθερές και την κοιλάδα της Μουσθένης. Στον τομέα Ελευθερών, ο εκεί Ελληνικός λόχος, αφού επιβράδυνε τον εχθρό στον τομέα του, επιβιβάστηκε τελικά κατά τη διάρκεια της νύχτας 16 / 17 Ιουνίου σε πλοιάρια και αποβιβάστηκε στη Θάσο και στη Σκάλα Σταυρού.

Οι Βούλγαροι, συνεχίζοντας την κίνηση τους, κατέλαβαν τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιουνίου το λιμάνι των Ελευθερών. Τα υπόλοιπα Ελληνικά τμήματα της περιοχής Παγγαίου, δυνάμεως δύο ταγμάτων περίπου, επιβραδύνοντας τον εχθρό πέρασαν το πρωί της 17ης Ιουνίου το Στρυμόνα ποταμό και συνενώθηκαν με τα τμήματα του 20ού Συντάγματος Πεζικού της VII Μεραρχίας στα βορειοανατολικά υψώματα του χωριού Νέα Κερδύλια, όπου αφού απέκρουσαν αλλεπάλληλες Βουλγαρικές επιθετικές ενέργειες, συμπτύχθηκαν το βραδύ προς το χωριό Βρασνά.

Το 21ο Σύνταγμα Πεζικού της ίδιας Μεραρχίας, που ήταν αναπτυγμένο στην περιοχή Νιγρίτας, λόγω της απειλής που δημιουργήθηκε στο δεξιό του, άρχισε από το πρωί να συμπτύσσεται και μέχρι το βράδυ έφτασε στα νότια υψώματα της Αρέθουσας, όπου και εγκαταστάθηκε αμυντικά. Στο μεταξύ τις μεσημβρινές ώρες της 17ης Ιουνίου, κατέπλευσε στον κόλπο Ορφανού το αντιτορπιλικό «ΛΕΩΝ», ενώ την επομένη το πρωί έφτασε και ο υπόλοιπος στόλος προκειμένου να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις του Στρατού. Στον τομέα της Ι Μεραρχίας, η Βουλγαρική επίθεση εκδηλώθηκε τις πρώτες απογευματινές ώρες της 17ης Ιουνίου.

Τα προκαλυπτικά τμήματα της Μεραρχίας στην περιοχή του όρους Βερτίσκου, μετά από σύντομο αγώνα, άρχισαν και αυτά να επιβραδύνουν τον εχθρό και μέχρι το πρωί της επομένης έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στην κύρια αμυντική τοποθεσία της Μεραρχίας, μεταξύ των λιμνών Λαγκαδά και Βόλβης. Δυτικότερα, μέχρι την αποξεραμένη σήμερα λίμνη Αματόβου, οι Βούλ­γαροι προώθησαν τις δυνάμεις τους προς τα νότια, χωρίς όμως να περάσουν τη συνοριακή γραμμή διαχωρίσεως. Η Χ Μεραρχία, που ήταν αναπτυγμένη βόρεια του Πολύκαστρου, δέχτηκε αιφνιδιαστική Βουλγαρική επίθεση τη νύχτα 16 / 17 Ιουνίου.

Τα Βουλ­γαρικά τμήματα, αφού αιχμαλώτισαν ολόκληρο σχεδόν τον Ελληνικό λόχο προκαλύψεως στην περιοχή του χωριού Κάστρο, συνέχισαν την προέλαση τους και μέχρι τις απογευματινές ώρες κατέλαβαν το χωριό Πευκοδάσος, όπου και αναχαιτίστηκαν από τις εκεί Ελληνικές δυνάμεις, που στο μεταξύ είχαν ενισχυθεί σημαντικά με τμήματα πεζικού και πυροβολικού, από την περιοχή του Πολύκαστρου. Βορειότερα, οι Βούλγαροι πέτυχαν να καταλάβουν άθικτη τη γέφυρα του Αξιού ποταμού, ανατολικά της Γευγελής και να προωθηθούν μέχρι τη Γευγελή. Τα Σερβικά τμήματα, μετά από σύντομο αγώνα, συμπτύχθηκαν προς τα βορειοδυτικά.

Η Βουλγαρική Κυβέρνηση, στο μεταξύ, με τους εκπροσώπους της στην Αθήνα και στο Βελιγράδι και με τους πρεσβευτές της στις Μεγάλες Δυνάμεις προέβη σε διαμαρτυρίες, ότι δήθεν τα στρατεύματα της δέχτηκαν επίθεση από τους συμμάχους της Έλληνες και Σέρβους. Αλλά και η Ελλάδα και η Σερβία δεν παρέλειψαν να διαφωτίσουν σχετικά τις Μεγάλες Δυνάμεις και να δια­μαρτυρηθούν έντονα προς τη Βουλγαρική Κυβέρνηση.

 

ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ

Τη νύχτα 16 / 17 Ιουνίου, οι επικοινωνίες της VII Μεραρχίας προς τη Θεσσαλονίκη και της Ι Μεραρχίας με τα προκαλυπτικά τμήματα της είχαν διακοπεί, πιθανόν από Βουλγαρική δολιοφθορά. Αυτό είχε ως συνέπεια το Γενικό Στρατηγείο να πληροφορηθεί τα γεγονότα του Παγγαίου στις 05.30 της 17ης Ιουνίου. Το Γενικό Στρατηγείο, αφού διαπίστωσε ότι δεν επρόκειτο για συνηθισμένα μεθοριακά επεισόδια, ανέφερε σχετικά στις 09.00 της ίδιας ημέρας στην Κυβέρνηση και στον Αρχιστράτηγο Βασιλιά στην Αθήνα, ζητώντας συνάμα διαταγές, αν θα αναλάμβανε γενική επίθεση κατά των Βουλγάρων ή θα περιοριζόταν στην ανακατάληψη της περιοχής Παγγαίου.

Παράλληλα πρότεινε πριν από κάθε άλλη ενέργεια να απαλλαγεί η πόλη της Θεσσαλονίκης από τα Βουλγαρικά τμήματα που στάθμευαν εκεί. Ύστερα απ’ αυτό συνήλθε εκτάκτως το Υπουργικό Συμβούλιο, υπό την προεδρία του Βασιλιά, το οποίο αποφάσισε ομόφωνα την ανάληψη γενικής επιθέσεως. Στις 12:00 της ίδιας ημέρας, ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ανακοίνωσε στο Γενικό Στρατηγείο την παραπάνω απόφαση, καθώς και την απόφαση της Κυβερνήσεως να επιτρέψει την αναχώρηση από τη Θεσσαλονίκη του Στρατηγού Χεσαψήεφ, ο οποίος από το πρωί είχε ζητήσει άδεια για να μεταβεί στη Σόφια.

Για την απαλλαγή της Θεσσαλονίκης από την παρουσία των Βουλγα­ρικών τμημάτων, η Κυβέρνηση τήρησε επιφυλακτική στάση για να μη δοθούν ερείσματα στους Βουλγάρους και επιρρίψουν στην Ελλάδα την ευθύνη των πολεμικών συγκρούσεων. Επακολούθησαν αλλεπάλληλες συνεννοήσεις μεταξύ του Βασιλιά, της Κυβερνήσεως και του Γενικού Στρατηγείου και τις πρώτες απογευματινές ώρες διατάχθηκε ο αποκλεισμός των βουλγαρικών τμημάτων που στάθμευαν στην πόλη μέσα στα καταλύματα τους. Η αποστολή αυτή είχε ανατεθεί από το μήνα Απρίλιο στη II Μεραρχία, η οποία και είχε καταστρώσει λεπτομερές σχέδιο, για την ταχεία εξουδετέρωση όλων των Βουλγαρικών τμημάτων στην πόλη της Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τη Χωροφυλακή.

Ο Στρατηγός Χεσαψήεφ αναχώρησε σιδηροδρομικώς προς το Κιλκίς, ενώ οι Βουλγαρικές δυνάμεις διατάχθηκαν στις 15.00 της 17ης Ιουνίου με έγγραφο του Διοικητή της IΙ Μεραρχίας Υποστράτηγου Καλλάρη, μέσα σε μια ώρα από τη λήψη του εγγράφου του, να παραδώσουν τον οπλισμό τους και να απομακρυνθούν από τη Θεσσαλονίκη με ειδική αμαξοστοιχία. Σε αντίθετη περίπτωση τα Βουλγαρικά τμήματα θα θεωρούνταν εχθρικά. Οι Βούλγαροι όχι μόνο δεν απάντησαν στο παραπάνω έγγραφο, αλλά απεναντίας άρχισαν να παίρνουν σύντονα μέτρα άμυνας.

Ύστερα απ’ αυτό, οι Ελληνικές δυνάμεις του Στρατού και της Κρητικής Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη απέκλεισαν τους Βουλγαρικούς στρατωνισμούς και από τις 19:00 άρχισαν να βάλλουν με πυρά κατά των Βουλγαρικών τμημάτων, τα οποία και απάντησαν με μεγάλη μάλιστα σφοδρότητα. Ακολούθησε γενική επίθεση των Ελληνικών τμημάτων, η οποία διάρκεσε μέχρι τις πρωινές ώρες της επομένης και είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή παράδοση όλων των Βουλγαρικών τμημάτων που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη. Συνελήφθησαν συνολικά αιχμάλωτοι 19 Βούλγαροι αξιωματικοί, 1.160 οπλίτες και 80 κομιτατζήδες. Επίσης βρέθηκαν 54 οπλίτες και 6 κομιτατζήδες νεκροί και 17 τραυματίες.

Οι απώλειες των Ελληνικών τμημάτων ανήλθαν σε 18 οπλίτες νεκρούς και 4 αξιωματικούς και 42 οπλίτες τραυματίες. Το πρωί της 18ης Ιουνίου, έφτασε στη Θεσσαλονίκη με το ατμόπλοιο «Αμφιτρίτη» ο Αρχιστράτηγος Βασιλιάς, ο οποίος ενημερώθηκε αμέσως για την τακτική κατάσταση και στις 11:00 εξέδωσε διαταγή επιχειρήσεων καθο­ρίζοντας τα εξής :

  • Η VII Μεραρχία, αφήνοντας ένα σύνταγμα Πεζικού με το πεδινό πυροβολικό της στην Ασπροβάλτα για την κάλυψη του δεξιού της, να προελάσει προς την κατεύθυνση της Νιγρίτας, φτάνοντας εντός της ημέρας μέχρι το χωριό Αρέθουσα.
  • Η Ι Μεραρχία να προελάσει προς το χωριό Βερτίσκος, φτάνοντας εντός της ημέρας μέχρι το χωριό Λοφίσκος.
  • Η II Μεραρχία να κινηθεί αμέσως και να διανυκτερεύσει μεταξύ των χωριών Μελισσοχώρι και Λητή.
  • Οι λοιπές μεραρχίες να παραμείνουν στις θέσεις τους, αναμένοντας νεό­τερες διαταγές.

Παράλληλα, ενημέρωσε το Στόλο και ζήτησε να υποστηρίξει το απόσπασμα της VII Μεραρχίας που θα παρέμενε στην Ασπροβάλτα. Με άλλες διαταγές του εξέφρασε τα θερμά του συγχαρητήρια προς τη II Μεραρχία, την Κρητική Χωροφυλακή και την Υπηρεσία Μετόπισθεν, για την ταχεία εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τα εκεί Βουλγαρικά τμήματα.

Η VII Μεραρχία – της οποίας το 20ό Σύνταγμα βρισκόταν στις 18 Ιουνίου στο χωριό Βρασνά και το 21ο συνέχιζε την αμυντική του εγκατάσταση νότια της Αρέθουσας – μόλις έλαβε τη διαταγή προελάσεως, απέστειλε το 20ό Σύνταγμα με όλο το πεδινό πυροβολικό της προς τα χωριά Ασπροβάλτα – Νέα Κερδύλια και με τις υπόλοιπες δυνάμεις της προωθήθηκε στην Αρέθουσα, χωρίς να συναντήσει σοβαρή εχθρική αντίσταση. Μόνο τα αριστερά τμήματα της, όταν έφτασαν ανατολικά της λίμνης Λάντζας, δέχτηκαν πυρά Βουλγαρικών τμημάτων από τα υψώματα νότια του χωριού Σκεπαστό και ανέκοψαν την κίνηση τους.

Η Ι Μεραρχία συγκεντρώθηκε βόρεια των λιμνών Λαγκαδά και Βόλβης, ενώ η ΙΙ Μεραρχία αναχώρησε στις 15:00 από τη Θεσσαλονίκη και τις πρώτες βραδινές ώρες έφτασε στην περιοχή Μελισσοχώρι – Λητή. Οι λοιπές μεραρχίες ασχολήθηκαν εντατικά κατά την ημέρα αυτή με τη συμπλήρωση των προ­παρασκευών τους, προκειμένου να είναι έτοιμες να αναλάβουν επιθετικές ενέργειες από την επομένη το πρωί.

Στο μεταξύ η Ρωσία, σε μια ύστατη προσπάθεια να προλάβει τη γενίκευση του πολέμου μεταξύ των τριών πρώην σύμμαχων Βαλκανικών χωρών, προσκάλεσε το πρωί της 18ης Ιουνίου τους πρωθυπουργούς των χωρών αυτών στην Πετρούπολη για συνεννοήσεις. Ήταν όμως αργά, γιατί ήδη είχαν αρχίσει οι πολεμικές επιχειρήσεις και φονικές μάχες συνάπτονταν κυρίως στο Σερβοβουλγαρικό μέτωπο. Ύστερα απ’ αυτό, η Σερβική Κυβέρνηση εξέδωσε εγκύκλιο διαταγή για την έναρξη του πολέμου κατά της Βουλγαρίας, ενώ η Ελληνική Κυβέρνηση ενημέρωσε σχετικά το Βασιλιά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, επισημαίνοντας ότι ο πόλεμος ουσιαστικά άρχισε και συνεπώς ο στρατός έπρεπε να αναλάβει επιθετικές επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων στη Μακεδονία.

Η έναρξη του πολέμου ανακοινώθηκε επίσημα στον Ελληνικό λαό με διάγγελμα του Βασιλιά, που αναγνώστηκε στη Βουλή από τον Πρωθυπουργό της χώρας στις 21 Ιουνίου και δημοσιεύτηκε την ίδια ημέρα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το διάγγελμα αυτό, που συνόψιζε την κυβερνητική πολιτική και εξέφραζε την πίστη προς τον ένδοξο Ελληνικό Στρατό, καθώς και την προσήλωση του Έθνους στις παραδόσεις της φυλής, έγινε δεκτό από τους βουλευτές και το ακροατήριο με ζωηρές ζητωκραυγές και παρατεταμένα χειροκροτήματα. Το διάγγελμα του Βασιλιά Κωνσταντίνου ΙΒ’ προς τον Ελληνικό λαό (20 Ιουνίου 1913):

“Πρός τόν Λαό μου
Συμμαχήσαντες μετά των άλλων Χριστιανικών κρατών πρός απελευθέρωσιν πασχόντων αδελφών, ηυτυχήσαμεν νά ίδωμεν τόν κοινόν αγώνα στεφανούμενον υπό της νίκης καί καταλύσαντα τήν τυραννίαν, τά ελληνικά δέ όπλα θριαμβεύοντα κατά ξηράν καί κατά θάλασσαν.
Η ηττηθείσα Αυτοκρατορία παρεχώρησεν αδιαιρέτως εις τούς Συμμάχους τό απελευθερωθέν έδαφος. Αλλά ενώ η Ελλάς δικαία, καθώς πάντοτε, συμφώνους έχουσα καί τούς δύο άλλους των συμμάχων ηθέλησεν φιλικήν τήν διανομήν του απελευθερωθέντος εδάφους, άπληστος σύμμαχος, η Βουλγαρία αρνηθείσα πάσαν συνεννόησιν καί διαιτησίαν, επεζήτησε νά σφετερισθή κατά τό πλείστον μόνη αυτή τούς καρπούς της κοινής νίκης…
Ο Ελληνικός λαός, εν στενή μετά της Σερβίας καί του Μαυροβουνίου αλληλεγγύη, πεποιθώς επί τήν ιερότητα του σκοπού αναλαμβάνει τά όπλα εις νέον αγώνα υπέρ βωμών καί εστιών. Ο στρατός μου της ξηράς καί της θαλάσσης, ο αναδείξας τήν Ελλάδα μεγαλειτέραν, καλείται νά συνεχίση τούς τετιμημένους αγώνας του καί σώση απελευθερωθέντας εκ της Τουρκικής τυραννίας αδελφούς από της απειλουμένης νέας καί δεινοτάτης δουλείας…

Ζήτω η μεγαλυνθείσα Ελλάς. Ζήτω τό Ελληνικόν Έθνος”.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΒ’ 

Η Μάχη

Ο πόλεμος Άρχισε Ακήρυχτος

Στο νέο αυτό πόλεμο έμπαινε ο Ελληνικός στρατός με ακμαιότατες ηθικές δυνάμεις, φλεγόμενος από την επιθυμία να τιμωρήσει τους Βουλγάρους, για την προκλητικότητα και δολιότητά τους. Ο Στρατηγός Ιβάνωφ, αφού απώθησε τις Ελληνικές προφυλακές, σχεδίαζε να αναλάβει στις 19 Ιουνίου γενική επίθεση προς Θεσσαλονίκη. Τον πρόλαβε όμως η επιθετική εξόρμηση ολόκληρου του ελληνικού το βράδυ της 19ης Ιουνίου και τον καθήλωσε σε άμυνα. Οι Δυνάμεις του Ιβάνωφ ανέρχονταν σε 59 τάγματα πεζικού, 124 πυροβόλα και 7 ίλες ιππικού. Τα ισχυρότερα κέντρα αμύνης του ήταν το Κιλκίς και ο Λαχανάς από απόψεως αμυντικής οργανώσεως (από την 16 Οκτωβρίου 1912).

Στο Κιλκίς διέθεσε μόνο 8 τάγματα, στον δε Λαχανά και εκατέρωθεν του Στρυμονικού 20 τάγματα. Οι υπόλοιπες δυνάμεις του κατανεμήθηκαν βορείως Λίμνης Αρτζάν, στις Σέρρες και από Παγγαίο μέχρι Ελευθερούπολη. Ειδικά στο μέτωπο Παγγαίου – Ελευθερούπολης διέθεσε 12 τάγματα τα οποία αχρηστεύθηκαν, γιατί τα καθήλωσε να φυλάγουν τις ακτές, προς απόκρουση ενδεχομένως αναβάσεως από την θάλασσα. Το πρωί της 19ης Ιουνίου οι 2η, 4η, 5η και 3η Μεραρχίες ξεκίνησαν από την γραμμή Λητή – Μονόλοφος – Νέα Φιλαδέλφεια – Αγιονέρι με συγκλίνουσες κατευθύνσεις προς Κιλκίς. Οι 6η και 1η από Άσσηρο και Προφήτη προς Λαχανά. Στο δεξιό πλευρό η 7η Μεραρχία από Αρέθουσα προς Νιγρίτα και στο αριστερό η 10η Μεραρχία από γέφυρα Γουμένιτσας επί του Αξιού προς λίμνη Αρτζάν.

Άρχιζε η μάχη Κιλκίς – Λαχανά με σύγχρονη επίθεση ολοκλήρου του Ελληνικού Στρατού. Γενικά μάχη επί μετώπου 80 χιλιομέτρων με 8 Μεραρχίες, συμπαρατεταγμένες, με κύρια ενέργεια προς Κιλκίς, διά τεσσάρων (4) Μεραρχιών. Στις 8 το πρωί άρχισε η επαφή με τις Βουλγαρικές προφυλακές. Στις 10:00 η μάχη είχε αναπτυχθεί. Οι 4 Μεραρχίες προς Κιλκίς είχαν εμπλακεί σε σφοδρότατο αγώνα προ της προωθημένης αμυντικής τοποθεσίας των Βουλγάρων επί της γραμμής Πέρινθος – Μαυρονέρι – Νέο Γυναικόκαστρο. Η επίθεση διεξήγετο κάτω από πυκνότατο πυρ του Βουλγαρικού Πυροβολικού και πεζικού και μέσα στις πυρκαγιές των σπαρτών που άναψαν από τις εκρήξεις των Βουλγάρικων οβίδων.

Δεξιά προς Λαχανά η 1η και 6η Μεραρχίες πλησίασαν τις βουλγαρικές θέσεις μετά το μεσημέρι και στις 3 το απόγευμα άρχισαν την επίθεσή τους. Μέχρι το βράδυ η προωθημένη τοποθεσία του Κιλκίς είχε πέσει κατόπιν φονικού αγώνα και οι Βούλγαροι οπισθοχωρούσαν προς την κύρια τοποθεσία αντιστάσεώς τους γύρω από το Κιλκίς. Στον Λαχανά επίσης αποσύρονταν στην κύρια τοποθεσία τους Προφήτης Ηλίας – Παλιόκαστρο. Στο δεξιό πλευρό η 7η Μεραρχία είχε ανατρέψει την Βουλγαρική αντίσταση στο στενωπό Σκεπαστού και στο αριστερό η 10η ανέτρεψε τους Βουλγάρους προς Αρτζάν. Μεταξύ Κιλκίς και Αρτζάν η Ταξιαρχία Ιππικού επιτηρούσε το κενό.

Την επόμενη η μάχη ξανάρχισε. Όλη την ημέρα οι Μεραρχίες ενεπλάκησαν σε σκληρότατους αγώνες για να πλησιάσουν σε αποστάσεις εφόδου κατά της κύριας Βουλγαρικής τοποθεσίας. Τα πυρά των Βουλγάρων όμως ήσαν φονικότατα και το έδαφος τόσο ακάλυπτο, ώστε οι Ελληνικές δυνάμεις καθηλώθηκαν. Η κρίση της μάχης επήλθε την επομένη 21η Ιουνίου με σειρά ορμητικών εφόδων διά της λόγχης. Η τοποθεσία του Κιλκίς έπεσε στις 11 το πρωί, του δε Λαχανά στις 4 το απόγευμα. Η 2α Βουλγαρική Στρατιά διασπάσθηκε και ένα μέρος της δυνάμεώς της τράπηκε προς Δοϊράνη ενώ το μεγαλύτερο μέρος της διέφυγε πανικόβλητο προς Σέρρες.

Η τριήμερη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά στοίχισε στον Ελληνικό Στρατό 8.700 νεκρούς και τραυματίες πολύ βαρύ το τίμημα, έκρινε όμως ολόκληρη την πορεία του πολέμου. Οι Βούλγαροι τρόμαξαν, αιφνιδιάσθηκαν με την καθολική ήττα τους σε όλη την έκταση του πεδίου της μάχης, δεν κατόρθωσαν να συνέλθουν, το ηθικό τος κατέπεσε και υποχώρησαν βαθιά προς τα στενά της Κρέσνας. Οι μεγάλες απώλειες που υπέστη ο Ελληνικός στρατός, οφείλονταν στην επικρατούσα αντίληψη ότι το πεζικό ήταν ικανό να πετύχει μόνο του, χωρίς ισχυρή προστασία του πυροβολικού, την εκπόρθηση μιας ισχυρά οργανωμένης εχθρικής τοποθεσίας.

Στην μάχη Κιλκίς – Λαχανά λίγες περιπτώσεις οργανωμένης συνεργασίας Πεζικού – Πυροβολικού παρουσιάσθηκαν, όπως στον Λαχανά που πραγματικά η δράση του πυροβολικού οργανώθηκε σε στενή συνεργασία με την προσπέλαση του πεζικού. Στις περισσότερες φάσεις του αγώνα στο Κιλκίς το πεζικό επετίθετο ανεξάρτητα από την προχώρηση και κατάληψη θέσεων βολής από το πυροβολικό. Οι απώλειες υπήρξαν φοβερές. Παρ’ όλες όμως τις απώλειες το πεζικό προχωρούσε σ’ αυτό το ακάλυπτο έδαφος που δεν παρείχε ούτε ένα μέτρο απυρόβλητο.

Προχωρούσε με τους Διοικητές Συνταγμάτων επικεφαλής με όλους τους αξιωματικούς στην πρώτη γραμμή, ατρόμητο, έφθανε στην απόσταση εφόδου και ορμούσε με την λόγχη, κύμα ακατάσχετο, ακαταγώνιστο. Εκεί η λόγχη νίκησε το πυρ! Τι στρατός ήταν αυτός; Ήταν ο στρατός που είχε δημιουργήσει η πνευματική τάξη της Ελλάδος. Καθηγητές, ποιητές, λογοτέχνες, με τον λόγο τους, με τα έργα τους, με την διδασκαλία τους είχαν ποτίσει το λαό, τη νεολαία με την Αγάπη προς την Πατρίδα. Ο Εθνικός μας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς, στα αποκαλυπτήρια του Ηρώου του Κιλκίς, εξύμνησε την ηθική δύναμη του στρατού αυτού. Η Ελλάς στέκεται στα υψώματα του Κιλκίς και μιλάει σ’ αυτούς που αγωνίστηκαν.

“Είμαι η πατρίδα. Μουσική στο διάβα μου τον αέρα δένει. Ριζώνω όπου σταθώ. Φως όπου πατώ σπέρνω, και μιας αλήθειας και μιας χάρης είμ’ εγώ η μητέρα και ήρθα. Τον Ύμνο φέρνω”. Και ο Ύμνος της Πατρίδας, λέει ο ποιητής στη συνέχεια του λόγου του, είναι η ζωογόνος δύναμη του Γένους: “Τον Ύμνο τον πολύφωνο και σάλπισμα κι’ αηδόνι φέρνω, να πάει τη δόξα μας βαθιά κρυφά όπου καίει του Γένους η καρδιά”.

 

ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

19 Ιουνίου 2013

 

Άκρο Δεξιό Στρατιάς (VII Μεραρχία)

Η VII Μεραρχία κινήθηκε σε τρεις κατευθύνσεις (φάλαγγες) προέλασης: Η πρώτη φάλαγγα (ένα σύνταγμα πεζικού και 4 πεδινές πυροβολαρχίες) θα κινούνταν από Ασπροβάλτα προς Ηρακλείτσα (Τσάγεζι) και από εκεί προς Νιγρίτα. Οι άλλες δύο φάλαγγες θα βάδιζαν βόρεια. Συγκεκριμένα, η δεύτερη φάλαγγα (Σύνταγμα (-) και μια ορειβατική πυροβολαρχία) θα κινούνταν προς Νιγρίτα. Η τρίτη φάλαγγα (Σύνταγμα (+) και μοίρα πυροβολικού (-) που αποτελούσε την κύρια κατεύθυνση προέλασης της μεραρχίας θα βάδιζε κατά της Νιγρίτας.

Σώματα προσκόπων θα κάλυπταν το αριστερό της. Η πρώτη φάλαγγα κινήθηκε προς Ηρακλείτσα, στο οποίο έφθασε τις απογευματινές ώρες, χωρίς να συναντήσει αντιστάσεις. Οι δύο βόρειες φάλαγγες απώθησαν τις Βουλγαρικές δυνάμεις προς τη Νιγρίτα και τις βραδινές ώρες κατέλαβαν τον αυχένα Καρακόλι και εγκαταστάθηκαν λίγο πέρα αυτού του υψώματος.

 

Δεξιό Στρατιάς (Περιοχή Λαχανά) (Ι και VI Μεραρχίες)

Η Ι Μεραρχία θα προήλαυνε σε μια κατεύθυνση επί του δρομολογίου Προφήτης (Κλείσαλι) – Λοφίσκος (Καρά Ομερλή) – Όσσα (Βυσσώκα) προς τη γραμμή Λαχανά – Ξυλόπολη (Λιγκοβάνη). Σε εκτέλεση αυτής της διαταγής τα τμήματα έλαβαν επαφή με τον εχθρό την 15:30 όταν οι ανιχνευτές δέχθηκαν τα πρώτα Βουλγαρικά πυρά στην τοποθεσία της Όσσας. Μέχρι την 20:00 που διακόπηκε η μάχη της 19ης Ιουνίου, η Μεραρχία κατόρθωσε να καταλάβει τη γραμμή Όσσα και Βερτίσκος (Μπέροβα), στο οποίο βρέθηκε άθικτος ο καταυλισμός των Βουλγάρων.

Η VI Μεραρχία θα προήλαυνε με γενική κατεύθυνση προς Κλέπε (Λευκοχώριο) με δύο φάλαγγες. Τα τμήματα της Μεραρχίας, ακολουθώντας τη διαταγή της Μεραρχίας, έλαβαν επαφή με τον εχθρό περί την 13:30 (13:20 το αριστερό σύνταγμα και 13:45 το δεξιό). Μέχρι το απόγευμα, κατόρθωσαν να φθάσουν πλησίον του υψώματος Κλέπε (υψ 878).

 

Κέντρο Στρατιάς (Περιοχή Κιλκίς) (ΙΙ, ΙV, V, ΙΙΙ Μεραρχίες και Ταξιαρχία Ιππικού)

Η ΙΙ Μεραρχία θα προήλαυνε προς βορρά σε μια φάλαγγα όχι στο δρομολόγιο που διέτασσε το Γενικό Στρατηγείο, αλλά από την κατεύθυνση Δριμός (Δριμίγκλαβα) – Αντιγόνης (Ραχμανλή) – Λειψυδρίου (Γενή Μαχαλέ). Η φάλαγγα έλαβε επαφή με τον εχθρό περί την 07:00. Μέχρι τις βραδινές ώρες κατόρθωσε να φθάσει δύο χιλιόμετρα νότια του χωριού Λειψύδριο.

Η ΙV Μεραρχία θα προήλαυνε στην κατεύθυνση Μονόλοφος (Δαουτλή) – Γαλλικό (Σαλαμανλή) και Κολχίς (Ακτσέ Κλισέ) σε μια φάλαγγα. Τα φίλια τμήματα έλαβαν επαφή με τον εχθρό την 08:10. Μέχρι τις βραδινές ώρες και μετά από σκληρό αγώνα έφθασε στην Κολχίδα.

Η V Μεραρχία εξέδωσε διαταγή προελάσεως, σύμφωνα με την οποία θα ξεκινούσε από τη Νέα Φιλαδέλφεια (Νάρες) προς Ξυλοκερατιά (Γιατζιλάρ) με ένα σύνταγμα (23 Σύνταγμα) σε πρώτο κλιμάκιο και θα ακολουθούσε ένα δεύτερο (16 Σύνταγμα). Σε δεύτερη γραμμή θα τηρείτο το τρίτο σύνταγμα (22 Σύνταγμα) της Μεραρχίας.

Σε εκτέλεση της διαταγής τα δύο πρώτα συντάγματα (23 και 16) τις πρωινές ώρες (07:30 και 09:00) εισήλθαν σε στενή και ακάλυπτη ζώνη, με συνέπεια να δεχθούν ισχυρά πυρά του Βουλγαρικού πυροβολικού. Τα τμήματα αποδεκατίστηκαν και οι επιζώντες συσπειρωθήκαν στους αξιωματικούς τους και αφού επιτάχυναν το ρυθμό τους, καλύφθηκαν πίσω από τα αντερείσματα της περιοχής Ξυλοκερατιά (Γιατζιλάρ). Μέχρι τις βραδινές ώρες έφθασε στα υψώματα βορείως του Μαυρονερίου (Καρά Μπουνάρ).

Η ΙΙΙ Μεραρχία θα προήλαυνε την 06:00 από το χωριό Αγιονέρι (Βερλάντζα) Γυναικόκαστρο (Αβρέτ Ισσάρ) και από εκεί προς Κιλκίς. Τα τμήματα της μεραρχίας σε εκτέλεση της διαταγής δέχθηκαν τα πρώτα πυρά του εχθρικού πυροβολικού στις 08:45 και στις 09:30 τα πυρά του εχθρικού πεζικού. Γενικά η προέλαση της μεραρχίας ήταν εύκολη. Μέχρι τις βραδινές ώρες τα τμήματα της έφθασαν 500 μέτρα νότια του Γυναικοκάστρου.

Η Ταξιαρχία Ιππικού σε εκτέλεση της διαταγής του Γενικού Στρατηγείου άρχισε την 05:00 την προέλαση της από το χωριό Ασπροποταμιά (Γιαχαλή) προς Χερσοτόπι (Κοτζά Ομερλή) – Χορήγι (Κιρέτς). Μέχρι την 15.00 έφθασε στο χωριό Χορήγι, χωρίς να συναντήσει αντιστάσεις. Στις 16:00 προσβλήθηκε από Βουλγαρικό απόσπασμα και μετά από μια ώρα μάχη (πεζομαχία) αποσύρθηκε πίσω από το βαλλομένη από το πυροβολικό.

 

Αριστερό (Περιοχή Καλλινόβου Χ Μεραρχία)

Η Χ Μεραρχία θα διενεργούσε επίθεση εναντίον των υψωμάτων Καλλινόβου με δύο συντάγματα σε πρώτο κλιμάκιο και το τρίτο θα κάλυπτε από αριστερά την ενέργεια. Μέχρι τις βραδινές ώρες τα τμήματα της έφθασαν στη γραμμή λίμνη Αρτζάν – υψ Βορείως Πλατάνι – Πευκοδάσος (Ορέβιτσα) και υποχρέωσαν τα τμήματα των Βουλγαρικών δυνάμεων να συμπτυχθούν βόρεια.

Συνοπτικά η μάχη της 19 Ιουνίου περιγράφεται στο τηλεγράφημα που απέστειλε την 23 Ιουνίου το Γενικό Στρατηγείο (Επιτελάρχης Βίκτωρ Δούσμανης) προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών (Υπουργός Στρατιωτικών Ελευθέριος Βενιζέλος). Σύμφωνα με αυτό τη σκληρότερη μάχη έδωσε η ομάδα μεραρχιών του κέντρου. Αγωνίσθηκε όλη την ημέρα και κέρδισε βήμα – βήμα όλο το από νότο προς Κιλκίς έδαφος από τις δύο πλευρές του Γαλλικού ποταμού και της σιδηροδρομικής γραμμής. Έφθασαν 5 – 6 χιλιόμετρα από την οχυρωμένη τοποθεσία του Κιλκίς, με πολλές απώλειες αλλά με μεγάλη ανδρεία.

Κατά την προέλαση ο Ελληνικός Στρατός έκανε χρήση της λόγχης και με αυτή εκτόπισε τον εχθρό από τα χαρακώματα του, τα οποία βρέθηκαν γεμάτα με Βουλγαρικά πτώματα. Το Γενικό Στρατηγείο, μετά την παραπάνω εντολή της Κυβερνήσεως και το γεγονός ότι οι Σέρβοι είχαν ήδη αρχίσει τις επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων, εξέδωσε στις 20.00 της 18ης Ιουνίου νεότερη διαταγή επιχειρήσεων, με την οποία καθοριζόταν η προέλαση των μεραρχιών, από το πρωί της επο­μένης, ως εξής:

  • Η VII Μεραρχία, εξασφαλίζοντας το δεξιό της (ανατολικό) από την κατεύθυνση του χωριού Νέα Κερδύλια, να προελάσει προς τη Νιγρίτα και από εκεί προς τη γέφυρα του Στρυμόνα ποταμού κοντά στο χωριό Στρυμονικό, εφόσον αυτό κρινόταν αναγκαίο από τη Μεραρχία.
  • Η Ι Μεραρχία να προελάσει από τις 05.00, μέσω των χωριών Όσσα και Νικόπολη προς τη γραμμή χωριό Ξυλόπολη – ύψ. Λαχανάς, σε διαρκή σύνδεσμο με την VII Μεραρχία.
  • Η VI Μεραρχία να προελάσει από την αυτή ώρα, μέσω του χωριού Άσσηρος προς το ύψ. Γερμανικό (Κλέπε).
  • Η II Μεραρχία να προελάσει επίσης την ίδια ώρα, μέσω των χωριών Πετρωτό και Μονόλοφος και να καταλάβει τα υψώματα ανατολικά του χωριού Ποταμιά.
  • Η IV Μεραρχία να προελάσει από τις 07:00, μέσω των χωριών Γαλλικός και Κολχίς και να καταλάβει τα υψώματα που βρίσκονται μεταξύ των χωριών Κρηστώνη και Ποταμιά.
  • Η V Μεραρχία να προελάσει από τις 07:00, μέσω του χωριού Ξυλοκερατιά προς το Κιλκίς και συναντώντας τον εχθρό να επιτεθεί εναντίον του, αναπτύσσοντας το δεξιό της σε επαφή με την IV Μεραρχία και το αριστερό της προς το Κιλκίς.
  • Η III Μεραρχία να προελάσει από τις 05:00, μέσω του χωριού Νέο Γυναικόκαστρο, προς το Κιλκίς και συναντώντας τον εχθρό να επιτεθεί.
  • Η Χ Μεραρχία να επιτεθεί από τις 08:00 κατά των εχθρικών τμημάτων στα υψώματα του χωριού Σουλτογιανναίικα και στη συνέχεια, εφόσον η τακτική κατάσταση θα το επέτρεπε, να στραφεί προς το Κιλκίς.
  • Η Ταξιαρχία Ιππικού, προελαύνοντας προς τα χωριά Κάτω Απόστολοι και Βαπτιστής, να συνδέσει τις Χ και III Μεραρχίες και να εξακριβώσει αν υπάρχουν εχθρικές δυνάμεις μεταξύ του χωριού Σουλτογιανναίικα και του Κιλκίς ή αν κινούνται τέτοιες δυνάμεις στην οδό Δοϊράνης – Κιλκίς.

Το Γενικό Στρατηγείο από τις 08:30 θα αναπτυσσόταν στο Μελισσοχώρι. Οι Βούλγαροι επέλεξαν ως αμυντική τοποθεσία και εγκατέστησαν τον όγκο των δυνάμεων τους, στην περιοχή Κιλκίς – Λαχανά. Η τοποθεσία αυτή, λόγω της μορφολογίας του εδάφους της, παρουσιά­ζει μεγάλες δυσκολίες κινήσεως τμημάτων πεζικού προς τα βόρεια και τα ανατολικά, ενώ αντίθετα προσφέρεται για αποτελεσματικό αμυντικό αγώνα, γιατί εκτός των άλλων παρέχει στον αμυνόμενο άριστη παρατήρηση και εκτε­ταμένα πεδία βολής.

Επιπλέον οι Βούλγαροι, αφότου κατέλαβαν στις 26 Οκτωβρίου 1912 την περιοχή αυτή, άρχισαν αμέσως να την οργανώνουν κατα­σκευάζοντας χαρακώματα, πολυβολεία, πυροβολεία και άλλα αμυντικά έργα, με μέτωπο προς τα δυτικά και τα νότια. Οι δυνάμεις της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς, που είχαν εγκατασταθεί αμυντικά στην τοποθεσία Κιλκίς – Λαχανά, ήταν οι εξής:

  • Η III Μεραρχία (μείον ταξιαρχία), υπό τον Υποστράτηγο Σαράφωφ με έδρα το Κιλκίς, έχοντας μία ταξιαρχία στα υψώματα βόρεια και βορειοα­νατολικά του Πολύκαστρου και μία ταξιαρχία στο Κιλκίς.
  • Η 1/Χ Ταξιαρχία, υπό το Συνταγματάρχη Πέτεφ, στην περιοχή των χωριών Ξυλόπολη και Λαχανάς.
  • Μία ανεξάρτητη ταξιαρχία υπό το Συνταγματάρχη Πετρώφ, στην περιοχή του χωριού Στρυμονικό.
  • Το 10ο Σύνταγμα Ιππικού στην περιοχή των χωριών Ξυλόπολη – Λαχανάς. Επιπλέον, στη διάρκεια της μάχης που επακολούθησε, μεταφέρθηκε από την περιοχή Παγγαίου και μία ακόμη ανεξάρτητη ταξιαρχία υπό το Συνταγματάρχη Ιβάνωφ, η οποία πήρε μέρος στον αγώνα από τη νύχτα 19 / 20 Ιουνίου.

Το πρωί της 19ης Ιουνίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να προελαύνει ακάθεκτα και με πρωτοφανή ενθουσιασμό εναντίον των Βουλγάρων. Η VII Μεραρχία κινήθηκε επιθετικά από την περιοχή του χωριού Αρέ­θουσα προς τα βόρεια και αφού ανέτρεψε, ύστερα από σκληρό αγώνα, τα εχθρικά τμήματα που ήταν στην περιοχή του χωριού Σκεπαστό, κατέλαβε τον αυχένα Καρακόλι, υποχρεώνοντας τους Βουλγάρους να συμπτυχθούν προς τη Νιγρίτα και το χ. Δάφνη.

Αντεπίθεση των Βουλγάρων τις πρώτες απο­γευματινές ώρες, εναντίον των Ελληνικών τμημάτων στον αυχένα Καρακόλι αποκρούστηκε με επιτυχία. Στο μεταξύ το απόσπασμα της VII Μεραρχίας (20ό Σύνταγμα Πεζικού), που είχε ως αποστολή να καλύπτει το δεξιό της Μεραρχίας, συνέχισε την κίνηση του χωρίς να συναντήσει εχθρική αντίσταση και στις 1700 έφτασε στο χωριό Νέα Κερδύλια, όπου και εγκαταστάθηκε αμυντικά.

Η Ι Μεραρχία κινήθηκε και αυτή επιθετικά από την περιοχή του χωριού Λοφίσκος προς τα βόρεια και μετά από σκληρό αγώνα κατέλαβε μέχρι τις τελευταίες απογευματινές ώρες τα χωριά Όσσα και Βερτίσκος. Οι Βούλγαροι υποχωρώντας εγκατέλειψαν 6 πυροβόλα και άφθονο πολεμικό υλικό. Επίσης συνελήφθησαν πολλοί Βούλγαροι αιχμάλωτοι.

Η VI Μεραρχία προωθήθηκε μέχρι τις 10.00 στην περιοχή του χωριού Άσσηρος και στη συνέχεια επιτέθηκε εναντίον των απέναντί της Βουλγαρικών τμημάτων, τα οποία ανέτρεψε και κατέλαβε τη γραμμή υψ. Γερμανικό – χωριό Καρτερές, λαμβάνοντας επαφή με την τοποθεσία Λαχανά. Οι απώλειες της Μεραρχίας κατά την ημέρα αυτή ήταν πολύ μεγάλες και ξεπέρασαν τους 530 νεκρούς και τραυματίες. Μεταξύ των νεκρών αξιωματικών ήταν και ο Διοικητής του 8ου Τάγματος Ευζώνων Ταγματάρχης Πεζικού Ιατρίδης Γεώργιος.

Η II Μεραρχία προέλασε από τη Λητή μέχρι το χωριό Μάνδρες, όπου συνάντησε σοβαρή Βουλγαρική αντίσταση και αναπτύχθηκε για μάχη. Μετά από πεισματώδη αγώνα, στη διάρκεια του οποίου ενισχύθηκε και από την IV Μεραρχία, κατόρθωσε να ανατρέψει τις καλά οργανωμένες Βουλγαρικές δυνάμεις και να τις απωθήσει σε αρκετό βάθος. Κατά τον αγώνα αυτό, φονεύθηκε ο Διοικητής του Ιου Συντάγματος Πεζικού Ταγματάρχης Διαλέτης Φωκίων.

Η IV Μεραρχία, προελαύνοντας, έλαβε επαφή με τις Βουλγαρικές δυνάμεις κοντά στο Γαλλικό ποταμό, τον οποίο και πέρασε μετά από σκληρό αγώνα. Κατά τον αγώνα αυτό τραυματίστηκε θανάσιμα και σε λίγο εξέπνευσε ο Διοικητής του ΙΙ / 9 Τάγματος Ταγματάρχης Πεζικού Κουτήφαρης Αντώνιος. Συνεχίζοντας την προέλαση της έφτασε μέχρι το βράδυ στα υψώματα νότια του χωριού Κολχίς, όπου και εγκατέστησε τμήματα ασφαλείας.

Η V Μεραρχία, κινήθηκε μεταξύ του χωριού Πικρολίμνη και του Γαλλικού ποταμού, έχοντας πολλές απώλειες από τα δραστικά πυρά του Βουλγαρικού πυροβολικού. Οι συνολικές απώλειες της Μεραρχίας κατά την ημέρα αυτή έφτασαν περίπου τους 1.275 νεκρούς και τραυματίες. Μεταξύ των νεκρών αξιωματικών ήταν και ο Διοικητής του 16ου Συντάγματος Πεζικού Αντισυνταγμα­τάρχης Καμάρας Αντώνιος. Παρ’ όλα αυτά, η Μεραρχία συνέχισε την προέλαση της και μέχρι το βράδυ κατόρθωσε να απωθήσει τους Βουλγάρους πέρα από το χ. Μαυρονέρι, προς την κατεύθυνση του Κιλκίς.

Η III Μεραρχία, προελαύνοντας και αυτή από το πρωί προς το Κιλκίς, συνάντησε μικρές μόνο Βουλγαρικές αντιστάσεις, τις οποίες ανέτρεψε χωρίς μεγάλη προσπάθεια και μέχρι το βράδυ έφτασε στο χωριό Παλαιό Γυναικόκαστρο, όπου και ανέκοψε την παραπέρα κίνηση της.

Η Χ Μεραρχία, μετά από σκληρό αγώνα κατέλαβε τα υψώματα του χωριού Πλατανιά και υποχρέωσε τους Βουλγάρους να συμπτυχθούν βόρεια της αποξεραμένης σήμερα λίμνης Αρτζάν. ,

Η Ταξιαρχία Ιππικού, προελαύνοντας από την περιοχή της Σίνδου προς το χωριό Βαπτιστής, έφτασε τις απογευματινές ώρες στο χωριό Κάτω Απόστολοι, όπου δέχτηκε Βουλγαρική επίθεση και υποχρεώθηκε ύστερα από αγώνα μιας περίπου ώρας να συμπτυχθεί πίσω από την III Μεραρχία. Η προέλαση των Ελληνικών μεραρχιών, κατά την ημέρα αυτή, ήταν πολύ δύσκολη, γιατί γινόταν κάτω από πυκνά Βουλγαρικά πυρά, που ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά λόγω του πεδινού του εδάφους.

Παρ’ όλα αυτά μέχρι το βράδυ οι Ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να καταλάβουν ολόκληρη την τοποθεσία των Βουλγαρικών προφυλακών και να λάβουν επαφή με την κύρια αμυντική τοποθεσία του Κιλκίς – Λαχανά. Το Γενικό Στρατηγείο, αφού συγκέντρωσε μέχρι το μεσονύκτιο της 19ης Ιουνίου όλες τις αναφορές των μεραρχιών, εξέδωσε στις 02:00 της 20ής Ιουνίου νέα διαταγή για τη συνέχιση του αγώνα, σύμφωνα με την οποία:

  • Η Ι Μεραρχία θα συνέχιζε την επίθεση από το πρωί της 20ής Ιουνίου ενισχυόμενη και από την VI Μεραρχία, η οποία Θα ενεργούσε προς την Ξυλόπολη.
  • Οι λοιπές μεραρχίες (II, III, IV, V), που ενεργούσαν προς το Κιλκίς, θα συνέχιζαν από τις 05:00 την επίθεση κατά των απέναντί τους Βουλγαρικών δυνάμεων, μετά τη σύμπτυξη των οποίων οι II και IV Μεραρχίες θα αναπτύσ­σονταν προς τα ανατολικά, στη γραμμή των χωριών Τέρπυλος – Ακροποταμιά, ενώ η III, η V και η Ταξιαρχία Ιππικού θα καταδίωκαν τον εχθρό προς τα βόρεια.
  • Η Χ Μεραρχία,αφού θα καταλάμβανε τα υψώματα βόρεια του χωριού Σουλτογιανναίικα, θα συνέχιζε προς την Καλίνδρια ή προς το Μεταλ­λικό, ανάλογα με την εξέλιξη της τακτικής καταστάσεως. Η αποστολή της VII Μεραρχίας δεν τροποποιήθηκε, ενώ το Γενικό Στρατηγείο θα παρέμενε στο Μελισσοχώρι.

 

20 Ιουνίου 1913

Το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε στις 02:00 νέα διαταγή επιχειρήσεων, σύμφωνα με την οποία:

Η Ι Μεραρχία θα εξακολουθούσε την επίθεση ενισχυόμενη από την VΙ Μεραρχία, η οποία θα διενεργούσε επίθεση εναντίον της Ξυλόπολης (Λιγκοβάνη). Οι μεραρχίες προ το Κιλκίς την 05:00 θα εκδήλωναν την επίθεση τους κατά των αμυνομένων Βουλγαρικών τμημάτων. Μετά την απώθηση τους οι ΙΙ και ΙV Μεραρχίες θα λάμβαναν μέτωπο ανατολικά επί της γραμμή Ακροποταμιά (Ινανλή)- Τέρσυλλος (Κουρκούτ) και οι ΙΙΙ και V Μεραρχίες με την Ταξιαρχία Ιππικού θα καταδίωκαν τις εχθρικές δυνάμεις προς βορρά.

Η Χ Μεραρχία αφού εκδίωκε τον εχθρό από τα υψώματα Καλλινόβου θα κατευθυνόταν ή προς Καλίνδρια ή προς Μεταλλικό (Γιάννες) ανάλογα με την τακτική κατάσταση. Η διαταγή δεν ανέφερε τίποτα για την VΙΙ Μεραρχία που σήμαινε ότι η αποστολή της δεν θα παρουσίαζε τροποποιήσεις. Το Γενικό Στρατηγείο θα παρέμενε στο Μελισσοχώρι (Μπάλτζα). Με βάση τη νέα αυτή διαταγή, οι μεραρχίες συνέχισαν, από το πρωί της 20ής Ιουνίου, την επιθετική τους ενέργεια σε ολόκληρη τη γραμμή του μετώπου της τοποθεσίας Κιλκίς – Λαχανά.

 

Άκρο Δεξιό Στρατιάς (Περιοχή Νιγρίτας)

Η VΙΙ Μεραρχία με νέα διαταγή της θα συνέχιζε την κίνηση της προς Νιγρίτα με δύο φάλαγγες. Τα τμήματα της κινήθηκαν προς την καθορισθείσα κατεύθυνση, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Περί την 13:00 η μία φάλαγγα έφθασε στη Νιγρίτα. Από εκεί κινήθηκαν προς το χωριό Τερπνή (Τσερπίτσα), όπου εγκατέστησε προφυλακές. Στα υψώματα Βεργοπουλιανά (ΒΔ του χωριού  Σκεπαστό) πρόσκοποι και τμήματα της μεραρχίας κύκλωσαν βουλγαρική δύναμη 1500 ανδρών, την οποία αιχμαλώτισαν.

 

Δεξιό Στρατιάς (Περιοχή Λαχανά)

Η Ι Μεραρχία με νέα διαταγή της θα συνέχιζε την επίθεση της κατά Ξυλούπολης – Λαχανά με δύο φάλαγγες (κάθε μία του ενός συντάγματος). Τα τμήματα της σε εκτέλεση της προαναφερθείσης διαταγής κινήθηκαν προς Νικόπολη- Ξυλόπολη η μία φάλαγγα και προς Βερτίσκο – Λαχανά η άλλη. Μέχρι 18:00 τα προκεχωρημένα τμήματα τα μεραρχίας είχαν φθάσει σε απόσταση 800 – 1000 μέτρα από τα εχθρικά χαρακώματα, χωρίς να μπορούν να συνεχίσουν την προχώρηση.

Η VΙ Μεραρχία συνέχισε την προέλαση της με δύο συντάγματα σε πρώτη γραμμή. Ο ρυθμός προέλασης ανατράπηκε όταν στις 13:00 τα τμήματα της βλήθηκαν με σφοδρότητα από τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού και πεζικού. Παρόλα αυτά κατόρθωσε να συνεχίσει την προχώρηση της και 16:00 έφθασε σε απόσταση 800 – 1000 μέτρων από τα εχθρικά χαρακώματα σε σύνδεσμό με την Ι Μεραρχία.

 

Κέντρο Στρατιάς (Περιοχή Κιλκίς)

Οι ΙΙ, ΙV, V και ΙΙΙ Μεραρχίες συνέχισαν την προέλαση τους προς Κιλκίς χωρίς σημαντικά αποτελέσματα, λόγω των σφοδρών πυρών των Βουλγαρικών τμημάτων και της φύσης του εδάφους (ακάλυπτο έδαφος προ των βουλγαρικών θέσεων). Μέχρι τις βραδινές ώρες κατόρθωσαν να φθάσουν στη γραμμή Ακροποταμιά – Ποταμιά (ΙΙ) – δύο χιλιόμετρα νότια Κιλκίς (ΙV) – Σιδηροδρομικός Σταθμός Κρητσώνης (V) υψ ανατολικά του χωριού Μεγάλη Βρύση (ΙΙΙ) με πολλές απώλειες .

 

Αριστερό (Περιοχή Καλλινόβου)

Η Χ Μεραρχία συνέχισε την επίθεση της και περί το μεσημέρι κατέλαβε τη Γευγελή και τη γέφυρα του Αξιού άθικτη, επειδή οι Βούλγαροι δεν πρόλαβαν να ανατινάξουν και στις 16:00 το χωρίο Εύζωνοι (Ματσίκοβο) και τα βόρεια και ανατολικά υψώματα του. Συνοπτικά στο τηλεγράφημα που έστειλε την 23 Ιουνίου 1913 το Γενικό Επιτελείο προς το Υπουργείο Στρατιωτικών ανέφερε ότι τη δευτέρα ημέρα η επίθεση επαναλήφθηκε σε όλο το μέτωπο με την ίδια σφοδρότητα. Η μεραρχία του άκρου δεξιού κατέλαβε τη Νιγρίτα και προχώρησε ακόμη βορειότερα. Αιχμαλώτισε ένα ολόκληρο εχθρικό σύνταγμα.

Οι μεραρχίες που ενεργούσε προς τον Λαχανά εξακολούθησαν την επίθεση. Η ομάδα που ενεργούσε προς το Κιλκίς εξακολούθησε τον αγώνα προσπελάσεως με πολύ μεγάλες δυσχέρειες. Η κίνηση του πυροβολικού εμποδιζόταν από μεγάλες εδαφικές ανωμαλίες και μόνο μετά την παρέμβαση του μηχανικού ήταν δυνατή η προχώρηση του. Η κίνηση των μονάδων του πεζικού στο ακάλυπτο έδαφος ήταν δυσχερής. Παρά τις δυσκολίες οι άνδρες των τμημάτων απέκρουσαν αποτελεσματικά τις αντεπιθέσεις των Βουλγάρων. Η μεραρχία του αριστερού προχώρησε με επιτυχία.

Η VII Μεραρχία συνέχισε την προέλαση της και τις πρώτες μεταμεσημ­βρινές ώρες έφτασε στη Νιγρίτα, την οποία οι Βούλγαροι είχαν πυρπολήσει πριν την εγκαταλείψουν και είχαν σκοτώσει πολλούς από τους Έλληνες κατοίκους της. Από τη Νιγρίτα η VII Μεραρχία προωθήθηκε μέχρι το χωριό Τερπνή, όπου και εγκαταστάθηκε. Στα υψώματα της Βεργοπουλιάνας (βορειοδυτικά του χωριού Σκεπαστό) κυκλώθηκε από τμήματα της Μεραρχίας και Προσκόπων Βουλγαρική δύναμη περίπου 1.500 αντρών (τάγμα μαζί με τη διοίκηση ενός συντάγματος), η οποία και αιχμαλωτίστηκε.

Τη νύχτα 20 / 21 Ιουνίου, με διαταγή της Μεραρχίας, κινήθηκε προς τη Νιγρίτα και το απόσπασμα της (20ό Σύνταγμα Πεζικού), που ήταν στην περιοχή του χωριού Νέα Κερδύλια.

Η Ι Μεραρχία, ενεργώντας επιθετικά από το χωριό Όσσα προς το χωριό Λαχα­νάς, ενεπλάκη τις απογευματινές ώρες, σε σκληρό αγώνα, ο οποίος διάρκεσε μέχρι τις πρώτες νυχτερινές ώρες, χωρίς τελικά να μπορέσει να διασπάσει τη Βουλγαρική αμυντική τοποθεσία.

Η VI Μεραρχία, προελαύνοντας από το πρωί, κατέλαβε γύρω στις 11:00 την Ξυλόπολη, όπου και αιχμαλώτισε ένα Βουλγαρικό λόχο. Συνεχίζοντας την προέλαση της έφτασε σε απόσταση 1.000 μ. περίπου από την κύρια Βουλ­γαρική αμυντική τοποθεσία και αποκατέστησε Σύνδεσμο με την Ι Μεραρχία, που ενεργούσε στα δεξιά της (ανατολικά).

Οι II, IV, V και III Μεραρχίες, που ενεργούσαν στο κέντρο προς το Κιλκίς, συνέχισαν και αυτές την επιθετική τους ενέργεια και παρότι ενέπλεξαν στον αγώνα όλες τις δυνάμεις τους, δεν μπόρεσαν να κάμψουν τη Βουλγαρική αντίσταση.

Πέτυχαν όμως να προσεγγίσουν τις Βουλγαρικές θέσεις σε απόσταση εφόδου και το βράδυ της 20ής Ιουνίου κατείχαν σταθερά τη γενική γραμμή Μεγάλη Βρύση με την III Μεραρχία, τη νότια παρυφή του χωριού Κρηστώνη με τις IV και V Μεραρχίες και τα χωριά Ποταμιά και Ακροποταμιά με τη II Μεραρχία. Οι απώλειες των μεραρχιών αυτών ήταν και πάλι πολύ μεγάλες, λόγω του πεδινού του εδάφους και της σθεναρής αντιστάσεως των Βουλγάρων.

Η Χ Μεραρχία, αφού απέκρουσε Βουλγαρική επίθεση από την κατεύθυνση του χωριού Εύζωνοι, κατέλαβε στη συνέχεια τη Γευγελή και τη γέφυρα στον Αξιό ποταμό και μέχρι το βράδυ προωθήθηκε στη γραμμή των χωριών Εύζωνοι – Κάστρο.

Η Ταξιαρχία Ιππικού, κινήθηκε αναγνωριστικά προς την κατεύθυνση των χωριών Χωρύγι και Καστανιές και απώθησε Βουλγαρικό σύνταγμα Ιππικού, που ενεργούσε στο αριστερό (δυτικό) της III Μεραρχίας. Φτάνοντας τις απογευματινές ώρες κοντά στο χωριό Καστανιές, δέχτηκε επίθεση από μικρή Βουλγαρική δύναμη και συμπτύχθηκε πίσω από την III Μεραρχία στο χωριό Δαφνοχώρι, επισύροντας τις αυστηρές παρατηρήσεις του Γενικού Στρατηγείου για την απόφαση της αυτή και γενικά για τη διστακτικότητα των ενεργειών της.

Το Γενικό Στρατηγείο, ανησυχώντας για τη βραδύτητα εξελίξεως του αγώνα, διέταξε στις 17:30 της 20ής Ιουνίου τις μεραρχίες (II, III, VI, V) που ενεργούσαν προς το Κιλκίς, να εντείνουν τις προσπάθειες τους, ώστε να το καταλάβουν εντός της νύχτας 20 / 21 Ιουνίου. Η διαταγή όμως έφτασε στις παραπάνω μεραρχίες γύρω στις 19:00, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί ο απαραίτητος μεταξύ τους συντονισμός και μόνο η II Μεραρχία να ενεργήσει νυχτερινή επίθεση.

Παράλληλα το Γενικό Στρατηγείο, θέλοντας να ενισχύσει την κύρια προσπάθεια κατά του Κιλκίς και μη διαθέτοντας καμιά εφεδρεία, διέταξε τις Ι και VI Μεραρχίες, που ενεργούσαν προς το Λαχανά, να συγκροτήσουν ένα απόσπασμα, από δύο συντάγματα (ένα από κάθε μεραρχία) υπό τη διοίκηση του Διοικητή της VI Μεραρχίας Συνταγματάρχη Δελαγραμμάτικα Νικολάου, το οποίο να κινηθεί το ταχύτερο προς το Κιλκίς και να επιτεθεί κατά του αριστερού (ανατολικού) πλευρού και των νώτων του εχθρού.

Επίσης διέταξε τη Χ Μεραρχία μετά την κατάληψη των υψωμάτων βόρεια του χωριού Σουλτογιανναίικα, να κινηθεί ταχύτατα και αυτή προς το Κιλκίς, για να ενισχύσει τον αγώνα των άλλων μεραρχιών από τα δυτικά. Η αναφερόμενη παραπάνω νυχτερινή επίθεση της II Μεραρχίας άρχισε αιφνιδιαστικά στις 03:30 της 21ης Ιουνίου. Ύστερα από σκληρό αγώνα, που συνεχίστηκε και το πρωί της ίδιας ημέρας, η Μεραρχία κατόρθωσε να καταλάβει σημαντικές θέσεις των Βουλγάρων στα ανατολικά του Κιλκίς, απειλώντας άμεσα το αριστερό πλευρό και τα νώτα της Βουλγαρικής διατάξεως.

Αλλεπάλληλες Βουλγαρικές αντεπιθέσεις, κατά των Ελληνικών τμημάτων, αποκρούστηκαν με επιτυχία, αλλά και με μεγάλες απώλειες για το Ελληνικά τμήματα, που πολλές φορές υποχρεώθηκαν να μάχονται χωρίς την υποστήριξη του πυροβολικού τους. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Διοικητής του 7ου Συντάγματος Πεζικού Αντισυνταγματάρχης Καραγιαννόπουλος Κωνσταντίνος.

 

21 Ιουνίου 1913

Το Γενικό Στρατηγείο διέταξε στις 17:00 της 20 Ιουνίου, «ὅπως μέχρι τῆς νυκτός ἁλωθῇ τοῦτο (Κιλκίς)». Επίσης αποφάσισε να μετακινήσει την VΙ Μεραρχία από την περιοχή του Λαχανά στο Κιλκίς. Η τελευταία διαταγή δεν ήταν δυνατόν να εκτελεστεί, αφού δεν είχαν επιτευχθεί οι αντικειμενικοί σκοποί (κατάληψη του Λαχανά), με αποτέλεσμα αυτή η μετακίνηση να είναι δύσκολη. Κατόπιν αυτού το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε να συγκροτήσει απόσπασμα αποτελούμενο από δύο συντάγματα (από ένα των μεραρχιών Ι και VΙ) και με το ορειβατικό πυροβολικό της Ι Μεραρχίας. Επικεφαλής του αποσπάσματος θα αναλάμβανε ο διοικητής της VΙ Μεραρχίας.

 

Κέντρο Στρατιάς (Περιοχή Κιλκίς)

Οι μεραρχίες του κέντρου όταν έλαβαν τη προαναφερθείσα διαταγή «ὅπως μέχρι τῆς νυκτός ἁλωθῇ τοῦτο (Κιλκίς)» αποφάσισαν να διενεργήσουν νυκτερινή επίθεση, πλην όμως εξαιτίας της απάντησης της ΙΙΙ Μεραρχίας, η οποία θεώρησε την νυκτερινή επίθεση «ἄκρως ἐπικίνδυνον» η V Μεραρχία ανέστειλε τη νυκτερινή επίθεση που θα διενεργούσε. Η ΙV Μεραρχία είχε διατάξει νυκτερινή επίθεση, εφόσον εκδήλωναν επίθεση οι παραπλεύρως αυτής μεραρχίες, οι οποίες όμως δεν εκδήλωσαν τέτοια ενέργεια με συνέπεια να αναστείλει την επίθεση της.

Τελικά μόνο η ΙΙ Μεραρχία διέταξε να πραγματοποιηθεί νυκτερινή επίθεση προς την κατεύθυνση του ανατολικού Κιλκίς. Η ενέργεια εκδηλώθηκε στις 03:30. Παρά τις απώλειες και την έλλειψη συνδρομής από τις άλλες μεραρχίες κατόρθωσε μέχρι 09:30 να διασπάσει την εχθρική τοποθεσία στο Κιλκίς και να εισέλθει στην πόλη. Οι Βουλγαρικές δυνάμεις άρχισαν να συμπτύσσονται προς τα βόρεια, λόγω του κινδύνου που είχε δημιουργήσει η ενέργεια της ΙΙ Μεραρχίας.

 

Δεξιό Στρατιάς (Περιοχή Λαχανά)

Η κίνηση τμημάτων για τη συγκρότηση του διαταχθέντος αποσπάσματος έδωσε την εντύπωση στους Βουλγάρους ότι τα Ελληνικά τμήματα υποχωρούσαν, με συνέπεια οι εχθρικές δυνάμεις να διενεργήσουν επίθεση εναντίον τάγματος της Ι Μεραρχίας. Η ενέργεια αυτή αποκρούσθηκε, εξαιτίας του ηρωισμού που επέδειξαν οι άνδρες αυτού του τάγματος. Σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί του τέθηκαν εκτός μάχης και ο διοικητής του ταγματάρχης Κατσιμίδης Αναστάσιος μαζί με άλλους τέσσερις αξιωματικούς φονεύθηκαν.

Τελικά λόγω της κατάληψης του Κιλκίς (21 Ιουνίου) ανεστάλη η κίνηση του αποσπάσματος. Όταν ακυρώθηκε η διαταγή συγκρότησης και μετακίνησης του αποσπάσματος συμφώνησαν οι δύο μέραρχοι (Ι και VΙ Μεραρχίες) να επιτεθούν από κοινού εναντίον των υψωμάτων του Λαχανά. Μετά από σύντομη προπαρασκευή του πυροβολικού τα Ελληνικά τμήματα εξόρμησαν και μέχρι περίπου στις 16:00 κατέλαβαν τα υψώματα του Λαχανά. Οι Βουλγαρικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν προς τον Στρυμόνα.

Η Ι Μεραρχία γνωστοποίησε στην VΙΙ ότι οι Βούλγαροι υποχωρούσαν άτακτα από την οδό των Σερρών.

Η VΙΙ Μεραρχία δεν είχε λάβει τη διαταγή επιχειρήσεων για την 21 Ιουνίου. Όταν ζήτησε διαταγές το Γενικό Στρατηγείο απάντησε ότι έπρεπε να ενεργήσει σύμφωνα με προηγούμενες διαταγές και την εκτίμηση του μεράρχου για την τακτική κατάσταση. Όταν ο τελευταίος πληροφορήθηκε την ευνοϊκή εξέλιξη στο Λαχανά έθεσε σε κίνηση δύο φάλαγγες. Η κίνηση τους υπήρξε εξαιρετικά βραδεία, με αποτέλεσμα να μην κατορθώσουν να ανακόψουν την υποχώρηση των Βουλγάρων.

Το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την Ι Μεραρχία να καταδιώξει τις υποχωρούσες Βουλγαρικές δυνάμεις, πλην όμως τα τμήματα της μεραρχίας κινήθηκαν με βραδύτητα, με συνέπεια ο εχθρός να υποχωρήσει ανενόχλητος. Συνοπτικά, από την επίσημη έκθεση που συντάχθηκε την 23 Ιουλίου 1913 από το Γενικό Στρατηγείο προς το Υπουργείο Στρατιωτικών αναφέρεται ότι κατά την τρίτη ημέρα 21 Ιουνίου εξακολούθησε μεγάλη επίθεση με μεγίστη ορμή, παρά τις μεγάλες απώλειες και την καταπόνηση των ανδρών, των οποίων ο ηρωισμός είναι άξιος θαυμασμού. Το Γενικό Στρατηγείο δεν είχε ενημέρωση για το τι συμβαίνει στο άκρο δεξιό (VΙΙ Μεραρχία).

Οι δύο μεραρχίες (Ι και VΙ Μεραρχίες) που ενεργούσαν κατά του Λαχανά έδωσαν σκληρό αγώνα. Με μεγάλη προσπάθεια έταξαν το πυροβολικό και με αλλεπάλληλες εφόδους κυρίευσαν με τη λόγχη τα υψώματα του Λαχανά, τα οποία ο εχθρός υπεράσπιζε με λύσσα. Τα στρατεύματα μας τους καταδίωξαν μέχρι το Μπάσκιοϊ (Κεφαλοχώρι). Η κωμόπολη του Κιλκίς έγινε παρανάλωμα του πυρός. Η Ταξιαρχία Ιππικού είχε αναλάβει την καταδίωξη των Βουλγαρικών δυνάμεων που υποχωρούσαν από το Κιλκίς.

Η αριστερή μεραρχία (Χ Μεραρχία) ανέλαβε σφοδρό αγώνα για να διασπάσει τα οχυρωμένα στενά του Καλλινόβου (Σουλτογιανναίικα) και να σπεύσει να καταδιώξει τις δυνάμεις που φεύγουν από το Κιλκίς. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος υπηρετούσε ως επιτελής στο Γενικό Στρατηγείο αναφέρει στο ημερολόγιο του για τη μάχη:

«Ἐτελείωσεν ἡ τρομερά μάχη. Ἄρχισε τάς 19 τοῦ μηνός και τελείωσε χθές. Ἐτσακίσαμεν κυριολεκτικούς τούς Βουλγάρους. Ἀλλά καί ἡμεῖς ἐχάσαμεν πολύν κόσμον. Δέν εἰξεύρω ἀκριβῶς πόσον. Ἀλλά 7-8 χιλιάδας νεκρούς καί πληγωμένους. Πολλούς ἀξιωματικούς. Τί νά γίνῃ!»

 

Από το πρώτο φως της 21ης Ιουνίου επανέλαβαν την επίθεση τους και οι άλλες μεραρχίες, εκτελώντας σειρά ορμητικών εφόδων με τη λόγχη κατά των Βουλγαρικών θέσεων.

Η IV Μεραρχία, ύστερα από σκληρότατο αγώνα στη διάρκεια του οποίου φονεύθηκαν ο Διοικητής του 8ου Συντάγματος Πεζικού Συνταγματάρχης Καμπάνης Αντώνιος και ο Διοικητής του IV Τάγματος του ίδιου Συντάγματος Λοχαγός Πεζικού Μακρυκώστας Χαράλαμπος, πέτυχε να καταλάβει τη νότια παρυφή της πόλεως του Κιλκίς.

Η V Μεραρχία πέρασε τη σιδηροδρομική γραμμή και κατέλαβε σημαντικές θέσεις στα νοτιοδυτικά του Κιλκίς, ενώ η III Μεραρχία κατέλαβε το χωριό Μεταλλικό, δημιουργώντας σοβαρή απειλή για το δυτικό πλευρό και τα νώτα των Βουλγάρων.

Προ αυτής της καταστάσεως οι Βούλγαροι άρχισαν να συμπτύσσονται προς τα βόρεια, με την κάλυψη ισχυρών οπισθοφυλακών. Ο όγκος των βουλ­γαρικών δυνάμεων συμπτύχθηκε προς το όρος Δύσωρο και μόνο μικρές μονάδες, κυρίως μεταφορών, κατευθύνθηκαν προς την Καλίνδρια. Οι Ελληνικές δυνάμεις, συνεχίζοντας την κίνηση τους, απελευθέρωσαν στις 09:30 το Κιλκίς και καταδίωξαν τις συμπτυσσόμενες εχθρικές δυνάμεις, σε μικρό όμως βάθος λόγω της μεγάλης εξαντλήσεως των τμημάτων από τον τριήμερο αγώνα και της ελλείψεως εφεδρειών.

Έτσι δεν έγινε πλήρης εκμετάλ­λευση της μεγάλης επιτυχίας, που είχε σημειωθεί με τη διάσπαση της αμυντικής τοποθεσίας του Κιλκίς. Η γραμμή, την οποία τελικά κατέλαβαν οι μεραρχίες του κέντρου, ήταν αυτή που στοιχίζεται από τα χωριά Μεταλλικό (III), Ξηρόβρυση (V), Τέρπυλος (IV), Ποταμιά – Ακροποταμιά (II).

Η Χ Μεραρχία, αφού κατέλαβε τα υψώματα του χωριού Σουλτογιανναίικα, δέχτηκε σφοδρά πυρά πυροβολικού και κινήθηκε προς το χωριό Βαλτούδι, όπου και διανυκτέρευσε, διαθέτοντας μόνο ένα τάγμα προς την κατεύθυνση της Καλίνδριας.

Η Ταξιαρχία Ιππικού, ενεργώντας με μεγάλη καθυστέρηση και πολύ διστακτικά, αφού διασκόρπισε τις Bουλγαρικές δυνάμεις που συμπτύσσονταν προς την Καλίνδρια και συνέλαβε περίπου 100 αιχμαλώτους, προωθήθηκε στην περιοχή του χωριού Κορομηλιά, όπου και στάθμευσε, ανακόπτοντας την παραπέρα καταδίωξη του εχθρού.

Οι Ι και VI Μεραρχίες, που ενεργούσαν προς το χωριό Λαχανάς, άρχισαν από το πρωί της 21ης Ιουνίου να αποσύρουν τμήματα από την πρώτη γραμμή για να συγκροτήσουν το μικτό απόσπασμα που θα κινούνταν προς το Κιλκίς. Οι Βούλγαροι, θεωρώντας τις μετακινήσεις αυτές ως σύμπτυξη, εκτόξευσαν σφοδρή επίθεση κατά του δεξιού (ανατολικού) πλευρού των Ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή του χωριού Κυδωνιές, όπου η Θέση του 1/5 Τάγματος της Ιης Μεραρχίας.

Χάρη όμως στον απαράμιλλο ηρωισμό του Τάγματος αυτού, του οποίου τέθηκαν εκτός μάχης όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί και φονεύθηκε ο Διοικητής του, Ταγματάρχης Κατσιμίδης Αναστάσιος, η Βουλγαρική επίθεση αποκρούστηκε και έτσι αποσοβήθηκε η απειλή που προς στιγμή δημιουργήθηκε. Στο μεταξύ το Γενικό Στρατηγείο, μετά την απελευθέρωση του Κιλκίς, ακύρωσε τη διαταγή συγκροτήσεως του μικτού αποσπάσματος των Ι και VI Μεραρχιών που προοριζόταν να ενισχύσει την προσπάθεια προς το Κιλκίς και διέταξε τις δύο μεραρχίες να συνεχίσουν την από κοινού ενέργεια τους, για την κατάληψη του Λαχανά.

Μετά απ’ αυτό οι Ι και VI Μεραρχίες αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του Λαχανά ταυτόχρονα στις 15:00 της ίδιας ημέρας. Πράγματι, ύστερα από σύντομη αλλά σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού, τα τμήματα των δύο Ελληνικών μεραρχιών εξόρμησαν με «εφ’ όπλου λόγχη» κατά των Βουλγαρικών θέσεων. Μπροστά στην Ελληνική ορμή οι Βούλγαροι άρχισαν σε λίγο να υποχωρούν άτακτα προς τα βόρεια, εγκατα­λείποντας πυροβόλα, οχήματα, κτήνη και κάθε είδους άλλο υλικό.

Τα Ελληνικά τμήματα, αφού κατέλαβαν γύρω στις 16:00 το χωριό Λαχανάς, συνέχισαν την καταδίωξη των Βουλγάρων, μέχρι τα τελευταία υψώματα προς την κοιλάδα του Στρυμόνα ποταμού, όπου και ανέκοψαν την παραπέρα κίνηση τους λόγω της νύχτας. Παρότι ο αγώνας κατά την τελική αυτή φάση της καταλήψεως του Λα­χανά, ήταν σχετικά σύντομος, οι απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες υπήρξαν σοβαρές.

Μεταξύ των νεκρών αξιωματικών ήταν και ο Διοικητής του 4ου Συντάγματος Πεζικού της 1 Μεραρχίας Συνταγματάρχης Παπακυριαζής Ιωάννης και ο Διοικητής του II Τάγματος του ίδιου Συντάγματος Ταγματάρχης Πε­ζικού Χατζόπουλος Ιωάννης. Αλλά και οι Βουλγαρικές απώλειες ήταν μεγάλες, συνελήφθησαν περίπου 500 Βούλγαροι αιχμάλωτοι και κυριεύτηκαν 16 πυροβόλα, 1.300 όπλα πεζικού και άφθονο πολεμικό υλικό.

Η VII Μεραρχία, η οποία δεν είχε πάρει νεότερη διαταγή επιχειρήσεων για τις 21 Ιουνίου, ζήτησε στις 05:30 της ημέρας αυτής από το Γενικό Στρατηγείο οδηγίες για τις παραπέρα ενέργειες της, παίρνοντας την απάντηση να συμμορφωθεί προς τις προηγούμενες διαταγές κατά την κρίση του Διοικητή της Μεραρχίας. Στη συνέχεια, γύρω στις 09:30 της ίδιας ημέρας, το Γενικό Στρατηγείο πληροφόρησε την VII Μεραρχία ότι τα Βουλγαρικά τμήματα είχαν συμπτυχθεί προς το χωριό Λαχανάς και πιθανόν σύντομα να υποχωρούσαν προς το χωριό Στρυμονικό.

Μετά απ’ αυτό, η VII Μεραρχία τέθηκε σε κίνηση προς την κατεύθυνση του Λαχανά, με μεγάλη όμως βραδύτητα και μόλις στις 16:00 έφτασε στη γραμμή των χωριών Βέργη – Λυγαριά, χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Φτάνοντας εκεί ενημερώθηκε από το Γενικό Στρατηγείο ότι απελευθερώθηκε το Κιλκίς και άρχισε η καταδίωξη των Βουλγαρικών δυνάμεων. Σε λίγο πληροφορήθηκε από την Ι Μεραρχία ότι καταλήφθηκε και ο Λαχανάς και οι Βούλγαροι συμ­πτύσσονταν πανικόβλητοι προς το Στρυμόνα, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από τα δικά της προωθημένα τμήματα.

Παρ’ όλα αυτά η VII Μεραρχία συνέχισε την κίνηση της με μεγάλη βραδύτητα, με αποτέλεσμα οι Βούλγαροι μέχρι το βράδυ να περάσουν ανενόχλητοι το Στρυμόνα και να κατευθυνθούν προς το Σιδηρόκαστρο και τις Σέρρες. Έτσι έληξε η τριήμερη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά, με πλήρη επικράτηση των Ελληνικών όπλων, αλλά και με μεγάλες θυσίες αίματος. Οι συνολικές απώλειες του Ελληνικού Στρατού κατά τη μάχη αυτή έφτασαν τους 8.828 νεκρούς και τραυματίες, μεταξύ των οποίων και δέκα διοικητές ταγμάτων και συνταγμάτων.

Αναλυτικότερα οι απώλειες κατά σχηματισμό ήταν οι εξής: Ι Μεραρχίας 1.354, II Μεραρχίας 1.483, 111 Μεραρχίας 773, IV Μεραρχίας 1.257, V Μεραρχίας 2.123, VI Μεραρχίας 1.347, VII Μεραρχίας 199, Χ Μεραρχίας 276 και Ταξιαρχίας Ιππικού 16.

Οι Βουλγαρικές απώλειες υπήρξαν και αυτές μεγάλες, χωρίς όμως να είναι πλήρως εξακριβωμένες, ενώ συνελήφθησαν περίπου 2.500 Βούλγαροι αιχμάλωτοι και κυριεύτηκαν 19 πυροβόλα, 5 βλητοφόρα, πολλά όπλα πεζικού και άφθονο λοιπό πολεμικό υλικό.

Το Γενικό Στρατηγείο, παραμένοντας στο Μελισσοχώρι ολόκληρη την ημέρα της 21ης Ιουνίου, εξέδωσε στις 21:00 διαταγή επιχειρήσεων για την επομένη, σύμφωνα με την οποία οι μεραρχίες έπρεπε, από το μεσημέρι της 22ης Ιουνίου, να έχουν ετοιμότητα να συνεχίσουν την κίνηση τους, εκτός από τις μεραρχίες που ήδη καταδίωκαν τον εχθρό και οι οποίες θα εξακολουθούσαν την καταδίωξη του.

Ταυτόχρονα, λόγω των μεγάλων απωλειών σε αξιωματικούς κατά τη διάρκεια της μάχης του Κιλκίς – Λαχανά, διέταξε να αφαιρεθούν από τα πηλίκια όλων των αξιωματικών τα διακριτικά του βαθμού τους, για να μην παρέχουν καταφανή στόχο στον εχθρό.

 

ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ 

Οι τρομακτικές απώλειες των Ελληνικών δυνάμεων οφείλονται αρχικά στην επιλογή ως ιδέα ελιγμού της μετωπικής επίθεση, η οποία πάντα προκαλεί και τις περισσότερες απώλειες στον επιτιθέμενο. Δεύτερος σημαντικός παράγοντας υπήρξε η αδυναμία έγκαιρης παροχής πυρών υποστηρίξεως από το φίλιο πυροβολικό. Το διακεκομμένο έδαφος των επιχειρήσεων δεν επέτρεπε πάντοτε τη χρήση του πεδινού πυροβολικού. Ήταν φανερή η ανάγκη ύπαρξης μεραρχιακού ορειβατικού πυροβολικού για την παροχή πυρών Άμεσης Υποστήριξης, το οποίο θα ήταν σε θέση να παρακολουθεί και να υποστηρίζει πάντοτε τα μαχόμενα τμήματα του πεζικού σε οποιοδήποτε έδαφος.

Ο στρατηγός Μαζαράκης στα απομνημονεύματα του κάνει λόγο για ελαττωματική σύνθεση του μεραρχιακού πυροβολικού, το οποίο είχε πεδινά πυροβόλα και όχι ορειβατικά, με αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιείται σε ορεινό έδαφος και το φίλιο πεζικό να μένει χωρίς πυρά υποστήριξης. Τρίτος παράγοντας υπήρξε η έλλειψη συντονισμού. Δεν διατάχθηκαν οι μεραρχίες του τομέα Κιλκίς να ξεκινήσουν την προέλαση του την ίδια ώρα της 19 Ιουνίου. Η V Μεραρχία άρχισε την προέλαση της, ενώ η ΙΙ βράδυνε να εκκινήσει, με συνέπεια να συγκεντρώσει όλα τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού επάνω της.

Μόνο μετά την επέμβαση της IV Μεραρχίας ανακουφίστηκε. Δεν υπήρχαν αξιωματικοί σύνδεσμοι ανάμεσα στις μεραρχίες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συντονισμός στην προέλαση των δυνάμεων. Τέταρτος παράγοντας υπήρξε η πυκνότητα των Ελληνικών δυνάμεων και πέμπτος το αναπεπταμένο έδαφος που ενεργούσαν οι μεραρχίες. Οι απώλειες αναλυτικά για τις 20 και 21 Ιουνίου ήταν οι ακόλουθες:

Συνολικά οι απώλειες ανήλθαν σε 8828 άνδρες. Οι Βουλγαρικές απώλειες ανήλθαν στους 4227 νεκρούς, 1977 τραυματίες και 767 αγνοούμενοι.

 

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ

Δόγμα – Ιδέα Ελιγμού – Εκτέλεση Σχεδίου

Οι Γάλλοι στρατιωτικοί της εποχής καθόρισαν ως δόγμα ότι «μόνο η επίθεση δίνει τη νίκη». Ο Ελληνικός Στρατός, ο οποίος εκπαιδεύτηκε από τη Γαλλική Αποστολή ακολουθούσε τις στρατιωτικές απόψεις τους σχεδόν κατά γράμμα. Ο Γαλλικός κανονισμός προέβλεπε ότι για την επιτυχία της νίκης έπρεπε να διασπαστεί με κάποια δύναμη η εχθρική διάταξη μάχης του αντιπάλου. Η διάσπαση αυτή απαιτεί τη διενέργεια επιθέσεων από μεγάλο βάθος και δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με αιματηρές θυσίες. Κάθε άλλη αντίληψη πρέπει να απορριφθεί ως αντίθετος προς τη φύση του πολέμου.

Επιπλέον, ο Γαλλικός κανονισμός του πεζικού ανέφερε ότι ο καθορισμός του σκοπού της κίνησης και του πυρός, η επιζήτηση της επιτυχίας αυτού με κάθε θυσία και παρά τη θέληση του εχθρού και παρ’ όλες τις δυσκολίες, μέχρι την απόλυτη θυσία, αυτή είναι η θεμελιακή σκέψη που πρέπει να εμπνέει όλους τους ηγήτορες. Κάθε άλλη ιδέα, η οποία προκαλεί δυσκολίες στο σκοπό, όπως αναζήτηση θέσεων βολής ή σύλληψη ευφυών ελιγμών πρέπει να αποφεύγεται, προκειμένου να μη μειωθεί η ισχύς της ενέργειας και επομένως να προκαλέσει τη διακύβευση της επιτυχίας.

Η επίθεση απαιτεί εκ μέρους όλων των μαχητών τη σταθερή θέληση της εξόντωσης του εχθρού με τη λόγχη και με την πάλη σώμα με σώμα. Προχώρηση με το μέγιστο δυνατό χρόνο χωρίς βολή, στη συνέχεια προχώρηση με συνδυασμό πυρ και κίνηση μέχρι την απόσταση εφόδου, έφοδος με τη λόγχη και καταδίωξη των ηττημένων. Αυτές πρέπει να είναι οι ενέργειες της επίθεσης του πεζικού.

Ο επιτελάρχης του Ελληνικού Στρατού (Β. Δούσμανης) υιοθέτησε όλες αυτές τις στρατιωτικές αντιλήψεις, αναφέροντας στο βιβλίο του ”Ο συμμαχικός πόλεμος κατά των Βουλγάρων” «Ἡ προχώρησις ἡ ραγδαία προχώρησις ἦτο τό κύριον μέσον ἐνεργείας, τό πύρ καί ἡ λόγχη τό μέσον πρός διευκόλυνσιν τῆς προχωρήσεως…». Αυτό το πνεύμα εφαρμόσθηκε και σε άλλες μάχες με πολλές απώλειες. Δυστυχώς η πολεμική εμπειρία που απέκτησε ο Ελληνικός Στρατός δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης, ώστε τα συμπεράσματα να εφαρμοσθούν στο Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, αλλά και στους επόμενους πολέμους.

Η ιδέα ελιγμού δεν έχει να επιδείξει κάτι σημαντικό ή ευφυές. Ως ιδέα ελιγμού είχε επιλεγεί η μετωπική επίθεση, η οποία δεν οδήγησε σε αποφασιστικά αποτελέσματα, αλλά απλά απώθησε τον εχθρό. Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Καλογεράς στην κατάθεση του στη δίκη του πρώην επιτελείου αναφέρει: «Ἐνθυμοῦμαι καί νά μοί ἐπιτρέψητε τήν φράσιν τοῦ καθηγητοῦ Λεμποῦ «φαῖρ λε ρετούρ έ ἀβανσέ» ἤτοι «τοποθετεῖν ὅλας τάς μεραρχίας εἰς μίαν γραμμήν καί προχωρεῖν».

Η εκτέλεση της ιδέας ενεργείας προκάλεσε μεγάλη κριτική, η σπουδαιότερη των οποίων ήταν σε μια διάλεξη που δόθηκε το 1914 στη Σχολή Πολέμου των Παρισίων όπου αναλύθηκε το σχέδιο της μάχης Κιλκίς – Λαχανά. Συγκεκριμένα αναφέρθηκαν: η παράταξη των Ελληνικών μεραρχιών σε ένα μέτωπο, η έλλειψη εφεδρείας για να παρέμβει ο αρχιστράτηγος στη μάχη, η πυκνότητα της παράταξης που προκάλεσε την αύξηση των απωλειών, η αδυναμία συγκρότησης εφεδρικής δύναμης και η έλλειψη συντονισμού των ενεργειών. Με άλλες λέξεις, δεν υπήρχε καμία ιδέα ελιγμού, εφόσον δεν υπήρχε εφεδρεία.

Από την παράταξη των Ελληνικών δυνάμεων διαφαίνεται ότι έξι μεραρχίες κατευθύνονται μετωπικά προς Κιλκίς – Λαχανά και άλλες δύο (VII και Χ Μεραρχίες) προς τα πλευρά. Ο μετωπικός ελιγμός σε συνδυασμός με τη μεγάλη πυκνότητα θα προκαλούσε πολλές απώλειες στο προσωπικό και επιπλέον δεν θα επέτρεπε το σχηματισμό εφεδρείας. Με αυτή την ιδέα ενεργείας το παραμικρό ρήγμα στην Ελληνική παράταξη θα επέτρεπε στις Βουλγαρικές δυνάμεις να κατευθυνθούν ελεύθερα προς τη Θεσσαλονίκη, αφού δεν υπήρχε καμία στρατιωτική δύναμη να τους σταματήσει. Ο στρατηγός Μαζαράκης αναφέρει:

«Εἶναι περίεργο ἐν τούτοις ὅτι θεωρητικῶς, τό τότε Γενικόν Στρατηγεῖον ἦτο ποτισμένον μέ τήν ἰδέαν τῆς ἐκ τῶν προτέρων δι’ εὐρείας ἀναπτύξεως καί προελάσεως τῶν δυνάμεων ἐπί μεγάλου μετώπου ἐπιζητήσεως τῆς κυκλώσεως ἰδέαν ἀντίθετον τῆς κατά μέτωπον κυρίας προσπαθείας. Ἐν τῇ πράξει ὅμως δέν ἐξησφάλισε την κυκλωτικήν ἐνέργειαν καί ἐπέτρεψεν οὕτως εἰς τόν Βουλγαρικόν Στρατόν νά διαφύγῃ τήν κύκλωσιν νά ὑποχωρήσῃ καί νά ἀνασυνταχθῇ»

Η δύναμη της μΊας μεραρχίας (Χ Μεραρχίας των οκτώ ταγμάτων πεζικού) που διατέθηκε στο αριστερό πλευρό (περιοχή Καλλινόβου) ήταν ανεπαρκής, ώστε να υπερκεράσει τις ισάριθμες εχθρικές δυνάμεις (στον τομέα Καλλινόβου αμυνόταν μια Βουλγαρική ταξιαρχία των οκτώ ταγμάτων πεζικού). Δεν είχε την απαιτούμενη ισχύ, ώστε να εκτελέσει την υπερκέραση και να αποκόψει τις συγκοινωνίες του εχθρού.

Όσον αφορά το έτερο άκρο (άκρο δεξιό – VII Μεραρχία) φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα το Γενικό Στρατηγείο. Αυτό συνάγεται από τα ακόλουθα: η αποστολή που ανατέθηκε στη Μεραρχία ήταν περιορισμένη, η διαταγή επιχειρήσεων της 20ης Ιουνίου δεν συμπεριλάμβανε την VII Μεραρχία (ακόμη και όταν με αναφορά της περί της τακτικής κατάστασης πάλι το Γενικό Στρατηγείο δεν προσανατολίζει τη διοίκηση της μεραρχίας), δεν διατάσσεται, μετά την πτώση του Λαχανά, να κινηθεί δραστήρια προς τη γέφυρα Όρλιακο (Στρυμόνας).

Δυστυχώς ακόμη και η διοίκηση της μεραρχίας δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, ώστε αναπτύξει πρωτοβουλία και να αποκόψει την υποχώρηση των βουλγαρικών δυνάμεων. Το πυροβολικό αδυνατούσε να παρέχει πυρά υποστήριξης, λόγω του αναπεπταμένου εδάφους. Η αδυναμία αυτή περιγράφεται σε απομνημονεύματα όπου καταδεικνύεται πόσο βασανιστικά επιδρούσε το έδαφος στις κινήσεις των πυροβόλων.

Το πυροβολικό αν δρούσε στη μάχη όπως αναμενόταν τότε θα εκτελούσε βολές αντιπυροβολικού και είτε θα κατέστρεφε τα Βουλγαρικά πυροβόλα, είτε θα αποτελούσε στόχο των πυρών του εχθρού, γεγονός που θα ανακούφιζε το πεζικό. Η αδυναμία παροχής πυρών υποστήριξης προς το μαχόμενο πεζικό αποτέλεσε ένα παράγοντα για τις μεγάλες απώλειες.

 

Διοίκηση και έλεγχος

Κάθε μεραρχία ενεργούσε ανεξάρτητα από τις άλλες υπαγόμενη απ’ ευθείας στο Γενικό Στρατηγείο, το οποίο είχε την έδρα του αρκετά μακριά από το πεδίο της μάχης και σε πολλές περιπτώσεις εξέδιδε ανεφάρμοστες διαταγές. Την περίοδο αυτή δεν υπήρχε το κλιμάκιο του Σώματος Στρατού. Με δεδομένο τις ελλιπείς επικοινωνίες και συγκοινωνίες, το Γενικό Στρατηγείο δεν μπορούσε να είναι ενήμερο της τακτικής κατάστασης, με συνέπεια η διεύθυνση του αγώνα να είναι από δυσχερής έως ακατόρθωτη. Η έλλειψη συνδέσμου μεταξύ του Γενικού Στρατηγείου και των μαχόμενων μεραρχιών ήταν ένα άλλο μεγάλο σφάλμα.

Η ύπαρξη τους (σύνδεσμοι ήταν οι επιτελείς του Γενικού Στρατηγείου) θα μπορούσε να συμβάλλει, ώστε να μεταφέρει η πραγματική εικόνα της μάχης, ο αρχιστράτηγος να αντιληφθεί ακριβώς την τακτική κατάσταση και να επέλθει συντονισμός της δράσης των μονάδων. Το Γενικό Στρατηγείο λάμβανε γνώση της διαμορφούμενης κατάστασης τις εσπερινές ώρες, όταν οι μεραρχίες υπέβαλαν τις ανάλογες αναφορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι επεμβάσεις της ανώτατης διοίκησης να πραγματοποιούνται κάθε βράδυ με την έκδοση διαταγών.

Όπως φαίνεται το Γενικό Στρατηγείο δεν μπορούσε να παρέμβει στη μάχη με ευχέρεια κυρίως γιατί δεν διέθετε εφεδρείες και πυρά. Η προσπάθεια παρέμβασης του με την απόσυρση δυνάμεων από τον τομέα Λαχανά προς όφελος του τομέα Κιλκίς προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση που λίγο έλειψε την ανατροπή των μαχόμενων δυνάμεων. Στη μάχη των Ιωαννίνων αλλά και αργότερα στις υπόλοιπες μάχες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου οργανώθηκαν ενδιάμεσα κλιμάκια. Το ίδιο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και στη παρούσα περίπτωση.

Για παράδειγμα η ύπαρξη μιας διοίκησης που θα συμπεριλάμβανε τις μεραρχίες του τομέα Λαχανά και την VII Μεραρχία θα μπορούσε να έχει θεαματικά αποτελέσματα κυρίως στη φάση της καταδίωξης. Η αδυναμία συντονισμού φάνηκε και εντός των τομέων. Για παράδειγμα, οι προ του Κιλκίς μεραρχίες δεν κατόρθωσαν να συντονισθούν και να εκτελέσουν νυκτερινή επίθεση, ώστε να καταληφθεί ο αντικειμενικός σκοπός τους. Μόνο η ΙΙ Μεραρχία πραγματοποίησε με επιτυχία τη νυκτερινή επίθεση, η οποία προκάλεσε και την ανατροπή των Βουλγαρικών δυνάμεων και την κατάληψη του Κιλκίς.

Σχολιασμός Βουλγαρικών ενεργειών

Ο Βουλγαρικός στρατός αποτελούνταν από πέντε στρατιές. Την περίοδο των επιχειρήσεων ήταν διεσπαρμένος από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο και κάλυπτε μια ζώνη 500 χιλιόμετρων. Με αυτή τη διασπορά δεν μπορεί να γίνει λόγος για συγκέντρωση των δυνάμεων στον κατάλληλο χρόνο και χώρο. Ο στρατηγός Ιβανώφ (διοικητής της ΙΙ Στρατιάς) αναφέρει ότι η κατάσταση δεν θα ήταν κακή αν με την έναρξη των εχθροπραξιών εμπλέκονταν και οι πέντε στρατιές και όχι μόνο οι δύο ΙΙ και IV (εναντίον Ελλήνων και Σέρβων αντίστοιχα).

Ο Βασιλιάς Φερδινάνδος ασκούσε την ανωτάτη στρατιωτική διοίκηση των Βουλγαρικών δυνάμεων. Άμεσος βοηθός του και ουσιαστικός αρχιστράτηγος ήταν στρατηγός Σαβώφ. Ο τελευταίος αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων. Οι διαταγές που εξέδωσε είχαν αντιφάσεις και ασυναρτησίες. Παρατηρήθηκαν άσκοπες μετακινήσεις βουλγαρικών μονάδων από την μία στρατιά στην άλλη και σε μεγάλες αποστάσεις, με συνέπεια να καταπονεί τους άνδρες σωματικά και ηθικά και να τους καθιστά ανίκανους για να παρέμβουν στην κατάλληλη στιγμή.

Η ανικανότητα του στρατηγού Σαβώφ γρήγορα προκάλεσε την αντικατάσταση του από νέο στρατηγό, ο οποίος και αυτός με τη σειρά του δεν διακρινόταν για την αποφασιστικότητα του. Στο τομέα της ΙΙ Στρατιάς (Βουλγαρικές δυνάμεις έναντι των Ελληνικών) παρατηρείται ότι κρατήθηκαν υπερβολικές δυνάμεις πέραν του Στρυμόνα χωρίς ουσιαστικό λόγο. Αν έπεφτε η κύρια γραμμή άμυνας των Βουλγάρων τότε αυτές οι δυνάμεις μοιραία θα υποχωρούσαν.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι πολεμικές επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά δύσκολες είτε στο σχεδιασμό, είτε κατά τη φάση της εκτέλεσης τους. Δεν υπάρχει μάχη όπου δεν παρατηρήθηκαν λάθη. Στη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά τα σφάλματα υπήρξαν πολλά και σοβαρά από όλους τους εμπλεκομένους. Οι Βούλγαροι διέπραξαν τα περισσότερα και τα σοβαρότερα, με αποτέλεσμα να ηττηθούν. Από άποψη στρατηγικού σχεδιασμού και εκτέλεσης, η έλλειψη κοινού Ελληνοσερβικού στρατηγείου είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει ο κατάλληλος συντονισμός μεταξύ των δύο στρατών, στοιχείο που εκμεταλλεύτηκαν οι Βούλγαροι για να μεταφέρουν εύκολα στρατεύματα και στο Ελληνοβουλγαρικό και στο Σερβοβουλγαρικό μέτωπο, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός.

H συγκέντρωση του όγκου των δυνάμεων μπροστά στο ανοιχτό και ακάλυπτο μέτωπο του Kιλκίς και η εμμονή του Γενικού Στρατηγείου στην κατάληψη της τοποθεσίας με μετωπικές προσπάθειες, ήταν ενέργεια που προξένησε τεράστιες (όσο και αχρείαστες) απώλειες. Oι δύο κατευθύνσεις από Θεσσαλονίκη προς Κιλκίς και Λαχανά απέκλιναν συνεχώς η μία από την άλλη, με αποτέλεσμα ο συντονισμός των τμημάτων που ενεργούν και στις δύο αυτές κατευθύνσεις υπό κοινή διοίκηση, να είναι δυσχερής, κάτι που άλλωστε φάνηκε κατά την εξέλιξη της μάχης.

H νυχτερινή επίθεση μίας μόνο μεραρχίας εκ των τεσσάρων που πολεμούσαν στο μέτωπο του Κιλκίς, απέδειξε την αδυναμία του Γενικού Στρατηγείου να διευθύνει ταυτόχρονα τις ενέργειες εννέα χωριστών υφιστάμενων διοικήσεων. Επιπλέον, δεν τηρήθηκαν εφεδρείες και, όταν το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε την ενίσχυση του αγώνα στο Κιλκίς, αναγκάστηκε να αποσύρει δυνάμεις από τον Λαχανά, παρά το ότι είχαν ήδη εμπλακεί σε μάχη με τον εχθρό. Επίσης, το αποτέλεσμα της μάχης του Λαχανά περιορίστηκε πάρα πολύ από την κακή πληροφόρηση της 7ης Μεραρχίας υπό του Γενικού Στρατηγείου για την εξέλιξη των επιχειρήσεων και από τη διστακτικότητά της.

H καταδίωξη του εχθρού μετά την κατάληψη του Κιλκίς έγινε σε εξαιρετικά περιορισμένο βάθος, παρά το γεγονός ότι διατάχθηκε “απηνής καταδίωξη”. Αυτό προφανώς οφείλεται στην εξάντληση των τμημάτων, καθώς και στις απώλειες που υπέστησαν. H ταξιαρχία ιππικού, η οποία μπορούσε να εκτελέσει την “απηνή καταδίωξη”, δεν χρησιμοποιήθηκε όπως έπρεπε. H νίκη στο Κιλκίς – Λαχανά ήταν αποτέλεσμα του υψηλού ηθικού του στρατού, ύστερα από τις επιτυχίες του στον A’ Βαλκανικό, της αυτοθυσίας και του επιθετικού πνεύματος που τον διακατείχε.

Επιπλέον, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η επιτυχής νυχτερινή ενέργεια της 2ης Μεραρχίας στο Κιλκίς, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διάσπαση της αμυντικής γραμμής των Βουλγάρων, καθώς και η έγκαιρη κατάληψη των υψωμάτων του Καλλινόβου από τη 10η μεραρχία. Επιπροσθέτως, η τελική έκβαση της μάχης υπήρξε αποτέλεσμα της υποτίμησης, εκ μέρους των Βουλγάρων, του αντιπάλου. H νίκη των Ελλήνων στο Κιλκίς – Λαχανά έσωσε τη Θεσσαλονίκη και άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση και άλλων Ελληνικών περιοχών στην κεντρική και την ανατολική Μακεδονία, αποτελώντας το προοίμιο της Ελληνικής επικράτησης έναντι των Βουλγάρων στο B’ Βαλκανικό Πόλεμο.

Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου, τον Αύγουστο του 1913, η οποία επισφράγισε τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, η συνολική έκταση του Ελληνικού κράτους θα φτάσει τα 120.308 από τα 63.211 τ.χλμ. που ήταν πριν από την έναρξή τους. H εντυπωσιακή αυτή μεγέθυνση, πέρα από την ποσοτική της σημασία, πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τα ειδικότερα πλεονεκτήματα που συνεπαγόταν η προσάρτηση εδαφών με αυξημένη γεωπολιτική σημασία, όπως ήταν η Μακεδονία. H επέκταση ως τον ποταμό Νέστο κάλυπτε, με επίκεντρο το στρατηγικό κόμβο της Θεσσαλονίκης, το μέγιστο μέρος των νοτίων παραλίων της Βαλκανικής Χερσονήσου, του τελευταίου τμήματος της ευρωπαϊκής ηπείρου προς την κατεύθυνση της ανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής.

H Ελλάδα εξελισσόταν σε σημαντικό στρατηγικό παράγοντα στην ανατολική Μεσόγειο, με αποτέλεσμα την αύξηση της ισχύος της στους διεθνείς διπλωματικούς κύκλους. H διεύρυνση της Ελληνικής επικράτειας συνοδευόταν από την αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμιακού δυναμικού της από 2.631.912 σε 4.718.221 κατοίκους. Tο φαινόμενο αυτό συνέβαλλε αποφασιστικά στην αύξηση της ισχύος της χώρας, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της διεθνούς θέσης της. Επιπρόσθετα, η επέκταση προς το χώρο της Μακεδονίας, συντέλεσε στην αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας μέσω της εξασφάλισης πλουτοπαραγωγικών πηγών, οι οποίες αύξησαν την αγροτική παραγωγή και ενίσχυσαν τις προϋποθέσεις για εκβιομηχάνιση, με γενικότερο αποτέλεσμα την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.